8. ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ.

-Τα κατάφερες πάλι, ε;
-Έσκισα!
-Τι θα γίνει; Ως πότε θα σε μαζεύω απ’τα τμήματα;
-‘Ελα μωρέ. Αφού και εσύ διασκεδάζεις.
-Ομολογώ ότι η περιπέτειά σου είχε πολύ ενδιαφέρον –αν και δεν πήγες στην Ζέα.
-Δεν βαριέσαι. Θα πάω αύριο.
-Μα και εσύ! «Ότι γουστάρω κάνω».
-Έπρεπε να έβλεπες τα μούτρα του.
-Όλο τα καλύτερα χάνω.
-Την επόμενη φορά. Κλείσε το τεύχος.

ΥΓ. Μ.Μπουλγκάκωφ, Ν.Καβαδίας, Ηρόδοτος, Κ.Καρυωτάκης, Φ.Νίτσε,Γ.Κοροπούλης,Μπ.Μπρεχτ.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. Η ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΑ ΠΛΑΚΑ.

Ο ξένος πλήρωσε το ποτό του και σηκώθηκε. Βγήκε απ’το μπαρ και σταμάτησε ένα ταξί.
-Που πάτε; τον ρώτησε ο ταξιτζής.
-Καλλιθέα.
-Ελάτε. Θα πάμε την κυρία εδώ πιό πάνω, και μετά θα σας πάω, είπε ο ταξιτζής, .
Ο ξένος κάθισε στο πίσω κάθισμα. Η γυναίκα καθόταν στην θέση του συνοδηγού. Το ταξί κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης. Ανέβηκε την Ασκληπειού, πέρασε την γέφυρα των Δικαστηρίων, διέσχισε την Κυψέλη και έφτασε στο Γαλάτσι. Η γυναίκα κατέβηκε.
Ο ταξιτζής κατευθύνθηκε στην Πατησίων.
-Καλλιθέα είπαμε ε;
-Άλλαξα γνώμη, είπε ο ξένος. Θα πάμε εκεί που με πήρατε.
Έφτασαν ξανά μπροστά στο μπαρ. Το ταξίμετρο έγραφε έντεκα ευρώ. Ο ξένος άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
-Εε, που πας; δεν θα με πληρώσεις; ρώτησε ο ταξιτζής. Ο ξένος τον κοίταξε άγρια πάνω απ’τον αριστερό του ώμο.
Μπήκε στο μπαρ. Μέσα στο μαγαζί κάθε κίνηση είχε σταματήσει. Του φάνηκε ότι έχει μπει σε μιά φωτογραφία. Τα μόνα πρόσωπα που έδειχναν πραγματικά, ήταν ένας τύπος που φορούσε άσπρο κοστούμι με κόκινη γραβάτα και η σερβιτόρα με τα κόκκινα μαλλιά.
-Ο δόκτορ Κόϋνερ υποθέτω, είπε εκείνη, απευθυνόμενη στον άνθρωπο με την κόκκινη γραβάτα.
«Η Τζένη και τα φτηνά της κόλπα», μονολόγησε ο ξένος και βγήκε απ’το μπαρ.
Διάλεξε μιά διαδρομή προς την θάλασσα. Περπάτησε κατά μήκος του μεγάλου φωτισμένου δρόμου. Τα αυτοκίνητα αργοκυλούσαν δίπλα του κάτω απ’τα κίτρινα φώτα.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε ο Γιώργος ο Μπούγκι τον Κίμωνα.
-Βεβαίως, του απάντησε εκείνος. Ο Ολυμπιακός.
-Κίμωνα με κοροϊδεύεις!
-Καθόλου. Δεν έχεις ακούσει που λένε «Θρύλε Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου»; Τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό; Ότι –απλούστατα- μιά ομάδα ανθρώπων έχει διαλέξει γιά θεό της τον Ολυμπιακό.
-Εντάξει, κατάλαβα. Όμως εγώ μιλάω γιά τον άλλο, τον ένα και μοναδικό.
-Α, μιλάς γιά εκείνον τον γέρο με την γενειάδα που προσκυνάν οι εβραίοι.
-Και οι χριστιανοί.
-Και οι μουσουλμάνοι. Αυτός τάχει φάει τα ψωμιά του. Είναι και τριών χιλιάδων ετών.
-Ενώ ο άλλος; Ο δικός μας;
-Ζεν πρεμιέ. Την ψυλιάστηκε την δουλειά ο Παύλος και είπε: «δεν τραβάει η ομάδα. Δεν κάνουμε καμμιά μεταγραφή;». Τάσκασε στους εβραίους και τον έφερε στη Ρόμα. Και στο πρώτο επίσημο ματς –μέσα στο Κολοσσαίο- του κάνει μακρινή μπαλιά ο Εωσφόρος –δεν είχε πάρει ακόμα μεταγραφή- και στην πρώτη του επαφή με την μπάλα, τσακ, το χώνει το γκολάκι. Πίστη-Λογική, 1-0. Και επειδή η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, τσίμπα και την Βίβλο της Ομάδας Που Κερδίζει. ΙΝΒΙ Custom Shop. Και πάρε και κεράκια και εικονίτσες και διαρκείας και τίμιο ξύλο. Ξέρεις πόσα δισεκατομύρια φανέλες με το νούμερο τριάντα τρία έχουν πουληθεί όλα αυτά τα χρόνια;
-Προπονηταράς ο Παύλος, ε;
-Βέβαια.
-Και πως δεν τον κρατήσαν οι εβραίοι;
-Τους φάνηκε ακριβός.
-Αυτοί δεν θα κάνουν ανανέωση; Ο άλλος με την γενειάδα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.
-Τι λες ρε; Ξέρεις τι συμβόλαιο έχουν υπογράψει; Δρακόντειο. Άντε σπάσε την ρήτρα μετά από τρείς χιλιάδες χρόνια.
-Οι άλλοι, οι μουσουλμάνοι;
-Αα, αυτοί είναι η νέα δύναμη. Αυτοί ρισκάρανε με τον Μωάμεθ και τους βγήκε κελεπούρι. Έκατσε και το σκέφτηκε ο άνθρωπος, εκεί στην έρημο που ήταν. Σου λέει: «εμείς τι έχουμε; Έρημο έχουμε. Και τι έχει η έρημος; Άμμο και καμήλες. Άρα, δεν μπορούμε να φτιάξουμε γήπεδο εδώ». Αλλαγή έδρας. Πιλάφια, ουρί, νερά, μουσικές, δέντρα Καλού-Κακού και γύρω-γύρω χασισιές. Παράδεισος. Εγκρίθηκε το γήπεδο απ’την Ομοσπονδία και τότε κάνει ο Μωάμεθ –άλλος τεράστιος προπονητής- το μεγάλο κόλπο: ζητάει δανεικό απ’τους εβραίους αυτόν με τη γενειάδα –που ήταν στις καλές του ακόμα. Θυμάσαι; Πριν από χίλια τετρακόσια χρόνια.
-Είχε παίξει καλή μπάλα τότε.
-Βέβαια. Είχανε παίξει με την άλλη, την περσική, την Αχούρα Μάζντα και την είχαν διαλύσει. Τρία γκολάκια είχε χώσει ο παππούς. Γάτα ο Μωάμεθ, μόλις βλέπει ότι το κόλπο πιάνει, βγάζει φιρμάνι: «ένας είναι ο θεός και προφήτης αυτού ο Μωάμεθ». Ούτε δεύτερες παρουσίες, ούτε εκλεκτοί, ούτε γιοί θεού, τίποτα. Και κυρίως, ούτε δόγμα. Πάρτε το Κοράνι και κόφτε τον λαιμό σας• κάντε ότι γουστάρετε –ότι σας φωτίσει ο θεός. Ισόβιος παίκτης-προπονητής ο Μωάμεθ, επιστρέφει τον παππού στους εβραίους και ξεκινάει να στήνει καινούρια ομάδα: Αυτοκρατορία του Ισλάμ –με έδρα την Μέκκα. Με άλλα λόγια, όλοι οι καλοί χωράνε. Δεν μας ενδιαφέρει αν είσαι μαύρος, άσπρος, κίτρινος, κόκκινος ή μπλε, μας ενδιαφέρει μόνο αν πιστεύεις στον θεό –που προφήτης του είναι ο Μωάμεθ. Γκολ απ’τα αποδυτήρια. Βρήκε και την μαύρη την κοτρώνα στην Μέκκα –που την προσκυνούσαν από πριν εκείνοι οι ηλίθιοι που ανταλάσουν γυναίκες με καμήλες- την έκανε έμβλημα και ξεκίνησε γιά την Ισπανία. Το σλόγκαν; Εφυέστατο: «Ισλάμ• από τα Πυρηναία μέχρι την Σαμαρκάνδη». Και όλα αυτά μέσα σε σαράντα χρόνια.
-Παιχτούρα τρελή.
-Είπαμε: παίχτης-προπονητής.

Ενώ ο Κίμωνας με τον Γιώργο περπατούσαν στην παραλία λέγοντας όλες αυτές τις ανοησίες, ένας παράξενος άντρας εμφανίστηκε μέσα από μιά συστάδα κέδρων, κουβαλώντας μία πλαστική σαιζ-λονγκ. Πως; Ποιά παραλία; Αα, σωστά, ξεχάστηκα.
Είναι καλοκαίρι του Σωτήριου Έτους 2005 μετά την έλευση του Θεανθρώπου στον ταπεινό μας πλανήτη και ο Κίμωνας με τρεις πιτσιρικάδες φίλους του έχει πάει σε ένα ξερονήσι στην μέση του Λιβυκού. Είναι εφοδιασμένοι καλά –με τα σέα και τα μέα τους- και χαζολογάν ολημερίς κάτω απ’τους κέδρους. Τα απογεύματα, όταν πέφτει ο ήλιος, κόβουν βόλτες στην παραλία. Το νησί έχει και άλλους παραθεριστές, αλλά είναι συγκεντρωμένοι στην απέναντι μεριά, εκεί που ξεφορτώνει το καράβι. Ενώ λοιπόν περπατάν οι δυό τους στην παραλία με τους φραπέδες τους στα χέρια, κάνει την εμφάνισή του ο μεγάλος σούπεργκόνερ Θέμις ο Αφανής, κουβαλώντας μία άσπρη πλαστική σαιζ-λονγκ. (Supergoners είναι οι goners που δεν έχουν ίντερνετ). Ο Θεμιστοκλής είναι γύρω στα πενήνταπέντε, έχει μακριά μαλλιά και μούσια, φοράει σορτς και παντόφλες και είναι κατάμαυρος από τον ήλιο.
-Ρε παληκάρια, λέει ο Αφανής, δεν με βοηθάτε να πάω αυτό το ρημάδι στο σπίτι;
-Ποιό σπίτι; λέει ο Κίμωνας κοιτάζοντας με απορία τους κέδρους γύρω. Έχεις δει εσύ κανένα σπίτι πάνω στο νησί; ρωτάει τον Γιώργο.
-Πάμε και θα δείτε, ξαναλέει ο Θέμις. Έχω και ρακή.
-Ρακή; Πάμε αμέσως! Εγώ θα πάρω τους καφέδες.[Κίμωνας ο Λουφαδόρος].
Ο Αφανής τους οδήγησε μέσα στο κεδρόδασος σε μιά συστάδα μεγάλων δέντρων, που από κάτω ήταν στημένη μία στρατιωτική σκηνή και ένα ξύλινο παραληλόγραμμο τραπέζι. Πίσω απ’το τραπέζι, σε μιά κατασκευή με πλεγμένα κλαδιά, ήταν κρεμασμένες κατσαρόλες, μπρίκια, τηγάνια, μαχαίρια και κουτάλες. Δίπλα, σε ένα ξύλινο ράφι, υπήρχαν ποτήρια και πιάτα.
-Καθήστε, είπε ο Θεμιστοκλής, ακουμπώντας τρία ρακοπότηρα στο τραπέζι.

*

[Ένα ποτάμι φως αργοκυλάει μέσα στην πόλη των Ανθρώπων. Στην μέση του, μιά γέφυρα ενώνει τις δυό όχθες. Κρέμεται απ’τον ουρανό δεμένη με το άθραυστο νήμα του Χρόνου. Έχει ένα φανάρι στην κάθε άκρη. Φανάρια λιμανίσια, ναυτικά, κόκκινο-πράσινο• κι έτσι περνάς στην αντίπερα όχθη• χρειάζεται να ταιριάξεις τα φανάρια. Την γέφυρα φυλάει ναύτης από την Σαντορίνη που έχει το όνομα της ιερής παρθένας. Στέκεται μέσα σε ναό, αφιερωμένο σε αυτόν που προσκυνάν όλοι στο τέλος. Ο ναύτης καβαλάει μηχανάκι. Παντρεύτηκε στις δεκαπέντε του Απρίλη. Στην απέναντι όχθη, λόφος με κυπαρίσια ξεκινάει. Ο τόπος είναι ιερός. Εκεί, στους πρόποδες του λόφου -αθέατη στα μάτια των πολλών- στέκει η Λέσχη].
.

*

-Σας αρέσει το σπίτι μου; Δώδεκα χρόνια ζω εδώ, είπε ο Αφανής, γεμίζοντας τα ποτήρια.
-Πως και έτσι; τον ρώτησε ο Κίμωνας.
-Επιλογές. Παλιά ήμουν ψαράς. Άνοιξα στο χωριό μιά καφετέρια –και πήγε καλά. Μετά, άνοιξα και ένα μπαρ. Πολύ χρήμα. Μου άρεσε η νύχτα. Και ο τζόγος. Όμως, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Αναπάντεχη. Και μία μέρα, συμβαίνει κάτι και σιχαίνεσαι τον κόσμο. Αποφάσισα να έρθω εδώ• με την γενήτριά μου, την σκηνή μου, το ράντζο μου• και σιγά-σιγά έφτιαξα αυτά που βλέπετε γύρω σας. Καλιεργώ ντομάτες, μελιτζάνες, ότι μου χρειάζεται. Έχω και τις καβάτζες μου. Άμα βαριέμαι πολύ –περίπου κάθε τρία χρόνια- πηγαίνω στο χωριό, παίρνω δέκα χιλιάρικα, ανεβαίνω στην Αθήνα και τα τρώω στις πουτάνες και στον τζόγο. Αλλά δεν αντέχω πολύ• βία μιά βδομάδα.
-Και που τα βρίσκεις δέκα χιλιάρικα;
-Είναι τα παιδιά μου στο χωριό. Τους έχω αφήσει τα μαγαζιά.
-Πόσα παιδιά έχεις;
-Δύο.
-Γυναίκα;

*

Ο Ντόριαν Γκρέι καθόταν ήσυχα-ήσυχα στο πεζούλι και έπινε μιά παγωμένη μπύρα. Είχε κάνει μιά μεγάλη βόλτα –είχε περάσει από όλα σχεδόν τα μπαρ του κέντρου- και το ξημέρωμα τα βήματά του τον έφεραν στην γειτονιά της φοινικιάς. Ξαφνικά, ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά του και ένας νεαρός αστυνομικός βγήκε απ’την πόρτα του συνοδηγού.
-Τι πιριμίνεις συ δω χάμου; τον ρώτησε.
«Μπα; Παίρνει η αστυνομία και αλβανούς; Μωρέ μπράβο. Σε τι προοδευτική χώρα ζω;», σκέφτηκε και απάντησε:
-Την Βασιλεία των Ουρανών.
-Μι κοροϊδεύς; αγρίεψε ο αστυνομικός.
-Καθόλου, απάντησε ο Ντόριαν Γκρέι σοβαρά, είμαι ιεχωβάς και περιμένω την Δευτέρα Παρουσία.
-Στάθ, ιφτούς ιδώ μι κοροϊδεύ, είπε ο αστυνομικός στον οδηγό του περιπολικού. Εκείνος βγήκε έξω.
-Τι κάνεις εδώ; ρώτησε κι αυτός με την σειρά του.
-Ότι γουστάρω, του είπε ο Ντόριαν Γκρέι.
-Τι εννοείς;
-Εννοώ ότι μπορείτε να μου κάνετε έλεγχο, να μου ζητήσετε ταυτότητα, να μου ζητήσετε να σας ακολουθήσω στο τμήμα γιά εξακρίβωση στοιχείων, όμως δεν μπορείτε να με ρωτάτε τι κάνω εδώ και να περιμένετε να σας απαντήσω, διότι έχουμε δημοκρατία και καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει –αρκεί να μην ενοχλεί τον άλλον. Επίσης, είμαι φορολογούμενος πολίτης και εσείς υπάληλοι του κράτους. Αυτό σημαίνει πως σας πληρώνω γιά να εξυπηρετείτε εμένα –τον Πολίτη- άρα κατά μία έννοια είστε υπάληλός μου• θα ήθελα λοιπόν να μου μιλάτε –όπως και εγώ- στον πληθυντικό.
-Στο Τμήμα.
-Μάλιστα.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε ο Γιώργος τον Θεμιστοκλή.
-Βέβαια, είπε ο Θεμιστοκλής. Κοίτα γύρω σου: ο θεός κέδρος, η θεά πέτρα, ο θεός ήλιος, η θεά θάλασσα, τα πάντα γύρω σου είναι θεοί. Λέγεται ζωή.
-Και η άλλη, η μετά θάνατον;
-Δεν ξέρω κανέναν που να γύρισε γιά να μας πει.

*

-Μήτσο, σου έφερα τον προϊστάμενό σου, ειρωνεύτηκε ο αστυνομικός μπαίνοντας στο γραφείο του αξιωματικού φυλακής.
-Έτσι ε; απάντησε ο Μήτσος –ο αξιωματικός φυλακής. Κύριε προϊστάμενε γιά αδειάστε τις τσέπες σας στο γραφείο παρακαλώ.
Ο Ντόριαν Γκρέι έβγαλε από τις τσέπες του μιά ταυτότητα, μιά κουβαρίστρα με πράσινη κλωστή, δυό χρησιμοποιημένα εισητήρια λεωφορείου, ένα μουσικό κουτί που είχε ζωγραφισμένο πάνω έναν αρλεκίνο, ένα κινέζικο ψηφιακό ρολόι, ένα μικρό κοχύλι, ένα πλαστικό γράμμα από σκράμπλ –το γράμμα έψιλον- ένα διαφημιστικό φυλάδιο γιά κάποιο τσίρκο, ένα μαύρο κομπολόϊ, τρεις πλαστικές χορδές γιά κιθάρα, ένα ποτήρι γιά ρακή, και μίση σοκολάτα.
-Αα, και σοκολατίτσα βλέπω, είπε ο Μήτσος.
-Γιατί, ψηφίστηκε νόμος που λέει πως η σοκολάτα είναι παράνομη;
Ο Μήτσος κοίταξε γύρω του με απελπισία. Ο κόσμος που περίμενε να εξυπηρετηθεί έβαλε τα γέλια.
-Μέσα, διέταξε ο Μήτσος τον υφιστάμενό του. Εξακρίβωση.
-Μάλιστα, είπε και ο Ντόριαν Γκρέϊ και ακολούθησε τον αστυνομικό στο άδειο, τσιμεντένιο κελί.
-Γιά να δούμε αν θα γελάς τώρα, του είπε ο υφιστάμενος και βγήκε κλείνοντας την πόρτα.
«Τέλεια», μονολόγησε ο Ντόριαν Γκρέϊ ξαπλώνοντας στον τσιμεντένιο πάγκο, «επιτέλους λίγη ησυχία»• και κοιμήθηκε.

*

Χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε. Ένα πράσινο φως πλημύρισε τον διάδρομο.
-Τι θέλεις; του είπε.
-Να σου πω κάτι.
-Τι;
-Του Καρυωτάκη είναι οι Σημειώσεις γιά την Όραση.

*

Ο Κριστομπάλ περπάτησε μέχρι το σταυροδρόμι. Στην μέση, στην νησίδα, κάτω απ’τα κίτρινα φώτα, στεκόταν ο Μπίλι ακουμπισμένος με τον αγκώνα στο μηχανάκι του.
-Έι, Κριστομπάλ, του φώναξε κοιτώντας τον λοξά πάνω απ’τον ώμο του, τι χαμπάρια;
-Τη βγάζω μικρέ. Εσύ; Έμαθες να παίζεις; τον πείραξε εκείνος.
-Ε, κάτι έμαθα, του απάντησε ο Μπίλι χαμογελώντας πονηρά, και στριφογύρισε την μπακέτα του στα δάχτυλα.
-Δείξε μου.
Κουβέντιαζαν αντικρυστά οι δυό τους και ανάμεσά τους περνούσαν τα αυτοκίνητα με τα κίτρινα φώτα τους σαν σε αργή κίνηση.
-Θα παίξουμε ένα μπούγκι γιά τον δρόμο;
-Πρέπει να έχεις αρχίδια γιά να παίξεις μπούγκι μικρέ, του είπε ο Κριστομπάλ πειραχτικά.
-Έχω αρχίδια, απάντησε ο Μπίλι χαμογελώντας.
-Αρχίδια έχεις, ανταπάντησε ο Κριστομπάλ –κι αυτός χαμογελώντας- και έβγαλε απ’την τσέπη της καμπαρτίνας του μιά φυσαρμόνικα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. Ο ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ.

Ο Δημοσθένης βγήκε να αγοράσει ψάρια γιά τα γατιά του. Διάλεξε με προσοχή τα ψώνια του –ήταν πολύ προσεκτικός καταναλωτής- έκανε την βόλτα του στην πλατεία και περπάτησε μέχρι την στάση του τραμ. Κατευθύνθηκε στο τελευταίο παγκάκι –στο μόνο που είχε άδεια καθίσματα. Κάθισε στο ακριανό. Στην άλλη άκρη κάθοταν ένας παχύς τύπος που κρατούσε μιά χάρτινη σακούλα. Τους χώριζε ένα κάθισμα. Ο Δημοσθένης τον παρατήρησε με την άκρη του ματιού του. Εκείνος άνοιξε την σακούλα και έβγαλε από μέσα ένα πιροσκί. Το περιεργάστηκε γιά μερικά δευτερόλεπτα και μετά άρχισε να μαδάει τη ζύμη γύρω απ’το λουκάνικο. Όταν έφτασε στην επιθυμητή αναλογία ζύμης-λουκάνικου, καταβρόχθισε το μισοπιροσκί με δυό μπουκιές. Ύστερα, έβγαλε ένα άλλο πιροσκί απ’την σακούλα.
Ο Δημοσθένης –που είχε την δική του άποψη γιά την Λογική- σκέφτηκε ότι η εικόνα του κόσμου που μας περιβάλει, δημιουργείται από μιά λεπτή ισοροπία ιδιωτικών παράλογων λογικών, που είναι εύκολο να διαταραχθεί. Παρατηρούσε το περιβάλον με την ματιά ενός ανθρώπου που έχει εντελώς διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις από κάποιον άλλο κάτοικο της περιοχής μεγαλωμένο σε αυτό ακριβώς το περιβάλον –από τον διπλανό του, γιά παράδειγμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα αυτοκίνητα δεν σταματάνε στο κόκκινο (κινδύνεψε πολλές φορές να τον πατήσουν), γιατί οι γείτονές του αφήνουν τα σκουπίδια δίπλα στον κάδο (αντί να τα ρίχνουν μέσα), γιατί κάθε δημόσια υπηρεσία σκάβει το δικό της χαντάκι στον δρόμο, γιατί ένα πλοίο κάνει δεκατέσσερεις ώρες να πάει από το Λαύριο στην Νάξο, γιατί η σήραγγα του Αρτεμισίου κάθε χρόνο πλημυρίζει και άλλα τέτοια. Δεν μπορούσε επίσης να κατανοήσει τον όρο «νομιμοποίηση αυθαιρέτων» -όσο και αν προσπαθούσε ο Βίκτωρας να του τον εξηγήσει. (Ο Κίμωνας πολύ διασκέδαζε με αυτές τις απορίες του Δημοσθένη –γελούσε με την ψυχή του- όμως εκείνος –συνεπής στην πετραδάκι-πετραδάκι δομημένη προσωπική λογική του- θεωρούσε τον Κίμωνα τρελό και μηδενιστή• ειδικά όταν άρχιζε να αναπτύσει τις παράξενες θεωρίες του γιά το χάος και την αταξία).
Την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ένα μεγάλο μυστήριο ταλαιπωρούσε το μυαλό του• όχι το ότι ο διπλανός του –ή πιό σωστά ο παραδιπλανός του- πετούσε τα περισεύματα της ζύμης μπροστά στα πόδια του –αυτό το είχε ξαναδεί- αλλά η μεθοδολογία της επιλογής της προς βρώσιν ποσότητας ζύμης.
«Μάλλον θα κάνει δίαιτα», σκέφτηκε, και αμέσως μετά: «απ’την άλλη έχει φάει τέσσερα πιροσκί και πάει γιά το πέμπτο». Ο παχύς τύπος αυτή την φορά μάδησε όλη την ζύμη και κράτησε μόνο το λουκάνικο. Το κοίταξε γιά λίγο διστακτικός και μετά, με μία αποφασιστική κίνηση, το πέταξε σε ένα μεγαλόσωμο σκυλί που είχε ξαπλώσει στη σκιά. Ο σκύλος άνοιξε το ένα του μάτι, κοίταξε βαριεστημένα μία το λουκάνικο και μία τον τύπο και ξανακοιμήθηκε.
-Που καταντήσαμε, είπε ο παχύς τύπος απευθυνόμενος στον Δημοσθένη. Τα βλέπεις φίλε μου; Ούτε καν κουνήθηκε. Έχουμε καλομάθει όλοι –μέχρι και τα σκυλιά. Όλα στο πιάτο. Σε άλλες χώρες πεθαίνουν απ’την πείνα και αυτός ο κοπρίτης ούτε κουνήθηκε. Εε, ρε Κατοχή που μας χρειάζεται.
Ο τύπος σταμάτησε περιμένοντας από τον Δημοσθένη μιά ένδειξη συμπαράστασης, όμως εκείνος –που δεν του άρεσαν καθόλου οι απροσδόκητες συναναστροφές- συνέχισε να κοιτάει ευθεία μπροστά με απλανές βλέμμα.
-Καλά δεν λέω ρε φίλε; ξαναπροσπάθησε –μάταια- ο τύπος.
Ο Δημοσθένης κοίταζε το άπειρο. Ο τύπος με τα πιροσκί –απογοητευμένος- γύρισε μπροστά του διακόπτοντας την επαφή.

Σε αυτό το σημείο η περιπέτεια του Δημοσθένη κινδύνεψε να κάνει κοιλιά. Όμως –προς όφελος της ιστορίας μας- εμφανίστηκε –σαν από μηχανής θεός- το Τρίτο Πρόσωπο.
Το Τρίτο Πρόσωπο ήταν ένας ψηλός, λιπόσαρκος τύπος με βαμμένα μαύρα μαλλιά, στερεωμένα πίσω με μπριγιαντίνη. Κουβαλούσε δύο πλαστικές σακούλες, που είχαν πάνω τυπωμένη μιά φίρμα από σούπερ μάρκετ. Ο Δημοσθένης –χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, πάντα με την άκρη του ματιού- παρατήρησε τα αυλάκια απ’την τσατσάρα στα κοκαλωμένα μαλλιά του. Το Τρίτο Πρόσωπο κάθησε στο μεσαίο κάθισμα –ανάμεσα στον Δημοσθένη και στον τύπο με τα πιροσκί. Ακούμπησε κάτω τις σακούλες και αφού τις έψαξε γιά λίγο, έβγαλε μία μακριά απόδειξη ταμειακής μηχανής, την οποία άρχισε να μελετάει.
-Γιά πες μου ρε φίλε, είπε δείχνοντας την απόδειξη στον Δημοσθένη, δεν θα έπρεπε δίπλα από το είδος να σου γράφουν και την τιμή του κιλού; Φέτα Ηπείρου τρακόσια γραμμάρια τόσο, τιμή κιλού τόσο. Ε; δεν θάπρεπε;
Ο Δημοσθένης συνέχισε να κοιτάζει το άπειρο, προσέχοντας πάρα πολύ μην ξεχαστεί –έστω γιά μιά στιγμή- και δείξει ότι έχει οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλον.
-Άστον αυτόν, μην του μιλάς, είναι άρρωστος. Μάλλον κωφάλαλος, είπε ο τύπος με τα πιροσκί στον άνθρωπο με τις σακούλες.
-Αα, μάλιστα, απάντησε εκείνος και συνέχισαν την κουβέντα μεταξύ τους.

Ήρθε το τραμ. Ο Δημοσθένης σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Οι άλλοι δυό παρέμειναν στις θέσεις τους –περίμεναν το τραμ που πήγαινε στη Γλυφάδα. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, ο Δημοσθένης κοίταξε τον τύπο με τα πιροσκί και του είπε:
-Είσαι πολύ μαλάκας. Αυτά τα πιροσκί δεν τα τρώνε ουτε τα σκυλιά –και εσύ έφαγες πέντε.
Ο τύπος τινάχτηκε πίσω, λες και τον χτύπησε κεραυνός. Κοίταξε τον Δημοσθένη μέσα απ’τις πόρτες που έκλειναν σαν να έβλεπε φάντασμα. Το τραμ ξεκίνησε.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. Η ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

Ο κύριος Κόϋνερ αποφάσισε να κάνει μιά μεγάλη νυχτερινή βόλτα στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος Κόϋνερ ήταν Παρατηρητής. Του άρεσε να καταγράφει τα γεγονότα. Του άρεσε επίσης και να πίνει. Διέσχισε την λεωφόρο και πέρασε μπροστά απ’το Μουσείο. Μπροστά στην πύλη στέκονταν μερικοί αστυνομικοί. Δεν τον είδαν –ήταν καλά μεταμφιεσμένος, (κάτι ανάμεσα σε άστεγο και τουρίστα). «Μήπως είμαι αόρατος;», αναρωτήθηκε. Πλησίασε τον επικεφαλής.
-Συγνώμη καλέ μου κύριε, πως θα πάω στο μετρό;
Ο αστυνομικός τον κοίταξε με απορία.
-Όλο ευθεία, του είπε και γύρισε ξανά στους συναδέλφους του. «Έχουμε γεμίσει βλάχους», μονολόγησε.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε το Μουσείο που φιλοξενούσε την σπουδαιότερη συλογή ελληνικών αγαλμάτων του κόσμου.
-Χμ, είπε.

Περπάτησε ως την Ομόνοια. Κατέβηκε την Αθηνάς. Περπατούσε στο δεξί πεζοδρόμιο, προς το Μοναστηράκι. Μπροστά του περπατούσαν δυό κοπέλες που κρατούσαν μπαλόνια. Τις προσπέρασε.
-Ει, ψιτ, κύριε, του φώναξε η μία, μήπως ξέρετε που είναι ο ΟΤΕ;
-Χμ, είπε ο κύριος Κόϋνερ. Όχι.
-Η ΔΕΗ;
-Χμ χμ, ξανάπε ο κύριος Κόϋνερ κοιτάζοντας πάνω απ’τον αριστερό του ώμο το κτίριο της ΔΕΗ, πάλι όχι.
-Καλά. Μήπως θέλετε να αγοράσετε ένα μπαλόνι –ή έστω να σας το χαρίσουμε; Είναι ώραία αυτά τα μπαλόνια όταν κολάνε στο ταβάνι -έχει επάνω και τον Ρότζερ Ράμπιτ.
-Χμ, νομίζω όχι.
-Εντάξει τότε. Μιά τελευταία ερώτηση. Ξέρετε που είναι το Μικρό Μπαρ;
-Χμ χμ χμ, και βέβαια ξέρω. Θα στρίψετε εδώ δεξιά και αμέσως αριστερά.
Οι κοπέλες στρίψαν δεξιά. Ο κύριος Κόϋνερ συνέχισε ευθεία και έφτασε στο Μοναστηράκι.
Κοντοστάθηκε στην πόρτα του σταθμού και διάβασε την αφίσα. «Ο Αόρατος Θίασος σε μία και μοναδική παράσταση: Follow the white rabbit».
«Χμ. Ας πάω στο Μικρό Μπαρ», σκέφτηκε. Και γύρισε πίσω.

Λίγο πρίν φτάσει στο Μικρό Μπαρ σταμάτησε μπροστά σε ένα άλλο μαγαζί –το Μεσαίο Μπαρ. Ο κύριος Κόϋνερ –που είχε μιά παράξενη αντίληψη σε σχέση με τους προορισμούς- μπήκε και κάθησε στη μπάρα. Δίπλα του χόρευε μιά κοπέλα με κόκινη μπλούζα και παράξενο κούρεμα. (Καρέ, που ξεκινούσε πολύ κοντό και τελείωνε πολύ μακρύ).
-Michel, my bell, πιστεύεις στην Μοίρα; την ρώτησε, σηκώνοντας το ποτήρι.
-Όχι, του απάντησε εκείνη ξαφνιασμένη, όμως πως ξέρεις το όνομά μου;
-Και πολύ καλά κάνεις, της είπε τελειώνοντας το ποτό του, και βγήκε απ’το μπαρ.

Πέρασε μπροστά απ’το Μικρό Μπαρ. Η κοπέλα, του χαμογέλασε απ’το τζάμι -με το μπαλόνι στο χέρι. Του έδειξε με τα μάτια την αφίσα που ήταν κολημένη στην πόρτα.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε τον μάγο με το σαρίκι, που κρατούσε στα χέρια του μιά κρυστάλινη σφαίρα. «Πιστεύεις στη Μοίρα;», έγραφε από κάτω η αφίσα. «Όχι», έγνεψε με το κεφάλι στην κοπέλα και συνέχισε τον δρόμο του.

Έφτασε στο Μεγάλο Μπαρ Με Τους Ξύλινους Πάγκους. Έξω απ’το μπαρ, στη μέση του δρόμου, δυό μεθυσμένοι νεαροί τσακώνονταν γιά μιά κοπέλα. Τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει. Οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούσαν την έκβαση της «μάχης».

Μπήκε μέσα. Κοίταξε αριστερά. Μιά παρέα τεσσάρων ατόμων ήταν καθισμένη στον ξύλινο πάγκο. Τους παρατήρησε.
-Τι λες βρε Μπαντ Μασίν; Είσαι με τα καλά σου; Σιγά μην περάσει την Μάντσεστερ, είπε ο πρώτος.
-Τι εννοείς; Η Μπάγιερν θα το πάρει, είπε πεισματικά ο δεύτερος. Εσύ τι λες; ρώτησε τον τρίτο.
-Εγώ είμαι ΑΕΚ.
-Τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας;
-Καμμία. Απλώς τοποθετήθηκα. Τι κάνει το άλλο το μπάζο;
-Όπως πάντα, κοιμάται.
-Ο άθλιος. Ο μπεκρούλιακας.

Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε δεξιά, τον μεγάλο μαρμάρινο πάγκο. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μιά σκοτεινή σιλουέτα που καθόταν στην άκρη του πάγκου. Ήταν ένας παράξενος άντρας, ακαθορίστου ηλικίας, που έπινε το ποτό του χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Ήταν ακουμπισμένος με τους αγκώνες του στο μάρμαρο του πάγκου. Φορούσε την καμπαρτίνα του –σαν να ήταν έτοιμος να φύγει. Τέλειωσε το ποτό του, ακούμπησε το ποτήρι του στη μπάρα και το έσπρωξε ελαφρά προς την μέσα μεριά.
-Άλλο ένα, είπε.

Άπλωσε το χέρι της να πάρει το ποτήρι. Στην κίνηση του κεφαλιού της, κατακόκινοι ιριδισμοί πλημύρισαν τον Χώρο. Η Κίνηση σταμάτησε. Και ο Χρόνος. Όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο μπαρ πετρώσαν.
-Ο δόκτορ Κόϋνερ υποθέτω, του είπε με ένα απόκοσμο χαμόγελο στα χείλη και η κατάμαυρη –σαν έβενος- ματιά της τον διαπέρασε.
-Και εσείς; είπε εκείνος.
-Με λένε Τζέσικα και είμαι η ταξιθέτρια. Πιστεύετε στην Μοίρα κύριε Κόϋνερ;
-Όχι πιστεύω. Μελετώ, μαθαίνω, γνωρίζω. Που βρίσκομαι; Ασφαλώς εσείς θα έχετε κάποια ιδέα.
-Που νομίζετε ότι είσθε -βλέπετε με πόση μαεστρία απέφυγα την λέξη «πιστεύω»- δόκτορ Κόϋνερ;
-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Βγήκα να πιώ ένα ποτό.
-Και τι ποτό επιθυμείτε; Γαλάζιο ή κόκκινο;
-Ποτέ δεν θα τολμούσα να ζητήσω ένα γαλάζιο από εσάς, κυρία μου.
-Τότε λοιπόν ένα κόκκινο• όμως προσέξτε• είπατε ότι Μοίρα δεν υπάρχει• ότι είναι όλα επιλογές.
-Έτσι είπα.
-Λοιπόν; Πως από εδώ; Τι ψάχνετε να βρείτε κύριε Κόϋνερ;
-Λογική. Γιατί πετρώσαν όλοι εδώ μέσα;
-Σε σχέση με τι; Τι είναι λογικό και τι όχι; Παραδείγματος χάριν, γιατί φοράτε γραβάτα;
-Μα δεν φοράω.
-Έτσι λέτε; Γιά κοιταχτείτε στον καθρέφτη.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε το είδωλό του στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ, πίσω απ’την μαρμαρωμένη σερβιτόρα. Πράγματι, φορούσε μιά κόκκινη γραβάτα. Πολύ περισσότερο, φορούσε άσπρο πουκάμισο, άσπρο σακάκι, άσπρο παντελόνι και άσπρα παπούτσια.
-Σαν θερμόμετρο είμαι.
-Πολύ σωστά. «Σαν», σημαίνει «έτσι ακριβώς όπως».
-Τι εννοείτε;
-Ότι είσθε θερμόμετρο.
-Μα τι λέτε κυρία μου; Εγώ είμαι άνθρωπος.
-Ναι ε; Και που είναι οι συνάνθρωποί σας; Και γιατί δεν φοράτε τα ρούχα που με αυτά βγήκατε απ’το σπίτι σας; Και γιατί έχουν πετρώσει τα πάντα γύρω σας και αντιλαμβανόμαστε τον Χώρο και τον Χρόνο μόνο εμείς οι δυό; Κοιτάξτε πάλι στον καθρέφτη. Πιό κοντά.
Ο κύριος Κόϋνερ πλησίασε τον καθρέφτη και κοίταξε προσεκτικά τον αντεστραμένο εαυτό του. Δίπλα απ’την κόκινη γραβάτα, πάνω στο άσπρο σακάκι υπήρχαν μαύρες γραμμούλες με νούμερα και υποδιαιρέσεις. Η κόκινη γραβάτα έδειξε μιά ανεπαίσθητη αυξομείωση.
-Εντάξει, είμαι θερμόμετρο, είπε ο κύριος Κόϋνερ, με ύφος ανθρώπου που είναι βέβαιος ότι ονειρεύεται και ότι σύντομα θα ξυπνήσει. Και τι μετράω;
-Ότι θέλετε να μετρήσετε, δόκτορ Κόϋνερ.
-Εντάξει τότε. Θα μετρήσω τον Άνθρωπο.
-Σε σχέση με τι;
-Με την Λογική.
-Πάλι τα ίδια. Ξέρετε πολύ καλά ότι η Λογική είναι μιά μέθοδος, ένας τρόπος να βγάζουμε συμπεράσματα, σύγκριση και κρίση στηριγμένη στην παρατήρηση –πράγμα που σημαίνει πως γιά να βγάλουμε συμπέρασμα γιά κάτι, πρέπει να γνωρίζουμε...
-Γνωρίζω.
-Τι γνωρίζετε κύριε Κόϋνερ; Οτιδήποτε ξέρετε, το ξέρετε ως άνθρωπος• και -μόνος σας- πριν από λίγο, παραδεχτήκατε ότι είστε θερμόμετρο• και ξεκινήσατε να μετρήσετε τον Άνθρωπο.
-Δεν είμαι θερμόμετρο. Έχω Λογική. Είμαι άνθρωπος. Το ξέρω!
-Ξεράδια, είπε εκείνη γλυκά. Είστε θερμόμετρο -και έχετε υδράργυρο.
Το χαμόγελό της έρεε «μέλι και χλεύη».
«Αφού ξέρω ότι ονειρεύομαι, μπορώ και να ξυπνήσω. Θα ξυπνήσω», σκέφτηκε εκείνος και –με κλειστά μάτια- κούνησε το κεφάλι.
-Καλησπέρα, τον καλωσόρισε η Τζέσικα, στην μέση της γνωστής –πλέον- σύναξης των πετρωμένων.
«Εντάξει, δεν ονειρεύομαι. Άρα, είμαι τρελός», σκέφτηκε, προσπαθώντας να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει.
-Γιατί πιστεύετε ότι είσθε τρελός δόκτορ Κόϋνερ; τον ρώτησε εκείνη διαβάζοντας την σκέψη του. Σας παρακολουθώ τόση ώρα να χρησιμοποιείτε μιά αναμφισβήτητα λογική μέθοδο, κάνοντας λογικότατες συνάψεις και καταλήγοντας σε –επίσης- λογικότατα συμπεράσματα. Αυτό, από μόνο του, δεν σας πείθει πως δεν είσθε τρελός; Δεν είναι αυτό ένα ασφαλές συμπέρασμα, που μπορούμε να δεχτούμε;
-Όχι.
-Γιατί όχι;
-Γιατί αν δεν είμαι τρελός, είμαι θερμόμετρο.
-Πάρα πολύ σωστά. Άλλωστε αυτό δεν μας είναι καινούριο. Είναι μιά διαπίστωση που έχουμε κάνει ήδη από την μέση της συζήτησης. Είστε θερμόμετρο. Αν κοιτάξετε προσεκτικά στον καθρέφτη θα διαπιστώσετε πως αυτό που σας φαίνετε σαν άσπρο κοστούμι είναι το σώμα σας –η προηγούμενη υλική σας υπόσταση- που είναι τώρα διάφανη. Το μόνο έγχρωμο στην τωρινή σας ύπαρξη είναι το κόκκινο ποτό που μόλις ήπιατε και που έχει καταλάβει τον χώρο από τον λάρυγγα ως το στομάχι. Είστε θερμόμετρο• ένα ομολογουμένος ιδιότυπο θερμόμετρο –αφού είσθε το πρώτο θερμόμετρο που σκέφτεται, μιλάει και περπατάει- αλλά πάντως θερμόμετρο. Όπως και νάχει, γιά να παρηγορηθείτε, σκεφτείτε λίγο τον πρώτο άνθρωπο που διαπίστωσε ότι είναι άνθρωπος.
-Δεν έχετε άδικο. Όμως αυτό ήταν πολύ φτηνό εκ μέρους σας.
-Ποιό;
-Το ότι μου δώσατε να πιώ το κόκκινο ποτό και με κάνατε θερμόμετρο.
-Δεν είσθε καθόλου δίκαιος. Εσείς ήρθατε εδώ ψάχνοντας γιά Λογική και μου ζητήσατε –μόνος σας- το κόκκινο ποτό. (Αν και εδώ που τα λέμε, είναι λίγο αστείο να ψάχνετε γιά λογική μέσα σε ένα μπαρ• παραδεχτείτε το• ήρθατε γιά την παράσταση).
-Σαν να έχετε δίκιο, απάντησε ο κύριος Κόϋνερ χαμογελώντας.
-Λοιπόν, πάμε;
-Που;
-Μέσα, γιά να αρχίσει η παράσταση. Όλοι εμάς περιμένουν.
-Πάμε, της είπε και της προσέφερε το μπράτσο του. Πολύ όμορφα μαλλιά. Το χρώμα μου.
-Κύριε Κόϋνερ με φλερτάρετε; Είμαι παντρεμένη γυναίκα.
-Αα, και το όνομα του τυχερού;
-Ρότζερ.
-Δεν φαντάζομαι ο Ρότζερ να ζηλέψει ένα θερμόμετρο; της είπε πονηρά.
-Χμ, απάντησε εκείνη, ας περάσουμε στην επόμενη ιστορία.
Και χτυπώντας τα δάχτυλα, τους ξεπέτρωσε όλους.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΖΟΜΠΙ.

Αϊτή. Μια χώρα σκλάβων στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Ένα κομμάτι Αφρικής στο κέντρο της αμερικανικής ηπείρου. Μια χώρα με παντελή έλλειψη υποδομών που το 82 % του πληθυσμού – περίπου 6.500.000 άνθρωποι- ζουν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Η χώρα των Ζόμπι.

*

Ο Πούκι ο μάγος ξύπνησε νωρίς. Έφυγε απ’ το χωριό του με το αυτοκίνητο των δυτικών δημοσιογράφων που τον πλήρωσαν για να κινηματογραφήσουν ένα αληθινό ζόμπι. Η συμφωνία ήταν καθαρή. 1.000 δολάρια για το ζόμπι και άλλα 500 για να «τραβήξουν» μια παραδοσιακή τελετή βουντού -καθώς επίσης τη διαδικασία παρασκευής της ζομπία, της σκόνης που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι.
«Έχεις κάνει ποτέ κανέναν ζόμπι;» ρωτούν οι δημοσιογράφοι. «Όχι, είναι παράνομο» απαντάει εκείνος «...αλλά θα νοικιάσω ένα και θα σας το φέρω να το δείτε, από ένα μέρος μακριά από’ δω...»

Ο Πούκι είναι «χουνγκά», ιερέας βουντού της ανώτατης βαθμίδας. Είναι ο μάγος - γιατρός του χωριού του, το πιο σημαντικό πρόσωπο δηλαδή για ένα τυπικό χωριό της Αϊτής, με πληθυσμό περίπου 100 κατοίκους. Η σχέση του χουνγκά ή της μάμπο (η γυναίκα ιερέας βουντού της αντίστοιχης βαθμίδας) με τους «υπηκόους» του, είναι σχέση σεβασμού κι εξάρτησης. Γιατρεύει τους αρρώστους, λύνει τις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των μελών της κοινότητας, φροντίζει για την εύνοια των θεών και βοηθάει με όποιον πρακτικό τρόπο μπορεί το χωριό. Ένα μέρος απ’ τα χρήματα των δημοσιογράφων θα διατεθούν για την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης του χωριού. Ο Πούκι, στη διαδρομή για τα γύρω χωριά, απ’ όπου θα προμηθευτεί από άλλους ιερείς τα απαραίτητα υλικά για να φτιάξει τη ζομπία, κάνει τράκα τσιγάρα απ’ το τηλεοπτικό συνεργείο και τα δίνει στους Αϊτινούς συνεπιβάτες του οκταθέσιου βαν ο οποίοι τα καπνίζουν από κοινού, δίνοντάς τα ο ένας στον άλλο. Η παράξενη αυτή συντροφιά αποτελείται από δύο δημοσιογράφους, έναν εικονολήπτη, τον Μαξίμ – τον Αϊτινό οδηγό του αυτοκινήτου- τον Πούκι το μάγο, δύο γυναίκες κι έναν άντρα του χωριού και τους δυο «ξεναγούς» του συνεργείου. Φτάνουν στο πρώτο χωριό. Είπαμε ότι το βαν είναι οχταθέσιο; Στην Αϊτή, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.


*

Αϊτή. Στη γλώσσα των Ινδιάνων πρώτων κατοίκων της, σημαίνει «η χώρα των βουνών». Έχει πρωτεύουσα το Πορτ-ο-πρενς, με δύο εκατομμύρια κατοίκους, επίσημη γλώσσα τη γαλλική και επίσημη θρησκεία την καθολική και – απ’ το 2003- τη Βουντού. Η Αϊτή είναι το δυτικό κομμάτι του νησιού Εσπανιόλα που βρίσκεται ανατολικά της Κούβας. Η Εσπανιόλα είναι η πρώτη γη των Δυτικών Ινδιών που αποβιβάστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος κατά την ανακάλυψη της Αμερικής το 1492. Το άλλο κομμάτι του νησιού, το ανατολικό, είναι η Δομινικανή Δημοκρατία με πρωτεύουσα το Σάντο Ντομίνγκο – την πιο παλιά ισπανική πόλη της αμερικανικής ηπείρου που την ίδρυσε το 1496 ο αδελφός του Κολόμβου. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο «εκπολιτισμού» και εκχριστιανισμού των βάρβαρων ιθαγενών, ο γηγενής πληθυσμός – περίπου 1.000.000 άνθρωποι- εξοντώθηκε από τις φριχτές συνθήκες της καταναγκαστικής εργασίας. Το 1517, λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού οι Ισπανοί άρχισαν να φέρνουν μαύρους σκλάβους απ’ τις δυτικές ακτές της Αφρικής. Το 1697 μετά από 70 περίπου χρόνια βίαιων συγκρούσεων μεταξύ Γάλλων και Ισπανών, η Αϊτή πέρασε στα χέρια της Γαλλίας. Ενώ οι μαύροι σκλάβοι συνέχισαν να δουλεύουν στις φυτείες, κάποιες όμορφες Αφρικανές «σπιτώθηκαν» από Γάλλους ευγενείς. Δημιουργήθηκε έτσι απ’ τους απογόνους τους μια ξεχωριστή τάξη μιγάδων, με χρώμα «σοκολά» και ειδικά προνόμια. Η τάξη των Κρεό. Η επίσημη θρησκεία του κράτους ήταν, βέβαια, ο καθολικισμός. Οι σκλάβοι όμως από την Αφρική έφεραν μαζί τους τις δικές τους θρησκείες που ήταν πανθεϊστικές. Αυτά τα δυο στοιχεία αναμίχθηκαν και δημιουργήθηκε το βουντού. Η θρησκεία των φτωχών.

*

Το Woodoo ή Vodun είναι η ονομασία που έδωσαν οι λευκοί (Hoodoo στα αφροαμερικανικά) στον κύριο τύπο πνευματοληπτικής λατρείας που διαδόθηκε αστραπιαία μεταξύ του 1730 και του 1790 στους μαύρους σκλάβους του Νέου Κόσμου και ειδικότερα, των νησιών της Καραϊβικής. Πνευματοληπτικές λατρείες (ή λατρείες κατοχής) λέγονται οι λατρείες που κατά τις τελετές τους, το πνεύμα (θεός ή πρόγονος) καταλαμβάνει το σώμα του πιστού και επικοινωνεί μαζί του χωρίς μεσολάβηση ιερέα ή μάγου. Η τελετή έχει στόχο την επικοινωνία με διάφορα πνεύματα (λόα) και γίνεται στο περιστύλιο (χούμφο) τον κύριο χώρο του ναού, ο οποίος ένας στεγασμένος εξωτερικός χώρος με έναν ζωγραφισμένο στύλο στη μέση ο οποίος συμβολίζει την ένωση ουρανού και γης- συμβολισμός που συναντάται σχεδόν σε όλες τις θρησκείες. Ο ναός εκτός από το περιστύλιο περιλαμβάνει και δύο δωμάτια όπου έχουν πρόσβαση μόνο ο μάγος και οι βοηθοί του. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με θρησκευτικές παραστάσεις φανερά επηρεασμένες από τον καθολικισμό. Στις τοιχογραφίες, τα θέματα ποικίλουν: Η Ερζουλί Ταντόρ η θεά της αγάπης, μια μαύρη μαντόνα με το βρέφος αγκαλιά. Ο Μπαρόν, ο άρχοντας των νεκρών-ένας χαμογελαστός σκελετός που φοράει σμόκιν και πίνει ρούμι. Ο Ιησούς στο σταυρό. Λευκοί άγιοι που σκοτώνουν δράκους ή δαίμονες, μαύρες γάτες, σταυροδρόμια και κοκόρια, όλα τα μυστικιστικά σύμβολα των λαϊκών δοξασιών και προλήψεων.

Η τελετή ξεκινάει. Ο Πούκι κουνάει το ιερό σείστρο. Οι πιστοί χορεύοντας αρχίζουν να ψάλλουν τον πρώτο ύμνο με τη συνοδεία τύμπανων. Ο πρώτος θεός που καλείται είναι ο Λέκμπα – ο θεός που ελέγχει τα σταυροδρόμια- για να ανοίξει τη δίοδο μεταξύ του γήινου κόσμου και των κόσμου των πνευμάτων. Στην συνέχεια τα πνεύματα καλούνται με τη σειρά. Η κάθε θεότητα έχει το δικό της ύμνο και το δικό της ρυθμό στα τύμπανα. Ο Νταμπάλα-ο θεός των φιδιών, ο Σάνγκο-ο θεός της καταιγίδας, ο Ογκούν-ο θεός του πολέμου, η Ερζουλί Ταντόρ-η θεά της αγάπης. Ο ρυθμός των τυμπάνων γίνεται πιο γρήγορος. Μια μεγάλη φωτιά ανάβει για να δηλώσει την παρουσία πιο ισχυρών πνευμάτων. Στη λάμψη της φωτιάς, τα μέλη της Μυστικής Κοινωνίας διακρίνονται να κατεβαίνουν το βουνό. Την αποτελούν έξι ιερείς φορώντας μάσκες – σύμβολα των θεών. Ο Μπαρόν, ο άρχοντας των νεκρών, καταλαμβάνει το σώμα του Πούκι. Ο μάγος αρχίζει να τρέμει. Γονατίζει στη γη ενώ τα χείλη του σχηματίζουν ακατάληπτες φράσεις. Τον ακολουθεί η μάμπο, η πρωθιέρεια της τελετής σε κατάσταση έκστασης. Το σώμα της έχει καταληφθεί από το πνεύμα της Μπριγκίτε, γυναίκας του Μπαρόν. Οι φύλακες της Πύλης του Κάτω Κόσμου είναι εδώ. Οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν άφωνοι.
Ο ρυθμός των τύμπανων είναι πια ντελιριακός. Ο πιστοί χορεύοντας και πίνοντας φτηνό ρούμι οδηγούνται σε κατάσταση καταληψίας. Τα σώματά τους παραδίδονται στο λόγο και τις πράξεις των θεών. Τα τύμπανα, ο χορός, οι ψαλμοί των πιστών και οι άναρθρες κραυγές των πνευμάτων γίνονται ένα. Η τελετή φτάνει στο σημείο κορύφωσης κι ύστερα, σταδιακά, τα πνεύματα αποχωρούν απ’ τα σώματα των θνητών. Όλα ξαναγίνονται κανονικά και η τελετή τελειώνει.

Μετά από μια τέτοια παραδοσιακή τελετή βουντού, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου 1791, ο ιερέας που ήταν υπεύθυνος για τα τελετουργικά – ένας μεγαλόσωμος μαύρος σκλάβος απ’ τη Τζαμάικα που λεγόταν Μπούκμαν- ξεκίνησε -με έναν πύρινο λόγο κατά των λευκών αποικιοκρατών- έναν αγώνα 13 χρόνων που οδήγησε στην ανεξαρτησία των μαύρων σκλάβων. Η τελετή έγινε στο βουνό Morne Rouge και η νύχτα αυτή έμεινε γνωστή ως «Φλεγόμενη Νύχτα» σε ανάμνηση της πυρκαγιάς που κατέκαψε για μέρες το εύφορο βόρειο τμήμα της Αϊτής. Οι σκλάβοι κατέστρεφαν επιτέλους τα σύμβολα των δεσμών τους: τις φυτείες. Έτσι η Αϊτή το 1804 έγινε η πρώτη χώρα απελεύθερων σκλάβων στον κόσμο. Ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας απ’ την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1827.

*

Ο Πούκι κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο. Χαιρετάει τον χουγκά του χωριού και μπαίνουν μαζί στο ένα απ’ τα δύο δωμάτια του ναού, που είναι γεμάτο προσφορές στους θεούς. Ξεραμένα ψάρια, εικόνες λευκών αγίων, κόκαλα ζώων, ξεροί καρποί, λογής λογής παράξενα αντικείμενα κρέμονται απ’ τα καλάμια της οροφής. Ο Πούκι παίρνει απ’ τον χουγκά ένα σακουλάκι με σκόνη κι ένα ξύλινο κασόνι που μοιάζει με φέρετρο. Το κασόνι δεν έχει μήκος πάνω από ένα μέτρο. Οι δημοσιογράφοι παγώνουν. «Τι είναι αυτό;» ρωτάνε. «Πολλά ρωτάτε, θα σας κάνω ζόμπι» λέει ο Πούκι χαμογελώντας.

*

Η λέξη “Zombie” προέρχεται πιθανώς από την κονγκολέζικη λέξη “Nzambi” που σημαίνει «θεός» ή «το πνεύμα του νεκρού». Λέγοντας ζόμπι εννοούμε το σώμα νεκρού που «επαναφέρεται» από κάποιον στη ζωή για να τον υπηρετήσει ως άβουλο και άφωνο όργανό του. Τα ζόμπι έγιναν πολύ της μόδας κατά τη δεκαετία του 50 στην Αμερική απ’ τις ταινίες του Χόλιγουντ που προσάρμοσε την ιστορία στο γκραν γκινιόλ πνεύμα του καιρού για να πουλήσει περισσότερο. Η κινηματογραφική οθόνη γέμισε με «ζωντανούς-νεκρούς» ντυμένους με σάβανα που πετάγονται τα μεσάνυχτα απ’ τους τάφους τους και τρώνε ανθρώπους – γιατί, ως γνωστόν, τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα. Το θέμα απέκτησε μεταφυσική διάσταση κυρίως λόγω της επαναφοράς του νεκρού στη ζωή, της «νεκρανάστασης». Όμως το “zombification” – η διαδικασία της μετατροπής κάποιου σε ζόμπι- είναι μια απόλυτα φυσική διαδικασία, λένε οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι: κάποιος πηγαίνει σε έναν μάγο και τον πληρώνει για να κάνει ζόμπι κάποιον άλλο τον οποίο μισεί. Ο μάγος φτιάχνει δυο σκόνες. Τη ζομπία και το αντίδοτό της. Σύμφωνα με μελέτες (που έκανε στη δεκαετία του 80 ο εθνοβοτανολόγος του Χάρβαρντ, Γουέιτ Ντέιβις), η ζομπία περιέχει μεταξύ άλλων, ανθρώπινα οστά, υπολείμματα φρύνων, παραισθησιογόνα φυτά και κυρίως, το ισχυρότατο δηλητήριο του ψαριού τετρόδους, την τετραδοτοξίνη, που προκαλεί παράλυση και θάνατο. Στην Ιαπωνία, το ψάρι αυτό ονομάζεται «φούγκου» και το μαγειρεύουν ειδικά εκπαιδευμένοι άνθρωποι, μάγειρες με κρατική άδεια. Παρ’ όλα αυτά, στην Ιαπωνία έχουμε ετησίως περίπου 200 θανάτους από δηλητηρίαση.

Η ζομπία είναι τόσο τοξική που απορροφάται αμέσως όταν έρθει σ’ επαφή με το δέρμα. Το θύμα αρχίζει να αισθάνεται ζαλάδα, παραλύουν τα άκρα του και τελικά πέφτει σε κατάσταση νεκροφάνειας. Ο σφυγμός του δεν ανιχνεύεται και ο γιατρός πιστοποιεί το θάνατό του. Στην Αϊτή, λόγω του υψηλού κόστους, σπάνια γίνεται νεκροψία. Ο «νεκρός» δε θάβεται στη γη, αλλά τοποθετείται με το φέρετρο στο θάλαμό του μέσα στον οικογενειακό τάφο. [Οι τάφοι είναι μικρά σπιτάκια με ξεχωριστό θάλαμο για κάθε νεκρό που σφραγίζεται με τούβλα]. Ο μάγος, όσο το δυνατό πιο σύντομα, παραβιάζει τον τάφο και ξυπνάει το «νεκρό» χρησιμοποιώντας τη δεύτερη σκόνη, το αντίδοτο. Γι’ αυτή τη δεύτερη σκόνη, δεν υπάρχουν πληροφορίες. Αυτή είναι το μεγάλο μυστικό του zombification. Δεν έχει μελετηθεί και κανείς δε μιλάει γι’ αυτή. Κανείς δεν μπορεί να την παρασκευάσει εκτός από τον ίδιο μάγο που έφτιαξε την πρώτη.

Το θύμα ξυπνάει. Όμως δεν είναι πια ένα άτομο που σκέφτεται και δρα αυτοβούλως, αλλά ένα άφωνο και πειθήνιο όργανο στα χέρια του μάγου. Δεν υπάρχει καμιά εξωτερική μεταβολή. Παρ’ όλα αυτά το θύμα βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης νάρκωσης και παρουσιάζει κατατονική συμπεριφορά. Τρέφεται με έναν ειδικό χυλό που περιέχει ναρκωτικές ουσίες. Τα ζόμπι χρησιμοποιούνται στις βαριές δουλειές – συνήθως στις φυτείες- και πάντα κρυφά – συνήθως βράδυ. Αν φάνε αλάτι ή κρέας «ξυπνούν», συνέρχονται δηλαδή απ’ την κατάσταση νάρκωσης. Ανήκουν μόνο σε μάγους γιατί μόνο σ’ αυτούς υπακούν. Πολλές φορές τα πουλάνε σε άλλους μάγους. Στην Αϊτή είναι μεγάλη ντροπή για μια οικογένεια κάποιο μέλος της να είναι ζόμπι. Γι’ αυτό και μέχρι πριν από 20 περίπου χρόνια, οι συγγενείς νεκρών που είχαν αμφιβολίες για τα αίτια του θανάτου, έβγαζαν την καρδιά του νεκρού για να μη γίνει ζόμπι. Παραμύθια, θα πει κανείς και θα είχε δίκιο, αν ο ποινικός κώδικας της Αϊτής με το άρθρο 249, δεν αντιμετώπιζε το zombification ως δολοφονία εκ προθέσεως, προβλέποντας την ίδια ποινή φυλάκισης.

*

Οι δημοσιογράφοι μπήκαν στο δωμάτιο του ναού μαζί με τον Πούκι. Ο Μαρσέλ, ο μαλφακτέρ – ο βοηθός του μάγου – περιμένει. Στη μέση του δωματίου, ένα τεράστιο ξύλινο γουδί και πίσω ένας σταυρός. Ο χώρος φωτίζεται από κεριά. Ο Μαρσέλ δίνει σε όλους ένα υγρό που μυρίζει ευκάλυπτο – αντίδοτο για τη μαγεία της σκόνης. Τους προτρέπει να το αλείψουν στα πρόσωπά τους. Οι δημοσιογράφοι φοβούνται. Για να τους δείξει ότι είναι ακίνδυνο, ο Μαρσέλ το πίνει. Ανάβει φωτιά μουρμουρίζοντας ξόρκια. Ανοίγει το ξύλινο κιβώτιο που είναι στο πάτωμα. Έχει μέσα τα κόκαλα ενός κοριτσιού τριών χρονών. Το παιδί σκοτώθηκε με ζομπία για να παρασκευαστεί μεγαλύτερη ποσότητα σκόνης από τα κόκαλά του. Η κάμερα τραβάει τα μικροσκοπικά οστά. Ο Μαρσέλ πετάει το κρανίο και κάποια απ’ τα κόκαλα στη φωτιά για να σπάσουν ευκολότερα. Το δωμάτιο μυρίζει κρεματόριο. Ο Μαρσέλ λιώνει τα κόκαλα στο γουδί, ανακατεύοντάς τα με τις διάφορες σκόνες. Ο Πούκι ψέλνει κατάρες και ξόρκια. Ο Μαρσέλ κοσκινίζει τη σκόνη. Ο ένας δημοσιογράφος βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Ο εικονολήπτης βάζει κι άλλο υγρό στο πρόσωπό του και συνεχίζει να τραβάει. Ο Πούκι κλείνει το ξόρκι με τη λέξη «αμήν». Η σκόνη είναι έτοιμη. Τη δίνει στους δημοσιογράφους.

*

Μπήκαν στην Μπελ Αίρ. Κανείς τους δεν είχε ξαναπάει εκεί –ούτε καν ο Άρι. Η είσοδος της γειτονιάς φυλάσεται από οπλισμένους έφηβους που καπνίζουν χόρτο. Στο σταυροδρόμι, πριν να μπουν στο γκέτο, τους περικύκλωσαν με απειλητικές διαθέσεις. Ο Άρι τους εξήγησε. Μαλάκωσαν τα πρόσωπά τους και όταν έφυγε η οργή, έδωσε την θέση της στην πίκρα. «Ελάτε λευκοί, ελάτε να δείτε τι κάναν». Μπήκανε στο γκέτο. Μιά κουστωδία, που όλο μεγάλωνε, τους ακολουθούσε. Σταμάτησαν μπροστα σε μιά παράγκα. Νερά απ’τις μπουγάδες έτρεχαν στον χωματόδρομο, μπροστά στην πόρτα. Μέσα, μία νέα γυναίκα καθισμένη στο χωμάτινο πάτωμα κοιτάει ευθεία μπροστά. Δεν δείχνει να έχει απολύτως καμία επαφή με το περιβάλον. «Σκοτώσαν χτες τον αδερφό της», εξηγεί μιά γειτόνισα. «Έπαιζε με τους φίλους του μπάλα και οι Γάλλοι του ρίξανε. Ήταν κρυμένοι στα σκουπίδια. Ήταν δεκαπέντε χρονών», συμπληρώνει και τους δείχνει το ματωμένο πουκάμισο του νεκρού. «Δεν έχουμε λεφτά να τον θάψουμε». «Μπορώ να γράψω την εικόνα», λέει ο οπερατέρ, «μπορώ να γράψω και τον ήχο, όχι όμως και την μυρωδιά. Πως να περιγράψεις την οσμή του αίματος;». Η γυναίκα συνέχιζε να κοιτάζει το άπειρο, εκεί, στο γκέτο του Μπελ Αιρ.

*

Ώρα 12. 27. Νύχτα. Η κάμερα με τις υπέρυθρες έχει στηθεί έξω απ’ το δωμάτιο και τραβάει την είσοδο του «ζωντανού νεκρού». Μέσα από τα στενά δρομάκια της πίσω πλευράς του χωριού, ο Μαρσέλ οδηγεί κρυφά το νοικιασμένο ζόμπι χτυπώντας το με ένα χορτόσχοινο. Εκείνο περπατάει τρεκλίζοντας. Είναι ένας άντρας ακαθορίστου ηλικίας, μετρίου αναστήματος, που φαίνεται ναρκωμένος. Φοράει ένα άσπρο ύφασμα σα σάβανο. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το πρόσωπό του είναι σκεπασμένο με μια άσπρη σκόνη που προστατεύει τους παρευρισκόμενους απ’ την κακή του ενέργεια. Ο Μαρσέλ σπρώχνει το ζόμπι μέσα στο δωμάτιο και το βάζει να καθίσει στη μόνη καρέκλα που υπάρχει. Εκείνο υπακούει. Ο δημοσιογράφος, παρά τη μεγάλη του έκπληξη, προσπαθεί να επικοινωνήσει. Του κάνει ερωτήσεις τις οποίες μεταφράζει ο Πούκι στα κρεό. Το ζόμπι δεν αντιδρά. Ο Μαρσέλ του κρατάει όρθιο το κεφάλι -που πέφτει μπροστά. Του ανοίγει τα μάτια. Το ασπράδι των ματιών είναι κατακόκκινο, σαν αίμα. Μια νυχτοπεταλούδα μπαίνει στο δωμάτιο. Ο Πούκι πανικοβάλλεται. «Τελειώνετε, λέει. Το ζόμπι πρέπει να φύγει. Ο αφέντης του το καλεί». Το ζόμπι φυγαδεύεται το ίδιο κρυφά και γρήγορα όπως ήρθε. Ο Πούκι βγάζει απ’ το δωμάτιο τους ζαλισμένους δημοσιογράφους. Τις επόμενες ημέρες θα αναρωτηθούν αν είδαν ένα πραγματικό ζόμπι ή μια καλοστημένη παράσταση που οργάνωσαν κάποιοι πάμφτωχοι άνθρωποι για να βγάλουν λίγα λεφτά. Το συνεργείο θα κοιμηθεί στο σπίτι του Πούκι. Την αυγή θα ξεκινήσουν για την πρωτεύουσα. Η δουλειά τέλειωσε.

*

Η Αϊτή. Η πρώτη χώρα απελεύθερων μαύρων στον κόσμο. [Η χώρα που οι μαύροι έγιναν δούλοι των Κρεό]. Μιά χώρα που η ανθρώπινη ζωή κοστίζει πέντε δολάρια. Που οι κάτοικοί της πουλάνε το αίμα τους έξω απ’τα νοσοκομεία γιά ένα πιάτο φαί. Επίσημα προτεκτοράτο της Αμερικής. [Γάλλοι κυανόκρανοι πυροβολούν τους έφηβους στους δρόμους]. Με καθεστώτα στυγνών δικτατοριών μέχρι την εκλογή του Αριστίντ, στο τέλος του αιώνα. [Ο Πάπα Ντοκ είχε ένα στρατό από ζόμπι]. Τα αμερικανικά ελικόπτερα πετάνε με σβηστά τα φώτα στον σκοτεινό ουρανό. Στην Γκοναήβ ξεκινάν οι πληρωμένοι μπράβοι των καζίνο.
[Ο πρόεδρος Αριστίντ φυγαδεύτηκε στην Τζαμάικα].
Η χώρα των Ζόμπι.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ.

Οι Πέρσες, που ήτανε σοφός λαός, αγαπούσαν πολύ το κρασί. Μαζεύονταν λοιπόν και πίνανε «άκρατο οίνο» και μεθούσαν. Και μέσα στα συμπόσια κάνανε συζητήσεις γιά όλα –γιά την τέχνη, γιά τον πόλεμο, γιά τα κοινά. Και βγάζαν αποφάσεις. Και νομοθετούσαν. Όμως ποτέ, κανέναν νόμο δεν εφάρμοζαν, αν πρώτα μιά απ’τις επόμενες ημέρες, νηφάλιοι και ξανασυζητώντας το ίδιο θέμα, δεν καταλήγανε –ξανά- στην ίδια απόφαση.
Αυτά οι Πέρσες –που ήτανε σοφός λαός. [Όμως δεν κάνανε ποτέ και το ανάποδο. Δεν εφαρμόζαν δηλαδή κανέναν νόμο που αποφάσισαν νηφάλιοι, αν δεν τον ξαναψηφίζαν το βράδυ μεθυσμένοι].


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ. ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ.

Με τι θυσίες, με ποιό αντάλαγμα
μπορεί να γεννηθεί μιά πόλη;
J.D.Morrison.


-Λοιπόν; Ειπώθηκε ότι έπρεπε να πούμε; ρώτησε ο Κοροβιόφ.
Ο Μαίτρ έγνεψε σιωπηλά, με σφιγμένα χείλη.
-Τότε λοιπόν φωτιά, ούρλιαξε ο Αζαζέλο, κρατώντας ήδη το αναμένο κούτσουρο στο χέρι.
-Φωτιά, είπε και η Μαργαρίτα και η φωνή της αντήχησε όπως ξυράφι που σέρνεται σε λαμαρίνα -πάνω απ’την κοιλάδα.
-Έτσι άρχισε ο Κόσμος και έτσι εμείς τελειώνουμε τα πάντα, ψιθύρισε ο Σκοτεινός Βολάντ και ο ψίθυρός του ακούστηκε σαν σφύριγμα φιδιού -μες στο σκοτάδι.

*

Ήταν Ιούλιος. Έκανε ζέστη. Ο Αντώνης ο Αγωγιάτης σταμάτησε στην πλατεία της Χώρας. Έδεσε το μουλάρι του –όπως ήταν, φορτωμένο το αγώϊ- και μπήκε στο καφενείο.
Ο χώρος ήταν σκοτεινός και ποτισμένος από την στυφή μυρωδιά ιδρώτα και μπύρας. Οι θαμώνες -πετράδες, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι και σκαφτιάδες απ’τα γύρω χωριά- τον καλωσόρισαν.
-Αργύρη πιάσε μιά μπύρα, είπε στον μαγαζάτορα, αντιγυρίζοντας τον χαιρετισμό.

*

Ο Δημοσθένης απέκτησε γάτες. Να πως έγινε. Ξύπνησε ένα πρωί και βγήκε στην αυλή. Καθώς έπινε τον καφέ του άκουσε κάτι αδύναμα νιαουρητά. Πήρε τα κυάλια του –απαραίτητο αξεσουάρ γιά κάθε συνεπή ματάκια- και επιθεώρησε την κοίτη του ποταμιού. Και τότε τα είδε. Τέσσερα νεογένητα γατιά, πεταμένα στην όχθη, με κλειστά ακόμα τα μάτια τους.
-Να πάρει ο διάολος, είπε ο Δημοσθένης, που σιχαινόταν τις εξαρτήσεις και τις ευθύνες.
Κατέβηκε στο ποτάμι και τα μάζεψε. Βρίζοντας μέσα απ’τα δόντια του, πήγε μέχρι το κτηνιατρείο της γειτονιάς.
-Καλά, είπε -περισσότερο στον εαυτό του και λιγότερο στον κτηνίατρο- γιατί δεν προσέχουν τα ζώα τους; Γιατί δεν τα στειρώνουν;
-Έλα μου ντε! απάντησε εκείνος. Αμ το άλλο; Που κάθε καλοκαίρι γεμίζει το Αιγάλεω και ο Υμητός σκυλιά; Κατάλαβες; Φεύγουν διακοπές, πετάνε το σκυλί τους –που το βαρέθηκαν- στον δρόμο. Και τώρα; Τι θα κάνεις;
-Ξέρω’γω;
-Να πας στη Φιλοζωϊκή.
-Θα πάω. Δώσε μου γάλα αποστειρωμένο, ρύζι γλασσέ και δύο μπιμπερό.

*

Άνοιξε την τηλεόραση. Οι σκηνοθέτες των καναλιών κάναν καλά την δουλειά τους. Οι κάμερες ζουμάριζαν πάνω στα καμένα ζώα, στα δέντρα που λαμπάδιαζαν και στους κατοίκους, που πανικόβλητοι φεύγαν μακριά απ’το μέτωπο της φωτιάς. «Καιγόμαστε! Που είναι το Κράτος;», φώναξε μιά γυναίκα στην κάμερα ένα, πριν επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό της. Στο κεφαλόσκαλο, ο σκύλος κοιτούσε το αμάξι που ξεμάκραινε κουνώντας την ουρά του.

*

Οι τρεις τους, φτάσαν στο Ντουμπρόβνικ. Πυκνός καπνός σκέπαζε την πόλη. Τα γύρω δάση καίγονταν όλη την μέρα. Η φωτιά πλησίαζε τα πρώτα σπίτια.
-Μπράβο, είπε ο ένας, πάντα τέτοια.
-Τι λες μωρέ μαλάκα; είπε ο άλλος. Τρελός είσαι;
-Γιατί; Δεν είναι ωραίο θέαμα;

*

Το παλιό φορτηγό έβαλε ρότα γιά το πέρασμα του Ντρέικ. Στη γέφυρα, ο καπετάνιος συζητάει με τον λοστρόμο.
-Το έχεις κανονίσει;
-Ναι.
-Ποιούς;
-Δυό φιλιπίνια.
-Μίλησες με το αφεντικό;
-Ναι. Είναι στην Αθήνα. Τα έχει όλα έτοιμα. Μας περιμένουνε στα Φώκλαντ.
Το λίμπερτι ταξιδεύει «με κουρασμένα μίλια» μες στη νύχτα.

*

Ο Δημοσθένης πήγε στην Φιλοζωϊκή. Συζήτησε την κατάσταση με τον νεαρό κτηνίατρο.
-Εντάξει, του είπε εκείνος, θα έρθω αύριο.
-Και;
-Θα τους κάνω ένεση.
-Τι ένεση;
-Ευθανασία.
-Τρελός είσαι άνθρωπέ μου; Τα έσωσα από αβέβαιο θάνατο γιά να τα στείλω σε βέβαιο; Δεν έχεις κανέναν να τα δώσουμε; τον ρώτησε με την αγωνία του ανθρώπου που έχει ζήσει πάρα πολλά χρόνια σε κανονικά κράτη.

*

Ο Αντώνης βγήκε απ’το καφενείο. Το μουλάρι του τον περίμενε απ’έξω, μέσα στην ζέστη. Η σιδερένια λαιμαριά του είχε πληγώσει τον λαιμό και η μυρωδιά απ’το αίμα μάζευε τις μύγες. Ο Αντώνης έλυσε το σχοινί. Το ζώο δεν κουνήθηκε. Είχε κουραστεί. Ο αγωγιάτης προσπάθησε να το τραβήξει. Δεν τα κατάφερε. Το κοίταξε με τα θολά του μάτια. Βρίζοντας και παραπατώντας άρπαξε μιά ξύλινη καρέκλα. Άρχισε να το χτυπάει με μανία. Η καρέκλα έσπασε πάνω στην πλάτη του ζώου.

*

Τα συνεργεία της τηλεόρασης πήγαν στον τόπο της φωτιάς. «Καταστραφήκαμε», είπε η γυναίκα, δείχνοντας με το χέρι το μαντρί της. Η κάμερα έκανε ζουμ στα καμένα ζώα –μέσα από τον κλειδωμένο φράχτη. «Πάνε τα ζωντανά μου. Τρακόσα είκοσι πρόβατα. Να, μετρήστε τα. Ποιός θα με αποζημιώσει εμένα; Καταστράφηκα», ξαναείπε η γυναίκα. Ο σκύλος –κι αυτός καμένος- ήταν δεμένος με την αλυσίδα του.

*

-Σκούρα τα πράγματα, είπε ο Κίμωνας, που έβλεπε ειδήσεις, στο σπίτι του Δημοσθένη.
-Εμ; Μόνο εκκλησίες ξέρουνε να φτιάχνουνε. Καμιά υδροφόρα δεν αγοράζουνε. Ούτε στέρνες, ούτε ζώνες δασοπυρόσβεσης –και εκεί που υπάρχουν δεν τις καθαρίζουν απ’τα ξερά χορτάρια- ούτε καν ένα σχέδιο εκκένωσης του χωριού. Τίποτα. Αφού ρε φίλε, μέσα σε δάσος ζεις!
-Αυτή είναι η Ελλάδα. «Πίστευε και μη ερεύνα».
-Εγώ είμαι με την άλλη Ελλάδα.
-Ποιά άλλη;
-«Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
-Μπα; Υπάρχει και τέτοια;
-Ναι. Θες να μάθεις να ταϊζεις γατάκια;
-Όχι.

*

Ο Τάι ο φιλιπινέζος ξύπνησε στη μέση της νύχτας από την σειρήνα που σήμανε συναγερμό. Ήταν το πρώτο του ταξίδι. Πετάχτηκε όρθιος φορώντας το παντελόνι του και γύρισε το κλείστρο της βαριάς μαντεμένιας πόρτας. Η πόρτα δεν άνοιξε. Απ’τα μεγάφωνα ακούστηκαν οδηγίες στα ελληνικά. Ο Τάι χτύπησε με τα χέρια του την πόρτα.
Έπεσε πάνω της με δύναμη. Η κλειδωμένη πόρτα δεν άνοιξε. Tα μεγάφωνα σώπασαν. Το νερό άρχισε να μπαίνει στην καμπίνα. Ο Τάι ούρλιαξε.

*

-Φωτιά, ξανάπε ο Βολάντ. Στη φωτιά η παλιά ζωή.
-Και οι πίκρες και τα βάσανα μαζί, συμπλήρωσε η Μαργαρίτα.

*

Ο Εφοπλιστής εισέπραξε την ασφάλεια.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα


Υ.Γ. goners are looking for you, Princes M.

1. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ.

Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ-
μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο
να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.

Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά
γιά βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και πόρτες ανοίγουνε
και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.

Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα όλοι φίλοι
και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιός τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;

Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μιά παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πως δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πιά οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!


Μπέρτολτ Μπρεχτ (1919).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα