12. ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ (Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ).

1. Το όνομα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι εμφανώς πλαστό όπως ανέφερα και στον πρόλογο, άρα μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται γιά ειρωνία.
2. Το διήγημα αρχίζει ακριβώς όπως ο Θερβάντες ξεκινάει τον δον Κιχώτη του.
3. Όλη η πρόταση είναι ειρωνική. Προφανώς ο συγγραφέας ειρωνεύεται την αυστηρή καθολική παράδοση της Ισπανίας βάζοντας τον γαίδαρο του Σάντσο να μιλάει σαν ευσεβής πιστός σε όλο το κείμενο.
4. Αναφορά στο όνομα του αλόγου του δον Κιχώτη, που η μετάφρασή του είναι «ο αρχηγός των τεμπέληδων». Η απόδοση του Ηλία Ματθαίου είναι «Οκνομπροστάρης».
5. Μόροι λέγονταν οι Άραβες της Ισπανίας και των απέναντι αφρικανικών ακτών.
6. Ο Μπαμπιέκα είναι το άλογο του πολέμαρχου Ροντρίκο Ντίαθ ντε Βιβάρ (1043-1099) ήρωα του έπους «το άσμα του μίο Θιδ» και ο συγγραφέας αναφέρεται στο ειρωνικό σονέτο «διάλογος ανάμεσα στον Μπαμπιέκα και τον Ροθινάντε», στην αρχή του «δον Κιχώτη».
7. Λόγια του ίδιου του Θερβάντες. Μιά κοινή διατύπωση της εποχής, αναφορά στην πρόσφατη – και συνεχιζόμενη – ανακάλυψη της Αμερικής (Σ’όλη τη γη, όση ανακαλύφτηκε ως τώρα).
8. Ήρωες ιπποτικών διηγημάτων της εποχής.
9. Θάνκας (ποδάρας) αντί Πάνθα (κοιλαράς). Το χρησιμοποιεί και ο Θερβάντες.
10. «ευγενικέ αναγνώστη». Θερβαντική προσφώνηση.
11. Οι περιηγητές της εποχής κουβαλούσαν μαζί τους μόνο τις πρώτες σελίδες των ευαγγελίων. Έτσι, ορκίζονταν «στα ευαγγέλια, εκεί που βρίσκονται ολόκληρα...»κλπ, κλπ.
12. Ο συγγραφέας ειρωνεύεται ξανά τον σκληρό καθολικισμό της Ισπανίας, βάζοντας το «ευσεβές» γαϊδούρι να λέει «υμών» (του δικού σας) αντί «ημών» (του δικού μας), τονίζοντας έτσι την «γαϊδουρινή» του φύση.
13. Όλη η πρόταση είναι εμφανώς ειρωνική, αφου ούτε το Τομπόσο είναι μεγάλη πολιτεία, ούτε το σπίτι της Δουλθινέας κάστρο.
14. Ειρωνία ξανά παρμένη απ’τον Θερβάντες. Πως «θα τρελαθεί απ’το κακό του» αφού είναι ήδη τρελός.
15. Πιθανή αναφορά στον ξυλοδαρμό του Ροθινάντε από χωριάτες, στο πρώτο μέρος του «δον Κιχώτη».
16. Έκφραση της εποχής (βολικός) γιά να μην ειπωθεί το όνομα του Θεού.
17. Ο Λόγος αναφέρεται με κεφαλαίο και στο πρωτότυπο.
18. Η μετάφραση της αραβικής λέξης «Γουαδαλκιβίρ» είναι «μεγάλο ποτάμι». Εδώ ο συγγραφέας το ονομάζει Ριο Γράνδε (Rio Grande) και όχι Γουαδαλκιβίρ.
19. Δικαστήριο του 15ου αιώνα που ιδρύθηκε απ’τους καθολικούς βασιλιάδες γιά την προστασία του αγροτικού πληθυσμού.
20. Μιλάει γιά την τριπλή άρνηση (προδοσία) του Ιησού από τον Πέτρο.
21. Ο συγγραφέας τελειώνει το κείμενο όπως ακριβώς τελειώνει τον πρόλογο του «δον Κιχώτη» ο Θερβάντες.
22. Σκουταροσύνης κατά το ιπποσύνης.

11. ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ.

-Αφεντικό, αφεντικό, τρέξε. Έχουμε μήνυμα.
-Από ποιόν;
-Από τον Προγραματιστή.
-Εντάξει, μην κάνεις κι έτσι. Τι γράφει;
-Κάτι μας έχει στείλει γιά τον φίλο μας, τον Κόλε.
-Τόξερα ότι θα τον βρει. [ Ίσως να μπορεί να βρει ακόμα και την Λέσχη.]
-Θα δούμε. Προς το παρόν, διάβαζε.
-Αφού δεν ξέρω αγγλικά. Διάβαζε εσύ, που είσαι Άγγλος.
-Ιρλανδός. Λοιπόν, διαβάζω.



Υ.Γ 1. Αποφασίσαμε να αποσύρουμε την έκθεση και να γίνει σε τυπωμένο χαρτί, 1-8 Οκτώβρη στην Πινακοθήκη της Καλλιθέας.
Υ.Γ 2. Τον μήνα αυτόν «μίλησαν» -εκτός απ’τους αναφερθέντες- ο Βύρων Λεοντάρης, ο Κώστας Καρυωτάκης (ξανά), ο Φρανσουά Βιγιόν και ο Νίκος Καβαδίας.
Υ.Γ 3. Καλωσορίζουμε σε αυτό το «τεύχος» την SOG’s edition, καθώς και –με μεγάλη χαρά- τους καινούριους (παλιούς) goners. [τώρα λοιπόν -«που γίναμε οι έφηβοι που ήμασταν παλιά»- τώρα τι λες; γράφει, ή δεν γράφει;].
Υ.Γ 4. Τελικά, το σωστό είναι «αναφερθέντες» ή «αναφερόμενοι»; (κατά το «Ιράν ή Ιράκ»;).
Υ.Γ 5. Στην αντιγραφή της «Συνοδείας του Διονύσου» χρησιμοποιήσαμε απόστροφο αντί γιά άνω τελεία, γιατί κανένας δεν ξέρει που είναι. Άν ξέρει κάποιος ας μας ενημερώσει. (Άκου Άγγλος!)




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα.

10. ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ.

Ήταν πολύ μικροί. Εκείνη είχε τεράστια μπλε μάτια που όλο ρωτούσαν: «Ευπό, λυπό;». Αυτός, την κοίταζε βαθιά, μες τις γαλάζιες της ψηφίδες και συνήθως απαντούσε: «λυπό».
Εκείνη είχε ένα μικρό γυαλάκι που αγαπούσε. Τσακώθηκαν. Της τόσπασε. Τον κοίταξε με τα μεγάλα υγρά της μάτια [που μέσα τους αρμένιζαν ολοφώτιστα καράβια –τα δάκρυα της θάλασσας]. «Λυπό, λυπό», αναβόσβησαν τα πλευρικά τους φώτα.
«Αντίο», είπε ο ένας. «Λυπό, λυπό», είπε ο άλλος. Χαθήκανε γιά πάντα.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9. ΟΙ ΕΦΗΒΟΙ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ.

Τώρα, που είμαστε βιολογικά ακμαίοι και συναισθηματικά γόνιμοι μα
υποψιασμένοι
τώρα λοιπόν ας ξαναγίνουμε οι έφηβοι που ήμασταν
κάτω
από τον έναστρο ουρανό και το πρώτο φεγγάρι μιας
άνοιξης
πανταχού παρούσας και φυλλοβόλας.

Τώρα λοιπόν, ας ανταλλάξουμε ξανά: μήλα κόκκινα δαγκωμένα με ετικέτες τετραδίων ζωγραφισμένες, βιβλία ποίησης θλιμμένα με τραγούδια εωθινά δάκρυα
και αναστεναγμούς εφηβικούς δικούς μας με χαμόγελα και βλέμματα των παιδιών
μας
πέτρες μαζεμένες σε ακροθαλασσιές ονείρων με σεντόνια νοτισμένα απ΄τις πρώτες μας
ορμές
μάγουλα αναψοκοκκινισμένα με μουσικές φιλιά καρφιά.

Τώρα λοιπόν, που γίναμε οι έφηβοι που ήμασταν ξανά
ας αναλογιστούμε:
‘’τι μας βαραίνει πιο πολύ
το κρίμα ή η αθωότητα;”
Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει
κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν
ρημάζουν και ρημάζονται.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. Η ΛΥΠΗ ΚΑΙ Η ΛΗΘΗ.

-Ξέρεις τι θάκανα αν ήμουν στην ηλικία σου;
-Τι;
-Θα καβάλαγα ένα καράβι. Όχι φορτηγό –πιά ξεφορτώνουν γρήγορα- ούτε γκαζάδικο. Κοντεϊνεράδικο. Να μένει στα λιμάνια. Θάβγαινα βόλτα. Χωρίς να με ξέρει κανείς, χωρίς να ξέρω κανέναν. Θα πήγαινα όπου με πήγαινε το καράβι. Μιά περιπέτεια ακόμα.
-Καινούρια λιμάνια;
-Καινούρια λιμάνια. Να δω τι έχει παρακάτω, στην παρακάτω πόλη.
-Στη Βάρνα;
-Στη Βάρνα. Και μετά, Αυστραλία. Δεν έχω πάει κατά κει.
-Μπα; Πως και σου ξέφυγαν αυτά τα μέρη;
-Ε, έτυχε.
-Δεν υπάρχει τύχη φίλε μου.
-Έτσι λες;

*

Μπήκε στο μαγαζί. Ο κυρ-Στάθης δούλευε την ταμειακή μηχανή. Ο Γιώργος ήταν πίσω απ’ τον πάγκο. Τον κοίταξε στα μάτια. Ντράπηκε. Δεν ήξερε τι να του πει –και έτσι δεν μίλησε.
-Ο Νίκος;
-Δεν είναι εδώ.
-Καλά, θα περάσω αργότερα.
Ο Γιώργος χαμογέλασε.
-Άκουσα το τραγούδι, είπε. Μου αρέσει το φλάουτο.
Δεν τον ξανάδε.

*

Περπάτησαν μέχρι την παλιά μονοκατοικία, μέσα στο στενάκι.
-Θυμάσαι τον δρόμο; τον ρώτησε.
-Ναι, απάντησε ο Κωστής. Ξέρω να έρθω.
Ήταν άνοιξη. Η γειτονιά είχε αλλάξει, όμως η μυρωδιά ήταν ακόμα ίδια. Ανθισμένα λουλούδια νερατζιάς.
Κοίταξε γύρω. Πολυκατοικίες υψώνονταν εκεί που άλλοτε υπήρχαν χαμήλα σπίτια.
«Κοίτα να δείς!», σκέφτηκε. «Έκλεισα τα μάτια μου γιά μιά στιγμή και όλα άλλαξαν».
Περπατήσαν μέχρι την πλατεία. Το καφενείο είχε κλείσει –πολλά χρόνια τώρα.
Εκεί που καθόντουσαν παλιά, -εκεί που ήταν οι καρέκλες- είχαν φυτέψει γκαζόν.
Στην θέση της μεγάλης μαρμάρινης σκηνής –που από κάτω έκανε πρόβες η φιλαρμονική του Δήμου- τώρα υπήρχε ένα συντριβάνι. Γύρω του παίζαν μπάλα τα παιδιά.
Μιά γυναίκα με μαντήλα καθόταν στο παγκάκι –στο ίδιο παγκάκι που συνήθιζε να κάθεται και εκείνος πριν πολλά χρόνια.
-Τι σε πληγώνει περισσότερο; τον ρώτησε ο Κωστής.
-«Τα παιδάκια που παίζουν στο ανοιξιάτικο δείλι», του απάντησε.

*

Μπήκε στο μπαρ. Την περίμενε. Είχε δεκάξι χρόνια να την δει. Φορούσε στρατιωτικό τζάκετ και ήταν κουρεμένη «με την ψιλή».
-Σε πήραν φαντάρο; την ρώτησε.
-Περίπου. Ήμουν στη Γάζα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια και δεν μίλησαν. Είχε περάσει πολύς καιρός, δεν ξέραν από που να αρχίσουν.
-Θα πιούμε ένα συντρόφισα;
-Ένα γιά τον δρόμο.

*

Οι δυό φίλοι καθίσαν στο μικρό καφέ, στο κέντρο της πόλης.
-Έτσι θα γίνει. Θα φτιάξουμε κάτι που θα τουμπάρει την κατάσταση, θα ανατρέψει το κατεστημένο.
-Και μετά;
-Μετά, θα γίνουμε εμείς κατεστημένο.
-Χμ.

*

Ο Κίμωνας ανέβηκε στο ξύλινο πάλκο. Πήρε την κιθάρα του –που είχε ολοκαίνουριες χορδές- την ακούμπησε στο δεξί του πόδι και κοίταξε κάτω τον κόσμο. Μαζί του ανέβηκε ο Κώστας. Δεν είχαν παίξει ποτέ ξανά μαζί. Δώσαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν.
-Καλώς σε βρήκα αδερφέ. Τι θα παίξουμε;
-Κάτι έχω στο μυαλό μου.
Ο Κώστας έπαιξε τις πρώτες συγχορδίες.
-Θυμάσαι;
Του Κίμωνα του φάνηκε ότι σκοτείνιασε. Του φάνηκε ότι το φως χανόταν, συμπυκνωνόταν σε ένα πιό σκούρο φως –σαν κάτι να το ρουφούσε. Ο Χώρος άρχισε να παραμορφώνεται μπροστά στα μάτια του. Ξαφνικά, δεν ήταν στη σκήνη του μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, αλλά σε κάποια παραλία του Λαυρίου, βράδυ με πανσέληνο. Τους έβλεπε όλους καθαρά, κάτω από το φως της Σελήνης του Σεπτέμβρη, εκεί, στην αμμουδερή παραλία, να παίζουν το τραγούδι σε μιά παράξενη εκτέλεση.
Οι νότες ανακατεύονταν με τον ήχο της γενήτριας και το παφλασμό των κυμάτων.
Ο αέρας φυσούσε απ’τον νότο και έφερνε στη στεριά την ανάσα της θάλασας.
Χελιδονόψαρα –«πνιγμένου δαχτυλίδι»- πετούσαν κατά μήκος του χρυσού δρόμου που έφτιαχνε με το φως της η Σελήνη, στη μέση του νερένιου κάμπου. Παράξενα γενήματα της φαντασίας του, ήταν όλοι εκεί και παίζαν το ίδιο τραγούδι, ξανά και ξανά, μέχρι το τέλος του Χρόνου.

*

Του τηλεφώνησε απ’το Λουξεμβούργο.
-Από όταν αρώστησε ο πατέρας μου, κανένας δεν με περιμένει.
-Τι ώρα έρχεσαι;
-Μεσάνυχτα.
-Θα είμαι έκει.

*

Περπάτησαν μέχρι την εκκλησία, εκεί, στην κεντρική πλατεία του Σάντο Ντομίνκο -της πρώτης πόλης που φτιάξαν οι Ισπανοί στην Αμερική.
-Πόσο κοστίζει μιά φιλία; τον ρώτησε.

*

Το τραγούδι τους παίζοταν παντού. Σε όλα τα ραδιόφωνα, σε όλα τα μπαρ, σε όλη τη χώρα.
Ο Παραγωγός τους κάλεσε στο γραφείο του.
-Ακούστε με καλά, είπε. Αγόρασα το συμβόλαιό σας. Από τώρα και στο εξής θα κάνετε ότι λέω εγώ. Και σ’όποιον δεν αρέσει, τη βόλτα του.
Του γύρισαν τα μάτια ανάποδα. Σαν νάγινε έκρηξη μες στο κεφάλι του –είδε αστράκια. Σαλτάρησε πάνω απ’το κρύσταλο του τραπεζιού και άρπαξε τον παλιό του φίλο –τον Παραγωγό- απ’τον λαιμό.
Οι άλλοι πέσαν πάνω του. Του κράτησαν τα χέρια, τον σταμάτησαν.
-Ησύχασε. Τι σημασία έχει;

*

Πέρασε συρμάτινες χορδές στην κλασική κιθάρα –γιά καλύτερα. Και εκεί, κάτω από την μεγάλη τέντα της Κατασκήνωσης, άρχισε να παίζει το τραγούδι.
Την κοίταξε με τα γαλάζια μάτια του.
-Θα με μάθεις και μένα να παίζω; την ρώτησε.
-Έχω γενέθλια σήμερα. Πες μου χρόνια πολλά, του είπε εκείνη.
Η Άγνωστη. «Γριά που μόλις έκλεισε, σήμερα τα δεκάξι».

*

Ο Γιάννης Αγιάννης κύλησε το καροτσάκι του μέχρι το καφενείο. Εκεί, τον περίμεναν οι άλλοι. Περπάτησαν όλοι μαζί ως την μικρή γέφυρα, που χώριζε τις δύο γειτονιές. Την πέρασαν με κάποια δυσκολία –γιατί ενώ είχε υπολογιστεί στο φάρδος γιά πεζούς, κανένας δεν είχε σκεφτεί τα καροτσάκια. Φτάσαν στο στούντιο –στην μεγάλη μονοκατοικία με τον κήπο. Μπήκαν στην αίθουσα. Κούρδισαν τα όργανα και ξεκίνησαν να παίζουν το τραγούδι. Ο Γιάννης τραγουδούσε καθισμένος στο καροτσάκι του. Κρατούσε την γκλίτσα του, που πάνω της ήταν δεμένο -με μονωτική ταινία- το μικρόφωνο.

*

Μαζεύτηκαν στην πλατεία.
-Τι θα κάνουμε με τον μαλάκα;
-Δεν ξέρω.
-Εγώ όμως ξέρω. Θα αλλάξουμε το όνομα –γιά να μην μας δεσμεύει το συμβόλαιο- και θα πάμε σε άλλη εταιρία.
-Αυτό δεν γίνεται. Το όνομα είναι η μπάντα.
-Η μπάντα είμαστε εμείς! Εγώ, με το μαλάκα δεν συνεχίζω. Σιγά μην κάτσουμε να μας γαμήσει κιόλας. Άστον, να κρατήσει το όνομα, να δούμε τι θα το κάνει!
-Αυτό θάναι κακό γιά το συγκρότημα. Και το συγκρότημα είναι πάνω από όλους.
-Μαλακίες!
-Αν διαφωνήσεις «θέτεις εαυτόν εκτός», του είπε ο παιδικός του φίλος –που το κρυφό του όνομα ήταν Παναγιώτης.

*


-Πως είναι λοιπόν τα πράγματα;
-Όπως τα βλέπεις. Αλήθεια, πως τα βλέπεις;
-Σαν νάμαι σε ένα σκοτεινό τούνελ και στο βάθος του, να τρεμοπαίζει ένα φωτάκι.
-Έχεις σκεφτεί ποτέ, ότι μπορεί να είναι κόκκινο φως κινδύνου;

*

[Το ασημένιο τρένο τον παίρνει μακριά απ’την Αίγινα. Μόνος μες στο βαγόνι, πίνει μπύρα και καπνίζει. Και από τον κάμπο τον Θεσαλικό μέχρι του Λιβυκού το ξερονήσι, από του Όρεγκον τις πεδιάδες ως της Ελένης της Ωραίας το νησάκι –την Κρανάη-
έναν-έναν τους μαζεύει. Ξέρει ότι πολύ καιρό δεν έχει. Και βιάζεται. Και με το ασημένιο τρένο πάντα τρέχει, -από τα μαγεμένα Πλάτη του Ίππου ως τους Βρυχώμενους Σαράντα- τον Άρχοντα Χρόνο να προλάβει. Και ενώ ο ένας –μέσα από πάτο μπουκαλιού- ακολουθάει την Φλογισμένη Ρότα συναθροίζοντας την Λέσχη, ο άλλος, στου μαυρόπλωρου σκαριού το μεσιανό κατάρτι, σπίρτο ανάβει -γιατί αυτό είναι το σημάδι- και καλεί τους δαίμονες –το πλήρωμα της Τζένης.
Στο κάλεσμά του, ο Πούκι –ο Βουντού της Δαχομέης- ζωσμένος φίδια, απ’τα βουνά των μάγων ξεκινάει -και ο γέρο Λέκμπα δρόμο του ανοίγει να περάσει.
Ντυμένος με τομάρι λύκου ο Βλίκι Ντλάκα, τα χέρια απλώνει και διαλύεται μέσα στη Νύχτα -και απ’την Μπίστριτσα πετάει στην Ταργκοβίστα.
Στο κάλεσμά του, η σκοτεινή Λιλήθ –δαιμονικό πνεύμα γυναίκας- παρέα με την Εύα, ξεπροβάλει από τα βάθη της Αβύσου.
Απ’του Καυκάσου την κορφή –που Αλεμούτ τη λένε- ο Γέρος του Βουνού στέλνει τα χαιρετίσματα στης Μέκκας τον Σείχη –με μπουφλίκι.
Και ο κοκινόμαλος θεός του κεραυνού απ’την Υπερβορεία, τα σιδερένια γάντια του φοράει και στο ένα χέρι του κρατάει το μαγικό σφυρί του, και στό άλλο καταιγίδες- μέρα Πέμπτη.
Μέσα από μουσικό κουτί -κλειστό από παντού- πετάγεται –κακού θεού τεχνούργημα- η Πανδώρα.
«Γρήγορο θάνατο εύχομαι σε σας και τα παιδιά σας», λέει παγερά ο γέρο Σειληνός –του Διόνυσου ο ακράνης- και κοκινίζει η ράχη της Σελήνης.
Ψηλά, στο Ιερό Νεμρούτ, ο Βασιλιάς-Θεός το λιόγερμα αγναντεύει, παρέα με τους Φύλακες –Πάνθηρα και Γεράκι.
Και το καράβι έβαλε ρότα τη Σελήνη. Και ανάμεσα σ’Αυτήν και στο καράβι στέκει –ωχρή, ντυμένη στα λευκά- των Ποιητών η Μούσα. Και εκείνος –που ψάχνει την Βασίλισα Λέξη του Κόσμου- μετράει με τον εξάντα του τα μάκρη, και της Κόλασης το αστέρι κατεβάζει].

-Δεν είναι ακόμα ώρα, λέει η Τζένη.

*

-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς; θα τον ρωτήσει.
-Δεν ήθελα να ακούσω το τραγούδι, θα απαντήσει εκείνος.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. Η ΜΠΑΝΤΑ.

Ο Τζάκο ο Τσιγγάνος μπήκε στο μπαρ. Κάθησε στο ψηλό σκαμνί, κοίταξε γύρω τους θαμώνες και παρήγγειλε. Ο μπάρμαν του έφερε την παραγγελία –ουίσκι σκέτο.
Δεν έδειχνε και στις καλύτερες του. Το αίμα είχε ξεραθεί πάνω στα καστανόξανθα μαλιά του και το πουκάμισό του ήταν κατακόκκινο.
-Με τι ασχολείσαι; του έπιασε κουβέντα ο μπάρμαν.
-Παίζω μουσική, απάντησε εκείνος.
-Αα, είσαι μουσικός.
-Όχι. Παίζω μουσική, ξανάπε εκείνος.

*

Δεν κάπνιζε, ούτε έπινε. Πρόσεχε πολύ όταν περνούσε τους δρόμους. Φοβόταν τα αυτοκίνητα. Φορούσε πάντα ζώνη. Κάθε απόγευμα αγόραζε απ’το μπακάλικο της γειτονιάς ένα μπουκάλι μπύρα –ένα μόνο. Καθόταν στα σκαλιά της πολυκατοικίας και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε. Ξεκινούσε παράξενες συζητήσεις, γιά τα άστρα, γιά τις μαύρες τρύπες και την μουσική. Πάντα έλεγε: «θα φτιάξω μιά μπάντα, που όμοιά της δεν θα έχει ξανακουστεί. Θα λέγεται The World».Ο Ευαγγελιστής. Δεν τούμαθε κανείς να παίζει. Έμαθε μόνος του, ακούγοντας την μουσική των Doors. Ο ήχος του, ακουγόταν σαν χορωδία αγγέλων που τραγουδάν ανακατεύωντας τα καζάνια της κόλασης. Ποτέ δεν μιλούσε γιά τον εαυτό του. Όμως τάλεγε όλα με το όργανο.
-Θα φτιάξουμε ένα στούντιο, να γράφουμε μουσική, είπε μιά μέρα.
-Ναι, θα φτιάξουμε ένα στούντιο.
Έμενε με την μητέρα και τον αδερφό του –πλούσια οικογένεια πούχε ξεπέσει. Ένα βράδι –ήταν μόνος στο σπίτι, οι άλλοι είχαν πάει σε μιά θεία- κρέμασε ένα σεντόνι στην πόρτα και ανέβηκε στο σκαμνί. Ήταν Αύγουστος.
Έγινε νεκροψία. Στην κηδεία –μετά δυό μέρες- είχε αρχίσει να μυρίζει. Κάποιος απ’τους συγγενείς –ανυποψίαστος- πέταξε μιά κουβέντα.
-Αμαρτία, είπε ο παπάς. Δεν τον λειτουργώ.
Η μάνα του έβαλε τα κλάματα. Ικέτευε τον παπά. Ο αδερφός του έτρεξε να βρει χαρτί απ’το νεκροτομείο. Τον θάψανε την επόμενη μέρα.

*

Περπατούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Έβρεχε. Το κουρελιασμένο παλτό του είχε γίνει μούσκεμα. Δεν είχε χαρτιά, δεν είχε ταυτότητα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο, τίποτα. Κουβαλούσε μόνο το σαξόφωνό του. Περπατούσε σκυφτός, γιά να φυλαχτεί απ’το κρύο. Είχε μέρες να φάει, όμως δεν τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τούλειπε, -ούτε καν η γυναίκα του και τα παιδιά του – τίποτα εκτός απ’την πρέζα. Κατουρήθηκε.
-Κοίτα τον, είπε κάποιος περαστικός, τρέμει σαν σπουργίτι.
Μπήκε στο υπόγειο μαγαζί –στο στέκι των νέγρων. Οι τρεις μουσικοί ετοιμάζονταν. Ανέβηκε στο πάλκο. Ξετύλιξε το σαξόφωνο απ’τα κουρέλια. Στήλωσε τα πόδια στο πάτωμα. Το –σχεδόν δύο μέτρα- μπόι του ξεδιπλώθηκε –μέχρι τον ουρανό. Άγγιξε με τα δάχτυλα τα κουμπιά. Το σαξόφωνο άρχισε να ξαναφτιάχνει τον Κόσμο.
«Αυτά είναι μερικά απ’τα πιό αγαπημένα μου πράγματα», είπε ο Μπερντ.

*

Ένα εκατομύριο κόσμος είναι από κάτω. Και όλοι έχουν έρθει να δουν αυτόν. Στέκει στην μέση της σκηνής –και γύρω του, οι Μπλου Φλέιμς. Έχει κλειστά τα μάτια. Η μπάντα παίζει τον εθνικό ύμνο. Εκείνος, παίζει ότι βλέπει -τα Flashing Lights -φάροι, που του δείχνουν το δρόμο σε αυτό το «ταξίδι» του στον Κόσμο.
-Παίζω αυτό που βλέπω. Παίζω αυτό που Είμαι.
Θα βάλει φωτιά στην κιθάρα. Γονατιστός, τα χέρια θα υψώσει, με τις παλάμες του στραμένες στα άστρα. Η φλόγα του θα φτάσει ως τον ουρανό.
«Γυναίκα που λαμπάδιασε –σαν άχυρο», θα πει ο Ποιητής, εκεί, στο προαύλιο του αβαείου -μπροστά στο πτώμα του παπά.

*

-Χρειαζόμαστε ντράμερ. Τον καλύτερο, θα πει η Τζένη ακουμπισμένη στην ξύλινη κάσα. Και, γρήγορος –σαν θάνατος- της Ταργκοβίστα ο Σκοτεινός Αφέντης θα κατέβει να τον φέρει.
Ο Μπίλι θα καβαλήσει το εντούρο μηχανάκι του και θα περάσει τον μεγάλο δρόμο –προσεκτικά- με, στα δεξιά του, πράσινο φανάρι. Αριστερά θάναι σταματημένα αυτοκίνητα –στο κόκινο υπακούωντας. Και δεξιά -στο άλλο ρεύμα- ο οδηγός του αμαξιού, το κόκινο –νομίζει- θα προλάβει. Και ο Σήκρετ Έητζεντ, την τελευταία Γκίνες του θα πιεί, εκεί, στην μπάρα του Δουβλίνου.
«Φεύγω», θα πει, «με περιμένουνε».
[Έτσι θα γίνει.]
-Τα στήνουμε; θα πει στον Μπίλι ο Σκοτεινός Ιππότης και το κατάμαυρο άλογο θα ρουθουνίσει φλόγα.
-Τα στήνουμε, θα πει και ο Μπίλι και την γκαζιά θα σκάσει και φωτιά θα πάρει η μηχανή του –όμοια ουρά κομήτη, χαρακιά θα κάνει στο κατάλευκο πάνω μάγουλο της Σελήνης. Και η μαύρη μπέρτα του Ιππότη θα ανεμίσει και θα γίνει νύχτα -πάνω απ’τις πόλεις των Ανθρώπων.

*

«Ο θάνατος μας κάνει αγγέλους. Μας κολάει φτερά στους ώμους και μπορούμε και πετάμε».

Η μπάντα είναι έτοιμη. Και ο Κύριος Μότζο Ράισιν στέκεται στη μέση του πάλκου, φορώντας δερμάτινο –από τομάρι από αγένητο πουλάρι- παντελόνι.
-Βλέπω βρέφη μωρά, με ξυραφιές στις κόρες των ματιών τους, θα πει η Τζένη.
Και η μουσική θα αρχίσει. Και εκεί, πάνω στο γύρισμα της φλεγομένης ρόδας, κανείς δεν θάναι τίποτα. Και θάναι τα άστρα περισσότερα και απ’τον ουρανό της Κοπεκγχάγης. Και θα σκιστεί στη μέση το σεντόνι [γιατί τι άλλο από σεντόνι είναι -που κρύβει γύρω μας το φως- ο ουρανός, και τα άστρα -από σκώρου δάγκωμα- τρύπες μικρές στο μαύρο το σεντόνι;] και φως θα ξεχυθεί από παντού.
-Μας λείπει το μπάσο, θα ξαναπεί η Τζένη.

*

-Και τι όργανο παίζεις; ξαναρώτησε ο μπάρμαν.
-Μπάσο, απάντησε ο Τζάκο –ο Τσιγγάνος.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ ΣΕ ΝΟΤΕΣ ΑΡΠΑΓΗΣ.

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν!».

Κείνο το πρωινό, ο γαληνότατος δόγης Ενρίκο Ντάντολο, πήρε ένα δάχτυλο από τα δικά του κι έξυσε το μέτωπό του, και αυτό καταδικό του, να κατεβάσει ιδέα. Φόραγε κι όλας το κρεμεζί του ράσο το δόγικο, αρραβωνιάρης της θάλασσας, επίσημος, με δαχτυλίδι. Μύτη γαμψή και χαμογελαστός πάντα του, είχε μέσα του ριζωμένο βαθιά κείνο το δόγμα της πατρίδας του «σιάμι Βενετσιάνοι ε πόι Κριστιάνοι», που σημαίνει: «πρώτα κλέφτε και μετά κάντε το σταυρό σας καλού-κακού».
Με το ξύσιμο κατέβασε λοιπόν την ιδέα του, γιατί έτσι συμβαίνει. Στους δόγηδες κατεβαίνουν μεγαλοφυείς εμπνεύσεις και στους κοινούς ανθρώπους βουζούνια. Μετά, κάλεσε το Συμβούλιο των Δέκα στο παλάτσο Ντουκάλε, τους κάθισε καταντίκρυ του και μίλησε βαριά και τενορίστικα.
-Άρχοντες της Βενετίας και πάσης της Μεσογειακής θαλάσσης που είναι δικιά μας, Μάρε νόστρουμ, που θα πούνε κι αργότερα κάτι άλλοι, ο αγιώτατος πάπας Ιννοκέντιος νούμερο 3, μιά και οι σταυροφόροι μας δεν τα πάνε καλά κεί πέρα στους Αγίους Τόπους, αποφάσισε να προκηρύξει την Τέταρτη Σταυροφορία. Καθώς κατά που ξέρετε, την Ιερουσαλήμ δεν την έχουμε, αλλά έχουμε την Αίγυπτο. Λέει το λοιπόν ο άγιος πάπας ο Ιννοκέντιος νούμερο 3 –σηκωθήτε και χαιρετάτε ρε άμα τον αναφέρω- να κάνουμε τράμπα με το Ισλάμ. Να τους κάνουμε πάσα την Αίγυπτο και να πάρουμε την Ιερουσαλήμ, να μην αφήσει δέντρο γιά δέντρο, γιατί άμα τα κόψει θα πάρει τους κορμούς και θα τους μοσχοπουλάει γιά τίμιο ξύλο στα κορόϊδα της χριστιανωσύνης. Κι επειδή, ε, όσο νάναι κλέφτες και άρχοντες και από τους άλλους τους ψιλικατζήδες έχουμε δόξα τώ Αγίω Μάρκω μπόλικους στην Ευρώπη και τα περίχωρα, ανθρώποι δεν θα λείψουνε από την Σταυροφορία τούτη την καινούρια...Καπίσι;
-Καπίσι.
-Πάμε παρακάτου. Γιά να μεταφερθεί όμως όλη τούτη η αλητεία απέναντι, όσο νάναι χρειάζονται καράβια. Και τα καράβια, άρχοντές μου, τάχουμε μείς. Έτσι;
-Πολλά και καλά.
-Σκασμός. Ώρα το λοιπόν είναι να τα νοικιάσουμε και να τους περάσουμε καρσί. Κανονικά, θα πάρουμε τα ναύλα μας, θα κερδίσουμε ωραία και θα την αράξουμε στη Βενετία μας την φρεσκαδούρικη να οργανώνουμε φιέστες. Έτσι;
-Ζήτω!
-Σκασμός και εξακολουθώ. Αυτά είναι πράματα που τα κάνουνε οι κανονικοί άνθρωποι, οι κανονικοί έμποροι και οι κανονικοί πολιτικοί. Και τότε παίρνουνε ποσοστό τριαντατρία στα εκατό στις εκλογές και τους ίδιους τους παίρνει ο διάλος. Οι έξυπνοι όμως πολιτικοί και οι έξυπνοι έμποροι δεν κοιμούνται με όνειρα κούφια. Ποσώς. Τη γαζώνουν αλλιώς, κάνουν την καλπονόθευσή τους και βγαίνουνε από πάνω μεγάλοι και τρανοί. Κι επειδή τέλος πάντων κι εμείς, όσο να πεις, κλέφτες είμαστε και δε σηκώνει να πιαστούμε κώτσοι, να τώρα πως έχει η κατάσταση κάτω από τούτα τα καράβια, που πάμε να ναυλώσουμε.
-Το ύπουλο;
-Μπράβο, το ύπουλο. Η γαληνότατη δημοκρατία μας, αφέντες μου, ποτέ της δεν λογάριασε την Ρώμη και τον πάπα τον Ιννοκέντιο νούμερο 3 τον έχει γραμμένο το λιγώτερο στα παλιά της παπούτσια. Βεβαίως χτίζουμε εκκλησίες, κουβαλάμε τα λείψανα του Σαν Μάρκο από την Αίγυπτο, πάμε την Κυριακή στη «μέσσα», ανάβουνε λαμπάδες και κάνουνε τάματα, διότι τα τοιαύτα είναι απαραίτητα να κρατάνε το λαό σε μιά πειθαρχία. Ορθόν και απαραίτητο. Αλλά εξαρτήσεις και όρντινα από την Ρώμη δεν παίρνουμε, καπανταήδες είμαστε και ως φυσάει αρμενίζουμε. Εχτός κι αν λάχει τα συμφέροντά μας να είναι συμφέροντα και του πάπα, οπότε «δώστε μας το χεράκι σας και την παντουφλίτσα σας να την ασπαστούμε», έτσι γίνεται.
-Εύγε μας.
-Ξανά σκασμός. Κι όπως είναι γνωστό, εδώ στην Ιταλία, είμαστε δα δυό μεγάλες δυνάμεις ναυτικές που τρωγόμαστε. Εμείς στην Αντριάτικα και η Τζένοβα, ανάθεμά την, στην Τυρενάϊκα... Κανονικά, λοιπόν, έπρεπε εμείς να έχουμε με το μέρος μας την Ανατολή και η Τζένοβα τη Δύση. Έτσι έχουνε τα χαρτιά κι έτσι γίνεται. Η Τζένοβα όμως δεν είναι εν τάξει και να της το πείτε. Είδε ότι απ’την Ανατολή είναι το πολύ εμπόριο και το μεγάλο αλισιβερίσι κι άρχισε να μας κολάει στα δικά μας τα νερά και να μας κολάει άσκημα.
-Ανάθεμά τη!
-Μερσί. Γκράτσιε τάντε... Στην Ανατολή πάλι είναι ένα άλλο αναθεματισμένο βασίλειο, αυτοκρατορία αποκαλείται, τρομάρα της, που κι αυτό μας κάνει κόνξες. Οι Βυζαντινοί...
-Άπιστα σκυλιά...
-Μένα θα μου πεις! Οι Βυζαντινοί λένε κι αυτοί ότι είναι κριστιάνοι, τρομάρα τους, ορτοντόξοι, τρομάρα τους, κι έχουνε ταράξει στη νηστεία και στην μπαγασιά... Καμμιά σχέση δεν έχουνε με τους πούρους κριστιάνους, όπως είμαστε εμείς –το Σταυρό σας ρε!- τους αγαθούς και τους ακολουθούντας τας προσταγάς του Κυρίου –ματά το Σταυρό σας, παρακαλώ. Και το κυριώτερο –σιγά μη μας ακούσουνε- έχουνε και πολύ πλιάτσικο στον τόπο τους.
-Σι!
-Σιξ και ξερός. Εξακολουθώ κι όποιος με διακόψει θα τον βγάλω έξω και θάρθει τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα του. Ο πάπας Ιννοκέντιος νούμερο 3 που λέτε –σηκωθήτε, χαιρετήστε, καθήστε- πάντα πνευματικός ηγέτης και επιβλέπων επί του ποιμνίου του –μη γελάτε κτήνη!- σκέφτεται πολύ λογικά. Γιτί να μην πάρουμε το Βυζάντιο με το μέρος μας και να το κάνουμε αληθινό χριστιανικό κράτος παρά να τόχουμε κει πέρα πεπλανημένο να χάνεται μέσα στη μαύρη μαυρίλα; Τάβαλε λοιπόν έτσι, τάβαλε αλλιώς, φώναξε και τους αρχηγούς της τέταρτης σταυροφορίας και τους ξηγήθηκε σπαθί: «Περνώντας γιά τους Αγίους Τόπους, δρόμος σας είναι, ρημάχτε και το Βυζάντιο, δε χάνουμε τίποτα. Και μπόλικο χρυσάφι και πλιάτσικο έχει η δουλειά και χριστιανικώς να πούμε καλώς πράττομεν, αφού όσο να πεις κάνουμε βέρους κριστιάνους αυτούς τους αιρετικούς». Και τα παιδιά που όσο νάναι, ληστές είναι δεν είναι παρθένες, το τάξανε, «έννοια σου άγιε πάτερ κι έχουμε να ληστέψουμε και να σφάξουμε με την ψυχάρα μας».
-Μπέλλο!
-Λορέντζο Αλφιέρι μη μιλάς, θα σε βάλω να γράψεις πενήντα φορές «άβε Μάρκο ευαγγελίστα μέϊ»...Με διακόπτετε και χάνω τον ειρμό. Οι Βυζαντινοί είναι, όπως όλοι οι Ρωμιοί, ένας θαυμάσιος λαός που έχει το προτέρημα να τρώγεται και να μαλώνει μεταξύ του. Ο αυτοκράτοράς του λεγόταν Ισσαάκιος Άγγελος ο Β, μάπας κατά το μάλλον και ήττον και ένα πρωί τον έπιασε ένας αδελφός του, ο Αλέξιος ο Γ, του λέει «δεν κάμνετε γιά αυτοκράτορας καθό όρνιο» και τον έδιωξε από τον θρόνο αφού προηγουμένως τούβγαλε και τα μάτια, γιατί άμα δεν σου βγάλει τα μάτια ο αδερφός σου, ποιός θα στα βγάλει; Κι αυτό μεν δεν μας ενδιαφέρει, αδέρφια είναι, ότι θέλουνε ας τα κάνουνε τα στραβά τους. Ο Αλέξιος όμως, μπαγάσας εκ κατασκευής, άρχισε να ευνοεί την Τζένοβα.
-Νο!
-Ναι, ρε παιδιά. Τι, ψέματα θα σας πω; Άμα η Τζένοβα λοιπόν πάρει προνόμια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εμείς παθαίνουμε ζημιά, δεν παθαίνουμε;
-Κολοσσάλε!
-Σας παρακαλώ, δεν θέλω στο συμβούλιο λέξεις απρεπείς που αρχίζουνε με τις δυό πρώτες συλλαβές απ’αυτές που είπατε...Το συμφέρον μας λοιπόν, ποιό είναι; Να πατήσουμε εμείς με τις δυνάμεις μας τα νερά.
-Σινιόρ σι!
-Μπένε. Ας έρθουμε τώρα στο οικονομικό. Όπως είναι γνωστό οι περισσότεροι σταυροφόροι μαζεύονται από την Γαλλία. Φλάντρα, Καμπανία, Τουλούζη, όλ’αυτά τα μέρη μαζεύουνε κάτι ληστές να γλείφεις τα δάχτυλά σου...Κατάφερε μάλιστα ο βασιλιάς της Φράντσιας, να τους πάρει με το μέρος του και να γίνει ένας κουμανταδόρος όλων των σταυροφοριών, αφού οι άρχοντες των Αγίων Τόπων είναι πάντα δικοί του. Ούτω πως, κάρι αμίτσι, και τώρα μαζευτήκανε πάλε από το μέρος εκείνο, και μας ήρθανε στη Βενετιά μας με τα φουσάτα τους γιά να τους περάσουμε με τα καράβια μας απέναντι...
-Ε, να ετοιμαζόμαστε...
-Μάλιστα,αλλά λεφτά γιά ναύλα δεν έχουνε...
-Δεν έχουνε;
-Παιδιά, θα σας πω μιά λοβιτούρα να φύγετε από τα ρούχα σας. Ο κόμης της Τουλούζης, μάζευε τα λεφτά γιά τα ναύλα ολονών των σταυροφόρων. Τα μάζευε, τάγραφε ταχτικά να μην πέσει όξω στους λογαριασμούς, τα έκρυβε μην τα χάσει στο ζάρι και έστελνε πινάκια και μαντατοφόρους. «Τα ναύλα τάχουμε και ότι ώρα θέλουμε φεύγουμε». Οι άλλοι άρχοντες σου λέει «εν τάξει είμαστε από εισιτήρια να πάμε στη Βενετιά να μπαρκάρουμε». Τι κάνει τώρα ο κόμης της Τουλούζης;
-Κόζα φα;
-Κάνει ότι θύμωσε, μαζεύει τους δικούς του, μπαρκάρει από τη Γαλλία κι άφησε τους άλλους σταυροφόρους ξέμπαρκους εδώ πέρα...
-Α τον κερατά!
-Σσσς, ντροπή. Ένας κόμης δεν μπορεί ποτέ νάναι κερατάς. Ένας κερατάς μπορεί νάναι κόμης. Ο Τουλούζης έκανε κι άλλο λογαριασμό. Σου λέει «άμα πάω πρώτος θα φάω εγώ το καλό μερτικό». Καλά κάνει πολιτικώς και να σταματήσουν αι ηθικαί εξάρσεις...
-Ναι, αλλά εμείς από που θα πληρωθούμε;
-Σταθήτε. Έχουμε κι άλλα. Όλοι τούτοι τώρα οι μεγάλοι σταυροφόροι με τα φουσάτα τους μαζευτήκανε τώρα εδώ στη Βενετιά και απένταροι όπως είναι θ’αρχίσουνε σε λίγο να μας κάνουνε ζημιές. Σκέφτηκα λοιπόν, σήμερα το πρωί να τους κάνω μιά πρόταση.
-Κόζα;
-Απέναντι, ρε παιδιά, στην ακτή της Αδριάτικα είναι η πόλη της Ζάρας. Κι όπως ξέρετε αυτή η Ζάρα αρχίζει να μας μπαίνει στο ρουθούνι τον τελευταίο καιρό με κάτι ρεμπελιά που μας κάνει. Να την πολεμήσουμε εμείς οι Βενετσιάνοι δεν γίνεται, θα φάμε και χρήμα και χρόνο και ανθρώπους και φθορά μεγάλη θάχουμε γενικώς. Θα φωνάξω, λοιπόν, τους αρχηγούς των σταυροφόρων. «Κύριοι. Λεφτά δεν έχετε. Κάντε μιά δουλειά να σας κάνουμε κι εμείς τη δική σας. Πολεμήστε, πάρτε τη Ζάρα, δώστε τη μας και μεις σε αντάλαγμα θα σας κάνουμε τα ναύλα από δικά μας».
-Συμφέρει;
-Τι λες, ρε κορόϊδο; Εκτός δηλαδή που θα την πάρουνε χωρίς να σκοτιστούμε εμείς, θα φύγουνε από πάνω μας. Θα χαρτζιλικωθούνε με το πλιάτσικο. Θα τους περάσουμε με τα καράβια μας και προ παντός θάχουμε το ναυτικό μας ακμαίο και θα το κρατήσουμε δικό μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα μπλεχτούνε με το Βυζάντιο και με το Ισλάμ και δεν θάχουμε αντίδραση. Χώρια που θα κόψουμε και τα γόνατα της Τζένοβας.
-Της Τζένοβας;
-Ακούστε και τ’άλλο. Ο γιός του στραβού του Ισαάκιου ήρθε στον πάπα. «Κύριε πάπα», του ξηγήθηκε. «Βοηθήστε με με τους σταυροφόρους να διώξω τον Αλέξη τον Γ που μας πήρε την αυτοκρατορία υπούλως, να ξανακάνω αυτοκράτορα το μπαμπά μου τον γκαβό που είμαι κληρονόμος του, κι εγώ θα φροντίσω από την άλλη μεριά να ενωθούμε όλοι μαζί σας και να μας κάνετε κουμάντο εσείς». Άρα τι γίνεται; Οι σταυροφόροι θάχουνε μιά ηθική αφορμή, ν’αποκαταστήσουνε τον αδικηθέντα αυτοκράτορα στον θρόνο του. Μεγαλείο πρόφαση γιά να βάλουμε χέρι στο Βυζάντιο. Άμα το καταλάβουνε, ο Ισαάκιος είναι με το μέρος μας. Σύμμαχος πιά θα τους κάνει πέρα τους Γενοβέζους. Δικιά μας η θάλασσα αφού οι σταυροφόροι δεν έχουνε πλοία. Είναι ή δεν είναι μεγαλείο το σχέδιο;
-Μπράβοοοοο!
-Σας αρέσει;
-Μόλτο!
-Ψηφίστε το. Ρε σεις! Δεν θέλω ποσοστό. Θέλω ολοκληρωτική ψήφο. Πέστε οτί είσαστε στρατιώτες και ψηφίζετε μονοκούκι...Εξηγημένοι;


Αυτή είναι η αφετηρία της Τέταρτης Σταυροφορίας που έφαγε το Βυζάντιο και την Ελλάδα ολόκληρη...Πάει η Ζάρα με προδοσία –κάστρο χωρίς ρουφιάνο δεν παίρνεται, λέι η φράγκικη παροιμία- να, μπαρκάρανε τα παιδιά από τη Ζάρα γιά να μην ξαναγυρίσουνε στη Βενετιά, να και φτάσανε στην Πόλη, να και την πολιόρκησαν από στεριά οι Φράγκοι και από θάλασσα οι Βενετοί, να και τόσκασε ο Αλέξιος από το Σκουτάρι κρυφά να πάει στην Ανατολή, να και μπήκανε μέσα οι Φράγκοι, να και κλέψανε ότι βρήκανε, να και πήρανε από την φυλακή τον στραβό τον Ισαάκιο και τον ξαναβάλανε στο θρόνο...
-Κύριε αυτοκράτορα, του είπανε, βεβαίως ιμπεράτορας είσαι και θα κουμαντάρεις τον τόπο σου καλά και ωραία, αλλά με μιά συμφωνία. Πριν κάνεις οτιδήποτε θα συμβουλεύεσαι εμάς, τις δυνάμεις κατοχής.
-Κύριοι, αποκρίθηκε ο Ισαάκιος, άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί μου, φτιάνεται εσείς τα διατάγματα κατά πως τα θέλετε κι εγώ να τα βουλώνω με τη βούλα.
Τότε πετάχτηκε στη μέση ο γιόκας του.
-Ρε μπαμπά, είπε, όλα καλά και άξια, αλλά εσύ δε βλέπεις ούτε να πας προς ψιλού σου. Δεν αφήνεις να με κάνουνε εμένα βασιλιά τούτα δω τα καλόπαιδα και να σ’έχω και σένα στα ώπα-ώπα, πούσαι και άρρωστος άνθρωπος;
Ο Ισαάκιος το σκέφτηκε το πράμα.
«Άμα του πω όχι, θα δεις το άτιμο παιδί που θα μου την στήσει και θα πάθω χειρότερα από τα πρώτα. Ας τον κάνω να τρώω τουλάχιστο το ταούκ κιουκσού μου ήσυχος».
Και τα κορόϊδα οι σταυροφόροι στέψανε, λίγο αργότερα το γιό αντί του πατέρα.
Ο Αλέξιος όμως ήτανε παιδάκι τσίφτης και δεν σήκωνε νάχει στην κεφάλα του κηδεμόνες. «Βεβαίως μας βοηθήσανε οικογενειακώς, βεβαίως φερθήκανε εντάξει, αλλά γιά να κάνουνε τη δουλειά τους και να μου κηδεμονεύουνε την αυτοκρατορία. Πάει τώρα εγώ θεματοφύλαξ των παραδόσεων του Έθνους, να τους το δώσω να το κουμαντάρουνε οι ξένοι; Ή να κάνω τεμενάδες στον πάπα; Ο σκοπός είναι να τους διώξουμε αυτούς τους κυρίους να πάνε στη δουλειά τους να μην μου ζαλίζουνε τον κλήδωνα».
Από την άλλη μεριά οι Φράγκοι την αράξανε καλά και ωραία στην Πόλη κι αρχίσανε τις απαιτήσεις:
-Μας δίνετε, παρακαλώ;
-Τι πάλι;
-Να, και το χαρτζιλικάκι μας θέλουμε, και τα τρόφιμά μας θέλουμε, και γυναικάκια γιά τα παιδιά θέλουμε, και κρασάκι, διότι το πίνουμε, θέλουμε, τι θέλουμε, δε ζητάμε και τίποτα.
-Καλά ρε παιδιά, εσείς δεν είπατε ότι θα πάτε στη Συρία στους Αγίους Τόπους;
-Τόπαμε.
-Δεν είπατε ότι θα μας βοηθήσετε και θάμαστε σύμμαχοι και θα σας τσοντάρουμε κι εμείς;
-Τόπαμε.
-Δεν είπατε ότι μόνο αυτό επιζητείτε εν ονόματι του χριστιανισμού και του δικαίου και της ανωτερότητας και δεν πρόκειται να μου γίνετε ταγάρι;
-Τόπαμε.
-Ε, γιατί δεν φεύγετε;
-Διότι μπαίνει χειμώνας και μεις θα φύγουμε τον Μάρτη.
Στέναξε ο νεαρός αυτοκράτορας. «Μέχρι την άνοιξη αυτοί θα μας έχουνε φάει και τα κατώφλια». Και πλήρωνε. Και όσο πλήρωνε, τόσο ζητάγανε οι «σύμμαχοι» και κάνανε και κάτι ντου και ρημάζανε τα πλούσια τα σπίτια και αρπάζανε τις γυναίκες στους δρόμους μέρα μεσημέρι και μαχαιρώνανε κι όποιον έκανε να τους μιλήσει, γενικά δηλαδή δείχναν διαγωγή κοσμιωτάτη. Ο Αλέξιος αλλοιθώριζε. Ο λαός γκρίνιαζε.
-Σκυλόρατσες του κερατά...
Ο Αλέξιος όμως, έξυπνος, πιάνει μιά μέρα με το μαλακό τους αρχηγούς και τους ξηγιέται:
-Ρε κύριοι, δω μέσα γίνονται επεισόδια. Δεν βγάζουμετο στρατό όξω απ’τα τείχη να μη μαζευόμαστε πολλοί και πιάσουμε τσιμπούρια;
Από δω τους είχε, από κει, με κάτι προμήθειες και κάτι στρατόπεδα που έχτισε απ’όξω, τους κατάφερε. Μπαίνανε βέβαια μέσα οι ξένοι, τα κάνανε λαμπόγυαλο, αλλά τέλος πάντων, δεν ήτανε και τόσοι μαζωμένοι. Κάπως λιγότεροι.
Οι αρχηγοί όμως των σταυροφόρων που βλέπανε πλούτη και χρυσάφι πολύ, σκεφτήκανε πονηρά.
-Άσκημα κάναμε που βάλαμε αυτοκράτορα και δεν τα κρατήσαμε όλα να τα φάμε. Πρέπει να τα ξαναπάρουμε.
-Πως;
-Στάσου να δεις.
Φωνάζουνε κάτι παιδάκια λέρες, τους δίνουνε εντολές και βγήκανε τα παιδάκια στην Πόλη με άδεια εξόδου μετά δημοσίων θεαμάτων. Ήτανε καμμιά τρακοσαριά, μπουκάρανε, μεθύσανε, δήθεν, αρχίσανε το σαματά και στο τέλος βαλθήκανε να κυνηγάνε τις γυναίκες.
Πιάσανε κάνα δυό κοπέλες να τις βρωμίσουνε, ξεσηκώθηκε ο κόσμος.
-Που είσαστε ρε; Στου πατέρα σας το τσιφλίκι;
-¨Αντε χαθείτε.
-Κάτου τα ξερά σας από τα κορίτσια μας.
-Ρε άντε από κει, παλληκαράδες...
Ζωχαδιαστήκανε οι Βυζαντινοί, τους βάζουνε χέρι, μαλώνουνε πολύ, γίνεται μαχαίρωμα και τέτοια, τους καθαρίζουνε. Ο Αλέξιος έμαθε το κακό, σου λέει «κάναμε ζημιά, θάχουμε πόλεμο», κλείνει τις καστρόπορτες.
Οι Φράγκοι θορυβηθήκανε. Κάνανε κάνα δυό εφόδους, δεν τα βολέψανε και μαζευτήκανε όλοι απέναντι και μιά δεν μπορέσανε να μπούνε μέσα στη Βασιλεύουσα, βάλανε χέρι στα περίχωρα. Ρημάξανε όλο τον τόπο, μέχρι την Αδριανούπολη, πήγαιναν, ερχόντουσαν, κλέβανε και καλοπερνάγανε με την ιδιότητα του προδοθέντος.
Μέσα στην Πόλη τα πράματα πήρανε άλλη τροπή. Πρώτα-πρώτα ο Ισαάκιος ο στραβός βάσταγε με το μέρος των Φράγκων. Ο γιός του ετοιμαζότανε να τους πολεμήσει. Ο λαός χωρίστηκε. Οι μισοί λέγανε να παραδοθούνε, οι άλλοι μισοί να πολεμήσουνε. Χάος.
Απάνω σ’αυτή την αναμπουμπούλα νάσου και ξεπετάγεται ένας συγγενής του Ισαάκιου, ο Αλέξιος Ε ο Μούρτζουφλος. Κάτι συνομοτεί, κάτι από δω, κάτι από κει, αρπάζει πονηρά τον νεαρό αυτοκράτορα, τον σκοτώνει και ανακηρύσεται μόνος του αυτοκράτωρ. Και γιά να τονώσει τη θέση του με το εθνικό συναίσθημα κηρύτει: «Έξω οι Φράγκοι».
Αλλά με ποιόν να τους διώξει που ήτανε ανάστα ο Κύριος το μαγαζί;
Μάθανε οι Φράγκοι την κατάσταση, επιτίθενται. 12 Απριλίου του 1204 ήτανε που μπήκανε μέσα και πιάσανε και τον καινούριο αυτοκράτορα, τον Μούρτζουφλο. Τον στήσανε πάνω στην κολώνα του Θεοδόσιου και τον πετάξανε κάτω.
Πάει το Βυζάντιο, πάει κι όλη η Ελλάδα με τα τρία της Θέματα στα χέρια τους. Κακομοίρα και βασανισμένη η ηπειρωτική Ελλάδα, άλλαξε αφέντες. Έπεσε στην αρπαγή που λέγεται Φραγκοκρατία κι από δω και πέρα αρχίζει η ιστορία μας.


Νίκος Τσιφόρος. (Εμείς και οι Φράγκοι).

Εκδόσεις Ερμής.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ.

Σε κάποια απ’τις βόλτες με τους φίλους μου στην Ισπανία και ειδικότερα στην επαρχία της Μάντσας, ανακάλυψα μία παλιά συλογή ιπποτικών ιστοριών, καταχωνιασμένη στο πίσω ράφι ενός βιβλιοπωλείου, στο Τολέδο. Ξεφυλίζοντας το, άγνωστης έκδοσης, βιβλίο (αφού πολλές σελίδες λείπουν, μαζί και το εξώφυλο) κατάλαβα με έκπληξη πως μιά απ’τις ιστορίες αφορούσε στον δον Κιχώτη του Μιγκέλ ντε Θερβάντες – έργο του 1605. Διαβάζοντάς το διαπίστωσα πως ο τρόπος γραφής του είναι παρόμοιος με του ίδιου του Θερβάντες και κατέληξα στο συμπέρασμα πως είναι γραμμένο από κάποιον ήσσονος σημασίας διηγηματογράφο, με σκοπό να αποτίσει φόρο τιμής ή ακόμα να ειρωνευτεί τον δημιουργό του πασίγνωστου έργου. Μου έκανε εντύπωση η αναφορά στον Αλφόνσο Φερνάντεθ Αβελιανέδα, που είναι ο λόγος γιά τον οποίο ο Θερβάντες έγραψε τελικά τον δεύτερο τόμο του δον Κιχώτη – το 1615 – αφού ο παραπάνω κύριος είχε εκδώσει έναν δικό του, «πλαστό» τόμο με την συνέχεια της ιστορίας του ξακουστού ιππότη. Το μετάφρασα με πολλή προσοχή, θέλoντας, όχι μόνο να μεταφέρω το κείμενο, αλλά και να επισημάνω τις αναφορές στο διάσημο βιβλίο του Θερβάντες. Οι – ομολογουμένως πολλές – παραπομπές είναι αναγκαίες γιά την κατανόηση του ύφους του συγγραφέα, που κάποιες φορές μιλάει - όπως θα δούμε παρακάτω – με τα λόγια του ίδιου του Θερβάντες. Στην προσπάθειά μου αυτή με βοήθησε πολύ η – εξαιρετική κατά την γνώμη μου – μετάφραση του Ηλία Ματθαίου και γιά αυτό τον ευχαριστώ. Τέλος, εντελώς αυθαίρετα, χώρισα τα τρία «κεφάλαια» χρησιμοποιώντας τις στροφές του ποιήματος «ο δον Κιχώτης» του Ρώμου Φιλύρα, που έκρινα πως ταιριάζει περισσότερο στην περίσταση.

Καλή ανάγνωση.





Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ ΣΑΝΤΣΟ ΠΑΝΘΑ, ΣΚΟΥΤΑΡΙΩΤΗ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΙΠΠΟΤΗ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΝΤΕ ΛΑ ΜΑΝΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ ΤΟΥ, ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΟΝΣΟ ΦΕΡΝΑΝΤΕΘ ΑΒΕΛΙΑΝΕΔΑ, ΔΟΚΙΜΟ ΙΣΤΟΡΗΤΗ.(1)


«Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου
κι ο καγχασμός σου στό Κενό αντηχάει
κράνος και τελαμώνες η στολή σου
μιά ειρωνία και σ’ότι ξεψυχάει».


Έτσι λοιπόν φτάσαμε στη Μάντσα, σε ένα μέρος που ούτε θέλω να θυμάμαι το όνομά του.(2) Εγώ με τα πόδια και ο αφέντης μου καβάλα, αφού έτσι είναι το σωστό και το πρέπον, οι άνθρωποι να καβαλάν τα γαιδούρια κι όχι το ανάποδο. Ακολουθούσαμε εκείνο τον καιρό έναν παράξενο, μισότρελο γέρο, που απ’ τα πολλά ιπποτικά μυθιστορήματα που διάβαζε, του είχε στρίψει τελείως και νόμιζε πώς ήταν και ο ίδιος ιππότης, χωρίς να καταλαβαίνει – όσο και να του εξηγούσε κάποιος – πως, τότε, το σωτήριο έτος 1605 μετά την Γέννηση Του Κυρίου, ο κώδικας της ιπποσύνης είχε πιά χαθεί.(3) Ήταν ένας ψηλός, λιπόσαρκος μα γεροδεμένος άντρας, γύρω στα πενήντα, που τριγύριζε στον κάμπο του Μον-τιέλ, φορώντας μιά παράξενη, παλιά πανοπλία και μπλεκόταν συνέχεια σε μπελάδες, με επώδυνα – τις περισσότερες φορές – αποτελέσματα τόσο γιά τον ίδιο όσο και γιά τον δύστυχο αφέντη μου. Είχε ένα άλογο – όχι απ’τα καλίτερα που έχω συναντήσει – τον Ροθινάντε, που η όψη του ταίριαζε κουτί με το όνομά του(4) και η γλώσσα του ήταν πιό κοφτερή κι από ξίφος Μόρου,(5) όπως είχα την ευκαιρία να μάθω από πρώτο χέρι, ακούγωντας κάποτε μιά συζήτησή του με τον Μπαμπιέκα.(6) Το αφεντικό μου, ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος που είχε γενηθεί αγρότης σε ένα χωριό όχι πολύ μακριά απ’το Τολέδο, δεν φημιζόταν γιά την εξυπνάδα του - μα ούτε ήταν και κουτός, όπως διαπίστωσα αργότερα – και με ένα σωρό ταξίματα γιά βασίλεια και νησιά και άλλες πολλές ανοησίες τον κατάφερε να παρατήσει δουλειά και οικογένεια και να γίνει σκουταριώτης του, να του κρατάει δηλαδή την ασπίδα. Τώρα βέβαια θα μου πεις, πως ένας άνθρωπος που δεν έχει άλλο κουσούρι εξόν απ’ τη φτώχεια του, παράτησε γυναίκα και παιδιά γιά να ακολουθήσει έναν τρελό, αυτό είναι μιά άλλη ιστορία. Δεν μπορεί να μην καταλάβαινε, όταν τον έβλεπε να χτυπιέται με τους ανεμόμυλους – που τους περνούσε γιά γίγαντες – πως ο κύριός του είχε χάσει τα λογικά του, ήταν τελείως παλαβός - περισσότερο από οποιονδήποτε σ’ όλη τη γη, όση ανακαλύφθηκε ώς τώρα (7)– και ότι του’λεγε, ήταν γεννήματα του άρωστου μυαλού του, του γεμάτου από Ουργάντες, Ορλάνδους, Αμάδις και Μπελιάνις.(8) Όχι, τώρα πιά – μετά από τόσο καιρό – όταν ενθυμούμαι τα γεγονότα εκείνων των χρόνων, καταλαβαίνω ότι ο αφέντης μου, ο αξιότιμος Σάντσο Θάνκας,(9) δεν ήταν καθόλου κουτός και – πολύ περισσότερο – καθόλου τρελός, όπως ίσως βάλεις με τον νου σου, ευγενικέ αναγνώστη,(10) παρά σπρωγμένος από έναν συνδιασμό περιέργειας, απληστίας, δίψας γιά περιπέτεια και – κυρίως – ανάγκης να ξεφύγει απ’ τη σκληρή ζωή που ζούσε ως τα τότε, έκαμε μιά ιδιότυπη, σιωπηλή συμφωνία με τον τρελό του κύριο, γιά να ζήσουνε μαζί την πιό ξακουστή ιπποτική ιστορία που έχει γραφτεί ποτέ στα χρονικά της Μάντσας.

«Ούτε η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα άλυτο που πάει
σε φαντασίωση που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου».

Ο ιππότης μας ήταν παράφορα ερωτευμένος με κάποια χωριατοπούλα από ένα μικρό γειτονικό χωριουδάκι, το Τομπόσο, και μες στην τρέλα του πίστευε πως ήταν πριγκηποπούλα, κόρη κάποιου άρχοντα του χωριού - που το νόμιζε γιά πόλη σπουδαία, με τα τείχη της, τα κανόνια της και όλα της – και την έλεγαν Δουλθινέα. Εγώ δεν την είχα δει ποτέ – κι ούτε και ο αφέντης μου – και πολύ αμφιβάλω αν την λέγαν Δουλθινέα ή ακόμα αν στ’αλήθεια υπήρχε, μα εκείνος ορκιζόταν στον πλάστη του κόσμου και στα τέσσερα ευαγγέλια, εκεί που βρίσκονται ολόκληρα απ’ την αρχή ως το τέλος,(11) πως είναι το πιό όμορφο πλάσμα στην πλάση και πως τα μάτια της είναι ήλιοι και τα μάγουλά της τριαντάφυλα και τα μαλιά της καθάριο χρυσάφι και όλες τέλος πάντων αυτές τις ανοησίες που διάβαζε στις φυλάδες. Ορκιζόταν στο όνομά της με μία πίστη που καταντούσε βλάσφημη, όταν -μπαίνοντας σε μιά καινούρια μάχη- αντί να ζητήσει την βοήθεια του Θεού, έκαμε δέηση στη δέσποινά του, σάμπως νάταν η Αγία Μητέρα Του Κυρίου υμών.(12) Αλήθεια, η τρέλα του ήταν τόσο μεγάλη, που τον έκαμε κάποτε να πιστέψει την πιό εξωφρενική ιστορία που σκαρφίστηκε πότε ο αφέντης μου, χωρίς μεγάλη δυσκολία. Βαδίζαμε προς την μεγάλη πολιτεία του Τομπόσο γιά να λάβει ο γενναίος μας ιππότης την ευχή και την ευλογία της κυράς της καρδιάς του, όμως μας έπιασε η νύχτα και δεν μπορέσαμε να βρούμε το κάστρο της.(13) Έτσι, ο αφέντης μου αποφάσισε να αφήσει τον τρελό μας σε ένα σύδεντρο λίγο έξω απ’την πόλη και να πάει μόνος του να βρει την πριγκηπέσσα - αφού ήταν ο μόνος που την είχε ξαναδεί. Δεν τούφταιγε κανένας - εξόν απ’ το ξερό του το κεφάλι - έτσι όπως είχε μπλέξει τούτη τη φορά, γιατί παλιότερα είχε παίξει άσκημο παιγχνίδι στον κύριό του, ξεγελώντας τον, πως την είχε τάχα συναντήσει. Ενώ λοιπόν προχωρούσε πολύ συλλογισμένος, η τύχη τόφερε και αντίκρυσε τρείς χωριατοπούλες που πήγαιναν χασκογελώντας κατά τους αγρούς, καβάλα στα μουλάρια τους. Δεν έχασε καιρό, παρά έτρεξε και τούπε πως η Δουλθινέα του έρχεται να τον προύπαντήσει με την συνοδεία της, μες στα χρυσάφια και τα ασήμια - καταπώς αρμόζει σε μία πριγκήπισα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται όταν ο δύστυχος ερωτευμένος αντίκρυσε αυτή την κακομούτσουνη αγρότισα, που ο αφέντης μου του πάσαρε γιά Δουλθινέα. Έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα και καταριόταν την κακή του μοίρα – γιατί ο παμπόνηρος αφέντης μου του είχε βάλει στην άδεια του κεφάλα την γνώμη πως κάποιος μάγος, ορκισμένος εχθρός του, είχε μεταμορφώσει την δέσποινά του σε άσκημη εργάτρια. Εγώ μαζί με τον Ροθινάντε κρατάγαμε την κοιλιά μας απ’τα γέλια και νομίζω πως το ίδιο θάκανε και ο αφέντης μου αν δεν φοβόταν μήπως προδοθεί, μα εκείνος ο φουκαράς λίγο έλειψε να τρελαθεί απ’ το κακό του,(14) τόσο που στο τέλος τον λυπήθηκα. Ήταν πολύ παράξενο ζευγάρι οι δυό τους, λες και η τρέλα του ενός συμπλήρωνε την πονηριά του άλλου – τόσο, που κάποιες φορές νόμιζα πως και οι δυό μαζί μπορεί και νάκαναν έναν άνθρωπο κανονικό.

«Στοχαστικής μιάς ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο
της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα».

Με αυτά και με τα άλλα περνούσαν οι μέρες μας εκεί, στις λαγκαδιές και στα βουνά της Μάντσας και παρά την πείνα και τις ματσουκιές που τρώγαμε – περισσότερο οι άνθρωποι και λιγότερο τα άλογα (15) – ήταν μέρες ωραίες, γεμάτες ανεμελιά και ελευθερία.
Και ενώ όλη την μέρα τριγυρίζαμε στα ρουμάνια ψάχνοντας γιά καινούριες περιπέτειες που θα ανάγκαζαν τους χρονικογράφους της Μάντσας να γράψουν με χρυσά γράμματα το όνομα του ιππότη μας δίπλα σ’αυτά του Αμαδίς και του Ρολάνδ, το βράδυ γύρω απ’ την φωτιά ή και χωρίς αυτήν, συνήθως νηστικοί, έπιαναν οι δυό τους την κουβέντα. Και τότε – σαν κάποιος μάγος να τους μεταμόρφωνε – ξεκινούσαν τις πιό σπουδαίες συζητήσεις που έχω ακούσει ποτέ μου από ανθρώπους. Μιλούσαν γιά τα πάντα, μα πιό πολύ γιά την αξία και την τιμή, γιά τον σκοπό του ανθρώπου σε τούτη τη ζήση. Πότε συμφωνούσαν και πότε διαφωνούσαν, μα πάντα άκουγαν ο ένας τον άλλο με μεγάλη προσοχή και οι απαντήσεις τους ήταν καλοζυγισμένες και ακριβείς.
Μιλούσε ο δον Κιχώτης γιά το δίκιο και την αρετή και λαμποκοπούσε ολόκληρος, λες και ο ίδιος ο βολικός (16) φύσαγε μέσα του την ιερή φωτιά της φλεγόμενης βάτου. Τον άκουγε ο πιστός του Σάντσο και απαντούσε με γνωμικά και παροιμίες, τόσο ταιριαστές στη συζήτηση, που έλεγες πως αν αυτοί οι δυό – ένας τρελός και ένας αγράμματος – μπορούν και βγάζουν τόσο συνετές και δίκαιες αποφάσεις τότε κανείς δεν πρέπει νάναι ούτε λογικός, ούτε γραμματιζούμενος παρά – σαν τους δυό τους – τρελός και αμόρφωτος. Σαν νερό που κελαρίζει έρεε ο Λόγος (17) απ’τα χείλη του σπουδαίου ιδαλγού και έμοιαζε πότε με ευγενικό ρυάκι που ξεδιψάει στο διάβα του τους σπαρμένους αγρούς της Ανδαλουσίας και πότε με το ορμητικό και βίαιο, αφρισμένο ρεύμα του Μεγάλου Ποταμού.(18) Και έλεγες κείνες τις στιγμές πως, όχι ένας Πάνθα, μα τεράστιοι στρατοί, μιλιούνια ιππότες με αστραφτερές φορεσιές ακολουθούν τούτον τον παράξενο άνθρωπο που τα μάτια του καίνε σαν κάρβουνα και ο Λόγος του σκορπάει τον νόμο των χωροφυλάκων και τον φόβο της Αγίας Αδελφότητας (19) σαν το άχυρο στους τέσσερεις ανέμους. Και απαντούσε ο Σάντσο με άμετρη γνώση και σύνεση και συμπλήρωνε τον φίλο του και κύριό του στα πάντα – και στα μικρά και στα μεγάλα – και τότε σαν να τους έβλεπα να ξεμακραίνουν οι δυό τους, ιπτάμενοι, ντυμένοι με το λαμπρό, αιώνιο φως της Ιστορίας των μελούμενων, ακολουθούμενοι από χιλιάδες άλλους κατοπινούς τρελούς, που – όπως αυτοί - δεν λογαριάζουν τον νόμο των πολλών παρά μόνο το Δίκαιο γιά όλους. Και όταν πιά τα μακριά δάχτυλα της Αυγής ξέγνεθαν τα πέπλα της Νύχτας και ο πετεινός σήμανε την στιγμή της παλιάς προδοσίας,(20) οι δυό τους κατέβαιναν ξανά στη γη και ξαναγίνονταν αυτό που ήταν πραγματικά – ένας τρελός και ένας χωριάτης.
Ναι, έτσι πέρασε η ζωή μας εκεί, στις στις ερημιές του Μον-ντιέλ. Και ήταν η καλύτερη ζωή που έζησα ποτέ – μα και θα ζήσω – γιατί, όπως ξέρουμε όλοι καλά, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, παράδεισος γιά τους γαϊδάρους δεν έχει ακόμα εφευρεθεί. Τέλος – γιατί γνωρίζω πως ήδη σε κούρασα αργόσχολε αναγνώστη – δεν ξέρω τι απέγινε ο ένδοξος δον Κιχώτης – γιά τον οποίο όλοι οι Μαντσέγοι συμφωνούν πως υπήρξε ο πιό πιστός ερωτευμένος και ο πιό γενναίος ιππότης που πέρασε ποτέ από κείνα τα μέρη – μα ούτε και πιστεύω πως μου χρωστάς χάρη γιά την γνωριμία σου μαζί του.(21) Όμως θέλω να με ευχαριστήσεις γιά την γνωριμία του σκουταριώτη του, του ξακουστού Σάντσο Πάνθα, που συγκέντρωνε – νομίζω – όλες τις χάρες της σκουταροσύνης (22) του παλιού καιρού.Ύστερα απ’αυτό, ο Θεός να σου δίνει υγεία και εμένα ας μην με ξεχνά.
Τέλος.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΡΑΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΤΗΝΟ.

Καθώς έκανε διάφορες σκέψεις γύρω από την ανθρωπότητα ο κ.Κ. κατέληξε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την κατανομή της φτώχειας. Κάποια μέρα κοίταξε γύρω του στο σπίτι και βρήκε πως ήθελε άλλα έπιπλα, πιό κακής ποιότητας, πιό φτηνά, πιό φτωχικά. Πήγε παρευτύς σ’έναν μαραγκό και του παράγγειλε να ξύσει το βερνίκι από τα έπιπλά του. Χωρίς βερνίκι όμως τα έπιπλα δεν έδειχναν φτωχικά μα κατεστραμένα. Κι όμως ο λογαριασμός του μαραγκού έπρεπε να πλερωθεί κι ο κ.Κ. αναγκάστηκε ακόμα να πετάξει τα έπιπλά του και να αγοράσει καινούρια, πιό φτηνά, πιό φτωχικά, πιό κακής ποιότητας, μιά και τάθελε έτσι. Κάποιοι που τόμαθαν γέλασαν σε βάρος του κ.Κ. γιατί τα φτωχικά έπιπλα του κόστισαν πιό ακριβά από τα βερνικωμένα. Ο κ.Κ. όμως είπε: «Χαραχτηριστικό της φτώχειας δεν είναι η οικονομία μα το έξοδο. Σας ξέρω του λόγου σας. Η φτώχεια σας δεν ταιριάζει στις ιδέες σας. Μα στις δικές μου ιδέες δεν ταιριάζει ο πλούτος».



ΜΠΕΡΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ.

Από τις «Ιστορίες του κ.Κόϋνερ» (η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής).

Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης.

Εκδόσεις Θεμέλιο.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΙΙΙ.

Έφυγα από το Σιγκέτ μία Τετάρτη τις τέσσερεις το απόγευμα. Έφτασα στο Μπράσοφ στις πέντε το πρωί. Ο σταθμός ήταν άδειος, μόνο μία παρέα αστέγων μοιράζονταν μιά μπύρα ακουμπώντας στον τοίχο. Μου ζήτησαν ένα τσιγάρο. Τους άφησα όλο το πακέτο. Το τρένο γιά Βουκουρέστι ήταν στις έξι το απόγευμα και –αφού είχα χρόνο- αποφάσισα να πάω στην Σιγκισοάρα. Πήρα το τρένο των 05.45. Στις 09.10 το πρωί, το τρένο σταμάτησε σε έναν σταθμό στη μέση του πουθενά, που λέγεται Izvoru Oltului. Καθώς περίμενα να ξεκινήσει, ένας υπάληλος του σιδηρόδρομου με πλησίασε.
- Τι κάνετε εδώ;
- Περιμένω να ξεκινήσει το τρένο.
- Το τρένο αυτό κάνει τέρμα εδώ. Θα φύγει στις 12.30 γιά Μπράσοφ.
- Άλλο τρένο;
- Δεν υπάρχει άλλο τρένο. Που θέλετε να πάτε;
- Στη Σιγκισοάρα.

Μπήκα σε ένα μπακάλικο-παμπ –το μοναδικό κτίριο που υπήρχε στην περιοχή εκτός από τον σταθμό.
Πήρα μία μπύρα και κάθησα σε έναν ξύλινο πάγκο στην αυλή, κάτω από μία τεράστια καρυδιά. Σε λίγο, ο σιδηροδρομικός με πλησίασε. Κρατούσε ένα χαρτί με σημειώσεις.
- Τα δρομολόγια γιά Σιγκισοάρα, γιά Μπράσοφ και γιά Βουκουρέστι. Από που είσαι;
- Από την Ελλάδα. Τι ώρα είναι;
- 10.20. Δεν έχεις ρολόι;
- Όχι.
-Και πως ταξιδεύεις αφού δεν ξέρεις την ώρα;
- Την ξέρεις εσύ, σε ρωτάω, μου λες και έτσι ξέρω και εγώ.
- Πάρε, είπε και μου έδωσε το ρολόι του, ένα αδιάβροχο, κινέζικο ψηφιακό ρολόι, με χρονόμετρο.
- Δεν μπορώ να σου πάρω το ρολόι, του είπα σαστισμένος.
- Πάρτο, είπε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εσύ ταξιδεύεις. Η γυναίκα μου έχει άλλα δύο, στο σπίτι.
Έμεινα κάγκελο. Ο τύπος με ήξερε είκοσι λεπτά και μου χάρισε το ρολόι του. Δεν ήταν βέβαια ένα Ρόλεξ, αλλά ήταν το ρολόι του, το ρολόι που φορούσε φεύγοντας γιά την δουλειά. Το βούλωσα και πήρα το ρολόι.

Στις 12.36 ανέβηκα στο τρένο. Έφτασα ξανά στο Μπράσοφ στις 16.30. Πήρα το τρένο των πεντέμιση γιά Βουκουρέστι. Έφτασα στις εννιά το βράδυ. Το τρένο γιά Σόφια είχε φύγει στις 19.30. Κοίταξα στον πίνακα ανακοινώσεων. Στις 22.00 είχε τρένο γιά Βελιγράδι. Έφαγα ένα χοτ-ντογκ και ανέβηκα στο τρένο. Το ίδιο το ταξίδι, σαν πρόσωπο με φυσική υπόσταση, είχε ήδη αποφασίσει γιά μένα.

Βουκουρέστι-Βελιγράδι. Πέρα, δώδεκα ώρες δρόμο με το τρένο, ο Αιρ Κομμάντερ με περίμενε, ακροπατώντας στις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών της Βίνκα.

Περάσαμε τα σύνορα στις 08.20. Έλεγχος διαβατηρίων. Μία βλοσυρή αστυνομικίνα με ρώτησε πόσα λεφτά έχω μαζί μου.
-Γιατί; την ρώτησα απορημένος.
-Θέλω να ξέρω.
-Είκοσι ευρώ και τριακόσιες χιλιάδες ρουμάνικα λέι.
Με κοίταξε καχύποπτα.
- Ξέρετε, τα λέι δεν περνάνε στη Σερβία, μου είπε.
- Όχι, δεν το ξέρω.

Μπήκαμε στο Βελιγράδι από τις ανατολικές γέφυρες, εκεί που ενώνεται ο ποταμός Σάβα με τον Δούναβη. Από ψηλά, η πόλη φαινόταν μαγική, λουσμένη στο λαμπρό φως του ήλιου. Τα δύο ποτάμια συναντιώντουσαν στη μέση της, χωρίζοντάς την στα τρία. Φορτωμένες μαούνες πηγαινοέρχονταν, μεταφέροντας ξυλεία και άλλα εμπορεύματα.
Στις καταπράσινες όχθες, πλωτές μπυραρίες και εστιατόρια ετοιμάζονταν γιά την κίνηση της μέρας.

Βγήκα από τοτρένο και κατευθύνθηκα στις πληροφορίες του σταθμού, ενός βαλκανικού σταθμού, ήσυχου και άνετου. Εκεί, έμαθα πως μπορώ να αλάξω μόνο ευρώ σε σέρβικα δηνάρια, και η τράπεζα που συνεργάζεται με την Αμέρικαν Εξπρές είναι η τάδε.
Βγήκα και στην είσοδο του σταθμού έπεσα πάνω σε έναν ταξιτζή.
- Θες να σε πάω κάπου;
- Όχι, ευχαριστώ. Θα περπατήσω.
- Που πας;
- Στην παλιά πόλη.
- Είναι πέντε χιλιόμετρα.
- Πόσα λεφτά θες να με πας;
- Δέκα ευρώ.
- Πολλά λεφτά. Θα στα δώσω σε λέι.
- Εντάξει.
Μπήκα στο ταξί καθώς το ρολόι μου χτυπούσε δέκα. (Η Σερβία είναι μία ώρα πίσω).
Πιάσαμε την κουβέντα. Με είχε περάσει γιά ρουμάνο. Όταν κατάλαβε ότι είμαι έλληνας μου έκανε την ακόλουθη πρόταση:
- Αφού θα πάρεις δηνάρια, πλήρωσέ με κανονικά.
- Εντάξει. Όμως θα περιμένεις.

Φτάσαμε στην τράπεζα. Πήγα στο μηχάνημα και έβαλα την κάρτα στην υποδοχή. Δεν έγινε δεκτή. Απευθύνθηκα στον υπεύθυνο της τράπεζας, έναν νεαρό ψηλό σέρβο, ο οποίος μου είπε στα αγγλικά:
- Ζητούμε συγνώμη κύριε, μα αυτή η κάρτα δεν περνάει στη Σερβία.
- Γιατί; τον ρώτησα.
Έσκασε ένα πικρό χαμόγελο. Μέσα από τα μάτια του πέρασαν τα βουνά της Σερβίας, με τις στάνες τους και τους βοσκούς τους, οι ψηλές, σιδερένιες γέφυρες που πάνω τους αργοκυλούσαν τα τρένα, τα καταπράσινα λιβάδια και ο σκοτεινός Δούναβης και τέλος, τα ίδια, τα μεγαλόπρεπα κτίρια του Βελιγραδίου, με τις μπαρόκ διακοσμήσεις τους.
- Δεν ξέρω, μου απάντησε.

Ο ταξιτζής περίμενε έξω από την τράπεζα. Του εξήγησα την κατάσταση. Ανησύχησε πολύ.
- Τι θα κάνεις τώρα; μέ ρώτησε.
- Δεν ξέρω. Πάρε τρακόσιες χιλιάδες λέι.
- Δεν τα παίρνω. Δεν έχεις λεφτά.
- Έτσι και αλλιώς δεν μπορώ να τα αλλάξω. Μου είναι άχρηστα. Εσύ μπορείς. Πάρτα.

Ήθελα να μείνω μία μέρα στο Βελιγράδι, αλλά είχα μόνο είκοσι ευρώ. Πήγα στο ελληνικό προξενείο, γιά να μάθω τι κάνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ήταν Παρασκευή μεσημέρι. Την Δευτέρα ήταν κάποια αργία –νομίζω του αγίου πνεύματος. Μπροστά στο προξενείο ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, που κάτι περίμενε. Μπήκα μέσα και συνάντησα έναν παχύ τύπο, που φορούσε άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια, μαύρη γραβάτα και είχε και ένα μαύρο μουστάκι.
- Καλημέρα του είπα στα ελληνικά. Έχω αυτό το πρόβλημα. Τι θα μπορούσα να κάνω;
- Ξέρω ΄γω; Συνέχισε το ταξίδι σου. Πάρε το τρένο.

Έφυγα από το προξενείο –που είναι στην οδό Ρήγα Φερραίου- και μετέτρεψα το εικοσάευρω σε χίλια εξακόσια σέρβικα δηνάρια. Το τρένο μου θα έφευγε στις 18.05 γιά Θεσσαλονίκη. Η ώρα ήταν δώδεκα. Περπάτησα την πόλη. Τις κοίτες των ποταμών, τα παζάρια, την παλιά πόλη, το εμπορικό κέντρο, τις γέφυρες πάνω απ’τα ποτάμια και κατέληξα σε μία πλωτή μπυραρία, κοντά στον σταθμό.
- Θέλω μιά μπύρα, άλλα έχω αυτό, είπα στην υπάλληλο και της έδειξα ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δηναρίων.
- Καθήστε. Με αυτό παίρνετε πολλές μπύρες.
Μου έφερε την μπύρα και αρνήθηκε να πληρωθεί.
Κερασμένη απ’το μαγαζί. Σήκωσα το ποτήρι και έγνεψα στην υγειά του μαγαζάτορα που κάθοταν πίσω απ’το μπαρ. Μου ανταπέδωσε το γνέψιμο. Δίπλα μου, δύο εργάτες του παρακείμενου ρυμουλκού, έκαναν διάλειμα γιά καφέ.

Πήρα το τρένο γιά Θεσσαλονίκη. Τίγκα. Ο ελεγκτής μετά βίας χωρούσε να περάσει απ’τον διάδρομο.
- Τι είναι αυτό; ρώτησε, επιθεωρώντας το κάπως ακατάστατο εισητήριό μου. Έχεις ήδη κάνει τις διαδρομές σου, είπε, σε τέλεια σέρβικα.
- Πώς; απάντησα, σε τέλεια ελληνικά.
Ο ελεγκτής δεν μιλούσε αγγλικά, πράγμα που φαινόταν να συμβαίνει και με όλους τους παριστάμενους. Προσπάθησα να του εξηγήσω με νοήματα, μιλώντας του πάντα στα αγγλικά.
- Από που είσαι; ρώτησε.
- Απ’την Ελλάδα.
- Και γιατί μου μιλάς αμερικάνικα;
- Δεν σου μιλάω αμερικάνικα, σου μιλάω ελληνικά, του είπα στα ελληνικά.
- Ο.Κ, είπε και υπέγραψε το εισητήριο.
Όλο το βαγόνι ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Μαζί και εγώ.

Όσο περνούσε η ώρα, το τρένο άδειαζε.
Όταν πιά βράδιασε, αρχίσαμε να βλέπουμε τις πυγολαμπίδες. Χιλιάδες μικρά φωτάκια που αναβόσβυναν μέσα στο σκοτάδι. Μέτρησα την περίοδο αναλαμπής. Ένα δευτερόλεπτο φως, ένα σκοτάδι.Τα έντομα κάνανε διακεκομένες φωτεινές διαδρομές στο σκοτάδι.
Όταν πιά περάσαμε την Νις –την γενέτειρα του Κωνσταντίνου του 1ου , (του «Μεγάλου» δηλαδή) που παλιά άνηκε στην Ιλλυρία, (αλλά άντε εσύ πες ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αλβανός)- το τρένο άδειασε ακόμη πιό πολύ. Λίγοι πήγαιναν στο Κόσσοβο και ακόμα πιό λίγοι στα Σκόπια (που τα λένε και Μακεδονία).
Πιό αργά, έμεινα μόνος μου στο κουπέ. Βγήκα στον διάδρομο, να καπνίσω. Ένας ξανθός τύπος, μετρίου αναστήματος, με στρατιωτική κορμοστασιά και ψυχρά, γαλάζια μάτια, κάπνιζε δίπλα μου. Φορούσε στολή των σέρβων σιδηροδρομικών. Μου πρόσφερε τσιγάρο.
- Που πας; με ρώτησε –μάλλον- στα σέρβικα.
Φτου και απ’την αρχή.
- Ατένα, του απάντησα.
- Εγώ Βέλες.
- Τίτοβέλες, διόρθωσα.
- Ντα, Τίτοβέλες, είπε και μιά σκληρή γκρίζα λάμψη πέρασε απ’τα μάτια του.
- Μπίζνες, τρεν;
- Ντα.
Μου εξήγησε ότι ταξίδευε με την γυναίκα του και τις δύο κόρες του που πήγαιναν στο Βέλες –πόλη του Κοσσόβου πιά- στους γονείς της και εκείνος θα επέστρεφε στο Βελιγράδι. Βρήκαμε και μεταφραστή, μία γυναίκα που μιλούσε πολύ λίγο αγγλικά.
- Είσαι ορθόδοξος;
- Στην Ελλάδα όλοι είναι ορθόδοξοι, απάντησα διπλωματικά.
- Κάνε τον σταυρό σου.
- Μάλιστα.
Έκανα κουτσά-στραβά τον σταυρό μου και μετά ζήτησε να δει το διαβατήριό μου. Έλεγχος κανονικός δηλαδή.
- Όμως, εσείς, οι Έλληνες, είσαστε ΝΑΤΟ. Αφήσατε τα αμερικανικά αεροπλάνα να περάσουν, γιά να μας χτυπήσουν.
Ήξερα ότι είχε δίκιο.
Τον παρατηρούσα να μιλάει φανατισμένος στη γλώσσα του με την –εμφανώς διαλακτικότερη- γυναίκα και σιγά-σιγά αντιλαμβανόμουν ότι είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα, αυτός ο ένστολος τριανταεξάρης σιδηροδρομικός, να είναι στην πραγματικότητα ένας μαυροσκούφης στρατιωτικός, ίσως ένα πρώην μέλος των Τίγρεων της Σερβίας.
Μιλήσαμε κυρίως γιά πολιτική. Ο τύπος ήταν φανατικός εθνικιστής, φανατικός χριστιανός και φανατικός οικογενειάρχης. Ήταν γενικά, φανατικός.

Γύρισα στο κουπέ μου και κοιμήθηκα. Ξύπνησα στα Σκόπια. Ένας ψηλός, παχουλός νεαρός μπήκε, με την βαλίτσα του. Είχε ξυρισμένο κεφάλι και φόραγε γυαλιά.
- Μιλάς σέρβικα; τον ρώτησε ο σιδηροδρομικός.
- Όχι, δεν είμαι μακεδόνας, απάντησε αυτός στα αγγλικά.
Ο σιδηροδρομικός κατέβηκε στην επόμενη στάση –στο Βέλες- και εγώ έπιασα κουβέντα με τον καινούριο συνεπιβάτη μου. Είχε γενηθεί στην Σουηδία από γονείς ρουμάνους και ήταν αστυνομικός της δύναμης του ΟΗΕ στο Κόσοβο, εθελοντής γιά δύο χρόνια.

Είχε ξημερώσει. Μετά από λίγη ώρα περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην Ελλάδα.
Σταματήσαμε γιά έλεγχο διαβατηρίων. Ένας αστυνομικός μάζεψε τα διαβατήρια.
- Ελάτε σε μισή ώρα να τα πάρετε, είπε.

Μαζί με τον κυανόκρανο, κατευθύνθηκα στο καφενείο του σταθμού. Τα μόνα λεφτά που είχα ήταν σέρβικα δηνάρια και έτσι άρχισα να «κολάω» στον κυανόκρανο, μήπως φιλοτιμηθεί –ακούγοντας την ιστορία- να με κεράσει έναν καφέ. Τζίφος. Ζήτησε –γιά τον εαυτό του- ένα φραπέ και μία τυρόπιτα. Πλησίασα τον αγουροξυπνημένο καφετζή –ο οποίος παρακολουθούσε την συζήτηση- και του πρότεινα να πληρώσω τον καφέ μου σε δηνάρια.
- Πως τον πίνεις; με ρώτησε νυσταγμένα μέσα απ’τα δόντια του, καπνίζοντας ταυτόχρονα ένα τσιγάρο.
Έβγαλα δηνάρια να τον πληρώσω.
- Φύγε, μου είπε και στράφηκε στον κυανόκρανο.
- Εννέα ευρώ.
Εκείνος, έβγαλε το πορτοφόλι του και πλήρωσε.

Το τρένο έφτασε στην Θεσσαλονίκη στις 09.10 το πρωί του Σαββάτου. Ταξίδευα ήδη δυόμιση μέρες με το τρένο. Έβγαλα λεφτά με την κάρτα –που περνούσε πιά- και μπήκα σε ένα ξενοδοχείο, κοντά στον σταθμό. Το τρένο γιά Αθήνα –δεν είχα πιά λόγο να πάω στη Λάρισα, αφού ο Γιάννης είχε κατέβει την προηγούμενη μέρα στην Αθήνα- θα έφευγε στις 12.25. Πλησίασα την υπάληλο στη ρεσεψιόν και την ρώτησα αν θα μπορούσα να κάνω ένα μπάνιο σε κάποιο απ’τα άδεια δωμάτια, δίνοντας πέντε-δέκα ευρώ.
- Μπορώ να σας νοικιάσω ένα δωμάτιο γιά τριανταπέντε ευρώ, απάντησε.

Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, όμως παρατήρησα ότι οι υπόλοιποι επιβάτες κρατούσαν μιά απόσταση τουλάχιστον μισού μέτρου από εμένα.
Πήγα στο μπαρ να πάρω μία μπύρα και όταν ο καντινιέρης μου ζήτησε δυόμιση ευρώ, βεβαιώθηκα πως είμαι στην Ελλάδα. Εκεί, γνώρισα την Ντιάνα. Αλλά αυτή είναι μιά άλλη ιστορία.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ.

Ο Κίμωνας βοηθούσε τον Ρέλο να φτιάξει το πάτωμα του σπιτιού του. Ήταν ένα ωραίο, δρύινο πάτωμα και πολύ το καμάρωναν –ήδη από την αρχή της τοποθέτησης. Το Κατερινάκι μπήκε με καφέδες και τοστ.
-Καλημέρα μαστόρια, είπε χαμογελώντας. Κάντε ένα διάλειμα.
-Μάστορας είναι ο κώλος της κατσίκας, της απάντησε ο Κίμωνας, γεμάτος γκρίνια.
-Γιατί;
-Γιατί τα κάνει όλα ίδια.
-Τι έχει αυτός; Γιατί γκρινιάζει πρωί-πρωί;
-Άστον Κατερίνα, είπε ο Ρέλος. Προσπαθεί να κόψει το τσιγάρο και είναι όλος νεύρα.
-Εγώ είμαι όλος νεύρα; Εγώ που στόμα έχω και μιλιά δεν έχω; Τι να σου πω τώρα και σένα. Παράτα το τσιγάρο και ανέβα πάνω να κάνουμε μισής πεντάρας δουλειά. Άντε μπράβο. Που απ’το πρωί δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου. Που βάζουμε τρεις τάβλες και κάνεις διάλειμα γιά τσιγάρο. Πάφα πούφα απ’το πρωί. Πρεζάκιας είσαι; Και ‘συ, αν δεν θες τίποτα άλλο, τη βόλτα σου. Μας καθυστερείς.
-Δεν θα μου πεις εσύ. Ήρθα να δω τον άντρα μου.
-«Ήρθα να δω τον άντρα μου. Το στεφάνι μου», κορόιδεψε ο Κίμωνας. Στάλεγα εγώ: οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι παντρεμένοι με τους παντρεμένους! Τώρα καλά να πάθεις! Κάτσε σπίτι, να μετράς τα κουρτινάκια. Μπάζο!
-Καλά κρασά. Ανισόροπε, είπε η Κατερίνα και γύρισε στον Ρέλο. Μωρό μου, πήραν τα παιδιά. Λένε να έρθουν.
-«Μωρό της», να μην έρθουν. Καθόλου δεν θέλω να τους δω. Άντε και μ’αυτούς. Τους «εναλακτικούς»! Που κάνουνε καριέρα με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα!
-Τι σε έχει πιάσει; Είναι φίλοι μας!
-Ακριβώς επειδή είναι φίλοι μας. Ο Γιάννης λέει: αν δεις έναν μεθυσμένο στον δρόμο και δεν τον ξέρεις, τον προσπερνάς. Αν τον ξέρεις, -αν είναι φίλος σου- του δίνεις μιά μπουνιά.

*

Ο Δημοσθένης έκλεισε την βαριά μαντεμένια πόρτα. Το πλοίο σφράγισε. Ήταν το δεύτερο ταξίδι του. Μεταφέρανε σκραπ από το Σαν Φρανσίσκο στη Γιοκοχάμα. Ετοιμάστηκαν γιά τον κυκλώνα.

*

Έφυγε απ’την χώρα. Πέρασε τα σύνορα κρυφά, με χίλιες προφυλάξεις από ένα, κάπως πιό αφύλαχτο σημείο. Οι γείτονές του, τον κυνηγούσαν με τις μανσέτες. Είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει παριστάνοντας τον νεκρό, ανακατεμένος σε ένα σωρό πτωμάτων. Μέσα στο σωρό, είδε γιά τελευταία φορά την γυναίκα του. Ζούσε ακόμα. Με κομένα τα χέρια και τα πόδια, αιμοραγώντας ακατάσχετα, περίμενε να πεθάνει. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τον κοίταξαν, γεμάτα ικεσία. Εκείνος, καθυστέρησε μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα. Έσκυψε και την φίλησε στα μάτια. «Γειά σου αγάπη μου», της είπε και βύθισε το μαχαίρι του βαθιά στην καρδιά της.

*

Μπήκανε στο σπίτι-αρχηγείο του Ηλία. Ο Γιάννης άνοιξε την τηλεόραση.
-Άλλαξε κανάλι αμέσως!, είπε ο Κίμωνας, έτοιμος γιά καυγά.
-Θέλω να δω την ΑΕΚ.
-Τι λες βρε μπάζο, που παίζει η Λίβερπουλ και εσύ θες να δεις την ΑΕΚ. Γύρνα το αμέσως!
-Καλά σου λέει, συμφώνησε και ο Ηλίας.
-Αφού είμαι ΑΕΚ.
-Και εγώ είμαι ΑΕΚ, συμπλήρωσε ο Σπύρος.
-Και εγώ είμαι τεκετζής σε τούρκικους τεκέδες, είπε άγρια ο Κίμωνας. Υπονοηκοί. Χούλιγκανς. Δηλαδή εγώ που είμαι Ολυμπιακός, πρέπει να είμαι ευχαριστημένος που αυτά τα καφενεία νικάνε τον Εργοτέλη και πηγαίνουν στην Ευρώπη και τρώνε εξάρες;
Έτσι θα αλάξουν τα πράγματα; Έτσι θα δούμε καλό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα; Τι ωραία! Με τα υπόλοιπα του Παναθηναϊκού και όλους τους τελειωμένους και προβληματικούς της Ευρώπης, που έρχονται στην Ελλάδα να πάρουν σύνταξη;
-Και τι να κάνουμε; Αφού οι άλλοι, οι καλοί, κοστίζουν. Ένας της Μπαρτσελόνα κάνει όσο όλο το ελληνικό πρωτάθλημα. Και η Ελλάδα είναι μικρή χώρα. Δεν έχει τέτοιο αγοραστικό κοινό.
-Μωρέ τι μας λες; Τότε οι Ολλανδοί τι έπρεπε να πούν; Όμως, κοίτα τον Άγιαξ! Βγαίνει ο προπονητής και λέει: «γιά πέντε χρόνια πρωτάθλημα γιόκ. Θα φτιάξουμε ομάδα». Και παίζουν οι πιτσιρικάδες μπάλα και χαίρεται η ψυχή σου. Και σε πέντε χρόνια, τσακ, η Κούπα.
Ο Γιάννης ο Καβούρης, ο Ηλίας ο Μπαντ Μασίν-Ντάλτον, ο Σπύρος ο Μίστερ Λονγκ και ο Κίμωνας ο Ατελής. Η Λέσχη των Τιποτένιων.
-Άλλαξέ το σου λέω, βάλε την Λίβερπουλ, που είναι σαν να βλέπω μπάλα σε σλόου μόσιον!
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Γιώτα, η αδερφή του Ηλία.
-Καλώς το Γιωτάκι, είπε ο Κίμωνας. Τι μας έφερες; συμπλήρωσε, βλέποντας την ψιλόλιγνη σιλουέτα, πίσω της.
-Η φίλη μου η Πηνελόπη, απάντησε εκείνη.Τα μάτια του Κίμωνα χαμογέλασαν πονηρά.
-Και αφού εσύ είσαι η Πηνελόπη, εγώ είμαι ο Κανένας, άρχισε να την φλερτάρει δίνοντάς της το χέρι του.
-Ευτυχώς, γλιτώσαμε την γκρίνια. Θα δούμε την ΑΕΚ, ψιθύρησε ο Σπύρος στον Γιάννη συνομωτικά.

*

Ο κυκλώνας τους χτύπησε σαράντα μίλια έξω απ’το λιμάνι. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν μπροστά τους και το καράβι, μία χάνοτανε στα βάθη της αβύσου και μία σηκώνοταν ψηλά, στον ουρανό, καβαλώντας τις ράχες των υδάτινων βουνών.
-«Όλοι οι κυκλώνες έχουν γυναίκεια ονόματα», μουρμούρησε ο Δημοσθένης, με ποιητική διάθεση. Ήταν πολύ μικρός –δεκαεφτά χρονών- και δεν ήξερε τίποτα από κυκλώνες –πιθανόν ούτε από γυναίκες. Ήταν η πρώτη του φορά. Οι παλιοί ναύτες –που ήξεραν- κλαίγανε και τάζανε στον Άη Νικόλα. Το καράβι μπήκε στον εξωτερικό κύκλο.

*

Ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος ανέβηκε στο πόντιουμ να παραλάβει το βραβείο του.
-Είναι μεγάλη μου τιμή, είπε. Ευχαριστώ τον κύριο Μακήθ, το Κανάλι και όλους εσάς που εκτιμήσατε την προσπάθειά μας. Αλλά, ας μην ξεχνάμε και τα παιδιά της Αφρικής, που ζούν πολύ κάτω απ’το όριο της φτώχειας. Που δεν έχουν πόσιμο νερό. Που πεθαίνουν απ’την πείνα. Ευχαριστώ.
Ο Μακήθ –το Γρήγορο Μαχαίρι- άρχισε να χειροκροτάει. Μαζί του, χειροκρότησαν και οι υπόλοιποι –ο Παρουσιαστής, ο Πρωθυπουργός, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος με την Γυναίκα του, ο Κριτικός Κινηματογράφου, η Γλάστρα, ο Δημοσιογράφος (ο απλός, των «παραθύρων»), ο Εκδότης, ο Σκηνοθέτης, ο Φύλαρχος, όλοι. Ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος παρέλαβε το βραβείο.

*

-Επιτέλους ημίχρονο, γκρίνιαξε ο Κίμωνας. Θα παίξουμε ένα;
-Στήστα, απάντησε ο Γιάννης.
Η Πηνελόπη ήρθε απ’την κουζίνα.
-Θα παίξετε σκάκι; Ωραία.
-Μην μου πεις πως παίζεις σκάκι;
-Παίζω, αλλά όχι καλά.
-Ας παίξουμε ένα παιγχνίδι. Αν κερδίσεις, θα μου ζητήσεις ότι θες. Αν χάσεις, θα σου κάνω το τραπέζι.
-Ότι θέλω;
-Ότι θες.
-Εντάξει.
Ξεκίνησαν την παρτίδα. Ο Κίμωνας έπαιζε επιθετικά.
-Με πιέζεις, είπε εκείνη.
-Εννοείς ότι σου πέφτω βαρύς;
-Ναι.
-Τότε θα είμαι από κάτω.
Τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Μου αρέσουν οι άντρες που έχουν χιούμορ», είπε η Τζένη, πέρα, από το μεγάλο πάλκο και το τραγούδι ξανάρχισε.

*

Ο άνεμος με ταχύτητα εκατόν είκοσι μιλίων, ξύριζε το μεγάλο φορτηγό, αφαιρώντας του οτιδήποτε υπήρχε στο κατάστρωμα. Φουγάρα, αεραγωγοί, σχοινιά, σωσίβιες λέμβοι, παρασύρθηκαν στη θάλασσα. Από την γέφυρα, έβλεπαν έντρομοι τα τεράστια κύματα, που είχαν το μέγεθος οχταόροφης πολυκατοικίας. Ο Δημοσθένης, κοίταξε τον καπετάνιο, που, όρθιος στη μέση της γέφυρας, έδινε διαταγές στον τιμονιέρη.
-Γιατί πηγαίνουμε στο κέντρο του κυκλώνα καπετάνιε;
-Ο μόνος τρόπος να τη σκαπουλάρουμε. Στο κέντρο έχει νηνεμία, του απάντησε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει.

*

-Ζηλεύεις, γιά αυτό τα λες αυτά, του είπε ο Ρέλος. Ο Κίμωνας έγινε μπαρούτι.
-Τι λες βρε μαλάκα; Μήπως ζηλεύω και το ωραίο, φωτεινό σου σπίτι;
-Εντάξει, είπα μαλακία. Όμως, έχεις άδικο. Τα παιδιά κάνουν καλή δουλειά.
-Καλή δουλειά; Καλή δουλειά κάνουμε όλοι. Όμως, είναι άλλο πράγμα να βάζεις πάτωμα και άλλο να διαμορφώνεις την κοινή γνώμη. Από την μία, «το παίζουν» έξω απ’το σύστημα –ενάντια. Από την άλλη –με πρόσχημα τη διαφορετικότητα- πουλάν την μουσική της Αφρικής –ακριβά- στους ευρωπαίους. Αγοράζουνε φτηνά –γιατί η Αφρική, όπως και η Λατινική Αμερική παλιότερα, είναι φτηνή αγορά, λόγω του χαμηλού κόστους- και πουλάνε ακριβά. Πρώτος κανόνας του καπιταλισμού, αγορά-ζήτηση, -τα ξέρεις, μη στα λέω. Τι κάνουνε λοιπόν γιά να πουλήσουνε; Φωνάζουν τους Διαφημιστές και φτιάχνουν μόδα. Και να! Μας προκύπτει ξαφνικά η «world music». Ίσωμα. «Ήρθε το τρακτέρ και όργωσε». Τα κονομάνε –στήνουν «έθνικ» συναυλίες με εξήντα ευρώ εισιτήριο- και έχουν και την «έξωθεν καλή μαρτυρία», ότι τάχα βοηθάν να ακουστεί και η φωνή του τρίτου κόσμου. Κατάλαβες; Πουλάνε και επανάσταση από πάνω.
-Μιλάς εσύ, είπε η Κατερίνα, που είσαι στριμένος και μαγκούφης, και δεν μοιράζεσαι την γνώση σου με κανένα.
-Και γιατί να την μοιραστώ; Με βοήθησε κανείς να την αποκτήσω; Να ανοίξετε κάνα βιβλίο να διαβάσετε να ξεστραβωθείτε, που τόχετε ρίξει στην τηλεόραση και στα ώπα και βίβα. Ο άλλος δηλαδή είναι μαλάκας που κάθεται μόνος του στη Λάρισα και ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας; Σιγά μην σας σκεπάσω και στα κρεβατάκια σας!
-Εμένα μου αρέσει που το παίζω το παιγχνίδι. Και να πηγαίνω στα μπαράκια μου αρέσει, και να ψωνίζω τα ωραία μου ρούχα, και να βγαίνω γιά φαγητό με τις φίλες μου, και να οδηγώ καλό αυτοκίνητο...
-Ναι, αλλά εσύ είσαι λαμόγιο, διαπλεκόμενη και –τουλάχιστον- βγαίνεις και το λες. Δεν πουλάς επανάσταση. Και καλά κάνεις, που πλουτίζεις τους μπράβους της νύχτας πληρώνοντας οχτώ ευρώ το ποτό –ενώ όλο το μπουκάλι κάνει δέκα- και καλά κάνεις που ενισχύεις την εκμετάλευση των ανηλίκων σε όλο τον κόσμο –πληρώνοντας αυτά που ράβουν εννιάχρονα παιδιά στην Ινδία και στο Μεξικό εκατό φορές πάνω- και καλά κάνεις που οδηγείς μιά μαούνα –τέσερεις χιλιάδες κυβικά- να πας να πιείς καφέ στο Κολωνάκι, αλλά μετά μην λες πως ενδιαφέρεσαι γιά την ρύπανση του πλανήτη και τις «εφτά αδελφές» που καταστρέφουν το δέλτα του Νίγηρα. Βλέπε την Γλάστρα στην τηλεόραση –πούχει και ωραία βυζιά. Και όσο γιά τις φίλες σου, να μου γνωρίσεις και μένα καμία, να βγούμε μαζί γιά φαγητό, μήπως και γαμήσω και εγώ. Και θα προτιμούσα να έχει κάνει και παιδιά, γιά να μην με ταλαιπωρεί και μένα, «μπες έτσι, βγες αλλιώς, κάνα παιδάκι θα κάνουμε;». Μπάζο!
-Είσαι τρελός! Μηδενιστής!
-Είμαι ο πιό λογικός άνθρωπος που έχεις γνωρίσει ποτέ. Και ο Μηδενισμός είναι ολόκληρο κίνημα. Μην χρησιμοποιείς λέξεις που δεν ξέρεις τι σημαίνουν!

*

Είχε έρθει γιά την διάσκεψη του ΟΗΕ. Περήφανος, ευθυτενής, φορώντας την πολύχρωμη κελεμπία του και το αφρικάνικο καφτάνι στο κεφάλι –τα ρούχα της πατρίδας του. Τους άκουσε όλους –ώρα πολλή. Όταν ήρθε η σειρά του, σηκώθηκε και τους κοίταξε –όλους- ένα γύρω.
-Θα μιλήσω στο όνομα της χώρας μου, είπε. Και νομίζω πως πολλές άλλες χώρες της Αφρικής θα συμφωνήσουν μαζί μου. Δεν θέλουμε την «φιλανθρωπία» σας. Δεν θέλουμε τα περισεύματά σας, ούτε τα αποφάγια σας, ούτε να σταματήσετε να ζείτε όπως σας αρέσει. Δεν ζητάμε καν απ’τους λευκούς αποζημίωση που απομυζούν την γη μας τόσους αιώνες. Το μόνο που ζητάμε είναι να φύγετε όλοι και να μας αφήσετε να ήσυχους, να ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε -και ξέρουμε.
Το δέρμα του έλαμψε κάτω απ’τα φώτα της πολυτελέστατης αίθουσας –σαν έβενος.

*

Ο Κίμωνας έπαιζε υπεροπτικά και γρήγορα. Μέσα στην αλαζονική σιγουριά του, έκανε λάθος κίνηση. Η Πηνελόπη απάντησε, με μία ακόμα λάθος κίνηση.
Ο Κίμωνας, της πήρε το τελευταίο πιόνι και την άφησε μόνο με τον βασιλιά. Εκείνος, είχε τον βασιλιά του και έναν πύργο.
-Τέλος, είπε ο Γιάννης, που παρακολουθούσε το παιγχνίδι.
Ο Κίμωνας κοίταξε τα σκούρα μάτια της.
-Το κορίτσι παίζει καλύτερα, είπε, όμως σήμερα ήθελε να χάσει.
Εκείνη χαμογέλασε. Άρωμα ανθισμένης νεραντζιάς πλημύρισε το δωμάτιο. Απ’το ανοιχτό παράθυρο μπήκε η άνοιξη.

*

Καθόντουσαν στο κιόσκι, στην ταράτσα του κτιρίου. Ήταν ένα ίδρυμα γιά κακοποιημένα παιδιά, που, κάποιος «φιλάνθρωπος» αμερικάνος είχε «στήσει» εκεί, στην καρδιά του Πορτ-ο-Πρενς, της πρωτεύουσας της Αϊτής. Είχαν -γιά μιά ακόμα φορά- ξεσπάσει ταραχές και τα αμερικάνικα ελικόπτερα πετούσαν χαμηλά στον αφέγγαρο ουρανό, αθέατα, με σβυστά τα φώτα.
-Σαν να είμαστε στον παράδεισο μέσα στην κόλαση, είπε ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος.
-Ναι, απάντησε η Εναλακτική Παραγωγός. Χαλάλι τα λεφτά που δίνουμε.
Έδιναν εξήντα δολάρια την μέρα –ποσό που ξέφευγε λίγο απ’το μπάτζετ τους. Η συμφωνία περιλάμβανε –εκτός από τον ύπνο- τρία γεύματα ημερησίως και πλύσιμο των ρούχων τους –υπηρεσίες που παρέχονταν από τα φιλοξενούμενα παιδιά, που, κατά την διάρκεια της διαμονής τους στο ίδρυμα, δούλευαν και παράληλα μάθαιναν γράματα και μουσική.
Ο Εναλακτικός Οπερατέρ σηκώθηκε να πάει τα πιάτα στην κουζίνα.
-Άστα, θα τα μαζέψουν τα «νομιστεράκια», είπε η Εναλακτική Παραγωγός.

*

Ακολουθούσαν τον κυκλώνα, ταξιδεύοντας στο κέντρο του. Το πρωί, η καταστροφική του μανία εξασθένησε. Ο Γραματικός μέτρησε τα μίλια. Βρισκόντουσαν εκατόν τριάντα μίλια μακριά απ’το λιμάνι. Βγήκαν στο κατάστρωμα. Ένας γελαστός ήλιος «έριξε την φτυσιά του στα πρόσωπά τους» -ως θάλεγε και ο ποιητής. Το καράβι ήταν πιά γυμνό απ’την αρματωσιά του –έμοιαζε περισότερο με πλατφόρμα, ένα χαμηλό, σιδερένιο νησί στην μέση της θάλασας. Ο άνεμος και τα κύματα είχαν αφαιρέσει την μπογιά από ολόκληρο το πλοίο.
-Κοίτα το, μουρμούρησε με δέος ο Δημοσθένης, σκούριασε ολόκληρο μέσα σε δέκα ώρες.
-Δεν έχεις ξαναπέσει σε κυκλώνα, ε; Να λες πάλι καλά, του απάντησε ο Κριστομπάλ.
Το καράβι έβαλε πάλι ρότα γιά την Γιοκοχάμα.

*

-Φεύγουμε, είπε η Γιώτα και άνοιξε την πόρτα. Η Πηνελόπη την ακολούθησε.
-Μου χρωστάς, της είπε ο Κίμωνας.
-Θα τα βρούμε, του απάντησε εκείνη και οι μακριές της βλεφαρίδες χαμογέλασαν.
Ο Χέρμπι, ξεκίνησε να παίζει το Hang up your hang ups, με τον Τζάκο στο μπάσο.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ.

Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιό ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπέσια
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισόκλειστα, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά ` και, σεμνοτάτη, η Τελετή.-
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπούν, ως εύπορος σπουδαία πιά θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται –χαρά!-
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.



Κ.Π. Καβάφης.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα