ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΠΛΟΚ.

Συμπλήρωμα πρώτου τεύχους.
(Επί του Πιεστηρίου).



Ο έφηβος τσιγγάνος έκλεβε καλώδια της ΔΕΗ να τα πουλήσει γιά χαλκό. Το περιπολικό σταμάτησε και δύο οπλισμένοι αστυνομικοί βγήκαν και τον σημάδεψαν.
-Ψηλά τα χέρια γύφτο.
Το παιδί τόβαλε στα πόδια. Του ρίξανε στην πλάτη. Έπεσε στη μέση του δρόμου.
Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
-Ένας γύφτος λιγότερος.

*

Μπήκαν να κλέψουν το φαστφουντάδικο. Δυό αστυνομικοί των Ειδικών Δυνάμεων πετάχτηκαν, οπλισμένοι σαν αστακοί.
-Ακίνητοι καριόληδες.
Το έβαλαν στα πόδια. Οι άλλοι άρχισαν να ρίχνουν μες τον κόσμο. Το ένα παιδί έπεσε στη μέση του δρόμου.
Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
-Κρατούσε όπλο, είπε ο αστυνομικός.
-Και πούντο; ρώτησε ένας περαστικός διαβάτης.
-Το πήρε ο άλλος μαζί του. Ένας αλήτης λιγότερος.

*

Ήταν Μάρτης και η Αθήνα καιγόταν. Οι φοιτητές διαδήλωναν ενάντια στο νομοσχέδιο.
Ένας φρουρός τον Ειδικών Δυνάμεων έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε στον αέρα τρεις φορές.
-Ε, άνθρωποι είναι και αυτοί και καμιά φορά εκνευρίζονται, δήλωσε ο Υπουργός.
-Ναι κύριε Υπουργέ, αλλά έχουν όπλα, είπε η Γυναίκα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου που τόπαιζε αντικειμενική.
-Δεν θα μου πεις εσύ. Εγώ είμαι αντιστασιακός. Εμένα με ρίξαν στον ασβέστη.
Ο Εκδότης χαμογέλασε.
-Η δύναμη βρίσκεται στις κάνες των όπλων, είπε ο Μεγάλος Τιμονιέρης, πέρα, από το Κίτρινο Ποτάμι.

*

Ο μπράβος του Κύριλου –του Πατριάρχη Αλεξανδρείας- ο Αναγνώστης Πέτρος με τους Στρατοκαλόγερούς του, σύραν Την Υπατία –την Μαθηματικό, την κόρη του Θέωνα, του Διευθυντή της Βιβλιοθήκης- στη μέση της εκκλησίας του αγίου Μιχαήλ. Εκεί, Την έγδυσαν και Την έγδαραν ζωντανή, με όστρακα από κοχύλια. Αυτά συνέβησαν το «Σωτήριο Έτος» 415, στην Αλεξάνδρεια.

*

-Πάρτην, είπε και αμόλησε το λυκόσκυλο.
Εκείνο, άρπαξε το γατί απ’τον λαιμό, το τράνταξε δύο φορές και τούσπασε το σβέρκο.
Ο Κωστής άκουσε το ουρλιαχτό και πήδηξε έξω απ’το παράθυρο, με την φαλτσέτα στο χέρι.

*

Ήταν Νοέμβρης του 1973. Το βαρύ άρμα μάχης σταμάτησε μπροστά απ’το Πολυτεχνείο. Η Φοιτήτρια, σκαρφαλωμένη στην πόρτα, φώναξε στους φαντάρους: «μην μας χτυπάτε, είμαστε αδέρφια σας». Το άρμα πέρασε από πάνω Της.

*

Ήταν καλοκαίρι του 1936. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην πλατεία της Μαδρίτης και από μέσα βγήκε ο Ντουρούτι. Στο χέρι κρατούσε την Πορτοκαλιά του. Οι άντρες του παρουσίασαν όπλα. Το Μαύρο Μπλοκ.

*

Στον εθνικό δρόμο της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, οι αστυνομικοί έκαναν νόημα στο αγροτικό αυτοκίνητο. Δεν σταμάτησε. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ. Το παιδί που οδηγούσε, δέχτηκε την σφαίρα στο κεφάλι. Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
Οι συντοπίτες του κατέβηκαν στο Ρέθυμνο και έκαψαν το αστυνομικό τμήμα. Δεν έμεινε ούτε πέτρα.

*

Ήταν τριανταμία Ιανουαρίου –ανήμερα των Τριών Ιεραρχών. Στο πολυτελές ξενοδοχείο, στο Σικάγο –εκεί που χύθηκε το Πρώτο Αίμα- η δεκαπεντάχρονη ΕλληνοΑμερικάνα Μαθηματικός –Παιδί Θαύμα- ανέβηκε στο βήμα να μιλήσει.
«Ο χριστιανισμός», είπε, «αυτή η θρησκεία μίσους, ήταν ο ένας και μοναδικός υπεύθυνος γιά αυτή την ανεπανάληπτη θηριωδία, γιά αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα κατά της αρχαίας Ελλάδας».
Μίλησε γιά όλα. Γιά το σφαγείο της Σκυθούπολης, γιά τους «ήρωες» των χριστιανών –τον Θεοδόσιο και τον Ιουστινιανό- και γιά τους μύθους, την «ελληνικότητα» του Βυζαντίου και το «Κρυφό Σχολειό». Μόνο τον Χίτλερ –τον καθολικό- ξέχασε.
Τα κοράκια με τα μαύρα ράσα και οι Στρατοκαλόγεροι πέσαν να την φάνε.
-Επιτέλους, Κάποιος μιλάει την Αλήθεια, είπε ο Προμηθέας από την ψηλή κορυφή του Καυκάσου. Έσπασε τις βαριές του αλυσίδες και σκότωσε τον γύπα -που τούτρωγε τόσο καιρό το συκώτι.

*

Θα είναι Μάης. Ο ουρανός θάναι γαλάζιος και ο λαμπρός ήλιος θα διώχνει τις σκιές. Θα βγούν στους δρόμους. Δεν θάναι ένας, μα χιλιάδες -και όχι μονάχα οι ζωντανοί.
Στη μέση θάναι οι φοιτητές. Και μπροστά, το Μαύρο Μπλοκ.




Αντ’ αυτών.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

11.ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

-Μου αρέσει. Θα το χρησιμοποιήσω.
-Που, βρε ανισόροπε:
-Στο περιοδικό μου.
-Θα βγάλεις περιοδικό; Με τι λεφτά;
-Θα είναι ηλεκτρονικό, στο ίντερνετ.
-Και τι θα γράφεις μέσα;
-Ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι.
-Α, κατάλαβα. Μπανκαρότα το μαγαζί. Και κάθε πότε θα «βγαίνει»;
-Στις τρεις, κάθε μήνα.
-Μόνο εσύ θα γράφεις;
-Και όλοι εσείς.
-Σίγουρη επιτυχία. Και θα γράφουμε ότι θέλουμε;
-Φυσικά, αρκεί να συμφωνείτε μαζί μου.
-Α, και εγώ που νόμιζα πως έχουμε δημοκρατία.
-Άκου να σου πω, τη δημοκρατία να την αφήσεις γιά τους αθηναίους. Εδώ είναι Σπάρτη.
-Μάλιστα. Και γιατί στις τρεις;
-Γιατί έτσι μου αρέσει. Δεν θα μου πεις εσύ, ότι θέλω θα κάνω.
-Ε, βέβαια. Άντε, σήκω φέρε το τάβλι.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

10.GONERS.

«Μα αληθινοί ταξιδευτές είναι εκείνοι που φεύγουν μόνο γιά να φύγουνε.
Καρδιές λαφρές, καθώς μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’αποφεύγουν.
Χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Εμπρός!»

Σαρλ Μπωντλαίρ. Τα άνθη του κακού.
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.





Ο Δημοσθένης καθόταν με τον Κίμωνα στην αυλή του σπιτιού του.
-Μήτσο τι σημαίνει goners;
-Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Που την άκουσες την λέξη;
-Ο γιός σου τη λέει.

Δημοσθένης Κανένας. Γενημένος στο Φάληρο, μπαρκάρησε στα δεκάξι του σε ένα γκαζάδικο, κυνηγώντας ένα φάντασμα, μία ελληνοολανδή έφηβη από το Ρότερνταμ, τη Δάφνη. «Δεν μπορεί, όλα τα καράβια, κάποια στιγμή πιάνουν Ρότερνταμ», είχε σκεφτεί.
Το καράβι, έκανε τρία χρόνια να πιάσει Ρότερνταμ. Την έψαξε μα δεν την βρήκε. Ήταν με τους γονείς της στην Ελλάδα.
Φτάσανε κάποια στιγμή στο Ντέρμπαν. Ο Δημοσθένης την κοπάνησε, χωρίς χαρτιά, σκαστός απ’το καράβι. Έμεινε δέκα χρόνια στη Νότιο Αφρική. Ντέρμπαν, Καίηπ Τάουν, Γιοχάνεσμπουρκ. Μετά, έφυγε με μιά ελβετή, –μιγάδα, απ’το Ρεγιουνιόν- και πήγε στην Ελβετία γιά ένα χρόνο. Βαρέθηκε και πήγε στην Αμερική. Μέτφορντ - Όρεγκον, τριάντα χρόνια. Παντρεύτηκε, έκανε έναν γιό, χώρισε, τον μεγάλωσε μόνος του, πούλησε τις επιχειρήσεις που είχε στο μεταξύ φτιάξει και ήρθε στην Αθήνα.

-Την ερωτεύτηκες την γυναίκα σου;
-Μη λες μαλακίες. Ήθελα την πράσινη κάρτα.
-Ωραίος τύπος είναι ο γιός σου.
-Ναι το μπάζο. Μιά φορά, πριν πολύ καιρό, όταν ήταν εφτά, τον είχα πάει σινεμά. Άρχισε να χτυπάει το πόδι κάτω και να φωνάζει «θέλω παγωτό».
-Ενοχλητικό.
-Πολύ.
-Και τι έκανες;
-Τον άρπαξα απ’το λαιμό και τον σήκωσα ψηλά. Τον κοίταξα στα μάτια και τούπα «άμα το ξανακάνεις θα σου γαμήσω τη μάνα».
-Ε καλά και’συ. Αυτό τόχες κάνει ήδη. Παίζε τις εξάρες.

*
Ερχόταν απ’την Αλβανία, τέταρτη φορά με τα πόδια. Ήταν πολύ προσεκτικός. Περπατούσε μόνο νύχτα, αποφεύγοντας τους χωροφύλακες και τους φαντάρους.
Είχε ξημερώσει. Βγήκε στη δημοσιά και πήρε το λεωφορείο. «Ο κόσμος είναι τσίρκο», σκέφτηκε.

*
-Την ξαναείδες ποτέ την Δάφνη;
-Δεν σού’χω πει την ιστορία; Αληθινή ιστορία, δε σου λέω μαλακίες.
-Μωρέ τι μας λες;
-Λοιπόν, άκου. Ένα καλοκαίρι είχα πάει στη Γερμανία, στην αδερφή μου. Πήρα το αμάξι της και πήγα στο Ρότερνταμ. Βρήκα που έμενε και χτύπησα το κουδούνι.
-Πως βρήκες το σπίτι της;
-Απ’τον τηλεφωνικό κατάλογο. Την πήρα τηλέφωνο αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησα με τον άντρα της, με περίμενε.
-Αα, είχε παντρευτεί.
-Ναι. Μέναν σε μιά εργατική πολυκατοικία, πίσω απ’τον σταθμό. Ο άνθρωπος μου άνοιξε, ευγενικότατος, και με οδήγησε στο σαλόνι. Μούπε πως η Δάφνη δεν θα αργούσε και πιάσαμε την κουβέντα. Είχαν μιά κόρη και ένα γιό, τα έφερναν δύσκολα βόλτα, η Δάφνη είχε πάρει κάμποσα κιλά, έπινε και λίγο παραπάνω...
-Αα, μπέκρω η δικιά σου.
-Ναι.Κάποια στιγμή ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα η Δάφνη, μαζί με μία παχουλή γυναίκα, γύρω στα σαράντα, που της έμοιαζε. Μου κόπηκαν τα πόδια. Είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια και δεν είχε γεράσει ούτε μιά μέρα.
-Βρε βρωμόγερε, δεν σε πιστεύω. Ερωτεύτηκες την κόρη της!
-Γιατί βρε μαλάκα δεν με πιστεύεις; Ήταν ίδια η Δάφνη.
-Και;
-Τι και. Καθήσαμε, τα είπαμε, ήπιαμε τα κρασιά μας και έφυγα, γύρισα στη Γερμανία.
-Δεν το κουτούπωσες το πιτσιρίκι.
-Δυστυχώς.

*

Μπήκαν στο μαγαζί της Χρυσούλας.
Τίναξε την σκόνη απ’τα ρούχα του πριν μπει μέσα.
-Γαμώτο, σαν αλβανός έγινα.
-Μα είσαι αλβανός, του είπε ο Δημοσθένης.
-Σωστά, τόχα ξεχάσει.
-Δημοσθένη, πάρε είκοσι που σου χρωστάω και είμαστε πάτσι, είπε ο Κίμωνας, βγάζοντας το μπουφάν του.
-Όχι, εγώ είμαι Πάτσι.
-Άσε ρε και ‘συ τις μαλακίες και πες του ένα κιλό.

Πετρίτ Πάτσι. Γενημένος στη Μιρντίτα, στη βόρεια Αλβανία. Την κοπάνησε το 91 και ήρθε στην Ελλάδα –χωρίς χαρτιά, όπως όλοι. Δούλεψε λουστραδόρος. Μετά γνώρισε τον Κωστή. Αυτός, τον έμαθε να επισκευάζει τα πλαστικά σκάφη. Οι δυό τους δούλευαν απόλυτα συγχρονισμένα, σαν χειρούργοι, χωρίς να χρειάζεται ο ένας να μιλάει στον άλλο.
-Καλά βρε μαλάκα, είπε ο Κίμωνας μπαίνοντας στο φορτηγό, περπάτησες τόσα χιλιόμετρα από την Αλβανία γιά να πέσεις πάνω στον Αλεμούρα;
-Αει γαμήσου και εσύ. Πέτρο, πιάσε μιά καρέκλα γιά τον μαλάκα, το Γκαρντού και τρία ποτήρια.
-Ναι, κωλόβλαχε, είχες και στο χωριό σου, στα Κάτω Γκράβαρα Ευβοίας, Γκαρντού.
-Ναι ρε, είχα. Κάτσε κάτω. Τα νέα σου.
Οι τρείς τους μιλήσαν αρκετή ώρα. Όταν το μπουκάλι άδειασε, ο Κωστής σηκώθηκε.
-Φεύγω, είπε, πάω στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Πέτρο, έλα μαζί, θα σε πάω.
-Δεν πάω σπίτι.
-Και που πας;
-Αλβανία. Έχω πρόβλημα με τα χαρτιά. Χρειάζομαι σφραγίδα.
-Και πως θα πας;
-Δεν ξέρω.
Χτύπησε το κινητό του.
-Γειά σου ρε γυναίκα. Πάνω που θα σε έπαιρνα. Δεν θα έρθω σήμερα, έχω δουλειά, θα τα πούμε αύριο.
-Εντάξει Κωστή, είπε η Μάρτζορι και του χαμογέλασε γλυκά στην άλλη άκρη του σύρματος.
-Πάμε, είπε, και ο Πέτρος μπήκε στο αμάξι. Τον πήγε στην Αλβανία, στους Άγιους Σαράντα να πάρει τη σφραγίδα. Μετά, γυρίσανε πίσω, στο Καλαμάκι.
-Δεν θα έρθω αύριο. Το νου σου στο μαγαζί.
-Εντάξει αφεντικό. Καλό δρόμο.
Έφυγε γιά την Χαλκίδα.

*

Καθόντουσαν οι δυό τους στη ξύλινη βεράντα του νοικιασμένου σπιτιού, φάτσα στη θάλασσα. Είχε πανσέληνο. Ο Δημοσθένης έπαιζε τάβλι, μέσα, με τον Πέτρο. Είχαν δουλέψει δεκαπέντε ώρες εκείνη τη μέρα. Το έργο τελείωνε, σχεδόν στην ώρα του.
Το καλοκαίρι είχε ήδη ξεκινήσει.
-Ποιά είναι η γνώμη σου, ο άνθρωπος είναι καλός ή κακός;
Τον είχε συνηθίσει τον Κίμωνα. Στους περισότερους φαινόταν –το λιγότερο- γραφικός. Δύστροπος και αγενής με τους ανθρώπους, συνήθιζε να πετάει κατά καιρούς διάφορες τέτοιες κουβέντες, που -σχεδόν πάντα- ξεκινούσαν μιά μεγάλη, άναρχη συζήτηση.
-Ο άνθρωπος είναι κακός του απάντησε. Εσύ, τι νομίζεις;
-Εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος είναι μόνο ο άνθρωπος.
-Και που να δεις τι μου συνέβη σήμερα. Καθώς ερχόμουν με το αυτοκίνητο, σήμερα το πρωί, με τη βροχή, βλέπω έναν τύπο να στέκεται στην άκρη του δρόμου. Σταματάω. «Χρειάζεστε τίποτα;» τον ρωτάω. «Αν μπορούσες ρε παληκάρι να με πας εδώ πιό κάτω, μέχρι τη Νέα Μάκρη». «Μπείτε», του λέω, «είναι στο δρόμο μου». «Δόξα το θεό», μου λέει. «Τόση ώρα είμαι στημένος στη βροχή και έλεγα: δεν θα σταματήσει ένας χριστιανός να με πάρει;».
Ο Κίμωνας έβαλε τα γέλια. «Κοίτα να δεις πως τα φέρνει η ζωή», σκέφτηκε. «Να έχεις βάρδια στο σταθμό, η Ελένη να σου συστήσει τον φίλο της και να γνωρίσεις τον Βίκτωρα. Κοίτα να δεις».
-Δεν μου λες βρε μαλάκα –τώρα που το θυμήθηκα- γιατί οι εβραίοι και οι καθολικοί γιορτάζουν το Πάσχα μιά βδομάδα πριν;
-Ξέρω ‘γω; Ρώτα κάναν εβραίο.
-Εσύ είσαι εβραίος.
-Σωστά, το ξέχασα. Δεν ξέρω, ρώτα τον πατέρα μου.
-Την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, φώναξε από μέσα ο Πέτρος.
-Και που το ξέρεις εσύ βρε μπάζο; Είσαι και εσύ εβραίος;
-Όχι, καθολικός.

*

Φτάσαν στο Άμστερνταμ μεσημέρι. Άφησαν το αμάξι και κατέβηκαν στη πόλη. Περπάτησαν τα κανάλια. Η πόλη ήταν ήσυχη, σαν να ξυπνούσε από μεσημεριανό ύπνο.
-Πάμε να πιούμε ένα τσιγάρο.
Μπήκαν σε ένα κόφι σοπ που τους άρεσε.
-Γιάννη, μη βάλεις μέσα την μάνα σου και τον πατέρα σου.
-Άφησε με, ξέρω.
-Ξεράδια, είπε ο Κίμωνας, μπάζο. Πάω να κατουρήσω.
«Σιγά μην μας πούνε και βλάχους», σκέφτηκε ο Γιάννης και έστριψε το τσιγάρο.
Σε λίγο, σηκωθήκανε να φύγουνε.
-Σκούρα τα πράγματα.
-Εεε, μάλλον έβαλα λίγο παραπάνω.
-Εντάξει τότε, αφού είναι έτσι τα πράγματα, εμπρός γεναίε μου κωπηλάτη, πάμε να περπατήσουμε τα σοκάκια του Αμστελντάααμ!
-Εμπρός λοιπόν, γενναίε μου καπετάνιε!
Περπάτησαν ώρες τα κανάλια. Ακούσαν μιά χορωδία αγγέλων. Κρυφοκυτάξαν απ’το παράθυρο του υπογείου και είδαν την παιδική χορωδία της γειτονιάς, που έκανε πρόβα.
Ξαφνικά, πάνω σε μιά γέφυρα, μιά γυναίκα φάνηκε από απέναντι. Έπρεπε να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Ο Κίμωνας τράβηξε αριστερά, περνώντας μπροστά απ’τον Γιάννη.
Ο Γιάννης κινήθηκε δεξιά, πίσω απ’την πλάτη του Κίμωνα, στο άλλο πεζοδρόμιο. Η κοπέλα πέρασε ανάμεσα.
-Χρυσούλι μου, είπε ο Γιάννης.

Ο Γιάννης, ο επονομαζόμενος Καβούρης. Μέτριος μπασίστας, καλός λογιστής, εξαιρετικός φωτογράφος και ο καλύτερος οδηγός του σύμπαντος. Φίλος του.
-Νομίζω ότι είμαι ο δεύτερος καλύτερος φωτογράφος του σύμπαντος.
-Το μυαλό σου και μιά λίρα. Καλό το τσιγαράκι ε;
-Φυσικά. Άλλωστε εσύ τόφτιαξες.
Άρχισαν μιά πολύ σοβαρή συζήτηση.
-Συγνώμη που σε διακόπτω, αλλά λες μαλακίες.
-Φυσικά. Αφού είμαι μαστουρωμένος.

*

Οι μέρες είχαν αρχίσει να ανοίγουν.
-Μήτσο, ξαναρώτησε ο Κίμωνας, τι θα πει goners;

*

Ο Ποιητής άδραξε με τα χέρια του τα κάγκελα της πόρτας του δημόσιου ψυχιατρείου.
-Βγάλτε με έξω, αφήστε με να βγω, ούρλιαξε, τραντάζοντας την σιδερένια πόρτα δυνατά.
Δυό νοσοκόμοι με άσπρες φόρμες άνοιξαν την πόρτα και αυτός μπήκε μέσα.

*

-Κάποτε είχα έναν φίλο που φοβόταν τους ανθρώπους, ξεκίνησε ο Κριστομπάλ μιά ιστορία. Όμως, ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσε καθόλου να έχει τέτοιου είδους φοβίες και εξαρτήσεις. Το σκέφτηκε καλά και βρήκε έναν πρωτότυπο –όσο και εξτρήμ- τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Πήρε κοκαίνη και πήγε σε κάποιον μεγάλο σταθμό του μετρό –στη Νέα Υόρκη. Πέρασε ένα φρικτό μισάωρο και μετά, γιατρεύτηκε γιά πάντα. Έμεινε μέσα στo σταθμό –σε ώρα αιχμής- δυόμιση ώρες. Βγήκε και ήταν καλά. Δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ.

*

-Goners είναι οι τελειωμένοι. Οι τρελοί, αυτοί που ξέρουν ότι θα πεθάνουν, αυτοί που είναι γιά τα μπάζα.
-Όλοι μας δηλαδή.

*

-Ξέρεις από που ξεκίνησαν όλα; ρώτησε ο Κριστομπάλ και συνέχισε χωρις να περιμένει απάντηση. Θέλω να πω, καλά όλα τα άλλα, αλλά να χωρίζεις με φράχτες τη γη και να υποστηρίζεις ότι αυτή σου ανήκει, αυτό δεν είναι ένδειξη παράνοιας; Και βέβαια είναι, απάντησε μόνος του, στον εαυτό του. Απ’την άλλη μεριά, πάνω σε αυτό, το μικρό τρυκ του DNA, δεν στηρίζεται ολόκληρο το ένστικτο της επιβίωσης του είδους; Πείθεσαι ότι υπάρχει ένας σκοπός στη ζωή, κάποιος λόγος γιά όλη αυτή την απροσδόκητη κατανόηση της ύπαρξης. Την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεσαι τον πόνο του αποχωρισμού των πραγμάτων. Εκεί, έχεις να διαλέξεις. Θα σκεφτείς «τι όμορφα μυρίζουν τα λουλούδια, τι κρίμα που μιά μέρα δεν θα τα μυρίζω» ή «τι όμορφα μυρίζουν απόψε τα λουλούδια»;
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ποιός είναι πιό τρελός. Αυτοί εκεί έξω, που ζουν σα να κάνουν πρόβα τζενεράλε γιά την αληθινή ζωή, ή εγώ, που κάθομαι εδώ και μιλάω στον εαυτό μου;
-Δεν είμαι ο εαυτός σου.
-Εσύ είσαι μπάρμαν, δεν μετράς.
-Θυμάμαι που μιά φίλη μου έλεγε: Οι περισσότεροι άνθρωποι αναρωτιούνται αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο –εγώ, πριν.
-Ιντελεκτουέλ, αλλά μπάρμαν. Δε μου λες, βάφεις τα μαλλιά σου, σαρανταδύο χρονών άνθρωπος;
-Εεε, ξέρεις τώρα πως είναι αυτές οι πιτσιρίκες.
-Τι λες βρε μπάζο;
Τον κοίταξε χαμογελώντας. Δεν είχε αλάξει καθόλου, τόσα χρόνια που είχε να τον δει.
-Και πως κατέληξες στη Λευκωσία; τον ρώτησε.
-Με ξέρεις τώρα Κριστομπάλ, εγώ είμαι ήσυχος άνθρωπος, είπε, με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Έφυγα γιά να μην σκοτώσω τον πατέρα μου. Πριν από εφτά χρόνια. Τότε ζούσα με μία κοπέλα –είμασταν πολύ ερωτευμένοι, θέλαμε να παντρευτούμε. Ο πατέρας μου είχε θυμώσει πολύ.
-Γιατί;
-Επειδή ήταν ρωσίδα.
-Ααα. Και;
-Την κάρφωσε και την απελάσαν.
-Τέλεια.
-«Δεν το γλυτώνετε το σταύρωμα».
-Εξακταμό.
-Που έμαθες γαλλικά;
-Στη Μασσαλία. Έμεινα δύο χρόνια εκεί.
-Με καράβι;
-Όχι. Άλλη δουλειά.
-Και πως λέγεσαι τώρα;
-Κίμωνας. Κίμωνας Ατελής.
-Ωωπ. Ο Κίμωνας το ξέρει, πως κυκλοφορείς με το όνομά του;
-Μούστειλε το παλιό του διαβατήριο και δήλωσε απώλεια. Τα καταφέρνω.
-Πίνε.
-Ένα και η τάπα.
-Έγινε κομπανιέρο.

*
Κίμωνας Ατελής. Όλα και τίποτα. Όλοι και κανένας. Έμαθε πολλά πράγματα, όλα μισά.
Έχει καβάτζες, οικογένεια, πατρικό σπίτι. Δεν ξέρει τίποτα. Αγαπημένη του ατάκα: «ξέρω τι δεν θέλω». Κάποτε, σε μιά γκόμενα που τον ρώτησε «πότε μ’αγαπάς πιό πολύ;» απάντησε: «όταν είσαι μακριά». Δεν ξέρει αν θέλει να ζήσει την δική του ζωή, ή μέσα απ’τις ζωές των άλλων. Συνήθως σιχαίνεται τους ανθρώπους, σε σπάνιες όμως περιπτώσεις, τους αγαπάει πολύ. Από τα ιδρυτικά μέλη της περίφημης Λέσχης των Τιποτένιων. Κλειστό κλαμπ, που οι τόποι συνάντησης ορίζονται απ’τα μέλη, με κύρια ενδιαφέροντα το Ποδόσφαιρο και την Ιστορία. Κανόνας πρώτος: ποτέ δεν μιλάμε γιά τη Λέσχη.

*

Ο Ναύτης πέρασε την πόρτα του ναυστάθμου και περπάτησε την αυλή. Καθώς κατευθυνόταν στο κεντρικό κτίριο, τον είδε.
-Ρε ‘συ Τάσο, χρόνια και ζαμάνια.
Ο νεαρός άντρας που φορούσε στόλη διόπου τριετίας, γύρισε και τον κοίταξε.
Κανένα σημάδι αναγνώρισης.
-Συγνώμη, δεν σε θυμάμαι.
-Τι λες μωρέ μαλάκα, απάντησε απότομα ο Ναύτης. Μη μου πεις πως δεν θυμάσαι και τον Φάνη;
Οι τρεις τους ήταν συμφοιτητές, σπουδάζαν μουσική στο ίδιο ωδείο, μέχρι πριν λίγα χρόνια.
-Συγνώμη. Δεν θυμάμαι τίποτα. Είχα ένα σοβαρό ατύχημα με το μηχανάκι, και χτύπησα πίσω, στο κεφάλι, στο κέντρο της μνήμης. Δεν θυμάμαι τίποτα, ούτε την μάνα μου και τον πατέρα μου. Μόνο να παίζω μουσική. Αποφάσισα να κάνω μιά νέα αρχή και ήρθα εδώ, τριετής στη μπάντα.
Ο Ναύτης έμεινε ακίνητος, σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Δεν βρήκε τίποτα να του πει, τι σημασία είχε άλλωστε;
-Καλή τύχη φίλε, ψέλισε και του έδωσε το χέρι.
-Καλή τύχη και σε σένα αδερφέ, του ευχήθηκε ο Τάσος και απομακρύνθηκε –για πάντα-με γρήγορα βήματα.

*

-Goners είναι οι φευγάτοι, οι εκτροχιασμένοι, οι ζητιάνοι και οι ποιητές. Οι αναχωρητές. Αυτοί που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ’το ψέμα. Αυτοί που κλαίνε στους γάμους και γελάν στις κηδείες. Αυτοί που ζουν χωρίς το «ζωτικό τους ψεύδος», που θάλεγε και ο ποιητής.
-Και ποιά είναι η αλήθεια;
-Δεν ξέρω ποιά είναι η αλήθεια. Ούτε ο άνθρωπος ξέρω τι είναι.
-Καλά κρασά.
-Και ποιούς λέει goners ο Δημητράκης;
-Εμάς.

*

ΥΓ. Κυρίες και κύριοι η παράσταση αρχίζει. Οι άνθρωποι του τσίρκου έστησαν την τέντα και η μπάντα είναι κουρδισμένη και έτοιμη. Τα γεγονότα που αποτελούν τον Αόρατο Θίασο είναι φανταστικά όσο και πραγματικά. Θα τους ξαναβρούμε όλους, μέσα σ’αυτό το ταξίδι στο Χρόνο. Ο Κριστομπάλ και ο Κυριάκος, ο Βίκτωρας, ο Γιάννης και η Δανάη, ο Αλεμούρας και ο Πέτρος, ο Ηλίας, ο Σπύρος, το Ποπάκι, ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει παρέα με τον Άχαμπ, ο Κωστής και η Ρόζα Ροζαλία –καθισμένοι στην άκρη της, στολισμένης με μεγάλες ψηφίδες, μπάρας- ο κύριος Μότζο Ράισιν με τον Μπίλι δε Κιντ, ο Ιούδας Ισκαριώτης με την πιό καυτή μπάντα νότια του παραδείσου, ο Ρέλος και ο Τζοτζόμπας, η Πάπουτσκα, ο πάτερ Ανυπόμονος και ο Καπετάν Τζαβέλας και –φυσικά- ο Κίμωνας και ο Δημοσθένης. Όλοι τους είναι φανταστικές εκφάνσεις πραγματικών ανθρώπων, κομμάτια όλων μας, σκέψεις που κάναμε κάποιο βράδι, κοιτώντας απ’ το παράθυρο τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ο Χρόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Μέσα του είμαστε όλοι και κανένας, θα ακούσουμε τον Αλβέρτο να φωνάζει από τα ψηλά τείχη της Τροίας. Θα βρούμε τον Γιάννη να αναρωτιέται μόνος, στο Βελιγράδι ή στη Λειψία: «γιατί να υπάρχουν τα Όντα και όχι το Τίποτα;»
«Είμαστε άνθρωποι που παίζουν ρόλους», θα δηλώσει ο Κριστομπάλ, πίνοντας το ποτό του σε ένα άθλιο μπουρδέλο, στη Νάπολη.
Και ο Κίμωνας θα απαντήσει: «Λάθος. Είμαστε ρόλοι που παίζουν ανθρώπους», ξετυλίγοντας, ακόμα μιά φορά, το κουβάρι των αλλόκοτων πραγμάτων.
Κυρίες και κύριοι, οι ηθοποιοί είναι έτοιμοι. Η παράσταση αρχίζει και η μαγική λέξη είναι «αποστασιοποίηση». Καλή διασκέδαση, είπε ο κομφερασιέ και η αυλαία σηκώθηκε.

Αντ’αυτών,



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9.ΑΝ ΟΙ ΚΑΡΧΑΡΙΕΣ ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.


Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, ρώτησε τον κ.Κ. η κορούλα της οικονόμας του, θα φέρονταν τότε πιό καλά στα μικρά ψαράκια; Σίγουρα, αποκρίθηκε εκείνος. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θάχτιζαν γιά τα μικρά ψαράκια στη θάλασσα τεράστια κλουβιά και θάβαζαν μέσα διάφορες τροφές, φυτά καθώς και ζωντανά. Θα φρόντιζαν τα κλουβιά νάχουν πάντα καθαρό νερό και γενικά θα τα εφοδίαζαν με διάφορες εγκαταστάσεις υγιεινής. Όταν λόγου χάρη ένα ψαράκι τραυμάτιζε την ουρά του, οι καρχαρίες θα τούβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο μην τυχόν και ψοφήσει και το χάσουν πρίν την ώρα του. Έπειτα γιά να μην μελαγχολούν τα ψαράκια θα οργάνωναν κατά διαστήματα στη θάλασσα μεγάλες γιορτές, γιατί τα κεφάτα ψαράκια είναι πιό νόστιμα από τα θλιμμένα. Τούτα τα μεγάλα κλουβιά θα είχαν βέβαια και τα σχολεία τους. Εκεί τα ψαράκια θα μάθαιναν πως να κολυμπάνε στο στόμα του καρχαρία. Θάπρεπε λογουχάρη να μάθουν γεωγραφία γιά να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες όταν αυτοί κάπου θα τεμπελιάζουν. Βέβαια το σπουδαιότερο θα ήταν η ηθική διάπλαση των μικρών ψαριών. Θα τους μάθαιναν ότι γιά ένα ψαράκι δεν υπάρχει μεγαλύτερη και ωραιότερη αρετή από το να θυσιάζεται πρόθυμα κι ότι όλα τα ψαράκια θάπρεπε να πιστεύουν τυφλά στους καρχαρίες προπάντος όταν αυτοί τους λένε ότι θα φροντίσουν γιά ένα ωραίο μέλλον. Θα έδιναν στα ψαράκια να καταλάβουν πως αυτό το ωραίο μέλλον τότε μόνο θα είναι εξασφαλισμένο όταν εκείνα μάθουν να υπακούνε. Τα ψαράκια θάπρεπε να φυλάγονται από κάθε λογής ταπεινές, εγωϊστικές και μαρξιστικές διαθέσεις κι αν τύχαινε κανένα από δαύτα να φανερώσει τέτοιες αδυναμίες τ’άλλα ψαράκια θάπρεπε να τ’αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες. Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα έκαναν βέβαια αναμεταξύ τους και διάφορους πολέμους γιά να κυριέψουν ξένα κλουβιά και ξένα ψαράκια. Στους πολέμους αυτούς ο κάθε καρχαρίας θα πολεμούσε με τα δικά του ψαράκια. Θα μάθαιναν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά. Τα ψαράκια -θα τους έλεγαν- είναι ως γνωστό βουβά, σωπαίνουν ωστόσο σε ολότελα διαφορετικές γλώσσες, γιαυτό και είναι αδύνατο να καταλάβει το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε μερικά εχθρικά ψαράκια που σωπαίνουν σ’άλλη γλώσσα, θα καρφίτσωναν κι απόνα παράσημο από φύκι και θα τούδιναν τον τίτλο του ήρωα. Αν βέβαια οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα είχαν και την δική τους τέχνη. Θα είχαν ωραίους πίνακες που θα παράσταιναν τα δόντια των καρχαριών με θαυμάσια χρώματα, και τα στόματά τους θα ήταν σαν τους κήπους της Βαβυλώνας όπου μπορεί να κάνει κανείς τρελό σεργιάνι. Τα θέατρα στο βυθό θα έδειχναν πώς ηρωϊκά ψαράκια με την μπάντα μπροστά θα ορμούσαν, μαγεμένα και νανουρισμένα με τις πιό όμορφες σκέψεις, στο στόμα των καρχαριών. Δε θάλειπε βέβαια και η θρησκεία αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Αυτή θα δίδασκε ότι τα ψαράκια μονάχα στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζαν να γεύονται την αληθινή ζωή. Εξάλου αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι όλα τα ψαράκια δεν θάταν πιά ίσα κι όμοια όπως συμβαίνει σήμερα. Μερικά από δαύτα θ’αποχτούσαν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα ψαράκια. Όσα μάλιστα είναι λίγο πιό μεγάλα θα είχαν το λεύτερο να τρώνε τα πιό μικρά. Αυτό θα ήταν άλλωστε ευχάριστο γιά τους καρχαρίες γιατί έτσι εκείνοι δεν θα χρειάζονταν πιά παρά να καταπίνουν συχνότερα πιό μεγάλες μπουκιές. Και τα πιό μεγάλα ψαράκια, αυτά που θα είχαν τις ψηλές θέσεις, θα φρόντιζαν γιά την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοι και μηχανικοί στα ψαροκλουβιά. Κοντολογίς, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι θα είχαμε πολιτισμό στη θάλασσα.



ΜΠΕΡΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ.

Από τις «Ιστορίες του κ.Κόϋνερ» (η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής).

Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης.

Εκδόσεις Θεμέλιο.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8.ΟΙ ΤΡΕΙΣ.

Το παλιό αμερικάνικο αντιτορπιλικό –τύπου Fram- είχε δέσει μόλις πριν μία ώρα στο λιμάνι και από την γέφυρα, η θέα της πόλης ήταν εντυπωσιακή. Απλωνόταν κατά μήκος του κόλπου, με τα μοντέρνα κτιριακά συγκροτήματα ανακατεμένα με τα μεσαιωνικά σπίτια της παλιάς πόλης. Στο κέντρο της, στεκόταν ο τεράστιος καθεδρικός, σήμα κατατεθέν του μεγάλου λιμανιού της Μαγιόρκα.
Ο Ναύτης φορούσε γαλάζιο πουκάμισο και τζην παντελόνι. Ήταν έτοιμος να βγει βόλτα στην πόλη. Δεν είχε παρέα. Ο Σηματορός ανέβηκε στη γέφυρα. Οι δυό τους ήταν φίλοι, ίδια σειρά, «κληρούχες» όπως λένε οι φαντάροι. Ήταν Σεπτέμβρης, ένας ζεστός Σεπτέμβρης που θα τον ακολουθούσε ένας, ακόμα πιό ζεστός χειμώνας, γιά όλες τις χώρες που πήραν μέρος –με οποιονδήποτε τρόπο- στον Πόλεμο του Κόλπου.
Οι δυό φίλοι καπνίζαν, καθισμένοι στις καρέκλες του κυβερνήτη και του ύπαρχου. Η άδεια γέφυρα ήταν σκοτεινή και μόνο τα κίτρινα φώτα της πόλης που έμπαιναν απ’τα παράθυρα την φώτιζαν και επέτρεπαν να διαγράφονται οι σκιές μέσα στο χώρο.
Ξαφνικά, δύο κοπέλες μπήκαν, συνοδευόμενες από μερικούς άλλους ναύτες.
- Οι κοπέλες σε ζητάνε, είπε ένας τους στο Σηματορό με μία δόση ζήλειας.
- Θα βγούμε, είπε ο Σηματορός στο Ναύτη. Θάρθεις μαζί;
Οι δύο κοπέλες ήταν αδελφές, όμως δεν έμοιαζαν πολύ. Η μεγαλύτερη, η Μαρία, ήταν μελαχροινή, με σκούρα καφετιά μάτια και μαύρα μαλιά. Η μικρότερη, η Αδέλα, πόλυ λεπτοκαμωμένη, με κατάξανθα μαλιά στο χρώμα του ώριμου σταχυού, νερένια γαλάζια μάτια και δέρμα τόσο άσπρο, που γινόταν διάφανο και άφηνε να φαίνονται οι φλέβες κάτω από αυτό. Ήταν από την Σεβίλη και είχαν έρθει γιά διακοπές στο νησί.
Οι τέσερεις νέοι βγήκαν απ’το πλοίο. Διέσχισαν την περιοχή του λιμανιού περπατώντας πάνω στη φρέσκια άσφαλτο, που μαλάκωνε από την ζέστη του ήλιου. Είχε πολύ υγρασία και, καθώς εξατμιζόταν, έκανε την πόλη να μοιάζει με παραίσθηση.
Ο Ναύτης περπατούσε, συζητώντας με την Αδελαίδα και, πιό μπροστά, ο Σηματωρός με την Μαρία. Περπατήσαν ώρες την πόλη, έφαγαν πίτσα και ήπιαν καφέ στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Η Πάλμα ήταν όμορφη, σχεδόν τροπική, κατάληλη γιά να ερωτευτεί κάποιος. Η ώρα περνούσε γρήγορα. Οι ναύτες χαιρέτησαν τις κοπέλες και γύρισαν στο πλοίο.

*

Φτάσανε στη Σεβίλη από τον βορά, ξεκινώντας από την μεγάλη πολιτεία του Τομπόσο, ακολουθώντας τον Δρόμο του Ιππότη. Ήταν Αύγουστος και η Μάντσα ήταν κατάξερη. Την διασχίσανε από επαρχιακούς δρόμους, με το παλιό τους αυτοκίνητο –που δεν είχε κλιματισμό. Η θερμοκρασία ήταν σαράντα βαθμοί υπό σκιά. Περάσανε τον απέραντο ελαιώνα της Ανδαλουσίας, την Κόρντομπα -με την Μεσκίτα της- και την Γρενάδα και ένα αυγουστιάτικο ανδαλουσιανό απόγευμα, φτάσανε στη Σεβίλη. Μέρες τριγυρνούσανε στη χώρα, ψάχνοντας από πόλη σε πόλη την Ισπανία που είχανε στο μυαλό τους. Από το Φιγκέρες του Νταλί ως την προαρχαίκή Αλταμίρα, από την Βαρκελώνη της FAI ως την βασκική Ντονόστια, από τον Τάγο του Τολέδο ως την μεγάλη Κόρντομπα των Μόρων, τίποτα δεν ήταν στη θέση του, σαν να έλειπε κάτι –ένα βασικό συστατικό, ένα κομμάτι του παζλ.
Όμως εκεί, στην κατάξανθη Σεβίλη τα πράγματα είχαν μπει –επιτέλους- στην θέση τους.
Βγήκανε από την πανσιόν τους –που, όπως οτιδήποτε άλλο, θύμιζε σκηνικό λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας- και περπατήσανε μέχρι τον καθεδρικό, τον μεγαλύτερο γοτθικό ναό του κόσμου. Στην διαδρομή, παρατηρούσαν ομάδες ανθρώπων, που περπατούσαν προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τους ακολούθησαν και φτάσαν στην αρένα. Αντίθετα με τα αναμενόμενα, μία συναυλία κλασικής μουσικής ήταν προγραματισμένη.
Περάσαν την αρένα και φτάσανε στο πρώτο μπαρ. Μπύρα, μπύρα, κόκκινο κρασί.
Κομμένο λουκάνικο και τυρί, λαρδί και φυσικά χαμόν –τα περίφημα τάπας.
Μιά πιτσιρίκα με ένα σκύλο μπήκε στο μπαρ.
-Αα, οι ηλικίες που μ’αρέσουν, είπε ο πρώτος.
-Είσαι παππούς της, είπε ο δεύτερος.
-Όταν η Αϊσέ παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ήταν εννιά.
-Εμείς είμαστε χριστιανοί.
-Μόρικο αίμα κυλάει στις φλέβες μου, σκύλε χριστιανέ. Μίλα γιά σένα.
-Ησυχάστε, είπε ο τρίτος. Τι σημασία έχει;

*

Ήταν Αύγουστος του 2006. Ο Χασάπης του Λιβάνου είχε πέσει σε βαθύ κώμα. Τον κρατούσαν στη «ζωή» με «μηχανική υποστήριξη». Η Βηρυτός ήταν ξανά αποκλεισμένη.
Ισραηλίτικα αεροπλάνα πετούσαν πάνω απ’το Λίβανο και χτυπούσαν –όπως και οι «σύμαχοι αμερικάνοι» μερικά χρόνια πριν, στο Βελιγράδι- αμάχους.
-Παράπλευρες απώλειες, δήλωσε η νέγρα κόρη του σκλάβου, που είχε γίνει υπουργός εξωτερικών.
-Ο διάβολος να πάρει την μαύρη ψυχή σας, γουρούνια Σταυροφόροι, είπε ο έφηβος Παλαιστίνιος και πάτησε το κουμπί.

*

Φύγαν απ’τη Μαγιόρκα το πρωί. Ο καιρός ήταν καλός, μα όταν περάσαν τη Σαρδηνία και φτάσαν στα στενά της Μεσσήνας, τεράστια κύματα αρπάξαν το τιμόνι. Ο Ναύτης κοίταξε τον Ασυρματιστή.
-Δέκα και ανεβαίνουμε, του απάντησε εκείνος.
-Ο διάβολος να πάρει, έφτυσε τις λέξεις ο Ναύτης, μαζι με το ταμπάκο που μασούσε. Με παίρνει αριστερά.
-Δώδεκα δεξιά, βρυχήθηκε ο κυβερνήτης, στρίβοντας τον καπνό στο ροζ χαρτάκι του.
-Γαμώ την μαύρη σου ψυχή, ψιθύρησε ο Ναύτης με τα μάτια καρφωμένα στο καρτίνι και γύρισε τη βαριά μπρούτζινη ρόδα δώδεκα μοίρες δεξιά.

*

Άφησαν πίσω τους το πρώτο μπαρ –γιά πάντα. Μπήκαν στο δεύτερο –ένα μικρό που τους άρεσε. Η συναυλία είχε τελειώσει, και οι κυρίες της Σεβίλλης -συνοδευόμενες απ’ τους ανδαλουσιανούς ιππότες τους- μπαίναν στα μπαρ γιά ένα ποτήρι κρασί.
-Τρες σερβέσας, είπε ο πρώτος.
-Σούμπιτο, αποκρίθηκε ο άνθρωπος πίσω απ’το μπαρ. Δόνδε έρες κομπανιέρος;
-Γριέγος, Ατένα, είπε ο δεύτερος. Ο κουβανέζικος κόνδορας πέταξε ψηλά, πάνω απ’την αρένα της Σεβίλλης.

*

Το στενό πολεμικό καράβι πέρασε τα Στενά –όχι χωρίς απώλειες. Οι λιγοστοί ναύτες που μπορούσαν να βγάλουν τη βάρδια, παραπατούσαν και πέφταν πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ο γιατρός, έραβε όλο το βράδυ. Αργά, πριν το ξημέρωμα, φάνηκε -φωσφορίζουσα- η Φάτα Μοργκάνα.

*

Ο Ασυρματιστής πήρε τηλέφωνο από τη Λευκωσία.
-Ευτυχισμένο το 2005.
-Να πάρει ο διάβολος την μαύρη σου ψυχή, αστειεύτηκε ο Ναύτης από την Αθήνα.
-Κεσάτια;
-Δεν ξέρεις τίποτα φιλαράκι.
-Ούτε ο άνθρωπος ξέρω τι είναι. Ξέρω την τιμή του μονάχα.
-Ο διάβολος να πάρει την μαύρη σου ψυχή, είπε ο Ναύτης και έκλεισε το κινητό.

*

-Ε του; Ρώτησε ο πρώτος.
-Νόρτε, λα Κορούνια, κομπανιέρος.
Ο μπάρμαν είχε μακριά –γιά στρατιωτικός- σπαστά μαλλιά και γαλήνια έκφραση.
-Κε πάσα κομπανιέρο;
-Μι μουχέρ, ανταλουσιάνα, απάντησε ο μπάρμαν και έγνεψε, γεμίζοντας το ποτήρι.
Γύρισε και την κοίταξε. Ξανθιά, σαν τσέχικη μπύρα, με γαλάζια μάτια, δέρμα σχεδόν διάφανο και τατουάζ χένας στο δεξί της χέρι.
-Ας βγάλουμε και κανένα λεφτό, σκέφτηκε κυνικά και σήκωσε την κάμερα.

*
-Παρακαλώ;
-Η Ελένη γένησε. Πάρε την Νατάσσα και έλα.
Μπήκανε στο Μικρό Μπαρ. Ο μπάρμαν ζέσταινε στο γκαζάκι μακαρόνια γιά κάποιο φίλο.
-Ρούφα, του είπε και του άναψε το πούρο με ένα σπίρτο.
Εκείνος τράβηξε μιά ρουφηξιά και χαμογέλασε συγκαταβατικά. Το πούρο ήταν ξερό, πολυκαιρισμένο.
-Πως και δεν έχεις φίλους;
-Δεν έχω να τους πάω πουθενά.

-Πεινάω, είπε η Νατάσσα και εκείνος πάτησε το φρένο. Τα ταμπούρα του παλιού Μίνι Κούπερ στρίγκλησαν και το αυτοκίνητο σταμάτησε.
-Δύο με σουβλάκι, απ’όλα.
-Αμέσως, είπε ο καντινιέρης, κοιτάζοντας την οκτάιντση τηλεόραση.
Κοίταξε τα τροχιοδεικτικά, που χτυπούσαν την πόλη. Γιά μιά στιγμή, όλα τριγύρω έγιναν ξένα.
-Ποιά πόλη είναι αυτή;
-Οι σκύλοι ρίχνουν στη Βαγδάτη. Απ’όλα είπες, έτσι;
-Έτσι.

*

Περάσαν τα Στενά.
-Θα κάνουμε Χριστούγενα στην Ελλάδα.
-Έχω τα γενέθλιά μου, στις δεκαοχτώ.
-Και του χρόνου σπίτια μας.
-Πρώτα ο θεός.
-Γαμώ το σπίτι σου χριστιανέ.

*

Φύγαν και απ’το δεύτερο μπαρ. Ακολούθησαν το Μεγάλο Ποτάμι. Κάθησαν στην όχθη κοιτάζοντας ένα ζευγαράκι που αγκαλιάστηκε μπροστά στην γέφυρα.
-Δεν υπάρχει Ντουέντε, είπε ο πρώτος.
Οι Σεβιλιάνες χόρευαν φλαμένγκο στα μπαρ, γιά τους τουρίστες.
-Έχεις δίκιο, είπε ο δεύτερος, δεν υπάρχει Ντουέντε.
-Αντίο Ματωμένο Ποτάμι του Λόρκα, είπε ο τρίτος.

*
Εμφάνισε τις φωτογραφίες.
-Ώρα να βγάλουμε και κάνα λεφτό, μονολόγησε κυνικά.
Η ξανθιά σεβιλιάνα, με το τατουάζ χένας στο χέρι, κάτι του θύμιζε.
-Να πάρει ο διάβολος την μαύρη μου ψυχή, είπε και βγήκε.

*

-Ο Χρόνος δεν υπάρχει, είπε ο Αλβέρτος της Ουρ και έστριψε το μουστάκι του.
-Έχεις δίκιο, είπε ο Ναύτης και μπήκε στο μπαρ.
-Όλα. Κόμο σε γιάμα;
-Αδέλα, είπε εκείνη και του πρότεινε το χέρι της, βαμμένο με χένα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7.Ο ΕΞΑΙΣΙΟΣ ΡΩΜΙΟΣ.

«Όποιος και αν είσαι, έλα.
Ακόμη και αν είσαι άπιστος,
παγανιστής ή πυρολάτρης, έλα.
Στην αδελφότητά μας δεν υπάρχει απελπισία.
Ακόμη και αν εκατό φορές έσπασες
τους όρκους σου γιά μεταμέλεια, έλα».

Με αυτή την ιδιότυπη δήλωση ανεξιθρησκείας, μας καλεί να διαλογιστούμε και να χορέψουμε μαζί με τους δερβίσιδές του, που περιστρέφονται σε έκσταση, με τα μάτια κλειστά, ένας από τους μεγαλύτερους μυστικιστές φιλοσόφους του κόσμου, ο Celaleddin Rumi, ο ιδρυτής του Τάγματος των Περιστρεφόμενων Δερβίσιδων.

Φτάσαμε στην ιερή πόλη του Ικονίου νωρίς, με το πρωινό τρένο. Μιά παράξενη πόλη, χώρις μπαρ, χωρίς κάβες, χωρίς καν την περίφημη Effes Pilsen στα ψυγεία των μίνι μάρκετ. Εδώ όλες οι γυναίκες φοράνε μαντήλα – που πιθανώς είναι Αρμάνι – και πέντε φορές τη μέρα τα πολλά τζαμιά της πόλης γεμίζουν από πίστους που προσεύχονται γονατιστοί, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκα. Το Ικόνιο, η παλιά πρωτεύουσα του Σελτζούκικου Σουλτανάτου των Ρουμ μας υποδέχτηκε σοβαρή και συνεφιασμένη. Η Κόνυα είναι ένα υπαίθριο μουσείο του πολιτισμού των Σελτζούκων. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός στα κτίρια, τα τζαμιά και τους μιναρέδες είναι εντελώς διαφορετικός και από τον Βυζαντινό αλλά και από τον Οθωμανικό. Στα μουσεία μπορεί κανείς να δει διακοσμητικές παραστάσεις που παραπέμπουν στην προέλευση του λαού αυτού – στην μακρινή Μογγολία. Στη μεγάλη αγορά της πόλης τα περισσότερα μαγαζιά εμπορεύονται χρυσά κοσμήματα και χαλιά. Το κέντρο της, ο λόφος του σουλτάνου Αλλαντίν Κευκιμπάντ του Ιου, (Allaettin Tepesi) φιλοξενεί ένα εξαιρετικό τζαμί με το ίδιο όνομα. Γύρω από το λόφο, η παλιά συνοικία, με κτίρια και σπίτια σελτζούκικου επίσης ρυθμού και μαγαζιά γιά καφέ, τσάι και τάβλι. Ωραία όλα αυτά, αλλά εμείς, όπως και ο περισσότερος κόσμος είμαστε εδώ γιά άλλο λόγο. Καθώς περπατάμε στο Δρόμο του Δασκάλου, στη Mevlana Caddesi, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται να προστεθούν στη συντροφιά μας, που μοιάζει με πομπή. Εκεί, στο τέλος του δρόμου, κάτω από τον επιβλητικό τυρκουάζ πύργο, στη μέση του ιερού τζαμιού – μαυσωλείου, κοιμάται, ενωμένος με τον Αλλάχ, ο Mevlana, ο Εξαίσιος Ρωμιός.

Ο Jalal al Din Mohammad Ibn Husain al Rumi γενήθηκε το 585 έτος Εγίρας ( 1207 μκχ ) στο Balkh της περσικής επαρχίας του Χορασάν ( στο σημερινό Αφγανιστάν ) - στην αρχαία Βακτριανή.
Ο πατέρας του, Baha al Din, είχε τον τίτλο του ηγέτη των ορθόδοξων θεολόγων και ήταν μέλος σουφικού τάγματος. Γιά να αποφύγει την εισβολή των Μογγόλων του Τζένκις Χαν φυγάδευσε την οικογένειά του πρώτα στη Μέκα, στο Αλλέπο και στη Δαμασκό και ύστερα στο Ικόνιο το 1228. Την εποχή αυτή, σουλτάνος των Σελτζούκων του Ρουμ είναι ο Alaeddin Keykubad I, άνθρωπος με μεγάλη παιδεία, που τοποθετεί τον Baha διευθυντή ( ουλεμά ) στο κορανικό σχολείο ( μεντρεσέ ) της πόλης του Ικονίου. Ο νεαρός Celaleddin παράλληλα με την μελέτη του Κορανίου συναναστρέφεται χριστιανούς και εβραίους, διαβάζει τα ιερά τους κείμενα, μελετά τους έλληνες φιλοσόφους και μυήται στο Σουφισμό. Μέτα τον θάνατο του πατέρα του το1231, αναλαμβάνει την διεύθυνση του σχολείου και σε λίγο καιρό γίνεται ο πνευματικός οδηγός χιλιάδων ανθρώπων – συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του σουλτάνου – που τον αποκαλούν Mevlana, δηλαδή ο Δάσκαλός μας. Ωστόσο ο μεγάλος θεολόγος, μαθηματικός και αστρονόμος, νοιώθει ότι κάτι πολύ σημαντικό λείπει από την ζωή του – μιά απευθείας ένδειξη του θείου, μιά Αναλαμπή όπως έλεγαν οι Σούφι. Όμως, ότι ψάχνεις σε βρίσκει και η μέρα της Φώτισης γιά τον Rumi ξημέρωσε στις 28 Νοέμβρη του1244. Στην αγορά του Ικονίου οι έμποροι παζάρευαν την τιμή της ζάχαρης. Ένας παράξενος περιπλανώμενος δερβίσης εμφανίστηκε, φορώντας το μάλλινο ράσο των Σούφι πάνω από τα κουρελιασμένα ρούχα του.
Η ζωή και η προέλευση του Mehmet Seemseddin Tebrizi είναι σκεπασμένες από την ομίχλη του μύθου. Λέγεται ότι ο πατέρας του κήρυξε ένα αιρετικό Ισλάμ, εγκαταλείποντας την προγονική του σέχτα, τους Ισμαιλίτες. Ο Semsi Tebrizi άρχισε το ταξίδι του από την Ταυρίδα της Περσίας και στα εξήντα του πιά έφτασε στο Ικόνιο. Αυτός ο ιπτάμενος (παράντα ) – όπως τον έλεγαν - δερβίσης, ήταν ακαλιέργητος, κακότροπος και είρωνας, και δίδασκε την ματαιότητα του κόσμου της ύλης και την ανάγκη της Φώτισης, της ένωσης με το θείο. Όπως δηλώνει το όνομά του – Sems στα περσικά σημαίνει ήλιος - είχε μιά εσωτερική φλόγα, μιά θεική φωτιά, που πήγαζε από την πίστη ότι ο Αλλάχ τον είχε επιλέξει γιά να εκφέρει τον θείο λόγο. Και πραγματικά, ο λόγος του σκοτεινού προφήτη μαγεύει το ιρανόφωνο σουλτανάτο των Ρουμ και μεθάει τον Mevlana με το μυστικιστικό κρασί των Σούφι. Εκεί, στη μέση της αγοράς, ο μεγάλος ποταμός συναντάει τον ωκεανό. Ο πάνσοφος θεολόγος του Ικονίου παραδίνεται, μέσα σε μιά στιγμή, στο προκατακλυσμιαίο φως του δίσκου του ήλιου. Όλη η θεωρητική γνώση του Rumi γκρεμίζεται μπροστά στην κατανόηση του αρχέγονου « αόρατου κόσμου » του Parada.
Ο κατοπινός Δάσκαλος εγκαταλείπει την θέση του στο κορανικό σχολείο και γίνεται μαθητής του Tebrizi, που του δείχνει τον δρόμο γιά την ένωση με τον Αγαπημένο. Όμως οι μαθητές του ίδιου του Mevlana τυφλωμένοι από ζήλεια σκοτώνουν τον Tebrizi το 1247. Ο Rumi συντετριμένος από τον θάνατο του φίλου και δασκάλου του απομονώνεται σε ένα δικό του κόσμο διαλογισμού, γράφοντας τα μυστικιστικά του κείμενα, μεταξύ των οποίων και το περίφημο εξάτομο ποιήμα Mathnawi ( Mesnevi στα Τούρκικα ) που πολλοί το ονομάζουν Qur’an-e Farsi, δηλαδή «Κοράνι στα Περσικά». Η περιδίνηση αρχίζει. Ο Δάσκαλος, περιστρεφόμενος γύρω από τον εαυτό του και γύρω από τον ήλιο της Ταυρίδας, μπαίνει σε κατάσταση έκστασης, υπό τον ήχο των καλαμένιων αυλών, που παίζουν αδιάκοπα. Ο πέρσης αστρονόμος μιμήται την κίνηση των πλανητών γύρω από τον ήλιο, την εποχή που, γιά τον «πολιτισμένο» χριστιανικό κόσμο, η γη είναι επίπεδη.

Βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπήκαμε στο τζαμί. Ένας απαλός, κατανυκτικός σκοπός παιγμένος από νέι μας αγκάλιασε στην είσοδο. Προχωρήσαμε στον κυρίως χώρο. Γύρω μας δεκάδες σαρκοφάγοι μελών του τάγματος των Περιστρεφόμενων Δερβίσιδων. Ο φωτισμός, υποβλητικός, τόνιζε τις λεπτομέρειες του χώρου και των αμέτρητων ιερών αντικειμένων χωρίς να αλλοιώνει τα χρώματά τους.
Οι άνθρωποι μέσα στο μαυσωλείο, προσεύχονταν ο καθένας μόνος του, θρηνώντας τον θάνατο του Δασκάλου. Οι χαμηλόφωνες προσευχές ενώνονταν σε μία άναρχη, ισότονη λειτουργία ανακατεμένη με τον ήχο του αυλού. Αντιληφθήκαμε την ιερότητα της στιγμής και του χώρου. Δεν ήταν μιά επίσκεψη σε μουσείο, αλλά ένα προσκύνημα πιστών στον μεγάλο ανθρωπιστή φιλόσοφο. Κινηθήκαμε προς τον τάφο του Mevlana, το σημείο - προορισμό της λιτανείας. Λουσμένες από απαλό φως, δύο τεράστιες πέτρινες σαρκοφάγοι – η μία του Rumi και η δεύτερη του γιού του, Sultan Veled – με τα μεγάλα πράσινα τουρμπάνια στην κορύφη – διακριτικό του θρησκευτικού αξιώματος – κείτονται η μιά δίπλα στην άλλη, πίσω από τα ασημένια κάγκελα.

« Ο χρόνος είναι σαν το ξίφος. Εάν δεν τον διαπεράσης θα σε διαπεράσει » έλεγε ο Αλ Γκαζαλί, ο άνθρωπος που απέτρεψε τον διωγμό των σουφικών ταγμάτων, σχεδόν πριν μιά χιλιετηρίδα.
Έτσι, όπως οι ινδιάνοι – μάγοι της Αμερικής, οι σαμάνοι του βορρά της Σιβηρίας, οι βουντού της Δαχομέης, οι αναστενάρηδες του Λαγκαδά, όπως – χιλιάδες χρόνια πριν – οι ακόλουθοι του Διονύσου και οι ιερές δούλες της Αστάρτης, έτσι μέχρι σήμερα οι περιστρεφόμενοι ζητιάνοι (ντερβίς ) της αγάπης του θεού διαπερνάν τον χρόνο, που τον ορίζει η κίνηση και ο ήχος. Η Σεμά αρχίζει και μαζί με την πρώτη από τις τέσσερεις σελάμ – τις μουσικές κινήσεις της τελετής – αρχίζει η πρόκοσμη κίνηση
του Ενός γύρω από το Όλο. Ότι ήταν θα είναι, ότι θα υπάρξει υπήρχε. Στο σεμαχάν – τον χώρο της τελετής - μπαίνει ο σεμαζένμπασι – ο οδηγός του χορού - που τον ακολουθούν οι δερβίσιδες (σεμαζέν) φορώντας μαύρες κάπες. Ο σείχης ( σείκ ) μπαίνει στο δωμάτιο τελευταίος. Υποκλίνεται και κάθεται σε μιά κόκκινη προβιά. Ο χαφίζ – ο δερβίσης που έχει αποστηθίσει το Κοράνι – ψέλνει μιά προσευχή στον Μεβλάνα και μιά στροφή ( σουρά ) από το Κοράνι. Οι μουσικοί αρχίζουν να παίζουν, σπάζοντας τη σιωπή. Ο σείχης ξεκινάει την περιστροφή με ρυθμό αργό. Τον ακολουθούν οι σεμαζέν κυκλώνοντας τον χώρο τρεις φορές και σταματούν γιά να υποκλιθούν στην θέση του σείχη – στην κόκκινη προβιά. Βγάζουν τις μαύρες κάπες, τις φιλάν και τις αφήνουν στο πάτωμα. Η ύπαρξη γενιέται μέσα από τα μαύρα πέπλα της ανυπαρξίας. Οι σεμαζέν υποκλίνονται στον σείχη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και του φιλούν το χέρι – με πρώτο τον σεμαζένμπασι – ενώ εκείνος φιλά το σίκε, το κάλυμμα της κεφαλής τους. Ο χορός ψάλει στροφές από το Κοράνι. Οι δερβίσιδες ξαναρχίζουν την περιστροφή, έχοντας τα χέρια τους σε έκταση, με την δεξιά παλάμη στραμένη στον ουρανό και την αριστερή στη γη, έτσι ώστε η ενέργεια που έρχεται από ψηλά να διαπερνά το σώμα και να διαχέεται στο έδαφος. Ο σείχης πηγαίνει στη μέση του σεμαχάν και αρχίζει να περιστρέφεται όπως ο ήλιος, με τους πλανήτες γύρω του. Επιστρέφει στη θέση του, υποκλίνεται, κάθεται και φιλά το πάτωμα. Οι σεμαζέν φοραν τους μανδύες τους ξαναγυρίζοντας στην μη-ύπαρξη, στην ένωση με το όλο. Ο σείχης απαγγέλει την πρώτη στροφή από το Κοράνι.
Οι σεμαζέν φιλούν το πάτωμα και σηκώνονται. Ο σείχης ψέλνει μιά προσευχή στον Μεβλάνα και μαζί με τους σεμαζέν προφέρει τον ήχο «χου», την ιερή λέξη που περιέχει την ουσία του θεού. Υποκλίνονται προς την κόκκινη προβιά και αποχωρούν.

Οι τέσερεις σελάμ της Σεμά. Η Γένηση, η εκστατική κατανόηση του Όλου, η απώλεια του Εγώ (η βουδιστική Νιρβάνα) και τέλος, ο Θάνατος, η Μεγάλη Επιστροφή, που γιά τον Εξαίσιο Ρωμιό ήρθε στις 17 Δεκέμβρη του1273. Την νύχτα αυτή, την «Γαμήλια Νύχτα» του, χιλιάδες άνθρωποι από πέντε διαφορετικές θρησκείες, τον συνόδεψαν στην ένωσή του με τον Αλλάχ, διαβάζοντας – ο καθένας στην γλώσσα του - τα ιερά τους βιβλία, θρηνώντας τον χαμό του.

Ξυπνήσαμε από το όνειρο εκεί, κάτω από τον πράσινο θόλο του Μεβλάνα των Ρουμ.
«Ο άνθρωπος του θεού γίνεται με την αλήθεια σοφός.
Ο άνθρωπος του θεού δεν μαθαίνει από τα βιβλία.
Ο άνθρωπος του θεού είναι πέρα από απιστία και πίστη.
Γιά τον άνθρωπο του θεού το ορθό και το λάθος είναι ίδιο», τον ακούσαμε φεύγοντας να ψιθυρίζει.

Καληνύχτα Δάσκαλε. Ο κόσμος αυτός δεν θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

«Μυρωδιά ζώων και βρεγμένο πριονίδι. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του τσίρκου» σκέφτηκε καθώς μπήκε στην τέντα. Τα μάτια του γρήγορα συνήθισαν στο μισοσκόταδο. Άρχισε να διακρίνει τη σκηνή, τα αμφιθεατρικά στημένα ξύλινα καθίσματα, τους σιδερένιους στύλους που στήριζαν την τέντα και τους ανθρώπους που ήρθαν να δουν την παράσταση. Κάποιος φορούσε το καπέλο του. Το πάτωμα ήταν καλυμένο όλο με πριονίδι. Ήταν ζεστή και υγρή μέρα. Κάθισε.
Η παράσταση μόλις άρχιζε.
Ο μαέστρος-κλόουν διήυθηνε την μπάντα με μιά σκούπα αντί γιά μπακέτα.
Ο κομφερασιέ βγήκε στη σκηνή γιά να αναγγείλει το πρώτο νούμερο.
Είχε ύφος πολύ σοβαρό. Φορούσε σμόκιν και γιλέκο και κρατούσε μπαστούνι.
Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μπαλόνι που έμοιαζε με υδρόγειο.
Το πρώτο νούμερο το εκτελούσε μιά γυναίκα-ακροβάτης. Ξεκίνησε τις ασκήσεις δεξιοτεχνίας στριφογυρίζοντας ένα σχοινί στον αέρα. Μέσα στο μισοσκόταδο η κίνηση του σχοινιού σχημάτιζε κάτι σαν πλέγμα γύρω της.
Ο ξένος άρχισε να αναρωτιέται μήπως το νούμερο αυτό είχε σχέση με τον χρόνο. Πραγματικά,η γυναίκα,με απίστευτη δεξιοτεχνία, έκοβε το χρόνο σε μικρά κομματάκια, στριφογυρίζοντας το σχοινί γύρω από το σώμα της τόσο γρήγορα, που το οπτικό αποτέλεσμα δεν ήταν οι πολλές θέσεις του σχοινιού σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά ένα αραχνούφαντο διάφανο πέπλο γύρω της-ένα πέπλο συμπαγές.
Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει την ύλη του χρόνου. Τελειώνοντας το νούμερο, η γυναίκα υποκλίθηκε και έφυγε. Καθώς την κοιτούσε, παρατήρησε ότι το καπέλο της ήταν πάρα πολύ κόκκινο. Σαν να είχε ξεθωριάσει το χρώμα από οτιδήποτε άλλο και μόνο το καπέλο να παρέμενε κόκκινο.
Είχε την εντύπωση ότι ο χρόνος ξεχείλωνε.
Του φάνηκε ότι ο κομφερασιέ είχε σκοτώσει τον μαέστρο-κλόουν.

Οι παντομίμες των κλόουν, μιά μορφή θεάτρου, θυμίζουν τις βουβές κωμωδίες.
Ένα απλό σενάριο με δύο χαρακτήρες που γιά κάποιο λόγο τσακώνονται. Πλησιάζουν αντικρυστά, θυμωμένοι,με τα χέρια στη μέση. Ο ένας πετάει κάτω το καπέλο του άλλου.
Ο δεύτερος απαντάει, καταβρέχοντας τον πρώτο με το νεροπίστολο-λουλούδι στο πέτο του. Ο πρώτος κοπανάει τον δεύτερο με ένα πλαστικό ρόπαλο. Η βία κλιμακώνεται και ο δεύτερος -χρησιμοποιώντας ένα πιστόλι που όταν εκπυρσοκροτεί βγάζει ένα σημαιάκι με την λέξη «bang»- σκοτώνει τον πρώτο.
«Σαν την πραγματική ζωή. Κωμωδία ίσον τραγωδία συν χρόνος», μονολόγησε.

«Το μπαλέτο, το μπαλέτο» ακούστηκε κάποιος να λέει. Η σκηνή γέμισε από χορεύτριες
ντυμένες με φορέματα παρισινού καμπαρέ που χόρευαν can-can.
Οι μουσικοί, αθέατοι, κρυμένοι πίσω από την επιγραφή του τσίρκου, ανακάτευαν-μέσα σε κείνη την μογγόλικη τέντα- τα κλασικά τους όργανα με φραμπαλάδες, ακροβατικά, εκπαιδευμένα ζώα και πριονίδι.
Τα νούμερα με τα ζώα ήταν μάλλον βαρετά -εκτός από ένα.
Μία γυναίκα-ακροβάτης κατέβηκε από ψηλά, κρατημένη από ένα σχοινί. Στο πάλκο βρίσκονταν δύο ινδικοί ελέφαντες που στέκονταν στα πισινά τους πόδια. Η κοπέλα εκτέλεσε μία δύσκολη ακροβατική άσκηση, στηριζόμενη στα κεφάλια των δύο ελεφάντων. Ήταν ντυμένη με μία γαλάζια εξωτική φορεσιά που θύμιζε ενδυμασία περσικού χαρεμιού. Οι ινδικοί ελέφαντες -τους ξεχωρίζει κανείς από τα αυτιά τους που έχουν το σχήμα της Ινδίας ενώ των αφρικανικών το σχήμα της Αφρικής- είχαν μόνο την μορφή ελέφαντα και καθόλου την ουσία. Στέκονταν στα πίσω πόδια τους υπάκουοι, καλά εκπαιδευμένοι και εκτελούσαν με ακρίβεια, βήμα βήμα την άσκηση.
Ήταν πολύ μακριά από την πατρίδα τους -ίσως και να είχαν γενηθεί αιχμάλωτοι- μακριά από τις πυκνές ζούγκλες της Ινδίας και το μόνο που φαίνοταν να τους απασχολεί ήταν αυτή η αυστηρή διαδοχή των κινήσεων, που η ακρίβειά της τους εξασφάλιζε την καθημερινή τροφή και μία ιδιότητα, έναν συγκεκριμένο ρόλο μέσα στον πολύχρωμο κόσμο του τσίρκου.
Έτσι είναι.
Μέσα σε μία κοινωνία πρέπει το κάθε άτομο να προσφέρει εργασία στο κοινωνικό σύνολο. Πάει στο σχολείο, εκπαιδεύεται, δουλεύει όσο χρόνο μπορεί και όταν οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν μεταφέρεται σε κάποιον ζωολογικό κήπο για να τελειώσει τις μέρες του σε απραξία, ως αξιοθέατο.
«Βρε τον μπαγάσα τον άνθρωπο. Ακόμα και τους ελέφαντες συνταξιοδοτεί» σκέφτηκε.
Ύστερα βγήκαν οι ακροβάτες. Κάπου είχε ακούσει ότι οι καλύτεροι ακροβάτες του κόσμου είναι μογγόλοι. Του φαινόταν λογικό. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο που ζουν οι τσιρκολάνοι και στη νομαδική ζωή των μογγόλων. Η τέντα θα μπορούσε να βρίσκεται στις στέπες τις Μογγολίας, στην αφιλόξενη έρημο Γκόμπι-την έρημο του θανάτου, όπως την λένε αυτοί οι επιδέξιοι καβαλάρηδες βραχύσωμων αλόγων, που συγκατοικούν με παράξενα, μυθικά πλάσματα όπως οι Άλμας και το Allghoi Khorkhoi, το πορφυρό σκουλήκι του θανάτου.

«Ο κόσμος είναι ένα τσίρκο» ψιθύρησε και ο διπλανός του αυτή τη φορά συμφώνησε.
Το σάλτο μορτάλε δεν είχε πολύ ενδιαφέρον, εκτός από τη στιγμή που ένας ακροβάτης έπεσε -φυσικά στο προστατευτικό δίχτυ. «Μάλλον δεν είναι μογγόλος» σκέφτηκε.
Βγήκε πάλι το μπαλέτο εκτελώντας ένα νούμερο φλαμένγκο. Βεντάλιες, μαύρες εσάρπες, καπέλα με λουλούδια, έφιποι άντρες πάνω σε μαύρα ισπανικά άλογα,που τριπόδιζαν περήφανα γύρω από τη σκηνή, ευτυχισμένα που είχαν να κάνουν με όμορφες χορεύτριες φλαμένγκο και όχι με εξαγριωμένους ταύρους σε κάποια αρένα της Γρενάδας.

«Πάρε με μαζί σου καραβάνι,ταξίδεψέ με μακριά. Στης Ανδαλουσίας τα καταπράσινα λιβάδια». Η φωνή του φάνηκε γνωστή. Του θύμιζε κάτι παλιό, ξεχασμένο σε κάποια γωνιά της μνήμης του, μυρωδιά πολύ παλιά, σχεδόν μη αναγνωρίσιμη. Μπορούσε να μυρίσει τους σπαρμένους αγρούς, καθώς έφηβοι θεριστές με τα μεγάλα γυρτά δρεπάνια τους,δουλεύοντας γυμνοί από τη μέση και πάνω, θέριζαν τα στάχυα κάτω από τον ζεστό μεσημεριανό ήλιο. Νόμισε, γιά μιά στιγμή, ότι περπατάει πλάι τους στα μονοπάτια των λιβαδιών, συντροφεύοντάς τους μεχρι το επόμενο χωριό, το χωριό τους, κουβεντιάζοντας μαζί τους σε μιά γλώσσα άγνωστη, σε μιά χώρα άγνωστη.
«Γιά ποιό σκοπό πεθαίνεις ινδιάνε;» ρώτησε άξαφνα η φωνή. Η σκηνή γέμισε μεμιάς άλογα που κάλπαζαν κυκλικά, ακολουθώντας τα παραγγέλματα του εκπαιδευτή τους -ενός καθαρόαιμου Σιού.
«Μα τι γυρεύει ένας ινδιάνος γητευτής αλόγων σε μιά τέντα τσίρκου λίγο έξω από τη Σπάρτη, τόσο μακριά από τον τόπο του;» αναρωτήθηκε.
«Γιά κανένα σκοπό» απάντησε ο ινδιάνος χτυπώντας το μακρύ του μαστίγιο.
Κοίταξε γύρω. Μία ηλικιωμένη γυναίκα με τον εγγονό της παρακολουθούσαν την παράσταση. Η γυναίκα φαινόταν να εξηγεί στο παιδί κάτι που είχε σχέση με τα άλογα.

Ο άνθρωπος στα μπροστινά καθίσματα φορούσε ακόμη το καπέλο του. Είχε γύρει προς το μέρος της γυναίκας δίπλα του και κάτι της έλεγε. Ο ξένος έστησε αυτί. Η ιστορία του ανθρώπου με το καπέλο διαδραματιζόταν στη σκηνή ενός άλλου τσίρκου, ενός αξιοθρήνητου τσίρκου, που περιφέρεται κουτσαίνοντας από πόλη σε πόλη της λατινικής αμερικής.
«Ονομάζεται Νικολάι» άρχισε να λέει ο άνθρωπος-καπέλο με μιά παράξενη προφορά.
«Θεωρείται ο ψηλότερος άντρας του κόσμου. Λέει πως είναι Ρώσος. Στην πραγματικότητα είναι Ουκρανός. Το αληθινό του όνομα είναι Βίκτορ Ζαμπολότνι και έχει ύψος δύο μέτρα και τριανταεννιά εκατοστά. Ήταν κάποτε μπασκετμπολίστας στην εθνική ομάδα της Σοβιετικης Ένωσης. Μετά την διάλυσή της , το μπάσκετ στην Ουκρανία ξόφλησε. Τότε ο Βίκτορ ήταν 33 χρονών. Αναζήτησε καλύτερη τύχη αλλού, χωρίς επιτυχία. Μιά μέρα όμως το τηλέφωνό του χτύπησε. Κάποιος από το Εκουαδόρ του πρότεινε να δουλέψει εκεί, σε τσίρκο. Τώρα ο Ουκρανός Βίκτορ εμφανίζεται στο τσίρκο. Λέει πως ονομάζεται Νικολάι και δηλώνει Ρώσος. Η αμοιβή του είναι 2500 δολάρια τον μήνα. Όταν τον βλέπει ο κόσμος γελάει μαζί του, όμως δεν τον πειράζει.
Βλέπεις, στη σκηνή του τσίρκου τα γέλια είναι καλοπροαίρετα, παιδικά, δεν του επιτίθενται όπως έξω, στο δρόμο». Ο άντρας με το καπέλο χαμογέλασε πικρά.

Το νούμερο τελείωνε και μαζί και η παράσταση. Τα εκπαιδευμένα άλογα υποκλίθηκαν στο κοινό. Όλος ο θίασος βγήκε στη σκηνή ευχαριστώντας τους θεατές γιά το θερμό χειροκρότημα.
«Γιά κανένα σκοπό» είπε ο νεκραναστημένος μαέστρος-κλόουν στο μικρόφωνο.
Ο άντρας με το καπέλο χειροκροτούσε. Η γυναίκα δίπλα του χειροκρότησε και αυτή.
«Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος με τέτοιο καπέλο σε μιά μογγόλικη τέντα τσίρκου, Κυριακή μεσημέρι, λίγο έξω από τη Σπάρτη;» αναρωτήθηκε ο ξένος και σηκώθηκε.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5.Η ΚΗΔΕΙΑ

Αργά την νύχτα έφτασε η σωρός στη Βαρκελώνη. Είχε βρέξει όλη την μέρα και τα αυτοκίνητα που συνόδευαν το φέρετρο ήταν γεμάτα λάσπη. Η μαυροκόκκινη σημαία που σκέπαζε τη νεκροφόρα ήταν βρώμικη.

Στο κτίριο των αναρχικών, που μέχρι την επανάσταση ήταν έδρα του βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου της Βαρκελώνης, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από το προηγούμενο βράδυ. Κατά μαγικό τρόπο όλα ήταν έτοιμα στην ώρα τους. Ο στολισμός ήταν απλός, χωρίς καμιά επιτήδευση ή στόμφο. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μαυροκόκκινο πανί, ένα βάθρο στα ίδια χρώματα, μερικά πολύφωτα, λουλούδια και στεφάνια.Αυτό ήταν όλο. Στις δυό πλαϊνές πόρτες, από τις οποίες θα περνούσε το πλήθος που πενθούσε, ήταν κρεμασμένα, κατά το ισπανικό έθιμο, μεγάλα πανώ που πάνω τους διάβαζες: «Ο Ντουρούτι σας καλωσορίζει» και «Ο Ντουρούτι σας αποχαιρετά».

Άντρες της πολιτοφυλακής φρουρούσαν το φέρετρο με το όπλο παραπόδα. Εκείνοι που τον είχαν φέρει από την Μαδρίτη, τον κουβάλησαν μέχρι μέσα στην αίθουσα. Κανείς δεν σκέφτηκε να τους ανοίξει τις μεγάλες μπροστινές πόρτες, κι έτσι αναγκάστηκαν να στριμωχτούν περνώντας μέσα από μιά μικρή πλαϊνή πόρτα. Γιά να ανοίξουν δρόμο, μέσα από το πλήθος που είχε κατακλύσει τον χώρο μπροστά στο κτίριο, κατέβαλαν πολύ κόπο. Από τις στοές της εισόδου που είχαν μείνει αστόλιστες, κοίταζαν διάφοροι περίεργοι.

Υπήρχε μιά ατμόσφαιρα προσμονής, όπως σε ένα θέατρο. Μερικοί κάπνιζαν. Πολλοί είχαν βγάλει τα καπέλα τους, ενώ άλλοι ούτε το είχαν σκεφτεί καν. Γινόταν θόρυβος. Πολιτοφύλακες που γύριζαν από το μέτωπο, καλοσορίζονταν από φίλους τους. Οι σκοποί προσπαθούσαν να απωθήσουν τους συγκεντρωμένους. Κι αυτό γινόνταν όχι χωρίς θόρυβο. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος γιά την τελετή έδινε τις οδηγίες του. Κάποιος σκόνταψε και έπεσε πάνω σ’ένα στεφάνι. Ένας απ’αυτούς που είχαν κουβαλήσει το φέρετρο, άναβε προσεκτικά την πίπα του την ώρα που σηκωνόταν το καπάκι. Το πρόσωπο του Ντουρούτι βρισκόταν κάτω από ένα γυάλινο σκέπασμα πάνω σε άσπρο μεταξωτό, τυλιγμένο σε ένα άσπρο σάλι, που του έδινε την εμφάνιση Άραβα.

Το σκηνικό ήταν κωμικοτραγικό. Έμοιαζε πολύ με χαρακτικό του Γκόγια. Το περιγράφω έτσι όπως το έζησα, γιατί δίνει μιά εικόνα τι συγκινεί τους Ισπανούς. Ο θάνατος στην Ισπανία είναι σαν το φίλο, το σύντροφο, σαν κάποιον εργάτη που ξέρει κανείς από το χωράφι ή το εργαστήρι. Σαν έρθει, δεν κάνει κανείς ιδιαίτερες φασαρίες. Αγαπά τους φίλους του μα δεν τους ενοχλεί. Μπορούν να έρχονται και να φεύγουν όποτε τους αρέσει. Ίσως αυτό να είναι η παλιά μοιρολατρία των Μαυριτανών που εμφανίζεται και πάλι, χαμένη εδώ και χρόνια κάτω από τις τελετουργίες της καθολικής εκκλησίας.

Ο Ντουρούτι ήταν ένας φίλος. Είχε πολούς φίλους. Είχε γίνει το είδωλο ενός ολόκληρου λαού. Αγαπήθηκε πολύ και ειλικρινά και όλοι όσοι είχαν έρθει αυτή την ώρα θρηνούσαν τον χαμό του και του’φερναν το σεβασμό τους. Κι όμως, εκτός απ’τη γυναίκα του, μιά Γαλλίδα, είδα μόνο έναν άνθρωπο να κλαίει: μιά γριά καθαρίστρια, που είχε δουλέψει σ’αυτό το κτίριο όταν ακόμα οι έμποροι και οι βιομήχανοι πηγαινοέρχονταν εκεί μέσα, και που, ίσως, δεν τον είχε συναντήσει ποτέ της. Οι άλλοι ένιωθαν τον θάνατό του σαν ένα φριχτό, αναντικατάστατο χαμό, αλλά εκδήλοναν τα αισθήματά τους χωρίς καμιά επισημότητα. Το να σωπάσουν, να βγάλουν τα καπέλα τους ή να σβήσουν τα τσιγάρα τους, θα τους ήταν εξίσου υπερβολικό όπως αν υψώνονταν σταυροί και αγιασμοί ράντιζαν την ατμόσφαιρα.

Χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν στη διάρκεια της νύχτας μπροστά από το φέρετρο του Ντουρούτι. Περίμεναν σε τεράστιες ουρές κάτω από τη βροχή. Ο φίλος τους και ηγέτης τους ήταν νεκρός. Δεν τολμώ να αποφασίσω ποιό κομμάτι στα συναισθήματά τους έπιανε ο πόνος και πιό η περιέργεια. Γιά ένα όμως είμαι σίγουρος: εκείνο που τους ήταν ολότελα ξένο, ήταν ο σεβασμός προς τον θάνατο.

Η κηδεία έγινε το άλλο πρωί. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι η σφαίρα που σκότωσε τον Ντουρούτι χτύπησε την Βαρκελώνη στην καρδιά. Ένας στους τέσσερεις κατοίκους της ακολούθησε το φέρετρο. Οι μάζες που γέμιζαν τα πεζοδρόμια, κοιτούσαν απ’τα παράθυρα, τις ταράτσες, κι ήταν σκαρφαλωμένες ως και στα δέντρα της Ράμπλας, δεν ήταν μέσα σ’αυτό τον αριθμό. Όλα τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς εξαίρεση, είχαν καλέσει τους οπαδούς τους. Δίπλα στις σημαίες των αναρχικών κυμάτιζαν οι σημαίες όλων των αντιφασιστικών ομάδων της Ισπανίας. Ήταν ένα μεγαλειώδες, υπέροχο και παράξενο θέαμα: γιατί κανείς δεν είχε καθοδηγήσει, οργανώσει, βάλει σε τάξη όλον τούτο τον κόσμο. Τίποτα δεν γινόταν όπως έπρεπε. Επικρατούσε ένα απερίγραπτο ανακάτωμα.

Το ξεκίνημα της πομπής είχε οριστεί γιά τις 10. Μιά ώρα πριν ήταν τελείως αδύνατο να φτάσεις στο κτίριο της περιφερειακής επιτροπής των αναρχικών. Κανένας δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο που θα περνούσε η κηδεία. Οι αντιπροσωπείες όλων των εργατικών οργανώσεων της Βαρκελώνης πλησίαζαν, διαλύονταν και έκλειναν το δρόμο η μιά στην άλλη, απ’όλες τις μεριές. Μιά ίλη ιππικού και μιά ομάδα μοτοσυκλετιστών που επρόκειτο να ηγηθούν της πομπής, βρέθηκαν αποκλεισμένες και τριγυρισμένες από πλήθη εργατών. Παντού έβλεπε κανείς αμάξια σκεπασμένα με στεφάνια, που είχαν αποκλειστεί και δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω. Με πολύ κόπο ανοίχτηκε ένας δρόμος γιά να μπορέσουν οι υπουργοί να φτάσουν στο φέρετρο.

Στις δέκα και μισή το φέρετρο του Ντουρούτι, σκεπασμένο με μιά μαυροκόκκινη σημαία, εγκατέλειπε το κτίριο των αναρχικών πάνω στους ώμους πολιτοφυλάκων της φάλαγγάς του. Τα πλήθη σήκωσαν τη γροθιά γιά τον ύστατο χαιρετισμό. Ο ύμνος των αναρχικών ακούστηκε από παντού: Hijos del pueblo, Παιδιά του λαού. Ήταν μιά στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Γιά κάποιο περίεργο όμως λόγο ή ίσως και από απροσεξία, κάποιος είχε καλέσει δυό ορχήστρες. Η μιά έπαιζε πολύ σιγά, η άλλη πολύ δυνατά. Δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν να παίξουν στον ίδιο τόνο. Οι μοτοσυκλέτες ούρλιαζαν, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν, οι αξιωματικοί έδιναν διαταγές με σφυρίγματα και αυτοί που κρατούσαν το φέρετρο δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε βήμα προς τα εμπρός. Ήταν κάτι το απίθανο μέσα σ’αυτό το χάος να σχηματίσεις πορεία. Οι δυό ορχήστρες έπαιξαν το ίδιο τραγούδι ακόμα μιά φορά. Πολλές φορές. Είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να συγχρονιστούν. Άκουγες τους ήχους αλλά δεν μπορούσες να διακρίνεις τη μελωδία. Ακόμη και τώρα έβλεπες γύρω γύρω σηκωμένες γροθιές.

Επιτέλους βουβάθηκε η μουσική, οι γροθιές έπεσαν και ακουγόταν μόνο το βουητό της μάζας, που στο κέντρο της, πάνω στους ώμους των συντρόφων του, αναπαυόταν ο Ντουρούτι.

Πέρασε το λιγότερο μισή ώρα ώσπου να ανοιχτεί λίγο ο δρόμος και να κινηθεί η πορεία. Μέχρι να φτάσει στην πλατεία της Καταλωνίας, που απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα πέρασαν αρκετές ώρες. Οι έφιποι ακολουθούσαν ο καθένας το δρόμο του και οι μουσικοί διαλυμένοι μέσα στο πλήθος προσπαθούσαν να ξανασυγκεντρωθούν. Τα αυτοκίνητα που είχαν χάσει το δρόμο τους, προσπαθούσαν με την όπισθεν να βρούν διέξοδο. Τα αυτοκίνητα με τα στεφάνια προσπαθούσαν να χωθούν στην πορεία από πλάγιους δρόμους. Ο καθένας ούρλιαζε όσο πιό δυνατά μπορούσε.

Όχι, αυτή δεν ήταν κηδεία βασιλιά. Ήταν μιά κηδεία που την είχε πάρει στα χέρια του ο λαός. Δεν υπήρχαν οδηγίες, όλα γινόντουσαν αυθόρμητα. Το απρόοπτο κυριαρχούσε. Ήταν απλά μιά αναρχική κηδεία και κει βρισκόταν όλη της η μεγαλοπρέπεια. Είχε τις περίεργες όψεις της, αλλά το μεγαλείο της, ένα μοναδικό, βαθύ μεγαλείο, δεν το έχανε ποτέ.

Στη βάση της στήλης του Κολόμβου, όχι μακριά από τη θέση όπου κάποτε είχε αγωνιστεί και πέσει ο καλύτερος φίλος του Ντουρούτι, εκφωνήθηκαν οι επικήδειοι.

Ο Γκαρθία Όλιβερ, ο μοναδικός από τους τρεις συντρόφους που επέζησε, μίλησε σαν φίλος, σαν αναρχικός και σαν υπουργός Δικαιοσύνης της ισπανικής δημοκρατίας.

Μέτα πήρε το λόγο ο Ρώσος πρόξενος. Έκλεισε το λόγο που έβγαλε σε καταλανική γλώσσα με την κραυγή: «Θάνατος στο φασισμό». Ο πρόεδρος της Generalidad, Κομπανύς, μίλησε τελευταίος. Άρχισε και τελείωσε με το σύνθημα «Σύντροφοι, εμπρός».

Είχε προγραματιστεί, μετά τους λόγους, να διαλυθεί η πορεία. Μόνο μερικοί φίλοι του θα ακολουθούσαν τη νεκροφόρα μέχρι το νεκροταφείο.Αλλά αποδείχθηκε αδύνατο να κρατηθεί αυτό το πρόγραμμα. Οι μάζες δεν έφευγαν από τη θέση τους. Είχαν ήδη καταλάβει το νεκροταφείο και είχαν μπλοκάρει το δρόμο προς τον τάφο. Ήταν δύσκολο να περάσεις, μιά και όλοι οι διάδρομοι του νεκροταφείου είχαν γεμίσει στεφάνια.

Η νύχτα έφτασε. Ξανάρχισε να βρέχει. Σε λίγο έριχνε καταρράχτες και το νεκροταφείο μεταβλήθηκε σε βούρκο, όπου μέσα του πνίγηκαν τα στεφάνια. Το τελευταίο λεπτό αποφασίστηκε να αναβληθεί η ταφή. Οι πολιτοφύλακες άφησαν τον τάφο και έφεραν το φορτίο τους στο νεκροθάλαμο.

Ο Ντουρούτι κηδεύτηκε τελικά την επόμενη μέρα.

Χ.Ε.ΚΑΜΙΝΣΚΙ.

Από το βιβλίο του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ
«Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας».

Μετάφραση από τα γερμανικά Νίκος Δεληβοριάς.

Εκδόσεις Οδυσσέας.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4.ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΤΣΙΡΚΟ.

Το πάλκο είχε στηθεί. Ο κομφερασιέ βγήκε να αναγγείλει το συγκρότημα. Ήταν παράξενα ντυμένος. Κανένα από τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν δικό του. Τα παπούτσια, του τάχε δώσει ένας φίλος και ήταν δυό νούμερα μεγαλύτερα. Φορούσε μιά διαφημιστική μπλούζα και ένα παντελόνι που του τόχε χαρίσει μιά φίλη, πριν πολύ πολύ καιρό. Πάνω από όλα αυτά, φορούσε ένα μανδύα βαμμένο με πορφύρα.

-Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας. Έχω την χαρά και την τιμή να σας καλοσωρίσω σε αυτή τη παράξενη βραδιά. Όποιοι και αν είστε, ότι και αν είστε, ξεχάστε. Ξεχάστε αυτά που σας απασχολούν, ξεχάστε τις λύπες σας και τις χαρές, ξεχάστε το πριν και το μετά, ξεχάστε ακόμα τον πόνο των πραγμάτων και του ανθρώπου και ελάτε μαζί μας, σε αυτή τη μαγική διαδρομή, σε αυτό το ταξίδι στη χώρα της λήθης. Εγώ -και μόνος απ’όλους εγώ- με υπερηφάνια σας παρουσιάζω, γιά μία και μοναδική φορά, την πιό καυτή μπάντα νότια του Παραδείσου. Κυρίες και κύριοι, η Μπάντα της Κόλασης.

*

Ο Κριστομπάλ Λοπέζ περπάτησε την ξύλινη σκάλα και ανέβηκε στο πλοίο. Είχε μαζί του έναν σάκο με όλα του τα υπάρχοντα –που δεν ήταν και πολλά. Ακούμπησε στην κουπαστή και κοίταξε γιά τελευταία φορά το μεγάλο λιμάνι. Καθώς ο ήλιος έβγαινε πίσω από την Κορδιλιέρα, άναψε το τσιγάρο του και πήρε μιά βαθειά ρουφηξιά. Γεύση φωσφόρου πλημύρισε το λαιμό και τα ρουθούνια του. Πέταξε το σπίρτο στο ντόκο. Στράφηκε πέρα, στην άκρη του λιμανιού, και έψαξε γιά το μπορντέλο -που ήταν το σπίτι του όλα αυτά τα χρόνια. Οι γυναίκες που δούλευαν εκεί, -οι ίδιες που τον μεγάλωσαν σαν μάνες - είχαν βγει στα παράθυρα να τον ξεπροβοδίσουν, πριν πάνε γιά ύπνο. Οι ναύτες έλυσαν τους κάβους και το καράβι ξεκίνησε. Ο Κριστομπάλ, χωρίς κανένα νεύμα, χωρίς καμία κίνηση αποχαιρετισμού, γύρισε την πλάτη στο Βαλπαραϊσο. Οι γυναίκες στα παράθυρα, ακίνητες και ανέκφραστες, κοιτούσαν το καράβι που ξεμάκραινε, ακουμπισμένες με τους αγκώνες στα ξύλινα περβάζια.
- Καπετάν Καλοτάξιδε, που πάει το καράβι; ρώτησε ο Κριστομπάλ, πετώντας το τσιγάρο στη θάλασα.
- Νο κονόκο νάδα, απάντησε ο Καπετάνιος.

*

Κατέβηκε απ’το ταξί και περπάτησε λίγα μέτρα, μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Κοίταξε το όνομα στο κουδούνι. Τα δύο κτήνη σταμάτησαν, γιά μιά στιγμή μόνο, την πάλη τους. Μέρες τώρα, είχαν σπάσει την εύθραυστη ανακωχή και είχαν ξαναρχίσει την άγρια μάχη απ’την αρχή, χωρίς κανένα απ’τα δύο να κερδίζει. Τα ένοιωθε, στο πίσω μέρος του μυαλού του, εγκλωβισμένα σ’αυτό το παράξενο σφιχταγκάλιασμα, που του έκαιγε το κεφάλι. Είχε προσπαθήσει να τα ναρκώσει με διάφορους τρόπους όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιες φορές τα κατάφερνε, κάποιες όχι. Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν τα ένοιωθε να σαλεύουν και έτσι υπέθεσε πως μπορούσε πιά να τα κουμαντάρει. Όμως να, που με μιά ασήμαντη –θα έλεγε κάποιος τρίτος- αφορμή η πάλη ξανάρχιζε.
-Σσσς, ησυχάστε, ψιθύρισε και αυτά σταμάτησαν.
«Άραγε έχει τόση σημασία;» αναρωτήθηκε. Θα μπορούσε να φύγει, να πάει να κοιμηθεί, να το ξανασκεφτεί αύριο. Πήρε μιά βαθιά ανάσα και άρχισε να σκέφτεται γρήγορα. «Ακόμα μία και μοναδική φορά», μονολόγησε. «Τίποτα δεν χάνεται. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει».
Το μυαλό του ήταν ξαφνικά απόλυτα καθαρό, ψυχρό σαν πάγος. Χτύπησε το κουδούνι. Η ώρα ήταν πέντε και μισή το πρωί. Άρχισε να βρέχει.

*

Ο Μπίλι δε Κιντ ξεκαβάλησε το ιπτάμενο μηχανάκι του και ανέβηκε στο πάλκο. Όλοι τον περίμεναν, κρατώντας την ανάσα τους. Αυτός -πρώτος τη σειρά, πρώτος τη τάξει- θα άρχιζε τη συναυλία. Στάθηκε όρθιος στο κέντρο της σκηνής. Κοίταξε κάτω. Τα φώτα τον τύφλωναν, τον εμπόδιζαν να δει το ακροατήριο. Γιά μιά στιγμή του φάνηκε ότι είναι μόνος του, ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος. Σκέφτηκε ότι δεν έχει σημασία. Γύρισε την πλάτη του στον κόσμο και περπάτησε μέχρι τα στημένα τύμπανα, στο πίσω μέρος της σκηνής. Κάθισε στο σκαμπώ. Ένοιωθε ασφάλεια πίσω απ’το σετ των τυμπάνων, σαν ένας τοίχος να τον χώριζε από οτιδήποτε άλλο. Ακόμα μία και μοναδική φορά. Σήκωσε την μπακέτα και την κράτησε γιά μιά στιγμή, υψωμένη στον αέρα, σαν μετέωρο. Μετά την κατέβασε με ταχύτητα. Το ρηχό, μεταλικό ταμπούρο αντήχησε σαν πιστολιά. Η Ηχώ άρπαξε την ταμπουριά και την ταξίδεψε βόρεια, μέχρι πέρα, μέχρι τα ψηλά βουνά που χώριζαν τους δυό κόσμους –το φως και το σκοτάδι. Η πρόκοσμη θεά, η Μεγάλη Μητέρα, άκουσε την πιστολιά και υψώθηκε στρογγυλή, τεράστια, κατακόκκινη, στον σκοτεινό ουρανό. Στάθηκε ακίνητη πίσω απ’αυτόν που την κάλεσε, φωτίζοντας τα πάντα, τα βουνά, τη σκηνή και το ακροατήριο, ολόκληρη την χώρα της νύχτας.
«Ακόμα μία και μοναδική φορά. Όλα στο φως», ούρλιαξε ο κομφερασιέ, που εμφανίστηκε ξαφνικά ντυμένος κλόουν στο κέντρο της σκηνής. «Καλώ τον Πρίγκηπα της Πλατείας».

*

Έβρεχε. Καθόντουσαν στην αυλή του σπιτιού του Δημοσθένη, κάτω απ’το στέγαστρο.
Του Κίμωνα του άρεσε πολύ το σπίτι του Δημοσθένη. Ήταν ένα παράνομο, χαμηλό σπίτι στην όχθη του ποταμού, που το’χε χτίσει ο πατέρας του –ένας πάμφτωχος παγοπώλης- πριν πολλά χρόνια, χρησιμοποιώντας ότι έβρισκε ως οικοδομικό υλικό. Κάθε φορά που κάναν οι δυό τους κάποιο μερεμέτι, ανακαλύπταν έκπληκτοι –τουλάχιστον ο Κίμωνας- σπασμένα μπουκάλια, βότσαλα και καλάμια απ’το ποτάμι, κομμάτια μάρμαρα, μπάζα κάθε λογής, ανακατεμένα με τσιμέντο και σκουριά, στους μπατικούς τοίχους του σπιτιού. Καπνίζαν εγγλέζικο καπνό και πίναν το άθλιο ουίσκι που προτιμούν οι ναυτικοί.
-Θα μπορούσα να είμαι πατέρας σου, είπε ξαφνικά ο Δημοσθένης.
-Ναι, αλλά δεν είσαι, του αντιγύρισε ο Κίμωνας.
-Γιά τίποτα μην είσαι σίγουρος φίλε μου.
-Λες; Θα ήταν πραγματικά διασκεδαστικό.
Η βροχή συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό. Η μέρα, αν και συνεφιασμένη, ήταν ζεστή. Απαλός αέρας φυσούσε απ’τον νότο και τα βατράχια στις όχθες είχαν ξεκινήσει τη συναυλία, απαλαγμένα –τουλάχιστον όσο διαρκούσε η βροχή- από το ανελέητο κυνηγητό των γλάρων, που ζέσταιναν τα κούφια τους κόκαλα λίγο πιό μακριά, κάτω απ’τις τέντες της παραλίας.
-Έχεις περάσει ποτέ το Κανάλι;
-Πολλές φορές.
-Πως είναι;
-Τρεις δεξαμενές μπροστά, τρεις πίσω. Στη μέση η λίμνη. Εκεί γίνεται η σκάτζα. Γύρω, τροπικό δάσος. Μιά φορά το πέρασα νύχτα, με ένα γκαζάδικο. Φοβερή περίπτωση. Σ’όλο το δρόμο, ακούγαμε τα τουκάν και τις μαϊμούδες να φωνάζουν.
-Θα ξαναπήγαινες;
-Μόνο γιά να βρω τον Κριστομπάλ.
-Ο Κυριάκος μου’πε ότι τον είδε, στο Ντουμπάϊ. Εγώ νομίζω οτί τον είδα πρόπερσι, στο Άλτμαρ, αλλά έβρεχε πολύ εκείνη τη μέρα και δεν είμαι σίγουρος.
-Κανείς δεν ξέρει που είναι, νομίζω ούτε ο ίδιος.
-Θάθελα να τον έβλεπα, τουλάχιστον μία ακόμη φορά.
-Ναι, καλά. Εσύ θες να τα κάνεις όλα «τουλάχιστον μία και μοναδική φορά». Και τι σημασία έχει που το θες, αφού δεν το κάνεις;
-Λες;
*

Φτάσαν στο Πέραμα βράδυ. Κάθισαν στο άδειο καφενείο, στη μεριά των ρυμουλκών.
Όταν έδωσαν την παραγγελία, την κοίταξε στα μεγάλα μαύρα της μάτια και την ρώτησε:
-Αλήθεια, πως είναι τα πράγματα;
-Όπως τα βλέπεις, του αποκρίθηκε εκείνη.
-Τα βλέπω μπλε.
-Εγώ μαύρα.
Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο τα αραγμένα μαύρα ρυμουλκά και απ’τα γαλάζια μάτια του περάσαν αυτά που έχουν γίνει και αυτά που θα γίνουν.
-Τι κρίμα, της είπε.

*

Άδραξε με το αριστερό τη βάση και με το δεξί πλάγιασε το χρυσό του μικρόφωνο σε θέση οριζόντια με το ξύλινο πάτωμα του πάλκου. Τα καστανόξανθα μακριά μαλιά του λαμπύρισαν στο φεγγαρόφωτο. Φορούσε γούνα από αλεπού και στο λαιμό είχε περασμένο το φυλαχτό της Θεάς. Κοίταξε κάτω. Όλοι σώπασαν. Καθένας απ’το ακροατήριο είχε την αίσθηση πως, τα γαλάζια, γυάλινα μάτια του κοίταζαν αποκλειστικά αυτόν. Περίμεναν να τους διασκεδάσει, ήθελαν το σώου. Εκείνος, ήθελε να τους μιλήσει.
-Ας πούμε, ότι οι άνθρωποι, έφτιαξαν ένα υποθετικό τσίρκο, ξεκίνησε να λέει.
Οι λέξεις, σκάσανε σαν μπάτσος σ’άσπρο μάγουλο. Το κοινό φοβήθηκε, υποχώρησε.
-Άσε τις μαλακίες και πες μας κανένα τραγούδι, φώναξε κάποιος.
Σταμάτησε γιά μιά στιγμή έκπληκτος.
«Φαίνεται πως είναι ακόμα καιρός μόνο γιά ουρλιαχτά», μονολόγησε. «Ας είναι».
Με μιά του κίνηση η κιθάρα άρχισε να παίζει συμπαγή, μεταλικά ακόρντα, την εισαγωγή του πρώτου κομματιού. Ξεκίνησε να τραγουδάει, μα η φωνή του ακούστηκε βραχνή, κοματιασμένη, σαν την κατάξερη άμμο της Σαχάρας. Το πλήθος, με ένα παράξενο βουητό, κινήθηκε απειλητικά εναντίον του. Τον κύκλωσαν. Τον έβριζαν και τον γιουχάιζαν. Τους κοίταξε με τα νερένια του μάτια γιά μία και μόνη φορά. Έπειτα τάκλεισε, κουλουριάστηκε σε στάση εμβρύου και ψιθύρισε: «τι σημασία έχει;» Συνέχισαν να τον πλησιάζουν. Κάποιοι τον άγγιζαν ήδη. Κάποιοι πήρανε πέτρες. «Θέλουμε τα λεφτά μας πίσω» φώναζαν, καθώς άρχισαν να τις πετούν.
Ένα τρομερό ουρλιαχτό από αμερικάνικο κούγκαρ έσκισε τον αέρα. Στο ωχρό πρόσωπο της Σελήνης, ανάμεσα στα πυκνά της φρύδια, εμφανίστηκε μία και μόνη αιμάτινη ρυτίδα.
-Ώστε έτσι, βρυχήθηκε ο κύριος Μότζο Ράιζιν. Ώστε έχει και στην Κόλαση μπουρδέλο.
Σήκωσε τα χέρια του οριζόντια στο έδαφος, φτιάχνοντας έτσι με το σώμα του σχήμα σταυρού. Άρχισε να παράγει έναν παλμό, αόρατο μα συμπαγή, που απώθησε το πλήθος.
«Αφήστε τον τραγουδιστή να τραγουδήσει», είπε και τα μαύρα μάτια του πέταξαν σπίθες. «Ψόφια ποντίκια, ψόφιες γάτες, κρατήστε τα λεφτά σας να πληρώσουμε την Πράξη».
Ένα χαοτικό ριφ, παιγμένο απ’το όργανο κατέκλυσε την Κοιλάδα της Σκιάς. Ηχούσε σαν νύχια που έσπαγαν πάνω σε μάρμαρο.
- Στο όργανο, κατευθείαν από την Νοτρ Νταμ των Παρισίων, ο ένας και μοναδικός, Ιούδας Ισκαριώτης.
Οι προβολείς πέσαν πάνω στο οργανίστα. Ήταν κοντός, με ίσια, μαύρα μαλιά μέχρι τους ώμους και φορούσε γυαλιά με τετράγωνο σκελετό. Ήταν ντυμένος με λευκό σεντόνι.

*

Περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει πυκνή. Δεν είχε βρέξει καθόλου εκείνο τον χειμώνα. Ήταν ένας παράξενος χειμώνας, με ηλιόλουστες μέρες και θερμοκρασία πάνω από δεκαοχτώ βαθμούς. Ένοιωθε ότι η βροχή τον καθάριζε, ξέπλενε τα πάντα γύρω, ακόμη και την νικοτίνη απ’το μπουφάν του. Ήταν κουρασμένος, αλλά ήρεμος. Τα κτήνη, στο πίσω μέρος του μυαλού του, είχαν σταματήσει την -χωρίς αποτέλεσμα- πάλη, αποκαμωμένα. Ο Μαύρος Πάνθηρας του Θανάτου κουλουριάστηκε εξαντλημένος σε μιά γωνιά.
-Κρυώνω, είπε και μιά παγωνιά αποχωρισμού πλημύρισε τα πάντα.
-Μην στεναχωριέσαι, θα σε ζεστάνω εγώ.
Το Πορφυρό Πουλί της Φωτιάς άπλωσε τις φτερούγες του γύρω απ’τον Πάνθηρα.
-Ευχαριστώ, είπε εκείνος.

*

Ήταν η ίδια η χαρά της ζωής. Αεικίνητη, έξυπνη και δραστήρια, δημιουργούσε συνέχεια κόσμους μέσα σε άλλους κόσμους, καινούριες πραγματικότητες, πρωτόγνωρες γιά αυτόν. Το δυνατό, αθλητικό κορμί της, όχι μόνο είχε αντέξει το δύσκολο ταξίδι με τρένο σε ολόκληρη τη Τουρκία, αλλά και την κουραστική επιστροφή από την Πάτμο, στο κατάστρωμα του καραβιού.
-Θέλεις; τον ρώτησε και τα γαλάζια της μάτια καρφώθηκαν με προσμονή στα δικά του.
-Δεν ξέρω, απέφυγε να της απαντήσει.
-Μα γιατί; Αφού έχουμε το ίδιο χρώμα μάτια.
Ο Πάνθηρας, στο πίσω μέρος του μυαλού του, μισάνοιξε απειλητικά το ένα του μάτι.
-Τα δικά μου είναι πιό σκούρα, της είπε.
-Τι κρίμα.

*


Η συναυλία κόντευε να τελειώσει. Ο Ιρλανδός πλησίασε τον Μπίλι. Κρατούσε στο ένα χέρι την κιθάρα του –μιά παλιά Φέντερ Στρατοκάστερ- και στο άλλο ένα μπουκάλι Γκίνες.
-Μικρέ, ξέρεις αγγλικά;
-Μόνο τα τραγούδια του Ρόρυ, απάντησε ο Μπίλι.
-Είμαι ο μυστικός σου πράκτορας μικρέ. Με λαμβάνεις;
-Σε πιάνω δικέ μου, σε πιάνω.
-Ένα γιά τον δρόμο;
-Ένα γιά τον δρόμο.
Η παλιά Φέντερ αντήχησε σαν βαρύ μέταλο που έπεσε απ’τον ουρανό σ’όλη την επικράτεια, νότια του Παραδείσου.
-Καληνύχτα Φεγγαρόπαιδο.
-Καληνύχτα και σε σένα δικέ μου.

*

Ο ήλιος πρόβαλε πίσω απ’τις πολυκατοικίες. Το δωμάτιο πλημύρισε από φως. Το καράβι ξανάγινε κρεβάτι. Στην άκρη του, δυό σαλιγκάρια άφηναν τα ίχνη τους στον Χρόνο, κουβαλώντας τα σπίτια τους στις πλάτες.
-Ξέρεις τι θα μου λείψει, όταν θα φύγω από αυτό το σπίτι; τον ρώτησε. Το φως.
Κατέβηκαν και περπάτησαν μέχρι τη στάση του τραμ.
-Ποτέ ξανά, του είπε και τα μάτια της ήταν τα πιό λυπημένα που είχε δει ποτέ.
-Μα γιατί; αφού έχουμε ίδιο χρώμα μάτια, της είπε εκείνος.
-Πάλι δεν με ακούς. Τα δικά μου είναι πράσινα.
Τον φίλησε απαλά στα χείλη και μπήκε στο τραμ. Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν.
-Ποτέ ξανά, την είδε να ψιθυρίζει μέσα απ’το τζάμι.
Η φλογερή καρδιά του Πορφυρού Πουλιού πάγωσε και έσπασε σε χίλια κομμάτια.
-Θα στην κολήσω εγώ, είπε ο Πάνθηρας.
-Τι κρίμα, δεν μπορείς, είπε το Πουλί.
Από τα κατακίτρινα, σαν Φεγγάρι, μάτια του Πάνθηρα κύλησε ένα δάκρυ.
Μιά παγωνιά θανάτου πλημύρισε τα πάντα.
-Τι κρίμα, τι κρίμα, παπαγάλισαν τα σαλιγκάρια, αφήνοντας ίχνη στον Χρόνο.

*

Την κοίταξε μέσα απ’τον καθρέφτη. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του.
-Μαμά, οι άνθρωποι πεθαίνουν; ρώτησε και τα γαλάζια του μάτια άνοιξαν γεμάτα αγωνία. Εκείνη σταμάτησε να χτενίζει τα κατάμαυρα, μακριά της μαλιά και τον κοίταξε.
-Ποιός στο είπε αυτό;
-Ένα παιδί στο σχολείο. Λοιπόν, πεθαίνουν;
-Όταν ζήσουν πολύ πολύ καιρό και βαρεθούν, πεθαίνουν.
-Και αν δεν βαρεθούν ποτέ;
-Δεν μπορεί, κάποτε θα βαρεθούν.
-Εγώ δεν θα βαρεθώ ποτέ.
-Τότε θα ζήσεις γιά πάντα. Έλα τώρα να κοιμηθείς. Είναι αργά.
Τον σήκωσε στα χέρια της και τον πήγε στο κρεβάτι.
Τον σκέπασε και τον φίλησε στο μέτωπο. Το φιλί της ήταν γλυκό, σαν όπιο.
Ο αδερφός του Θανάτου ήρθε και τον πήρε.

*

Μπήκε στο μπαρ και την είδε. Καθόταν με τον Κωστή στην άκρη της μπάρας. Είχε καιρό να τους δει. Τους πλησίασε και τους φίλησε. Ζήτησε απ’τον μπάρμαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
-Τα νέα σου, τον ρώτησε με καρφωμένα τα πράσινα μάτια της στα δικά του. Τόφτιαξες το μπαρ σου;
-Όχι.
-Γιατί; Αφού τόθελες τόσο πολύ, τον ρώτησε τρυφερά.
Το παλιό δάκρυ του Πάνθηρα που με τον καιρό πάγωσε και έγινε σμαράγδι, τον τσίμπησε στην καρδιά.
-Δεν θα μου πεις εσύ, ότι θέλω θα κάνω, προσπάθησε να την αποφύγει, αστειευόμενος αδέξια.
-Ας πρόσεχες, του είπε γλυκά και οι άκρες των βλεφάρων της χαμογέλασαν λυπημένα.
-Και ‘σύ; Είσαι ευτυχισμένη;
-Δεν ξέρω, του απάντησε και το σμαραγδάκι έλιωσε ξανά και έγινε δάκρυ.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3.ΤΟ ΤΡΕΝΟ.

Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια με το τρένο. Το πρώτο ταξίδι μου ήταν Αθήνα-Λάρισα, το 1985- όταν δηλαδή η λέξη τρένο γραφόταν με «αι». Ακόμα δεν ξέρω ποιό είναι σωστό «τρένο» ή «τραίνο». Νομίζω και τα δύο. Τα τρένα μου θυμίζουν τα απαρέμφατα-«απαγορεύεται το καπνίζειν, το πτύειν, το κύπτειν έξω». Μου θυμίζουν επίσης τα πλοία.
Ο μονότονος, επαναλαμβανόμενος θόρυβος των τροχών στις ράγες -θόρυβος που οφείλεται στις ενώσεις των σιδηρογραμμών- μοιάζει με τον χαυνωτικό ήχο των μηχανών του πλοίου. Ένα ακόμα κοινό των δύο μέσων μεταφοράς είναι ο χρόνος. Πραγματικά, γιά ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να διαθέσει πολύ περισσότερο χρόνο από ότι γιά ένα συνηθισμένο ταξίδι με αεροπλάνο. Η ανταμοιβή του ταξιδιώτη γιά τον «χαμένο χρόνο» είναι το πολύ φθηνότερο ναύλο και -βέβαια- το ταξίδι.

Το ταξίδι ξεκίνησε -κατά σύμπτωση- από την Λάρισα. Καθόμουν με τον Γιάννη στη Νυχτερίδα και συζητούσαμε με την υπόλοιπη παρέα γιά τον εκπληκτικό τελικό του Champions League, που είχε γίνει δυό μήνες πριν στην Istabul (αναφέρομαι βέβαια στο παιγχνίδι Milan-Liverpool). Η συζήτηση -με την απαραίτητη συνοδεία πρόβειων παϊδιών και κόκκινου κρασιού- μοιραία έφτασε στα τρένα.
«Και που θα πας τώρα; Πίσω στην Αθήνα;» με ρώτησε ο Στέλιος.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγα όμορφα-όμορφα στα γραφεία του ΟΣΕ, έβγαλα με 80 ευρώ ένα εισητήριο Bulkan Flexipass δεύτερης θέσης -120 ώρες τρένο μέσα στο μήνα γιά Ελλάδα, Τουρκία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία- και νάμαι στις 8:30 το βράδυ στον σταθμό να περιμένω το τρένο γιά Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας ένα σακίδιο πλάτης με τα λιγοστά μου ρούχα, την φωτογραφική μου μηχανή και ένα δανεικό sleeping bag. Συμβουλεύτηκα τον οδηγό τσέπης με τα δρομολόγια των τρένων στην Ευρώπη και αποφάσισα να ξεκινήσω τον γύρο από την Βάρνα. Κάθισα αναπαυτικά στο παλαιού τύπου κουπέ και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το τρένο άφηνε πίσω τα βουνά και τον κάμπο και στις 22:30 έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Βγήκα από τον σταθμό γιά έναν γρήγορο καφέ σε κάποιο από τα μαγαζιά που διανυκτέρευε. Στις 00:04 τρένο γιά Βουδαπέστη.

Έλεγχος εισιτηρίων. Δρομολόγιο πρώτο: Θεσσαλονίκη-Βάρνα μέσω Σόφιας.
Ταξιδεύω με έναν αγέλαστο Βούλγαρο γύρω στα τριάντα που κοιμάται. Στον διάδρομο ένας νεαρός αμερικάνος, υπερόπτης και θρασύς, απαιτεί από τον ελεγκτή να ανοίξει το κλειδωμένο κουπέ που όμως είναι γιά το προσωπικό του τρένου. «Κάτσε στη θέση σου» τον διατάζει ο ελεγκτής άγρια σε άπταιστα ελληνικά. Κατά τις 02:30 φτάνουμε στα σύνορα, στον Προμαχώνα. Έλεγχος διαβατηρίων. Τρεις άντρες αναγκάζονται να κατέβουν. Οι ελεγκτές μαζί με τους συνοριοφύλακες κάνουν μεγάλο καψόνι στον θρασύ αμερικάνο φωνάζοντάς του στα ελληνικά ότι δεν έχει βίζα. Εκείνος, τρομοκρατημένος, επαναλαμβάνει συνέχεια ότι είναι αμερικάνος πολίτης και ζητάει κάποιον που να μιλάει αγγλικά. Το καψόνι συνεχίζεται, καθώς ένας ελεγκτης του εξηγεί στα αγγλικά ότι πρέπει να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη γιά να πάρει βίζα από το προξενείο του. Μετά από ένα -ομολογουμένως διασκεδαστικό- δεκάλεπτο τον αφήνουν να επιβιβαστεί ξανά και το τρένο ξεκινάει. Στις 03:20 φτάνουμε στα Κουλάτα. Ξανά έλεγχος διαβατηρίων. Το ταξίδι συνεχίζεται ομαλά και στις 08:10 φτάνουμε στη Σόφια. Κατεβαίνω.

Πίνακας ανακοινώσεων. Η ανταπόκριση γιά Βάρνα είναι στις 09:15. Αλλάζω 20 ευρώ γιά περίπου 40 λέβ και κάθομαι γιά καφέ σε κάποιο από τα μαγαζάκια του υπόγειου σταθμού. Γύρω μου, άνθρωποι πρωϊνοί, πίνουν τον πρώτο καφέ της μέρας πριν πάνε γιά δουλειά. Μία ηλικιωμένη κυρία, που φοράει ένα λουλουδάτο σλάβικο φόρεμα, πλησιάζει κρατώντας μιά πλαστική σακούλα. Ένας μεγαλόσωμος κανελί σκύλος την παρακολουθεί κουνώντας την ουρά του. Η γυναίκα χαϊδεύει τον σκύλο, ανοίγει την σακούλα και βγάζει μερικά κόκκαλα.

Επιβιβάζομαι στο τρένο γιά την Βάρνα. Γύρω μου χωριά και πεδιάδες. Από το μπροστινό βαγόνι που είμαι, μπορώ να δω στις στροφές τα υπόλοιπα βαγόνια του τρένου, που μοιάζει με τεράστιο φίδι. Πιάνω συζήτηση με τους συνεπιβάτες μου, έναν φοιτητή αρχαιολογίας που πηγαίνει στο χωριό του και έναν δικηγόρο που ταξιδεύει γιά κάποιο δικαστήριο.
Κατεβαίνει πρώτος ο φοιτητής και λίγο αργότερα ο δικηγόρος.
«Αν ποτέ χρειαστείς δικηγόρο στη Σόφια πάρε με» μου λέει και μου δίνει την κάρτα του.
Τον ευχαριστώ καθώς σκέφτομαι όλους αυτούς τους «φίλους μίας χρήσης» που συναντάει κάποιος ταξιδεύοντας. Το τρένο πλησιάζει στον σταθμό κατά τις 19:00, περνώντας μέσα από μιά τεράστια πεδιάδα, λουσμένη στο απογευματινό φως του Ιούνη. Δεξιά, από το παράθυρο, αντικρύζω δεκάδες σταθμευμένα βαγόνια και πιό πέρα το μεγάλο λιμάνι, με τα αραγμένα εμπορικά.

Η Βάρνα, μιά παλιά, αρχοντική πόλη της Μαύρης Θάλασσας. Στους δρόμους με τα αριστοκρατικά σλάβικα κτίρια και τις δεντροστοιχίες, γλάροι προσγειώνονται στους κάδους αποριμάτων, ψάχνοντας στα σκουπίδια. Στο κέντρο της πόλης, ένας μεγάλος πεζόδρομος, γεμάτος μαγαζιά με ρούχα, ηλεκτρονικά είδη, σινεμά και καφετέριες.
Στο τέλος του πεζόδρομου ένα από τα πιό μεγάλα πάρκα που έχω δει ποτέ, το Primorski Park. Το πάρκο αυτό έχει μήκος οκτώ χιλιόμετρα και είναι μιά φαρδιά λωρίδα-πλάτους περίπου ενός χιλιομέτρου -που σαν ζώνη απλώνεται κατά μήκος της τεράστιας αμμουδερής παραλίας της Βάρνας. Μέσα στο πάρκο -που το λένε και Seaside Park-υπάρχουν αγάλματα και μνημεία, παρτέρια με λουλούδια, μικροπωλητές και υπαίθριες καντίνες, ένας ζωολογικός κήπος, μία έκθεση ερπετών και το Δελφινάριο.
Από κάτω βλέπω τα μαγαζιά της παραλίας -που σχεδόν έχουν αποκλείσει την πρόσβαση στη θάλασσα- και το λιμάνι. Δωμάτιο σε σπίτι στον πεζόδρομο, 20 λεβ την ημέρα.
Βραδυνή βόλτα στην πόλη και μπύρα σε μπυραρία στο κέντρο. Ενάμιση λεβ το ποτήρι.

Επόμενη μέρα. Ξύπνημα στις 8:30. Ψιλοβρέχει. Πρωϊνός καφές στην πλατεία και έρευνα στα πρακτορεία λεωφορείων γιά δρομολόγια προς Κοστάντζα. Τζίφος. Το μοναδικό λεωφορείο φεύγει κάθε Τρίτη πρωί και σήμερα είναι Τετάρτη. Βόλτα στο λιμάνι και στις 16:00 πίσω στον σταθμό των τρένων.

«Θα πάρετε το τρένο των 19:00 γιά το Ρούσε -μιά κωμόπολη στα σύνορα με τη Ρουμανία- και από εκεί τρένο γιά Βουκουρέστι» μου εξηγεί η υπάληλος στις πληροφορίες.
«Και τι ώρα φτάνει το τρένο στο Ρούσε;»
«Στις 22:30».
«Και το τρένο γιά Βουκουρέστι;»
«Η ανταπόκριση είναι στις 04:10».

Σε ένα τέτοιο ταξίδι οι πολύωρες αναμονές είναι το πιό κουραστικό μέρος του. Αυτό συμβαίνει όταν βρίσκεσαι σε μία πόλη σαν την Βάρνα, πολύ μακριά από την πρωτεύουσα ή άλλο μεγάλο κόμβο και γιά να μην ξανακάνεις το βαρετό ταξίδι προς τα πίσω αποφασίζεις να περάσεις τα σύνορα με τοπικά τρένα.

Βράδυ στο Ρούσε λοιπόν. Το τρένο έφτασε στο σταθμό -ένα τεράστιο, καταθλιπτικό κτίριο, σοβιετικού ρυθμού. Κατέβηκα τα σκαλιά της εισόδου και αντίκρυσα έναν μεγάλο αφώτιστο δρόμο, ένα ταξί και μιά παρέα αστέγων.
Πέρα μακριά, πολλά χιλιόμετρα από το σταθμό, τα φώτα της πόλης. Λαγοκοιμήθηκα σε ένα βρώμικο παγκάκι μπροστά από τον έλεγχο διαβατηρίων και στις 4:15 πήρα το τρένο γιά Βουκουρέστι.

Όταν κατέβηκα στον σταθμό -λίγο πριν τις 07:00- συνειδητοποίησα την τεράστια οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στις χώρες των Βαλκανίων. Μικρογεύματα Γρηγόρης, Γερμανός, τράπεζα Πειραιώς, Εθνική τράπεζα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Ένα made in Greece καπιταλιστικό όργιο γύρω μου.
Οι πληροφορίες του σταθμού ήταν κλειστές. Άλλαξα 30 ευρώ με ρουμάνικα λέι -36.000 λέι το ένα ευρώ- και κατευθύνθηκα στο εκδοτήριο εισητηρίων γιά Κοστάντζα.
Εκεί έκανα ένα μεγάλο λάθος γιά κάποιον που ταξιδεύει: άφησα ένα «λαμόγιο» να με «ψαρέψει».
«Γιά τι πράγμα ψάχνετε; Μπορώ να σας βοηθήσω;» είπε το λαμόγιο με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.
«Όχι, ευχαριστώ. Πηγαίνω στην Κοστάντζα» απάντησα.
«Μα τα τρένα έχουν απεργία».
Πλησίασα στο γκισέ και ρώτησα την υπάληλο. Πραγματικά, τα τρένα είχαν απεργία. Τα περισσότερα δρομολόγια είχαν ακυρωθεί και το μοναδικό τρένο γιά Κοστάντζα έφευγε στις 18:00 κάθε μέρα. Αποφάσισα να μείνω μία τουλάχιστον μέρα στο Βουκουρέστι.
«Ξέρεις κανένα φτηνό ξενοδοχείο;» ρώτησα το λαμόγιο.
«Βεβαίως, ένα δεκάλεπτο από εδώ».
«Με τα πόδια;» ρώτησα αφελώς.
«Όχι βέβαια, με ταξί».
Βγήκαμε από τον σταθμό και πέσαμε πάνω σε έναν ψηλό, μαυριδερό ρουμανοτσιγγάνο ταξιτζή.
«Πόσα λεφτά θες γιά να μας πας εκεί;» τον ρώτησα.
«Όσα γράψει το ταξίμετρο» είπε το λαμόγιο, γιατί ο άλλος δεν μιλούσε αγγλικά.
«Και πόσα περίπου θα γράψει το ταξίμετρο;» ξαναρώτησα φέρνοντας στο νου μου έναν άλλο ταξιτζή στην Πράγα που μας είχε πάρει κάποτε 9.000 δραχμές γιά μιά αντίστοιχη διαδρομή.
«Μην ανησυχείς. Εδώ είμαστε τίμιοι άνθρωποι» μου είπε το λαμόγιο και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα.
Έβαλα τον σάκο μου στο πορτ-μπαγκάζ, κάθισα στο πίσω κάθισμα και ξεκινήσαμε.
Σε τρία λεπτά, το ταξίμετρο είχε γράψει 580.000 λέι.
«Τόσα χρωστάω μέχρι εδώ;» ρώτησα το λαμόγιο.
«Ναι» μου απάντησε με φυσικότητα.
«Πες του να σταματήσει, δεν τον πληρώνω»
Ο ταξιτζής -που αυτό το τελευταίο το κατάλαβε- άρχισε να φωνάζει και να με απειλεί δειχνοντάς μου τις γροθιές του. Το χέρι του κινήθηκε προς το ντουλαπάκι.
«Πάμε στην αστυνομία» του είπα με φανερή άγνοια κινδύνου.
«Εντάξει» είπε εκείνος, όμως σε ένα μικρό δρόμο έστριψε δεξιά και σταμάτησε.
«Πληρωσέ με μέχρι εδώ και φύγε» είπε ο ταξιτζής που έμαθε ξαφνικά αγγλικά.
«Δεν σου δίνω δεκάρα. Πάμε στην αστυνομία» απάντησα.
«Πάρε δρόμο» φώναξε.
Άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ γιά να πάρω το σάκο μου και κλείνοντας, σήκωσε το ξύλινο κοντάρι που κρατούσε το καπώ ανοιχτό, με πρόθεση να με χτυπήσει. Τον κοίταξα στα μάτια, έβαλε το ξύλο μέσα, με έφτυσε στο πρόσωπο και έφυγε.

Είχα αρχίσει να διασκεδάζω. Περπάτησα μέχρι τον σταθμό -ήταν πολύ κοντά- ξανά στο γκισέ γιά Κοστάντζα. Πουθενά το λαμόγιο, ο ταξιτζής όμως στο πόστο του.
Πήγα αμέσως στο αστυνομικό τμήμα του σταθμού. Βρήκα έναν αξιωματικό με πολιτικά που μιλούσε αγγλικά και του εξήγησα την κατάσταση.
«Πάμε» μου είπε παίρνοντας μαζί δύο ένστολους αστυφύλακες «εσύ μόνο θα τον δείξεις».
Μόλις μας είδε ο ταξιτζής πάγωσε.
«Αυτός είναι» είπα και σήκωσα σαδιστικά το δάχτυλο.
Οι αστυνομικοί περάσαν χειροπέδες στον ταξιτζή και κατευθυνθήκαμε όλοι μαζί στο τμήμα όπου έκανα μιά ενυπόγραφη καταγγελία στα αγγλικά.
Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά οι «γάτοι» αστυνομικοί φέραν και το λαμόγιο.
«Αυτός σε πείραξε;» με ρώτησε ο αξιωματικός.
«Όχι» του είπα με κάθε ειλικρίνεια.
«Ας τον αφήσουμε να ζήσει» αστειεύτηκε ο αξιωματικός.
«Μόνο γιά σήμερα» απάντησα κοιτάζοντας το λαμόγιο, που είχε κοκκινήσει.

Η ώρα ήταν έντεκα. Βγήκα από τον σταθμό και άρχισα να περπατάω την πόλη. Το Βουκουρέστι είναι μία μάλλον απρόσωπη πόλη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το ιστορικό κέντρο έχει καταστραφεί και τα -υψηλής αισθητικής- κτίρια που έχουν διασωθεί από βομβαρδισμούς, σεισμούς και σοβιετικού τύπου αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις είναι λίγα και διάσπαρτα. Τα τεράστια πάρκα της όμως, έχουν κάνει την πόλη διάσημη. Πνεύμονες οξυγόνου, με πάρα πολλά δέντρα, με καφετέριες και μπυραρίες, με τεχνητές λίμνες και ενοικιαζόμενα θαλάσσια ποδήλατα και βέβαια με την απαραίτητη περιοχή των σκακιστών.

Στις 17:30 γύρισα στον σταθμό. Ανέβηκα στο τρένο γιά Κοστάντζα. Διακόσια εξήντα χιλιόμετρα, τρείς ώρες δρόμος. Περισσότερη από την μισή διαδρομή, το τρένο την κάνει σε ψηλές, σιδερένιες γέφυρες, διασχίζοντας ένα μέρος του τεράστιου δέλτα του Δούναβη. Όρθιος, στο παράθυρο έβλεπα το αρχιπέλαγος του δέλτα, με τα δεκάδες νησάκια, τις μαούνες που μετέφεραν ξυλεία, τα χωριά στις όχθες του ποταμού και τα φορτηγά τρένα που ταξίδευαν προς την αντίθετη κατεύθυνση μεταφέροντας προπάνιο και πετρέλαιο. Στις 21:00 φτάσαμε στην Κοστάντζα. Πήρα λεωφορείο από τον σταθμό και κατέβηκα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Αφού έψαξα κάμποση ώρα γιά φτηνό ξενοδοχείο, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Κοστάντζα. Κατέληξα σε ένα παλιό ξενοδοχείο με τρύπιες -αλλά καθαρές-πετσέτες και 40 ευρώ την ημέρα. Βγήκα γιά hot-dog και μπύρα. Στην τοπίκη pub ένας πεντάχρονος πιτσιρικάς διεκδίκησε -χωρίς επιτυχία- το κομπολόι μου. Η -άλλοτε αρχοντική -πόλη μύριζε υγρασία και εγκατάλειψη.
Γύρισα στο ξενοδοχείο. Καθώς διαπραγματευόμουν με την υπάληλο της ρεσεψιόν το αυριανό πλύσιμο των ρούχων μου άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Γύρισα και την είδα.
Απαστράπτουσα, εκθαμβωτική, διέσχιζε το χωλ πηγαίνοντας προς τις σκάλες, με ένα γεναιόδωρο χαμόγελο στο πρόσωπο και τα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Έκανα μισή περιστροφή γύρω από τον άξονά μου παρακολουθώντας την να ανεβαίνει τη σκάλα.
«Γκλουπ» είπα εύγλωτα στην πενηντάρα υπάληλο που είχε έναν αέρα εγκατάλειψης παρόμοιο με της πόλης.
«Ένας τσέχικος θίασος. Θα δώσει μιά παράσταση αύριο, στο θέατρο, εδώ κοντά. Ελπίζω να μην σας ενοχλήσουν» είπε η υπάληλος απολογούμενη.
«Είμαι λάτρης της τέχνης» απάντησα με χαμόγελο.
«Περίεργο που χαμογελάτε. Κανείς δεν χαμογελάει σε αυτή την πόλη» μου είπε με θλιμένο ύφος.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου σκεπτόμενος να μείνω μιά μέρα ακόμα γιά την παράσταση.
«Σπουδαίο πράγμα αν κλέψεις μιά μόνο ματιά από τέτοια γυναίκα» θυμήθηκα τον Διονύση να λέει και αποφάσισα να φύγω.

Την επόμενη μέρα έβρεχε. Έκανα μιά μεγάλη βόλτα στο λιμάνι, ήπια καφέ στο καζίνο -ένα θαυμάσιο αυτοκρατορικό κτίριο- πέρασα από το μουσείο όπου έμαθα ότι το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Τόμις -όταν ακόμα ήταν αποικία των Ελλήνων- πήρα τα πλυμμένα μου ρούχα και επιβιβάστηκα στο τρένο γιά Βουκουρέστι.

Διαδρομή δεύτερη: Κοστάντζα- Μπράσοφ.
Κάπου εκεί, ψηλά στην Τρανσυλβανία, ο γιός του δράκου με περίμενε.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2.Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΖΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΡΙΓΜΕΝΟΙ.

Η πλατεία ήταν μεγάλη, σαν αλώνι. Ο ήλιος σταμάτησε ψηλά, ακριβώς πάνω απ’το κέντρο της. Απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί παντού, μιά απειλητική σιωπή που έμοιαζε με θόρυβο πολέμου. Όλα γύρω, τα βουνά, τα κυπαρίσια και τα έλατα, τα πουλιά και τα αγρίμια του δάσους, κρατούσαν την ανάσα τους. Ξαφνικά, ένα απαλό αεράκι άρχισε να φυσάει, μεταφέροντας, μίλια μακριά, την στυφή μυρωδιά του αίματος. Ένας μεγάλος γύπας άνοιξε τις φτερούγες του στην άλλη μεριά της χαράδρας.
Το ακέφαλο κορμί του αντάρτη ήταν ξαπλωμένο στη μέση της πλατείας, μπροστά από την εκκλησία. Έμοιαζε να κοιμάται πάνω σε πελώριο κόκκινο σεντόνι, μέσα σε μιά λίμνη από αίμα. Η αγέλη των ανθρώπων-αρουραίων είχε ήδη φύγει, παίρνοντας μαζί το λάφυρο, που θα στόλιζε την πύλη της πόλης. Ήταν ντυμένοι με τις σκούρες στολές του προδότη. Αρχηγός τους ήταν ο πατέρας του μελοντικού πρωθυπουργού.
Το γρήγορο γεράκι του θανάτου κάλεσε τον αντάρτη, κάνοντας κύκλους πάνω απ’την πλατεία. Εκείνος, σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε γιά μιά στιγμή ανάμεσα εκκλησίας και ουρανού. Ήταν σαν πύργος ψηλός, με γένια κοκαλωμένα απ’την απλυσιά και φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος. Φορούσε τον μπερέ με το αστέρι και είχε στο χέρι μιά πορτοκαλιά. Η αιμάτινη ματιά του τρυπούσε τα βουνά και έφτανε πέρα, στους κάμπους του χωριού του. Σουρούπωνε.

*

Η πόλη δεν είχε ξαναδεί τόσο ζεστό Μάη. Βοή ερχόταν από μακριά, διέσχιζε τους μεγάλους δρόμους, περνούσε μέσα από τον σιδερένιο πύργο και έφτανε εκεί, στο τσαγκάρικο του γέρου. Ήταν καθισμένος στο κατώφλι. Φορούσε βάσκικο μπερέ και μπότες απ’την Βαρκελώνη. Δυό νεαροί φοιτητές που περνούσαν τρέχοντας, κοντοστάθηκαν.
- Εε παπού, χαμπάρι δεν παίρνεις τι γίνεται; είπε ο ένας. Καίγεται ο κόσμος παπού.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Δεν μίλησε. Οι ουλές στο στήθος του άνοιξαν και ρούφηξαν, σε μιά στιγμή, τα τραγούδια των παιδιών, τις μυρωδιές των λουλουδιών, τα συνθήματα, τα ουρλιαχτά, τις φωνές, τους φοιτητές και τους εργάτες.
Ο γέρος, δεν μίλησε.

*

Η στέπα φαινόταν απέραντη. Πίσω, οι όλμοι έσκαγαν και ο απόηχος έφτανε στη μάνα, που τράβαγε μπροστά. Κουβαλούσε δυό σάκους στην πλάτη. Στον ένα, είχε το νεογένητο παιδί της. Στον άλλο, μιά οβίδα, βαριά και μυτερή, βαμμένη κόκκινη. Μιά όμορφη οβίδα, φτιαγμένη από ατσάλι της πατρίδας της, στην αρχή της στέπας. Ήξερε ότι έπρεπε να φτάσει στην άλλη μεριά, πέρα απ’τη στέπα, στο σπίτι με το τζάκι. Ήξερε πως έπρεπε να φτάσει στο κανόνι, ένα πεντάρι πυροβόλο, που τόχαν κουβαλήσει άλλες γυναίκες σαν αυτή, κομμάτι-κομμάτι στις πλάτες τους, πέρα απ’τη στέπα. Οι σύντροφοι την περιμένουν μήνες τώρα, εξαντλημένοι απ’την πείνα και το κρύο, πίσω απ’τα τείχη. Αν φέρει την οβίδα, η πόλη δεν θα πέσει. Η μάνα, σφίγγει το μαντήλι στο κεφάλι της και προχωρά.

*

Σουρουπώνει. Η γυναίκα του αντάρτη πηγαίνει μπροστά. Την ακολουθεί ο χαφιές. Τα βήματά του δεν ακούγονται. Φοράει παπούτσια με σόλες από καουτσούκ. Ο χαφιές.

*

Μέσα στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Ο σύντροφος του αντάρτη κάπνιζε, καθισμένος σε μία πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι. Τα μαλιά του είχαν γκριζάρει πιά και ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπο και τα μάτια. Οι φλόγες χόρευαν στο τζάκι τον παράξενο χορό τους, όμως αυτός δεν ήταν εκεί. Ταξίδευε σε άλλες εποχές. Θυμήθηκε τα χρόνια της εξορίας, σε κείνο το διαβολόνησο, στη μέση του πελάγους. Τους συντρόφους του στα διπλανά κελιά. Θυμήθηκε τον Φώτη, που τον φώναζαν Στουρνάρη. Ο Φώτης ο Στουρνάρης, φτιαγμένος έλεγες από στουρνάρι του χωριού του. Πάντα χαμογελαστός, με τις διαλυμένες του αρβύλες και τα πρησμένα απ’τη φάλαγγα πόδια. Ο σιδερένιος Φώτης, που στεκόταν πάντα ανάμεσα σ’αυτούς και τους βασανιστές και έδινε κουράγιο στους συντρόφους τραγουδώντας τραγούδια γιά την λευτεριά και ιστορώντας τους τις θαυμαστές περιπέτειες του γενναίου δον Κιχώτη και του πιστού του σύντροφου, Σάντσο Πάντσα.
Τον Φώτη, που κάθε σούρουπο καθισμένος στο αγκωνάρι μάζευε τους συντρόφους γύρω του, όπως η κλώσσα τα κοτόπουλά της και τους έλεγε χαμογελώντας:
- Μην στεναχωριέστε που φεύγει η μέρα σύντροφοι. Θα ξημερώσουνε καλύτερες. Και πού, καλύτερα από δω θα ήμασταν, με τέτοια εκλεκτή παρέα;
Τον Φώτη, που δεν λύγισε. Που, όταν τον βάλαν στο τσουβάλι, άφησε το γατί να τον ξεσκίσει και όταν τον ρώτησαν, απάντησε: «πως να το σκότωνα; Ένα τρομαγμένο ζώο, σαν και μένα, ήταν και αυτό». Τον Φώτη που δεν υπέγραψε. Τον Φώτη, που δεν τα κατάφερε. Που τον αφήσαν ένα σούρουπο εκεί, κάτω απ’το αγκωνάρι που καθόταν, αμίλητοι, με δάκρυα στα μάτια, κοιτώντας τα άστρα του ουρανού κι ύστερα τρέξανε και κρύφτηκαν, καθένας μοναχός, γιατί ντρεπόντουσαν, που αυτοί, ολόκληροι άντρακλες μέχρι εκεί πάνω, σύντροφοι του αντάρτη οι περισσότεροι, με δυό πήχες γενειάδα ο καθένας, μπήξαν τα κλάματα, σαν τα παιδιά. Και μετά, θυμήθηκε την μέρα που έπεσε ο αντάρτης στη πλατεία. Και αυτός, με κάνα δυό συντρόφους, κοίταζαν, βουβοί και φοβισμένοι, κρυμένοι, σα λαγοί, στις φτέρες. Του φάνηκε γιά μιά στιγμή ότι τους βλέπει, μαζί, πέρα από την χώρα της νύχτας, σε λιβάδια λουσμένα από φως, να στρίβουνε τσιγάρο και να γελάνε. Και άκουσε τον Φώτη να λέει: «Είδες που στα είπα Καπετάνιε; Θα ξημερώσουνε καλύτερες ημέρες». Και άκουσε τον αντάρτη να απαντά: «Μην ξεγελιέσαι αδερφέ μου. Τούτοι εδώ είναι χειρότεροι απ’τους προηγούμενους. Αυτούς δεν μπορείς να τους διώξεις. Δεν βλέπεις;».
Ακούστηκε το κλειδί και η πόρτα άνοιξε. Η κόρη του, γύρισε απ’τα Γαλλικά. Ο σύντροφος του αντάρτη έσβυσε το τσιγάρο.

*

Ήταν άνοιξη. Το άρμα έμπαινε στην πόλη. Στον πυργίσκο, ένας φαντάρος, ίσα με είκοσι χρονών. Μπροστά, στη μέση του δρόμου, αγόρια και κορίτσια, νεαρά κορμιά ξαπλωμένα. Δεν θα αφήσουν τα τανκς να περάσουν. Το βλέμμα του φαντάρου, μίγμα τρόμου, απορίας και απόγνωσης. Η μάνα, θα προσευχηθεί σήμερα γιά ένα φαντάρο που τσακίζει όνειρα άλλων. Το άρμα προχωράει.

*

Σουρουπώνει. Ο αντάρτης μεγαλώνει, γίνεται μύθος, περπατάει στην πόλη. Τα πόδια του πατάν την πέτρινη πλατεία, το κεφάλι του αγγίζει τα αστέρια. Το γεράκι έχει κουρνιάσει στον αριστερό του ώμο. Καπνίζει αμίλητος ένα τσιγάρο. Ο αέρας περνάει μέσα απ’τα σκληρά, κατσαρά του γένεια, φτιάχνοντας απόκοσμες συγχορδίες.
- Είμαστε μόνοι αδερφέ.
- Μην το λες αυτό Καπετάνιε, του απαντά ο Φώτης. Εμείς ποτέ δεν είμαστε μόνοι.

Και να.
Από μακριά, ψηλά, στη κορυφογραμμή, αρχίζει η παράξενη καντρίλια.
Πρώτος έρχεται ο Χοσέ Μαρτί, πάνω στον κόνδορά του και πίσω του,
στην κόκκινη φοράδα του καβάλα, ο Λόρκα,
ακολουθώντας το ποτάμι της Σεβίλης.
Και να.
Ξεκίνησαν από την Βαρκελώνη,
κρατώντας μαυροκόκκινη στα χέρια τους σημαία.
Και ο Λέον Τρότσκι ξεκινά, αντάμα με τον Κόκκινο Στρατό του.
Της Βίνκα ο Τίγρης έρχεται και οι μαύροι της Σερβίας.
Και έρχονται. Και όλο έρχονται.
Έρχονται απ’το Στάλιγκραντ
και από την Βαγδάτη
και από το Άουσβιτς,
το τρομερό νταμάρι του θανάτου.
Και από τη Δρέσδη.
Και ο Μπέρολντ Μπρεχτ, από τα Μαύρα Δάση.
Και ο Ρήγας. Κίνησε από το Βελιγράδι.
Σαλτάρει ο Μαύρος Πάνθηρας,
πέρα, από την Νεμπράσκα,
ψηλά, στον φωτεινό της Χιροσίμας θόλο.
Και να.
Ψυχρός, σα θάνατος, ο σκοτεινός της Ταργκοβίστα αφέντης,
με άλογο μαύρο ροβολά τις ράχες των συνέφων.
Και έρχονται. Και όλο έρχονται.
Από την Βολιβία, κίνησαν και έρχονται Καμίλο και Γκεβάρα,
αντάμα με τον Σπάρτακο, τον δούλο απ’την Θράκη.
Κινήσαν και έρχονται,
πάνω σε άρμα που το κυβερνάνε δράκοι.
Και ο Νερούντα. Και ο Μαχνό. Και ο Καραϊσκάκης.
Και έρχονται από τη Σαϊγκόν.
Και από τη Μογκαντίσου.
Και από της Κίνας το μεγάλο Κίτρινο Ποτάμι.
Και ήρθανε όλοι. Και μαζεύτηκαν στη μέση της Μεσούντας.
Και εκεί, πελώριος, σα βουνό, στέκει ο Τζαβέλας. Μόνος.
Και στο δεξί, κρατάει την περόνη.
Φως γιά το φως. Αιμάτινο ποτάμι του θανάτου.

Μιά απαλή μελωδία πλημύρισε την χαράδρα.
Η κόρη του συντρόφου μελετάει πιάνο.
Ήρωες, είναι μόνο οι πεθαμένοι.
Ο αντάρτης έγινε βροχή.
Βραδιάζει.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα