16. CODA.

-Δεν έχω τίποτα να πω. Να πα να γαμηθείτε όλοι, είπε ο Ντόριαν Γκρέυ και έφυγε τρέχοντας.




Υ.Γ. Σε αυτό το «τεύχος», όσοι μίλησαν, μίλησαν.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

15. << ΕΠΙ ΠΤΙΛΩΝ ΑΝΕΜΩΝ>>

Οχι άλλα μηνύματα! (SMS,e-mail)

Μονο άνθη πασχαλιάς και βότσαλα απ'το ποτάμι του

μέλλοντος πια!



Ανοίγω το παράθυρο μιας νέας παραμυθίας

κουρελάκι μιας εύψυχης σιωπής,

από το ποίημα μέχρι το άγγιγμα.

Από τον ενεστώτα μιας απόδρασης (όχι φυγής) μέχρι

τον τετελεσμένο μέλλοντα μιας απλής χειρονομίας

και το υπερσυντέλικο των ερώτων.



------------------------------------------------------------



<< Επί πτίλων ανέμων>> : Παπαδιαμάντης





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

14. Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ.

[Μετά το κουδούνι, μία μεγάλη παύση. Κανένα φως, κανένας ήχος.]


Πράξη Τέταρτη.


Η Σκηνή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Χώρος -μία σουρεαλιστική σύνθεση, που την αποτελούν παιδικές καρέκλες, ένα τραπέζι και ένας νιπτήρας σε ύψος παιδιού, μαζί με διάφορα αντικείμενα κανονικού μεγέθους. Εκεί, φορώντας ένα μεγαλοπρεπές βαθυκόκκινο φόρεμα, στέκεται η Πέρλα Όβιτς, κρατώντας το μπαστούνι της στο χέρι.

[Παρόλο που τα πόδια του διπλού κρεβατιού είναι κομμένα και το στρώμα -στην ουσία- στο πάτωμα, ένα σκαλί είναι τοποθετημένο μπροστά του. Τα κορακόμαυρα μαλλιά της 78χρονης, είναι πιασμένα πίσω, τα μάγουλά της μακιγιαρισμένα, τα νύχια της φτιαγμένα και βαμμένα. Σκουλαρίκια, κολιέ και δαχτυλίδια συμπληρώνουν την εμφάνισή της. Η φωνή της, καθοδήγει τους θεατές –σαν πυξίδα.]

*

Σαρανταπέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Πέρλα Όβιτς υποκλίθηκε γιά τελευταία φορά στη σκηνή. Κάποτε της άρεσαν τα φώτα. Τώρα μόνη, στο μεγάλο σπίτι της στη Χάιφα, αναζητά την ασφάλεια του μισοσκόταδου –παίζει με τις Σκιές. Η ιστορία της μοιάζει με παραμύθι, αλλά είναι ένα ταξίδι μέσα στις πιό βαθειές και σκοτεινές γωνιές της κόλασης –«πέρα απ’το δυνατό, πέρα απ’το γνωρισμένο».

*

Μιά φορά και έναν καιρό, ήταν εφτά νάνοι· η μεγαλύτερη οικογένεια νάνων στον κόσμο. Και η νεώτερη, η πιό μικρή, λεγόταν Πέρλα. Όταν γενήθηκε ο πατέρας της –το 1875 στο Σιγκέτ του Μαραμούρες- ονομάστηκε Σαμσών. Όμως, -προξενώντας φρίκη στους γονείς του- μετά τα εφτά σταμάτησε να αναπτύσεται. Γιά χρόνια πηγαινοέρχοταν μεταξύ γιατρών και θεραπευτών που τον βασάνιζαν, σε μιά οδυνηρή –μα άκαρπη- προσπάθεια να ψηλώσει.

Οι γονείς του αποφάσισαν πως, αφού δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν να ψηλώσει, μπορούσαν τουλάχιστον να τον εφοδιάσουν με πολύ υψηλού επιπέδου μόρφωση. Μεγάλωσε ως παιδί-θαύμα. Γεροδεμένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, δεν δυσκολεύτηκε να βρει νύφη «κανονικού μεγέθους». Η Μπλάνκα γένησε δυό κόρες –νάνους- την Ροζίκα και την Φραντσέσκα, πριν πεθάνει ξαφνικά, στα εικοσιέξη της. Ο Σαμσών – διάσημος πλέον ραβίνος και θεραπευτής, ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα του, ήταν επίσης «κανονική». Η Μπέρθα γένησε οχτώ παιδιά, τα πέντε νάνους.

Οι ευσεβείς Εβραίοι πήγαιναν στον Σαμσών, γιά να του πούν τα προβλήματα και τις λύπες τους -και αυτός τους έδινε συμβουλές και ευλογίες. Πιστεύανε πως ο Θεός του είχε δώσει μυστικιστικές δυνάμεις γιά να αντισταθμίσει την απώλεια του ύψους του. Πέθανε στα 46 του, από τροφική δηλητηρίαση, αφήνοντας την Μπέρθα να μεγαλώσει δέκα παιδιά. Οι συγγενείς και οι φίλοι, της πρότειναν να τα στείλει σε ίδρυμα.

*

[Ο Σαμσών πέθανε λίγο πριν γενηθεί η Πέρλα. Εκείνη, δεν ήξερε ότι δεν έχει πατέρα. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Αβραάμ, δεν ήταν ψηλότερος από ένα εξάχρονο παιδί. Τον φώναζε «μπαμπά», γιατί όλοι της οι φίλοι είχανε πατέρα και έτσι ήταν σίγουρη ότι είχε και εκείνη έναν.]

*

Δεν την πείραζε που ο κόσμος την έλεγε νάνο.

-Πως αλλιώς να με πουν; Είναι ένα γεγονός, μιά πραγματικότητα.

[Αρνείται όμως τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε «μεγάλους» και «μικρούληδες».]

*

Η μητέρα τους, ήξερε πως η δύναμη των παιδιών της είναι η ομοιογένεια. Τους «εμφύτευσε» τον κανόνα που τους οδήγησε σε όλη την ζωή τους και –παρεπιπτόντως- τους έσωσε απ’τον θάνατο. «Ποτέ μην χωριστείτε, να προσέχετε ο ένας τον άλλο». Ήθελε να αποκτήσουν δεξιότητες τέτοιες, ώστε να βγάζουν το ψωμί τους χωρίς να γίνονται βάρος σε κανέναν. Ήθελε επίσης να ευτυχήσουν και να αγαπηθούν. Τους έστειλε όλους σε μουσική σχολή και δημιούργησε έναν οικογενειακό θίασο. Καθένας τους, εξάσκησε μιά ειδικότητα, ένα ξεχωριστο ταλέντο –τραγούδι, μουσική, χορός, υποκριτική. Κρουστά, βιολιά, κιθάρες και ένα τσέλο, φτιάχτηκαν στα μέτρα τους.

Η Πέρλα ήταν πέντε χρονών, όταν η μητέρα της πέθανε από πνευμονία. Μέχρι τότε, ο Λιλιπούτειος Θίασος είχε εδραιώθει. Ο μεγαλύτερος, ήδη κοντά στα τριάντα, ανέλαβε την φροντίδα όλης της οικογένειας. Όταν η Πέρλα έγινε δεκατρία, μπήκε στον Θίασο.

Τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα. Ο άντρας της αδερφής της –της Φρίντα- ήταν ο μάντζερ του Θίασου. Κανόνιζε τις περιοδείες και τα συμβόλαια. Παίζαν τζαζ, τραγουδούσαν ρομαντικά ντουέτα από δημοφιλείς όπερες, εκτελούσαν θεατρικά μονόπρακτα και έκαναν το κοινό να σπαρταράει απ’τα γέλια με την τόσο ιδιαίτερη άποψή τους γιά την stand-up comedy. Ταξίδεψαν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, παίζοντας σε γεμάτες αίθουσες στην Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και Ρουμανία.

-Κάναμε θαυμάσιο βαριετέ, αναπολεί η Πέρλα με νοσταλγία. Το κοινό ενθουσιάζοταν τόσο, που πετούσε λουλούδια στην σκηνή. Έβαζαν νομίσματα στις ανθοδέσμες, γιά να βαραίνουν και να φτάνουν σε εμάς. Μιά φορά, με χτύπησε μία στο στήθος και σχεδόν έπεσα. Από τότε, παρακαλούσαμε τους θεατές να αποθέτουν τα λουλούδια στην άκρη του πάλκου.

*

[Οι νάνοι παντρεύονταν «κανονικούς».]

-Το γεγονός ότι ήμασταν μικροσκοπικοί, δεν αποθάρυνε τους θαυμαστές μας.

[Η Πέρλα δεν παντρεύτηκε ποτέ.]

-Είχα και εγώ τους θαυμαστές μου, -όλοι στο διπλό μου ύψος- και ήμουν σίγουρη ότι κάποτε θα παντρευτώ.

Όμως, ξέσπασε ο Πόλεμος.

[Αργότερα, μετά τον Πόλεμο, η οικογένεια έζησε μαζί, σε ένα σπίτι και έτσι εκείνη δεν χρειάστηκε έναν σύντροφο.]

*

Οι Όβιτς απέφευγαν να φοράν παιδικά ρούχα. Σχεδίαζαν και έφτιαχναν μόνοι τους κοστούμια γιά τις παραστάσεις, καθημερινά ρούχα, φορέματα, ακολουθώντας πάντα την τελευταία λέξη της μόδας.

*

Ο Πόλεμος άρχισε το 1939, αλλά ο Θίασος συνέχισε τις περιοδείες γιά ακόμα τέσσερα χρόνια, χρησιμοποιώντας τα χαρτιά τους -που δεν ανέφεραν την εβραϊκή καταγωγή τους. Τον Μάρτη του 44 ήταν σε τουρνέ, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ουγγαρία. Γύρισαν αμέσως στην πατρίδα τους. Η άφιξή τους στο Σιγκέτ προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Οι πλατφόρμες ήταν γεμάτες με Γερμανούς στρατιώτες, που εμπόδιζαν τους Εβραίους να επιβιβαστούν στο τραίνο. Επαγγελματίες ηθοποιοί που μιλούσαν άπταιστα γερμανικά, οι Όβιτς έδειξαν τα χαρτιά τους, δίχως την σύσπαση ενός μυ -χωρίς να τρεμουλιάσει η φωνή τους. Οι ανυποψίαστοι στρατιώτες διασκέδασαν συζητώντας με αυτούς τους «αστείους μικρούληδες», που έμοιαζαν να έχουν βγει από κάποιο παραμύθι των αδελφών Γκρημ.

-Οι Ναζί μας βοήθησαν με τις βαλίτσες, μας ανέβασαν στο τραίνο και μας βρήκαν ένα μέρος να σταθούμε. Ήταν γραφτό αυτό το τραίνο να είναι το τελευταίο τραίνο γιά το σπίτι.

*

Στην Ροζαβλέα δεν μπορούσαν να κρύψουν την εβραϊκή καταγωγή τους. Οι καθημερινοί έλεγχοι αυξήθηκαν. Οι νάνοι πέρασαν δύσκολες ώρες όταν η απαγόρευση κυκλοφορίας επιβλήθηκε γιά εικοσιτρείς ώρες την ημέρα. Είχαν μόνο μία ώρα την ημέρα γιά να εφοδιαστούν με τρόφιμα.

- Πως θα τα καταφέρναμε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Ένας «κανονικός» μπορεί να τρέξει ή να περπατήσει γρήγορα, αλλά γιά εμάς όλα απαιτούν πολύ χρόνο. Δεν μπορούμε –κουβαλώντας μία φορτωμένη τσάντα ή βαλίτσα- να περπατήσουμε περισσότερο από μερικά μέτρα.

Οι Εβραίοι διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μαζευτούν στη Συναγωγή. Οι νάνοι στριμώχτηκαν απ’το πλήθος και σπρώχτηκαν σε μιά γωνιά.
Ξαφνικά, σαν από θαύμα, βρέθηκαν έξω.

-Δεν ξέραμε γιατί ο Θεός μας είχε λυπηθεί. Σύντομα καταλάβαμε πως η απόδρασή μας είχε οργανωθεί από τους Ναζί.

Μεταφέρθηκαν σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με μιά δεύτερη μυστική είσοδο, που χρησίμευε ως χώρος αναψυχής στους Γερμανούς αξιωματικούς. Κάθε βράδυ, ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν και να τραγουδάν γιά τους Ναζί.

-Ποιός μπορούσε να είναι χαρούμενος σε τέτοιους καιρούς, γνωρίζοντας ότι έξω δολοφονούσαν ανθρώπους; Όμως δεν είχαμε επιλογή. Κουβάλαγαν βαρέλια με μπύρα και λικέρ. Έφευγαν το πρωί, παραπατώντας απ’το μεθύσι, αφήνοντάς μας εξουθενωμένους.

*

Δύο μήνες μετά, 430.000 Εβραίοι απ’την Ουγγαρία οδηγήθηκαν στους σταθμούς των τραίνων, με τελικό προορισμό τα στρατόπεδα του θανάτου-τουλάχιστον 300.000 δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς. Στους Όβιτς παραχωρήθηκε μία άμαξα, που τους πήγε στο τραίνο.

[Ο ένας αδερφός, ο Λεόν –που δεν ήταν νάνος- προσπάθησε να κρυφτεί χρησιμοποιώντας πλαστά χαρτιά. Ένας γείτονας τον κατέδωσε. Τον εκτέλεσαν και η γυναίκα με την κόρη τους –που ήταν βρέφος- οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, όπου και δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων.]

*

Όταν έφτασαν στο Άουσβιτς, κίνησαν το ενδιαφέρον ενός αξιωματικού, ο οποίος έσπευσε να ειδοποιήσει τον γιατρό του στρατοπέδου, τον δόκτορα Γιόζεφ Μέγκελε – τον Άγγελο του Θανάτου.

Οι περισσότεροι συνεπιβάτες τους οδηγήθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Οι Όβιτς στέκονταν σε έναν φράχτη, περιμένοντας την μοίρα τους. Ο ένας, ο Μίκυ, άρχισε να μοιράζει ενυπόγραφες φωτογραφίες του Θίασου στους αξιωματικούς των Ναζί, ελπίζοντας αφελώς ότι η φήμη τους θα μπορούσε να τους βοηθήσει.

Όταν τελικά έφτασε ο Μέγκελε, οι νάνοι δεν ήταν πιά εκεί. Μέσα στο χάος, κάποιος τους είχε σύρει στον θάλαμο αερίων.

*

-Στεκόμασταν γυμνοί, άντρες και γυναίκες, όταν οι βαριές μεταλικές πόρτες έκλεισαν πίσω μας και αρχίσαμε να εισπνέουμε το αέριο, διηγείται η Πέρλα ανατριχιάζωντας. Ξαφνικά, μέσα στην ομίχλη, ακούσαμε φωνές: “οι νάνοι! Που είναι οι νάνοι!”.

Η πόρτα άνοιξε και ο Μέγκελε διέταξε να μεταφερθούν οι νάνοι έξω. Τους δώσανε να πιούν γάλα –γιά να ξεράσουν το αέριο που είχαν εισπνεύσει- και τους τύλιξαν με κουβέρτες.

-Ήταν πολύ χαρούμενος. Έλεγε πως του δώσαμε δουλειά γιά τα επόμενα είκοσι χρόνια.

*

Ο αριθμός του καθενός χτυπήθηκε με τατουάζ στα μπράτσα τους. Η Πέρλα είναι το Α 5087. Ο Μέγκελε φιλοδοξούσε να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της ανθρώπινης κατασκευής και είχε μπροστά του εφτά νάνους και τις δυό –«κανονικές»- αδερφές τους. Η μία, η Λέα, κρατούσε στα χέρια της το μωρό της, τον Σαμσών, ηλικίας ενός χρόνου. Ο Μέγκελε ήταν περίεργος να δει αν το μωρό θα αναπτύσοταν κανονικά –όπως η μητέρα του- ή θα γινόταν νάνος –όπως οι θείοι του και οι θείες του. Ήταν απομονωμένοι σε ξεχωριστή πτέρυγα του στρατοπέδου, όπου ο Μέγκελε έκανε τα πειράματά του. Τους έπαιρνε αίμα, μυελό των οστών, ρίζες απ’τα μαλιά, δόντια, τρομπάριζε ζεστό και κρύο νερό στα αυτιά τους, τρυπούσε με βελόνες τα νεύρα τους, τους έκανε ηλεκτροσόκ. Μεγάλες ποσότητες άγνωστων υγρών διοχετεύτηκαν στις μήτρες όσων θηλυκών μελών της οικογένειας δεν είχαν παντρευτεί.

[Το μωρό μεγάλωνε στο ίδιο περιβάλον. Σε μιά περίπτωση μάλιστα, μπουσούλησε προς τον Μέγκελε και τον φώναξε «μπαμπά», περιμένοντας να το πάρει στην αγκαλιά του.
Ο Μέγκελε χαμογέλασε, το χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και του είπε: “δεν είμαι ο μπαμπάς σου, είμαι ο θείος σου”.]

-Συνήθιζε να του φέρνει παιχνίδια και μικρά δώρα κατά καιρούς, θυμάται η Πέρλα.

*

[Φοβόντουσαν πως όταν θα τελείωναν τα πειράματα, θα γίνονταν εκθέματα μέσα σε μεγάλα δοχεία με φορμόλη.]

-Ήταν τρομερό, μα ξέραμε ότι ήμασταν ασφαλείς όσο τον ενδιαφέραμε.

*

Μιά μέρα ο Μέγκελε τους εξέπληξε. Τους έφερε μέικ-απ και αρώματα και τους διέταξε να περιποιηθούν τους εαυτούς τους. Τους πήγε σε μία κοντινή αίθουσα γεμάτη από εκατοντάδες ανώτερους αξιωματικούς. Οι νάνοι θα έδιναν μία παράσταση που δεν την είχαν φανταστεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες τους.

Ο Μέγκελε ανέβηκε στην σκηνή. Καλωσόρισε το κοινό και κάλεσε επάνω τον Λιλιπούτειο Θίασο. Η σκηνή ήταν άδεια, με φόντο ένα τεράστιο παραβάν. Σχημάτισαν μία γραμμή στην μέση της, όταν ξαφνικά ο Μέγκελε φώναξε: “γδυθείτε!”.

Πολλοί αξιωματικοί –που τους γνώριζαν- παρέμειναν σιωπηλοί, καθώς ο Μέγκελε παρουσίαζε τα επιστημονικά του συμπεράσματα. Χρησιμοποιούσε μία μακριά, λεπτή στέκα του μπιλιάρδου γιά να δείχνει τους γυμνούς γλουτούς τους, να συγκρίνει διαστάσεις και ύψη και να περιγράφει τα πειράματά του.

-Ήμασταν παγωμένοι, κολημένοι στο πάτωμα, ακόμα και όταν η διάλεξη τέλειωσε και οι αξιωματικοί πλησίασαν την σκηνή γιά να μας δουν και να μιλήσουν μαζί μας.

*

Ο Μέγκελε ποτέ δεν τους φώναξε, ούτε τους χτύπησε. Αντίθετα, τους παρείχε βελτιωμένα γεύματα και ιατρική φροντίδα. Ευχαριστημένος με την πρόοδο των εργασιών του συνέθεσε ένα δίστιχο. “Πάνω απ’τους λόφους, τα εφτά βουνά, οι επτά μου νάνοι κατοικούν”.

[Ούτε όμως τους λυπήθηκε ποτέ όταν τους έβλεπε να λιποθυμούν απ’τους πόνους.]

Η Πέρλα έχει μπερδεμένα αισθήματα γιά τον Μέγκελε. Υπήρξε η «ασφάλεια ζωής» τους. Όταν αυτός έλειπε απ’το στρατόπεδο, οι Όβιτς φοβόντουσαν ότι κάποιος θα βρει την ευκαιρία να τους ξεφορτωθεί.

- Ο Μέγκελε μας έσωσε τη ζωή, αλλά το έκανε μόνο γιά την δική του δόξα. Αν δικαζόταν, θα ανέβαινα στο βήμα και θα έλεγα σε όλο τον κόσμο γιά τις θηριωδίες του. Θα του έδειχνα τις ουλές που μου έκανε. Τον μισώ, αλλά δεν ζητάω εκδίκηση. Αν με ρωτούσαν οι δικαστές, θα τους έλεγα να τον αφήσουν ελεύθερο. Θα τον τιμωρήσει ο Θεός.

*

Τον Γενάρη του 45 η Γερμανία κατέρευσε. Ο Μέγκελε διέφυγε στην Λατινική Αμερική.
Λίγο μετά, ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στο Άουσβιτς. Οι Όβιτς έμειναν άλλον ένα χρόνο σε στρατόπεδο προσφύγων στην Ρωσία, πριν τους επιτραπεί να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Το σπίτι τους είχε καταστραφεί, δεν υπήρχε τίποτα πιά γιά αυτούς εκεί -και έτσι αποφάσισαν να πάνε στη Δύση.

Κατάφεραν να πάρουν βίζα γιά το Βέλγιο, όπου ξανάρχισαν τις παραστάσεις. Ένας Αμερικάνος μάνατζερ τους πρότεινε ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο στις ΗΠΑ, αλλά προτίμησαν να μεταναστεύσουν στο νεαρό κράτος του Ισραήλ. Τον Μάη του 49 εγκαταστάθηκαν στη Χάιφα, άλλαξαν το όνομα του θίασου και ξεκίνησαν περιοδείες σε όλη τη χώρα –οι Εφτά Νάνοι του Άουσβιτς. Το γλυκόπικρο σόου τους, είχε τεράστια επιτυχία.

-Δεν υπήρχαν αστέρες στον θίασο. Σε καθέναν μας δινόταν η ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει ή να παίξει κάποιο σόλο. Αγαπούσα την ζωή του ηθοποιού, τα φανταχτερά φορέματα, τα φώτα. Ακόμα ακούω το χειροκρότημα. Τα χρόνια στο σανίδι ήταν τα καλύτερα της ζωής μου.

*

Τα ταξίδια και οι συνεχείς παραστάσεις κούρασαν τους ταλαιπωρημένους νάνους. Τα πειράματα του Μέγκελε λειτούργησαν επιβαρυντικά. Το 1955 έδωσαν την τελευταία τους παράσταση.με τα χρήματα που είχαν κερδίσει εγκαταστάθηκαν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα και αγόρασαν δύο σινεμά και ένα καφέ.

-Προβάλαμε ρομαντικές ταινίες απ’την Ινδία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Τις αγαπούσα πολύ. Κάθε φορά ράγιζε η καρδιά μου -και έκλαιγα.

*

Πούλησαν τις επιχειρήσεις τους. Ένας-ένας αρχίσαν να πεθαίνουν. Είναι θαμένοι όλοι μαζί, στον οικογενειακό τους τάφο. Οι Όβιτς. Η μεγαλύτερη νανοοικογένεια του κόσμου.

[Η μόνη οικογένεια που βγήκε ζωντανή από το Άουσβιτς –το Λατομείο των Κρίνων.]

*

[Τα φώτα χαμηλώνουν. Η Πέρλα σιγοτραγουδά ένα παλιό Ουγγαρέζικο τραγούδι.
Δάκρυα κυλάν στα μάγουλά της. Δεν είναι στις καλύτερές της.]

«“Τώρα σιμώνω στου τάφου τον ουδό”.
Να δω την μάνα μου, να της μιλήσω.
Το δάσος στέκει, σκοτεινό και σιωπηλό
και τα κλαδιά θρηνούνε· και βαδίζω.
Μητέρα, θέλω να σου πω,
τους πόνους πούχω στην καρδιά μου,
μητέρα·
πόσο πικρή είναι η ζωή –που
εσύ είσαι αλλού, μακριά μου».

*

Κυρίες και κύριοι, ο ένας και μοναδικός, Λιλιπούτειος Θίασος σας χαιρετά.

[Οι Εφτά Νάνοι του Άουσβιτς.]

Χειροκροτήστε.

Αυλαία.

[Καληνύχτα.]

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

13. ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ.

Φεγγάρι του στρατόπεδου συγκέντρωσης,
Πάνω απ’την κατασκήνωση, μέσα στην πεδιάδα,
εύχομαι να μουν πίσω, σε άδεια κτίρια.
Μ’ όλους τους φίλους, -που κυκλοφορούν ακόμα
ελεύθεροι,
[τρίχες που μεγαλώνουν από κάθε τρύπα μου].

Αμερικάνικο όνειρο –σαν πως ξεκίνησε;
Νεκρά χιλιάδες όνειρα στο πάρκο.
Αμερικάνικη οδός –προσπάθεια να εξηγήσουμε
το [ανεξήγητο] έθνος-Παρωδία·
παράνοια.

«Μην κλαίς, είναι καιρός μου πιά να φύγω,
νάσαι καλά, πεθαίνω ξαφνικά»,
στον κλέφτη λέει ο μπάτσος
και,
μπανκ μπανκ...

Από εμάς Αμερικάνικο μοντέλο απειλημένο,
-από εμάς·
[oι μπάτσοι πάνε να μαζέψουν κάτι αλήτες]
Αμερικάνικο μοντέλο –εγκλωβισμένο,
[σπάσε τα μούτρα του αλήτη με μιά πέτρα].
Ο μπάτσος σκότωσε έναν άστεγο·
μπανκ μπανκ...


Frank Zappa.

Ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα/a>

12. Ο ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΟΣ ΜΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ.

Ο Κόλε ντε Καγιέ έκλεισε τον χαρτοφύλακα και κοίταξε πάνω απ’τις σελίδες τον άνθρωπο απέναντί του.
-Είμαστε εντάξει;
-Είμαστε εντάξει Κόλε, απάντησε ο Γκυ Ταμπαρύ. Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. Το τραίνο διέσχιζε την Αυστρία. Δυό ελεγκτές μπήκαν μέσα. Τους δώσανε τα διαβατήρια.
Ο ελεγκτής κοίταξε γιά μερικά δευτερόλεπτα, μία τον Κόλε και μία το διαβατήριό του.
-Τι ζώδιο είσθε κύριε; τον ρώτησε τελικά.
Ο Γκυ πάγωσε. Γιά μιά στιγμή δεν μπορούσε καν να κινηθεί.
-Κριός, απάντησε ο Κόλε αδιάφορα και του έκλεισε το μάτι.

*

Περπάτησε μέχρι το άλλο χωριό. Διέσχισε τα βουνά. Στη στροφή, ένας σκύλος φυλάει το εγκαταλελειμένο εργοστάσιο. Πέρα, τα κίτρινα φώτα του δρόμου. Ένα αυτοκίνητο περνάει αργά.

*

Η θάλασα. Πάντα η θάλασα. Ο παφλασμός.
Ο Χρόνος είναι η θάλασα. Ένα δευτερόλεπτο, δύο, τρία, δεκαπέντε, εφτακόσια, κάποια στιγμή θα βαρεθείς. Εκείνη ποτέ.
Ο Χρόνος είναι η διαδρομή του καραβιού από την μέση του κάδρου, μέχρι να χαθεί από τα μάτια σου. Συμβαίνουν και άλλα μέσα στον Χρόνο. Γιά παράδειγμα, μέχρι να χαθεί το καράβι, ίσως νά έχει νυχτώσει.
Ο Χώρος. Εξαρτάται από την διάθεση του παρατηρητή. Ο Χώρος διαστέλεται και συστέλεται. Ο ίδιος Χώρος.
Το Μέγεθος. Ένας γλάρος στα πεντακόσια μέτρα έχει το ίδιο μέγεθος με μία μύγα στους είκοσι πόντους.
Τα Επίπεδα: Σχέσεις αληλεξάρτησης. Συνεχείς κρίσεις και συγκρίσεις. Βαθύ μπλέ και λιγότερο βαθύ μπλε.

-Αν είχες ένα μαύρο πιό μαύρο απ’το μαύρο, τι θα το έκανες;
-Θα το έκανα φόντο και θα ζωγράφιζα πάνω του με μαύρο.

Το Βόρειο Σέλας. Ηλιακές καταιγίδες. Αιγυπτιακές γάτες που στέκουν με ηδυπάθεια στα μπροστινά τους πόδια. Τα Πλάτη του Ίππου. Η μεγάλη έρημος. Οι κόκοι της άμμου που μετράν τον Χρόνο. Οι Παράληλοι και οι Μεσημβρινοί. Η Πατρίδα μας –η παιδική μας ηλικία. Τα κλουβιά. Φυλακισμένα ζώα που δεν μπορούν να επιβιώσουν. Χοροδιδασκαλείον. Τα ποτάμια του Ηράκλειτου. Παραίσθηση.

*

Τους παρακολουθούσε κρυμένος πίσω απ’τα βράχια. Σε μερικά δευτερόλεπτα. Τέσερα, τρία, δύο, ένα, τώρα. Απέτυχε. Η βόμβα έσκασε πιό νωρίς. Τον πιάσαν.

*

Ο Γκυ και ο Κόλε βλέπαν τον τελικό. Όλη αυτή την ώρα μιλούσαν γαλλικά.
Ο παίκτης έχασε σίγουρο γκολ. Ο Γκυ πετάχτηκε από τη θέση του.
-Γαμώ το σπίτι σου, παλτό, είπε –σε τέλεια ελληνικά.
Οι θαμώνες, γύρισαν και τον κοίταξαν. Ο Κόλε, κράτησε την ανάσα του.

*


Οι Πράκτορες. Περίεργες περιπτώσεις ύπαρξης. Άνθρωποι-προγράματα. Πράκτορες, είμαστε –εν δυνάμει- όλοι. Οι Πράκτορες δεν είναι σαν τους ήρωες χολυγουντιανών έργων. Οι Πράκτορες είναι προσαρμοστικοί. Οι Πράκτορες είναι λογιστές. Υπάληλοι εταιρειών. Γραφειοκράτες που κάνουν μελέτες. Καταστρώνουν πενταετή πλάνα.
Οι περισσότεροι δεν ξέρουν ότι είναι Πράκτορες. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Toν Φεβρουάριο του 1993, δύο δεκάχρονα αγόρια παρέσυραν τον Τζέιμι Μπάλτζερ, τριών ετών, από εμπορικό κέντρο του Λίβερπουλ, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και εγκατέλειψαν το σώμα του στις γραμμές του τρένου, ώστε οι αρχές να νομίσουν ότι είχε χτυπηθεί από διερχόμενο συρμό. Η υπόθεση διαλευκάνθηκε χάρη στις εικόνες, που είχαν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας του εμπορικού κέντρου. Κατά την διάρκεια της ανάκρισης τριανταοχτώ άτομα δήλωσαν ότι είδαν τα δεκάχρονα αγόρια να κακοποιούντον Τζέιμι –και κανένας δεν έκανε τίποτα. Οι «τριανταοκτώ του Λίβερπουλ».

*

-Και πως τον πιάσαν; Καρφωτή;
-Όχι. Η ιστορία έγινε ως εξής: αυτός, ζούσε με μιά κοπέλα –που δεν ήξερε τίποτα. Το διαμέρισμα είχε κλειδαριές ασφαλείας. Αυτός έκρυψε την βαλίτσα εκεί. Η κοπέλα φιλοξενούσε μία φίλη της. Η φίλη έκλεψε ένα παντελόνι από κάποιο μαγαζί και την πιάσαν. Οι αστυνομία έκανε έρευνα στο σπίτι. Και έτσι –τυχαία- βρήκαν τη βαλίτσα.

*

Από την άλλη μεριά, οι Παρατηρητές παρατηρούν. Καταγράφουν. Μετρούν τον Χρόνο. Μεταφράζουν την Ιστορία. Οι Παρατηρητές δεν έχουν άποψη. Είναι σαν κάμερες.

«Δεν υπάρχει Ιστορία. Μόνο ερμηνείες των γεγονότων».

Οι Ερμηνευτές. Μερικοί είναι Πράκτορες.

*

«Το φιλμ αρχίζει με το Θεό που αποφασίζει να κάνει μιά οικογενειακή ταινία. Καθώς περιμένει τα αγγελούδια να του τη φέρουνε πίσω από το εργαστήρι εμφανισμένη, τον παίρνει ο ύπνος –και τούτο το όνειρο αποτελεί τον σκελετό της ταινίας. Άλλοι χαρακτήρες στο έργο είναι ένας βυζαντινός διάβολος που λέγεται Όλντ Ζίρκον, κάποιος Στουντεμπαίηκερ Χοκ που ζει στο πίσω μέρος μιας αγοράς και φοράει ένα ασπροκόκκινο τραπεζομάντηλο σαν μανδύα και ένας κυβερνητικός πράκτορας, που λέγεται Λιττλ Έμιλ, που προσπαθεί να διαπραγματευτεί με το βουνό το οποίο, στο μεταξύ, έχει γίνει ηφαίστειο».


*


[Ο Μπιλ -ο Πράκτορας- σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι. Δίπλα του, σταμάτησε ένα μηχανάκι].(Σ.τ.Σ.).

*

«Στην αρχή, ο Θεός αποφασίζει να φτιάξει μιά οικογενειακή ταινία με έναν καναπέ, ένα κοντό κορίτσι και ένα μαγικό γουρούνι. Μετά δίνει το φιλμ στα αγγελούδια, που το πηγαίνουνε σ’ένα εργαστήρι όπου δεν κάνουνε περίεργες ερωτήσεις. Ενώ περιμένει τα αγγελούδια να γυρίσουνε, πέφτει στον καναπέ και κοιμάται και ονειρεύεται ένα μεγάλο όνειρο. Τούτο το όνειρο είναι ο κύριος κορμός της δράσης στην ταινία, που διαδραματίζεται στη Γη και περιλαμβάνει ένα τύπο με το όνομα Όλντ Ζίρκον –ένα ξεπερασμένο βυζαντινό διάβολο. Αφού συστήνεται, ο Όλντ Ζίρκον τραγουδάει και χορεύει μπροστά σε μιά σπηλιά. Καθώς χορεύει, οι οπλές του προκαλούνε σπίθες στις πέτρες, που με τη σειρά τους βάζουνε φωτιά στην κοντινή πρασινάδα. Καθώς οι φλόγες και ο καπνός υψώνονται, τραγουδάει σε χαμηλό τόνο και ο καπνός μεταμορφώνεται σε αρκετά ογκώδη βουνά. Ένα από αυτά τα βουνά μπορεί να μιλήσει και τ’ όνομά του είναι «Μπίλλυ το Βουνό». Είναι παντρεμένο με την Έθελ το Δέντρο, που είναι ένα δέντρο που φυτρώνει σε μιά πλαγιά του βουνού. Ο Μπίλι το Βουνό έχει ένα γκρεμό γιά σαγόνι και όταν μιλάει ο γκρεμός ανεβοκατεβαίνει, κάφε σκόνη τινάζεται έξω και οι βράχοι και οι πέτρες μετακινούνται. Ο Μπίλλυ έχει δυό μεγάλες σπηλιές γιά μάτια.

Ενώ γίνονται αυτά, ένας άλλος τύπος που λέγεται Στουντεμπαίηκερ Χοκ -που ζει στο πίσω μέρος μιάς όμορφης μικρής αγοράς, στο Οντάριο της Καλιφόρνια- κάθεται στο σιγυρισμένο δωματιάκι του, φορώντας ένα ασπροκόκκινο καρρώ τραπεζομάντηλο γιά κάπα με κολημένες σταγόνες από λυωμένο κερί που είναι σφηνωμένο στο λαιμό μιάς μπουκάλας κιάντι και πράσινο ντένιμ παντελόνι σαν αυτά που φοράνε οι οδηγοί λεωφορείων. Ο Στουντεμπαίηκερ Χοκ κάθεται μπροστά σε μιά φωτισμένη οθόνη στην οποία παρακολουθεί τις δραστηριότητες όλων των πραγμάτων που είναι πιθανώς επικίνδυνα γιά τον πολιτισμό όπως τον ξέρουμε.

Ο Χοκ βλέπει το βουνό με τη σκόνη να βγαίνει από το στόμα του και τρομοκρατείται. Προσπαθεί να έρθει σε επαφή με την κυβέρνηση –παίρνει στο τηλέφωνο πληροφορημένες πήγές στην Ουάσιγκτον γιά να προειδοποιήσει γιά τους πιθανούς κινδύνους από την εμφάνιση του καινούριου καφέ συννέφου, αλλά ανακαλύπτει πως η γραμμή είναι κατειλημένη.

Στο μεταξύ η Έθελ το Δέντρο, βρίσκεται κάτω από την κακή επιροή του Όλντ Ζίρκον, ο οποίος -με την βοήθεια ενός μυστηριώδους σωλήνα χρωμίου- λέει στην Έθελ να βάλει τον Μπίλλυ να κάνει κάτι τρομερό –και το τρομερό είναι να την πάει διακοπές.
Έτσι, λέει στον Μπίλλυ:
-Αν μ’αγαπάς αληθινά, πήγαινέ με διακοπές.
Το βουνό, σηκώνεται πάνω στα τεράστια γρανίτινα πόδια του και αρχίζει να διασχίζει την Αμερική. Καθώς περπατάει, καταστρέφει το μεγαλύτερο μέρος της.
Στο δρόμο ο Μπίλλυ πεινάει και έτσι σταματάει και τρώει ένα εστιατόριο –ένα δείπνο από χρώμιο μαζί με λεμονόπιτες, τη μηχανή ταμείου και όλα τα κατσαρολικά. Τούτο όμως πειράζει την ευαίσθητη μεμβράνη των εντοσθίων του προκαλώντας την διαφυγή αερίων, φωτιάς και λυωμένης λάβας. Ο Μπίλλυ το Βουνό γίνεται ο Μπίλλυ το Ηφαίστειο.
Μέχρι να φτάσει στην Ινδιανάπολη πετάει την λυωμένη λάβα αριστερά και δεξιά στη χώρα και ο Στουντεμπαίηκερ Χοκ πανικοβάλεται. Τελικά κατορθώνει να έρθει σε επαφή με την κυβέρνηση και συναντάει έναν τύπο που λέγεται Λιττλ Έμιλ, που του δίνει ένα μυστικό κώδικα με οδηγίες από την Ουάσιγκτον σχετικά με το πως να αντιμετωπίσει τον Μπίλλυ.
Αποκωδικοποιεί τον κώδικα αλλά ανακαλύπτει πως αυτό που τον βάζει η κυβέρνηση να κάνει θα έχει δραστικές μακρόπνοες οικολογικές επιπτώσεις. Με άλλα λόγια, λένε στον Χοκ να σκαρφαλώσει κρυφά στο βουνό και να του βάλει μιά βόμβα -που δεν είναι καμμιά άλλη από τον καναπέ που συναντήσαμε στην αρχή της ταινίας. Τούτη η βόμβα θα καταστρέψει το βουνό. Αλλά ταυτόχρονα θα ανατινάξει το κέντρο των μεσοδυτικών πολιτειών και θα αφήσει μιά τρύπα χίλια μίλια πλατειά. Οι οδηγίες προέρχονται από τον ηλεκτρονικό εγκέφαλο του Πενταγώνου που –απ’ότι φαίνεται- του την έχει βαρέσει.

Ο Χοκ δεν θέλει να υπακούσει στις διαταγές, αλλά ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος έχει δικαιολογήσει τούτη την τεράστια τρύπα στο κέντρο της Αμερικής λέγοντας:
«Τούτοι οι χαζοί αγρότες ούτε που θα το καταλάβουνε...».

Έτσι, ο Χοκ φωνάζει πίσω τον Λιττλ Έμιλ και οι δυό τους έχουνε μιά φιλοσοφική λογομαχία πάνω στο γιατί δεν θάπρεπε να υπακούσει στις διαταγές και να βάλει σε εφαρμογή το δικό του σχέδιο, που θα του επέτρεπε –σαν ένα μεγάλο Αμερικανό- να σώσει την Αμερική χωρίς να αφανίσει τους αγρότες των μεσοδυτικών πολιτειών.

Δυστυχώς ανακαλύπτει ότι ο Λιττλ Έμιλ δεν εργάζεται γιά την κυβέρνηση –είναι ιδιοκτήτης της Κυβέρνησης, αρχηγός της Ηλεκτρικής Μαφίας.

Τα πράγματα μπλέκονται όλο και περισσότερο. Αλλά η ταινία έχει ένα φυσιολογικό
σενάριο που μπορείς να παρακολουθήσεις, με φυσιολογικά γεγονότα, με σασπένς, κακούς, καλούς, εκρήξεις, θεομηνίες, καταστροφές....
Αλλά δεν μπορώ να πω πως τελειώνει η ταινία....
Είναι άκρως απόρητο...


(Συνέντευξη του Ζάππα στο New Musical Express, στις 4 Δεκέμβρη 1971.
Από το βιβλίο του Πητ Κωνσταντέα, Frank Zappa, εκδόσεις Νεφέλη, 1980).

*

Η Πέρλα Όβιτς, έκλαψε τον Φλεβάρη του 1979, όταν ο Μέγκελε πέθανε.
«Τα συναισθήματά μου είναι ανάμικτα. Χάρη σ’αυτόν σωθήκαμε όλοι».

*

Ενδυματολογία (η) [χωρ.πληθ.] η συστηματική και συνήθως κατ’επάγγελμα ενασχόληση με τον σχεδιασμό, την επιμέλεια ή/και την κατασκευή ενδυμασιών, κυρίως γιά το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1893].

*

Η κοπέλα τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της μέσα απ’το τζάμι.
Bang bang…



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

11.

Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
γιά την αποκατάσταση του μαύρου.


Κατερίνα Γώγου. (Το Ξύλινο Παλτό).

Εκδόσεις Καστανιώτη.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

10. Η ΓΑΤΟΥ.

Τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ προς τον Σκόμπυ 5-12-1944

"Κατόπιν συνεννοήσεως μετά του στρατηγού Ουίλσον (Ιταλία) έδωσα οδηγίες να σας αφήσει όλας τας δυνάμεις, τας οποίας διαθέτετε και να σας σταλούν, ει δυνατόν, ενισχύσεις.Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα, που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών. Είναι φυσικόν ο ΕΛΑΣ να προσπαθήσει να παρατάξει γυναικόπαιδα εις τα σημεία όπου θα διεξαχθούν συγκρούσεις. Θα πρέπει να ενεργήσετε με σύνεσιν και να αποφύγετε σφάλματα, αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου, που θα επιχειρεί να επιτεθή κατά των βρετανικών δυνάμεων και κατά των ελληνικών, μετά των οποίων συνεργαζόμεθα. Το καλύτερον, φυσικά, θα ήτο εάν εις το έργον σας είχατε τη συμπαράστασιν μιας κυβερνήσεως και εάν ο Λίπερ έπειθε τον Παπανδρέου να παραμείνει εις τη θέσιν του και να σας βοηθήσει. Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσα υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα (υπογραμμίσεις Τσόρτσιλ).Εν συνεχεία, με τας ομάδας του ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν έξωθεν προς την πόλιν, θα πρέπει να είσθε ασφαλώς εις θέσιν, με τας δυνάμεις που διαθέτετε, να δώσετε εις μερικάς εξ αυτών ένα καλό μάθημα, το οποίον θα παραδειγματίση και τας άλλας. Δύνασθε να βασίζεσθε εις την υποστήριξίν μου διά πάσαν λογικήν και εύστοχον ενέργειαν, την οποίαν εν προκειμένω θα αποφασίσετε. Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν (υπογράμμιση Τσόρτσιλ). Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα δι' εσάς, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος".

Τσώρτσιλ, Απομνημονεύματα, τ. 6ος, σ. 255



Πράξη Τρίτη.


-Έχω μιά πολύ ωραία ιστορία να σου πω.
-Ναι ε; Για λέγε.
-Όχι απ’το τηλέφωνο.
-Καλά, έρχομαι.
Ο Κίμωνας πήρε το λεωφορείο και πήγε στο σπίτι του Δημοσθένη. Έβρεχε.
Καθίσαν αντικρυστά στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι.
-Λέγε.
-Μιά φορά και έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια....
-Κόψε τις μαλακίες και πες μου την ιστορία.
-Βρε μαλάκα, άει γαμήσου. Θα την πω όπως θέλω εγώ.
-Μήπως είσαι «η αδελφή Γκρημ;».
-Τι μαλάκας είσαι. Δεν λέω τίποτα.
-Εντάξει, εντάξει. Το βουλώνω.
-Λοιπόν. Πριν πολλά χρόνια, ζούσε εδώ παρακάτω –στο ρέμα- μία ηλικιωμένη γυναίκα, η κυρα-Κωσταντίνα. Εγώ θάμουν γύρω στα δέκα. Εκείνο τον καιρό το ποτάμι δεν κατέβαζε τόσο πολύ νερό γιατί η Πεντέλη και ο Υμητός είχαν δέντρα, δεν τα είχαν κάψει γιά να φτιάξουν σπίτια.
-Αμάν μ’αυτά τα σπίτια. Τι θα τα κάνουνε τόσα πολλά σπίτια;
-Σκασμός και συνεχίζω. Το ποτάμι λοιπόν δεν κατέβαζε τόσο πολύ νερό και η κυρα-Κωσταντίνα έμενε σε μιά σπηλιά, στην κοίτη του.
-Στην κοίτη του;
-Ναι, σε ένα ψηλό σημείο. Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι η κυρα-Κωσταντίνα είχε γάτες –πολλές γάτες.
-Πόσες πολλές.
-Μπορεί να ήταν και εκατό.
-Ναι ε;
-Ναι. Κάθε πρωί, πήγαινε στα καίκια που ξεψάριζαν –τότε εδώ είχε ψαράδες, θυμάσαι την περίφημη μαρίδα Φαλήρου;- και οι ψαράδες –που την ήξεραν- της έβαζαν σε μία πάνινη τσάντα ότι τους περίσευε. Οι γάτες την περίμεναν –καθώς γύριζε- σε όλο το μήκος του ποταμιού, από την παραλία μέχρι το «σπίτι»της. Τις ήξερε μία-μία με τα ονόματά τους και τις φώναζε. Η γάτα που φώναζε –μόνο αυτή- ξέκοβε απ’τις άλλες και πήγαινε κοντά της. Οι άλλες κάθονταν ακίνητες, περιμένοντας την σειρά τους.
-Φοβερή περίπτωση.
-Ναι. Γιά σκέψου τη σκηνή. Οι γάτες σε όλο το μήκος του δρόμου και η κυρα-Κωσταντίνα –μαυροφορεμένη, πάντα ντυμένη στα μαύρα- με την τσάντα στα χέρια να φωνάζει: «Ριρίκα, έλα, έλα να φας».
-Μην λες έλα, θα μας κλείσουν μέσα.
-Άσε ρε τις μαλακίες.
-Σκάω.
-Μιά μέρα είχα πάει με την στάμνα να κλέψω νερό, από μιά οικοδομή παρακάτω.
-Να κλέψεις νερό;
-Ναι βρε μαλάκα, να κλέψω νερό. Τότε δεν είχαμε νερό, παράνομοι ήμασταν όλοι εδώ.
-Γιά ρεύμα να μην σε ρωτήσω.
-Καθώς περνούσα λοιπόν από το «σπίτι» της, είδα τις γάτες μαζεμένες όλες εκεί, να περιμένουν.
-Α, είχε πεθάνει.
-Ναι, είχε πεθάνει. Και οι γάτες περίμεναν –όπως κάθε μέρα- να βγει να τις ταίσει. Μαζεύτηκε κόσμος, οι πιό πολλοί μάλλον είχαν χαρεί, δεν την συμπαθούσαν, έλεγαν πως οι γάτες βρωμίζουν τη γειτονιά, την βρίζανε, την λέγαν «η γατού» ή «η βρωμιάρα»...
-Τους χαλούσε τη μόστρα.
-Ναι. Ξέρεις τι καθίκια είναι όλοι στην περιοχή. Εδώ δεν είναι Καλλιθέα, ούτε Καισαριανή. Εδώ είναι Παληό Φάληρο, χούντα μαύρη. Πέρασα λοιπόν κουβαλώντας την στάμνα και είδα δεκάδες γάτες, ακίνητες, σαν να ήταν γάτες αιγυπτιακές, -ξέρεις, σαν αυτά τα αγάλματα των Φαραώ- να περιμένουν.
-Παράξενο θέαμα.
-Ναι. Σπούκι. Σαν να απέδιδαν φόρο τιμής.
-Και;
-Τι και;
-Τι έγινε μετά;
-Οι γάτες άρχισαν να πεθαίνουν, γιατί δεν ήξεραν να κυνηγάνε. Γέμισε το ρέμα ψόφιες γάτες.
-Μήπως πρέπει να τις υπολογίσουμε στους νεκρούς από πείνα της Κατοχής;
-Μάλλον στους νεκρούς του Εμφυλίου.
-Χμ. Σαν νάχεις δίκιο. Τάβλι έμαθες;
-Θα σε σκίσω σα σαρδέλα.
-Αντέχουν τα γέρικα κόκκαλά σου;
-Στήστα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9. ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

-Είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έχει σκοτώσει ποτέ ούτε μύγα, είπε ο Αλμπέρ Καμύ.
-Η μύγα που δεν σκότωσε, κάπου αλλού μετέφερε την πανώλη, απάντησε ο Ζαν Γκιτόν.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδαa>

8. ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΣΠΙΤΟ.

«Θα μας σκοτώσουν όλους· ξέρετε με τι είδους γουρούνια έχουμε να κάνουμε. Αυτή είναι η γενιά του Άουσβιτς· έχουν όπλα ενώ εμείς δεν έχουμε. Πρέπει να οπλιστούμε!».


Γκούντρουν Ένσλιν.


Πράξη Δεύτερη.


Ο Χανς και η Γκραίτε βολτάριζαν στο δάσος με την κλεμένη Μερσεντές τους.
-Τι όμορφα που είναι εδώ, στην εξοχή, είπε ο Χάνς.
-Πράγματι, πολύ όμορφα, απάντησε η Γκραίτε. Μα τί είναι αυτό εκεί; Σαν σπίτι φαίνεται, αλλά είναι πολύχρωμο.
-Γιά πάμε πιό κοντά.
-Πάμε.
Πλησίασαν ακόμα λίγο. Βγήκαν απ’το αμάξι και κοντοστάθηκαν.
-Ρε ‘συ, αυτό μοιάζει νάναι φτιαγμένο από ζαχαρωτά.
-Σα νάχεις δίκιο. Ας το φάμε.

Ξεκίνησαν να τρων το σπίτι. Φάγαν πρώτα την σοκολάτα. Η κρέμα δεν τους πολυάρεσε.

-Επ, τι κάνετε εκεί;
-Τρώμε το σπίτι. Εσύ ποιά είσαι;
-Εγώ είμαι η μάγισα και το σπίτι αυτό είναι δικό μου.
-Δικό σου; Τι σημαίνει δικό σου;
-Δικό μου σημαίνει ότι μου ανήκει.
-Μπα; Και γιατί το έχεις φτιάξει με ζαχαρωτά;
-Γιά να την πατάν κάτι χαζοπούλια σαν και εσάς. Και τώρα που σας τσάκωσα, πληρώστε.
-Τι να πληρώσουμε;
-Το σπίτι που φάγατε.
-Μα εμείς βρήκαμε τα ζαχαρωτά -και τα φάγαμε. Γιατί να σου πληρώσουμε το σπίτι;
-Γιατί τα ζαχαρωτά είναι του σπιτιού.
-Εντάξει τότε. Ας έρθει ο Σπιτιός να τον πληρώσουμε, είπε η Γκραίτε –που ήταν εμφανώς μαστουρωμένη.
-Δεν ντρέπεσαι, στην ηλικία σου να παίρνεις ναρκωτικά; της είπε η μάγισα, που ήταν πολύ νομοταγής.
-Εσύ έπρεπε να ντρέπεσαι, γριά γυναίκα, που φτιάχνεις ζαχαρωτά με ναρκωτικά και μαστουρώνεις τα παιδάκια.
-Ε; ψέλισε η μάγισα που πιάστηκε στα πράσα. Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Πληρώστε με.
-Δεν έχουμε λεφτά. Πάρε την Μερσεντές.
-Αφού δεν είναι δικιά σας. Την κλέψατε.
-Κοίτα να δεις μάγισα. Την κλέψαμε από έναν κλέφτη. Άρα, κλεμένη δεν είναι, και αφού δεν είναι κλεμένη, είναι δικιά μας. Εντάξει;
-Αφήστε τα αυτά. Είσαστε δύο κοινοί κλέφτες. Και αφού, λεφτά δεν έχετε, θα σας κρατήσω εδώ, μέχρι να ξεπληρώσετε δουλεύοντας αυτά που φάγατε.
-Και πόσο καιρό θα πάρει αυτό;
-Γιά να δούμε, είπε η μάγισα και άρχισε τους λογαριασμούς με ένα κομπιουτεράκι τσέπης. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: κλεμένη Μερσεντές, αξία δέκα χρόνια. Ζαχαρωτά από σοκολάτα, αξία πέντε χρόνια. Βόλτα στο δάσος χωρίς άδεια, αξία εφτά χρόνια. Ψυχική οδύνη μάγισας, αξία ανεκτίμητη. Συν τους τόκους, την ποσόστωση, συν δεκαεννιά τοις εκατό ΦΠΑ, συν είκοσι τοις εκατό φόρος, υπολογίστε ότι σε καμμιά σαρανταριά χρόνια θα γυρίσετε στα σπίτια σας.
-Τρελάθηκες μάγισα; Σαράντα χρόνια δουλειά γιά δέκα ζαχαρωτά;
-Και φτηνά την βγάλατε. Ο Γιάννης Αγιάννης άρπαξε είκοσι χρόνια γιά ένα καρβέλι ψωμί –και δεν το έφαγε κιόλας. Και τι κόστος λέτε έχει λίγο αλεύρι και νερό; Ενώ εδώ έχουμε ακριβά υλικά. Ξέρετε πόσο έχει πάει η ζάχαρη με όλες αυτές τις εξεγέρσεις των αραπάδων στην Καραϊβική; Το κακάο; Τα μεταφορικά από την άλλη άκρη του κόσμου; Αφήστε που πληρώνω και τεχνίτη να τα φτιάξει –αλλά μη μου πείτε, ε; Νοστιμότατα.Χαλάλι ο μισθός του. Με αυτά και με τάλλα ανεβαίνει το κόστος –και εγώ μετά, πόσο να πουλήσω; Δεν βγαίνω. Έχω υποχρεώσεις εγώ. Τόσα στόματα τρέφω. Τόσες οικογένειες από ‘μένα περιμένουν. Γιά φανταστείτε να το κλείσω αύριο το μαγαζί, πόσοι εργάτες θα μείνουν στο δρόμο; Πόσα παιδάκια θα πεινάσουν; Τα βλέπετε, σε όλο τον κόσμο. Στο Νιούκαστλ, άνεργοι οι ανθρακωρύχοι. Στα Αντίκυρα -στη Λειβαδειά- «πάγωσε η τσιμινιέρα». Στα γαλικά εργοστάσια απολύουνε κόσμο. Στο Λαύριο «στήσανε χορό». Και όλα αυτά γιατί; Γιατί κάτι καλόπαιδα σαν και εσάς, αμφισβητούν το σύστημα και γκρινιάζουν και τάχουνε βάλει με εμάς –λες και εμείς είμαστε οι κακοί. Εμείς, που δίνουμε δουλειά στους εργάτες –γιατί αργία μήτηρ πάσης κακίας εστί. Αλλά όχι. Εσείς, οι αναρχικοί να τα κάνετε ίσωμα όλα. Να γκρεμίσετε την κοινωνία με τις ιδέες σας. Εσείς φταίτε που χάσαμε τον πόλεμο. Καλά τάλεγε ο Φύρερ, αλλά ποιός τον άκουγε; Ε, ποιός; Απ’την άλλη μεριά και το κράτος...

Η μάγισα συνέχισε να μονολογεί ακατάπαυστα. Ο Χανς κοίταξε την Γκραίτε με ένα βλέμμα όλο σημασία.
-Φούντο; την ρώτησε.
-Φούντο, του απάντησε εκείνη.
Η μάγισσα, αποροφημένη ρητορεύοντας, δεν πρόσεξε αυτήν την τελευταία εξέλιξη. Της πέταξαν μιά βόμβα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΑ.

Όλοι λένε τ’ορμητικό ρέμα βίαιο.
Μα την κοίτη του ποταμού που το κρατάει
Κανείς δεν τη λέει βίαιη.

Η καταιγίδα που λυγίζει τις σημύδες
Θεωρείται βίαιη.
Καλά. Και η καταιγίδα που λυγίζει
Την πλάτη των εργατών στους δρόμους;


Μπέρτολτ Μπρεχτ. (76 Ποιήματα).

Μετάφραση Πέτρος Μαρκαρης.

Εκδοσεις Θεμέλιο.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ.

«Πάνω στους λόφους, στα επτά βουνά,
οι επτά μου νάνοι κατοικούν».

Γιόζεφ Μέγκελε.


-Κυρίες και κύριοι, γιά περάστε! Η μεγάλη τέντα στήθηκε εδώ, μόνο γιά εσάς και κρύβει μέσα της χίλια και ένα μυστικά –όσες οι νύχτες της Σεχραζάτ. Έχουμε τα πάντα. Γιά περάστε. Με ένα μόνο δίφραγκο θα δείτε πράγματα παράξενα και θαυμαστά, πράγματα που δεν τα χωράει ο νους σας. Θα δείτε την ασώματο κεφαλή, την κυρία με τα γένεια, την βασίλισα του χιονιού, το παιδί που γελά. Γιά περάστε, παρακαλώ, γιά περάστε!
Μα, σας βλέπω σκεπτικούς, αναποφάσιστους. Διακρίνω στα μάτια σας την αμφιβολία.
Και δεν σας αδικώ καθόλου –με τόσα που ακούμε κάθε μέρα. Όμως, πριν μας περάσετε γιά απατεώνες, γιά ένα ακόμη μπουλούκι τσαρλατάνων –και προσπεράσετε- αφήστε μας να σας κάνουμε μιά μικρή επίδειξη των τεράστιων δυνατοτήτων του Αόρατου Τσίρκου. Ανοίξτε τα μάτια σας και την καρδιά σας και ελάτε μαζί μας, σε ένα μαγικό ταξίδι στον Χρόνο, «σε ένα ταξίδι ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο». Ακόμα δυσπιστείτε -και κάνετε καλά. Όμως, ας τα αφήσουμε αυτά –τα φιλολογικά- και ας μπούμε στο «ψητό». Μόνο γιά σήμερα –και μόνο γιά εσάς- έχουμε ετοιμάσει, όχι φυλακισμένα ζώα –που τόσο αρέσουν στα παιδιά- ούτε γίγαντες και κλόουν, ξωτικά και νεράιδες. Σήμερα, ο Αόρατος Θίασος παρουσιάζει την αληθινή ιστορία των Επτά Νάνων.
Πως είπατε; Η Χιονάτη; Αα, η όμορφη, μικρή, αθώα Χιονάτη. Δεν παίρνει μέρος. Κοιμάται τον ήσυχο ύπνο της, μέχρι να έρθει ο ξανθός της πρίγκηπας να την ξυπνήσει -με ένα φιλί. Ο όμορφος, γαλανομάτης, ξανθός της πρίγκηπας.
Έτσι λοιπόν, οι νάνοι είναι του Πρίγκηπα και όχι της Χιονάτης. Ναι. Εφτά νάνοι, φορτωμένοι στο steam ship Κυρήνεια, πάνε στην Παλαιστίνη.
Οι εφτά νάνοι του Άουσβιτς.

Πράξη Πρώτη.

Το τραίνο σταμάτησε μέσα στην νύχτα. Ο θόρυβος του φρεναρίσματος –μέταλο που δαγκώνει μέταλο- αντήχησε σε όλη την πεδιάδα. Οι επιβαίνοντες –όρθιοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, μιά εξαθλιωμένη ανθρώπινη μάζα- έπεσαν μπροστά. Οι ξύλινες πόρτες των βαγονιών άνοιξαν και οι πρώτοι, κυριολεκτικά σωριάστηκαν κάτω –σαν σακιά- σπρωγμένοι από την εκτόνωση της ανθρώπινης μάζας. Ένστολοι φαντάροι με αυτόματα στο χέρι φυλάνε το ανθρώπινο κοπάδι. Είναι το τέλος της γραμμής του τραίνου, ο τελικός προορισμός. Κάτω από δυνατούς προβολείς, διακρίνεται η ξύλινη ράμπα υποδοχής του Στρατοπέδου. Στην μέση της διαδρομής, στα πλάγια της ράμπας, πάνω σε ξύλινη εξέδρα, στέκεται ένας άνδρας με πολιτικά, ένας άνδρας που έχει δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη. Φαίνεται σαν να χαιρετάει τους νεοφερμένους. Και εκείνοι ελπίζουν.
«Επιτέλους, φτάσαμε. Να δούμε τι μας θέλουν», μονολογούν κοιτώντας προς το βάθρο τον άντρα που τους χαιρετάει –με υψωμένο το δεξί του χέρι. Κάτω από το φως των προβολέων –σκαρφαλωμένος στο ψηλό του βάθρο- τους φαίνεται σαν άγγελος –και ελπίζουν. Και, αλήθεια, άγγελος είναι, ο Γιόζεφ Μέγκελε ο Γιατρός, ο Άγγελος του Θανάτου. Γιατί αυτούς που χαιρετά, στον θάνατο τους στέλνει. «Θάσαστε κουρασμένοι απ’το μακρύ ταξίδι. Να σας προσφέρουμε ένα μπάνιο», λέει και τους οδηγεί στον Θάλαμο Αερίων. Νάτος, ο ήρωάς μας, ο όμορφος Πρίγκηπάς μας ο ξανθός, μετράει με τον εξάντα του της Κόλασης τα μάκρη και το Κίτρινο Αστέρι του Θανάτου κατεβάζει.
Και στέκεται στην μέση εκεί του δρόμου και τους αρρώστους ξεχωρίζει απ’τους γερούς –θα του αντέξουν άραγε περσότερο από τους προηγούμενους;
Μα, μες στο πλήθος, ποιά είναι άραγε αυτά τα ανθρωπάκια; Μήπως παιδιά; Όχι, παιδιά δεν είναι. Είναι οι νάνοι του, οι Επτά Νάνοι του Γιατρού και η οικογένειά τους.

-Ποιοί είστε; τους ρωτάει.
-Η οικογένεια Όβιτς, καλιτέχνες-νάνοι απ’την Ουγγαρία, απαντάνε αυτοί με μιά φωνή.
Ο πατέρας μας γενήθηκε στα τέλη του αιώνα. Ήταν ένας πολύ δυνατός νάνος που κέρδιζε το ψωμί του κάνοντας δύσκολες δουλειές γιά δυνατούς άντρες. Το όνομα που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του ήταν Σαμσών. Παντρεύτηκε μία κανονική γυναίκα –που την έλεγαν Μπλάνκα. Μαζί της έκανε δύο παιδιά, νάνους, τους μεγαλύτερούς από εμάς.
Στα εικοσιέξη της, η Μπλάνκα κοιμήθηκε τον Βαθύ Ύπνο και ο πατέρας μας ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη του γυναίκα –επίσης κανονική- η Μπέρθα, γένησε οκτώ παιδιά –πέντε νάνους και τρεις κανονικούς. Ο πατέρας μας πέθανε στα σαράνταέξι του -από τροφική δηλητηρίαση- και η Μπέρθα ανέλαβε να μεγαλώσει δέκα παιδιά –εφτά νάνους και τρεις κανονικούς. Μας έστειλε όλους σε σχολή μουσικής και έτσι γίναμε θίασος. Ταξιδέψαμε σε όλη την Ευρώπη, δίνοντας παραστάσεις. Μετά, το 39, ξέσπασε ο Πόλεμος. Συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε ως το 44, που ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ουγγαρία. Τότε μας έπιασαν. Ο ένας αδερφός μας, ο Λεόν, που δεν ήταν νάνος, κρύφτηκε με πλαστά χαρτιά –μα ένας γείτονας τον κατέδωσε και τον εκτέλεσαν. Είχε γυναίκα και μιά κόρη –μωρό ακόμα- που τους στείλανε εδώ, στο Άουσβιτς. Έτσι, στείλανε και εμάς εδώ –αφού είμαστε εβραίοι.

Ο Πρίγκηπάς μας ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
-Ώστε έτσι, καλοί μου νάνοι, καλιτέχνες μου από την Ουγγαρία. Από τώρα και στο εξής είστε προστατευόμενοί μου. Και ποιοί είναι όλοι αυτοί τριγύρω σας;
Οι νάνοι κυτάξανε γύρω τους απορημένοι. Κοντά τους –σαν από ένστικτο- είχαν μαζευτοί και άλλοι.
-Ξαδέρφια, πρώτα, δεύτερα και τρίτα, απάντούν με ένα στόμα, σώζοντας τους ανθρώπους αυτούς –δεκατρείς τον αριθμό- από το κρεματόριο.

Τυχεροί λέτε, ε; Μα, γιά σταθείτε λίγο αγαπητοί μας θεατές. Γιά, λίγο περιμένετε και βιαστικοί μην είστε και αφήστε να συμπληρωθεί το παραμύθι μας «στο γύρισμα των κύκλων». Ο Μέγκελε είναι γιατρός. Κάτι πολύ περισσότερο, είναι ο Επιστήμονας-Γιατρός του Μπογιατζή. Και έχει βαλθεί του Αρχιναζί την θεωρία να αποδείξει γιά σωστή –την ανωτερώτητα της Άριας Φυλής. Και οι νάνοι αυτοί –που αδέρφια και ξαδέρφια έχουνε κανονικά- είναι ιδανικά πειραματόζωα γιά τις μελέτες του Άγγελου του Θανάτου.
Μην βιάζεστε λοιπόν συμπέρασμα να βγάλετε, γιατί εδώ δεν είναι παίξε-γέλασε. Δεν είναι εδώ οι καναπέδες μας του σαλονιού με τις εύκολες κρίσεις, δεν είναι οι συζητήσεις μας οι «επαναστατικές» με μποζολέ και γκούντα, δεν είναι καν η ζεστή της κόλασης παρέα, δεν είναι ακόμα-ακόμα η Γερμανία –το Μπέλσεν ή το Νταχάου. Εδώ είναι το Πολωνέζικο Οσβίτσιεμ –το Άουσβιτς-Μπιργκεντάου.

Και όπως πάντα και παντού -έτσι και εδώ- η Εργασία Ελευθερώνει.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ.

Ιδρωκομμένος σκύβει να μαζέψει
Τα ξερά κλαδιά. Τις αλογόμυγες
Διώχνει κουνώντας το κεφάλι.
Ανάμεσα στα γόνατα δένει
Τα ξύλα με δυσκολία. Αγκομαχώντας
Ορθώνει το κορμί και σηκώνει ψηλά
Το χέρι να δει αν βρέχει.
Το χέρι ψηλά ο τρομερός Ες-Ες.



Μπέρτολτ Μπρεχτ. (76 Ποιήματα).

Μετάφραση Πέτρος Μαρκαρης.

Εκδοσεις Θεμέλιο.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΑΛΛΕΣ ΖΩΕΣ.

Άνοιξε την Πύλη. [Πάτησε το κουμπί]. Η οθόνη τρεμόπαιξε και φωτίστηκε από ένα απαλό μπλε φως. [ Το κόκκινο δεν του άρεσε. Κάποιος –παλιά- του είχε πει οτι το κόκκινο είναι σημάδι κινδύνου. (Έτσι την πάτησε η Περσεφόνη)].
-Ο Διάβολος να πάρει τις μαύρες σας ψυχές, είπε και άρχισε την ιστορία απ’το τέλος.

*

Ο παιδικός του φίλος μπήκε στο μαγαζί.
-Δεν σε πιστεύω, είπε, βλέποντάς τον με τρεις τελειωμένες μπύρες –και μία γεμάτη- στο τραπέζι.
-Γιατί αδερφέ; Αφού οι δικές σου τέλειωσαν.
Κοίταξαν απέναντι, το γερασμένο κτίριο που κάποτε ήταν φροντιστήριο αγγλικών.
-Θυμάσαι;
-Θυμάμαι.
-Μα να με πατήσεις κάτω;
-Εσύ με κάρφωσες στην δασκάλα. Τι είναι χειρότερο: να δέρνεις κάποιον, ή να καρφώνεις;
-Δεν ξέρω. Θα πιούμε ένα;
-Ένα γιά τον δρόμο.

*
Τον πήρε τηλέφωνο.
-Μοναξιές;
-Μοναξιές. Σε πήρα να μιλήσουμε.
-Έχουμε τίποτα πιά να πούμε;

*
-Εμείς οι δυό δεν έχουμε τίποτα πιά να πούμε, είπε ο κ. Κόυνερ σε κάποιον.
-Γιατί; ρώτησε ο άλλος τρομαγμένος.
-Γιατί όταν είμαι μαζί σου δε λέω καμιά λογική κουβέντα, παραπονέθηκε ο κ. Κόυνερ.
-Μα αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου, τον παρηγόρησε ο άλλος.
-Το πιστεύω, είπε με πικρία ο κ. Κόυνερ, ενοχλεί όμως εμένα.

*

-Ο Άνθρωπος, χωρίζεται σε δυό κομμάτια. Το ένα έχει γεννηθεί –και ζει- στο «λαμπρό φως του Ήλιου». Το άλλο, γεννιέται στην Ατέλειωτη Νύχτα. Οι περισσότεροι από εμάς,
περνάν τη ζωή τους βλέποντας τα χρώματα, - δηλαδή το παιχνίδι των φωτονίων, την κρούση τους στον αμφιβληστροειδή μας. Κάποιοι –πιό λίγοι- είτε γιατί τους έτυχε, είτε γιατί το διάλεξαν, βλέπουν μόνο άσπρο και μαύρο.
-Σαν να έχουν αχρωματοψία.
-Κάπως έτσι. Άκου τώρα. Οι μισοί ζηλεύουν τους άλλους μισούς....
-Γιατί;
-Τι γιατί;
-Γιατί οι μισοί ζηλεύουν τους άλλους μισούς;
-Γιατί δεν μπορούν να δουν τα χρώματα.
-Και οι άλλοι, που τα βλέπουν;
-Οι άλλοι ζηλεύουν αυτούς που δεν τα βλέπουν.
-Γιατί;
-Γιατί πιστεύουν ότι βλέποντας τα χρώματα χάνουν τον κόσμο τον Σκιών, τον κόσμο της Ποιητικής.
-Και είναι αλήθεια αυτό;
-Εξαρτάται.
-Από τι;
-Από το τι ορίζεις ως αλήθεια. Αν χρειάζεσαι ένα άλλοθι γιά να υπερασπίσεις τις επιλογές σου, τότε, ναι, είναι Αλήθεια.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε κάποιος τον κ. Κόυνερ.
-Σε συμβουλεύω να σκεφτείς αν η συμπεριφορά σου θ’αλλάξει ανάλογα με την απάντηση που θα δώσεις στο ερώτημα, του απάντησε εκείνος. Αν δεν θ’αλλάξει τότε η ερώτηση είναι περιττή. Αν θ’αλλάξει τότε μπορώ τουλάχιστο να σε βοηθήσω λέγοντας πως εσύ αποφάσισες κιόλας: χρειάζεσαι ένα θεό.

*

Ο Καπετάν Καλοτάξιδος οδήγησε το μεγάλο γκαζάδικο προς το λιμάνι. Έβλεπε πιά καθαρά τα φανάρια –αριστερά το κόκκινο, το πράσινο δεξιά- αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χρώματα.
-Να πάρει ο διάβολος, είπε, κάθε φορά η ίδια ιστορία.

-Υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν καπετάνιο με αχρωματοψία; ρώτησε ο Πολικός την Αφροδίτη.
-Ένα αλκοολικό άστρο, του απάντησε εκείνη. Ένα γιά τον δρόμο;
Την κοίταξε χαμογελώντας.
-Ένα γιά τον δρόμο συντρόφισα.

*

Ο Κριστομπάλ φόρεσε την καμπαρτίνα του. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Δεν ήταν καθόλου στις καλές του. Πέρασε το Μουσείο και περπάτησε κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Ήταν Σάββατο βράδυ και η περιοχή ήταν γεμάτη κόσμο –που διασκέδαζε.
Τέσερεις νεαροί κάθονταν στην πόρτα του μπαρ με τα ποτά τους στα χέρια.
Ο ένας τον σταμάτησε.
-Συγνώμη κύριε, δεν φαίνεστε καλά. Να καλέσουμε ένα ταξί να σας πάει σπίτι;
-Όχι, ευχαριστώ.
-Σίγουρα; Χρειάζεστε κάτι άλλο; συνέχισε ο νεαρός προκλητικά, κρατώντας πάντα το ποτήρι του στο χέρι.
Τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.
-Ναι. Χρειάζομαι έναν καλό καυγά. Μήπως γουστάρετε να πλακωθούμε;

*

Ο Θανάσης χτύπησε το κουδούνι. Είχε ραντεβού στις δώδεκα, μα η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή. Ανυπομονούσε. Το εισιτήριό του ήταν κομένο και σφραγισμένο. Θα έχανε την παράσταση. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά πέντε. Ξαναχτύπησε το κουδούνι.
-Να του ανοίξουμε; ρώτησε ο ασπρομάλης.
-Γάμα τον μωρέ, ένας πάνω, ένας κάτω, διαφορά δεν κάνει. Παίζε τις εξάρες, του απάντησε ο νεαρός -νεαρός, λέμε τώρα, είχε περάσει τα τριάντα.
Ο Θανάσης άκουσε τα ζάρια και του ανάψαν τα λαμπάκια. Περίμενε το σόου σε όλη του την ζωή -και θα το έχανε. Το μεγάλο ρολόι χτύπησε την πρώτη ώρα.
-Ανοίχτε μου, έχω πληρώσει εισιτήριο, φώναξε.
Ο νεαρός -τι νεαρός, ο πιό νέος- σταμάτησε γιά μιά στιγμή, με τα ζάρια στο χέρι.
-Ρε συ, αυτός κάνει πολλή φασαρία. Τσίμπα το λίγο.
Το ρολόι χτύπησε την δεύτερη ώρα.
Ο ασπρομάλης δυνάμωσε την μουσική.
-Τι αηδίες είναι αυτές που ακούς; ρώτησε τον πιό νέο.
-Όχι και αηδίες, του απάντησε εκείνος. Ο Τόνι απ’το Μπέρμπιχαμ. Άκου και κλάψε.
Η ώρα χτύπησε τρεις.
-Τι άκου και κλάψε βρε μπάζο; Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου έχει απηυδήσει;
-Τι έχει κάνει;
-Τι έχει κάνει; Τα βλέπεις; Ούτε να μιλάς σωστά δεν έμαθες.
Το ρολόι χτύπησε τέταρτη φορά. Ο Θανάσης άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του την μεγάλη πόρτα.
-Τα έχει πάρει μαζί σου, συνέχισε ο ασπρομάλης.
-Ααα, τα έχει πάρει. Τώρα μιλάς σωστά. Και γιατί παρακαλώ;
-Ρωτάς γιατί; Θα σου πω γιατί. Γιατί τα έχεις γράψει όλα στα παλιά σου τα παπούτσια. Γιατί κυκλοφορείς συνέχεια με μιά μπύρα στο χέρι και δεν κάνεις τίποτα. Γιατί ξημεροβραδιάζεσαι στα καφενεία με τους αληταράδες. Γιατί ενώ έπρεπε να είσαι ευπρεπής και κουστουμαρισμένος γιά να αναλάβεις κάποια στιγμή το μαγαζί, εσύ περιφέρεσαι με τα χαϊμαλιά και την μαλούρα ως τον κώλο. Γιατί ξενυχτάς στα μπαρ με τα ξέκωλα και σε μαζεύουν οι μπάτσοι λυώμα. Γιατί είσαι κοντά στα σαράντα…
-Τριάντα τρία.
-Σιγά! Τριαντατρία ήσουν πριν…και εγώ δεν ξέρω πόσους αιώνες. Βρες άλλο παραμύθι.
Το ρολόι είχε χτυπήσει ακόμα τέσερεις ώρες και μέναν άλλες τόσες γιά να γίνει η ώρα δώδεκα. Ο Θανάσης άρχισε να σπάει. Έβαλε τα κλάματα.
-Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ, ικέτευσε, ενώ δάκρυα κυλούσαν πίσω απ’τα χοντρά του γυαλιά.
-Και τι άλλο να κάνω; Αφού βαριέμαι εδώ.
-Και επειδή βαριέσαι πρέπει να το κάνεις το μαγαζί, θερμοκήπιο του Άμστερνταμ;
-Τι, βρήκες τα δεντράκια μου;
-Ποιά δεντράκια σου βρε μπάζο, που σε βλέπει όλος ο κόσμος κάθε απόγευμα να ποτίζεις την πλαγιά, λες και είσαι ο Γιάννος ο Μηλοσποριάς, ποιά δεντράκια σου; Τον Μέλανα Δρυμό; Σύνερθε! Μην το τραβάς το σκοινί.
Το ρολόι χτύπησε την εντεκάτη ώρα. Ο Θανάσης κατέρευσε. Ήταν ευσεβής και ενάρετος άνθρωπος –είχε ξεκόψει απ’τα παλιά καιρό πολύ- αλλά τώρα είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι.
-Την Παναγία σας! ούρλιαξε με απόγνωση.
-Ωωωπ! είπε ο πιό νέος. Πέτρο άνοιξε του. Είναι φίλος της μαμάς.
Το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτύπησε ώρα Δώδεκα.

*

Ο Δημοσθένης μπήκε στην πάμπ, στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ. Κάθησε στην μπάρα και παρήγγειλε το συνηθισμένο του –τετραπλό ουίσκι.
-Να πάρει ο διάολος, μονολόγησε. Πως την πάτησα πάλι έτσι; Εγώ είμαι σιδεράς, τι δουλειά έχω με τα μπουλούκια;
-Έ μα και’συ. Σε έχει φάει το μουνί, του είπε ο Μπάμπης ο Αράπης που καθόταν στο διπλανό σκαμνί.
-Και τι να κάνω; Πως να της πω όχι. Ξέρεις τι απίστευτα τσιμπούκια κάνει;
-Ξέερω, ξέρω.
-Ε, αφού ξέρεις, γιατί με προγκάς. Στο κάτω-κάτω, σιγά την μεγάλη δουλειά. Δέκα λεπτά υπόθεση είναι.
-Ένας μικρός ρόλος γιά σένα, ένα μεγάλο κέρδος γιά το παγκόσμιο θέατρο, τον ειρωνεύτηκε ο Μπάμπης.
-Βρε άντε γαμήσου και’συ.
-Βρε, βρε, βρεε, τον Δημοσθενάκο! Άντε και στο Μπρόντγουέι. Και δεν μου λες, τι έργο ανεβάζετε;
-Ένα που λέγεται η Αυλή των Θαυμάτων.
-Πως; Το Καυλί των Θαυμάτων; Ωραίο πρέπει νάναι. Θάρθω να το δω.

Ο Μπάμπης ο Αράπης. Ένας από τους μεγαλύτερους κομπιναδόρους του Γιοχάνεσμπουργκ. Έφυγε νύχτα από την Ελλάδα, κυνηγημένος απ’την «μαφία» του Ιπποδρόμου.
-Εε, και συ, του είχε πει μιά μέρα ο Δημοσθένης. Στήνεις την κούρσα και δεν παίρνεις δελτίο καιρού;
Ο Μπάμπης είχε στήσει τη φτιάξη όμορφα. Είχε αγοράσει ένα άλογο –από τα καλύτερα, φαβορί- και τόχε βάψει –από μαύρο που ήταν- κόκκινο. Η βαφή –μιά ειδική μπογιά από τριμένο κεραμίδι (γιά να μήν κλείσουν οι πόροι του ζώου και σκάσει)- ήταν υδροδιαλυτή. Το άλογο ήταν αουτσάιντερ. Το έπαιξε, αυτό κέρδισε και ο Μπάμπης κονόμησε. Μία κούρσα, δύο, τρείς, στην τέταρτη έβρεξε. Το άλογο ξέβαψε, στη μέση της διαδρομής.
-Ε ρε πλάκες! Πάντα τέτοια, είχε πει ο Θανάσης, βλέποντας το άλογο –μισό μαύρο, μισό κόκκινο.

-Εκεί γνώρισα και τον Μάνο, συνέχισε ο Μπάμπης, ενώ ο Δημοσθένης ξεμπέρδευε το τρίτο του ποτό. Μεγάλος ηθοποιός –και μεγάλος αλογομούρης.
-Θάναι και αυτός στην παράσταση. Είναι καλεσμένος της Κοινότητας.
-Σώπα ρε! Και τι ώρα αρχίζετε;
-Οχτώ.
-Ναι ε;
-Γιατί γελάς;
-Γιατί είναι οχτώ και δέκα.

Ο Δημοσθένης άρχισε να τρέχει, μουγκρίζοντας «γαμώτ, γαμώτ, γαμώτ» μέσα απ’ τα δόντια του –πιθανώς γιά να κρατάει το τέμπο. Κάλυψε την απόσταση, ίσως πιό γρήγορα από ότι θα την κάλυπτε το άλογο του Μπάμπη –μισό κόκκινο, μισό μαύρο. Όταν έφτασε στα παρασκήνια, άκουσε την ατάκα του.
«Πάνω στην ώρα», μονολόγησε και βγήκε στη σκηνή.

*

-Γιατί το έκανες; την ρώτησε ο δικαστής. Φορούσε την μακριά του μαύρη τήβενο και την δικαστική του περούκα. Το θέαμα ήταν λίγο αστείο. Μακριά άσπρα –ψεύτικα- μαλλιά, πάνω σε ένα πρόσωπο με κατάμαυρα, πύκνά φρύδια.
Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το ξύλινο έδρανο της φαινόταν πολύ ψηλό. Στο κάτω-κάτω ήταν μόλις δέκα χρονών.
-Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες, απάντησε.

*

Βγήκε απ’την πίσω πόρτα του νεκροταφείου. Περπάτησε μέχρι το μαγαζί του Γρηγόρη του Αλβανού. Εκεί βρήκε τον Γιώργο τον Κοντό.
-Κάτσε. Θα πιείς ένα;

Ο Γιώργος ο Κοντός. Ένας από τους τελευταίους σπουδαίους μαραγκούς. Είχε μιά ιδιαίτερη σχέση με το ξύλο. Χάιδευε τα νερά του κάθε κοματιού και το ξύλο του έλεγε ότι ήθελε να μάθει.
-Πως να σε κόψω;
-Κόψε με στο μάκρος. Έχω τόσο όμορφα νερά, απαντούσε το δεσποτάκι.

-Πως κι από ‘δώ;
-Είχαμε «παράσταση».
-Πως πήγε;
-Γραν σουξέ. Πάνω από εκατό εισητήρια.
-Πολύ σου πάει αυτό το μαύρο.
-Στολή εργασίας.
-Μα και εσύ, δουλειά είναι αυτή που κάνεις;
-Γιατί, τι έχει; Μιά δουλειά σαν όλες τις άλλες.
-Άλλο να δουλεύεις το ξύλο και άλλο να «φυτεύεις» τον κόσμο.
-Γιά φαντάσου να μην υπήρχαμε και εμείς. Θα μένατε όλοι εσείς άθαφτοι.
-Γιά φαντάσου.
Ο Δημοσθένης άδειασε το ποτήρι του και ξαναγέμισε.
-Τον έφτιαξες τον σταυρό;
-Όπως μου’πες. Από τικ.

*

Πέρασαν τα στενά. Ο καιρός ήταν καλός, μα μόλις έφτασαν στο Κάβο Ντόρο τα πράγματα αγρίεψαν. Ήτανε τέσσερεις και κάτι –σχεδόν πέντε. Το ξύλινο καράβι ορθοπλώρησε στο κύμα –στα κόντρα. Άρχισε να πηγαίνει σαν αλογάκι του λούνα παρκ.
Από μέσα –απ’την καμπίνα- σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
«Ε ρε πλάκες» είπαν τα μάτια του άλλου.
«Είσαι τρελός», του απάντησε -κι αυτός με τα μάτια- και έλυσε τον πιλότο.
Το καράβι έβαλε ρότα πενήντα μοίρες στο κύμα.

*

Ο Μάνος –ο Ηθοποιός- μπήκε στα παρασκήνια.
-Μπράβο, ωραία παράσταση.
Στράφηκε στον Δημοσθένη.
-Όλοι να παίζετε σαν αυτόν, είπε και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Ευχαριστώ απάντησε ο Δημοσθένης, αναμαλιασμένος.
Μυρωδιά αλκοόλ πλανήθηκε στον αέρα.

*

-Γιατί το έκανες; την ξαναρώτησε ο Δικαστής.
Εκείνη, έτριψε τα χέρια της και χαμογέλασε.
-Ήθελα να τους δω σε φέρετρο, απάντησε.
Η μικρούλα Μαίρη από το Σκότσγουντ.

*

-Πάμε, του είπε και ξεκίνησαν. Έφτασαν στην πύλη.
-Να πάρει ο διάολος, τι δουλειά έχουμε εμείς στα νεκροταφεία των χριστιανών; γκρίνιαξε ο ένας.
-Έτσι ήθελε η κυρα-Παναγιού, του είπε ο άλλος και κάρφωσε τον σταυρό –από ξύλο τικ- βαθιά μέσα στο χώμα.

*
Τον πήρε τηλέφωνο.
-Μοναξιές;
-Μοναξιές. Έχουμε τίποτα να πιούμε;


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ. [ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΟΙΝΟΦΛΥΓΕΣ].



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν [Ξυπνούν, και έχει η σκέψις ωριμάσει.]
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, [Δεν πίνουν από σήμερα σταγόνα.]
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν [Έχει πιά το στομάχι τους χαλάσει,]
γιά τελευταία φορά τα βήματά τους. [τους τρέμουνε τα χέρια και το γόνα.]

Ήταν, η ζωή τους, λένε, τραγωδία. [Απήυδησαν στα μπαρ να τριγυρνάνε]
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων, [αγγίζουν το φαί ως άλλοι Μίδες,]
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία [να πίνουνε και οι νύχτες να περνάνε]
των ουρανών, η ερημιά των τόπων. [πολλές μαζί, σαν άκοπες σελίδες.]

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε [Νηφάλιοι θα σκύβουν στο τραπέζι,]
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, [της τέχνης να ξανάβρουν το κολάι.]
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε, [Στα τζάμια, της αυγής το φως θα παίζει,]
τον ήλιο που γιά πάντα θέλει δύσει. [θα αχνίζει ο διπλός καφές στο πλάι....]

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το, [Θωπεύουν το μπουκάλι και το κλείνουν.]
σύντομο, απλό, βαθύ,καθώς ταιριάζει, [Του χρόνου, ίσως τ’ανοίξουν κάποιο βράδυ.]
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο [Θα πρέπει πότε-πότε να ξεδίνουν]
γιά κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει. [(καθώς η Περσεφόνη από τον Άδη).]

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, [Ήρεμοι και εγκρατείς, νομοθετούνε]
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, [ότι δεν είναι, μ’όλα τούτα, λάθος]
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», [λίγο κρασί στο δείπνο τους να πιούνε-]
πως θ’αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος. [πως θα μεθύσουν βέβαιοι κατά βάθος.]




Κώστας Καρυωτάκης. [Γιώργος Κοροπούλης.]







Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΣΕ ΛΙΓΟ.

Σε Λίγο θα φύγουμε. Θα μαζέψουμε τα χαρτιά μας, θα μαζέψουμε τα μολύβια μας και θ’ αποχαιρετήσουμε τους φίλους που μας ξέχασαν. Σε λίγο θα ξεχαστούμε στο μέλλον με πολύ απλές ενέργειες αθυμίας. Θα ξεχαστούμε διαβάζοντας σε μια ακρογιαλιά ή σε έναν χρόνο που δεν μας ξέρει. Σε λίγο θα ξεχαστούμε, γιατί προσπαθήσαμε να είμαστε με τους άλλους και καταλήξαμε μόνοι. Ο λυρισμός μας δεν ήταν επίκαιρος. Έπεφτε το φως από λάθος γωνία και άλλαζε τη σκέψη. Μεθούσαμε από το φως και δεν είχαμε καλή μαθητεία στη σκιά. Το ρολόι χτυπούσε τις ώρες. Το καμπαναριό χτυπούσε τις εποχές του χρόνου και εμείς δεν είχαμε καμιά δικαιολογία. Ήμασταν εκεί. Παρόντες αλλά όχι απαστράπτοντες μέσα στο μεσημέρι μιας τριανταφυλλιάς. Που ήμασταν?
Ήμασταν εκεί. Εκτός συνόρων Εφηβείας. Εντός πατρίδας των ερώτων. Που ήμασταν?
Εδώ.
Επαναλαμβάνοντας το <<εδώ>> είναι σαν να επαναλαμβάνεις το <<εγώ>>. Όμως εγώ είμαι ο άλλος. Εκείνος που χάρηκε και εκείνος που λυπήθηκε. Εκείνος που ζωγράφισε το χέρι του κι ύστερα το έκοψε. Και ο άλλος που φύτεψε ένα δέντρο και περπάτησε μέσα στα γεγονότα.
Με άνω τελείες προσπαθώ.
Έτσι έγινε και επιστρέφουμε στο παρελθόν, για να δούμε τα μαργαριτάρια του. Αληθινά μαργαριτάρια. Σε βάθος απροσμέτρητο ημερών. Εκεί έγιναν. Εκεί περιμέναμε. Πολύ περιμέναμε. Αρχίσαμε περιμένοντας. Τελειώνουμε περιμένοντας. Σε μιαν αρχή που θα αρχίζει από το ποτέ. Σκληρό ναυάγιο. Αύτανδρο. Από εκεί θ’ αρχίσουμε με χάρισμα απελπισίας. Γεγονός χρώματος, που γέρνει στην ομορφιά, κι ένα τραγούδι για ν’ ακούγεται.
Λίγα μου φαίνονται τώρα τα ερείπια όσων κι αν είπα. Κάθομαι και μιλάω. Κάθομαι και ακούω. Θέλω να ακουμπήσω χρώμα. Σώμα. Το ειδικό βάρος.
Κι όταν τελειώσει κάποτε αυτό το παραμύθι, θέλω να βγει το ουράνιο τόξο. Να συναντήσει μια γυναίκα-Δική μου- και να είναι Κυριακή. Χειμώνας. Ν’ ακούγονται φωνές, που θα προσπαθήσουν αλήθειες. Τίποτε δεν ήξερα. Κι αργά αργά, άρχισα να μαθαίνω. Με φωνές που απομακρύνονταν. Με αιχμές πάνω σε σώματα. Όλα έφευγαν. Τα μηχανήματα δούλευαν. Έκλεισα το συρτάρι. Έκλεισες τα πλήκτρα που δεν έβγαζαν μουσική. Κουράστηκα.
Υπάρχει και κάποιος άλλος κουρασμένος. Βάλε το ρούχο σου. Εξομολογήσου. Ιστορία παλιά. Τώρα. Πάλι από την αρχή. ¨Όλα τα κείμενα είναι από την αρχή. Στο χείλος του γκρεμού στέκονται. Στον ενεστώτα χρόνο. Ένα βήμα μπροστά και συμβαίνει τετελεσμένος μέλλων. Ένα βήμα μπροστά. Την άλλη μέρα θα μας ανακαλύψουν.
Έστω ακίνητους. Έστω ωραίους. Σε μια απογραφή κενού. Θα μας ανακαλύψουν όμως. Δεν μπορεί. Θα μας ανακαλύψουν. Κάποτε. Τότε, ακριβώς. Βουλιαγμένα πράγματα. Πράγματι. Εμείς.
Σε λίγο θα ξημερώσει μια καινούρια μέρα.
Λύγισα μωρέ. Σε λίγο.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ .

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας
- κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ' όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

Κι αν είναι
κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δένδρα
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψ' το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
γιά πάλεμα, γιά μάτωμα, γιά την καινούργια γέννα,
π' όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να 'ρθει,
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να σ' το πει, μια ιδέα να σ' το προστάξει,
κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί που θα είν' απάνου απ' όλα.


Κωστής Παλαμάς





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα