9. ΒΑΛΧΑΛΑ.

Στάθηκε και κοίταξε τον κάμπο. Με τον μέσο και τον αντίχειρα, τίναξε την γόπα του τσιγάρου μακριά. Η αναμένη καύτρα έκανε ένα μεγάλο τόξο πριν πέσει στη θάλασα. Κοίταξε τον κόκκινο φάρο και, έτσι, απλά, εξαφανίστηκε.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. ΜΑΡΙΕΝΜΠΑΝΤ.

«Περπάτησα ξανά σε αυτούς τους διαδρόμους, σ’αυτό το κτίριο που ανήκει σε άλλον αιώνα, σ’αυτό το απέραντο, πολυτελές μπαρόκ ξενοδοχείο. Σιωπηλά δωμάτια όπου τα βήματα πνίγονται σε χαλιά τόσο παχιά, που ο ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί.
Και σαν το ίδιο το αυτί, προχωράς ξανά στους διαδρόμους που οδηγούν σε δωμάτια με διακόσμηση από άλλον αιώνα».

*

[Σκέφτομαι πάντα αυτήν την τελευταία σκηνή του έργου. Θα είναι μέσα σε τεράστιες κατάφωτες αίθουσες, με τοίχους επενδεδυμένους με καθρέφτες –γιά να πολαπλασιάζουν το είδωλο. Βαριές βελούδινες κόκκινες κουρτίνες σε χρυσό φόντο. Στην σκηνή, ένας κόκινος καναπές, δύο πίνακες ζωγραφικής και ένα ρολόι. Οι καλεσμένοι ντυμένοι με ρούχα εποχής. Ζευγάρια θα χορεύουν στη μεγάλη σάλα και το τράβηγμα θα είναι από ψηλά. Ο φωτισμός θα είναι έντονος και θα οφείλεται σε μεγάλους κρυστάλινους πολυελαίους κρεμασμένους απ’το ταβάνι. Οι γυναίκες θα μοιάζουν λίγο με ινδές πριγκήπισες ντυμένες με λαμέ χρυσά και ασημί φορέματα. Η αίθουσα θα είναι διακοσμημένη με μπαρόκ φιγούρες και γύψινες δαντελωτές μπορντούρες].

*

«Προχώρησα ξανά στους διαδρόμους, στα δωμάτια στο κτίριο αυτό, σ’αυτό το μπαρόκ ξενοδοχείο μιάς άλλης εποχής με τους έρημους διαδρόμους βαριά φορτωμένους με μάρμαρα, καθρέφτες, ξυλόγλυπτα, τόξα, πίνακες –διάδρομοι που οδηγούν σε δωμάτια άδεια. με διακόσμηση μιάς άλλης εποχής. όπου τα βήματα πνίγονται μέσα σε χαλιά τόσο παχιά, που κάθε ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί».

*

[Παρατηρώ έξω απ’το παράθυρό μου τα πουλιά. Αυτήν την εποχή έχουν έρθει κάτι μικρά μεταναστευτικά πουλιά μαύρα με άσπρες πιτσιλιές που κελαηδάν συνέχεια. Κλείνοντας το παράθυρο αντιλήφθηκα ότι εξακολουθώ να ακούω τα πουλιά να κελαηδάν. Όμως, δεν άκουγα πιά τους υπόλοιπους θορύβους].

*

«Και το αυτί σαν να ήταν πολύ μακριά απ’το δάπεδο, μακριά απ’την άδεια διακόσμηση και το ταβάνι το φορτωμένο με κλαδιά και γιρλάντες.
Και σαν το δάπεδο να ήταν από άμμο και χαλίκια και το διέσχισα ξανά, γιά να σας συναντήσω. Ανάμεσα στους τοίχους με τους πίνακες και τις γκραβούρες, αν και προχώρησα, ήμουν ήδη εκεί και σας περίμενα. Πολύ μακριά από το σκηνικό που βρίσκομαι τώρα, καθώς εσείς περιμένετε κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ».

*

[Μου άρεσε πολύ ένας πίνακας. Όχι κάποιος γνωστός, ένας πρωτότυπος πίνακας κάποιου έλληνα ζωγράφου που δεν γνωρίζω, κρεμασμένος σε τοίχο. Απεικονίζει ένα σοκάκι κάποιας ιταλικής πόλης (ή ίσως να είναι η Κέρκυρα). Δεξιά και αριστερά έχει σπίτια και σε πρώτο πλάνο ένα μαύρο φανάρι δρόμου, παλαιού στυλ. Τα χρώματά του ήταν έντονα, σε μιά πορτοκαλί απόχρωση. Μου θύμισε έναν άλλο πίνακα, μεταμοντέρνας ζωγραφικής, που αναπαριστά μία ξανθιά γυναίκα, ντυμένη με πράσινο φόρεμα, σε πορτοκαλί και πράσινο φόντο].

*

«Σε ένα παρελθόν μαρμάρινο, σαν αυτά τα αγάλματα του κήπου, σαν αυτό το ξενοδοχείο με τις ερημωμένες αίθουσες, με τα ακίνητα, βουβά πρόσωπα, σίγουρα νεκρά από καιρό, που φρουρούν τους διαδρόμους που διέσχισα γιά να σας βρω. Ανάμεσα σε δυό σειρές παγωμένα πρόσωπα που κοιτάνε αδιάφορα εσάς που διστάζετε ακόμα και στο κατώφλι του κήπου».

*

[Μα ο κόσμος φοράει χρωματιστά ρούχα , κάνει πάρτι στους δρόμους, χορεύουν και δεν υπάρχουν μπουζούκια].

*

-Θα έρθετε;
-Πρέπει να περιμένουμε λίγο. Λίγα λεπτά, λίγες στιγμές, όχι πιό πολύ.

*

Ο φόβος μήπως χαθεί ένας τόσο ασφυκτικός δεσμός τελείωσε. Τελείωσε αυτή η ιστορία. Σε λίγα δευτερόλεπτα παγώνει γιά πάντα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ.

Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.

Κάποτε, σε ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιάς επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλωντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μιά μακαριότης επλανάτο πάνω σ’όλα.

Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα που ανέβαινε γιά να απλώσει τους αετούς, ή γιά να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά-βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.

Τίποτα δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Aκόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν η ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κι έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιό πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους υψωμένες παράληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυό γέροι, σε ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με την μπαγκέτα του τον Χρόνο –δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από την φτωχή τους ύπαρξη.

Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Γιά να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγκό σφύριγμα. Το βαπόρι έφυγε.


*

Ύστερα θυμόταν ένα χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες, γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών-χρηματομεσιτών και μαρκησίων-καπνεμπόρων. Εσφίγγονταν τόσο που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας όλοι, εσχημάτισαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα ζεύγη, τα πιό εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησις ήταν πλήρης. Το κομμάτι θα περιείχε βέβαια δυό-τρεις μαγικές νότες, που επαναλαμβάνοταν σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλινη. Τα μικρά, γρήγορα βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμμάτα συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί άθικτες στην προσθήκη ενός μουσείου.

Έπειτα έγινε το πιό απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς στο παρελθόν, γιά να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε. Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερεις γυναικείοι σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς, κι έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σαν να αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε στη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν και έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.


*

Άλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ακούγοντας μιά φράση ή παρακολουθώντας ένα ασήμαντο γεγονός, είχε την εντύπωση ότι το πράγμα αυτό έγινε ή ελέχθηκε προηγουμένως, άγνωστο σε ποιό μέρος και πότε ακριβώς, και ότι τώρα επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Του φαινόταν πολύ παράξενο. Μπορεί την πρώτη φορά να ήταν όνειρο. Ολοφάνερο όμως ότι τώρα ή τότε κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του.

Συνήθως αυτό γινόταν με την ομιλία πάνω στα κοινότερα θέματα. Ζητούσε λ.χ. να πληροφορηθεί γιά ένα δρόμο που δεν ήξερε. Ο άνθρωπος τον οποίον είχε ρωτήσει τον κοίταζε γιά μιά στιγμή χωρίς να απαντήσει, κι έπειτα έβγαζε το καπέλο του κι εσκούπιζε το μέτωπό του. Τον ρωτούσε πάλι, αλλά συγχρόνως σαν αστραπή περνούσε από τον νου του η σκέψιςότι αυτή η μικρή ιστορία είχε ξαναγίνει. Η πληροφορία που ζήτησε, η σιωπή του άλλου, η δεύτερη ερώτηση του, όλα, όλα απαράλλαχτα. Έπειτα, συνεχίζοντας την σκέψη του, έλεγε μέσα του: «Να ιδείς που τώρα θ’ακούσω: “Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε”». «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε» απαντούσε ο άγνωστος σαν ηχώ της σκέψεώς του, κι έφευγε βιαστικα, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο.


*

Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος όλη μέρα σ’ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιό απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.

Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πως να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε τον Χρόνο μέσα σε ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποιά ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.


*

Τώρα η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Στο απομονωτήριο του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα του είναι το ίδιο αδιάφορες. Αν μπαίνει από τον φεγγίτη λίγο φως, το κοιτάζει γιά μιά στιγμή κι έπειτα το επιστρέφει με όλη του την καρδιά. Βλέπει το φωτεινό εκείνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σε σχήμα βιβλίου, να αλλάζει χρώματα, σα να το φυλλομετρά το αόρατο χέρι του Θεού. Ροζ, μπλε, πράσινο, μωβ... Αυτός όμως προτιμά το βελούδινο μαύρο που προεκτείνεται στο δωμάτιο όταν νυχτώσει.

Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερεις τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν. Και ο Χρόνος δεν υπάρχει.



Κ.Γ.Καρυωτάκης. (Τα τελευταία κείμενα).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις είναι τα χιλιόμετρα που διανύεις γιά να φτάσεις σε αυτές. Με τρένο στην Πάτρα, και από εκεί στη Βενετία με καράβι. Στο Σάλτσμπουργκ με αυτοκίνητο μέσα από τα βουνά της Αυστρίας. Κάστρα μεσαιωνικά στον αυτοκινητόδρομο, κορίτσια που ξέρουν τα κόλπα στα σύνορα με την Τσεχία. Μπορείς να πας και από την Ηγουμενίτσα. Στην Λάρισα με τραίνο. Πάνω από τις γέφυρες και τα ποτάμια. Μιά ήσυχη διαδρομή, χωρίς να έχεις τίποτα να κάνεις. Αν πας με αυτοκίνητο είναι διαφορετικά. Θα πρέπει να οδηγήσεις προσεκτικά στην εθνική, να φοράς ζώνη και να προσέχεις τη σήμανση. Οι άνθρωποι είναι οι πόλεις. Ο κύριος Νόβακ και η Μπάντα της Γέφυρας του Καρόλου. Πράγα. Ένα βράδυ στο Άμστερνταμ. Μιά χορωδία αγγέλων. Στην Αίγινα με τραίνο; Μπα! Μάλλον με τα πόδια, σαν τον Χριστό. Ένας φίλος, στο Ρότερνταμ, γνώρισε μιά κοπέλα που έχει την φωτογραφία δύο ανθρώπων που χωρίζουν χιαστή πάνω στη γέφυρα.
Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Οι παριζιάνοι μισούν τον πύργο του Άϊφελ. Οι αθηναίοι,πιθανόν τον Παρθενώνα. Μου αρέσει να κάθομαι απέναντι από τον Πειραιά στην ακτή του Φαλήρου. Από εδώ βλέπω την Αίγινα και την Σαλαμίνα, την Καστέλα και την παραλιακή, με τα φωτάκια της και τα αυτοκίνητα. Τα καράβια με τα πλευρικά τους φώτα την ώρα που φεύγουν. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Μπορείς να τις δεις χωρίς να πας. Ένας φίλος έφτιαξε μιά ιστορία, με ήρωα έναν τύπο που λέγεται Κριστομπάλ Λόπεζ. Η ιστορία ξεκινάει σε ένα μέρος στη Χιλή που λέγεται Βαλπαραϊσο -ένα μεγάλο λιμάνι. Γενιέται και μεγαλώνει σε ένα μπορντέλο από άγνωστους γονείς. Κάποια στιγμή παίρνει ένα καράβι και φεύγει. Και όταν λέω φεύγει, εννοώ ότι φεύγει από την ιστορία, εξαφανίζεται. Πολλές φορές κοιτώντας τα καράβια στον Πειραιά, ρωτάω τον φίλο μου τι απέγινε ο ήρωάς μας και πάντα μου λέει: "δεν έχω ιδέα. Νομίζω ότι είναι πιά μεσήλικας στο Ντουμπάϊ ή στο Ρότερνταμ. Μου φαίνεται ότι ταξιδεύει ακόμη με ένα καράβι γιά τον Πειραιά".
Και έτσι, οι πόλεις είναι οι άνθρωποι -και οι άνθρωποι οι πόλεις. "Πόσο είναι ρε Μήτσο από την Αθήνα στη Ρόδο με ιστιοφόρο;", ρώτησα κάποτε έναν φίλο. "Ανάλογα τον καιρό" μου είπε. 'Μπορεί σαράντα ώρες, μπορεί και μιά ζωή". "Και στον Παναμά; Πως περνάνε τα καράβια την Διώρυγα;". "Με δεξαμενές. Τρεις δεξαμενές, από την μιά στην άλλη. Και στην σκάτζα γύρω από την λίμνη είναι η ζούγκλα. Και οι μαϊμούδες και οι παπαγάλοι φωνάζουν συνέχεια". "Και που συνάντησες τις πιό ωραίες γυναίκες; Στην Κούβα ή στην Ρουμανία, στην Βάρνα ή στην Βαρκελώνη;" Γιατί μπερδεύω πάντα τις ιστορίες; Γιατί ανακατεύω τους φίλους, με άλλους φίλους, τους ανθρώπους με τα οράματα; Και που να κρύβεται ο ήλιος όταν νυχτώνει; Μήπως πηγαίνει σε μιά άλλη πόλη; Μήπως οι πόλεις, είναι ο ήλιος τους; Μήπως οι άνθρωποι είναι ο ήλιος των πόλεων;
Η μπαμπά και ο μαμάς μου, μου είπε κάποιος άλλος φίλος, μας πήγαν γιά πικ-νικ στην εξοχή. Στρώσαν κάτω την άσπρη πετσέτα που είχαν φέρει από το σπίτι, καθαρή και περιποιημένη. Βγάλαν απ'το αμάξι τα θερμός με το νερό και με ένα μεγάλο μαχαίρι κόψαν το καρπούζι όμορφα και συμμετρικά, μέχρι την κόκκινη καρδιά του. Εμείς, τα παιδιά, τσακωθήκαμε γιά την καρδιά. Τρέχαμε γύρω-γύρω φωνάζοντας: είναι δικιά μου, είναι δικιά μου. Στο τέλος, ο μαμάς και η μπαμπά θύμωσαν και είπαν: δεν είναι κανενός. Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ.

Από ποτά ξεφρενιασμένοι, λουσμένοι από τις αστραπές
Και από δαιμόνους φιλημένοι στων καραβιών τις κορυφές
Σαν σκελετοί ηλιοδαρμένοι, αρρώστια μπόχα, πυρετοί,
Μα τραγουδάνε πεινασμένοι όσοι απόμειναν ορθοί:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Κάμπος βαθύς και γη σπαρμένη, λιμάνια, πόρνες, καπηλειά
Κάθε στεριά, τους είναι ξένη, γιά αυτούς η θάλασα στεριά
Πατρίδα τους και περιβόλι το ανεμόδαρτο σκαρί,
Όπου δεν έχει αραξοβόλι, ούτε σημαία στην κορφή
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Μα ένα βράδυ του Απρίλη τ’άστρα θα τους απαρνηθούν
Μήνυμα η θάλασα έχει στείλει οι πειρατες να αφανιστούν
Ο ουρανός, ο σύντροφός τους σκέπασε κάθε ξαστεριά
και ο γαρμπής, ο αδερφός τους τους πνίγει σε βαθειά νερά
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Όρθια κύματα τινάζουν στα επουράνια το σκαρί
Στης αστραπής το φως κοιτάζουν το χάος που τους καρτερεί
Άνεμοι παίρνουν το τιμόνι και ενώ στην κόλαση βουτούν
Οι πειρατές –μαύροι δαιμόνοι- ακούγονται που τραγουδούν:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, μας φτάνει εμάς η θάλασσα».


Μπ. Μπρεχτ (Το προσευχητάρι, 1918).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Ένα άσπρο σπίτι, πάνω στον βράχο, στην στροφή της θάλασας. Σας βλέπω πότε-πότε, που περνάτε μέσα σε άσπρα ιστιοφόρα, ή με το καράβι της γραμμής. Σας βλέπω απ’την βεράντα του σπιτιού μου. Σας το έχω πει; Έχω ένα άσπρο σπίτι στο βράχο, δίπλα στη θάλασα, μέσα στο φως του ήλιου –μες στο γαλάζιο.

Έχω ένα φάρο απέναντι στο σπίτι μου. Κάποιες μέρες είναι κόκκινος, κάποιες πράσινος, κάποιες άσπρος. Είναι ένας φάρος αναποφάσιστος –και έχω μεγάλη απορία- πως οδηγείτε τα καράβια σας με τέτοιους φάρους, αναποφάσιστους;

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα σπίτι, στο βράχο της στροφής, δίπλα στην συκιά. Ήταν πριν του πατέρα μου, τώρα δικό μου. Έχει ησυχία και το φως δεν μπαίνει μέσα. [Καλό αυτό –όταν είναι καλοκαίρι]. Σας βλέπω κάποιες μέρες, απ’την βεράντα του σπιτιού μου, μέσα στα άσπρα σας καράβια. Καμιά φορά θέλω να έρθω μαζί, μα δεν προφταίνω. Έχω δουλειές πολλές και δεν μπορώ να λείψω. Έχω ένα σπίτι κάτω απ’τον δρόμο, στην στροφή της θάλασας. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως στα αλήθεια μου αρέσει το βουνό. [Αλλά αυτό, συμβαίνει σπάνια]. Σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ευτυχισμένος, μεσα στο άσπρο μου σπίτι, στην άκρη του δρόμου, στην παραλία.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Ένα νησί που ταξιδεύει. Γρήγορη σκέψη φόνου σε μυαλό τρελού. Ναι, ένα νησί που ταξιδεύει. Έχω δυό πειραγμένα ζάρια και μιά φθαρμένη καμπαρντίνα και δυό βατράχια. Έχω μιά θαλασινή αγάπη. Έχει δύο εισητήρια γιά τραίνο και ένα ξυράφι. Θα κάνω ανταλαγή.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Τόχτισε πέτρα-πέτρα ο πατέρας μου γιά μένα [ή μήπως ο πατέρας του; δεν θυμάμαι]. Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Μία γυναίκα-τέρας. Έχει φτερά και ξέρει να πετάει. Φτερά κερένια, σαν του Ίκαρου. Το ξέρει. Πετάει μόνο τον χειμώνα. Θα κάνω ανταλαγή.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα καμένο τραίνο, με μηχανοδηγό τρελό. Πετάει στα ουράνια. Έχω μιά μάγισα στην άκρη του μυαλού μου. Μιά γυναίκα ξωτικό. Με μιά γαλάζια νύχτα πάνω απ’το κρεβάτι της και ένα μισό φεγγάρι. Έχει έναν πύραυλο που πάει γιά την Σελήνη –ή μήπως γιά τον Άρη; Φοράει ένα παπούτσι μωβ και ένα γαλάζιο και μου σφυράει όταν πηγαίνω να την βρω. Έχει έναν εραστή από τιτάνιο με ακτίνες λέϊζερ στις άκρες των δαχτύλων –και μιά τρελή ιδέα στο μυαλό της. Είναι νομίζει μεθυσμένος ναύτης που σαλπάρει. Είναι ο Μόμπυ Ντικ, μου λέει, με καρφωμένο πάνω της ένα καμάκι.

Όμως εγώ,
έχω ένα σπίτι στην παραλία
που ακτίνα φως δεν το περνάει.
Έχω μιά αγάπη-μαριονέτα.
Τραβάω τα σκοινιά
και μου γελάει.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. Η ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ.

Κυρίοι μου καλοί, με πληρώνετε εδώ
και σας κάνω όλα τα γούστα
Και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω «φχαριστώ»
Στο φτηνό ξενοδοχείο, στη φτηνή την προκυμαία
Και δεν ξέρετε σε ποιά μιλάτε.

Μα ένα βράδυ, βουητό στο λιμάνι
Κι όλοι λεν: «τι βουητό είναι αυτό;»
Και αλλάζω τρα σεντόνια και γελάω
Και όλοι λέν: «αυτή, γιατί γελάει;»
Και ένα μαύρο καράβι
Με πενήντα κανόνια
Στο λιμάνι έχει μπει.

Κυρίοι μου καλοί, σας λυπάμαι καθώς
Παζαρεύω ποιόν θα πάρω γιά νυχτιά
Γιατί σε κρεβάτι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανένας
Μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά
Που δεν ξέρετε ποιά είμαι εγώ
-που δεν μάθατε ποιά είμαι εγώ.

Και μέσα στη νύχτα
Ουρλιαχτό στο λιμάνι
Κι όλοι λεν: «τι είναι αυτό το ουρλιαχτό;»
Και ορμάω στο παράθυρο με γέλια
Κι όλοι λεν: «τι πανηγυρίζει;»
Και το μαύρο καράβι
Καταπάνω στην πόλη
Τα κανόνια γυρνά.

Κυρίοι μου καλοί τώρα πιά δεν γελάτε
Τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
Κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρεμίσαν σε μιά νύχτα
-απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο εδώ-
Κι απορείτε γιατί το άφησαν αυτό.

Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη
Κι όλοι λεν: «ποιός να έμενε εδώ;»
Και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει
Και θα πουν: «γιά αυτήν ήτανε λοιπόν!»
Και το μαύρο καράβι
Τη σημαία σηκώνει
Να με υποδεχτεί.
Και κοντά μεσημέρι εκατό μαύροι άντρες
Βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν
Και θα δέσουν με αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
Και δεμένους με αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου
Και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
[Και θα με ρωτούν, ποιανού, κεφάλι, θέλω].

Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι
Θα ρωτάτε ποιός θα κρεμαστεί
Και θα ακούσετε να αποφασίζω: «Όλοι!»
Και απάνω στα κουφάρια σας θα πω: «Έτσι!»
Και το μαύρο καράβι
Τα πανιά του ανοίγει
Και με παίρνει μακριά.



Μπ. Μπρεχτ (Η Όπερα της Πεντάρας).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΒΑΛΠΑΡΑΪΣΟ, ΑΘΗΝΑ, ΠΡΑΓΑ, ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ.

Μιά πόλη μαγική. Με γαλάζιους τρούλους και μεγάλα κανάλια και δέντρα και οάσεις και ερήμους. Με μεγάλα καράβια που ξεφορτώνουν μετάξια και μπαχαρικά και ξυπόλητα παιδιά που παίζουν μπάλα. Φωνές και φασαρία. Ο Κριστομπάλ Λόπεζ πίνει ντακιουρί κάτω απ’τις φοινικιές. Ένα λυχνάρι μπορεί να αλλάξει την μοίρα του –που πάντα νικά- ή μήπως όχι; Εδώ είναι όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ασφαλείς. Μόνο, μην κοιτάξεις κάτω απ’το κρεβάτι.

*

-Καπετάν Καλοτάξιδε γιά που τραβάτε με το μεγάλο σας πλοίο; Θάρθω και εγώ μαζί ή όχι; Θα μείνω γιά πάντα σε αυτή την πόλη; Έχεις ναύτες και καμαρώτους, μούτσους και λοστρόμους και ασυρματιστές- ένα πλήρωμα τρελών. Μα έχεις μιναρέδες από καπνό; Έχεις αρκουδάκια και ιπτάμενα χαλιά, μπάλες χριστουγένων και καραμέλες καρύδα; Έχεις ινδιάνους και καμπόηδες και χίλιες δυό ιστορίες; Έχεις έναν φίλο σαν και εμένα;

*

Έχει ένα ποτάμι στο μάγουλό της. Στις όχθες του, τραπέζια κάτω απ’τα δέντρα και άνθρωποι που πίνουν μπύρα. Γέφυρες ενώνουν τις δύο όχθες. Απ’αυτές περνούν αυτοκίνητα και τραίνα και τραμ και άνθρωποι. Με ένα από αυτά τα τραμ, ο κύριος Ζαν Κρίτελ Νόβακ πηγαίνει στη δουλειά του. Φοράει ένα καπέλο ναυτικό και ένα χιτώνιο του Νότου. Είναι γύρω στα εξήντα, έχει γενειάδα και καπνίζει πίπα. Ο κύριος Νόβακ και η Μπάντα της Γέφυρας του Καρόλου.

*

Έχει λιμάνι αυτή η πόλη. Ψαράδικα με μυτερά φουγάρα, εργάτες που ξεφορτώνουν εμπορεύματα. Όταν σκοτεινιάζει, ύποπτοι νέγροι και πορτορικάνοι χαζολογούν καπνίζοντας στα ντοκ. Μα, να, η παράσταση αρχίζει. Είναι ο βασιλιάς της πόλης τη νύχτα. Είναι γιός σκλάβων και έχει καρδιά από κολοκύθα. Είναι ντυμένος στα λευκά και κρατάει μιά μπακέτα μαέστρου. Καλωσήρθατε στο σόου. Καλωσορίσατε στην παράσταση. Στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Στο Kλαμπ του Bαμβακιού.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙI.

Ανταλλάσσαμε ποιήματα ποιός έγραφε ιστορίες θαλάσσης πλοία που ταξίδευαν
Χειμώνα καλοκαίρι άσπρο πανί νυφικό σεντόνι πλυμένο με ουράνια δάκρυα το γαρμπή να περπατάει ακάλεστος φυσώντας το άσβηστο τσιμπούκι του και οι ναύτες εκτός από τον μέθυσο καπετάνιο κοιμούνται πάνω στο στήθος της ερωμένης τους Αλκυονίδας άλλοτε για την αμμουδιά και το κρυστάλλινο βάζο που καθρεφτίζονταν
Η Έλλη με τα μάτια του υακίνθου και τη βατίστα που ήταν ζωγραφισμένη με μισοσβησμένες αφιερώσεις ανάμεσα σε απομιμήσεις λουλουδιών μη με λησμόνει.
( Ποιος θα’ γραφε ιστορίες για την ανατολική πόλη ένας άλλος ήχος όπως να θρυμματίζονται καθρέφτες εκείνο το απόγευμα κατά τις έξι καθώς ριπές θολης βροχής περόνιαζαν τα πλίθινα σπίτια μπορεί και ολόκληρη τη συνοικία των εργατών του υφαντουργείου).

Στο λιμενοβραχίονα ταξίδευαν οι ροδαλές Παναγίες του Τζιόττο ωραία μαλλιά πρόναος για μια θεσπέσια πυρκαγιά χέρια να ολολύζουν από την απραξία και ο βηματισμός σχεδίασμα ανέφικτης επανάστασης τείνει πέρ’ απ΄τις αιχμηρές πέτρες του κράσπεδου ίσως έως τον ωκεανό βίαιη έξοδος απ’ τον μικρό θαλάσσιο κόλπο.

Ποιήματα ωσάν η διαδρομή του σιωπηλού ζεύγους της έφηβης Μαρίας και του ευθυτενούς στρατιώτη στη μόνιππη άμαξα καθώς ανέβαιναν από το δρόμο των ανθώνων τρυφερό χαλί από μαργαρίτες και τα αιώνια χαμομήλια οι λεμονιές να χιονίζουν παράδεισο και ήλιους να παραμονεύουν στη γραμμή του βουνού κρυμμένοι πίσω απ’τους χορούς των καλαμιών μέχρι το άλλο πρωί.
Και η μυστική συγκέντρωση πάνω στα κρύσταλλα του ουράνιου τόξου παιδιά με τη μισή τους καρδιά στο βωμό τραγούδια για τον Ναζωραίο ισάξιο του Άδωνη γεύση από αέναο έρωτα κρατώντας μικρές φωτογραφίες με βυζαντινό πάθος ιδιαίτερα των γυναικών με τα μάτια υποσχόμενα. Ήταν η πίστη που γυρεύαμε ο ιμάντας του κόσμου περιστρεφόταν σαν την πολύφωτη ρόδα ενός Λούνα Πάρκ από τη Σικελία που περιόδευε στα λιμάνια της Μεσογείου. Ο χαλκός γλιστρούσε πίσω απ΄τον Ταύγετο χαιρετώντας τις γειτονιές της Σπάρτης τις στέγες των αυτοκρατόρων του Μυστρά σκεπάζοντας τις χορεύτριες του Ευρώτα του Νείλου με χρυσούς χιτώνες λυσίκομες χαίτες τις φωτιές που άφησε περνώντας τώρα στην κεντρική πλατεία με τα λινά λουστούμια τα μεταξωτά φορέματα των κοριτσιών οι σερβιτόροι που ισορροπούσαν στο μοναδικό τους χέρι βανίλιες παγωτά γλυκά νεράντζια και οι ομιλίες να καταλήγουν σε αξεδιάλυτο ήχο καθώς το χιόνι που πεφτει ολόκληρη τη νύχτα ώσπου κατά τις πρωινές ώρες οι εραστές ν’αποκοιμηθούν καρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

V. ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΠΙΘΑΜΗ.

«Η Ιερή Συμμαχία καταδικάζει κάθε μεταρρύθμιση που γίνεται με όπλα και αποστασία, τις επαναστατικές ενέργειες που ξέσπασαν στην Ελλάδα σαν εγκληματική συνωμοσία και αποδέχεται την πολιτική μεταβολή μόνον όταν γίνεται με τη θέληση των ηγεμόνων».

Ιερή Συμμαχία, Λουμπλιάνα 30-4-1821.

«Όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η ένοπλη εξέγερση είναι, είτε για ολόκληρο το λαό είτε για οποιοδήποτε τμήμα του, το πιο ιερό και το πιο απαραίτητο καθήκον του»

Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Γαλλική Επανάσταση 1789, άρθρο 35.

*
Ο θερμός αέρας του Ιούνη έμπαινε στην σκοτεινή σάλα του πανδοχείου της Κουκουνάρας κακόθυμος, σαν έκπτωτος άγγελος. Η στυφή μυρωδιά από κρασί και ταγγισμένο λάδι, ανακατεμένη με τα χνώτα των θαμώνων του πανδοχείου, δημιουργούσαν μιά αποπνικτική ατμόσφαιρα στον χώρο. Το φως απ’τις λάμπες και οι φλόγες της φωτιάς που στραφτάλιζαν στο μεγάλο τζάκι – γιατί παρά τον ζεστό καιρό υπήρχε μιά μικρή φωτιά στο τζάκι- γέμιζαν το μισοσκόταδο με τρεμάμενους ίσκιους· λεπτά απειλητικά δάχτυλα που ξεδιπλώνονταν γιά να κλέψουν, ή σφίγγονταν γιά να μαχαιρώσουν πισώπλατα. Εκείνο το απόγευμα η συντροφιά ήταν αρκετά μεγάλη στο δωμάτιο. Ο λιπόσαρκος Ρενέ ντε Μοντινί -που φορούσε ένα ξεθωριασμένο βελούδινο γιλέκο- με το οστεώδες πρόσωπο και τους εκλεπτυσμένους τρόπους· ο στρουμπουλός Γκυ Ταμπαρί, απότομος, κοκκινοπρόσωπος και λίγο φαλακρός· ο Κάσιν Κολέτ, ψηλός και λεπτός, με φιγούρα πελαργού και χαρακτηριστικά γερακιού· ο Ζαν λε Λουπ, που έμοιαζε τόσο αλεπουδίσιος όσο το παρατσούκλι του· η Αδελφότητα των Καρυδότσουφλων. Στον ξύλινο πάγκο, με το πρόσωπο στραμένο στη φωτιά, ο Κόλε ντε Καγιέ, αδιάφορος και ξεχασμένος, είχε παραδοθεί σε έναν μεθυσμένο ύπνο, με ένα άκακο, ευγενικό ύφος στο αρχοντικό του πρόσωπο –που όμως δεν ήταν καθόλου άκακο και καθόλου ευγενικό.

Ξαφνικά, το μάνταλο κροτάλισε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με θόρυβο και μιά παράξενη φιγούρα έφραξε την είσοδο. Ήταν ένας άντρας μέτριου αναστήματος, αδύνατος και λεπτοκαμωμένος. Το ανυπόμονο πρόσωπό του ήταν ψημένο από τον ήλιο και οργωμένο με αυλακιές που μαρτυρούσαν μιά ταραγμένη, επικίνδυνη ζωή. Τα ίσια, μαύρα του μαλλιά, ήταν μακριά και αχτένιστα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου του κάλυπταν απεριποίητα αραία γένια μιάς βδομάδας. Είχε λαμπερό βλέμμα, γρήγορο και εξεταστικό. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να αντιληφθεί ένα ιδιαίτερα εύστροφο μυαλό πίσω απ’το σκαμένο μέτωπό του. Οι λεπτές ρυτίδες γύρω απ’την γραμμή των χειλιών του πρόδιδαν εξαιρετικά μεγάλη ευαισθησία και μιά τεράστια φλόγα έκαιγε στα παράφορα μάτια του. Απέπνεε ένα απόκοσμο μεγαλείο, ντυμένος με εκατοντάδες χιλιομπαλωμένα χρωματιστά κουρέλια, φορεσιά τόσο παράξενη που τον έκανε να μοιάζει με φανταχτερό σκιάχτρο. Το κατεστραμένο πανωφόρι του σκέπαζε ένα μακρύ ξίφος και η χαώδης θημωνιά του κεφαλιού του φιλοξενούσε ένα διαλυμένο καπέλο που το στόλιζε ένα φτερό από κόκορα. Στην δερμάτινη ζώνη του μιά μικρή ποιητική συλλογή –ένα βιβλίο με εξαιρετικό δέσιμο- κρατούσε συντροφιά σε ένα μαχαίρι. Παρά την γκροτέσκ εμφάνιση του νεοφερμένου, ένα κοφτερό μάτι θα μπορούσε να διακρίνει κάτι απροσδιόριστα επιβλητικό στο παράστημα αυτού του κλόουν, καλοκρυμμένες ενδείξεις ντομπροσύνης πίσω απ’το στραπατσαρισμένο παρουσιαστικό του. Στάθηκε γιά λίγο στο κατώφλι σε μία θεατρική πόζα χαιρετισμού και έπειτα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του, διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές.

-Λοιπόν, γεναίες καρδιές, πως παν τα κέφια; φώναξε χαρωπά, καθώς προχωρούσε με ψηλά το κεφάλι και ανοιχτή αγκαλιά προς το μέρος των φίλων του.

Ο πιό παράξενος παλιάνθρωπος του Παρισιού. Φιλόσοφος, ποιητής, πότης, ξιφομάχος, γυναικάς, φαφλατάς, καλός στο γράψιμο, στο σημάδι και στο παζάρι. Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν. Στην Αυλή των Θαυμάτων τον φωνάζουν Βασιλιά των Καρυδότσουφλων.

*

Η Αυλή των Θαυμάτων. Το πιό μαγικό μέρος του σύμπαντος. Φαίνεται σαν μιά συνηθισμένη αυλή γειτονιάς, όμως, στην πραγματικότητα, είναι η τελευταία ελεύθερη γωνιά του κόσμου, η Τελευταία Σπιθαμή. Η Τελευταία Σπιθαμή δεν είναι συγκεκριμένος χώρος, ούτε συγκεκριμένος χρόνος. Είναι ιδιότητα. Είναι αυτό που σε κάνει να μπορείς να δεις πέρα απ’το πέπλο που σκεπάζει την αλήθεια. Είναι μικρή και εύθραυστη και είναι το μόνο που αξίζει να έχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο.
Η Τελευταία Σπιθαμή είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου απ’την στιγμή που γενιέται, κατάσταση μέσα στον χωροχρόνο που είναι άπειρος και άχρονος. Όμως, θέλει πολύ προσπάθεια να την διατηρήσεις. Δεν πρέπει ποτέ να την χάσεις, να την ξεπουλήσεις ή να την χαρίσεις. Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψεις να στην πάρουν. Δεν είναι λέξη, μα ούτε και η έννοια που η λέξη περιγράφει. Είναι παντού· στις Άνδεις, στην Μεσούντα και στην Πρέβεζα, στα κελιά, στα ορυχεία και στα εργοστάσια, στα αμπάρια των πλοίων και μες στα κίτρινα φώτα της πόλης. Η Τελευταία Σπιθαμή είναι το όριο. Μετά απ’αυτό, γίνεσαι κάτι άλλο.

Όμως αρκετά· γιατί πολύ λίγο έτσι αν συνεχίσουμε, η μικρή μας φάρσα όλα τα συστατικά στοιχεία που φάρσα την κάνουν κινδυνεύει να απωλέσει και να γίνει διαφήμηση, δακρύβρεχτη κοινωνική σείρα, σήριαλ στην τηλεόραση, ή –ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή- μελόδραμα· ρομάντσο της πεντάρας. Γιαυτό, άλλο ας μην χρονοτριβούμε και ευθύς τον λόγο ας παραχωρήσουμε σ’αυτό το τσούρμο, το μπουλούκι, τον θίασο των θρασυτάτων θεατρίνων που απρόσκλητοι ήρθαν εδώ αυτήν την νύχτα, να μας ταλαιπωρήσουν με την αφροσύνη τους –αφού στο τέλος όλοι θα πιαστούν- και για ανταμοιβή, στο φινάλε του έργου να διασκεδάσουνε την πλήξη μας, κλωτσώντας κωμικά το Τίποτα στην άκρη του σκοινιού του μπόγια, σ’αυτό το ήδη τελειωμένο βαριετέ, σε τούτη την ανόητη παράτα, εδώ, στο Βατερλώ των ηλιθίων.

*

“Μιά φορά και έναν καιρό
Ξένοι άγγελοι του Οκτώβρη ήρθανε τον Μάη
Και επισκέφτηκαν τους ντόπιους αγγέλους του Νοέμβρη.
Μα τους πυροβόλησαν”.

*

Το τρένο σταμάτησε αργά στον έρημο σταθμό. Ένας παράξενος ξένος κατέβηκε και στάθηκε στην πλατφόρμα. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Έμοιαζε με άνθρωπο καθημερινό, κανονικό, από αυτούς που δεν μπορεί κάποιος να περιγράψει, γιατί ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους είναι τόσο πολύ κοινά. Περπάτησε μέχρι την είσοδο και βγήκε έξω. Κοίταξε γιά μιά στιγμή τον φωτισμένο δρόμο, σαν κάτι να του θύμιζε και ύστερα, χάθηκε στο σκοτάδι.

*

-Και τι έργα παίζετε;
-Όλα τα είδη. Είμαστε βλέπεις ηθοποιοί περιστασιακοί και φανερώνουμε στο φως του προβολέα πράξεις που δεν θα έπρεπε να φανερώνονται.
-Να φανερώνονται ή να γίνονται;
-Μήπως δεν είναι κάθε πράξη μία σύμπτωση, ένα τυχαίο γύρισμα στα ζάρια, ένας συνδυασμός πιθανοτήτων; Και οι πρωταγωνιστές; Μήπως και αυτοί δεν είναι ρόλοι· ρόλοι που παίζουνε ανθρώπους σε ένα έργο ήδη τελειωμένο, σε ένα σενάριο γραμμένο από πριν;
-Εγώ, σαν τον θεό, δεν παίζω ζάρια, ούτε πιστεύω στις συμπτώσεις.
-Συμπτώσεις ή ψευδαίσθηση συμπτώσεων;

*

Ο Χαφιές ακολούθησε την γυναίκα του Αντάρτη. Φορούσε σόλες από καουτσούκ. Εκείνη δεν τον αντιλήφθηκε. Φτάσανε στον Συνοικισμό, ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω. Ο Χαφιές σημείωσε σε ένα μπλοκάκι το νούμερο του σπιτιού.

*

-Είμαστε κλόουν της παλιάς σχολής. Της σχολής του έρωτα, της ρητορείας και του αίματος. Παίζουμε και τα τρία μαζί –ή διαδοχικά. Παίζουμε αίμα και ρητορεία χωρίς έρωτα, ή έρωτα και αίμα δίχως ρητορεία -αν η όρεξή σας είναι τέτοια και οι καιροί το επιτρέπουν- όμως ποτέ έρωτα ή ρητορεία χωρίς αίμα. Το αίμα είναι υποχρεωτικό. Βλέπετε, όλα είναι αίμα.

*

Την πιάσανε. Μπήκαν στο σπίτι της την νύχτα και την πιάσανε. Οι Πέντε Δάκτυλοι, οι Ταγματασφαλίτες, τα καμάρια της Γριάς. Την ρίξαν στο κρεβάτι –στο κρεβάτι του Αντάρτη- στο κρεβάτι της. Και όταν τελειώσαν –μετά τρεις μέρες- [κουραστήκαν άραγε ή βαρέθηκαν;] η μάνα τους, η Φοβερή Γριά, έβαλε το τηγάνι στη φωτιά. Εκείνη, άλλο πιά δεν αντιστάθηκε. Μόνο παρακάλεσε γιά το παιδί της. Ο μεγαλύτερος γελώντας, άρπαξε το μωρό και το τίναξε στον τοίχο –σαν γατί. Και όπως κύμα μεγάλο σπάει πάνω στα βράχια της ακτής, έτσι διαλύθηκαν τα κόκκαλά του και το κρανίο έσπασε και τα μυαλά του σκόρπισαν στον τοίχο. Και όταν το λάδι έκαψε, της άνοιξαν το στόμα και η Φοβερή Γριά μέσα το έχυσε. Και όταν την βρήκανε την άλλη μέρα δεν είχε πρόσωπο, μόνο μιά πελώρια κόκκινη κηλίδα. Την βρήκανε οι γείτονες. Ξέραν ποιά ήταν. Ξέρανε ποιοί το κάνανε. Όμως φοβήθηκαν και μείναν τόσες μέρες σιωπηλοί, πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλα.

*

[Το έργο αρχίζει. Και καθώς το νόμισμα γυρίζει στον αέρα, όλοι ποντάρουν τα λεφτά τους έτσι ή αλλιώς, όπως αισθάνονται, γράμματα ή κορώνα. Η Ζωή, μιά συνιστώσα από πιθανότητες. Όμως, σε πείσμα των καιρών και των προβλέψεων, το νόμισμα θα μείνει στον αέρα].

*

Πρώτα ο Χαφιές. Η Κόκκινη Εξοχότητά του ήρθε γιά αυτόν. Τον έσυρε μες στο δωμάτιο και τον έδεσε στην καρέκλα. Και έπειτα ρώτησε: «Ποιά καταδίκη στον χαφιέ –και στον φασίστα- αξίζει;». Ο άλλος άρχισε να κλαψουρίζει. «Το έκανα γιά τα παιδιά μου, που πεινούσαν». «Και τα δικά μας τα παιδιά; Δεν κλαίνε; Δεν πεινάνε;». Σήκωσε το βαρύ σφυρί –και έμοιαζε με τον Θωρ, τον κοκκινόμαλο θεό των σιδεράδων. «Όχι έτσι», ούρλιαξε ο Χαφιές. «Με το όπλο, σε παρακαλώ με το όπλο». «Οι σφαίρες είναι γιά τους άντρες», απάντησε και το σφυρί κατέβασε στο πρόσωπό του. Ο άλλος, από ένστικτο τραβήχτηκε και δεν τον πέτυχε, τον πήρε ξώφαλτσα, του έλιωσε μόνο το σαγόνι και την γλώσσα. Τον κοίταξε -ενώ εκείνος προσπαθούσε να μιλήσει μέσα από την πληγή που λίγο πριν ήτανε στόμα- με παγερή ματιά. «Σκουλήκι», είπε και τον αποτέλειωσε με μιά σφυριά στην μέση του μετώπου.

*

-Δεν είναι παράλογο να παίζεις θάνατο;
-Αντιθέτως. Στον θάνατο έχουμε πολύ ταλέντο και αυτό πρέπει να το εκμεταλευτούμε. Πεθαίνουμε ηρωϊκά, κωμικά, ξαφνικά, τραγικά, βασανιστικά, αηδιαστικά, χαριτωμένα, ή, από μεγάλο ύψος.

*

Δεύτερη η Γριά. Μπήκε στο σπίτι βράδυ και ήταν μόνη. Οι γιοί της είχαν βγει να διασκεδάσουν. Δεν είχαν λόγο να φοβούνται. Εξάλου, αυτοί ήταν το Κράτος. Της έδεσε τα χέρια στο τραπέζι. Την κοίταξε. «Με αυτά τα χέρια έκαψες το πρόσωπό της;», ρώτησε. Η Γριά κατάλαβε πως θα πεθάνει. «Το φχαριστήθηκε η πουτάνα σου. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες την «βόλευαν» τα αγόρια μου», του είπε. «Οι γιοί σου θα πεθάνουν ένας-ένας», της απάντησε και έβγαλε το μαχαίρι. «Και ο θάνατός τους θα είναι αργός και βασανιστικός. Μα απόψε είναι η δική σου η σειρά. Ένα δάχτυλο γιά κάθε γέννα, σκύλα».
Της έκοψε το πρώτο δάχτυλο. Κρακ, έκανε το κόκκαλο καθώς έσπαγε και κείνη ούρλιαξε. Ο άντρας δυνάμωσε την μουσική. Όταν της έκοψε το τελευταίο, εκείνη λιποθύμησε. Την ξύπνησε με έναν κουβά νερό. «Ήρθε η ώρα», της είπε και έβαλε το τηγάνι στην φωτιά. Η φωνή του αντήχησε στον χώρο σαν παγωμένο ατσάλι.

*

-Γενιόμαστε με την γνώση της θνητότητας. Πρίν μάθουμε τον νόημα των λέξεων, πριν καν ακόμα ακούσουμε τις λέξεις, βγαίνουμε ματωμένοι και στριγκλίζοντας και με την γνώση ότι γιά όλα τα σημεία της πυξίδας υπάρχει μία μόνο κατεύθυνση· και ο Χρόνος είναι το μόνο μας μέτρο.

*

Τον μεγαλύτερο, τον έσφαξε μες στο σκυλάδικο. Πρώτα, εκτέλεσε του μπάτσους –την παρέα του. Είχανε βγει γιά διασκέδαση –Σαββάτο βράδυ. Τους έριξε από μιά σφαίρα στο κεφάλι –τρεις από δαύτους. Οι υπόλοιποι πελάτες του σκυλάδικου μαρμάρωσαν. Του άνοιξε την κοιλιά με το μαχαίρι του. Ο μπουραντάς γονάτισε, κρατώντας τα άντερά του στις παλάμες. «Θα ζήσεις μισή ώρα –βία τρία τέταρτα. Μετά, καπούτ, ντεκόρντε. Αυτό είναι το δώρο μου· τρία τέταρτα ζωής. Στο μεταξύ, σκέψου τι έκανες». Έφυγε όπως ήρθε. Εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα.

*

Τους δυό επόμενους, με έξι σφαίρες στο στομάχι, τρεις στον καθένα. Άργησαν να πεθάνουν. Ο ένας τους, πρόλαβε και έδωσε κατάθεση. Δεν διαφώτισε πολύ τους ασφαλίτες. Ύστερα πέθανε, στην εντατική, από σηψαιμία.

*

Τον τέταρτο τον πέτυχε μετά από χρόνια. Ήτανε πιά κοινωνικά σημαντικός [πολιτικός, εφοπλιστής ή κάτι τέτοιο· το βρήκα· τραπεζίτης -πάντα μου αρέσει να σκοτώνω τραπεζίτες στα έργα μου]. Μπήκε μες στο γραφείο του με μία ανθοδέσμη απ’το καλύτερο ανθοπωλείο της περιοχής. «Γιά τα γενέθλιά σας» του είπε και τούκοψε τον λαιμό. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Πήρε και φιλοδώρημα, από την γραμματέα.

*

[Το έργο μας σχεδόν κοντεύει να τελειώσει. Μα πριν το τέλος και ενώ ακόμα ένα πτώμα υπολείπεται –γιατί, τι φάρσα θα ήταν το έργο μας, αν ζωντανούς αφήνει πίσω· θάθελα τότε σκότωμα- καιρός τον ήρωά μας να γνωρίσουμε. Το ενδιαφέρον δεν είναι ποιός, αλλά τι είναι -γιατί ανόητο θα ήτανε εκ μέρους μας ταυτότητες να ψάχνουμε μες στις Σκιές. Αυτός δεν είναι κάποιος, είναι όλοι μας, το κυκλικό Μηδέν και το άπειρο Τίποτα
–κύριος με ήθος και καλό γούστο, που δουλειά διαβόλου ήρθε να κάνει. Και θα σταθεί αντιμέτωπος με την Δικαιοσύνη (που, ως γνωστόν, είναι τυφλή- ή μήπως μόνο τα μάτια της έχουν δέσει), πριν το ματσάκι πάει στην παράταση, πριν «ο λαιμός του μάθει πόσο ο κώλος του ζυγίζει». Μα δεν είναι ακόμα η ώρα. Και αφού είναι ο ήρωας του έργου μας και αφού –όπως σε κάθε έργο- καταποντίζονται οι κακοί και οι καλοί θριαμβεύουν –αν και συνήθως ατυχούν στο τέλος- λίγο απ’τον δανεικό χρόνο που του απόμεινε ας του δώσουμε, γιά να τελειώσει την δουλειά. Μα αν αδύνατο στομάχι έχετε, να σταματήσετε εδώ το διάβασμα προτείνω. Γιατί, αφού ο φόνος είναι τέχνη, αυτή η τελευταία ιστορία, είναι το Κύκνειο Άσμα του Δασκάλου· το Κινέζικο Μπωλ].

*

Ο τελευταίος, ήξερε και φυλαγόταν. Ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι-φρούριο. Το φύλαγαν Πράκτορες και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τον παρακολουθούσε πέντε χρόνια. Και μιά βραδυά, έκοψε τον συναγερμό και μπήκε μέσα. Τον βοηθούσε η βροχή, που έπεφτε μανιασμένα πάνω στις πόλεις των ανθρώπων. Εκτέλεσε τους Πράκτορες και τα σκυλιά με σιγαστήρα. Τον έδεσε ανάσκελα πάνω στο βαρύ γραφείο. Σαν είδε την γυναίκα του και το παιδί, δίστασε, έκανε να φύγει. [Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή άλλαξε γνώμη και τους άφησε να ζήσουν]. «Λυπήσου μας», σιωπηλά ικέτεψε η γυναίκα. «Λυπάμαι», της ψιθύρησε εκείνος και πέρασε την κοφτερή του λάμα απ’τους λαιμούς τους. Μόλις τα άψυχα σώματα έπεσαν κάτω, στράφηκε στον ταγματασφαλίτη. «Και τώρα οι δυό μας. Με θυμάσαι;», ρώτησε και εγκλώβισε ένα ζωντανό ποντίκι πάνω στο γυμνό στομάχι του Φασίστα, με την βοήθεια ενός μπρούτζινου μπωλ. Άρχισε να ζεσταίνει την πάνω μεριά του μπωλ με ένα καμινέτο. Έντρομο το ζώο προσπάθησε να βρει οδό διαφυγής γιά να γλυτώσει από την ζέστη. Ο Χίτης ούρλιαξε καθώς ο ποντικός του έτρωγε τα σωθικά.
Το Κινέζικο Μπωλ.

*

Ακόμα εδώ είστε; Υπέθεσα πως θα είχατε φύγει, να πάω και εγώ να παίξω μπάλα. Αλλά απ’ότι φαίνεται, πολύ αγαπάτε τα σπλάτερ σενάρια, και περισσότερο –ίσως- κι από εμένα διεστραμένοι είστε –σάπιοι ως το κόκκαλο, ήδη νεκροί. Μα ας είναι, και ελάτε τώρα να χωρίσουμε σαν φίλοι που αγαπήθηκαν πολύ και καληνύχτα να σας πω, εδώ, στην μέση του άπειρου Τίποτα, «στην ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς». Η Παράσταση κοντεύει να τελειώσει και μαζί της ο Αόρατος Θίασος θα επιστρέψει από εκεί που ήρθε, στον μεγάλο νυχτωμένο κάμπο. Μας έχει μείνει μόνο ένας τελευταίος χορός. Θα τον χορέψουμε μαζί, στις τρεις του Μήνα της Γέννησης και του Θανάτου. Του Μήνα της Τελευταίας Σπιθαμής.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

IV. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ.

«Σαν ένας μακρόσυρτος, φρικιαστικός κεραυνός, προάγγελος κυκλώνων που σκοτεινιάζουν τον ουρανό και τσακίζουν τις πόλεις, το αιφνίδιο μαντάτο αντήχησε σε όλη την Καραϊβική, ξεσηκώνοντας κραυγές, ανάβοντας τους δαυλούς της πυρκαγιάς: δημοσιεύτηκε ο νόμος της 30ης φλορεάλ έτους Χ (Μάης του 1802) που επανέφερε τη δουλεία στις γαλλικές αποικίες της Αμερικής. Ακύρωνε το διάταγμα της 16ης πλυβιόζ έτους II (Φλεβάρης 1794), πούχε καταργήσει τη δουλεία. Μια απέραντη αγαλλίαση ξέσπασε στους κατέχοντες, μεγαλοϊδιοκτήτες φυτειών, που ενημερώθηκαν γρηγορα για όσα τους ενδιέφεραν, αφού τα μαντάτα πετούσαν πάνω από τα καράβια. Πληροφορήθηκαν ότι θα ετίθετο πάλι σε ισχύ το προεπαναστατικό αποικιοκρατικό καθεστώς, πράγμα που θα τους επέτρεπε να ξεμπερδεύουν μια και καλή με τα ανθρωπιστικά φληναφήματα αυτής της βρωμοεπανάστασης. Παντού, στη Γουαδελούπη, στη Δομίνικα, στη Μαρί-Γκαλάντ η αναγγελία του μηνύματος συνοδεύτηκε από μπαταρίες, κανονιοβολισμούς και φωταγωγίες ενώ χιλιάδες ελεύθεροι πολίτες, απελευθερωμένοι δούλοι, οδηγούνταν με τον βούρδουλα στα παλιά τους παραπήγματα, ξυλοκοπούμενοι άγρια. Οι πρώην Λευκοί Άρχοντες όρμησαν μέσα από τους αγρούς, με αγέλες κυνηγόσκυλων σε αναζήτηση των παλιών τους δούλων που παρέδιδαν αλυσοδεμένους στους επιστάτες τους. Αυτό το άτακτο κυνήγι δημιούργησε τέτοιο φόβο για ενδεχόμενη σύγχυση σε ορισμένους απελεύθερους της προεπαναστατικής περιόδου, της Μοναρχίας, μικρομπακάληδες, μικροκαλλιεργητές, που συγκέντρωσαν τα υπάρχοντα τους με σκοπό να διαφύγουν στο Παρίσι. Εμποδίστηκαν όμως έγκαιρα από νέο διάταγμα της 5ης μεσιντόρ (Ιούνης) που απαγόρευε την είσοδο στη Γαλλία κάθε έγχρωμου. Ο Βοναπάρτης εκτιμούσε ότι η μητρόπολη είχε υπεραρκετούς νέγρους και φοβόντουσαν ότι ο μεγάλος αριθμός τους θα μετέδιδε στο ευρωπαϊκό αίμα "αυτήν την απόχρωση πούχε διαδοθεί στην Ισπανία μετά την εισβολή των Αράβων"».
Αλέχο Καρπαντιέ,Ο Αιώνας του Διαφωτισμού

*

- Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί που δεν καταλαβαίνουν ούτε μιά λέξη απ’όλα αυτά που λέμε.
Οι περισσότεροι ξεχνάν...και αυτοί που δεν ξεχνάν, θάθελαν να ξεχάσουν. Όμως εγώ δεν θέλω. Ίσως μεγάλωνα καλύτερα κάπου αλλού, ίσως γινόμουν κάτι άλλο, πιό ανέμελος, πιό χαρούμενος, λιγότερο υποψιασμένος... αλλά τι θάμουν τότε; Κάποιος άλλος. Γιά σκέψου το. Θάθελες νασουν κάποιος άλλος; Να μην έχεις ζήσει τίποτε από όλα αυτά –καλά ή κακά- να είσαι λίγο πιό εαυτούλης ρε αδερφέ, να μην σε νοιάζει τόσο που οι άλλοι γύρω σου πεινάνε, να πήγαινες στην εκκλησία κάθε Κυριακή και νάδινες και στην ζητιάνα μπρος στην πόρτα ελεημοσύνη και να γαλήνευε η ψυχή σου, πως τάχα είσαι άνθρωπος καλός και έκανες το χρέος σου στην κοινωνία και να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδυα, χωρίς να σε ξυπνάει το φύσημα του αέρα... φαντάζεσαι; Να ζούσαμε λέει άλλες ζωές... πως το λέει το τραγούδι; «μακριά απ’το μίζερο το φτωχοχώρι»;
-Σε έπιασε ο νταλκάς να γίνεις ναυτικός, τώρα στα στερνά;
-Όχι στα στερνά, αδερφέ μου. Παλιό μου, παιδικό όνειρο. Θυμάσαι; Που καθόμασταν στα βράχια και αγναντεύαμε την θάλασσα; Και κάναμε σχέδια; Και όλο λέγαμε πως θα φύγουμε τον Μάρτη;

Ο άλλος δεν μίλησε. Ξαναγέμισαν τα ποτήρια τους.

*

Ξύπνησε και κοίταξε έξω. Η μέρα ήταν παράξενη. Ένα απόκοσμο κίτρινο φως είχε πλημυρίσει την πόλη. Βγήκε στην αυλή. Έστησε τα στρατιωτάκια του στην άκρη του κήπου και ξεκίνησε τον πόλεμο. Μιλούσε μόνος του και έκανε τους ήχους της μάχης. Η φωνή του αντηχούσε παράξενα δυνατή μέσα στην σιωπή. «Σαν να έχει γίνει καταστροφή», σκέφτηκε. Καμιά ομιλία, κανένας θόρυβος, καμία κίνηση στον δρόμο. Όλα βούλιαζαν στην σιωπή –σαν κάτι να περίμεναν. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος. Ξαφνικά, ένα ακορντεόν ακούστηκε από μακριά.

*

[Ο φαντάρος κοίταξε τον κόσμο από τον ψηλό πύργο του άρματος. Δίπλα του ο αξιωματικός, με ένα πιστόλι στο χέρι].

*

Συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια. Πήγαν στο υπόγειο, στην παλιά ταβέρνα.
-Σαν μιά ταβέρνα –φάντασμα, είπε ο ένας.
-Ναι, είπε ο άλλος. Πάντα την έχεις στο μυαλό σου, όμως ποτέ δεν ξέρεις που είναι.

*

-Να πάρει ο διάβολος, είπε ο Συγγραφέας, φωτισμένος απ’το γαλάζιο φως.
Απ’το κεφάλι του άρχισαν να ξεπηδούν άνθρωποι –σκιές, που δεν τις είχε φανταστεί- και να γεμίζουνε τον χώρο.
-Να πάρει ο διάβολος, ξανάπε και τα λόγια του αντήχησαν στον χώρο.

*

Ο Συνοικισμός. Κίτρινες εργατικές πολυκατοικίες. Τρύπες από σφαίρες στους τοίχους. Είσοδοι με καμάρες χτισμένες βιαστικά. Το πηγάδι που κρύβανε τα όπλα. Ένα κακοστημένο προξενιό. Δορυφορικές κεραίες που κοιτάν την Μέκκα. Τα κίτρινα φώτα της πόλης. Τα σουβλάκια του Λευτέρη. Η κυρά-Γκέλα και η Κίτσα. Η εντεκάτη στάση του 14. Ο κίτρινος θάλαμος που τηλεφωνούν γυναίκες με μαντήλες. Η λαϊκή κάθε Τρίτη πρωί. «Οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους». Κατακαίνουρια αυτοκίνητα παρκαρισμένα ανάμεσα στους φοίνικες. Αρμένιοι και Μικρασιάτες. Ξυπόλητα παιδιά που παίζουν μπαζ. Ένας φίλος που έφυγε βιαστικά. Τα δυό περίπτερα. Τα οικόπεδα με τα καλάμια. Το «Σινάν».

*

Στάθηκαν μπρος στις πώρινες μετώπες.
-Κοίτα, είπε ο ένας, οι παλιοί θεοί.
-Ο Δράκος και το Φίδι. Τα δυό ποτάμια.

*

Ανάμεσα στα δυό ποτάμια απλώνεται ο Κήπος. Τον κατοικούν όλα τα πλάσματα του Σύμπαντος αδερφωμένα. Όμορφο θέαμα. Ενάντια στον σκληρό Νόμο της Φύσης, ελάφια πίνουνε νερό δίπλα σε τίγρεις. Όλα γεμάτα ευτυχία, αρμονικά.[Η παιδική ηλικία της αθωότητας και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς]. Στο κέντρο του, στέκει τεράστιο το Δέντρο της Γνώσης. Πάνω στα κλώνια, οι κατακόκκινοι καρποί του.
-Θέλω να μάθω, λέει εκείνη.
-Ξέρεις, της απαντάει και τυλίγει το μακρύ κορμί του στον κορμό του Δέντρου.
-Πατέρα, ήπια της Λήθης το νερό και ξέχασα.
-Αυτό που θες, αντάλαγμα έχει την ζωή σου.
-Δεν με ενδιαφέρει πιά. Κουράστηκα. Ζούμε εδώ και ο καιρός περνάει και οι μέρες είναι όλες ίδιες. Μένουμε εδώ σαν ναυαγοί, αμνήμονες και ευτυχισμένοι, χωρίς να βλέπουμε πέρα απ’το πέπλο που μας σκέπασε τα μάτια, χωρίς να ακούμε της θάλασσας την άγρια βοή, μένουμε εδώ, που έχει πάντα καλοκαίρι και αποστερούμαστε τα αρώματα των λουλουδιών, τις μυρωδιές της άνοιξης και των παιδιών. Θέλω να νιώσω τον αέρα του Βορά που μαστιγώνει μανιασμένος τους εργάτες της μεγάλης πόλης.
-Έχεις δίκιο Ζωή, της είπε και τα κίτρινα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. «Η ευτυχία είναι η πιό δόλια φυλακή». Φάε.

*

Το βαρύ άρμα μάχης στάθηκε μπροστά στην πύλη. Η φωτεινή δέσμη που έβγαινε απ’το μεγάλο μάτι του έδειξε ευθεία μπροστά –εκεί που έδειχνε και το κανόνι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Καμία κίνηση, κανένας ήχος. Πίσω απ’την σιδερένια πόρτα, πολλά ζευγάρια μάτια κοίταζουν ορθάνοιχτα τον μονόφθαλμο κύκλωπα που ετοιμάζεται να τους καταβροχθίσει. Αλλά θα γίνει έτσι; Τι ιστορία είναι αυτή, που νικάν πάντα οι κακοί;
Καθόλου δεν μου αρέσει. Όμως, έτσι θα γίνει. Μα γιά σταθείτε. Μπορεί τους καλούς ήρωες να μην γλυτώσουμε, μπορεί να τους καταπιεί το μεγάλο, άϋλο ποτάμι, εμείς όμως κάτι γιά το μέλλον θα αφήσουμε. Και τώρα, που η νύχτα, μαύρη, σαν θάνατος, απλώνεται πάνω απ’τις Πόλεις των Ανθρώπων, η όμορφη Πανδώρα ανοίγει ξανά το μουσικό κουτί της. Και μέσα του, γενιέται ένας άνθρωπος. Ο Άνθρωπος της Τελευταίας Σπιθαμής.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

IIΙ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ.

Τρομοκράτης (ο) [τρομοκρατών]. 1.Aυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να κερδίσει κάτι με τον τρόμο, που τρομοκρατεί συστηματικά. 2.(συχνότ.) μέλος παράνομης οργάνωσης που ασκεί τρομοκρατία.
[ΕΤΥΜ. τρόμος+ κράτης < κρατώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1850].

*

5 Σεπτεμβρίου 1972. Ολυμπιακοί Αγώνες, Μόναχο, Δυτική Γερμανία.
Οκτώ ένοπλοι, μέλη της ελάχιστα γνωστής παλαιστινιακής οργάνωσης με το όνομα «Μαύρος Σεπτέμβρης» διεισδύουν στο Ολυμπιακό Χωριό. Κάτω απ’το βλέμμα των διεθνών μέσων ενημέρωσης, έντεκα Ισραηλινοί αθλητές συλαμβάνονται όμηροι. Επιζητώντας την αναγνώριση του αγώνα γιά την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ο Μαύρος Σεπτέμβρης απαιτεί την απελευθέρωση διακοσίων πενήντα κρατουμένων με αντάλαγμα την ζωή των αθλητών. Στις επόμενες ώρες, δύο από τα μέλη της Ισρηλινής ομάδας δολοφονούνται. Όταν οι ένοπλοι επιχειρούν να διαφύγουν από το αεροδρόμιο του Μονάχου μαζί με τους αιχμαλώτους, η γερμανική αστυνομία οργανώνει μιά επιχείρηση διάσωσης με καταστροφικές συνέπειες. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας ανοίγουν πυρ εναντίον των απαγωγέων. Τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη στρέφονται εναντίον των αιχμαλώτων τους. Όλοι οι Ισραηλινοί αθλητές και οι μισοί απαγωγείς σκοτώνονται. Το κράτος του Ισραήλ βυθίζεται στην οδύνη, που μετατρέπεται σε οργή. Η πρωθυπουργός, Γκόλντα Μέυερ, μέσα σε λίγες ώρες, προχωράει σε αντίποινα, με μία δημόσια εκδήλωση αντεκδίκησης. Αεροπορικές επιδρομές σε παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων στον Λίβανο και στην Συρία, αφήνουν πίσω περισσότερους από διακόσιους νεκρούς. Οι ίδιοι οι απαγωγείς είχαν σκοτωθεί ή συληφθεί στο Μόναχο, αλλά γιά την Μέϋερ αυτό δεν ήταν αρκετό. Αμέσως μετά τις κηδείες, προσκαλεί τις οικογένειες των θυμάτων σε μιά μυστική συνάντηση. Έτσι, από το αρχηγείο της Μοσάντ, ξεκινάει μιά απίστευτη επιχείρηση εκδίκησης. Η «Οργή του Θεού».

*

Ο Μαύρος Σεπτέμβρης ήταν μιά ολιγομελής ομάδα αποστατών της Οργάνωσης γιά την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η μυστικότητα που κάλυπτε την δράση της -σε συνδυασμό με την διεθνή νομοθεσία που απαγόρευε αυστηρά την τέλεση δολοφονιών με την συγκατάθεση του κράτους σε ξένες χώρες- έκανε το σχέδιο της Μοσάντ πολύ δύσκολο. Έπρεπε να δράσει με απόλυτη μυστικότητα. Καθώς οι λίστες των υπόπτων συμπληρώνονταν, ένα όνομα εμφανιζόταν διαρκώς: Αλί Χασάν Σαλαμέχ. Ο φερόμενος ως ένας εκ των ηγετών του Μαύρου Σεπτέμβρη, ήταν γνωστός στα ΜΜΕ με το παρατσούκλι Κόκκινος Πρίγκηπας και το όνομά του είχε συνδεθεί με αεροπειρατείες και τρομοκρατικές επιθέσεις, ανάμεσα στις οποίες και η σφαγή στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ, που άφησε πίσω της 26 νεκρούς.

«Αισθανόμασταν, με μεγάλη βεβαιότητα», λέει ο David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ, «ότι αυτός ήταν ο εγκέφαλος των σφαγών του Μονάχου. Έτσι, τον θεωρούσαμε ως τον πιό σημαντικό στόχο από όλους τους άλλους».

Ο Σαλαμέχ όμως ήταν άφαντος. Απτόητο το Ισραήλ έστρεψε την προσοχή του στους άλλους υπόπτους που είχε στην λίστα του. Η όλη επιχείρηση βρισκόταν υπό την επίβλεψη της Γκόλντα Μέϋερ, που ήταν επικεφαλής μιάς μυστικής κυβερνητικής επιτροπής, γνωστής ως «Επιτροπή Χ». Το Ισραήλ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ύπαρξή της. Ωστόσο κρυφά η Μέϋερ εγκατέλειψε κάθε νομική διαδικασία και μεταμορφώθηκε σε δικαστή, ένορκο και εκτελεστή, δίχως τον παραμικρό δισταγμό.

«Όλες οι πληροφορίες συγκεντρώνονταν, αναλύονταν και αποστέλονταν στην Επιτροπή Χ, την επιτροπή των μελών της κυβέρνησης, με επικεφαλής την πρωθυπουργό Γκόλντα Μέϋερ, η οποία θα ενέκρινε ή δεν θα ενέκρινε την δολοφονία του στόχου», μας λέει ο Ronen Bergman, ειδικός αναλυτής σε θέματα της Μοσάντ.

Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις εβδομάδες από την σφαγή του Μονάχου, όταν η Επιτροπή Χ έδωσε το πράσινο φως γιά την πρώτη δολοφονία. Η Μοσάντ προετοίμασε το έδαφος γιά το μεγάλο χτύπημα στην καρδιά της Ευρώπης. Ο πρώτος στόχος ήταν ένας άντρας, γιά τον οποίον η Μοσάντ ισχυρίστηκε ότι ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιταλία.

*

Ρώμη, Οκτώβριος 1972.

Στην ιταλική πρωτεύουσα η Μοσάντ άρχισε να παρακολουθεί τον Βαέλ Σβάϊτερ, έναν τριαντάχρονο μεταφραστή, που εργαζόταν γιά την πρεσβεία της Λιβύης. Γιά τους δυτικούς φίλους του ο Σβάϊτερ ήταν ένας φιλήσυχος αριστερός συγγραφέας. Γιά την Μοσάντ, ήταν ο επικεφαλής του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιταλία, με άμεση εμπλοκή στον σχεδιασμό της σφαγής του Μονάχου. Έτσι, καταστρώνει μία πολυεπίπεδη επιχείρηση με σκοπό την δολοφονία του Σβάϊτερ. Δύο δολοφόνοι της Ομάδας Κύδων παρακολουθούν την πολυκατοικία του έτοιμοι γιά το χτύπημα. Ο ένας απ’τους δύο, περιγράφει τι ακριβώς έγινε εκείνη την νύχτα.

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ: «Είχαμε μία εικοσιδυάρα Μπερέτα, που είναι καλή γιά κοντινά χτυπήματα. Χρησιμοποιήσαμε επίσης σιγαστήρα γιά να μην κάνουμε θόρυβο. Οι σφαίρες ήταν κούφιες, σχεδιασμένες να εκραγούν μέσα στο σώμα, επιφέροντας την μέγιστη βλάβη».

Γιά τον Σβάϊτερ ήταν μιά βραδυά σαν όλες τις άλλες. Αγόρασε μία εφημερίδα, ένα μπουκάλι κρασί και κατευθύνθηκε στην πολυκατοικία. Δεν είχε σωματοφύλακες, δεν κοιτούσε πίσω, δεν είχε κανένα λόγο να υποψιάζεται πως η Μοσάντ τον παρακολουθούσε.

Αξιωματικός G: «Είχα όλη μου την προσοχή επικεντρωμένη στον στόχο. Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Δεν θυμάμαι τι καιρό έκανε. Δεν υπήρχε χρόνος γιά κουτσομπολιό. Απλώς τον ρωτήσαμε το όνομά του. Προχωρήσαμε. Δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Τον πυροβολήσαμε στην είσοδο του ασανσέρ. Αδειάσαμε δύο ολόκληρους γεμιστήρες. Οι τελευταίοι πυροβολισμοί ήταν στο κεφάλι, γιά να σιγουρευτούμε».

Κατόπιν, ψύχραιμα οι δολοφόνοι εγκατέλειψαν το κτίριο. Δεν έτρεξαν, περπάτησαν μέχρι την έξοδο και επιβιβάστηκαν σε ένα αυτοκίνητο διαφυγής που τους περίμενε μερικά μέτρα μακριά.

Αξιωματικός G: «Δεν είχα τίποτε ενάντια στον τύπο, ήταν όμως μπλεγμένος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και σαμποτάζ. Εάν τον σκεφτώ αυτόν και την οικογένειά του γίνομαι συναισθηματικός, γιά μένα όμως ήταν απλώς ένας στόχος που προξενούσε ζημιά και αποδέχτηκα τις διαταγές που μου δόθηκαν».

Οι Ιταλικές αρχές δεν είχαν στα χέρια τους ούτε στοιχεία ούτε υπόπτους, μόνο ένα σώμα που είχε γίνει κόσκινο από δεκαέξι σφαίρες.

*

Οκτώβριος 1972, Τελ Αβίβ, Ισραήλ.

«Νομίζω ότι ήταν περίπου εννέα το πρωί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι», λέει η Ankie Spitzer, χήρα ισραηλινού αθλητή, «και κάποιος ρώτησε αν είμαι η Άνκι Σπίτζελ και εγώ είπα “ναι”. Και τότε είπε “άκουσε στο ραδιόφωνο το επόμενο δελτίο ειδήσεων, που είναι στις δέκα. Όπως υποσχεθήκαμε”. Και εγώ ρώτησα “ποιός είναι;” Και μου είπε “μη σε νοιάζει”. Υπήρξε μιά ανακοίνωση, ότι είχαν σκοτώσει έναν από τους ανθρώπους που ήταν αναμεμιγμένοι στην σφαγή του Μονάχου. Ίσως αυτό να ήταν ένα έμμεσο μήνυμα από την Γκόλντα Μέϋερ, ότι είχε κρατήσει τον λόγο της. Είπα, εντάξει, δεν ζητήσαμε κάτι τέτοιο. Κανείς δεν πρέπει να σκοτωθεί ξανά. Απλώς, δικάστε τον».

Η Επιτροπή Χ όμως δεν ενδιαφερόταν γιά την απόδοση δικαιοσύνης μέσα σε μιά αίθουσα δικαστηρίου. Αντιθέτως, κατέστρωναν όλο πιό περίπλοκα σχέδια γιά να οδηγήσουν την επιχείρηση πιό πέρα από μιά απλή εκδίκηση.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ: «Ο στόχος δεν ήταν τόσο πολύ η εκδίκηση αλλά κυρίως το να τους τρομάξουμε. Θέλαμε να τους κάνουμε να κοιτάν κλεφτά προς τα πίσω και να αισθάνονται ότι τους παρακολουθούμε στενά. Και έτσι προσπαθήσαμε να μην τελειώσουμε την δουλειά απλώς πυροβολώντας έναν τύπο στον δρόμο, αυτό είναι σχετικά εύκολο».

*

Οι ειδικοί της Μοσάντ δούλευαν πυρετωδώς, τελειοποιώντας τεχνικές δολοφονίας που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ενάντια στους εχθρούς του Ισραήλ. Πολλές από αυτές βασίζονταν στα εκρηκτικά και, κατά συνέπεια στο καμουφλάζ τους. Τρεις μήνες πριν το Μόναχο, ο Μπασάμ Αμπού Σαρίφ, ένας Παλαιστίνιος μαχητής, ήταν ο στόχος ενός από τα θανατηφόρα πειράματα της Μοσάντ.

«Στις 25 Ιουλίου του 1972, μου έστειλαν ένα χοντρό βιβλίο. Και μετά την δέκατη σελίδα, το βιβλίο ήταν κούφιο στο εσωτερικό του, το οποίο ήταν γεμάτο με εκρηκτικές γομώσεις. Τις είδα προτού εκραγούν. Έχασα το δεξί μάτι -είναι γυάλινο- και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Είχε σχεδιαστεί γιά να με αποκεφαλίσει».

Ο Μπασάμ Αμπού Σαρίφ γλύτωσε παρά τρίχα απ’την βόμβα. Όμως οι τελειοποιημένες τεχνικές της Μοσάντ θα χρησιμοποιηθούν στην επιχείρηση «Οργή του Θεού». Ο ακύρηχτος πόλεμος θα μεταφερθεί στους δρόμους του Παρισιού.

*

Παρίσι, Νοέμβριος 1972.

Επόμενος στόχος, ο δόκτορας Μαχμούτ Χαμσιρί, εκπρόσωπος τύπου της PLO στην Γαλλία. Σύμφωνα με την Μοσάντ, όχι μόνο ήταν αναμεμιγμένος στον σχεδιασμό της σφαγής του Μονάχου, αλλά οργάνωνε και νέες επιθέσεις στην Ευρώπη.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Ο κύριος Χαμσιρί ήταν ένας από τους ανθρώπους γιά τους οποίους ξέραμε ότι σχεδιάζουν τρομοκρατικές επιθέσεις και σε ότι μας αφορά, οποιοσδήποτε σχεδιάζε τρομοκρατικές επιθέσεις με στόχο να σκοτώσει ανθρώπους, είναι και ο ίδιος στόχος. Και αυτό ισχύει και γιά τον κύριο Χαμσιρί».

Η Μοσάντ ήξερε ότι ο Χαμσιρί ζούσε σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στα νότια του Παρισιού με την γυναίκα και την κόρη του. Προκειμένου να προστατευτούν τα μέλη της οικογένειάς του, κατέστρωσε ένα περίπλοκο σχέδιο στο οποίο πήραν μέρος περισσότεροι από είκοσι ανώτεροι αξιωματικοί, που θα ήλεγχαν με ακρίβεια πως, πότε και που θα ελάμβανε χώρα η δολοφονία. Ένας Πράκτορας, υποδυόμενος τον Ιταλό δημοσιογράφο, του έκλεισε ραντεβού γιά συνέντευξη σε ένα κοντινό καφέ. Κατά την απουσία του, μιά ομάδα εμπειρογνωμόνων με το όνομα Κεσέτ, στρώθηκε στη δουλειά. Ο δολοφόνος της Μοσάντ, αξιωματικός G -ήδη γνωστός μας από την δολοφονία του Σβάϊτερ- που πήρε μέρος και σε αυτή την επιχείρηση διηγείται:

«Η Κεσέτ διείσδυσε στο γραφείο του και πήρε δείγματα από διάφορα πράγματα, φωτογραφίες και τα λοιπά. Κατέγραψαν κάθε πιθανή λεπτομέρεια».

Οι Πράκτορες αφαίρεσαν ένα μικρό κομμάτι ξύλου απ’το τραπεζάκι του τηλεφώνου του Χαμσιρί. Στείλαν αυτό το δείγμα μαζί με λεπτομερείς περιγραφές και φωτογραφίες στο αρχηγείο της Μοσάντ, στο Τελ Αβίβ. Στο εργαστήριο, μία ομάδα επιστημόνων κατασκεύασε ένα ίδιο τραπέζι γεμάτο εκρηκτικά. Στο Παρίσι, η Κεσέτ έκανε την αλλαγή. Την ίδια ώρα, ο ανυποψίαστος Χαμσιρί έδινε την τελευταία του συνέντευξη στην Γαλλική τηλεόραση. Την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, οι Πράκτορες της Μοσάντ που παρακολουθούσαν το διαμέρισμα ανέφεραν ότι η σύζυγος και η κόρη του είχαν βγει έξω. Ο στόχος ήταν μόνος. Στις 9.25 το πρωί, ο Πράκτορας που είχε υποδυθεί τον Ιταλό δημοσιογράφο τηλεφώνησε στον Χαμσιρί γιά να βεβαιωθεί ότι ο στόχος είναι όσο το δυνατόν πιό κοντά στην βόμβα και όταν εκείνος απάντησε, πάτησε το κουμπί.

Η τοποθέτηση της βόμβας στο τηλέφωνο έστειλε σαφές μήνυμα σε όλους τους πιθανούς αποδέκτες: κανείς δεν είναι ασφαλής. Η Μοσάντ είναι παντού. Η τρομοκρατία απέδιδε καρπούς: κάθε Παλαιστίνιος ακτιβιστής φοβόταν γιά την ζωή του.

*

Τις επόμενες βδομάδες οι δολοφόνοι συνέχισαν την δράση τους. Μιά βόμβα στην Κύπρο σκοτώνει κάποιον φερόμενο ως αγγελιοφόρο του Μαύρου Σεπτέμβρη και στο Παρίσι δολοφονείται ένας άντρας κατηγορούμενος γιά λαθρεμπόριο όπλων γιά λογαριασμό της PLO. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να αγνοούν την ισραηλινή επιχείρηση που λαμβάνει χώρα στις πρωτεύουσές τους παρά τον αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων. Είναι όμως έτσι;

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Οι κυβερνήσεις γνώριζαν ότι το Ισραήλ βρισκόταν πίσω από τις δολοφονίες και από την στιγμή που η αιτία ήταν η ισραηλινή εκδίκηση γιά το Μόναχο δεν λάμβαναν σκληρά μέτρα εναντίον των Ισραηλινών».

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Μετά το Μόναχο οι περισσότερες από τις πλέον προηγμένες υπηρεσίες πληροφοριών άρχισαν να συνεργάζονται σε μιά πολύ πιό σοβαρή κλίμακα. Σε αυτήν όμως δεν περιλαμβανόταν να βγάλουν απ’την μέση εκείνους που πήραν μέρος στην σφαγή στο Μόναχο».

*

Καθώς οι δυτικές κυβερνήσεις εθελοτυφλούσαν, η Μοσάντ συνέχισε απτόητη. Τον Απρίλιο του 1973 απέκτησε μία πληροφορία που θα κατέληγε σε μακελειό. Είχε σχέση με τρεις σημαντικούς στόχους του Ισραήλ: ο Αμπού Γιουσέφ, ο Καμάλ Νάσερ και ο Καμάλ Αντβάν, τρία ηγετικά στελέχη της Οργάνωσης γιά την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, εντοπίστηκαν στον Λίβανο. Ζούσαν με τις οικογένειές τους στον ίδιο δρόμο, στο κέντρο της Βηρυτού• το αρχηγείο της PLO. Η Μοσάντ άρχισε να καταστρώνει μία πολύπλοκη και δύσκολη επιχείρηση, που θα λάμβανε χώρα σε ένα εχθρικό προς το Ισραήλ ξένο κράτος, κατά στόχων που φρουρούνταν μέρα-νύχτα από ένοπλους μαχητές. Έτσι, οι Πράκτορες ζήτησαν την βοήθεια του στρατού. Κάλεσαν τον Εχούντ Μπάρακ, τον άνθρωπο που θα γινόταν αργότερα πρωθυπουργός του Ισραήλ και που τότε ήταν διοικητής των Ειδικών Δυνάμεων. Ας τον ακούσουμε:

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Μου είπαν “έχουμε ταυτοποιήσει πολύ καλούς στόχους αλλά είναι πέρα από τις τεχνικές δυνατότητές μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε στα πλαίσια της Μοσάντ. Σε χρειαζόμαστε”. Ήρθαν και είπαν: “Έχουμε πληροφορίες”. Εντάξει, μας τις έδειξαν. Την εσωτερική διάταξη των κτιρίων, τα σχέδια, τους σωματοφύλακες έξω, αλλά και τις εικασίες τους γιά το πως θα έμοιαζε το εσωτερικό των διαμερισμάτων».

Καθώς ο Μπάρακ κατέστρωνε το σχέδιο της επίθεσης, βρέθηκε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες, αφυπνισμένοι από τις προηγούμενες δολοφονίες, βρίσκονταν σε εκγρήγορση ακόμα και μέσα στο αρχηγείο της PLO. Με δεδομένο το ότι η επιχείρηση θα γίνοταν μετά τα μεσάνυχτα, έπρεπε να βρει έναν τρόπο γιά να περάσει η ομάδα των εκτελεστών σχετικά απαρατήρητη στους άδειους δρόμους της Βηρυτού, κάτω από τα άγρυπνα μάτια των μαχητών που φύλαγαν την περιοχή της Οργάνωσης. Ο Μπάρακ σκέφτηκε απλά και έξυπνα. Έντυσε τους Πράκτορες σαν να είχαν βγει να διασκεδάσουν στα κλαμπ της πόλης. Ο ίδιος και οι δύο καταδρομείς του έπαιξαν τον ρόλο των φιλενάδων τους.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Ήμουν ντυμένος σαν νεαρή γυναίκα, μία καστανομάλα με μοντέρνα ρούχα και ένα σακάκι κάπως πιό φαρδύ γιά να μπορώ να κρατώ το Ούζι. Δίπλα μου είχα μία κοντόχοντρη και γεροδεμένη ξανθιά και στην παρέα υπήρχε άλλη μία ξανθιά και είχαμε απ’όλα και μακιγιάζ και απ’όλα», διηγείται ο ίδιος χαμογελώντας.

10 Απριλίου 1973, Λιμένας Βηρυτού, ώρα 1.30 μμ.

Η βαριά οπλισμένη ομάδα του Μπάρακ αποβιβάζεται κρυφά στην παραλία της Βηρυτού. Πράκτορες της Μοσάντ περιμένουν, γιά να μεταφέρουν τους μεταμφιεσμένους καταδρομείς στους στόχους τους.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Δύο από τους νεώτερους αξιωματικούς στην Μονάδα, μου εξέφρασαν κάποιες αμφιβολίες γιά το εάν ήταν ηθικά δικαιολογημένο να πάμε και να σκοτώσουμε ανθρώπους στα διαμερίσματά τους. Και τους είπα ναι, είναι δικαιολογημένο, εάν είναι ένας πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Και δεν πρόκειται να τον κερδίσεις εάν κάθεσαι αδρανής και είσαι υπερβολικά επιλεκτικός σε ότι αφορά τους στόχους σου».

Μετά από δέκα λεπτά η ομάδα των Ισραηλινών φτάνει στους στόχους. Ο Μπάρακ με την ομάδα του μένει να φυλάξει την είσοδο, ενώ οι υπόλοιποι ανεβαίνουν τις σκάλες.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Στείλαμε τις διμοιρίες μέσα στα δύο πολυόροφα κτίρια και περιμέναμε να ανεβούν επάνω».

Μα καθώς οι δολοφόνοι περίμεναν την κατάληλη στιγμή, κάτω η κάλυψη του Μπάρακ τινάχτηκε στον αέρα.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Τότε χάσαμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Από ένα από τα αυτοκίνητα μπροστά μας βγήκε ένας σωματοφύλακας. Άνοιξε το δερμάτινο μπουφάν του, τράβηξε ένα όπλο και άρχισε να διασχίζει τον δρόμο. Θυμάμαι ακόμη την έκφραση σοκ στα μάτια του όταν είδε δύο κυρίες να ανοίγουν τα μπουφάν τους να βγάζουν μικρά όπλα και να αρχίζουν να πυροβολούν. Αμέσως ξύπνησε όλος ο δρόμος και είδα με την άκρη του ματιού μου ότι τα πρώτα τρία διαμερίσματα που είχαν ανάψει τα φώτα τους ήταν αυτά στα οποία σκοπεύαμε να μπούμε. Η ανταλαγή πυρών ήταν αρκετά έντονη. Ένα Land Rover γεμάτο πάνοπλους Λιβανέζους αστυνομικούς έφτασε και αρχίσαμε να πυροβολούμε ο ένας τον άλλο από απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων».».

Καθώς ο Μπάρακ και οι άνθρωποί του συνέχιζαν τους πυροβολισμούς, επάνω οι καταδρομείς ολοκλήρωναν την αποστολή τους. Στην κορυφή της σκάλας οι ομάδες ανατίναξαν τις πόρτες των διαμερισμάτων και άρχισαν να πυροβολούν.

Rami Adwan, γιός του Kamal Adwan:
«Ο πατέρας μου έγινε κομμάτια από τους πυροβολισμούς. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, σαν να βλέπεις να γυρίζεται μιά ταινία σε αργό ρυθμό. Ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Η μητέρα μου θυμάται ότι αναρωτιόντουσαν τι θα κάνουν με την οικογένεια. Και ξαφνικά, οι δολοφόνοι απλώς έφυγαν».

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Οι τρεις διμοιρίες επέστρεψαν. Δεν είχαν περάσει περισσότερα από έξι με επτά λεπτά πυροβολισμών. Η αποστολή είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία και έτσι μπήκαμε στα αυτοκίνητα».

Η ομάδα του Μπάρακ κατευθύνθηκε προς την παραλία αφήνοντας πίσω της μιά εικόνα καταστροφής. Οι πραγματικές απώλειες θα αποκαλύπτονταν στο φως της μέρας.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Θύμιζε πεδίο μάχης. Στην πραγματικότητα σκοτώσαμε όχι μόνο τους τρεις τρομοκράτες αλλά και επτά ή οκτώ από τους Λιβανέζους αστυνομικούς, ενώ σκοτώθηκαν επίσης και η σύζυγος ενός από τους τρομοκράτες και ένας από τους γείτονες από το φορτίο των εκρηκτικών που χρησιμοποίησαν γιά να ανοίξουν την πόρτα».

*

Στις επόμενες ημέρες κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι οι πράξεις των Ισραηλινών είχαν κοστίσει την ζωή είκοσι αθώων ανθρώπων. Οργισμένες διαμαρτυρίες ξέσπασαν από άκρη σε άκρη σε όλο τον αραβικό κόσμο, υποστηρίζοντας ότι οι στόχοι δεν είχαν καμμία απολύτως σχέση. Η επίθεση στην Βηρυτό ήταν αποφασιστική καμπή. Αυτό που είχε αρχίσει ως εκδίκηση της Γκόλντα Μέϋερ ενάντια σε εκείνους που βρίσκονταν πίσω από την σφαγή του Μονάχου, είχε εξελιχθεί σε μία γενική εκστρατεία ενάντια των Παλαιστινίων.

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Ένας πολύ υψηλόβαθμος αξιωματικός είπε ότι ο τρομοκράτης είναι τρομοκράτης, τελεία και παύλα. Δεν εξετάζουμε λεπτομερώς εάν ήταν ή δεν ήταν αναμεμιγμένος. Δεν είναι σημαντικό το ότι είχε ή δεν είχε μεγάλη ανάμιξη στην σφαγή του Μονάχου. Εάν δεν είχε χθες θα έχει αύριο. Είναι τρομοκράτης. Ένας τρομοκράτης είναι τρομοκράτης, τελεία και παύλα».

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ:
«Κανένας από τους ανθρώπους στη λίστα δεν ήταν αθώος, όλοι ανταγωνίζονταν γιά το ποιός θα κάνει τις περισσότερες τρομοκρατικές πράξεις και το γεγονός αυτό δικαιολογούσε την δολοφονία ανθρώπων που είχαν απλώς έμμεση σχέση».

*

Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες η Μοσάντ διέπραξε τέσσερεις ακόμα δολοφονίες, όλες με καμουφλαρισμένες βόμβες. Ο θάνατος επέστρεψε στην Ρώμη και στο Παρίσι. Η δολοφονία του Ιορδανού Μόσα Αμπού Ζέιντ στις 12 Απριλίου στην Αθήνα ανέβασε τα θύματα της Μοσάντ σε έντεκα. Κάθε φορά το θύμα χαρακτηριζόταν σχεδιαστής του Μονάχου. Και ξαφνικά, τον Ιούνιο του 1973, η Μοσάντ έλαβε μιά πληροφορία από μία αξιόπιστη πηγή, που αποκάλυπτε τα ίχνη του Αλί Χασάν Σαλαμέχ, του νούμερο ένα στόχου του Ισραήλ. Οι Πράκτορες πίστεψαν πως επιτέλους έχουν φτάσει κοντά στον άνθρωπό τους, αλλά τα πράγματα επρόκειτο να έχουν τρομερό τέλος. Τα ίχνη του Σαλαμέχ είχαν εντοπιστεί στην Νορβηγία, αλλά τα αναπάντεχα νέα αιφνιδίασαν την Μοσάντ. Καθώς όλοι οι κορυφαίοι Πράκτορες επιχειρήσεων ήταν αλλού απασχολημένοι, η Μοσάντ έπρεπε να αυτοσχεδιάσει.

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ:
«Δεν υπήρχε επαρκής υποστήριξη στην Νορβηγία γιά να γίνει σωστά η δουλειά. Ενδεικτικό ήταν ότι συμπεριέλαβαν δύο άτομα που δεν ήταν πλήρως εκπαιδευμένα».

Πολύ βιαστικά συγκροτήθηκε μιά ομάδα κρούσης και στις 18 Ιουλίου 1973 πέταξαν γιά Όσλο. Η ομάδα ακολούθησε τα ίχνη που την έφεραν βόρεια, στην ήσυχη πόλη Lillehammer. Λίγες ώρες μετά την αναγνώριση του Σαλαμέχ, το Τελ Αβίβ έδωσε το πράσινο φως. Οι δολοφόνοι προετοιμάστηκαν να εξαλείψουν τον υπ’αριθμόν ένα στόχο τους.

*

Lillehammer, Νορβηγία, 21 Ιουλίου 1973.
Στον τρίτο όροφο μιάς πολυόροφης πολυκατοικίας, η εικοσιτριάχρονη Dagme Bring, περνούσε μία ήσυχη βραδιά στο σπίτι της.

Dagme Bring: «Έπλεκα και παρακολουθούσα μία συναρπαστική ταινία. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω απ’το παράθυρο. Ένα ζευγάρι περπατούσε στον δρόμο. Είδα ένα αυτοκίνητο. Από μέσα πήδηξε ένας άντρας και περπάτησε προς το ζευγάρι. Νόμισα ότι είχε χαθεί και ζητούσε οδηγίες. Φορούσε σκούρα ρουχα και μου φάνηκε σαν να ήταν καλυμμένο το πρόσωπό του με μάσκα του σκι».

Χτυπημένος με δεκατέσσερεις σφαίρες από μία εικοσιδυάρα Μπερέτα, ο άνδρας ξεψύχησε μέσα σε λίγα λεπτά. Έμοιαζε με δολοφονία που είχε γίνει σύμφωνα με όλες τις οδηγίες. Η Μοσάντ όμως είχε κάνει ένα τερατώδες σφάλμα. Είχαν πυροβολήσει λάθος άνθρωπο. Ο Αχμέτ Μπουχίκι, ένας φιλήσυχος Μαροκινός σερβιτόρος, ζούσε στην Νορβηγία τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Μοσάντ τον είχε περάσει γιά τον Σαλαμέχ.

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Ο τύπος που πυροβόλησαν δεν είχε σχέση με τον Μαύρο Σεπτέμβρη, ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση. Ζούσε ευτυχισμένος με την έγκυο σύζυγό του στο Lillehammer. Επρόκειτο γιά ένα τεράστιο λάθος. Όλη η επιχείρηση ήταν ένα τεράστιο λάθος».

Οι περιγραφές των υπόπτων δόθηκαν στις αρχές. Η αστυνομία συνέλαβε σε έφοδό της δύο μέλη της ομάδας υποστήριξης.

Ronen Bergman, ειδικός αναλυτής σε θέματα της Μοσάντ:
«Ήταν οι πρώτοι που πιάστηκαν. Έσπασαν στην διάρκεια της ανάκρισης. Η κάλυψή τους τινάχτηκε στον αέρα. Οδήγησαν τις αρχές στους υπόλοιπους που είχαν εμπλακεί. Είχε αποκαλυφθεί σχεδόν όλο το δίκτυο και σημειώθηκε το φιάσκο του Lillehammer. Όχι μόνο σκότωσαν λάθος άνθρωπο, τους έπιασαν και από πάνω».

Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε έξι Πράκτορες. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν αποκαλύφθηκε ότι η αρχική πληροφορία γιά τα ίχνη του Σαλαμέχ ήταν πλαστή. Την είχε διαρεύσει σκόπιμα ένας Παλαιστίνιος κατάσκοπος.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Είχαμε στα χέρια μας μιά πολύ-πολύ καλή πληροφορία –έτσι πιστεύαμε- που προερχόταν από κάποιον που, όπως αποδείχτηκε, ήταν διπλός Πράκτορας και πήγαμε στο Lillehammer βασισμένοι σε αυτό που νομίζαμε ότι ήταν μιά εξαιρετική πληροφορία».

Στην δίκη αποκαλύφθηκαν λεπτομέρειες γιά την μυστική επιχείρηση του Ισραήλ. Όταν οι Πράκτορες καταδικάστηκαν και οδηγήθηκαν στην φυλακή, ο παγκόσμιος τύπος πανηγύριζε. Η επιχείρηση του Lillehammer αποτέλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία της Μοσάντ. Υποκύπτωντας στην παγκόσμια κατακραυγή, η Επιτροπή Χ αποσύρθηκε σιωπηρά. Η μυστική εκστρατεία του Ισραήλ είχε τελειώσει μέσα σε δημόσια ατίμωση. Η επιχείρηση «Οργή του Θεού» είχε επισήμως λάβει τέλος. Η Μοσάντ όμως δεν ξέχασε τον υπ’αριθμόν ένα στόχο της.

*

Νέα Υόρκη, 13 Νοεμβρίου 1974. Δύο χρόνια μετά την σφαγή του Μονάχου ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ και η ομάδα του προσεκλήθησαν στα Ηνωμένα Έθνη. Στο πλευρό του, ζωντανός ο άνθρωπος που γελοιοποίησε την Μοσάντ, κοίταζε κοροϊδευτικά τους Πράκτορές της. Ο Αλί Χασάν Σαλαμέχ αυτοπροσώπως. Μετά από αυτή την πρόκληση η Μοσάντ ξανάνοιξε τον φάκελό του και γιά πέντε χρόνια προσπαθούσε να βρει τα ίχνη του. Τον Ιανουάριο του 1979 ο Σαλαμέχ εντοπίστηκε στην κατεστραμένη απ’τον πόλεμο Βηρυτό. Η καθημερινή του ρουτίνα καταγράφηκε. Στις 29 του μήνα, ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά εξεράγη την ώρα που περνούσαν από δίπλα ο Σαλαμέχ και οι σωματοφύλακές του. Ο υπ’αριθμόν ένα στόχος των Ισραηλινών ήταν νεκρός.

*

Τρομοκρατία: (η) [χωρίς πληθυντικό] 1.Σειρά ενεργειών γιά την επιβολή του τρόμου, με την άσκηση σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας.2.(συνεκδ.) Τρόπος διακυβερνήσεως του λαού από μικρή μειοψηφία, η οποία εφαρμόζει σκληρά μέτρα βίας. 3. Η συστηματική χρήση βίας (δολοφονίες, βομβιστικές ενέργειες, απειλές γιά καταστροφές, αεροπειρατείες) εκ μέρους ομάδων, οργανώσεων, μειονοτήτων, ακόμα και στρατών ή μυστικών υπηρεσιών, με στόχο να τρομοκρατήσουν λαούς, κυβερνήσεις ή πολιτικούς αντιπάλους, προκειμένου να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1840].






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

ΙΙ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.

«Τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα επιτρέπονται»

Χασάν Ιμπν Σαμπάχ.

Ο Γέρος του Βουνού. Ο μυθικός Χασάν Ιμπν Σαμπάχ και οι Σιίτες Χασασίνοι του, σκαρφαλωμένοι στην Αετοφωλιά, καπνίζουν πέρσικο τεριάκ και σχεδιάζουν πως θα εκδικηθούν τους Σταυροφόρους. Εκεί, στην πιό ψηλή κορυφή του Αλεμούτ, προετοιμάζουν τα χτυπήματα των Καμικάζι, των ευγενών που θα προσφέρουν την ζωή τους στον Αγώνα. Ωωπ! Ανακολουθία λέτε ε; Γιά να δούμε.

Καμικάζι. ΕΤΥΜ. ιαπων. «θεϊκός άνεμος». καμι, όνομα Σιντοϊστικής θεότητας + καζι «άνεμος». Η λέξη αναφερόταν αρχικώς σε έναν ανεμοστρόβιλο, ο οποίος κατέστρεψε τους Μογγόλους, όταν αυτοί επιχείρησαν να εισβάλουν στην Ιαπωνία το 1281. κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία των αποστολών αυτοκτονίας που ανελάμβαναν ειδικά σώματα Ιαπώνων αεροπόρων κατά των αμερικανικών πολεμικών πλοίων.

Μαθήματα απλής Λογικής. Άσκηση 1η.

Τρομοκράτης (ο) [τρομοκρατών]. 1.Αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να κερδίσει κάτι με τον τρόμο, που τρομοκρατεί συστηματικά.

Μάλιστα. Ευχαριστούμε κύριε Μπαμπινιώτη.

Ερώτημα 1ο: Εάν κάποιος πράξει έτσι ώστε όχι μόνο δεν κερδίζει κάτι, αλλά χάνει επιπροσθέτως και την ίδια του την ζωή, μπορεί να θεωρηθεί τρομοκράτης;
Ερώτημα 2ο: Αν όχι -και σύμφωνα πάντα με την ίδια λογική- αυτός που πράτωντας, περισσότερο χάνει παρά κερδίζει, μπορεί επίσης να θεωρηθεί τρομοκράτης;

*

Μαθήματα απλής αριθμητικής. Άσκηση 1η.

“Oφθαλμός αντί οφθαλμού”.

Στις 6 Αυγούστου 1945 το αμερικάνικο βομβαρδιστικό Ενόλα Γκαίυ ρίχνει στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα μιά βόμβα νέου τύπου που έχει σχεδιάσει μιά ομάδα «επιστημόνων» με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Όπενχάϊμερ και που την ρίψη της έχει εγκρίνει ο πρόεδρος τον Ηνωμένων Πολιτειών Χάρρυ Τρούμαν.
Τα επίσημα στοιχεία είναι:
Νεκροί πολίτες, 78.150.
Αγνοούμενοι, 13.939.
Βαριά τραυματισμένοι (που εξέπνευσαν), 9.284.
Νεκροί στρατιώτες, περίπου 20.000.

Τρεις μέρες μετά, στις 9 Αυγούστου1945, οι Αμερικάνοι ρίχνουν δεύτερη βόμβα, αυτή τη φορά στο Ναγκασάκι.
Απολογισμός, περίπου 76.000 νεκροί.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, σε μία αποστολή αυτοκτονίας, Καμικάζι αεροπειρατές ρίχνουν δύο αεροσκάφη της PAN-AM στους Δίδυμους Πύργους του Διεθνούς Εμπορίου, στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Τα καύσιμα των αεροπλάνων εκρήγνυνται με αποτέλεσμα οι Πύργοι να πέσουν. Ο αριθμός των θυμάτων είναι περίπου 3.000 άνθρωποι.

Άρα:
Χιροσίμα-Ναγκασάκι, περίπου 197.373.
Δίδυμοι Πύργοι, περίπου 3.000.

Ερώτημα 1ο. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς, πόσα περίπου μάτια υπολείπονται οι Καμικάζι των Αμερικάνων; (Γιά τα δόντια ας μην μιλήσουμε, θα ήταν άδικο γιά τους Καμικάζι, αφού, ως γνωστόν, στατιστικά οι ενήλικες έχουν λιγότερα δόντια από τα παιδιά).

*

Ο Γέρος του Βουνού λοιπόν. Σε αντιδιαστολή με τους Χασασίνους του, στην Δύση την εποχή εκείνη κουμάντο κάνουν κάτι μορτάκια πρώτα, οι επονομαζόμενοι Σταυροφόροι (που το 1204 κατέλαβαν και λεηλάτησαν την ομόθρησκή τους Κωνσταντινούπολη), με αιχμή του δόρατος τους Ναίτες, μιά συμμορία τυχοδιωκτών, που, ανάμεσα στα άλλα φοβερά και τρομερά, έκαναν κάτι πραγματικά τερατώδες: ίδρυσαν την πρώτη διακρατική τράπεζα του κόσμου. Ποιό όμως νομίζετε ότι ήταν το κύριο έσοδο των Σταυροφοριών;
Ο χρυσός και το ασήμι, θα απαντήσει γρήγορα κάποιος. Λάθος. Τα ιερά κειμήλια που με αυτά «προικίστηκαν» όλες οι μετέπειτα μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Γελάτε; Κι όμως, γέμισε η Χριστιανοσύνη με κεφάλια του Ιωάννη του Βαπτιστή, με σκηνώματα αγίων, με συμπράγκαλα των Αποστόλων και βέβαια, με τόνους Τίμιο Ξύλο. Μέχρι και η Ιερά Σινδόνη ήρθε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή –που κάποιος την αντάλαξε με το ευλογημένο από τον Ιησού μαντήλι της Έδεσσας (όχι της δικιάς μας, της άλλης, στην σημερινή Τουρκία, που σήμερα λέγεται Ούρφα).

Μικρό διάλειμα γιά διαφημήσεις και στο μεταξύ, μάθημα Θρησκευτικών.
Ερώτημα 1ο: αν ο θεός είναι παντοδύναμος, μπορεί να φτιάξει μιά τόσο μεγάλη πέτρα ώστε να μην μπορει να την σηκώσει;






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

Ι. ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΛΑΣ.

Αδέρφια –ακόμα ζωντανοί-
μην είσαστε σκληροί με εμάς,
συμπόνια αν δείχνατε μπορεί
και εσάς ο Θεός να λυπηθεί.
Εμείς –πέντε έξι από σας-
σπρωχτήκαμε στο αγνάντι αυτό,
κρέμεται η σάρκα στο σκοινί
γεύμα στα όρνια διαλεχτό,
σάπιο εφαγώθη• και βρωμά.
Τα κόκκαλα, σκόνη λεπτή,
σ’ανέμους άγριους θα χαθούν.
Κανείς στον κόπο δεν θα μπει
μιά προσευχή γιά μας να πει:
Είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Αδέρφια, τα λόγια μας αυτά
δεν ειν’γιά σας βαριά βρισιά.
Κι όμως, στον νόμο των πολλών,
κρεμώμαστε απ’το σκοινί.
Και λίγοι, ξέρετε, είναι πιά
οι ντόμπροι άντρες –σ’ότι πουν.
Μιά προσευχή γιά μας, νεκροί
που είμαστε, κάποιος σας να πει•
μακάρι η χάρη του Ιησού
να μην χαθεί σ’άγονη γη
κι ας μην σκιστεί με κεραυνούς
η Κόλαση, γιά να χαθούν
οι κολασμένες μας ψυχές•
[βιάση δεν έχει πιά γιά μας•]
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Νεκροί. Λουσμένοι από αστραπές
και ξεπλυμένοι απ’την βροχή
στεγνώνουμε στων ζωντανών
τον λαμπρό ήλιο –εμείς• νεκροί•-
την θλίψη μας και τα κορμιά•
σάρκες• βορά των σκουληκιών.
Κοράκια μας τσιμπολογούν
τα μάτια• τα μαλλιά τραβούν.
Γιά μας ξεκούραση καμμιά.
Σαν μιά κατάρα θεϊκή,

άγριοι άνεμοι σκορπούν
τα κόκκαλά μας στους καιρούς•
και ενώ στην Κόλαση βουτούν
τα ρημαγμένα μας κορμιά
-τα τρυπημένα πιό πολύ
κι από του ράφτη το λευκό
το δάχτυλο- που όμως κρατούν
το φως το λίγο, το αχαμνό.
Μην πέσετε σαν τα σκυλιά
πάνω στα αδέρφια μας προτού
μιά προσευχή πείτε γιά μας:
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Πρίγκηπα, Κύριε των Ψυχών,
Άρχοντα, κράτα μας καλά
πάνω απ’της Κόλασης το φως•
[μ’Αυτόν δεν έχουμε δουλειά].
Αδέρφια, αστείο δεν είναι αυτό•
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.


Ελεύθερη απόδοση του ποιήματος
του Φρανσουά Βιγιόν, «η μπαλάντα των κρεμασμένων».
(«ο επιτάφιος του Βιγιόν»).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

10. ΟΠΩΣ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ.

Όπως ξέρω καλά
Οι αμαρτωλοί πηγαίνουν στην κόλαση
Διασχίζοντας τον ουρανό.
Τους μεταφέρουν με αμάξια διάφανα
Και τους λένε: Ετούτος από κάτω σας είναι ο ουρανός.
Ξέρω ότι το λένε αυτό
Γιατί σκέφτομαι
Πως ειδικά ανάμεσα σ’αυτούς
Θα υπάρχουν πολλοί που δεν θα τον γνωρίσουν.
Γιατί αυτοί ειδικά
Πίστευαν πως είναι πιό λαμπερός.

Μπ. Μπρεχτ. (76 ποιήματα)
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης.
Εκδόσεις Θεμέλιο.


Υ.Γ.1. Σαν σήμερα, 3 του Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών, η Λυπημένη Κατερίνα αγόρασε ένα εισητήριο γιά τον ουρανό. «Θερίζουν του προσώπου της το εβένινο μετάξι», οι συνήθεις ύποπτοι, αθέατοι μες στις σκιές, φορώντας μάσκες -«πλέουν στα χάη του κόσμου». Γιά χάρη της ο Κόλε φτιάχνει την συμμορία. Γιά τα λυπημένα –«σαν αδέσποτου σκυλιού»- μάτια της ο Γκάι Φωκς ετοιμάζει δυναμίτη. Μόνο γιά αυτήν, ο Βε ξεθηκαρώνει το μαχαίρι που θερίζει. Και θα ακουστούν ως τα πέρατα του κόσμου, στις τρεις του Μήνα της Ριγμένης Πύλης.

Υ.Γ.2. [Εκείνη, μιλάει γιά τον εαυτό της στην αρχή του 3].

Καληνύχτα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9. ΟΙ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ.

ΤΟ ΚΡΑΣΙ.

Αν το κρασί εξαφανιζόταν από την ανθρώπινη παραγωγή, νομίζω ότι θα εδημιουργείτο στην υγεία και στη διάνοια του πλανήτη ένα κενό, μιά απουσία, μιά ατέλεια πολύ πιό φρικτή από όλες τις υπερβολές ή τις παρεκτροπές που φορτώνουν στο κρασί. Δεν είναι λογικό να σκεφτούμε ότι οι άνθρωποι που δεν πίνουν ποτέ κρασί, από αφέλεια είτε από σύστημα, είναι βλάκες ή υποκριτές; Βλάκες, δηλαδή άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ούτε την ανθρωπότητα, ούτε την φύση, καλλιτέχνες που απωθούν τα παραδοσιακά μέσα της τέχνης, εργάτες που βλαστημούν τα μηχανήματα.-Υποκριτές, δηλαδή λαίμαργοι που ντρέπονται γιά την λαιμαργία τους, που κομπάζουν γιά την εγκράτειά τους, που πίνουν στην ζούλα, και έχουν κάποιο απόκρυφο βίτσιο. Ένας άνθρωπος που πίνει μόνο νερό, έχει κάποιο μυστικό να κρύψει από τους όμοιούς του.
Κρίνετε από μόνοι σας: Πριν από λίγα χρόνια, σε μιά έκθεση ζωγραφικής, το πλήθος των ηλιθίων έκανε σωστή διαδήλωση μπροστά σε έναν πίνακα γυαλισμένο, λουστραρισμένο, βερνικωμένο, όπως ένα βιομηχανικό προϊόν. Ήταν η απόλυτη αντίθεση προς την Τέχνη: Ήταν, σε σύγκριση με τα μαγειρέματα του Ντρόλλινγκ* ό,τι είναι η τρέλα στη βλακεία, οι φανατικοί στον απλό μιμητή. Μέσα στον μικροσκοπικό τούτο πίνακα, έβλεπες να πετούν μύγες. Όπως όλος ο κόσμος, το τερατώδες αυτό αντικείμενο με τραβούσε: όμως ντρεπόμουν από την παράξενή μου αυτή αδυναμία, γιατί ήταν η ακαταμάχητη έλξη του φρικαλέου. Στο τέλος, κατάλαβα ότι, χωρίς να το ξέρω, εκείνο που με παρέσυρε ήταν μιά φιλοσοφική περιέργεια, η άπειρη επιθυμία να μάθω τι λογής μπορεί να ήταν ο ηθικός χαρακτήρας του ανθρώπου που είχε γεννήσει έναν τόσο εγκληματικό παραλογισμό. Στοιχημάτισα με τον ίδιο τον εαυτό μου ότι θα έπρεπε να είναι κατά βάθος μοχθηρός. Πήρα πληροφορίες, και το ένστικτό μου είχε την ικανοποίηση να κερδίσει το ψυχολογικό αυτό στοίχημα. Έμαθα ότι το τέρας σηκωνόταν κάθε μέρα πριν ξημερώσει, ότι είχε καταστρέψει την παραδουλεύτρα του, κι έπινε μόνο γάλα.

ΤΟ ΧΑΣΙΣ.

Λένε ότι η ουσία αυτή δεν προξενεί κανένα κακό στο σώμα. Κι αυτό είναι αλήθεια, ως τώρα τουλάχιστον. Γιατί δεν ξέρω ως ποιό σημείο μπορεί να πει κανείς ότι ένας άνθρωπος, που όλο θα ονειρευόταν και θα ήταν ανίκανος γιά δράση, θα ήταν καλά στην υγεία του, έστω κι αν όλα του τα μέλη θα ήταν σε καλή κατάσταση. Όμως, εκείνο που προσβάλεται είναι η βούληση και αυτό είναι το πολυτιμότερο όργανο. Ποτέ ένας άνθρωπος που μπορεί, με ένα κουταλάκι του γλυκού, να προμηθευτεί, στη στιγμή, όλα τα αγαθά του ουρανού και της γης, δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ούτε το ένα χιλιοστό τους με την εργασία. Πρέπει, πριν από όλα, να ζούμε και να δουλεύουμε.
Σκέφτηκα να μιλήσω γιά το κρασί και το χασίς στο ίδιο άρθρο γιατί, πράγματι, στα δυό αυτά πράγματα υπάρχει κάτι κοινό: η υπερβολική ποιητική ανάπτυξη του ανθρώπου. Η μανιασμένη αγάπη του ανθρώπου γιά όλες τις ουσίες, υγιεινές ή επικίνδυνες, που εξαρσιώνουν την προσωπικότητά του, μαρτυρεί την μεγαλοσύνη του. Λαχταρά πάντα να θερμάνει τις ελπίδες του, να υψωθεί ως το άπειρο. Πρέπει όμως να δούμε και τα αποτελέσματα. Το κρασί είναι ένα ποτό που ενεργοποιεί την χώνευση, δυναμώνει τους μυώνες, εμπλουτίζει το αίμα. Λαμβανόμενο ακόμα και σε μεγάλη ποσότητα, δεν προκαλεί παρά μόνο αρκετά μικρές σε διάρκεια διαταραχές. Το χασίς είναι μιά ουσία που διακόπτει τη λειτουργία της χώνευσης, που αδυνατίζει τα μέλη, και που μπορεί να προκαλέσει ένα μεθύσι διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών. Το κρασί εξαίρει τη βούληση. Το χασίς την εκμηδενίζει. Το κρασί έχει φυσικό υπόβαθρο, το χασίς είναι όπλο αυτοκτονίας. Το κρασί σε κάνει καλό και κοινωνικό. Το χασίς σε απομονώνει. Το ένα είναι εργατικό, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το άλλο κατ’ουσίαν οκνηρό. Τι χρειάζεται, αλήθεια, να δουλεύουμε, να οργώνουμε, να γράφουμε, να κατασκευάζουμε οτιδήποτε, όταν μπορούμε, μονομιάς να κλέψουμε τον Παράδεισο; Το κρασί, τέλος, είναι γιά τον εργαζόμενο λαό, και του αξίζει να το πίνει. Το χασίς ανήκει στην τάξη των μοναχικών απολαύσεων. Είναι φτιαγμένο γιά τους εξαθλιωμένους αργόσχολους. Το κρασί είναι χρήσιμο, παράγει καρποφόρα αποτελέσματα. Το χασίς είναι άχρηστο και επικίνδυνο.


*Άγγλος ζωγράφος εσωτερικών χώρων, προμηθευτής σχεδίων γιά τη βιομηχανοποιημένη παραγωγή των Σεβρών (1752-1817). (Σημ. Του Μετ.).


Κάρολος Μπωντλαίρ. (Οι τεχνητοί Παράδεισοι).
Μετάφραση: Γιώργος Σπανός
Εκδόσεις Πλέθρον.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙ.

Ω, το αερόστατο! Ένα μέρος της πόλης στα δυτικά κοντά στο ποτάμι
με φυλαγμένα τα παλιά φτερά
στα πρώτα τετράδια του νηπιαγωγείου
μπαλωμένο μπαλόνι ξεφτισμένοι μουσαμάδες
και πρώην αλουμινένιοι σκελετοί που βλέποντας τους
να πλέουν στον ήλιο του Σεπτεμβρίου θυμάσαι το ναό του
Σολομώντα να γλιστράει στην άσφαλτο που οδηγεί
στα καφενεία της παραλίας.
Και οι θεράποντες με φρεσκοπλυμένες φόρμες χέρια
ξαπρισμένα απ’ το μακρύ καλοκαίρι ανεμίζοντας
εύηχα διαπασών αποκαθιστούν την αρμονία της κίνησης
την ταυτοσημεία των αξόνων ωσότου ο ζεστός αέρας
εγγυηθεί την επανάληψη της κυκλοφορίας ονείρων
μικρών τσίγκινων κουβάδων όπου ξανά το πρόπλασμα
για ένα απόρθητο κάστρο από άμμο νερό της θάλασσας και αχιβάδες
που κουρσεύαμε από τους βράχους.

Γυναίκα αιωνόφυλλη με τα πλευρά στιλπνά
από την αγάπη του ακροβάτη
που αιωριζόταν με όλους τους καιρούς στο <<καλάθι>>
Έψελνε βαρκαρόλες για το νότο και νοσταλγικές καντάδες
καθώς το αερόστατο επέστρεφε πάνω απ΄ τα περιβόλια
και στο τεράστιο μπαλόνι φυλακίζονταν τα πράσινα στάχυα
και τα απλανή μάτια των αλόγων, των άγρυπνων κοριτσιών
παρωχημένης ηλικίας.

Ω, Αβέρωφ, σιγοτραγουδούσε ο σουλτάνος της τελευταίας δυναστείας
Πόσο είσαι αμετροεπής και ακίνδυνος
αφού το χρυσόμαλλο δέρας το φορούν οι παλαιστές στις λαικές
παραστάσεις που τις περιζώνουν πήλινες κανάτες Αιγίνης, χωνιά γραμμοφώνων
και ο γέρος με το ντέφι που τον φωνάζουν Ησίοδο.

Τότε σε είδα να τρέχεις χρυσοπρασινη πεταλούδα
στην παλιά αγορά με τα αγριολούλουδα
που τα κουβαλούν στις μπροστινές τους τσέπες οι χωριάτισσες
του Νείλου και μυρίζουν σαν έναρξη σχολικού έτους.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΛΟΥΚΑΣ ΚΓ.

Εβραίος ή Εθνικός ή μόνο κάποιος
που η μορφή του χάθηκε μέσα στον Χρόνο
και πιά δεν θα ανασύρουμε από την Λήθη
τα σύμφωνα
[οι αρχαίες γλώσσες φωνήεντα δεν έχουν]
του ονόματός του.

Τι τάχα να μπορεί να ξέρει από συγνώμη
ένας ληστής που η Ιουδαία στο σταυρό καρφώνει
«εν οίδα ότι ουδέν –ότι πέρασε πάει»,
ποτάμι η Λήθη είναι -και κυλάει.

Μέσα στο γέλιο «που έρεε μέλι και χλεύη»
του πλήθους, άκουσε την μέρα εκείνη
[στα σταυρωτά πάνω δοκάρια του θανάτου]
ότι αυτός που πλάι του πεθαίνει
είναι θεός και –σαν σε όνειρο- του είπε

«Κύριε μνήσθητί μου όταν εν τη βασιλεία σου έλθεις»
και ο άρρητος Λόγος –που ήταν η αρχή
[και θα μετρήσει κάποια μέρα τον καθένα]
του έταξε πάνω στο αγνάντι του θανάτου

τον Παράδεισο. Και άλλο μετά ουδέν·
μέχρι το τέλος. Μα η Ιστορία –που την λεν και Μνημοσύνη
να σβήσει δεν θα αφήσει την μορφή τους
[στο σούρουπο εκείνο του θανάτου]
μέχρι ο μεγάλος κύκλος της να κλείσει.

«Αδέρφια, -που είστε ακόμα ζωντανοί»,
Καλό, Κακό μπερδεύονται εκεί πάνω·
ο φίλος του Ιησού, ειλικρινής και αγνός,
εκεί, «στου τάφου τον ουδό» του μαρτυρίου,
τον Κήπο της Εδέμ ζητάει –και θα τον πάρει·
-[«την ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς»]-

αυθόρμητα –όπως τότε που ήτανε φονιάς.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Ο Δημιουργός).

Ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΣΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ

Φύγαμε από την Αλταμίρα αργά το μεσημέρι και κατευθυνθήκαμε προς την Χώρα των Βάσκων. Ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο – ένα παλιό τετράπορτο Eskord – στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο, όμως δεν είχαμε δει ακόμα τη θάλασσα. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε διασχίσει την κατάξερη Μάντσα και τον απέραντο ελαιώνα της Ανδαλουσίας και τώρα μπαίναμε στην Πράσινη Ισπανία, στην βορειοδυτική περιοχή της χώρας, στα σύνορα με την Γαλλία. Το αμάξι ανηφόριζε – με κάποια δυσκολία - την πλαγιά του βουνού, περνώντας μέσα από δάση κωνοφόρων. Ο ουρανός ήταν συνεφιασμένος και ψιλόβρεχε και ένα δροσερό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Αισθανόμασταν ανακούφιση μετά τους 42 υπό σκιά της Ανδαλουσίας. Οι πρώτες πινακίδες στα βασκικά μας καλωσόρισαν. Περάσαμε το Bilbao και συνεχίσαμε με κατεύθυνση την Donostia.
- «Γιατί πάω στην Donostia ?» ρώτησε ο Γιάννης που οδηγούσε.
- «Γιατί έτσι λένε το San Sebastian στά βασκικά» απάντησε ο Ηλίας, ο “navigator” του ταξιδιού. Λίγο μετά ο δρόμος έστριψε αριστερά και συνάντησε τη θάλασσα. Από ψηλά, από την πλαγιά του βουνού αντικρύσαμε επιτέλους τα σκοτεινά νερά του Bay of Biscay, μιάς από τις πιό δύσκολες θάλασσες του κόσμου, όπως λεν οι ναυτικοί. Η Donostia εμφανίστηκε μπροστά μας ξαπλωμένη σε μιά σφήνα στεριάς, που σχηματίζεται μεταξύ ενός από τους εκατοντάδες κολπίσκους του τεράστιου Βισκαικού και των εκβολών του Rio Urumea, του μικρού ποταμού που διασχίζει τη πόλη. Σουρούπωνε. Το φεγγάρι είχε ήδη βγει στον ουρανό και ήταν σχεδόν ολόκληρο – μιά μέρα μετά την πανσέληνο. Μπήκαμε στην πόλη από την λεωφόρο της ανατολικής όχθης του Rio Urumea, την Paseo de Vizcaya και φτάσαμε στο τέρμα του δρόμου. Eκεί, αρχίζει ο περιφερειακός πεζόδρομος του καταπράσινου λόφου στην άκρη της στεριάς - που οι Βάσκοι έχουν το θράσος να ονομάζουν βουνό - του Monte Urgull. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα πόδια τον γύρο του λόφου. Μέσα στο μισοσκόταδο διακρίναμε χαμηλά τείχη στις πλαγιές και ένα τεράστιο άγαλμα του Χριστού στην κορυφή. Ο πεζόδρομος ήταν γεμμάτος από κόσμο. Ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι – χέρι, παρέες συζητούσαν βολτάροντας, πιτσιρικάδες παίζαν μπάλα, κάποιοι φωτογράφιζαν το ηλιοβασίλεμα, νεαρές μαμάδες με γεμάτα καροτσάκια και τουρίστες, πολλοί τουρίστες.
- «Να βγάλουμε και κάνα λεφτό» είπα κυνικά και τράβηξα μιά φωτογραφία.
- «Σταμάτα να τραβάς τουριστικές φωτογραφίες» με αποπήρε ο Γιάννης.
Κάναμε τη στροφή του λόφου και βρεθήκαμε στην άλλη μεριά του κόλπου της πόλης, στη μαρίνα γιά τα ιδιωτικά σκάφη. Ο πεζόδρομος συνέχιζε με γραφικές ταβέρνες και μπαράκια και μετά ξεκινούσε η τεράστια παραλία της Donostia. Ο Γιάννης, αποφασισμένος, κάθισε στο πιό συμπαθητικό εστιατόριο.
- «Ας φάμε την τελευταία φετινή μας παέγια στην Ισπανία.»
- «Τώρα ποιός είναι τουρίστας;» τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα.

Το San Sebastian είναι ίσως η πιό όμορφη και σίγουρα η πιό «βασκική» πόλη της Χώρας των Βάσκων. Είναι χτισμένη κατά μήκος του πανέμορφου κολπίσκου La Concha, που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Στη μέση του κολπίσκου βρίσκεται το νησάκι Isla de Santa Clara με τα λιγοστά, φωτισμένα του κτίρια. Η παραλία, γεμμάτη ψαρόβαρκες, είναι από τις πιό όμορφες παραλίες-μέσα-σε-πόλη της Ευρώπης. Η καρδιά της Donostia χτυπάει στην πολύβουη μεσαιωνική συνοικία Parte Vieja, το παλιό κομμάτι της πόλης. Στην Parte Vieja υπάρχουν τα περισσότερα μπαρ ανά τετραγωνικό μέτρο απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ισπανία και τα τάπας – τα φημισμένα ισπανικά μεζεδάκια – εδώ έχουν γίνει επιστήμη. Τα διάσημα τάπας μπαρ του San Sebastian προσφέρουν στους πελάτες τεράστια ποικιλία και απίστευτους συνδιασμούς μεζέδων, που σερβίρονται πάνω στο μπαρ, σε μεγάλες πιατέλες. Το San Sebastian περιτριγυρίζεται από τους καταπράσινους, χαμηλούς λόφους της επαρχίας Guipuzcoa – Gipuzkoa στα βασκικά – και είναι η πρωτεύουσά της. Η πόλη είναι χτισμένη λίγα χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα, «ένα τσιγάρο δρόμο» απ’ τη Γαλλία.

Η παέγια ήταν άθλια και πανάκριβη. Οι γαρίδες γιόρταζαν τα πρώτα τους γενέθλια και στο άνοστο ρύζι δεν υπήρχε καν υποψία κρεατικού – βασικού συστατικού της συνταγής.
Φύγαμε απ’ την ταβέρνα και κατευθυνθήκαμε προς την παλιά πόλη ψάχνοντας γιά κατάλυμα. Τα φτηνά μοτέλ σε αυτή την περιοχή συναγωνίζονται σε αριθμό τα μπαρ.
Πλησιάσαμε το πρώτο. Πλήρες. Η κατάσταση στα μεσαιωνικά σοκάκια της Parte Vieja άρχισε να θυμίζει την Ρόδο τον Αύγουστο. Πολύς κόσμος με ένα ποτήρι στο χέρι μπαινόβγαινε στα μπαρ μιλώντας δυνατά και τραγουδώντας. Πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, ζογκλέρ και κλόουν έστηναν μίνι παραστάσεις στους πεζόδρομους και στην πλατεία της παραλίας ένα συνεργείο με την βοήθεια γερανού έστηνε ένα καρουζέλ. Φτάσαμε στον φωτισμένο καθεδρικό ναό της πόλης. Η ώρα είχε περάσει και οι δρόμοι ήταν πιά ασφυκτικά γεμάτοι κόσμο. Άρχισαν να μας ζώνουν φίδια. Δεύτερο μοτέλ, τρίτο, τέταρτο, τίποτα. Συνεχίσαμε την αναζήτηση γιά μία ακόμα ώρα. Τζίφος. Αποφασίσαμε να ψάξουμε λίγο έξω από την πόλη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ψάχνουμε στα περίχωρα. Δεν υπήρχε δωμάτιο πουθενά σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων. Κατάκοποι, σταματήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινκ και σχεδόν λιποθυμήσαμε. Ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί σαν τελικά σίγμα και κατεβήκαμε ξανά στην πόλη γιά καφέ. Η παραλία ήταν άδεια, μόνο κάτι ξέμπαρκοι σαν εμάς κοιμόντουσαν στην αμμουδιά με τα sleeping bag τους. Η εικόνα που παρουσίαζε η παλιά πόλη θύμιζε την Πάτρα μετά το καρναβάλι. Πλαστικά ποτήρια, χαρτιά, άδεια μπουκάλια μπύρας και υπολείματα junk food στους δρόμους. Τα σκουπιδιάρικα δούλευαν γρήγορα, γιά να προλάβουν τους πρωινούς θαμώνες των καφέ.. Η Donostia, άνοιγε νυσταγμένη τα βλέφαρά της. Μαγαζάτορες ανέβαζαν τα ρολλά των καταστημάτων, υπάληλοι του δήμου έπλεναν τους δρόμους, γυναίκες με ποδήλατα βγαίναν γιά τα πρωινά ψώνια και ο κόσμος έπινε τον πρώτο καφέ της μέρας πριν πάει γιά δουλειά. Μιά τελείως διαφορετική πόλη απ’ την χτεσινοβραδυνή.

Οι Βάσκοι είναι μιά εντελώς ιδιότυπη περίπτωση τόσο γλωσσολογικά όσο και “εθνολογικά”. Η γλώσσα τους δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα ή συγγένεια με καμία γνωστή γλώσσα – και πολύ περισσότερο με καμία ευρωπαική. Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως και η γενετική δομή τους διαφέρει από αυτήν του περιβάλοντος πληθυσμού και ότι αυτό πιθανόν να οφείλεται στην γεωγραφική –και κατά συνέπεια πληθυσμιακή- τους απομόνωση, ήδη απ’ την Νεολιθική εποχή. Το αίτημα γιά πλήρη αυτονομία της Χώρας των Βάσκων – Pais Vasco στα καστεγιάνικα, Euskal Herria στα βασκικά- έχει ξεκινήσει τουλάχιστον απ’ τον Μεσαίωνα, συνεχίστηκε με τους Καρλικούς πολέμους και τον Ναπολέοντα, μέχρι που –το 1961- μιά μικρή ομάδα εθνικιστών με την επωνυμία ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna) έκανε την πρώτη «τρομοκρατική» επίθεση, ανοίγοντας έναν κύκλο βίας που συνεχίστηκε μέχρι την πρόσφατη μονομερή κατάπαυση του πυρός, παρά την διευρυμένη αυτονομία που κέρδισαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το πολιτικό σκέλος του κινήματος, το κόμμα Herri Batasuna, κατέχει περίπου χίλιες θέσεις εκλεγμένων αντιπροσώπων, ανάμεσα στις οποίες, θέσεις δημάρχων και τοπικών συμβούλων. Οι περισσότεροι Βάσκοι ενοχλούνται απ’ τις διεθνεις αναφορές στην ΕΤΑ, αλλά πάνω από το 15% του πληθυσμού είναι υποστηρικτές της, με αιχμή του δόρατος τους σκληροπυρηνικούς νεαρούς φανατικούς Jarrai, που λίγο καιρό πριν πρωτοστατούσαν σε οδομαχίες με την αυτόνομη βασκική αστυνομία –την Ertzaintza- στους δρόμους του San Sebastian και του Bilbao, κρατώντας πέτρες και βόμβες μολότωφ στα χέρια. Όμως αν βρεθείτε στην Χώρα των Βάσκων και τους ακούσετε να αναφέρουν πολύ συχνά την πασίγνωστη και μυστηριώδη οργάνωση, μην τρομάξετε. Στα βασκικά «ετά» σημαίνει «και».

Ήπιαμε καφέ και ξεκινήσαμε την πρωινή περιήγησή μας στην πόλη. Στο πεζοδρόμιο της παραλιακής, ομάδες παιδιών ανακατεύονταν με ηλικιωμένους που έκαναν την πρωινή τους βόλτα. Πολύς κόσμος είχε κατέβει γιά μπάνιο. Οι μαμάδες φέρναν τα παιδιά γιά παιγχνίδι και το καινούριο καρουζέλ είχε γεμίσει. Στην μαρίνα, ένας παλιός ναυτικός έξυνε το μικρό ξύλινο ιστιοφόρο του χρησιμοποιώντας καμινέτο και σκαρπέλο. Αργόσχολοι συνταξιούχοι, φορώντας τις τυπικές ισπανικές τραγιάσκες τους, σχολίαζαν τα τεκταινόμενα ακουμπισμένοι στα κάγκελα.Τους μιμηθήκαμε παρατηρώντας γιά ώρα τους λουόμενους στην παραλία. Ένα χαριτωμένο πιτσιρίκι πλατσούριζε στα ρηχά, κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι της μαμάς του. Πίσω μας, πέρα από τον φαρδύ παραλιακό δρόμο, ξεδιπλωνόταν η ηλιόλουστη πόλη, με τα μοντέρνα ξενοδοχεία και τα δυτικοευρωπαικά κλασικά κτίρια. Πέρα, στο λόφο το τεράστιο λευκό άγαλμα του Ιησού έδινε μιά βραζιλιάνικη νότα στην ατμόσφαιρα. Γεμίσαμε τα πνευμόνια μας με θαλασσινό αεράκι και ξεκινήσαμε γιά ψώνια. Ο Ηλίας έψαχνε γιά μιά μπλούζα με ταύρο, εγώ γιά ένα σετ κοντόχοντρα βασκικά ποτήρια και ο Γιάννης – όπως πάντα – γιά ένα ωραίο μπαρ. Περπατήσαμε στις όχθες του Rio Urumea μέχρι το σημείο που χύνεται στη θάλασσα. Εκεί, πάνω στην γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες, ένας πλανόδιος ακορντεονίστας έπαιζε κάποιο βασκικό τραγούδι, με φόντο το μοντέρνο ξενοδοχειακό συγκρότημα στην απέναντι όχθη. Περπατήσαμε ξανά μέχρι την παλιά πόλη. Μιά τριμελής παρέα μας έγνεψε «στην υγειά σας» σηκώνοντας τα ποτήρια, στην είσοδο κάποιου μπαρ. Μπήκαμε μέσα και παραγγείλαμε «τρες σερβέσας» σηκώνοντας το χέρι σαν γνήσιοι ισπανοί. Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο. Στο ταβάνι κρέμονταν δεκάδες χοιρομέρια – τυπική διακόσμηση ισπανικού τάπας μπαρ – και ο μεγάλος πάγκος ήταν γεμάτος μεζέδες. Θαλασσινά και ψάρια ανακατεύονταν με διάφορα τυριά, πατάτες, χορταρικά, σαλάτες και σάλτσες και φυσικά με το περίφημο χαμόν σεράνο, σε μιά πανδαισία χρώματος και γεύσης. Ο καθένας έπαιρνε μόνος του ότι ήθελε απ’ τις τεράστιες, φορτωμένες πιατέλες του μπαρ και ο «γάτος» μπάρμαν κρατούσε λογαριασμό. Πίσω από το μπαρ, ο ειδικός στην κοπή χαμόν – απαραίτητη οργανική θέση γιά κάθε μπαρ που σέβεται τον εαυτό του – έκοβε με μαεστρία ένα χοιρομέρι σε λεπτές φέτες. Σερβιριστήκαμε απ’ το μπαρ και παραγγείλαμε τον δεύτερο γύρο.
«Ας φάμε και ένα μπακαλιάρο».
«Ε τότε και μιά τρίτη μπύρα».
Η ώρα περνούσε. Είχε μεσημεριάσει γιά καλά. Πληρώσαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα αφήσαμε πίσω μας την πόλη.
«Γειά σου Donostia, γειά σου Pais Vasco» είπε ο Ηλίας όταν περάσαμε τα σύνορα με την Γαλλία. Και τότε, είδαμε την πινακίδα, γραμμένη πρώτα στα βασκικά και μετά στα γαλλικά –πλέον – και στα ισπανικά. «Επισκέπτη, εδώ δεν είσαι ούτε στην Γαλλία, ούτε στην Ισπανία. Είσαι στην Χώρα των Βάσκων». «Πάλι τέσσερα», μονολόγησε ο Γιάννης και συνέχισε να οδηγεί.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα