10. ΣΥΝΟΨΙΣ.

-Τι σύνοψις βρε μπά.... αφεντικό θέλω να πω. Σιγά μην γράψεις και το Λευιτικό.
-Γιατί γκρινιάζεις πάλι;
-Τι είναι όλα αυτά που γράφεις; Θα καταλάβει νομίζεις κανένας τίποτα;
-Εξαρτάται. Ποιός Κανένας; Ο Δημοσθένης;
-Ναι, τέτοια φτηνά λογοπαίγνια κάνεις και μετά γκρινιάζεις που δεν σε παίρνει κανείς στα σοβαρά. Πρέπει να εξηγήσουμε στον Αναγνώστη...
-Και εσύ τι είσαι, δικηγόρος του;
-Εεε...
-Έξι και έξι δώδεκα. Σε παρακαλώ πάρα πολύ. Τουμπεκί ψιλοκομένο και την βόλτα σου.
-Με διώχνεις;
-Ξουράφι είσαι.
-Θα φύγω, αλλά να ξέρεις, αυτά που κάνεις δεν είναι καθόλου σωστά πράγματα. Τι ακαταλαβίστικα είναι αυτά; Τι σημαίνει «θέλω κι άλλο;» Τσόντα γράφεις;
-Να σου πω, επειδή εσύ είσαι υπονοηκός, δεν σημαίνει ότι είναι και οι άλλοι. Αυτοί που πρέπει, καταλαβαίνουν. Άντε, τον πούλο τώρα, να «κλείσω» το «τεύχος».
-Καλά, φεύγω.
-Ωραία. Γειά.
-...αλλά πριν φύγω, έχω να σου πω...
-Πήγαινε, μου τα λες αύριο.
-Όχι, είναι σημαντικό, θα το ξεχάσω. Πιό μαλακά παιδί μου το πληκτρολόγιο!
- Α, έγινα και παιδί σου τώρα.
-Που λέει ο λόγος. Πιό σιγά, θα το σπάσεις. Μα τι ψάχνεις;
-Είναι καινούριο και δεν το ξέρω καλά.
-Εγώ θα σου πω. Τα ξέρω όλα.
-Τέλεια. Ξέρεις που είναι το αντού;

*

Υ.Γ 1. Το τραγούδι της Τζένης (Voluptas) το έχει γράψει η Μυρτιώτισα.
Υ.Γ.2. Καλοσωρίζουμε σε αυτό το «τεύχος» έναν απ’τους καλύτερους φωτογράφους του κόσμου.
Υ.Γ.3. Αυτόν τον μήνα «μίλησαν» (εκτός από τους αναφερόμενους), ο Νίκος Καβαδίας, ο Κώστας Καβάφης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Μπέρολντ Μπρεχτ (ξανά), ο Κώστας Βάρναλης και –βέβαια- οι «σύντροφοι» Σιάντος και Ζαχαριάδης.
Υ.Γ.4.Δεν καταφέραμε να μάθουμε ποιός είναι ο Κόλε ντε Καγιέ. Όποιος γνωρίζει κάτι γιά αυτόν, ας επικοινωνήσει μαζί μας στο goners.gr@gmail.com
Άντε, και καλή τύχη μάγκες! (και μάγκισες).

Αντ’αυτών.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9. ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ.

(ΜΙΣΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΟΛΑΤΡΕΣ).


Ο κ.Κ. δεν τόκρινε απαραίτητο να ζει σε μιά συγκεκριμένη χώρα. Έλεγε: «Παντού μπορώ να πεινάσω».κάποτε όμως έλαχε να περνάει από μιά πόλη που την είχε κυριέψει ο εχθρός της χώρας όπου ζούσε. Τον πλησίασε τότε ένας αξιωματικός του εχθρού και τον ανάγκασε να κατεβεί από το πεζοδρόμιο. Ο κ.Κ. κατέβηκε και διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε αγανακτήσει ενάντια σ’αυτόν τον άνθρωπο, και μάλιστα όχι μόνο ενάντια στον άνθρωπο μα προπαντός ενάντια στη χώρα που ανήκε ο άνθρωπος αυτός, τόσο, που ευχήθηκε να γίνει ένας σεισμός και να την καταπιεί. «Γιατί», ρώτησε ο κ.Κ., «έγινα εθνικιστής εκείνη τη στιγμή; Γιατί συνάντησα έναν εθνικιστή. Μα γιαυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε τη βλακεία. Γιατί κάνει βλάκες αυτούς που την συναντούν».




ΜΠΕΡΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ.

Από τις «Ιστορίες του κ.Κόϋνερ» (η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής).

Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης.

Εκδόσεις Θεμέλιο.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. Η ΗΡΑ ΑΠ’ΤΟ ΣΤΑΡΙ ΔΕΝ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ.

«Αν η Ιστορία επαναλαμβάνεται και το απροσδόκητο πάντα συμβαίνει,
πόσο ανεπίδεκτος μαθήσεως από την εμπειρία είναι ο Άνθρωπος;».
Bernard Shaw.
*

Ο Πάτρικ πήρε το τρένο γιά την Λειψία. Πήγαινε να δει την μάνα του. Είχε γενηθεί στη Λειψία, αλλά οι γονείς του χωρίσανε και εκείνη δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Τον έδωσε γιά υιοθεσία, σε μιά άτεκνη οικογένεια, στο Πότσνταμ.Εκείνη ξαναπαντρεύτηκε.
Έκανε άλλη οικογένεια, στη Λειψία. Ο Πάτρικ μεγάλωσε και στα είκοσι τρία του –το 2000- γύρισε πίσω, γιά να γνωρίσει τη βιολογική του μητέρα. Τώρα, -μερικούς μήνες μετά- πήγαινε να την δει γιά δεύτερη φορά. Μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο και κατευθύνθηκε στο κέντρο του. Όταν έφτασε μπροστά στο κάρινο φέρετρο, έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο. Ήταν περιποιημένη και γαλήνια, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ο Πάτρικ, έκανε δυό βήματα πίσω και άρχισε να παρατηρεί τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους. Άνθρωποι άγνωστοι, συγγενείς και φίλοι της μητέρας του από μιά άλλη ζωή της, που εκείνος αγνοούσε –όπως και την ίδια. Μιά νέα γυναίκα τον πλησίασε.
-Γειά σου, του είπε, είμαι η Σούζαν, η κόρη της. Εσύ;
-Εγώ είμαι ο Πάτρικ, ο γιός της.
-Έχω ακούσει γιά σένα. Χαίρομαι που γνωριζόμαστε, έστω και κάτω απ’αυτές τις συνθήκες.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια και αγκαλιάστηκαν.
-Καλώς όρισες αδερφέ.
-Καλώς σε βρήκα Σούζαν.

*

«Η Ιστορία θα είναι καλή μαζί μου, γιατί σκοπεύω να την γράψω».
Ουίνστον Τσώρτσιλ.

*

1871. Είναι δεκαοχτώ του Μάρτη και στο Δημαρχείο του Παρισιού ανεμίζει η κόκκινη σημαία της Κομμούνας. Η Παρισινή Κομμούνα, υπήρξε η πρώτη κυβέρνηση της Εργατικής Τάξης. Ξεκίνησε από την αντίδραση των οπλισμένων πολιτών –κυρίως από την περιοχή της Μονμάρτης- στην απόφαση της κυβέρνησης των Βερσαλιών να υπογράψει ταπεινωτική –γιά τον Γαλλικό λαό- ανακωχή με την Πρωσία. (ΓαλλοΠρωσικός πόλεμος, 1870-1871). Στο διάστημα των 72 ημερών που κράτησε, η Κομμούνα κατάργησε τον τακτικό στρατό και τον αντικατέστησε με την Εθνοφρουρά –τον ένοπλο λαό (διάταγμα της 29ης Μαρτίου). Καθόρισε το ανώτατο όριο αποδοχών των δημοσίων υπαλήλων ίσο με τον μισθό του ειδικευμένου εργάτη (διάταγμα της 1ης Απριλίου), χώρισε την εκκλησία απ’το κράτος (διάταγμα της 2ης Απριλίου) και κατάργησε την αστυνομία, αντικαθιστώντας την με εφεδρικά τάγματα της Εθνοφρουράς. (Σ.τ.Σ, του ένοπλου λαού - γιά να μην ξεχνιόμαστε). Η Κομμούνα, ήταν ταυτόχρονα νομοθετικό και εκτελεστικό όργανο που πήρε μία σειρά μέτρων γιά την βελτίωση της ποιότητας ζωής των λαϊκών στρωμάτων όπως: κατάργηση των χρεών απ’τα ενοίκια, δωρεάν επιστροφή των αντικειμένων -αξίας μέχρι είκοσι φράγκα- που είχαν μπει ενέχυρο στους δικαιούχους και ρύθμιση της αποπληρωμής των εμπορικών συναλαγματικών (με δόσεις, γιά τρία χρόνια). Απόφάσισε την καταβολή της πολεμικής αποζημίωσης -προς την Γερμανία- από τους υπαίτιους του πολέμου, τους πρώην βουλευτές, γερουσιαστές και υπουργούς της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Όπως –βέβαια- ήταν φυσικό, τα στρατεύματα των Βερσαλιών -σε συνεργασία με τον Πρωσικό στρατό Κατοχής- μετά από αιματηρές μάχες (εξαιρετικά σκληρή ήταν η μάχη στο νεκροταφείο Περ Λασέζ), απεκατάστησαν την «έννομον τάξιν» στο Παρίσι και σε ολόκληρη την Γαλλία. Η ήττα της Κομμούνας συνοδεύτηκε από ένα λουτρό αίματος, από ένα όργιο δημοσίων εκτελέσεων –που έφτασε τους 70.000 νεκρούς και 30.000 πολιτικούς πρόσφυγες.

Δεν σας θυμίζει τίποτα, ε; Πάμε πάλι.

1937. Στην επαρχία Βισκάϊα, στην χώρα των Βάσκων, γερμανικά Στούκας βομβαρδίζουν γιά ώρες την μικρή πόλη Γκουέρνικα –αρχαίο κέντρο πολιτισμού των Βάσκων, με πληθυσμό όχι παραπάνω από πέντε χιλιάδες κατοίκους. Ο στρατός του φασίστα στρατηγού Φράνκο, με την βοήθεια της ναζιστικής γερμανικής λεγεώνας Κόνδωρ, ιταλικών μεραρχιών του Μουσολίνι -που είχαν πολεμήσει στην Αιθιοπία- και 11.000 ανδρών της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, μάχεται -σε όλη την Ισπανία- ενάντια στην Διεθνή Ταξιαρχία, με στόχο την ανατροπή της νόμιμα εκλεγμένης Κυβέρνησης των Δημοκρατικών.
Η κωμόπολη ισοπεδώθηκε. Πολλοί λίγοι από τους –άμαχους- κατοίκους σώθηκαν.
Ο Φράνκο –βοηθούμενος από την υποκριτική ουδετερότητα των αγγλογαλλοσοβιετικών (συμφωνία «μη επέμβασης») - κέρδισε τον Εμφύλιο και εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς τρομοκρατίας, που τελείωσε με τον θάνατό του, τον Νοέμβρη του 1975.

Όχι; Ξανά.

1944. 18 Οκτώβρη, Αθήνα. Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος – ο 1ος - Παπανδρέου, συνοδευόμενος από τον άγγλο στρατηγό Σκόμπυ, ανεβαίνει στην Ακρόπολη, γιά να υψώσει την Ελληνική σημαία. Έξι μέρες πριν, ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης υπέστειλε την σβάστικα από τον Ιερό Βράχο και η γερμανική Κατοχή έληξε. Στις 23 του μήνα, η κυβέρνηση Παπανδρέου ανακοινώνει την πρώτη σημαντική της απόφαση, που αφορά στον αφοπλισμό του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού -γνωστού ως ΕΛΑΣ. Στις 3 του Δεκέμβρη, η Ελληνική Αστυνομία –γνωστή ως ΕΛΑΣ- υπό την διεύθυνση του Άγγελου Έβερτ –του αστυνομικού διευθυντή των Γερμανών- αρχίζει να ρίχνει –από τα Προπύλαια των Παλαιών Ανακτόρων και του Πανεπιστημίου, καθώς και απ’το κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης (Β.Σοφίας και Πανεπιστημίου)- ενάντια στον Ελληνικό λαό, που έχει συγκετρωθεί σε ένα τεράστιο ειρηνικό συλαλητήριο στο Σύνταγμα. Τα Δεκεμβριανά. Οι 28 νεκροί διαδηλωτές, καθώς και τα γεγονότα που επακολουθούν, πυροδοτούν την έναρξη του Εμφυλίου, που θα τελειώσει το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Στην μεριά των Κυβερνητικών θα πολεμήσουν: η Ταξιαρχία Ρίμινι, οι ανασυγκροτημένοι Ταγματασφαλίτες –ή Γερμανοτσολιάδες, ή Ράλληδες (από το όνομα του ιδρυτή τους Ιωάννη Ράλλη, δωσίλογου πρωθυπουργού των Γερμανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής)- η Εθνοφυλακή (καμία σχέση με την άλλη, την γαλλική), οι Χίτες (τα μέλη της ναζιστικής Οργάνωσης Χ -ή «Κόμματος του Χιτών»- που είχε ιδρύσει ο Γεώργιος Γρίβας -γνωστός και ως «Διγενής») και –βέβαια- η μηχανοκίνητη αγγλική Ταξιαρχία. Στις 5 του μηνός, ο Τσώρτσιλ δίνει διαταγή στον Σκόμπυ να δράσει και εκείνος εισβάλει με τα τανκς του στο κέντρο της πόλης –στην οδό Πατησίων. Η Μάχη της Αθήνας αρχίζει.

Με «πιάνετε» τώρα; Α, και γιά να μην ξεχνιόμαστε:
«Τα Τάγματα Ασφαλείας αποτελούν την τελευταία εφεδρία του Ελληνικού Έθνους». Χρύσανθος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1940.

Πάμε τώρα πίσω, στην ιστορία μας.

*

1871. Λειψία. Γενιέται ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο συνιδρυτής –μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουρκ- της εφημερίδας «Κόκκινη Σημαία» (Rote Fahne). Την ίδια χρονιά «γενιέται» και ο νόμος του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα «περί αιμομιξίας», που ορίζει ως έγκλημα τις ερωτικές σχέσεις «με στενούς συγγενείς» και τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία χρόνια. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, ο Πάτρικ έχει ήδη εκτίσει ποινή φυλάκισης δύο χρόνων. Αυτός και η Σούζαν έχουν πιά τέσσερα παιδιά, όλα υγιέστατα
-σύμφωνα με τις ιατρικές εξετάσεις. Παρόλα αυτά, το 2004 ο Πάτρικ έκανε –οικειοθελώς- στείρωση –γιατί «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια». Το Κράτος έχει θέσει υπό την κηδεμονία άλλων οικογενειών τα τρία μεγαλύτερα παιδιά τους και μόνο η μικρότερη κόρη τους –η Σοφία- μεγαλώνει με τους γονείς της.

*

«Η Ιστορία είναι εκείνη η εκδοχή των παρελθοντικών γεγονότων που οι άνθρωποι αποφάσισαν να συμφωνήσουν».
Βοναπάρτης.

*

Αυτά, και καλά κρασά.

*

[Ανεμομάζωμα είναι και σκορπίζεται]

*

[Και η Σούζαν με τον Πάτρικ περπατάν, πιασμένοι χέρι-χέρι γύρω απ’την λίμνη, εκεί, στο πάρκο της Λειψίας, μέχρι τα άστρα να σβύσουν το αιώνιο φως τους.] (Σ.τ.Σ).

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ.

-Σβήσε τη λέξη «εβραίικα» και γράψε «Ισραηλίτικα», είπε ο Κόφτης στον Συγγραφέα.
-Γιατί; τον ρώτησε εκείνος με έκπληξη.
-Είναι ρατσιστικό. Δεν φταίνε όλοι οι εβραίοι, μόνο οι Ισραηλινοί.
-Α ναι; Και οι άλλοι, που ζούνε στην Αμερική ή στην Ευρώπη και στέλνουν τα λεφτά τους στην «Πατρίδα»; Τι γίνονται αυτά τα λεφτά; Μήπως αεροπλάνα; Και τότε; Αυτοί δεν φταίνε; Και οι άλλοι; Οι «προοδευτικοί»; Που μένουν και φωνάζουνε –αλλά μένουν- στο κράτος του Ισραήλ –όμως δεν φεύγουνε- τα διαβατήριά τους δεν τα καταθέτουνε, αυτοί δεν φταίνε;
-Ε τότε φταίμε όλοι.
-Βέβαια και φταίμε όλοι. Και βέβαια φταίω εγώ, που καπνίζω αμερικάνικο καπνό και φοράω αμερικάνικα παπούτσια -και πηγαίνω στις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο- και έχω και τις κάρτες μου και πληρώνω τόκους στις Τράπεζες και έτσι, τα στέλνω τα λεφτά μου στου Ντητρόιτ τα εργοστάσια, να φτιάχνουνε πυραύλους -να τους ρίχνουν δίπλα μας, στο Βελιγράδι. Και χαίρονται οι εργάτες του Σικάγο, που έχουνε ξανά δουλειά και δεν πεινάνε -γιατί το ξεροκόματο οι Σκύλοι τους πετάνε. Και πες μου εσύ μετά, «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»; Ποιανού εργάτη, θα σε ρωτήσω εγώ. Του αμερικάνου, ή του σομαλού; Και άσε τους και τους άλλους να φωνάζουνε –στη Γένοβα. Πως θέλουνε κομάτι από την πίτα, δεν μας λένε. Τώρα «εναλακτικοί», αύριο χρηματιστές, ρεμουλαδόροι, λαμόγια, διαπλεκόμενοι, τους είδες δα, κουτός δεν είσαι. Και βγαίνουνε και οι άλλοι –οι Παρουσιαστές και οι «Δημοσιογράφοι»- και φωνάζουνε –οι «καλύτεροι» γιά του Αμαζόνιου το Δέλτα- και οι άλλοι –σκατά που μάθαν να χαμογελάνε- και γέμισε ο τόπος μύγες πράσινες. Και όλο χαμογελάνε –με τα άσπρα δόντια τους, του καρχαρία- και η μανάδες μας, γαμπρούς τους θέλουν γιά τις κόρες τους –κι αυτές καλές πουτάνες, εκπαιδευμένες τέλεια, αυτό πούχουν ανάμεσα στα σκέλια να πουλήσουν ακριβά- όσες μπορούνε. Και κάνουν πως την μπόχα δεν μυρίζουνε.

Αυτά οι δυό τους.

*

Ο Γαβριάς –το Χαμίνι- καβάλησε τα τσουβάλια του οδοφράγματος πέρα, στη Σαν Ζερμαίν και βγήκε έξω. Όταν τον είδαν οι χωροφυλάκοι τον βάλαν στο σημάδι –κι ας ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Εκείνος, γρήγορος και ξύπνιος, απέφευγε τις σφαίρες από τα μονόβολα που σφυρίζαν γύρω του και μάζευε τα βόλια απ’τους σκοτωμένους –που δεν τους χρειάζονταν πιά- γιά να τα πάει πίσω απ’το οδόφραγμα, στους συντρόφους του.
«Παιγχνίδι είναι η ζωή -μα όχι γιά ψιλά», σκέφτηκε χαμογελώντας και ξεκίνησε να σκαρώνει το κοροϊδευτικό του τραγουδάκι.
-Άσχημοι ζουν σ’αυτό το μέρος,
σ’αυτό φταίει ο Βολταίρος,
ηλίθιοι στο Καρανσώ,
γράψε λάθος στον Ρουσώ.
Οι μπασκίνες τον άκουσαν και σκύλιασαν.
-Χαμίνι, θα σου δείξω εγώ, είπε ένας τους και τον σημάδεψε στο στήθος.
Το παιδί έπεσε. Μιά αιμάτινη κηλίδα άρχισε να απλώνει γύρω του. Ο Μάριος τον είδε να πέφτει.
-Χτυπήσαν τον μικρό, ούρλιαξε, καλύψτε με.
Με ένα σάλτο πήδηξε το οδόφραγμα και –ενώ οι σφαίρες βούιζαν γύρω του, σαν μέλισες- τον σήκωσε στα μπράτσα του και τον έφερε μέσα. Το παιδί ζούσε ακόμα.
Τον κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια, άπλωσε το χέρι του και του άφησε στη παλάμη τα βόλια που είχε μαζέψει –δώδεκα βόλια, όσα τα χρόνια του. Ύστερα, του έγνεψε να πλησιάσει. Ο Μάριος πλησίασε το αυτί του, κοντά στα χείλια του παιδιού.
-Εγώ δεν έγινα νοταίρος,
φταίει πάλι ο Βολταίρος,
λάσπη, χώμα κι αν μασώ,
είναι λάθος του Ρουσώ, ψιθύρισε και τα μεγάλα του μάτια έκλεισαν –γιά πάντα.

*
Βρέχει. Βρέχει, εκεί, στις φυλακές του Βερολίνου. Και είναι δεκαπέντε του Γενάρη. Άγριος αέρας μπαίνει –παγωμένος- απ’τα κάγκελα. Και μέσα απ’το Λευκό Κελί της, λαμποκοπά η Μεγάλη Εβραία –που εβραία δεν είναι- σαν την φωτιά του Προμηθέα μέσα στο καλάμι. Και ο σύντροφός της –ο Τελευταίος Σύντροφος, ο Καρλ- μιλάει και λέει:
-Θα μας σκοτώσουν Ρόζα σήμερα, το ξέρεις;
-Το ξέραμε κι οι δυό απ’την αρχή, έτσι δεν είναι;
-Έτσι. Σε ποιά Πατρίδα πάμε;
-Στο Τίποτα. Πατρίδες δεν υπάρχουν.
-Και οι λαοί; Τα έθνη; Δεν υπάρχουν;
-Όχι λαοί, ούτε έθνη. Άνθρωπος μόνο. Και μετά, Τίποτα.
-Ρόζα, σε ποιά Πατρίδα πάμε;
-«Γιούχα και πάντα γιούχα στις πατρίδες».
Αυτά η Ρόζα –η Κόκκινη. Και ενώ έρχονται να τους πάρουν, ο Σπάρτακος –ο δούλος απ’την Θράκη- τους καρτερεί ψηλά, μπροστά στης Κόλασης την πόρτα.

*

-Λες να μπερδέψει ο Αναγνώστης μας τούτη την Ρόζα με την άλλη;
-Τι λες βρε μπάζο, γιά κουτό τον έχεις; Αφού η μία είναι Ροζ και η άλλη Κόκκινη.
-Καλά αφεντικό. Είπα μήπως...
-Να μη λες. Νερομπογιά!

*

Μαζεύτηκαν στη Πλατεία. Ο Φαραώ, ο Τόνι ο Τατού και ο Γερμανός. Οι άλλοι δεν τους πλησίαζαν –από φόβο.
-Τι έκανες χτες; ρώτησε ο Φαραώ.
Τα κίτρινα μάτια του έλαμψαν στο απογευματινό φως. Κοντός –περίπου ένα και εξήντα- πολύ αδύνατος, με αραία, ίσια –σαν στάχυα- μαλιά και μυτερά δόντια, έμοιαζε σαν σκελετός που περπατούσε –σαν φάντασμα.
-Πήγα στο γήπεδο, απάντησε ο Τόνι.
Ο Τόνι ο Τατού. Τεράστιος. Πάνω από δύο μέτρα, με μυς σαν ταύρου και καλυμένος από τατουάζ σε όλο το σώμα –απ’τα δάχτυλα των ποδιών ως πάνω, ψηλά στο λαιμό.
-Και εσύ;
-Εγώ, απάντησε ο Γερμανός –παίζοντας την «πεταλούδα»- πήγα στη συναυλία.
Ο Γερμανός. Είχε τα μισά τους χρόνια. Ψηλός, με κορμί νεαρού τζάγκουαρ, και γαλάζια μάτια που γυάλιζαν –με μιά υποψία τρέλας- το ίδιο ικανός με τους άλλους δυό στη χρήση «εγχειριδίων». Γενημένος στο Αμβούργο, από πολύ μικρός άρχισε να «παίζει μπάλα» με τις συμμορίες του λιμανιού. Μετά, ήρθε στην Αθήνα.
-Τι είναι αυτό ρε μαλάκα; τον ρώτησε ο Τατουάζ. Που είναι το ξυράφι σου;
-Το άφησα χτες, κάτω από ένα δέντρο. Τα Μπλε Καπέλα μας κυνήγησαν. «Έκοψα» δύο.
-Καλύτερα. Έμοιαζες σαν μπαρμπέρης με εκείνη τη μαλακία.
-Δίκιο έχεις. Τουλάχιστον με αυτό καθαρίζω και το μηλαράκι μου.
Ο Τόνι, ο Γερμανός και ο Φαραώ. Η πιό επικίνδυνη παρέα, εκεί, στην Πλατεία των Ονείρων –την γεμάτη ασφαλίτες.
Σηκώθηκαν να παν να «διασκεδάσουν». Βγήκαν στη λεωφόρο. Στα φανάρια, ήταν σταματημένο ένα πούλμαν με κλακαδόρους του Εθνάρχη, που πηγαίναν στη συγκέντρωση. Αυτοί, ήταν με τον Φύλαρχο. Ήταν πονηροί καιροί, κανείς δεν ήξερε ακόμα τίποτα. Όλοι ζητούσαν να αλάξουν τα πράγματα και ο Φύλαρχος είχε παρουσιαστεί ως Σωτήρας –ο «σοσιαλδημοκράτης ανανεωτής με το ζιβάγκο».
Το πούλμαν ερχόταν απ’την Τρίπολη. Ο Γερμανός «έδειξε το δάχτυλο» στους πληρωμένους κλακαδόρους. Εκείνοι, άρχισαν να τους βρίζουν –πίσω απ’την ασφάλεια της υδραυλικής πόρτας του πούλμαν.
-Εγώ, ή εσύ; ρώτησε ο Τατουάζ.
-Εγώ, απάντησε ο Φαραώ και με μία αστραπιαία κίνηση τράβηξε μιά κλωτσιά στην πόρτα, σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η πόρτα άνοιξε και ο Τατουάζ μπήκε μέσα και άρχισε να πετάει τους μπροστινούς κλακαδόρους στα πίσω καθίσματα. Πανικός επικράτησε μέσα στο πούλμαν. Άρχισαν τα ουρλιαχτά και τα παρακάλια.
Ο Γερμανός στάθηκε όρθιος μπροστά στην πόρτα του πούλμαν, -ψιλόλιγνη «σκιά λαμπερή»- παίζοντας την «πεταλούδα» του.

*

Άρχισε να νυχτώνει και ξεκίνησαν. Και όπως, τελευταία σκηνή ταινίας Σουηδικής, μπροστά πηγαίνει ο Απρόσωπος Μεγάλος Θεριστής των Λιβαδιών του Χρόνου.
Και πίσω, η Ρόζα -η Φλεγομένη Ρόζα η Κόκκινη- ψηλά ανεμίζοντας την Κόκκινη Σημαία. Μαζί της, Όλοι. Κανένας δεν θα λείψει απ’το προσκλητήριο. Και ο Ισπανός ο Ποιητής τους περιμένει, γυμνός, πιστάγκωνα δεμένος στο χαντάκι του, σφιχτά, με τα «μετάξινα δεσμά του». Και η Τζένη τους κοιτάζει από ψηλά, ακουμπισμένη στον κρινένιο της αγκώνα. Και –μόνο- η κατάμαυρη –σαν κάρβουνο- ματιά της χαμογέλασε.
«Γιούχα και πάντα γιούχα στις πατρίδες».

*

-Σάμπως πολύ έμμετρα κυλάει ο Λόγος σου σ’αυτό το τεύχος.
-Εε, ξέρεις, διάβασα πρόσφατα την Ιλιάδα και επηρεάστηκα.
-Μήπως καλύτερα να πεις: «την Ιλιάδα πρόσφατα διάβασα και επηρεάστηκα»;
-Με κοροϊδεύεις, βρε εικονική πραγματικότητα;

Αυτά οι δυό. Και από ψηλά ανατέλει ο Αυγερινός -που λεν και Αποσπερίτη.




[Γυναίκα που λαμπάδιασε –σαν άχυρο]

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. Η ΦΛΟΓΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΝΤΑΝΚΟ.

Τον πιό παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Γιά πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι. Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιό νέοι, πιό βάρβαροι, πιό δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα.
Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί καθήσαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δυό δρόμοι ανοίγονται γιά μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιό σφιχτά πλησίαζαν τόνα το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιό πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα.
Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γένησαν την Φρίκη.
Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουνε τη λευτεριά τους. Και είπε ο Ντάνκο:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θάχει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησέ μας, με μιά φώνη είπανε όλοι.
Και ξεκινήσαν. Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πυκνώναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν γιά τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει. Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιό μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντάνκο περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιό λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει γιά χίλιους».
Τσάκισαν και έχασαν το θάρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντάνκο.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες!
-Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιό πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα.
Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’αυτά η λάμψη του θανάτου.
«Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γιαυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γένησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’τη Βροντή πιό δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων.
Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντάνκο και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων.
Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούησε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γεναιότητα, το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντάνκο πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα.
Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς πούπεσε κάτω. Και μόνο η γεναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντάνκο, χάθηκε γιά πάντα.



Μαξίμ Γκόργκι.
Ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά: goners.gr
[Θυμάστε; Κόλε Ντε Καγιέ τον λέγανε]

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ.

«Πόσο μου αρέσει να ακούω τους ανθρώπους να ανεβαίνουν με το ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα».
Η Λένα η Μάγισα ακούμπησε τις άκρες των κρινένιων της δακτύλων στα πλήκτρα του πιάνου και ξεκίνησε να τραγουδάει την ιστορία.
«Ένα απόγευμα, ο γιός του Ρουμάνου έχασε το κοτοπουλάκι του
χτύπησε όλες τις πόρτες και τα μεγάλα του μάτια
καθώς το αναζητούσαν μάταια, μου φάνηκαν χοάνες
που από μέσα τους μπορούσε ο καθένας
να διακηρύξει τα ανθρώπινα δικαιώματα».

*

Ο Κίμωνας και το Ποπάκι ξεκίνησαν γιά το Ελαφονήσι.
-Δεν πάμε κάπου αλλού;
-Σαν που αλλού;
-Ξέρω ‘γω; Κάπου που να μην έχουμε πάει.
-Ισταμπούλ;
-Μέσα.
Το αυτοκίνητο έστριψε αριστερά. Πέρασαν τον κόμβο της Αθήνας και τράβηξαν πάνω, μέχρι την Ξάνθη. Εκεί, άφησαν το αμάξι και πήραν το τρένο. Πέρασαν τα σύνορα απ’ το Πύθειο και μπήκαν στη Τουρκία. Όταν είδε τις κόκκινες σημαίες στη δική τους μεριά –«ανάποδα»- ο Κίμωνας ανατρίχιασε.
-Ωπ. Οι σημαίες των «εχθρών» μας.
-Θέλει πολλή δουλειά γιά να σκοτώσεις τον μπάτσο που κρύβεις μέσα σου.
-Αλήθεια είναι αυτό, είπε η Γυναίκα απ’την Γεωργία, που είχε σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και έπλενε σκάλες στο Αιγάλεω.

*

Ο Δημοσθένης μπήκε στο «Κις-κις» -στο μπαρ του Έλληνα- πέρα, στο γκέτο του Ντέρμπαν. Κάθησε στη μπάρα και παρήγγειλε ένα ουίσκι.
-Καλησπέρα, του είπε ο διπλανός του στα αγγλικά, στρέφοντας προς το μέρος του.
-Καλησπέρα. Εμιγκρέ;
-Τι άλλο; Όπως όλοι.
-Οικογένεια;
-Γυναίκα και τρία παιδιά στην Πατρίδα. Και εσύ;
-Και εγώ τα ίδια αδερφέ. Στέλνω λεφτά στη μάνα μου, στην Αθήνα. Πείνα και λυσωδία.
-Έχετε χούντα, ε;
-Ναι. Σαν να μην μας έφταναν όλα τα άλλα. Από που είσαι;
-Από τη Λευκωσία.
-Ωπ. Πατριωτάκι. Και πως σε λένε;
-Αχμέτ.
Ο Δημοσθένης τράβηξε το μαχαίρι, μιά εγγλέζικη σούστα που είχε αγοράσει στη Μαγιόρκα. Κλικ, έκανε η ατσάλινη λάμα καθώς άνοιξε, και η μεγάλη καμπάνα της Κόλασης χτύπησε ώρα δώδεκα.

*

«Πόσο μ’αρέσει ν’ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα», συνέχισε η Μάγισα με τα Τυρκουάζ Μαλλιά.
«Κι’ ένα βράδυ, ενώ κοίταζα τα τοξοτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της Έλενας,
άκουσα ήχο πιάνου
κάποιος από τους Ρουμάνους έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι
και μεταμόρφωνε πάλι τους δήμιους της Αμερικάνικης Πρεσβείας
τους μεταμόρφωνε πάλι σε χάδι».

*

Πίναν κόκκινο κρασί στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου στην Παλιά Πόλη, στην περιοχή της Αγίας –του θεού- Σοφίας. Μπροστά τους, ο Βόσπορος. Καράβια μπαινόβγαιναν στο λιμάνι, με αναμένα τα πλευρικά τους φώτα.
-Κρίμα, του είπε εκείνη.
-Κρίμα γιά ποιό πράγμα;
-Που δεν θα γνωριστούμε αύριο.
Ένα μεγάλο γκαζάδικο μπήκε στο λιμάνι, ακολουθώντας το φως του φάρου.

*

«Πόλη κατάφωτη, άγνωστου κόσμου,
δρόμοι ασάλευτοι εντός κι εκτός μου,
δέντρα, βουνά, καπνοί, φωτιές και δάση,
εδώ γυρίσανε όσα έχω χάσει», τραγούδησε ο Σαράντης, από την σκηνή του Ροντέο.
«Τι κρίμα», σκέφτηκε ο Κωστής, «τόσο ταλέντο και να πάει χαμένο. Τι κρίμα που τον βλέπω, με σακάκι και γραβάτα στο γραφείο κάποιας ναυτιλιακής εταιρείας, να μουτζουρώνει «αθώα, λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία».

*

Πήραν το τρένο από την Πόλη να παν στην Καισάρεια. Είκοσι ώρες δρόμος. Στο κουπέ, μαζί τους ταξίδευαν δυό γυναίκες απ’την Άγκυρα, ένας νεαρός στρατιωτικός απ’την Σμύρνη, ένας άνεργος εργάτης από την Τραπεζούντα και ένας πιτσιρικάς μουσικός –ντράμερ- από το Ερντίν –την παλιά Αδριανούπολη.
-Από που είστε παιδιά; ρώτησαν οι γυναίκες.
-Γιουνάν.
-Αα, καρντάς, είπε ο εργάτης.
Ο ελεγκτής μπήκε στο κουπέ.
-Εισητήρια.
Του τα έδωσαν.
-Εσείς οι δυό δεν έχετε θέσεις. Πρέπει να πάτε στο άλλο βαγόνι. Και το τρένο είναι γεμάτο.
-Τα παιδιά πάνε μακριά. Εμείς θα κατέβουμε σε δυό ώρες. Θα φύγουμε εμείς, είπαν οι γυναίκες, που είχαν θέσεις.
-Δεν θα φύγει κανείς, είπε ο εργάτης. Θα βολευτούμε.
-Ναι. Θα βολευτούμε, είπε και ο στρατιωτικός, και κάθησαν όλοι, με ακουμπηστά τα μπράτσα ο ένας του άλλου, δύο παραπάνω.

*

«Πόσο μ’αρέσει ν’ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα», συνέχισε η Μάγισα και τα μελιά λέηζερ μάτια της έκαναν μιά αιμάτινη χαρακιά στο πρόσωπο της πόλης.
«Ένα μεσημέρι, σκυφτή και ανώνυμη
μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους μιάς πολυκατοικίας
τους άκουσα να μιλάνε Ρουμάνικα
καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ, να μιλάνε Ρουμάνικα
και τότε τραγούδησα
πόσο μ’αρέσει να ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα».

*

Η Πόλη έπεσε. Ο Σταυροφόρος μπήκε στην Άγια Σοφιά καβάλα στο άλογο. Τράβηξε το μακρύ του σπαθί και άρχισε να ξηλώνει τις χρυσές ψηφίδες απ’τους τοίχους του ιερού.
Ένα αιμάτινο δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Μάνας.

*

«Βράδυα αξημέρωτα, όνειρα ξένα,
άστρα μου άσβεστα, φώτα αναμένα,
εδώ όλα ντύθηκαν λευκό, άγριο χιόνι,
μα πάντα άνοιξη θα ξημερώνει», συνέχισε ο Σαράντης από το πάλκο του Ροντέο.

*

-Θα έχουμε ένα σπίτι στην παραλία και ένα σκύλο. Θα βολτάρουμε ξυπόλητοι στην άμμο, κάθε απόγευμα. Θα βγάζουμε φωτογραφίες. Και που ξέρεις...
-Μη λες μεγάλες κουβέντες, του είπε εκείνη.

*
Oι δερβίσιδες στριφογύριζαν στον παλιό σταθμό του Όριαν Εξπρές. Στα καφενεία, έφτιαχναν τους πρώτους ναργιλέδες και τα φώτα της παραλίας μόλις άναβαν. Καθήσαν σε μιά καντίνα, στην παραλία –που δεν σερβίριζε αλκοόλ.
-Γιά μαντέψτε από που είμαι; τους ρώτησε ο Μαχμούτ, ο ιδιοκτήτης.
-Έχεις μιά κούρδικη μύτη στη μέση του προσώπου σου, του απάντησε ο Κίμωνας.
Ο Μαχμούτ χαμογέλασε.
-Πολύ σωστά.
-Και; Πως και δεν είσαι στο Ντιαρμπακίρ; αστειεύτηκε ξανά ο Κίμωνας.
-Τι εδώ, τι εκεί, διαφορά δεν κάνει. Ένας λαός, μία γλώσσα, μιά θρησκεία, του απάντησε ο Κούρδος.

*

«Παιδιά μου σκοτεινά, ύποπτες σκέψεις,
χρόνια μου μακρινά, κρυφές ορέξεις,
λέξεις αγένητες, κυοφορούσες,
όσα δεν μπόρεσαν, εσύ μπορούσες», τέλειωσε το τραγούδι ο Σαράντης, εκεί, στη σκηνή του Ροντέο.
-Κυρίες και κύριοι, γιά μία και μοναδική φορά, η πιό καυτή μπάντα της πόλης.
Σχεδόν Διάσημοι, είπε ο κομφερασιέ, δείχνοντας τα μέλη της μπάντας με το χέρι του.

*

Ανέβηκαν ψηλά, στο καφενείο του Λοτί, στην περιοχή που λέγεται Eyup. Από κάτω, ο Κεράτιος Κόλπος με τις γέφυρές του και τα καραβάκια του. Στο μπροστινό τραπέζι μία γυναίκα με την πολύχρωμη μαντήλα της, έπινε πορτοκαλάδα.
-Πάμε κάτω, στο βυθισμένο καράβι, να φάμε μύδια στη Γέφυρα; τον ρώτησε.
-Πάμε, της είπε εκείνος, και τα μεγάλα της μάτια του φάνηκαν χοάνες, που από μέσα τους μπορούσε ο καθένας να διακυρήξει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

*

-Και αν είμαστε μπάζα, είμαστε μπάζα που χορεύουμε και τραγουδάμε, είπε ο κομφερασιέ, στη μέση του μεγάλου πάλκου.

*

-Πολλές ταινίες βλέπεις, είπε ο Ντόριαν Γκρέι στον Συγγραφέα.

*

-Το πρόβλημά σου, του είπε η Σοφία, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Δεν θες να πάρεις την ευθύνη.

*

«Εμιγκρέδες της Ρουμανίας
πιθανότητες ευτυχίας
στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας», τραγούδησε η Μάγισα και η ιστορία τελείωσε.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ.

Οι Γερμανοί μπαίναν στην Αθήνα. Οι τελευταίες –απομονωμένες- μονάδες παραδόθηκαν. Το σήμα έφτασε στον ασύρματο του υποβρυχίου και ο ασυρματιστής το πήγε στον καπετάνιο.
-Ο διάβολος να πάρει τις μαύρες σας ψυχές, είπε εκείνος και έδωσε πορεία γιά τον νότο.
Το υποβρύχιο τράβηξε κατά το Κάϊρο.

-Που είναι ο μπαμπάς μου; την ρώτησε, κοιτάζοντάς την με τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της.
-Ο μπαμπάς σου πολεμάει τους κακούς, της απάντησε εκείνη, χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαύρα της μαλιά.
-Και πότε θα γυρίσει;
-Όταν θα μπορείς να κάνεις κοτσιδάκια τα μαλλιά σου.

*

-Θα πάω να δω τον πατέρα μου. Θέλεις να έρθεις;
-Πάμε.
-Θα έρθει και η αδερφή σου.
-Ωραία.
Μπήκαν οι τρεις τους στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Ο ξάδερφός της, τους περίμενε στη πόρτα.
-Που είναι;
-Στο πέντε είκοσι εφτά, της απάντησε. Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο.

-Γιά κάποιον, το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα, είπε στην αδερφή του.
-Σύνερθε. Πάρε επαφή με τον συναισθηματικό εαυτό σου, του απάντησε εκείνη.
«Γαμώ το κέρατό σας, ηλίθιοι Ραϊχικοί», κατάπιε την κουβέντα του εκείνος.«Κριστομπάλ, θα πας;»
-Θα πάω, απάντησε ο Κριστομπάλ και μπήκε με την Πάπουτσκα στο δωμάτιο.

Βγήκε στη βεράντα του νοσοκομείου και έστριψε ένα τσιγάρο. Κοίταξε τα περιστέρια που κούρνιαζαν κάτω απ’τα μπαλκόνια γιά να αποφύγουν τη βροχή. Η ματιά του έπεσε απέναντι, στο μεγάλο κτίριο της Όπερας. Χτύπησε το τηλέφωνο.
-Γειά σου ρε μάγκα.
-Γειά σου και σένα, απάντησε ο Κυριάκος, στην άλλη μεριά της γραμμής. Με πήρες τηλέφωνο χτες;
-Ναι, αλλά μάλλον κοιμόσουν.
-Δεν κοιμόμουν, αλλά δεν ήμουν μόνος.
-Μάλιστα. Τι κάνεις;
-Είμαι σε δημιουργική φάση. Θα πάω γιά γυρίσματα στην Κρήτη.
-Και εγώ.
-Τι, θα πας και εσύ γιά γυρίσματα στην Κρήτη;
-Όχι βέβαια. Και εγώ είμαι σε δημιουργική φάση. Γράφω την ιστορία.
-Ξεκίνησες;
-Ναι.
-Τέλεια. Πως τα πας;
-Οι ήρωές μας με τραβάν απ’τα μαλλιά. Μόλις συνάντησα τον Κριστομπάλ.
-Ε βέβαια. Έρχεται πάντα όταν βρέχει.
-Πότε θα τα πούμε;
-Όχι σήμερα. Μάλλον αύριο.
-Εντάξει.

*

Το υποβρύχιο έδεσε στο λιμάνι και ο Επικελευστής βγήκε στο ντόκο. Το πλήθος, περίμενε πίσω απ’τα σχοινιά, κρατώντας γαλανόλευκα σημαιάκια στα χέρια.
-Καλώς τα παληκάρια μας, καλώς τους ήρωές μας!
Γύρισε και την είδε. Νέα, ψηλή, κοκέτα, με αριστοκρατικό αέρα.
-Από που είσαι; τον ρώτησε.
-Κεφαλονίτης. Εσύ;
-Αλεξανδρινή.
-Μόνη;
-Ναι. Εσύ;
Δίστασε λίγο.
-Και εγώ, της απάντησε.
-Ψέματα, ψέματα, φώναξε χαιρέκακα ο Ντόριαν Γκρέι. Έχει γυναίκα και μία κόρη στην Αθήνα.
-Σταμάτα εσύ, μου χαλάς την ιστορία, του είπε ο Συγγραφέας. Θα σε κάνω αντού.
-Καλά, καλά, μην θυμώνεις, φεύγω.

*

Τους κοίταξε από την πόρτα του δωματίου.
Εκείνη, έσκυψε πάνω στον γέροντα, των ενενηντατεσσάρων χρόνων.
-Πατέρα, η εγγονή σου, του είπε, κρατώντας του το χέρι.
Η Πάπουτσκα καθόταν στην καρέκλα.

Βγήκε έξω, στην βεράντα και άναψε ένα τσιγάρο. Το βλέμμα του έπεσε απέναντι, στο μεγάλο κτίριο της Όπερας.
«Δάκρυα δεν θέλω. Δεν ζητώ παρά φωτιά γιά την φωτιά μου», είπε η Τζένη, ακουμπώντας το λευκό της χέρι στην κάσα της μεγάλης πόρτας του Παραδείσου. Η φωνή της ακούστηκε σαν ατσάλινη λάμα, που χωρίζει τον Κόσμο στα δύο.
-Μιά στιγμή Ρόζα. Μόνο μιά Στιγμή.
-Καθένας με τις κάβλες του, είπε ο Ντόριαν Γκρέι, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη.

*

Μεγάλωσε και έκανε τα μαλλιά της κοτσιδάκια.
-Που είναι ο μπαμπάς μου; ξαναρώτησε.
-Πάμε, της είπε εκείνη.
Πήραν το καράβι απ’τον Πειραιά, να πάνε στην Κεφαλονιά. Ο Ισθμός είχε ξανανοίξει μόλις πριν μερικές μέρες. Τα συνεργεία είχαν απομακρύνει τα βυθισμένα καράβια και οι ναυτικοί δεν ήταν πιά αναγκασμένοι να κάνουν τον γύρο της Πελοπονήσου. Η πρώτη πράξη του πολέμου είχε τελειώσει. Τα σκουπιδιάρικα του δήμου μάζευαν τους τελευταίους νεκρούς από πείνα. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. Τα τανκς τους, είχαν αντικατασταθεί από άλλα, «συμμαχικά». Ο «Γέρος της Δημοκρατίας», μαζί με το αφεντικό του τον Τσώρτσιλ και τον αρχιμπράβο τους –τον Σκόμπυ- «μαγείρευαν» την δεύτερη πράξη του δράματος –έναν αιματηρό εμφύλιο. Τώρα κουμάντο κάναν –όπως και πριν- οι παλιοί χίτες, οι μετέπειτα τραπεζίτες και πολιτικοί, οι «εθνικοί ευεργέτες».
Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν γεμάτοι συνθήματα. «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ελευθερία ή θάνατος», όμως μιά λέξη, μιά μόνο μικρή λεξούλα μουντζούρωνε το λευκό δέρμα της πόλης –«πεινάω».
Φτάσαν στο Αργοστόλι. Τις περίμενε στο λιμάνι. Ανέβηκαν πάνω, στο χωριό. Όταν μπήκαν στο σπίτι, την πλάκωσε στα χαστούκια.
-Γιατί ήρθες; της είπε.
-Το παιδί ήθελε να σε δει.
-Πάμε, είπε εκείνος και έπιασε την μικρή απ’το χέρι.
Μπήκανε στο δεύτερο δωμάτιο. Η μάνα έμεινε πίσω. Γύρω γύρω, ήταν καθισμένοι σε καρέκλες άνθρωποι άγνωστοι, που δεν τους ήξερε. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο τσουβάλι.
-Θα σου κάνω μία ερώτηση, της είπε. Αν μου απαντήσεις σωστά, ολόκληρο το τσουβάλι είναι δικό σου.
Τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της –οι πόρτες του Παραδείσου- άνοιξαν διάπλατα από προσμονή.
-Θέλεις να μείνεις εδώ, μαζί μου; την ρώτησε.
-Ναι, αλλά να μείνει και η μαμά μου.
-Κρίμα. Λάθος απάντηση, της είπε και της έδωσε πέντε καραμέλες Αστακού απ’το μεγάλο τσουβάλι.

*

Πήγε στο Άγιο Σάββα να τον δει.
«Τους ανθρώπους μας πρέπει να τους χαιρετάμε», σκέφτηκε και μπήκε στο δωμάτιο.
Δεν τον γνώρισε. Ο καρκίνος τον είχε ρουφήξει μέσα σε οχτώ μήνες. Από τα εκατόν τριάντα του κιλά είχαν μείνει πενήντα.
-Μαρία, ψιθύρισε, πονάω. Την νοσοκόμα.
-Τι να την κάνεις την νοσοκόμα, αφού έχεις εμένα.
-Να της πιάσω τον κώλο.
Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Ακόμα και τώρα», σκέφτηκε, «που το ρολόι δείχνει δώδεκα παρά πέντε, ακόμα και τώρα, που έχει απομείνει μόνο κόκαλα και δέρμα, φτύνει τους νεκρόφιλους θεούς σας στο πρόσωπο».
Του έπιασε το χέρι.
-Ανηψούδι να προσέχεις.
-Θα προσέχω. Αντίο μπάρμπα.
-Μπαρμπαριά και Τούνεσι.
Η σκληρή –σαν λάμα ξυραφιού- Τζένη των Πειρατών, δάκρυσε.
-Δάκρυα δεν θέλω, είπε εκείνος απ’το νεκροκρέβατο του νοσοκομείου.
Το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτύπησε Μεσάνυχτα.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΙΙ.

Πήρα το μεσημεριανό τρένο γιά Βουκουρέστι και μετά γιά Μπράσοφ. Μόλις μπήκα στο δεύτερο τρένο, έψαξα γιά το μπαρ. Ρώτησα τον ελεγκτή του βαγονιού, ο οποίος με πληροφόρησε πως το τρένο δεν είχε μπαρ και πως, αν ήθελα μπύρα έπρεπε να περιμένω εκεί, στα κουπέ της πρώτης θέσης. Δεν ήξερε αγγλικά και έτσι πιάσαμε κουβέντα στην νοηματική.
- Να πας στα βόρεια, στο Μαραμούρες. Είναι το πιό όμορφο μέρος της Ρουμανίας, είπε, ή μάλλον έδειξε.

Έφτασα στο Μπράσοφ αργά το απόγευμα, αφού είχα πάρει τις πληροφορίες μου γιά την πόλη από έναν νεαρό κάτοικό της, που σπούδαζε στο Βουκουρέστι και γύριζε στην πόλη του γιά διακοπές. Κατέβηκα στον σταθμό και πήρα το λεωφορείο νούμερο 5 γιά το ιστορικό κέντρο της πόλης.

Το Μπράσοφ είναι η πύλη προς την Τρανσυλβανία, την «χώρα πέρα από τα βουνά». Όπως και οι άλλες πόλεις της Τρανσυλβανίας, είναι χτισμένη από Σάξονες, που την κατοίκησαν τον 13ο αιώνα. Το Μπράσοφ μοιάζει με το Ίνσμπρουκ στα κτίρια, στις εκκλησίες, στα χρώματα, στο ντύσιμο των κατοίκων του, στις γλάστρες με τα λουλούδια έξω από τα παράθυρα των σπιτιών.

Μπήκα σε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων και ρώτησα –ενδεικτικά- την τιμή. Ο νεαρός υπάληλος μετά τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μου σύστησε ένα φτηνό μοτέλ στην πίσω πλευρά του τετραγώνου, πολύ κοντά στο κέντρο. Άφησα τον σάκο μου στο δωμάτιο και βγήκα βόλτα στην πόλη. Το παλιό δημαρχείο στην πλατεία, τα –αυστριακού ρυθμού- αρχοντικά σπίτια, τα μεσαιωνικά δρομάκια και η επιβλητική Μαύρη Εκκλησία –καθολική στην αρχή, και έπειτα προτεσταντική- με την μεγάλη συλογή χαλιών που φέρναν οι πιστοί από την ανατολή γιά να την στολίσουν, συνέθεταν ένα κινηματογραφικό σκηνικό. Κάθησα στην πλατεία, που γινόταν γιορτή μπύρας. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, μιά ορχήστρα έπαιζε τοπικούς σκοπούς και η Ursus –η διάσημη ρουμάνικη μπύρα- κόστιζε τριάντα λεπτά το μισόλιτρο. Ξαφνικά, κάποιος από τους θαμώνες, με, τουλάχιστον πέντε ευρώ Ursus στο στομάχι του, γλίστρησε σιγά-σιγά από την καρέκλα του και ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στο πλακόστρωτο. Κόσμος έτρεξε γύρω του και σε λιγότερο από πέντε λεπτά, ήρθε ένα ασθενοφόρο, τον συνέφερε και τον πήρε σε κάποιο νοσοκομείο, γιά την απαραίτητη χορήγηση καφείνης.

Την επόμενη μέρα πήρα το λεωφορείο γιά το Μπραν. Το κάστρο του Μπραν –είκοσι χιλιόμετρα βόρεια του Μπράσοφ- είναι το πολυδιαφημισμένο –από τα πρακτορεία ταξιδιών- κάστρο του Δράκουλα. Το πιό πιθανό είναι ότι, ο σκοτεινός πρίγκηπας της Βλαχίας, ο Βλαντ Τέπες, πολύ λίγες φορές είχε πατήσει το πόδι του στο Μπραν, όμως η ζωηρή φαντασία του ιρλανδού διηγηματογράφου Μπραμ Στόουκερ –που τοποθέτησε το κάστρο του στα Καρπάθια- καθώς και το γεγονός πως και τα δύο κάστρα που χρησιμοποιούσε ο Γιός του Δράκου –ένα στην παλιά πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα και ένα στο Ποϊνάρι, στον ποταμό Αργκές- είναι ερείπια, έχρισαν το Μπραν «υπερήφανο χορηγό του βαμπιρικού μύθου», ενός μύθου που εξοργίζει τους Ρουμάνους, αφού παρουσιάζει τον μεγαλύτερο εθνικό ήρωα της –ορθόδοξης- χώρας τους ως ακόλουθο του Σατανά. (Άραγε ο Κολοκοτρώνης, τους παλούκωσε τους Τούρκους στην Τριπολιτσά;).
Στο κάστρο του Μπραν –που τώρα είναι μουσείο ιστορίας- δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Βλαντ ΙΙΙ Ντρακουλέα, παρά μόνο του παπού του, Mircea του Γενναίου, που πράγματι χρησιμοποιούσε το κάστρο.

Έφυγα από το Μπραν και πήγα στο Σινάια, μία κωμόπολη τριάντα χιλιόμετρα νότια του Μπράσοφ, στα σύνορα Βλαχίας-Τρανσυλβανίας. Ο πόλος έλξης εδώ είναι το ομώνυμο ορθόδοξο μοναστήρι, που κάποιος άρχοντας της περιοχής έφτιαξε, μετά από μία επίσκεψη στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης, στο Σινά.
Το πραγματικό όμως αξιοθέατο της περιοχής είναι –λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι- το κάστρο του Πέλες, ίσως το πιό όμορφο κάστρο της Ρουμανίας.

Πίσω στο Μπράσοφ. Εισητήριο τρένου, αξία δύο ευρώ. Χοτ-ντογκ και μπύρα στην πλατεία, αξία ένα ευρώ. Ξεκούραση στο όμορφο, ήσυχο ξενοδοχείο μου, μετά από μία κουραστική μέρα, αξία ανεκτίμητη.
Και ξαφνικά, το όνειρο έγινε εφιάλτης. Στρατιές παιδιών, άρχισαν να τρέχουν στον δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου. Το ξύλινο –το τονίζω- το ξύλινο λοιπόν πάτωμα του ορόφου άρχισε να αντηχεί –σαν τεράστιο τύμπανο- από τα ποδοβολητά δεκάδων πιτσιρικιών, μεταφέροντας το καταφύγιό μου στις ζούγκλες του Αμαζονίου κατά τη διάρκεια γιορτής προς τιμήν του θεού της αστραπής.
Απολαμβάνοντας τα χαρούμενα τιτιβίσματα των μαθητών κάποιου δημοτικού σχολείου της περιοχής που είχαν έρθει εκδρομή στο Μπράσοφ, ανακατεμένα με τις φωνές των δασκάλων, σε μία –εκ των προτέρων καταδικασμένη- προσπάθεια να το βουλώσουν, θυμήθηκα τους στίχους του μεγάλου ρουμάνου ποιητή Εμινέσκου:
«Που είσαι τώρα, άρχοντα Τέπες –ή μάλλον Ηρώδη, τετράρχη της Ιουδαίας- να χωρίσεις τους δίκαιους απ’τους άδικους (συμφωνα πάντα με την ημερομηνία γέννησης);».
Ντύθηκα και βγήκα έξω. Στη ρεσεψιόν, μία αμερικάνα (τους αναγνωρίζεις πάντα από το χαρακτηριστικό απλανές βλέμμα τύπου ιερής ινδικής γελάδας) έκανε τα παράπονά της στην υπάληλο της βάρδιας, που απολογήθηκε με συστολή:
- Μα είναι παιδιά.
Η αμερικάνα συνέχισε να γκρινιάζει.Την κοίταξα, προσπαθώντας να μιμηθώ το απλανές βλέμμα της και χαμογέλασα.
- Lets get drunk.
Δεν έδειξε να συγκινείται από την πρότασή μου και έτσι βγήκα από το ξενοδοχείο, αναζητώντας το πλησιέστερο μπαρ. Παρήγγειλα ένα διπλό ουίσκυ και κάθισα, χαζεύοντας τις νεαρές ρουμάνες που λίκνιζαν τα κορμάκια τους υπό τους ήχους πρόσφατων επιτυχιών. Ζήτησα ένα δεύτερο ουίσκυ από την θεά Αφροδίτη, που –μεταμφιεσμένη σε σερβιτόρα- πέρασε από μπροστά μου. Πίνοντάς το, ανακάλυψα ότι, όχι μόνο δεν είχα μεθύσει, αλλά πιά δεν νύσταζα κιόλας. Άρχισα να ξεφυλίζω ένα Μπρασοφόραμα που υπήρχε στο τραπέζι. Τίποτα συνταρακτικό. Εκδηλώσεις στην πλατεία, προσφορές ποτών και ladies nights στα αμερικάνικα μπαρ, μία μπάντα μπλουζ στο ιρλανδέζικο καφέ στον πεζόδρομο και strip show.
Strip show? Έκτακτα. Θα πάω σε κολάδικο. Πίσω από την Μαύρη Εκκλησία, κοντά στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο καινούριο κομμάτι της πόλης, στο καλύτερο στριπτιζάδικο του Μπράσοφ.

Χτύπησα το κουδούνι και η σιδερένια πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα και ανέβηκα τη σκάλα μέχρι τον επόμενο όροφο. Εκεί, μία κοπέλα με υποδέχτηκε. Της εξήγησα ότι είχα πάει γιά το σώου και ότι –αν είχα πάει πολύ νωρίς- θα μπορούσα να ξανάρθω αργότερα. Η κοπέλα είπε ότι δεν πειράζει και ότι το σώου μόλις ξεκινούσε. Μπήκα στην αίθουσα. Ένας μεγάλος, υποφωτισμένος χώρος, τραπέζια με καναπέδες στους τοίχους και στη μέση η πίστα με την απαραίτητη μπάρα –το κοντάρι που γύρω του χορεύουν οι κοπέλες. Μέσα στο λιγοστό μπλε φως, ξεχώρισα τα κορίτσια που συζητούσαν, καθισμένα στην πίστα, διότι το μαγαζί ήταν άδειο. Όταν με είδαν σηκώθηκαν και εγώ ντράπηκα να φύγω. Κάθησα και παρήγγειλα ένα ουίσκι. Μία κοπέλα, ντυμένη με δερμάτινα, άρχισε να χορεύει στη πίστα. Μία δεύτερη κοπέλα, πολύ λιγότερο ντυμένη απ’την χορεύτρια, ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μετά από λίγη ώρα μου είπε ότι θα ήθελε να την κεράσω ένα ποτό.
- Εντάξει, της είπα, τι θα έλεγες γιά ένα ουίσκι;
- Εμείς δεν πίνουμε σκληρά ποτά.
- Αα, και τι πίνετε;

Πίνανε ένα πολύ ελαφρύ ποτό που κόστιζε 850.000 λέι (27,5 ευρώ) το ένα και αφού της εξήγησα πως είμαι ένας φτωχός άνθρωπος, την άφησα να φύγει. Η κοπέλα στην πίστα συνέχιζε να χορεύει και εγώ ζήτησα άλλο ένα ουίσκι. Μιά τρίτη κοπέλα εμφανίστηκε και κάθισε δίπλα μου. Τώρα το ποτό κόστιζε μόνο 550.000 λέι. Τελείωσα το ουίσκι μου και έφυγα. Τα πιτσιρίκια στο ξενοδοχείο είχαν κοιμηθεί και έτσι, κοιμήθηκα κι’εγώ.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα κατά τις εννέα. Είχε βρέξει και η πρωϊνή δροσιά έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Είχα βαρεθεί το Μπράσοφ. Ένας γελαστός ήλιος βοσκούσε τα άλογά του στα λιβάδια του ουρανού. Οι καταπράσινες πεδιάδες του Μαραμούρες, με τις θημωνιές, τα κάρα και τους εργάτες, είχαν ανοίξει την πελώρια αγκαλιά τους γιά μένα και μου ψιθύριζαν βαθιά, στο πίσω μέρος του μυαλού μου:
«Έλα σε μας. Εδώ, στην πράσινη αγκαλιά μας δεν υπάρχει πόνος. Έλα, στη χώρα της λήθης, στα ξεχασμένα, απάτητα λιβάδια του μυαλού. Έλα στο σπίτι σου, εκεί, ψηλά στον βράχο της παραλίας, στην άκρη του απέραντου ωκεανού».
- Του απέραντου ωκεανού; Μα, το Μαραμούρες δεν έχει θάλασσα, άκουσα τον ορθολογιστή εαυτό μου να λέει.

Διαδρομή Τρίτη : Μπράσοφ-Μαραμούρες.

Πήρα το απογευματινό τρένο γιά το Σίγκέτ. Το Sigetu Marmatie είναι η βορειότερη πόλη της Ρουμανίας, στα σύνορα με την Ουκρανία. Όταν έφτασα –στις 07.00 το πρωί- κατέβηκα σε μία μελαγχολική βιομηχανική πόλη, που μόλις ξυπνούσε. Μετά , άρχισα να ανακαλύπτω το Μαραμούρες.

Καταπράσινα λιβάδια σπαρμένα χόρτο και καλαμπόκι. Δυνατό κόκκινο κρασί. Ξύλινες ουνίτικες εκκλησίες –αριστουργήματα γοτθικής αρχιτεκτονικής- αντίστοιχες με τις ξύλινες της Νορβηγίας. Το Χαρούμενο Κοιμητήριο της Σαπάντα. Υπαίθρια παζάρια όπου πουλιούνται τα πάντα. Κάρα φορτωμένα ζώα, σπαρτά και ανθρώπους. Ξύλινα σπίτια με τεράστιες, δρύινες πόρτες, με σκαλισμένα πάνω τους αρχαία σύμβολα. Και οι άνθρωποι. Γνήσια «τέκνα του Μαραμούρες», φιλόξενοι και ευγενικοί, ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, φοράνε τα ψάθινα περίεργα καπέλα τους –οι άντρες- και οι γυναίκες μαντήλες λουλουδάτες στο κεφάλι. Με μιά, σχεδόν εξωανθρώπινη αντοχή στο αλκοόλ, ελάχιστα επηρεασμένοι από τις αλλαγές που έφερε ο Χρόνος στην χώρα τους. (Μα ποιά είναι η χώρα τους; Μόνο το οροπέδιο του Μαραμούρες). Και το αλκοόλ. Παλίγκα. Σπίρτο, που η κρητική ρακή μπροστά του είναι γκαζόζα. Και αυτοί την πίνουν με τα λίτρα και τα πρόσωπά τους κοκκινίζουνε –μα δεν μεθάνε. Και τότε αρχίζουνε να λένε.
Γιά τα ψηλά βουνά του Μαραμούρες, γιά τα χωράφια τους και τα αμπέλια, γιά τον «κομουνισμό» της Ρουμανίας και γιά τους ήρωές τους –που σκοτώνονται μόνο με σφαίρες από ασήμι. Και όταν φτάνει Κυριακή, φοράνε τα καλά τους και πάνε να εκκλησιαστούν, καθένας στη δικιά του εκκλησία –ορθόδοξοι, καθολικοί, ουνίτες, προτεστάντες και εβραίοι- και ύστερα, ξανά το ρίχνουν στο ποτό και στο τραγούδι.

Είχα την εντύπωση ότι έπαιζα σε μιά ταινία εποχής. Μου φάνηκε ότι ο χρόνος είχε «ξεχειλώσει», ότι είχε χάσει τα στοιχεία εκείνα που του προσδίδουν ακρίβεια. Το παράξενο ήταν πως, μέσα σε αυτή την σουρεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας, όλα μου ήταν υπερβολικά οικεία, σαν να είχα ξαναζήσει εκεί, σαν να γυρνούσα στο σπίτι μου μετά από πολύ καιρό.

Έμεινα μιά βραδιά στο Μπρεμπ –ο κήπος του αγροκτήματος μου φάνηκε παράδεισος και η παλίγκα (η τοπική ρακή από φρούτα) νέκταρ. Ξύπνησα την επόμενη, ημέρα Τετάρτη, προσπαθώντας να εντοπίσω τα συντρίμια απ’τον μετεωρίτη που είχε πέσει το προηγούμενο βράδυ στο κεφάλι μου. Καθώς προσπαθούσα να ξεχωρίσω το όνειρο από την –έτσι και αλλιώς παραμορφωμένη- πραγματικότητα, το μεγάλο ρολόι της ουνίτικης εκκλησίας του Μπρεμπ χτύπησε δώδεκα και η άμαξα έγινε κολοκύθα. Έβλεπα τον Χρόνο να διαλύεται σε εκατομύρια μικρά πολύχρωμα κομμάτια. Έβλεπα τα πίξελ του ουρανού.
- Ο Χρόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Μέσα του, είμαστε Όλοι και Κανένας. Τίποτα δεν γενιέται, τίποτα δεν πεθαίνει, άκουσα τον Αλβέρτο να φωνάζει, απ’τα ψηλά τείχη της Ουρ.

Έφυγα στίς τέσσερεις το απόγευμα, σαν κυνηγημένος. Δεν χαιρέτησα, δεν είπα αντίο σε κανέναν. Στα πράσινα λιβάδια του Μαραμούρες, στον Ίζα και τον Ρονισοάρα και στο Μπρεμπ, δεν ταιριάζαν αποχαιρετισμοι. Τώρα όμως ήθελα να πάρω το τρένο, να πάω σε μιά μεγάλη πόλη, που να μην με ξέρει κανείς, να πάω στο Μπράσοφ, ή στο Βουκουρέστι, ή καλύτερα στη Λάρισα, να βρω τον Γιάννη που θα πήγαινε την Παρασκευή το βράδυ στην Αθήνα. Ήθελα να γυρίσω.

Διαδρομή τέταρτη: Σιγκέτ-Λάρισα, μέσω Βουκουρεστίου.

Αυτό σημαίνει : Σιγκέτ-Μπράσοφ, Μπράσοφ-Βουκουρέστι, Βουκουρέστι-Θεσσαλονίκη και τέλος Θεσσαλονίκη-Λάρισα.
Δηλαδή τριανταπέντε με σαράντα ώρες ταξίδι.
Άν προλάβεις τις ανταποκρίσεις. Άν δηλαδή τα δρομολόγια των τρένων δεν είχαν καθυστερήσεις.

Όμως το ‘λαμόγιο’ είχε δίκιο. Τα τρένα είχαν απεργία.

Διαδρομή τέταρτη: Σιγκέτ-Βελιγράδι.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ.

-Ο Δρόμος της Υπερβολής οδηγεί στο Παλάτι της Σοφίας,
είπε ο Kύριος Μότζο Ράισιν, καταμεσής του φωτισμένου πάλκου.

*

-Καλησπέρα, είπε η Σοφία, ανοίγοντας την πόρτα. Πέρασε.
-Γειά χαρά, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, μπαίνοντας στο «ιατρείο».
-Τι νέα;
-Χαζολογώ. Θα φτιάξουμε συμμορία;
-Ομάδα.
-Το ίδιο δεν είναι;
-Όχι. Πως και το αποφάσισες;
-Σκέφτηκα ότι θάχει πλάκα.
-Πλάκα; Ας πρόσεχες. Στο κάτω-κάτω, μεγάλο παιδί είσαι.
-Άκου να σου πω! Δεν σε πληρώνω τόσα λεφτά γιά να μου λες ας πρόσεχα!
-Μπα; Και γιατί με πληρώνεις;
-Γιά να μου λες τι να κάνω.
-Μωρέ τι μας λες; Δεν έμενες καλύτερα στο Ναυτικό;

*
Πάτησε το κουμπί. Μιά λάμψη πετάχτηκε από την οθόνη.
-Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας, είπε ο Παρουσιαστής, κοιτάζοντας στην κάμερα ένα, μέσα από τα πανάκριβα γυαλιά του.
-Καλησπέρα σας, απάντησε και εκείνη αφηρημένα, με τα μάτια καρφωμένα στην τηλεόραση.
-Είναι οι ειδήσεις των εννέα, από το Μεγάλο Καινούριο Εναλακτικό Κανάλι. Το θέμα της ημέρας: η στυγερή δολοφονία του Διευθυντή της Τράπεζας έχει συγκλονίσει όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ο Πρωθυπουργός, συντετριμένος, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Σύσωμη η Κυβέρνηση και εγώ προσωπικά, είμαστε βαθιά συγκλονισμένοι από αυτό το τραγικό γεγονός, από αυτήν την τεράστια απώλεια, ενός σπουδαίου δημόσιου άνδρα. Υπήρξε προσωπικός μου φίλος και συνεργάτης επί σειρά ετών. Το κενό που αφήνει είναι δυσαναπλήρωτο. Ήταν ένα από τα πιό λαμπρά μυαλά στον τομέα των οικονομικών επιστημών παγκοσμίως, ένας ακούραστος δουλευτής γιά το Κόμμα, ένας ανιδιοτελής κοινωνικός λειτουργός, εξαιρετικός φίλος και υποδειγματικός οικογενειάρχης. Θα λείψει σε όλους μας».
-Στην πυρά, φόνος εκ προμελέτης, ούρλιαξε ο Εισαγγελέας σε ένα από τα παράθυρα της οθόνης, χωρίς να περιμένει την ιατροδικαστική γνωμάτευση.

*
Ο Κριτικός Κινηματογράφου μπήκε στο εναλακτικό μπαρ. Ο μπράβος τον αναγνώρισε αμέσως.
«Κοίτα να δεις πόσο κομψός είναι», σκέφτηκε, καθώς του άνοιγε την πόρτα. «Ε βέβαια, δεν είναι κανένας τυχαίος. Τι στυλ!».
Ήταν ντυμένος σαν αρσενικό παγώνι στις μέρες του. Φρηστάιλ παντελόνι, ορειβατικά μποτάκια, σκέιτμπορντάδικο μπουφάν, κροσάτο φουλάρι –σαφή διακριτικά.
-Η διαφορετικότητα της διαφορετικότητας, είπε ο Κίμωνας στην Ελίνα που καθόταν στο τραπέζι μαζί τους. Η προάσπισή της, έχει ζωτική σημασία γιά όλους μας, γιατί μας ξεχωρίζει από το πλήθος και ταυτόχρονα μας εντάσει μέσα σε αυτό. Βίκτωρα, θέλεις άλλο ποτό;
-Σκέτο, χωρίς πάγο.
-Ξέρω.

*
Ο Φύλαρχος κατέβηκε τη σκάλα του αεροπλάνου. Χαμογέλασε πλατιά στους υπηκόους του.
-Ούγκα, ούγκα, ούρλιαξαν εκείνοι, ξεσπώντας σε ξέφρενους πανηγυρισμούς.
«Σε σύγκριση με αυτόν τον σκατότοπο, η Ουγκάντα είναι οι Βερσαλίες», σκέφτηκε καθώς έγνεφε με το δεξί του χέρι προς την κορυφή της σκάλας. Στην πόρτα του αεροπλάνου εμφανίστηκε μιά ξανθιά, ψηλή γυναίκα -καμιά τριανταριά χρόνια μικρότερή του- και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, χαμογελώντας στο πλήθος με συστολή.
«Από ‘δω η γυναίκα μου, από ‘κει το αίσθημά μου», συνέχισε τις σκέψεις του –που τον διασκέδαζαν πολύ. «Βρε, βρε, ποιός είμαι τέλος πάντων; Ο Μικ Τζάγκερ είμαι;».
Οι μπράβοι του, πέταξαν μπανάνες στους ιθαγενείς.
-Ούγκα, ούγκα, γρύλισαν οι πιό τυχεροί, ικανοποιημένοι.

*
-Μούγκα στη στρούγκα, του είπε απότομα.
-Γιατί το λες αυτό μπάρμπα;
-Μπαρμπαριά και Τούνεσι. Γιατί, όλοι αυτοί, μπορεί να κοκορεύονται και να καμαρώνουν τώρα σα γύφτικα σκερπάνια, αλλά όταν χρειάστηκε να τον φέρουμε πίσω, εγώ πήγα και τον σήκωσα απ’το τραπέζι του νεκροτομείου, πνιγμένο, και τον κουβάλησα στα χέρια μου μέχρι εδώ. Κατάλαβες; Εγώ, κανένας άλλος. Γιαυτό, σκασμός. Μούγκα στη στρούγκα.
-Εντάξει μπάρμπα.
-Σου έχω πει να μην με λες μπάρμπα. Μου διώχνεις τις γκόμενες.
-Έγινε μπάρμπα.

*
-Και εσύ;
-Εγώ είμαι γερανός, του είπε η Σοφία, κοιτάζοντάς τον με τα γαλάζια μάτια της. Σηκώνω τα βάρη των άλλων.
-Το δικό μου δεν μπορείς.
-Στοίχημα;
-Τρία ευρώ.

*

-Λες μαλακίες, του απάντησε. Άκου Θέλουμε τον Κόσμο και τον Θέλουμε Τώρα! Άμα τον θες, πήγαινε πάρτον. Στο ξαναλέω, η δουλειά γίνεται μόνο με όπλα.
-Με την μουσική.
-Υποκριτή, υπάληλε των δισκογραφικών. Τα πράγματα είναι ή άσπρο, ή μαύρο. Δεν μπορείς να είσαι λίγο πουτάνα. Ή είσαι ή δεν είσαι. Μα εσύ ξεχάστηκες. Άρχισες να βοσκάς –σαν αγελάδα ινδική- στα λιβάδια των αστών –νομίζεις ατιμώρητα. Και το χειρότερο είναι ότι σου αρέσει κιόλας. Γουστάρεις τις πιτσιρίκες, γουστάρεις να γεμίζεις την κεφάλα σου, σ’αρέσει που τα λόγια σου γίνονται σύνθημα στα στόματα αυτών των υπονοηκών που σε κοιτάζουν σα θεό -χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε μιά λέξη απ’αυτά που λες- και όλα καλά. Την απραξία σου, την έκανες παντιέρα. Σύνερθε. Κοίτα πως κατάντησες. Ακόμα και την μέρα που σε φυτέψανε στο Περ Λασέζ είχες καλύτερη όψη.
-Κατά τον Δαίμονα Εαυτού, παρενέβη στη συζήτηση πικρόχολα ο Ντόριαν Γκρέι.
-Ναι, τα είδαμε και τα δικά σου τα χαϊρια, είπε ο άλλος. Το Κόμα, ο κοινός αγώνας, η επανάσταση. Ακόμα δεν έβαλες μυαλό. Έβγαλες τα κάστανα απ’τη φωτιά –εσύ και ο Εκατό Φωτιές- και ποιά ήταν η κατάληξη; Ο ένας, χαμένος στα σύνεφα, σαν τον Μικρό Πρίγκηπα, και ο άλλος στα κατσάβραχα, με μιά σφαίρα στο κεφάλι.
-Συγνώμη που παρεμβαίνω ξανά στη συζήτηση, αλλά έπρεπε να πεις «Έβγαλες το φίδι απ’την τρύπα», όχι «τα κάστανα απ’την φωτιά».
-Γιατί;
-Γιατί έτσι έχουμε στο κείμενο δυό φορές τη λέξη «φωτιά», μία γιά τα κάστανα και μία γιά τον Σιενφουέγος και ο Αναγνώστης μας μπορεί να θεωρήσει το διήγημα κακογραμένο.
-Βρε άει παράτα μας και’συ, νερομπογιά.
-Δεν είναι σωστό. Πρέπει να προστατεύουμε τον Συγγραφέα μας.
-Σκασμός, εικονική πραγματικότητα, που θα μου πεις τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Γιά πες μου εσύ λοιπόν, πως αιστάνθηκες όταν βγήκε ο δικός σου στο μπαλκόνι στη Πλατεία και με συνοπτικές διαδικασίες σε έκανε παρελθόν; Τέσσερεις λέξεις, τέσσερις μικρές λεξούλες μόνο: «Ούτε νερό, ούτε ψωμί». Τον πούλο. Και τώρα; Η φάτσα σου έγινε μπλούζες, γιά να σκεπάζουν τα βυζιά τους οι γκομενίτσες και να βρέχουν τα βρακάκια τους, γιά τον «αντάρτη με το αστέρι στο μέτωπο».
-Χε χε, ζηλεύεις.
-Ξξ ξξ, σκασμός εσείς οι δυό, είπε ο κομφερασιέ, ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στο τραπέζι τους. Κυρίες και κύριοι, η Τζένη των Πειρατών.
-Πολλά «σκασμός» έχουμε στο κείμενο νομίζω, ξαναγκρίνιαξε ο Ντόριαν Γκρέι.

*

-Την βρήκα, είπε ο ιδιωτικός αστυνομικός που είχε αναλάβει την υπόθεση.
-Εντάξει. Φύγε τώρα. Έρχομαι.
Χτύπησε το κουδούνι. Ο Διευθυντής βγήκε στη πόρτα με τα σώβρακα.
-Τι θέλεις; Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;
-Ναι. Αυτός που πηδάει τη γυναίκα μου, του απάντησε και του έδωσε μία μπουνιά.

*

-«Ελάτε. Ο κόσμος όλος είμαι εγώ. Μέσα απ’τα χρυσοκόκκινα μαλιά μου, από τις φλέβες και απ’τα δάχτυλά μου, της ηδονής πετιέται το στοιχειό, ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ».
Του Κριστομπάλ του κόπηκε η ανάσα. Είχε ακούσει πολλά γιά αυτήν, μα τίποτα, καμμία περιγραφή δεν πλησίαζε –ούτε κατά προσέγγιση- την πραγματικότητα. Στεκόταν εκεί, στη μέση της σκηνής, με τα κατακόκκινα μαλιά της να λαμπυρίζουν στο φως των προβολέων και τα πανύψηλα πόδια της γερά στυλωμένα στο ξύλινο πάλκο σαν να ήταν ο σιδερένιος πύργος του Παρισιού. Όλοι κρεμόντουσαν απ’τα χείλη της. Εκείνη, έψαξε μέσα στο πλήθος με τα μαύρα –σαν κάρβουνο- μάτια της. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω του. Η άκρη των χειλιών της ανασηκώθηκε ελάχιστα, σε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Έμοιαζε με γεράκι, που κοιτάει κάτω την πεδιάδα, διαλέγοντας με προσοχή το θύμα του.
Ο Κριστομπάλ ένοιωσε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο κοντραμπασίστας άρχισε να παίζει την μελωδική γραμμή –ένα walking bass που, καθώς διαλύοταν στο χώρο, έκανε τον κάμπο να μοιάζει με θάλασσα.
-«Όμως αγάπη», ξανάρχισε εκείνη, «όμως αγάπη μην ζητήσετε από μένα. Δεν θα με δείτε μπρος σας να λυγίσω, και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα».
-Μα την μαύρη ψυχή του Εωσφόρου, μουρμούρισε μέσα απ’τα δόντια του ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει, η φωνή της αντηχεί σαν τις καμπάνες της Κόλασης.
-«Μέσα μου άγριες νοιώθω επιθυμιές, και τις ερωτευμένες σας καρδιές, πως θάθελα να βρω και να μασήσω, μες τα λευκά μου δόντια τα γερά, σαν φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά, και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω».
-«Το όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό», μουρμούρησε ο Αντάρτης, παρατηρώντας την ψιλόλιγνη στήλη του καπνού του τσιγάρου της, που, καθώς ανέβαινε, έφτιαχνε την φιγούρα ενός μεθυσμένου ναύτη, που παραπατούσε κάτω απ’τα κίτρινα φώτα του λιμανιού.
-«Δάκρυα δεν θέλω. Δεν ζητώ παρά φωτιά γιά την φωτιά μου. Τα σαρκικά φιλιά μου, στόμα που στάζει, φλόγα να γευτεί. Τι με νοιάζει τότε και αν κοπεί το νήμα απ’της μοίρας μου τ’αδράχτι, αφού θα ξέρω πως από ηδονή, θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη».
Το κοντραμπάσο σταμάτησε. Εκείνη, τελείωσε το τραγούδι επαναλαμβάνοντας την τελευταία του φράση με τη φωνή της.
Νεκρική σιγή στο ακροατήριο. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει. Φοβόντουσαν πως, με τον παραμικρό ήχο, η μαγεία θα διαλυθεί.
-Κυρίες και κύριοι, η Τζένη των Πειρατών.

*

Ο Κριτικός Κινηματογράφου και η Γλάστρα φλυαρούσαν ακατάσχετα και δυνατά, όρθιοι πίσω απ’την πλάτη του Κίμωνα, που έπινε το κουβανέζικο ρούμι του, καθισμένος στο τραπέζι.
-Σταματήστε να φωνάζετε πάνω απ’το κεφάλι μου, είπε εκείνος άγρια, γυρίζοντας προς το μέρος τους.
Ο Κριτικός Κινηματογράφου τάχασε. «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;», ρώτησε με τα μάτια, σαστισμένος.
-Τσόλι, μονολόγησε ο Κίμωνας και ξαναγύρισε στο ποτό του.

*

-Να σου συστήσω την Ευγενία, του είπε η Σοφία, δείχνοντας την ψηλή κοκινομάλα, στην άλλη γωνία του δωματίου.
-Γκλουπ, είπε εκείνος, μαγνητισμένος απ’τα κατάμαυρα –σαν κάρβουνο- μάτια της που τον κοιτούσαν βαθιά, ίσια στα δικά του.
-Χαίρω πολύ, του είπε και του έδωσε το χέρι.
-Εγώ να δεις! Ωραίο χρώμα μαλλιά. «Γιατί σας αξίζει;»
Έβαλε τα γέλια. Το γέλιο της ακουγόταν σαν καθαρό νερό που κελαρίζει.
-Έξυπνος. Μου αρέσουν οι άντρες που έχουν χιούμορ.
-Δεν είμαι άντρας. Είμαι μιά λεσβία εγκλωβισμένη σε αντρικό σώμα. Να υποθέσω ότι με φλερτάρεις;
-Όχι.
-Κρίμα. Γιατί;
-Δεν είναι η κατάληλη στιγμή.
-Και πότε θα είναι;
-Θα περάσει καιρός.
-Θα ζω;
-Μάλλον.
-Ωραία. Ελπίζω να μου σηκώνεται μέχρι τότε.

*
O Παρουσιαστής μπήκε στο πολυτελές, πριβέ μπαρ παρέα με τον Κριτικό Κινηματογράφου και τον Φύλαρχο .
-Τα σέβη μας αφεντικό, του είπαν και οι τρεις, με μιά φωνή.
-Καλώστα τα παιδιά μου, καλώς τους «αραπάδες» μου, αντιγύρισε τον χαιρετισμό ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι. Τι νέα;
-Δεν άκουσες το δελτίο μου; τον πείραξε –προσεκτικά- ο Παρουσιαστής.
-Και βέβαια το άκουσα. Πολύ ωραία το χειρίστηκες το θέμα. Μπράβο.
-Τι άλλο μπορούσα να κάνω. Μέχρι και τη δήλωση τούγραψα. Καλά, που το βρήκες αυτό το χόρτο και τόκανες Πρωθυπουργό;
-Δεν έχεις δίκιο. Παίζει μιά χαρά τον ρόλο. Εξάλου, από πίσω έχει εσάς. Ο καθένας την δουλειά του, έτσι δεν είναι;
-Έτσι. Η δουλειά είναι δουλειά. Αμ’το άλλο το ζώον; Ήθελε γκομενιλίκια μες στη Τράπεζα. «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;». Μπαμ και πάρτον κάτω. Είχε πάρει και τα χαπάκια του βλέπεις, να του σηκώνεται.
-Ναι, ε; Ε, τώρα ας σηκώσουν το επιπλάκι οι τέσσερεις. Ελπίζω να κλείνει το καπάκι.
-Κλείνει. Όπως τα λες είναι. Το μουνί είναι ανίκητο. Έχει το σχήμα της νίκης διπλό, είπε ο Παρουσιαστής και μιμήθηκε το σχήμα, ενώνοντας τους δείκτες και τους μέσους των δύο χεριών του.
-Το μουνί και η βλακεία, είπε ο Φύλαρχος, μπαίνοντας στη συζήτηση.
-Πάψε εσύ, εσύ φταις, από σένα ξεκίνησαν όλα, τον πρόγκηξε ο Παρουσιαστής.
-Τόσα χρόνια μαζί μας, αρχίζω να πιστεύω ότι δεν έμαθες τίποτα, αναστέναξε ο Φύλαρχος. Μην είσαι αφελής. Δεν γίνεται αλλιώς δουλειά. Σκοτώνεις έναν και βγαίνουν άλλοι δέκα. Ενώ έτσι; Τους καταργείς τον Νόμο, τους προτρέπεις να παρακάμψουν τον Κοινωνικό Κανόνα. Σε βλέπουν να βγαίνεις με την δίμετρη την γκομενάρα και λένε όλοι: «αφού το κάνει αυτός, θα το κάνω και εγώ». Και πάνε και οι αγώνες και οι διαδηλώσεις και όλοι μαζεύουν λεφτά να αγοράσουν Βουλγάρες. Γαυγίζουν, μα δεν δαγκώνουν. Και κάνουν και χρυσές δουλειές οι φίλοι μας οι Ρώσοι.
-Παίρνω και εγώ τη μίζα μου, συμπλήρωσε ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι. Με την άλλη την ξινή τι θα κάνεις;
-Τίποτα. Τι να κάνω; Αφού τα καταφέρνει μιά χαρά μόνη της. Δεν είδες που έβαλε τον ζιγκολό, υπεύθυνο πολιτιστικών στο κανάλι του Κόμματος;
-Σωστά, είπε γελώντας ο Μακήθ. Μωρέ καλά τάλεγε ο άλλος, ο σοφός. «Θέλετε να τους βγάλετε απ’την μέση; Νομιμοποιήστε τους».
-Γιά αυτό τον κάναμε εθνάρχη.
Ο Μακήθ στράφηκε στον Κριτικό.
-Εσύ; Τι χαμπάρια; Τι γίνεται με τον δικό σου;
-Πρόβλημα. Θέλει να κάνει ταινία.
-Πρόσεχε. Είναι κοιμήσης, αλλά μπορεί και να ξυπνήσει κάνα-δυό. Και αν ξυπνήσει ένας, μπορεί να ξυπνήσει και τους άλλους.
-Και τι να κάνω;
-Αγόρασέ τον.
-Προσπάθησα. Τζίφος. «Υπάρχουν πράγματα σ’αυτόν τον κόσμο που δεν πουλιούνται», λέει.
-Παπαριές. Όλοι έχουν την τιμή τους. Επιχορήγησέ τον. Μέσω του Κέντρου.
-Αφεντικό είσαι γάτα.
-Πάνθηρας. Άντε, τον πούλο τώρα.
Του φίλησαν το χέρι –ένας ένας- και κατευθύνθηκαν στην έξοδο.
-Και πως θα την πούμε την ταινία; ρώτησε ο Κριτικός βγαίνοντας.
-Το Κοπάδι που Γαυγίζει, απάντησε ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι.

*

-Θέλω και άλλο, του είπε, γυρνώντας την τελευταία σελίδα.
Το δωμάτιο έγινε πράσινο.
-Ξεθύμωσες, της είπε και τα μάτια του γέλασαν.
Ξανάρχισε να γράφει.

*

-Μα τις Χίλιες Καμπάνες της Κόλασης, βρυχήθηκε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει και έστριψε το τιμόνι αριστερά.
Ο άνεμος, με ένα τρομαχτικό κρότο, ξήλωσε το κατάρτι μαζί με τα ξάρτια και τα πανιά –που δεν είχε προλάβει να μαζέψει. Το σκάφος τουμπάρησε. Το παιδί έπεσε στη θάλασσα.
-Πούστη, γαμημένε καριόλη, όχι αυτόν, εμένα, ούρλιαξε και βούτηξε στα κύματα.
Το παιδί, κολύμπησε δύο ώρες πιασμένο απ’το σώμα του –που επέπλεε- και βγήκε στην ακτή.

*

-Και αν ήσουν τραγούδι, ποιό τραγούδι θα ήσουν; τον ρώτησε η Ευγενία, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
-Δεν ξέρω. Εσύ πάντως θάσουν το «R n’ Roll στο κρεβάτι», γιατρέ, της απάντησε.
-Στο ντιβάνι, τον διόρθωσε εκείνη.

*

-Άκου να σου πω, του είπε ο Κωστής, καθισμένος στο ψηλό σκαμνί του μπαρ. Υπάρχουν δυό ειδών άνθρωποι. Οι μεν λένε: «είμαστε, και θα τα βρούμε». Οι άλλοι: «θα τα βρούμε και θα γίνουμε».
-Μωρέ τι μας λες; Ή είσαι, ή δεν είσαι. Τι «θα τα βρούμε και θα γίνουμε»; Έλα εδώ κούκλα μου, κάτσε κάτω να τα πούμε, να δούμε τι θα κάνουμε, που νομίζεις ότι αυτά συμβαίνουν συχνά στις ζωές των ανθρώπων. Κούνια που την κούναγε, έτσι να της πεις.
-Αυτό δεν παίζει.
-Μην μου λες «δεν παίζει», με εκνευρίζεις. Τι θα γίνει, θα βαρέσουμε καμιά πενιά;
-Δεν ξέρω.
-Ξεράδια. Άμα δεν ξέρεις εσύ, τότε ποιός ξαίρει;
-Εε, αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό! γκρίνιαξε ο Ντόριαν Γκρέι, που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά.
-Ωπ! Πως βρέθηκες εσύ εδώ;
-Πήρα άδεια.
-Και ποιό που κάνω δεν είναι σωστό;
-Μιλάς ανορθόγραφα.
-Βρε αει παράτα μας και’συ! Νερομπογιά! Ότι θέλω θα κάνω. Άκου εκεί «δεν είναι σωστό!» Εδώ ο κόσμος χάνετε...
-Νάτο! Το ξανάκανες!
-Έλα, τον πούλο. Θα σε κάνω αντού.
-Καλά, καλά, φεύγω.

*

-Πως την πάτησα έτσι! είπε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει. Γύρισα όλο τον κόσμο και την έπαθα σαν πρωτάρης στην Αίγινα.
-Σε λα βι, είπε η Τζένη, κοιτάζοντας τον κάμπο.


*

-Έχασες. Μου χρωστάς τρία ευρώ.
-Πάρτα, είπε εκείνη και του τα έδωσε.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΩΡΑΙΟ ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ.

Ωραία παιδιά, κατάχαμα κυλάει,
το πιό ωραίο ρόδο απ’ το στεφάνι σας,
αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει,
μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ,
φυλάξτε το τομάρι σας
[θυμάστε; Κόλε ντε Καγιέ τον λέγανε]
το Άσυλο εμπιστεύτηκε, ναι, σαν κι εσάς,
σημάδεψε ο Μπάτσος και τον ξέκανε.


Παιγχνίδι είναι η ζωή –μα όχι γιά ψιλά,
χάνεται η ψυχή και –ίσως- το σώμα,
αν χάσετε δεν έχει θέση εκεί ψηλά,
-ποιό μπαρ θα σε δεχτεί αν είσαι λυώμα;-
μα κι αν κερδίσετε θάναι μιά ακόμα
[γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο]
γιά μιά μονάχα νύχτα –σας το λέω, μα,
γιά τόσα λίγα, κρίμα τέτοιο ενέχυρο.


Καθένας ας μ’ακούσει και συμπέρασμα
θα βγάλει πως,
απλές αλήθειες λέω,
χειμώνα, καλοκαίρι, είναι το κέρασμα καλόδεχτο
και το κορίτσι ωραίο
και λάμπει σαν το νόμισμα το νέο
[που ανεμομάζωμα είναι και σκορπίζεται]
μα εγώ σιγά το λέω –σαν να φταίω-
η ήρα απ’το στάρι δεν χωρίζεται.



Fransois Villion.

Μετάφραση: Γιώργος Κοροπούλης.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα