9. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ.

-Παράτα τα, πήγαινε για ύπνο, είπε ο Ντόριαν Γκραίη στον Συγγραφέα.
-Βάλε μου ένα διπλό, του απάντησε εκείνος.
-Και τι θα κάνεις;
-Δεν ξέρω. Άλλωστε δεν έχει σημασία.
-Δεν έχει λες;
-Όχι. Είμαστε νεκροί που μιλάνε με νεκρούς.
-Εγώ δεν είμαι άνθρωπος. Είμαι Σκιά.
-Πολλές φορές νομίζω πως και εγώ δεν είμαι άνθρωπος.
-Και τότε τι είσαι;
-Θεός. Δημιουργώ όλους εμάς.
-Λες πως χωρίς εσένα δεν υπάρχουμε;
-Ίσως να μην υπάρχουμε χωρίς τον Αναγνώστη. [Μα και αυτός ακόμα μου είπε να πάω για μπάνιο].

Υ.Γ. Άλογα της Θαλάσσης. Μονόκεροι και Γρύπες. Αμφίβαινες, Σφίγγες και Άρπυες.
Δράκοντες, Τιτάνες και Εκατόχειρες. Πλάσματα της Φωτιάς, της Γης, του Νερού και του Αέρα. Ο Κέρβερος με τα πενήντα του κεφάλια. Ο Φοίνικας. Ο Τάλως, ο μπρούτζινος φρουρός της Κρήτης. Πόρνες και ναυτικοί. Καταγώγια λιμανίσια. Μεγάλοι φιδωτοί αυτοκινητόδρομοι. Το εξάποδο άλογο του Όντιν. Το Φίδι του Βισνού. Οι Καλικάτζαροι. Τα Ζόμπι. Ο Μινώταυρος. Ο Λαγός της Σελήνης. Ειμαστε ξύπνιοι ή κοιμώμαστε;
Το Φως διαλύει το Σκοτάδι ή η Μεγάλη Νύχτα σκεπάζει την Μέρα;

Ο James Douglas Morrison πέθανε στις 3 Ιουλίου 1971 στο Παρίσι. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Περ Λασέζ παρέα με μερικά απ’τα καλύτερα παιδιά του Σύμπαντος. Πάνω στον τάφο του είναι γραμμένη με κεφαλαία Ελληνικά η αμφίσημη φράση «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ». Για χάρη του σήμερα μιλάν ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Μ. Καραγατσης, ο Μπέρτολ Μπρεχτ, ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφκυ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Λουκιανός και ο Χόρχε Λουϊ Μπόρχες.
Το 2 (Το τέλος της Νύχτας), είναι βασισμένο στο ποιήμα του Μπωντλαίρ «Οι Φάροι».
Καληνύχτα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. PEOPLE ARE STRANGE: ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΝΑ ΦΙΛΟ.

Ναύτης αν ήμουνα
θα σάλπαρα για έξι μήνες,
καλέ μου φίλε. Αλλά τώρα
ζω εδώ μόνιμα
σαν φύλακας.
Τι πρέπει να σώσουμε -
λίγες πόλεις- υπνωτήρια
ένα πάρκινγκ;
Ενα μαγαζί που διανυκτερεύει, κι όπου
ένας αξύριστος γέρος κάνει τράμπα
τσιγάρα και μπίρες;
Κι ακόμη, ένα
κέντρο που χωρίς να το περιμένεις,
βλέπεις γραφεία. Όπου νεαροί αυτάρεσκοι
άνδρες σε αναπαυτικές πολυθρόνες καθισμένοι
κάνουνε κάτι σαν μελέτες.
Και υπάρχουν κορίτσια που
κλειδώνονται στα βεστιάρια των κλαμπ
και βγαίνουν έξω με θολά σφαλισμένα
πρόσωπα, γεμάτα πυρακτωμένο
χρυσάφι. Κ' ύστερα γίνονται
παγκάκια σε πάρκα.
Αγαπώ τούτη την πόλη
είναι σαν όλες τις άλλες. Εδώ
μπορείς να βρεις κρεμώδη λικέρ
και εικονικά παιχνιδάκια
τοπικής παραγωγής.
Υπάρχουν προχωρημένοι
DJ και υπάρχουν εμπορικοί
DJ. Υπάρχουν στάσεις τρόλεϊ
με διαφημίσεις για τσιχλόφουσκες.
Και σε τούτη 'δω την πόλη περνάμε τις ημέρες μας
που είναι σαν τσιγάρα, σημειωματάρια,
καραμέλες για τον βήχα. Σαν στοχαστικοί φυσητές γυαλιού
φυσάμε λάμπες από αδιαφανές
γυαλί. Χαμογελάμε και κινούμαστε
σαν αρκουδάκια, μικρά καθαρματάκια, σαν φλας φωτογραφικής μηχανής.
Ο Μίκι Μάους μάς δείχνει τον δρόμο, ακούγοντας
acid house. Τα σχολιαρόπαιδα είναι έτοιμα ν' αρχίσουν
το παιχνίδι. Έχουν όλα όσα χρειάζονται για την αγάπη: τρόλεϊ
και γενέθλια. Αλλά περιμένετε! Ο τηλεοπτικός σταθμός
πάνω στο νησί, το νησί μέσα στο ποτάμι. Μετά τις νυχτερινές εκπομπές
το σαραβαλιασμένο ταξί μάς περιμένει.
Οι μυστακοφόροι οδηγοί θυμούνται τις εποχές του ροκ εν ρολ.
Ο κενός χιονισμένος αέρας στέκεται σαν κολόνα.
Φεύγουμε. Γυρνάμε στο σπίτι που ζούμε.
Όπου ρίχνουμε όλοι έναν γερό ύπνο, τρώμε πρωινό
με το μουρμουρητό των ειδήσεων, κάνουμε μερικά τηλεφωνήματα,
μια γουλιά καφέ, κουδουνίζουμε τα κλειδιά μας, είμαστε κιόλας πολύ μακριά.
Αρχίζουμε καινούργιες ημέρες, καινούργιες αράδες
ημερών. Και αν κανείς από εμάς έχει άδικο, του το λέμε
αργότερα. Όταν μαζευτούμε και καθίσουμε
γύρω από το τραπέζι. Κι ωστόσο, θα μιλήσουμε
και γι' άλλα πράγματα: για ρακέτες του τένις,
αμερικάνικα πανεπιστήμια, την έννοια της λέξης
«τζαζ». Και κάποιος θα μαζέψει ξαφνικά το χαλί και θα χορέψει
στο γυαλιστερό πάτωμα. Άλλη μια φορά.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΤΑ ΠΛΑΤΗ ΤΟΥ ΙΠΠΟΥ.

Τον παλιό καιρό –πριν ανακαλυφθεί η ατμομηχανή- οι Ευρωπαίοι έμποροι πήγαιναν στον Νέο Κόσμο -στις καινούριες αποικίες– άλογα, φορτωμένα σε καράβια ιστιοφόρα. Καθόλου εύκολο εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς τις παραμέτρους που έπρεπε να υπολογιστούν για την επιτυχία ενός τέτοιου ταξιδιού. Εκτός από τα ζώα, στα ιστιοφόρα φόρτωναν τροφή και –κυρίως- νερό για το πλήρωμα, καθώς και για τα ίδια τα άλογα –το εμπόρευμα. Οι ναυτικοί περνούσαν τον Ατλαντικό ανεβαίνοντας στον τεσσαρακοστό παράλληλο, δηλαδή σε βόρειο πλάτος σαράντα μοιρών, για να εκμεταλλευτούν τους Αληγείς ανέμους. Όμως, πολλές φορές ο άνεμος εξασθενούσε τόσο, που τα βαριά και παραφορτωμένα πλοία «καραντιάζανε», έμεναν δηλαδή από αέρα, μην μπορώντας να κινηθούν.

«Όταν η γαλήνια θάλασσα συνωμοτεί
και τα σιωπηλά της ρεύματα γεννάνε τερατάκια,
η αληθινή ναυτοσύνη πεθαίνει».

Μετά από μήνες ακινησίας –όταν τα αποθέματα του νερού άρχιζαν να λιγοστεύουν- οι ναύτες πετούσαν τα άλογα στη θάλασσα. Πράξη ανθρωπιστική (χωρίς εισαγωγικά;). Κάποια απ’τα άλογα είχαν πιθανότητες να κολυμπήσουν ως την στεριά -λέγαν οι ναυτικοί. [Εξάλου οι σφαίρες κόστιζαν και τότε].

"Άχαρη περίσταση.
Το πρώτο ζώο πετιέται στη θάλασσα.
Τα πόδια του κλωτσάνε τον αέρα με μανία.
Ανώφελος, αγωνιώδης, άπειρος καλπασμός.
Τινάζει το κεφάλι χλιμιντρίζοντας.
Την τρομερή του μοίρα αντικρίζει.
Λεπτή ισορροπία.
Παύση.
Το ζώο παραδίνεται και σιωπηρή αγωνία ρουθουνίζει.

Το πλοίο στο λιμάνι έφτασε.
Προσεκτικά το έπλυναν, το καθαρίσαν,
το επιδιόρθωσαν και το σφραγίσαν".



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. O ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ.

Τρανσυλβανία. Η χώρα πέρα από τα βουνά. Μία μεγάλη περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, που οριοθετείται από τα Καρπάθια. Κατοικήθηκε από Σάξονες και τα κτίρια των πόλεων είναι αυστριακού ρυθμού. Περιοχή με μεγάλη παράδοση και πολλούς μύθους, είναι παγκόσμια γνωστή από το fiction διήγημα του ιρλανδού συγγραφέα Μπραμ Στόουκερ, «Δράκουλας», του 1897, διήγημα εμπνευσμένο από τους βαμπιρικούς μύθους της εποχής.

Η λέξη «βαμπίρ» έχει βουλγάρικη προέλευση και αναφέρεται σε έναν «ζωντανό-νεκρό» που, μετά το θάνατό του, συντηρείται πίνοντας το αίμα ζωντανών ανθρώπων. Ο βαμπιρικός μύθος συναντάται σε όλο τον κόσμο. Στα Βαλκάνια έχουμε και μία δεύτερη ονομασία του 13ου αιώνα –βρυκόλακας-, που προέρχεται από την παλαιοσλαβική λέξη «βίλκι-ντλάκα» και περιγράφει κάποιον ο οποίος φοράει τομάρι λύκου κατά την διάρκεια παγανιστικής τελετής. Στην Ευρώπη, η εμφάνιση του βαμπιρικού μύθου γίνεται κατά τον 9ο αιώνα μχ. και είναι συνδεδεμένη με τις μεγάλες επιδημίες που έπληταν εκείνη την εποχή τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές πόλεις. Από αυτή την σύνδεση προέκυψε και η ρουμάνικη λέξη «νοσφεράτου» γιά το βαμπίρ –από τις ελληνικές λέξεις «νόσος» και «φέρω».

Καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωσή του έπαιξαν αφενός η ιδέα της ορθόδοξης εκκλησίας περί αφορισμού (στις περιπτώσεις φόνου, αυτοκτονίας, βλασφημίας, μη βάπτισης, κλπ), που είχε ως συνέπεια την μη αποσύνθεση του σώματος του νεκρού, αφετέρου η παμπάλαια άποψη των Γνωστικών Σχολών, που θεωρούσε τον υλικό κόσμο –άρα και το σώμα- «κακό», δημιούργημα του Σατανιήλ, έκπτωτου γιού του Θεού.
Η αναπόφευκτη σύνδεση των βαμπίρ με τον διάβολο «τεκμηριώθηκε» τον 17ο αιώνα από τον ιατροφιλόσοφο Λέοντα Αλάτιο και τον επόμενο αιώνα μία μαζική «βαμπιρική» υστερία ξέσπασε σε ολόκληρη την Ευρώπη, μέχρι να επικρατήσει το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού.

Το διήγημα του Στόουκερ είναι βασισμένο στους χαρακτήρες δύο γνήσιων τέκνων της Τρανσυλβανίας –της Ελίζαμπεθ Μπάθορι και του Βλαντ Τέπες.
Η κόμησσα της Ουγγαρίας Elizabeth Bathory (1560-1614), ήταν ανηψιά του Stephen Bathory του ΙΙΙου, πρίγκηπα της Τρανσυλβανίας και μετέπειτα βασιλιά της Πολωνίας, που ο παπούς του είχε πολεμήσει –μαζί με τον Vlad Tepes- εναντίον του Μωάμεθ του Πορθητή. Είναι επίσης γνωστή ως «η Κόμησα του Αίματος» (Blood Countess). Το όνομά της έγινε συνώνυμο της βαρβαρότητας. Ο θρύλος την θέλει να κάνει μπάνιο με αίμα παρθένων γιά να κερδίσει την αιώνια νεότητα. Το 1610 καταδικάστηκε σε ισόβιο εγκλεισμό στο κάστρο της –όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια μετά- κατηγορούμενη γιά τον θάνατο 650 ατόμων.

Η περίπτωση του πρίγκηπα Vlad Dracula είναι διαφορετική.Ο Vlad Tepes, ήταν πρίγκηπας της Βλαχίας και όχι της Τρανσυλβανίας, όπως είναι εσφαλμένα διαδεδομένο.
.Ήταν γόνος του Οίκου των Basarab, εγγονός του Mircea cel Batran –του Γεναίου- ηγεμόνα της Βλαχίας (Wallachia). Ο πατέρας του κατοπινού Βλαντ του Παλουκωτή (Tepes)- γιός του Mircea του Γεναίου– ο Vlad II Basarab, ήταν πρίγκηπας της Βλαχίας και φόρου υποτελής (βασάλος) του Στέμματος της Ουγγαρίας. Μαζί με τους ηγεμόνες της Πολωνίας και της Σερβίας, έγινε μέλος του Τάγματος του Δράκου, στις 8 Φεβρουαρίου 1431.
Το τάγμα αυτό, αποτελούσαν ισχυροί χριστιανοί μονάρχες της Ευρώπης. Ιδρυτής του ήταν ο αυτοκράτορας Sigismund του Λουξεμβούργου και σκοπός του ήταν η εξόντωση του Σουλτάνου. Είχαν ως έμβλημα έναν δράκο και φορώντας το, ο Vlad Basarab έγινε ο Vlad Dracul, δηλαδή ο Βλαντ ο Δράκος.

Την ίδια χρονιά γενήθηκε ο δεύτερος γιός του, που του έδωσε το όνομά του -Βλαντ.
Ο Γιός του Δράκου (Draculea), ο Vlad III, γενήθηκε στη Σιγκισοάρα της Τρανσυλβανίας το 1431 και στα έντεκά του, το 1442, πήγε ως όμηρος στην αυλή του τούρκου σουλτάνου, όπου μεγάλωσε μαζί με τον συνομήλικό του Μωάμεθ ΙΙ, μελοντικό πορθητή της Πόλης. Ήταν μία κοινή τακτική της εποχής, που εξασφάλιζε την υπακοή του αδύνατου ηγεμόνα στον πιό δυνατό. Έτσι, παρότι μέλος του Τάγματος του Δράκου, ο Vlad II, δεν παίρνει μέρος στην μάχη της Βάρνας, το 1444, όπου ο στρατός των χριστιανών συντρίβεται. Την θέση του παίρνει ο πρωτότοκος γιός του, Mircea ΙΙ, που, μαζί με τον πατέρα του, κατηγορεί τον αρχηγό της εκστρατείας John Hunyadi -αρχιστράτηγο του βασιλιά της Ουγγαρίας- γιά την ήττα στη Βάρνα. Το 1447 πατέρας και γιός δολοφονούνται από επαναστατημένους Βογιάρους (ευγενείς της περιοχής) στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα, πιθανόν υποκινημένους από τον Hunyadi. Τον επόμενο χρόνο ο σουλτάνος ελευθερώνει τον Vlad Tepes, συμμαχεί μαζί του και εισβάλουν στην Βλαχία, όπου ο Βλαντ χρίζεται βασιλιάς, με την υποστήριξη της Πύλης.
Αμέσως μετά, ο ουγγρικός στρατός, με επικεφαλής τον Hunyadi απωθεί τον στρατό του σουλτάνου και μαζί και τον Βλαντ, που δραπετεύει στην Μολδαβία. Λέγεται, ότι κατά την φυγή του, πετάλωσε ανάποδα το άλογό του, γιά να μπερδέψει τους διώκτες του.

Ο Βλαντ θα μείνει στην Μολδαβία, υπό την προστασία του ισχυρού θείου του, πρίγκιπα Bogdan II, ως το1451, που ο Bogdan δολοφονείται.Τότε, ο Βλαντ κάνει μία πολύ ριψοκίνδυνη κίνηση. Πηγαίνει στην Ουγγαρία, στον παλιό του εχθρό John Hunyadi, ο οποίος, όχι μόνο τον συγχωρεί, αλλά εκτιμώντας τις τεράστιες στρατιωτικές γνώσεις του, τον κάνει σύμβουλό του. Το 1456 η Ουγγαρία εισβάλει στην Σερβία γιά να απωθήσει τους Τούρκους και ο Βλαντ, με δικές του δυνάμεις στην Βλαχία. Κυβέρνησε την περιοχή από το 1456 μέχρι το 1462. Πήρε το όνομά Tepes –που σημαίνει παλουκωτης- από την προσφιλή του μέθοδο τιμωρίας των αντιπάλων, το παλούκωμα. Κυνήγησε και παλούκωσε τους βογιάρους που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του πατέρα του, καθώς και πολλά μέλη του Οίκου των Ντανέστι –οικογένειας αντίπαλης γιά την διαδοχή. Το 1460 παλούκωσε 10.000 άτομα στο Σιμπιού –πόλη που στο παρελθόν είχε ζήσει. Ένα χρόνο πρίν –το 1459- είχε παλουκώσει 30.000 προεστούς του Μπράσοφ, γιατί αμφισβητούσαν το δικαίωμά του να παλουκώνει. Τον Φεβρουάριο του 1462 έπεισε τον βασιλιά της Ουγγαρίας, Matyas Corvinus – γιό του John Hunyadi, γενημένου στην Κλουζ της Τρανσυλβανίας- να τον βοηθήσει στον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Ο Βλαντ, παλουκώνει 40.000 Τούρκους αιχμάλωτους στις όχθες του Δούναβη και ο στρατός του σουλτάνου οπισθοχωρεί. Την ίδια χρονιά, ο Μωάμεθ ο Πορθητής –μάλλον όχι και ο πιό ευαίσθητος ανθρωπος του κόσμου- κατά την πολιορκία της Ταργκοβίστα, σοκάρεται αηδιασμένος από το θέαμα 20.000 παλουκωμένων, έξω από την πρωτεύουσα του Βλαντ. Μετά από έξι μήνες πολέμου, τον Νοέμβριο του1462, ο Ούγγρος αυτοκράτορας υπογράφει συνθήκη με τον σουλτάνο και φυλακίζει τον Βλαντ πρώτα στο Bran και μετά στο κάστρο του Visegrad, γιά τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ο Βλαντ γίνεται καθολικός και παντρεύεται την ξαδέρφη του Matyas Corvinus, μπαίνοντας έτσι ξανά στο παιγχνίδι γιά τον θρόνο της Βλαχίας. Το 1475 συμμαχεί με τον Τρανσυλβανό ηγεμόνα –και ξάδερφό του- Stephen Bathory και εκστρατεύει ξανά κατά του Μωάμεθ. Περνώντας από την Βλαχία –τον Νοέμβριο του 1476- καταλαμβάνει –γιά ακόμα μία φορά- τον θρόνο. Ο πόλεμος με τους Τούρκους ξαναρχίζει. Ο Βλαντ σκοτώνεται τον Δεκέμβριο του 1476 και το κεφάλι του πηγαίνει στην Ισταμπούλ, γιά να πεισθεί ο σουλτάνος πως, ο Καζικλί Μπέης –ο πρίγκηπας που παλουκώνει- είναι νεκρός.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές γιά τον θάνατό του. Κάποιες πηγές λένε πως σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους, κοντά στο Βουκουρέστι. Άλλες λένε ότι προδόθηκε από βογιάρους , ή από κάποιο μέλος της φρουράς του κατά την διάρκεια κυνηγιού.
Οι πιό πολλές αναφορές σχετικά με τον τόπο ταφής του, υποδεικνύουν το μοναστήρι του Σνάγκοφ –χτισμένο σε ένα νησί της ομώνυμης λίμνης- κοντά στο Βουκουρέστι. Οι έρευνες γιά το ακέφαλο σώμα του Tepes αποδείχθηκαν άκαρπες.
Ο Στόουκερ –άγνωστο γιατί- τοποθέτησε το κάστρο του Δράκουλα στην Τρανσυλβανία, περιγράφοντας το κάστρο του Μπραν, είκοσι χιλιόμετρα βόρεια του Μπράσοφ, όμως το πραγματικό του κάστρο ήταν στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα. Άλλο ένα κάστρο που χρησιμοποιούσε ήταν αυτό στο Ποϊνάρι, στις όχθες του ποταμού Arges. Ο θρύλος λέει πως, απ’τα τείχη του έπεσε η πρώτη του γυναίκα –το 1462-, όταν, κατά την πολιορκία του κάστρου από τους Τούρκους, ένας τοξότης του εχθρού, της έστειλε με βέλος την ψεύτικη είδηση του θανάτου του. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο ποταμός Arges ονομάζεται από τότε Raul Doamnei – το ποτάμι της Κυράς.
Ο άσπονδος φίλος του Βλαντ, ο Μωάμεθ, κατέλαβε τελικά την Βλαχία, το 1478, όπως και την Αλβανία, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου αλβανού πολέμαρχου Σκεντέρμπεη (το 1468).

Ο Βλαντ, έμεινε στην ιστορία ως εθνικός ήρωας της Ρουμανίας και μνημεία του υπάρχουν σε πολλές πόλεις της χώρας. Στο κάστρο του Μπραν, δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του και γιά όλη τη Ρουμανία είναι πολύ ενοχλητική η σύνδεσή του με τον μύθο του Στόουκερ. Αντίθετα, αναφέρεται ως φονιάς βρυκολάκων –των βογιάρων, που «έπιναν το αίμα» του λαού-, αφού αυτό που τον χαρακτήρισε ήταν οι ξύλινες σφήνες –τα παλούκια. Τα χρονικά μας λένε πως ήταν σκληρός αλλά δίκαιος, σε μία εποχή που ίσως τον ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα, σε έναν κόσμο που οι πιό κοινές μέθοδοι εκτέλεσης ήταν το σταύρωμα και το κάψιμο στην πυρά. Μαζί με τους άλλους πολέμαρχους των Βαλκανίων, είναι ήρωας των χριστιανών, στον αγώνα ενάντια στους Τούρκους.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να σταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση στην Βλαχία, θεσπίζοντας νόμους που προστάτευαν τους κολίγους, που μέχρι τότε ήταν στο έλεος των τσιφλικάδων βογιάρων. Αξιοσημείωτοι είναι οι στίχοι του εθνικού ποιητή της Ρουμανίας Mihai Eminescu, που αναφέρονται στον Σκοτεινό Πρίγκηπα:
«Που είσαι, άρχοντα Τέπες, να τους πάρεις και να τους χωρίσεις στα δύο, τρελούς και ταραχοποιούς;».

Εθνικός ήρωας ή εθισμένος σαδιστής, ο Vlad Dracula είναι πιά μέρος της Ιστορίας και ταξιδεύει γιά πάντα, καβάλα στον φτερωτό του δράκο. Η ερμηνεία της είναι στην κρίση μας και θα πρέπει να γίνει με βάση τις συνθήκες της εποχής. Και γιά να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, σε όσους βιαστικά τον επικρίνουν, απαντώ: μην ξεχνάτε την Τριπολιτσά.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ.

-Ξερεις, σε ονειρεύτηκα.
-….
-Αλήθεια, χτες το βράδυ. Δεν ήξερα ότι ονειρεύομαι. Ήτανε τόσο ζωντανό το Όνειρο…
Μιλήσαμε. Δεν θυμάμαι τι είπαμε, θυμάμαι όμως την αίσθηση. Ήμουν, θυμάμαι, σχεδόν ευτυχισμένος. Χαμογελούσες και τα μάτια σου έλαμπαν. Είχα την αίσθηση ότι κολυμπούσα μέσα σε κάτι σχεδόν στερεό. Δεν είχε άλλους το Όνειρο μου, μόνο εμάς τους δυο. Αλήθεια, έχεις δει ποτέ Όνειρο που να μην ξεχωρίζει απ’την αλήθεια;
-….
-Ε λοιπόν, έτσι ήταν αυτό το Όνειρο. Σαν να ήμουν ξύπνιος και τώρα να κοιμήθηκα.
Άραγε, πως ξεχωρίζει το Όνειρο απ’ το ξύπνημα; Το έχεις σκεφτεί ποτέ; Σίγουρα το έχεις σκεφτεί -πολλές φορές. Ξέρεις, πολλά δεν κάναμε μαζί. Και όμως, καμία φορά έχω την αίσθηση ότι κάναμε τα πάντα. Απ’την άλλη, ο άνθρωπος είναι άπληστο ζώο. [Θα ήθελα όμως να δούμε μαζί την Πανσέληνο]. Θα μπορούσαμε -για παράδειγμα να χορέψουμε σε φωταγωγημένες αίθουσες χορού, κάτω από κρυστάλλινους πολυέλαιους. Θα μπορούσαμε να κολυμπήσουμε στο φεγγαρόφωτο. Να φτιάξουμε καινούριους κόσμους. Γαλάζιους μιναρέδες απ’ τον καπνό του τσιγάρου μας –αν βέβαια καπνίζαμε την μέρα. [Θα σου άναβα το θερμοσίφωνο, όταν γυρνούσες]. Θα κάναμε βαρκάδα σε ποταμούς ζεστού κρασιού. Μεγάλες τολμηρές ανακαλύψεις. Ίσως πηγαίναμε μαζί στην Βουδαπέστη –η ακόμα ανατολικότερα, να συναντήσουμε τον Τσάρο. Σε παραλίες με γαλάζιο, δροσερό νερό. [Αρκεί μόνο να μην ξυπνάμε τους ανθρώπους]. Ναι, θα μπορούσαμε να κάνουμε καλή παρέα εμείς οι δυο. Τι λες;
-….

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΡΠΕΤΟΥ.

Ο Πούκι ο Μάγος ξύπνησε νωρίς. Φόρεσε την μεγάλη στολή του –κάτι που έμοιαζε με κίτρινη πυτζάμα- και ξεκίνησε. Όταν έφτασε στο σταυροδρόμι, άνοιξε ένα πάνινο σακούλι και έβγαλε από μέσα μερικούς σπόρους σιτάρι. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και κάλεσε τον Λέκμπα –τον θεό των μονοπατιών. Ένα κάρο πέρασε και τον πήρε.


*

Ο Συγγραφέας δεν μπορούσε πιά να γράψει. Κοίταξε τον μεγάλο κάμπο. Στην μέση του κρεμόταν –σαν αιμάτινο δάκρυ- η Σελήνη. Πέταξε το τσιγάρο και γύρισε την πλάτη.
«Να πάρει ο διάολος», μουρμούρισε. Μπήκε μέσα.

*

Περπάτησε μέχρι την πλατειά της παλιάς πόλης. Ακολουθούσε τον ήχο των τύμπανων και των σείστρων. Στην μέση της πλατειάς, γυναίκες με πολύχρωμες φορεσιές χόρευαν έναν παράξενο χορό. Γύρισε και την είδε. Κίτρινο ύφασμα κάλυπτε τα εκατόν τριάντα κιλά της. Τον κοίταξε στα μάτια και η γαλάζια της ματιά τον διαπέρασε.
-Σαντερια; την ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι τις κοπέλες που χόρευαν.
-Φολκλόρ, τουρίστικο, απάντησε εκείνη, με καρφωμένο το βλέμμα της πάνω του.
Της μίλησε στα αγγλικά.
-Νο άμπλα ιγκλές, του είπε.
-Γιό νο άμπλα εσπανιόλ, της απάντησε εκείνος.
Συνέχισε να του μιλάει ισπανικά. Ο Κίμωνας δεν καταλάβαινε γρυ.
-Μην προσπαθείς να καταλάβεις έτσι, του είπε –πάντα στα ισπανικά. Τις γλώσσες δεν τις μιλάει το στόμα. Τις μιλάει η καρδιά.
Ο Κίμωνας ξαφνικά, άρχισε να καταλαβαίνει την γλώσσα της.
-Έτσι μπράβο, του είπε η Μπριγκίτε, η Σαντέρα της Αβάνας.

*

Το Φίδι ένοιωσε την δόνηση στο έδαφος. Αθόρυβα, έβγαλε το κεφάλι του –που το στόλιζε ένα κατάλευκο αστέρι- από την καυτή άμμο. Ο άντρας –αν και πολύ προσεκτικός- το αντιλήφθηκε κάπως αργά. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα του αλλού και χτύπησε το ερπετό με το κοντάρι στο κεφάλι. Το Φίδι τύλιξε το σώμα του στο κοντάρι και άγγιξε με την ουρά του το χέρι του άντρα. Αυτός -με μια αστραπιαία κίνηση- έβγαλε το σπαθί του απ’ το θηκάρι με το άλλο χέρι και έκοψε το δεξί του σύρριζα από το μπράτσο.
Το κομμένο χέρι πέτρωσε στη στιγμή.

*

Το παραφορτωμένο ταπ-ταπ είχε τουμπάρει στην στροφή του κεντρικού δρόμου, που ένωνε το Πορτ-ο-Πρενς με την Γκόναϊβ. Οι τραυματίες κείτονταν σκορπισμένοι γύρω από το ζωγραφισμένο λεωφορείο. Βογκούσαν και έκλαιγαν, περιμένοντας το μοναδικό ασθενοφόρο που διέθετε ο Ερυθρός Σταυρός σε ολόκληρη την Αϊτή. Οι οδηγοί των περαστικών αυτοκίνητων έκοβαν ταχύτητα από περιέργεια και ύστερα πάλι πατούσαν γκάζι και έφευγαν. Ο λευκός άντρας, σήκωσε στα χέρια –προσεκτικά- ένα εννιάχρονο αγόρι με σπασμένο αστράγαλο και το μετέφερε στη σκιά. Μια γυναίκα έδειχνε τα ματωμένα χέρια της κλαίγοντας. Ο Πούκι συνέχισε τον δρόμο του.

*

[Το κούγκαρ ουρλιάζει. Και το ουρλιαχτό του αντηχεί σε ολόκληρο τον μαγεμένο κάμπο. Ακούγοντάς το, η Σελήνη –κατακόκκινη- σηκώνεται απ’τα βάθη της Αβύσσου.
Και ξεπροβάλει εκεί που ο ουρανός και η θάλασσα σμίγουν το μπλε τους -που είναι τώρα μαύρο. Το κούγκαρ ουρλιάζει. Ακούγοντας το, σηκώνονται οι νεκροί από τους τάφους. Και η Τζένη, τα κατακόκκινα μαλλιά της λούζει, μες στην αιμάτινη γραμμή του φεγγαριού, εκεί, στην μέση της μεγάλης πεδιάδας. Και οι πυκνές της μπούκλες μοιάζουν νερά να γίνονται, των ποταμών του Άδη. Το κούγκαρ ουρλιάζει. Και εκείνος, ετοιμάζεται για το ταξίδι. Τα μάτια του λαμποκοπούν μες στο σκοτάδι. Και τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά του αντανακλούν το ωχρό φως της Σελήνης. Κάτω -στο Περ Λασέζ- τον περιμένουν οι γλεντζέδες του φιλόσοφοι, μαζί να αρχίσουν τη γιορτή. Και να, «έρχεται ένας νεκρός, χαρωπός σαν και αυτούς και ελεύθερος». Το κούγκαρ ουρλιάζει.]

*

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας. Το πράσινο φως της πινακίδας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν θυμόταν τίποτα. Δεν θυμόταν που βρίσκεται, ποιος είναι και –κυρίως- τι είναι. Κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Καμία μνήμη. Έξω, τα φώτα νέον συνέχιζαν να αναβοσβήνουν. Δεν υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Κοίταξε το χέρι του. Τίποτα. Δεν θυμόταν τη γλώσσα –και έτσι δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ένοιωθε τον εγκέφαλο του να καίγεται σε μια ανώφελη προσπάθεια κατανόησης των Πραγμάτων. Κατέρρευσε. Απόλυτος τρόμος τον κυρίευσε -χωρίς να ξέρει γιατί. Λούστηκε στον ιδρώτα. Οι διασταλμένες κόρες των ματιών του αντίκρισαν το Κενό. Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο οπερατέρ του συνεργείου. Θυμήθηκε. Ήταν άνθρωπος. Ήταν στο Σάντο Ντομίνκο. Το ξενοδοχείο λεγόταν Green Hotel.

*

Μέσα στο μικρό δωμάτιο, δίπλα στο περιστύλιο του ναού, ο Πούκι, γονατιστός, με κλειστά μάτια, μουρμουρίζει τα μαγικά του ξόρκια. Δίπλα του ο Μαρσελ –ο Μαλφακτερ- λιώνει στο ξύλινο γουδί του κοκάλα τρίχρονου παιδιού -που τα έχει πρώτα κάψει στην φωτιά. Ο Πουκι ανοίγει ένα-ένα τα πάνινα σακούλια του και βγάζει από μέσα βότανα και παράξενες σκόνες. Ρίχνει στο γουδί το δηλητήριο του Ψαριού. Η σκόνη είναι έτοιμη. Η τρομερή ζομπία είναι έτοιμη.


*

[Και το Ταξίδι αρχίζει. Όρθιος, πάνω στο Γυάλινο Καράβι του, ακολουθεί την Κόκκινη Σελήνη. Τον συνοδεύουνε τα Ερπετά της Κόλασης. Ο Βασιλίσκος, το Μεγάλο Φίδι -που ότι κοιτάζει γίνεται έρημος- και η Σαύρα της Φωτιάς -η Σαλαμάνδρα. Απ τα βουνά του φεγγαριού έρχονται οι λύκοι. Και εκείνος, πάνω στο διαβατάρικο του Χάροντα καράβι πλέει –στα κόντρα- του πράσινου Αχέροντα το ρεύμα. Έτσι αρχίζει.]

*

-Δεν μπορώ πια να γράψω.
-Τι σημασία έχει.
-Δεν έχει λες;
-«Νεκροί εμείς, μιλάμε σε νεκρούς». Τι σημασία έχει.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΕΣ.

Τέσσερις αναμορφωτές συναντήθηκαν κάτω από μια φουντωτή βατομουριά. Όλοι τους συμφωνούσαν πως ο κόσμος πρέπει να αλλάξει.
-Πρέπει να καταργήσουμε την ιδιοκτησία, είπε ο ένας.
-Πρέπει να καταργήσουμε τον γάμο, είπε ο δεύτερος.
-Πρέπει να καταργήσουμε τον Θεό, είπε ο τρίτος.
-Εγώ θα’θελα να καταργήσουμε τη δουλειά, είπε ο τέταρτος.
-Ας μην ξεφεύγουμε από τα πρακτικά θέματα, είπε ο πρώτος. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να γίνει, είναι να φέρουμε όλους τους ανθρώπους σε ένα μέσο επίπεδο.
-Το πρώτο πράγμα, είπε ο δεύτερος, είναι η ελευθερία των δυο φύλων.
-Το πρώτο πράγμα, είπε ο τρίτος, είναι να ανακαλύψουμε πως γίνεται αυτό.
-Το πρώτο πράγμα, είπε ο πρώτος, είναι να καταργήσουμε τη Βίβλο.
-Το πρώτο πράγμα, είπε ο δεύτερος, είναι να καταργήσουμε τους νόμους.
-Το πρώτο πράγμα, είπε ο τρίτος, είναι να καταργήσουμε το ανθρώπινο γένος.



Robert Louis Stevenson. ( Μύθοι. )

Μετάφραση : Δανάη Μιτσοτάκη.

Εκδόσεις Άγρα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ.

Τα μεγάλα μάτια του άνοιξαν διάπλατα -και μέσα τους καθρεφτίστηκε ο Κόσμος.
- Διάλεξε, του είπε η Σκιά και τον πήρε απ’το χέρι.
Μπήκαν σε μιά μεγάλη αίθουσα με σειρές παραθύρων ψηλά, κάτω από το ταβάνι.
Ήταν όλοι εκεί, αμίλητοι και ζωγράφιζαν -στα καβαλέτα τους. Το παιδί την κοίταξε ερωτηματικά.
- Οι Φάροι, ξαναείπε η Σκιά. Μπορείς να διαλέξεις όποιον θέλεις.
Το παιδί στάθηκε εμπρός στον πρώτο.

*

- Δεν έχεις το δικαίωμα να ξυπνάς τους ανθρώπους.
- Ναι. Αλήθεια είναι αυτό.

Ήταν κουρασμένος. Είχε περπατήσει πολύ –μέσα στην Ατέλειωτη Νύχτα, μέσα στις πόλεις των Ανθρώπων. Και το πρωί, όταν ξημέρωσε, ακούμπησε στον κορμό «της φοινικιάς που ζωντανή θρηνεί -στο Παραμέ». Και εκείνη σάλεψε την φυλωσιά της, έγειρε τα κλαδιά της και τον αγκάλιασε. Κρύωνε.
-Γιατί είσαι λυπημένη; την ρώτησε τρέμωντας.
-Λυπάμαι γιά τα παιδιά που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ. Γιά τα μεγάλα μάτια τους που με απορία κοιτάν τον Κόσμο –και δεν ξέρουν. Λυπάμαι γιά τα όνειρα των Ανθρώπων που παν «με τον καπνό στον ουρανό» και όσο ανεβαίνουν προς τα πάνω, τόσο λεπταίνουν και γίνονται σαν βελόνες. Λυπάμαι γιά αυτούς που φεύγουν, ταξιδεύωντας τους ουρανούς με τα παράξενα καράβια χωρίς πάτο και όλο κοιτάνε τα γαλάζια πλάτη -και όλο τα βρίσκουνε μουντά. Ραγίζει η καρδιά μου γνωρίζοντας την Μοίρα των Ανθρώπων.


*

Ο πρώτος Φάρος άναψε.

Φωτίζει με το αχνό του φως τον λαγγεμένο κήπο.
Και εκείνος, στέκεται μπροστά του και κοιτάει
της λησμονιάς τα δύο πράσινα ποτάμια
-μάτια κλειστά σε πρόσωπο μαντόνας, που
[«κοιμάται και ονειρεύεται κάμπους με χαμομήλια»]
πλημμυρισμένο απ’την Ζωή αδιάκοπα σαλεύει,
όπως ο αέρας του ουρανού, της θάλασσας το κύμα,
ροδόφαδο προσκέφαλο -που δεν γεννάει τον πόθο
[μόνο της λήθης το άγγιγμα –που σιγοκαίει τη σάρκα].

*

-Έχουν και τα δέντρα καρδιά; την ρώτησε
-Έχουν, απάντησε εκείνη. Και όσο πιό μεγάλα είναι τόσο πιό μεγάλη καρδιά έχουν. Και είναι πρόβλημα οι μεγάλες καρδιές, γιατί όταν σπάνε κάνουν πολύ θόρυβο.
-Το δικό μου δέντρο είναι ένα γιούκα φυτεμένο σε μπαλκόνι.
-Τι κρίμα. Τα γιούκα είναι μοναχικά φυτά.
-Και μελαγχολικά.
-Τι κρίμα.

*

Ο δεύτερος Φάρος,

από το Βίντσι στραφταλίζει.
Μυστηριακή αναλαμπή του σκοτεινού, βαθύ καθρέφτη,
που καφρεφτίζονται άγγελοι πανέμορφοι, γλυκά χαμογελώντας,
και ακροπατούνε στις σκιές των πάγων και στα ελάτια,
και διασχίζουνε τον κάμπο όλο, απ’άκρη σε άκρη.

Η Σκιά τον κοίταξε με τα κατάμαυρα υγρά της μάτια.

*

[Το κούγκαρ ουρλιάζει. Πάνω από τις γυμνές κορυφές ξεπροβάλουν τα πλάσματα της Νύχτας. Τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι, κόκκινα, σαν φάροι. Γενιούνται από το μαύρο πέπλο που απλώνεται στον κάμπο. Έντρομοι οι μεροκαματιάρηδες και οι νοικοκυραίοι μαζεύονται στα σπίτια τους, στις οικογένειές τους.

Έτσι η φυλή του Άβελ κάνει. Γιατί σε αυτούς δόθηκε του Ήλιου η ευλογία. Μα τώρα, που η Μεγάλη Νύχτα έρχεται γοργά πάνω απ’την πεδιάδα, είναι η σειρά του Κάιν την σκοτεινή σπορά του να απλώσει. Και τα παιδιά του σκοταδιού, απ’τις κρυψώνες βγαίνουνε αναζητώντας αίμα. Έτσι γίνεται και έτσι θα γίνει πάντα. Κάποιοι γενιούνται στο γλυκό ηλιόφως της πεδιάδας και άλλοι στην Ατέλειωτη Νύχτα μέσα. Έτσι γίνεται και έτσι θα είναι πάντα].

*

Ο τρίτος Φάρος.

Σταυροί. Άσυλο θλιβερό με ψίθυρους γεμάτο
και με ένα λείψανο που κρέμεται απ’το κάθετο δοκάρι
στεφανωμένο με κισσούς, δίχως αυτιά και μύτη
[στη μέση στέκει -ο λεπρός Χριστός της Σπιναλόγκα-]
και ενώ αχτίδα φωτεινή τον διαπερνά σαν λόγχη
αυτός με δάκρυα και βρισιές την προσευχή ξερνάει.
[από το στόμα το άσαρκο, χωρίς χείλη και δόντια].

*

Την αγκάλιασε. Άνοιξε τα χέρια του και χώρεσε μες την αγκαλιά του τον μισό της κορμό [γιατί ήτανε μεγάλη φοινικιά –και σοφή].

-Πες μου, εσύ που ξέρεις τόσα, τι θα γίνω όταν μεγαλώσω; Θα ταξιδέψω τα μήκη και τα πλάτη, θα δω τις Πόλεις των Ανθρώπων ή θα μείνω γιά πάντα εδώ, κολημένος σαν σαπιοκάραβο, σαν ποστάλι που δεν πάει πουθενα;

*

Τέταρτος Φάρος.

Κόσμος παράξενος. Θαμπή, του σπαθοφόρου Αγγέλου χώρα,
όπου ο Χριστός –σαν Ηρακλής- στο ρόπαλο ακουμπάει.
Γιγαντικά φαντάσματα μαβιά, στου δειλινού την ώρα
σηκώνονται απ’τους τάφους τους κι ορθώνουν τα κορμιά τους
τεντώνοντας τα δάχτυλα, μες στα άσπρα σάβανά τους,
τιτάνες σε άγριο πόλεμο, στα πέτρινα αλώνια
και σάτυροι με αδιάντροπα υψωμένους τους καυλούς τους,
σειρήνες που να παίρνουνε ξέρουν των αλητών το κάλος,
τρανές, περήφανες καρδιές ωχρών δειλών ηρώων.

-Αν δεν σταματήσει τώρα, αν ένα μόνο βήμα κάνει ακόμα, είναι χαμένος.

*

Τον κοίταξε και απ’την μεγάλη της καρδιά έτρεξε ένα ρετσινένιο δάκρυ. Ένα ελαφρύ αεράκι πέρασε μέσα από τις φυλωσιές της.
-Θα κάνεις το μεγάλο ταξίδι, του είπε λυπημένα. Θα δεις τις Πόλεις των Ανθρώπων. Και όσο περισσότερο θα τους γνωρίζεις, τόσο θα βλέπεις πόσο μόνοι τους είναι -και θα είσαι και εσύ μόνος. Και όταν θα φτάσεις στο τέλος του δρόμου –«και θα έχεις χάσει την χρυσή σου πανοπλία»- θα είσαι γυμνός -και γύρω σου ο έναστρος ουρανός.
Και θα φωσφορίσουν τα αστεράκια –μόνο γιά σένα- σπίθες, μαρμαρυγές σε κομπολόι.
Και στα μαύρα νερά της θάλασσας θα βυθιστείς και –μόνο γιά μιά στιγμή- θα σκιστεί το σεντόνι και τα μάτια σου θα αντικρύσουνε το Φως. Και μετά, θα διαλυθείς πάλι μες στην Ατέλειωτη Νύχτα – όπως και πριν.

*

Ο πέμπτος Φάρος.

Έναστρο γλεντοκόπημα, όπου καρδιές μεγάλες
πετούν και καίγονται στο φως, όπως οι πεταλούδες,
τεράστια αίθουσα χορού λουσμένη από τα φώτα
πολυελαίων, που νεκρών βαστάνε καντηλέρια.
Άπειρα φάσματα σκιών, που στον τρελό χορό τους
περνούν και χάνονται, στο τέρμα εκεί του δρόμου.

*

-Φοινικιά, δεν θέλω να ζήσω μόνος. Δεν μπορώ να διαλέξω;
-Τι κρίμα, δεν μπορείς. Είμαστε ότι είμαστε. Εγώ είμαι δέντρο –εσύ άνθρωπος.
-Και έτσι είναι ο Άνθρωπος, πλάσμα της Μοίρας πικρό; Καταδικασμένος να βαδίζει -χωρίς σκοπό- στα χάη;
-Δεν υπάρχει σκοπός. Όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν αυτό να το δεχτούν.
-Έτσι λοιπόν; «Ο θάνατος είναι η μοίρα του ανθρώπου»;
-«Η Μοίρα του Ανθρώπου είναι ο Άνθρωπος».


*

Ο έκτος Φάρος.

Εφιάλτης από πράγματα της κόλασης, μυστήριο γεμάτα,
έμβρυα που τα ψήνουνε μάγοι τα μεσονύχτια,
γριές που καθρεφτίζονται στης Στύγας τους καθρέφτες,
και στα νερά των ποταμών λευκές, γυμνές παρθένες
που προκαλούν τους δαίμονες, τεντώνοντας τις κάλτσες.

Το αγόρι στάθηκε –και μπροστά του απλώθηκε το άπειρο Σύμπαν.
Κοίταξε ευθεία μπροστά και γέμισαν τα μάτια του άστρα και γαλαξίες.
Το αγόρι στάθηκε – και κοίταξε το Κενό.

*

-Αχ Φοινικιά. Πόσο θα ήθελα Άνθρωπος να μην είμαι. Θάθελα να γενιόμουνα αέρας βορεινός, να ταξιδεύω πάνω απ’τις πόλεις των ανθρώπων, χώρις σκοτούρες, χωρίς λύπες στην καρδιά, να σου χαϊδεύω τα κλαδιά κάθε απόγευμα και να σου διηγούμαι ιστορίες από τόπους μακρινούς που πήγα και είδα.
-Και εγώ; Να μένω εδώ και να σε περιμένω κάθε απόγευμα να μου ιστορήσεις περιπέτειες ξένες –δικές σου; Δεν είναι λίγο εγωϊστικό αυτό;
-Δεν θες. Ας είναι. Τότε και εγώ Άνθρωπος πιά να μην είμαι. «Μονάχα σύνεφο• σύνεφο του ουρανού -με παντελόνια».

*

Ο τελευταίος Φάρος.

Τεράστια λίμνη αίματος, όπου δαιμόνοι παίζουν
κάτω από φύλα φοινικιάς παράξενα παιγχνίδια,
μέσα από ουρανούς μουντούς τις μπρούτζινες φανφάρες
άγγελοι παιανίζουνε -που έχουνε πόδια τράγου
και αντιλαλεί η ηχώ –σαν στεναγμός- σε χίλιους λαβυρίνθους,
θρήνος, ολολυγμός πνιχτός, διαβαίνουν ένας-ένας
οι ταξιδιώτες του άπειρου, του μηδενός οι πότες,
αιμάτινη γραμμή λεπτή, που πάει στα ουράνια.

Το Κενό σταμάτησε. Κοίταξε το αγόρι. Μέσα στα μάτια του καθρεφτίστηκε η άβυσος του Τίποτα. Οι βοσκοί με τα πρόβατά τους, τα ποτάμια και οι λίμνες, οι κάμποι, οι πεδιάδες, τα βουνά και η γαλάζια θάλασσα. Και πέρα, -πέρα από τον νερένιο κάμπο- κατάφωτες, οι Πόλεις των Ανθρώπων.
-Είναι χαμένος. Καταραμένος γιά πάντα, είπε η Σκιά.
-Πάντα πεθαμένος και πάντα ζωντανός, μονολόγησε το Κενό, κοιτάζοντας στα μάτια του αγοριού το Τίποτα –την Μοίρα των Ανθρώπων.

*

Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοίταξε το μπαλκόνι.
Στην άκρη του, το μοναχικό γιούκα άκουγε το σιγανό αεράκι.
-Μόνο γιά μία τελευταία φορά, του είπε με τα μάτια.
-Τι κρίμα, του ψιθύρισε εκείνο, τι κρίμα.
-Ξημερώνει, είπε εκείνος και γύρισε να φύγει.
-Καληνύχτα, τον αποχαιρέτησε το γιούκα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΜΟΙΡΑ ΑΓΕΙ.

Α, στο λαό πως μ’έριξεν η μοίρα,
πως μ’έκρουσε στη θείαν ανατροφή
και μ’άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή.



Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
που την βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Α, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!



Ρώμος Φιλύρας.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα