9. Ο ΜΠΟΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ.

Said Hamlet to Ophelia,
I'll do a sketch of thee,
What kind of pencil shall I use,
2B or not 2B?'

[goners.gr]



Όλα συμβαίνουν σ’εκείνον, στον άλλο, στον Μπόρχες. Εγώ περπατάω στους δρόμους του Μπουένος Άιρες σταματώντας ίσως μηχανικά, για να κοιτάξω την κάμαρα μιάς πόρτας ή μια καγκελόπορτα. Νέα του Μπόρχες παίρνω απ’το ταχυδρομείο και βλέπω τ’όνομά του σε ακαδημαϊκές επιτροπές, σε κάποιο βιογραφικό λεξικό. Μ’αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του δεκάτου ογδόου αιώνα, οι ετυμολογίες, η γεύση του καφέ και η πρόζα του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον. Ο άλλος μοιράζεται τις ίδιες προτιμήσεις, αλλά με ματαιοδοξία που την μετατρέπει σε θεατρινισμούς. Θα ήταν υπερβολή να πω πως οι σχέσεις μας είναι εχθρικές. Εγώ ζω, εξακολουθώ να ζω, για να μπορεί ο Μπόρχες να επινοεί την λογοτεχνία του. Κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν μου είναι δύσκολο να παραδεχτώ πως έχει συνεισφέρει μερικές αξιόλογες σελίδες, αυτές οι σελίδες όμως δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως επειδή ότι είναι καλό δεν ανήκει πιά σε κανένα, μήτε σε εκείνον, στον άλλο, αλλά στο λόγο ή στην παράδοση. Οπωσδήποτε πρόκειται κάποτε να χαθώ οριστικά, και μόνο μια στιγμή του εαυτού μου ίσως μπορέσει και ζήσει στον άλλο. Λίγο λίγο, του παραχωρώ έδαφος, ότι έχω και δεν έχω, αν και ξέρω καλά την διεστραμμένη του συνήθεια, να υπερβάλει και να παραποιεί τα πάντα. Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα προσπαθούν να διατηρήσουν την υπόστασή τους: η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη τίγρη. Θα επιζήσω στον Μπόρχες, όχι στον εαυτό μου (αν υποθέσουμε πως είμαι κάποιος) και πάλι αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία του και περισσότερο στο περίπλοκο κούρντισμα μιάς κιθάρας. Εδώ και χρόνια, προσπάθησα να τον ξεφορτωθώ καιπέρασα από τις μυθολογίες των συνοικισμών της πόλης στα παιχνίδια με τον χρόνο και το άπειρο, τώρα όμως, τούτα τα παιχνίδια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα πρέπει να σκαρφιστώ κάτι άλλο. Έτσι η ζωή μου είναι μια διαρκής φυγή, και χάνω τα πάντα, και τα πάντα ανήκουν στη λήθη ή στον άλλο.
Δεν ξέρω ποιος απ’τους δυό μας γράφει τούτη τη σελίδα.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Ανθολογία, εκδόσεις Δόμος, μετάφραση Λάμπρος Καμπερίδης [El Hacedor] ).


ΥΓ. Μαρίνος Αντύπας, Νίκος Κοεμτζής, Μ. Καραγάτσης, Κ. Καβάφης, Ρώμος Φιλύρας, Νίκος Καβαδίας, ο Προγραματιστής, Κώστας Καρυωτάκης, Nicolas Chamfort (ξανά), Νίκος Λιντινός, Κωστής Παλαμάς, Ναθάνιελ Χόθορν, Εγώ...






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ Ι.

Τώρα που οι ζεστές μέρες του Αυγούστου
Μαζεύονται στα νοικιασμένα δωμάτια με τους σκούρους έρωτες
Των εορτών του καλοκαιριού
Με τις πορτοκαλί και μωβ αδιαπέρεστες ομπρέλλες για να μη μας
Κοιτάζουν οι αδιάντροποι γέροι
Που ολοένα σαν να κοιμούνται με κείνα τα νάυλον
Μάτια τους
Τις λευκές ψάθινες καρέκλες που τρίζουν αδιάκοπα
Ολόκληρη την ημέρα
Και οι πωλητές να διαλαλούν τα εποχιακά φρούτα
Και τα ολοπράσινα καρπούζια που κουβαλάνε από το
Μεγάλο κτήμα της Αγιάς πέρα απ΄το ποτάμι
Που διαιρεί την γενέθλια πόλη σε δυο μέρη
Απ’ όπου οι «ξένοι» κάτι παιδιά με ροζ μάγουλα και
Απονήρευτα μάτια να μας σφενδονίζουν φονικές πέτρες
Από χαρά γιατί εμείς είμαστε μικρότεροι
αλλά και γιατί φορούσαμε τα καινούρια μας ενδυματα
που αδυσώπητα επιθεωρούσε η ψυχοκόρη που μας
λέγανε πως ήτανε η μεγαλύτερη αδελφή μας.
Αυτή την εποχή το ποτάμι γινόταν πιο ήρεμο σαν να
Χάνονταν οι κραυγές του καθώς πάσχιζε να περάσει
Την όχθη και ν’απλωθεί προς την πλατεία της Μητροπόλεως
Τρομάζοντας τους μουσικούς του Δήμου που από αιώνες
Έπαιζαν με τα αστραφτερά τους πνευστά το πένθιμο εμβατήριο
Ενώ ο αρχιερέας ξεπροβόδιζε την πρώτη Κυρία του φιλοπτώχου ταμείου της πόλης,
Ώσπου τώρα οι αδιόρατοι παφλασμοί ενώνονται με τη βοή της πόλης και γίνονται
Όλα μουσική από τροχούς αυτοκινήτων δίτροχων αμαξιών πεζοπόρων που
Προσέχουν να μην πατούν στην άσφαλτο και μικρών ομίλων από χρωματιστά παιδιά
Που κατευθύνονται προς τους κοντινούς λόφους. Κανένας δεν περίμενε τη νύχτα
Αποφευγαν να πουν και τ’όνομα της ακόμη και μετά τις εννιά που σουρούπωνε
Και φώναζαν άλλοτε τρομαγμένες και άλλοτε βασανισμένες φωνές Βασίλη, Κώστα,
Αντιγόνη να επιστρέψουν πριν το φως των δημόσιων φανών πάρει τη θέση
Του φύλακα ανάμεσα στο παλιό ακατοίκητο σπίτι και στο πλάτωμα που
Ταλαιπωρούσαμε τ’ασθενικά μας σώματα υποδυόμενοι πότε τον Φιλοκτήτη
Πότε τον Ηρακλή μη εννοώντας για την εφηβεία ούτε για την περιφορά του επιταφίου της αθωότητας μας με τα χέρια να σχηματίζουν ανυπόμονες κινήσεις
Ως την αφή του χώματος και των χόρτων καθώς τα ξερίζωναν γιατί εμπόδιζαν
Τους διασκελισμούς του τριπλού άλματος που σχεδιαζόταν πάνω στο υποσχόμενο βλέμμα της Μυρτώς που περίμενε πίσω από τις δάφνες.
Νυχτερινό ταξίδι ανάμεσα σε μικρά μονοπάτια που
Μύριζαν χλωροφύλλη καθώς συνθλίβαμε τα χαμομήλια
Τις άγριες ίριδες τα κορίτσια των πρώτων θρανίων που
Αιωρούνταν από τους πελώριους λευκούς τους γιακάδες
Τέλος μια πελώρια γάζα κεντημένη με φύλλα άγριας τριανταφυλλιάς
Κάπου κάπου ν’αποσύρεται καθώς ο στριγγός ήχος του ολονύκτιου τρένου
Που έλεγαν πως έπαιρνε τους μετανάστες.
Ωστόσο κυκλοφορούσε και πάλι στις γειτονιές ακόμη και σε κείνους τους ροδαλούς άγριους της πάνω πόλης πως το αερόστατο με το φουσκωμένο μπαλλόνι και τις φωτισμένες αψίδες απ’το πρωί θα ‘μπαινε πάλι στην κυκλοφορία.
Ο Δομήνικος ξαναζωγράφιζε τ’όνομα του.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ.

«Τι βρίσκει μπροστά του ένας νέος όταν κάνει την είσοδό του στην κοινωνία; Ανθρώπους που θέλουν να τον προστατέψουν και ισχυρίζονται ότι τον τιμούν, τον καθοδηγούν, τον συμβουλεύουν. Δεν μιλώ καθόλου για όσους επιθυμούν να τον παραγκωνίσουν, να τον βλάψουν, να τον καταστρέψουν ή να τον εξαπατήσουν. Αν έχει χαρακτήρα υψηλόφρονα και θέλει να τον προστατεύουν τα ήθη του και μόνο, να μη ζητάει τιμές από τίποτε και από κανέναν, να τον καθοδηγούν οι αρχές του και να δέχεται συμβουλές από τα δικά του φώτα και το δικό του φυσικό, ανάλογα με τη θέση του, που την ξέρει καλύτερα από τον καθέναν – τότε μπορεί και να πουν ότι είναι πρωτότυπος, μοναδικός, αδάμαστος. Αν όμως έχει φτωχό μυαλό, αν του λείπει η μεγαλοψυχία κι αν δεν έχει αρχές, αν δεν αντιλαμβάνεται ότι τον προστατεύουν, ότι θέλουν να τον καθοδηγήσουν, αν γίνει όργανο όσων πάνε να τον μεταχειριστούν, τότε είναι, όπως λέγεται, το “καλύτερο παιδί”»
(Nicolas Chamfort, μετ. Παν. Κονδύλης, εκδ. Στιγμή).

*

-Tι τρέχει Γκαλφ γιατί με ανασύρεις, ο ύπνος μου ειναι ιερός σαν πόλεμος και το ξύπνημα μου οδυνηρό σαν γέννα.
-Φύλακα των Παραμυθιών περάσαν χρόνια που σεβάστηκα την επιθυμία σου και σήκωσα εγώ, εγώ μόνος μου, ο Γκαλφ το πιστό σας ξωτικό, στους καφεπράσινους αδύναμους ώμους μου το βάρος πολλών αποστολών που με επιτυχία διασφάλισαν την ομαλή ροή των παραμυθιών στο σπειροειδή χρόνο, ασφαλή απ τους εχθρούς που λοιδωρούσαν την παγίωση και αποκρυστάλλωση των μύθων..ω ναι θα είμαι σύντομος ...ναι φύλακα....μα να, έχουμε δεχθεί εισβολή οχι εμείς οι ίδιοι, οι φύλακες της μυθοπλασίας -έτσι κι αλλιώς ποτέ κανένας δε σύμπαθησε τους φύλακες και σ όλες τις ταινίες να, με μια ελαφριά μπουνιά πέφτουν κάτω και εξουδετερώνονται και ο ήρωας προχωράει και σώζει το κορίτσι, και ακόμα και στα παραμύθια στα οποία είμαστε ταγμένοι, τρίτο και τέταρτο ρόλο παίζουν και κανείς δεν τους θυμάται.... ω ναι θα ειμαι σύντομος .. ναι φύλακα...μα να , εχουν δεχθεί εισβολή τα παραμύθια μας, ενα περίεργο ον -κιμ-ον στο είδος- έχει εισχωρήσει, γλυστρά από μύθο σε μύθο απο αφήγηση σε αφήγηση και την μεταγράφει με τρόπο σκανδαλώδες....οι καλοί φαίνονται κακοί και αν όχι ακριβώς κακοί σίγουρα κείνοι που θα αφήναν το κακό να γίνει γιατί ειναι ηλίθια υπάκοοι, οι κακοί φαινονται καλοί ή τουλαχιστον διατεθειμένοι να αντιταχθούν στη μοίρα τους σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων και οι κοπέλες, άσεμνες και δίχως ίχνος συστολής, έχουν κατέβει από τους πύργους που κρεμάγαν τα μαλλιά τους να έρθει ο εκλεκτος και κυνηγούν μαζι αλήτες και βασιλόπουλα για να γνωριστούν όλοι ...βιβλικά καθόπως λεν ..και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σεβαστέ φρουρέ η Σεχραζάντ σιωπά....έτσι ακριβώς φύλακα, έγινε κι αυτό, καμμιά από τις νύχτες τις χίλιες και τη μια δεν έχει παραμύθι- η Σεχραζάντ σιωπά ....γιατί -τι γιατί, δεν έχω βεβαιότητες μόνο εικασίες... κανεις δε μιλα..οι ήρωες της βεβαίως -και τους ανέκρινα βάρβαρα έναν έναν ...ένας απ τους σαράντα κλέφτες είπε μόνο ενα μισόλογο ... ή δεν ξερουν ή εχουν υποκύψει και αυτοι στη γοητεία του κιμ-ον...ναι λοιπόν φαίνεται πως διατρέχοντας τα παραμύθια έπεσε πάνω της ή αυτή έπεσε πάνω του, αχ τα ξωτικά δεν ξέρουν ακριβώς από τέτοια...δεν ξέρω πως και για πόσο, μα έχω ακούσει σε ενα παραμύθι πως και τρία λεπτά φτάνουν και περισσεύουν -εξάλλου λένε πως τα μάτια του κιμ-ον είναι απο νερό και όλοι ξέρουμε τις μαγικές ιδιότητες των νερένιων ματιών....τι θες ,να, φοβάμαι, άρχοντα των παραμυθιών -εσύ θα πρεπε καλύτερα να ξέρεις, πως το παλιοθήλυκο αυτομόλησε σου λέω και τώρα τα παραμύθια της τα φυλάει για να τα στέλνει σ αυτό το ον τον ατελή , μήδισε και δεν ξέρω πως γίνεται αυτό μα μηδίζουν οι περσίδες....ναι φύλακα ξέρω δεν έχει σημασία...χαιδεύει το κεφάλι του πασά...βρε σιγά να μην τη σκότωνε ποτέ -μα φύλακα πιστεύεις αλήθεια στα παραμύθια , σοβαρός φύλακας γαμώτο....χαιδεύει το κεφάλι του πασά και ετοιμάζει τα παραμύθια της για αλλού .... ξερω η καταστροφή είναι μεγάλη, τα πνευματικά δικαιώματα και μόνο να σκεφτείς...τρομερή εκροή εσόδων... κάτι πρέπει να κάνουμε....

*

Στην αυλή του σχολείου τα φώτα άναψαν. Οι μικροπωλητές έστησαν τους πάγκους και ετοίμασαν την πραμάτεια τους. Ανάμεσα στα φτηνά παιγχνίδια, στα μπαλόνια και στα λούτρινα αρκουδάκια έλαμψε εκείνη–σαν αχάτινο κόσμημα.
-Κοίτα την πως λάμπει –όπως τα άστρα του ουρανού, είπε ο Παναγιώτης και τα μεγάλα του μάτια γέλασαν.
-Πρόσεχε, είπε ο Ξένος, γιατί αυτός είναι ένας απελπισμένος έρωτας. Και οι απελπισμένοι –όπως και οι ανέλπιστοι έρωτες- είναι συναρπαστικοί, όμως πληγώνουν πολύ.
-Γιατί;
-Τι γιατί;
-Γιατί είναι απελπισμένος;
-Γιατί εσύ είσαι δέκα χρονών και η Ρεβέκκα δεκαοχτώ.
-Θα μεγαλώσω γρήγορα.
*

Ο Μέρλιν ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και τα μακριά του δάχτυλα βιδώθηκαν στο σκοτάδι. Φορούσε το χρυσό του προσωπείο –την μάσκα του Θεού.
-Πατέρα, είπε και στις κόρες των ματιών του σχηματίστηκε ένα κίτρινο στεφάνι, Πατέρα ξύπνα.
Ο Δράκος σάλεψε.
-Μέρλιν, γιατί απ’τον αιώνιο ύπνο με ξυπνάς; Δεν ξέρεις ότι ο καιρός μας έχει περάσει πιά; Ότι έχουμε φτάσει στο τέρμα του χρυσού δρόμου; Δεν βλέπεις πως οι Κύκλοι κλείνουν; Πως ο Χρόνος μας πιά έχει σωθεί;
-Ξέρω Πατέρα πως οι χρυσές κλωστές του Χρόνου σπάσαν. Έχει σημάνει ήδη η Καμπάνα. Την βλέπω, πέρα, πάνω από τον χρυσό τρούλο του Ναού, με το Άλικό της Γράμμα αγκαλιά, την βλέπω την Ιερή Δούλη της Θεάς –την Παραθέμενη στις πύλες του άλσους του ιερού, πως ξεκινάει –για άλλη μια φορά- «το κύλισμα των Κύκλων». Μα εδώ, «κάτω από φώτα κόκκινα», ας ξετυλίξουμε μαζί –για μία τελευταία φορά- το αλλόκοτο κουβάρι των Πραγμάτων και στο Άπειρο αν είναι να χαθούμε, ας τελειώσουμε τουλάχιστον τον Μπάλο.
-Ας γίνει έτσι Νεκρομάντη είπε και ο Δράκος και άρχισε να φυσάει ομίχλη απ’ τα ρουθούνια –πηχτή ομίχλη- που σκέπασε τα πάντα.

*

-Πούθε έρχεσαι;
-Από την Βαβυλώνα.
-Που πας;
-Στο μάτι του κυκλώνα.
-Ποιάν αγαπάς;
-Κάποια τσιγγάνα.
-Πως τηνε λένε;


*

Η Ροδούλα και ο Μπούλης έπαιζαν με τα άλλα παιδιά στην αλάνα της γειτονιάς τους, στην Νέα Ιωνία. . [Η Ροδούλα κλέβει. O Μπούλης βρίζει, χτυπά, φτύνει, μα κοιτά με μάτια λυπημένα, σαν αδέσποτου σκύλου.]
Η μητέρα τους είχε «ψαρέψει» κάποιον πελάτη και τους είχε διώξει απ’το σπίτι. Τα άλλα παιδιά το είχαν «ψυλιαστεί» και έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο. Το ξεκινήσαν τα μεγαλύτερα παιδιά. Οι υπόλοιποι, σιωπηλοί συννένοχοι, κυκλώσανε τον Μπούλη και περίμεναν με μια διεστραμμένη αγωνία να δούνε τί θα γίνει παρακάτω.
[Η παιδική ηλικία της αθωότητας και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς.]
-Μπούλη, είπε η Αννούλα –το πραγματικό του όνομα δεν το ήξερε κανείς- δεν πας σπίτι να μας φέρεις την ζωγραφιά σου;
Εκείνος δίστασε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να πάει σπίτι, μα απ’την άλλη μεριά ήταν μοναδική ευκαιρία να τους δείξει την ζωγραφιά, που για αυτήν καμάρωνε όλη την βδομάδα. Εξάλου, η Αννούλα τον κοίταζε με προσμονή. [Η Άννα με τα ξανθά μαλιά και τα μεγάλα γαλάζια της μάτια –άγγελος λες που έπεσε στην γη, κομμάτι παραδείσου.] Ο Μπούλης ξεκίνησε για το σπίτι. Ήξερε καλά τα μυστικά περάσματα -τα μισάνοιχτα παράθυρα και την πίσω πόρτα που δεν έκλεινε καλά. Στο κάτω-κάτω ήταν το σπίτι του –ήξερε πως θα μπει μέσα.
[Κανείς δεν τον σταμάτησε, κανείς δεν ήθελε πραγματικά να πάει..Ωχ,γαμώτο, τώρα..;]

*

Η Έστερ –το Δέντρο- έσφιξε τα κλαδιά της στο στήθος και προχώρησε. Το γράμμα την έκαιγε –σαν μαχαιριά ρετσινοθηρευτή. Ήταν βέβαια δέντρο και όφειλε να ξέρει καλά τους νόμους της φύσης –τα σχετικά με την γύρη, τις μελισούλες, τα πουλάκια και κυρίως τον δυνατό βορεινό άνεμο που δεν υπολόγιζε τίποτα- μα ήταν ένα δέντρο ευσεβές, φυτεμένο στην ιερή γη των Μορμόνων, στη Γιούτα. Το γράμμα είχε σκαλιστεί από ένα παιδί, που είχε περάσει τυχαία από εκείνα τα μέρη και ανυποψίαστο είχε χαράξει το πρώτο –ίσως- γράμμα του ονόματός του. Η Έστερ είχε προσπαθήσει να το σβύσει από πάνω της, μα εκείνο –με Ιώβεια επιμονή- είχε παραμείνει στον κορμό της, αλλάζοντας το χρώμα του σε βαθύ κόκκινο –το πρώτο γράμμα του μυστικού ονόματός της- το Άλεφ.

*
-Και;
-Τι και;
-Τι έγινε μετά;
-Το ασανσέρ σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε και οι νοσηλευτές είδαν την γριούλα –ζωντανή- στο φορείο και τον νοσοκόμο σωριασμένο στο πάτωμα. Υπέθεσαν ότι έπαθε κάτι σοβαρό –συγκοπή ή εγκεφαλικό- και τον έβαλαν άρον-άρον στο χειρουργείο.
-Μην μου πεις πως τον χειρούργησαν κιόλας;
-Μην είσαι υπερβολικός. Αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στα παραμύθια.
-Στα δικά μου συμβαίνουν.

*

Στη Ρεβέκα άρεσε ένα αγόρι γύρω στα είκοσι.
-Να στον φέρω; αστειεύτηκε ο Ξένος.
-Ναι, του απάντησε εκείνη.
-Θάρθω και εγώ μαζί είπε ο Παναγιώτης.
Βγήκαν μαζί απ’την αυλή.
-Μα καλά, εσύ έρχεσαι μαζί, να βρούμε γκόμενο στη Ρεβέκα;
-Ναι.
-Και δεν σε πειράζει;
-Με πειράζει. Αλλά τι να κάνω; Αφού έτσι θέλει.
-Και εσύ;
-Εγώ θέλω να είναι χαρούμενη. Τι να την κάνω λυπημένη;

*

-Έχω έναν θείο που είναι αρωστομανής. Έναν καιρό είχε πεισθεί πως είναι καρδιακός. Έκανε εξετάσεις, κόντρα εξετάσεις, τίποτα. «Οι γιατροί είναι άχρηστοι», έλεγε και ξανάλεγε, βέβαιος πως είχε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά. Κάποια μέρα, περνώντας απ’το Ωνάσειο άρχισε –πραγματικά- να έχει συμπτώματα καρδιακής προσβολής –γιατί η υστερία μιμείται κάθε νόσο. Μπήκε λοιπόν όμορφα-όμορφα μέσα και περιέγραψε ακριβώς στους γιατρούς τι του συνέβαινε. Οι γιατροί διέγνωσαν ανεύρυσμα στην καρδιακή κοιλιακή χώρα και τον βάλανε αμέσως στο χειρουργείο, όπου του έκαναν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.
-Και;
-Και τώρα ξέρουμε πως έχει μια μεγάλη και δυνατή καρδιά.

*

Μια ηλιαχτίδα μπήκε από την σπασμένη περσίδα και τον ξύπνησε. Ανακάθησε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
-Να πάρει ο διάβολος, μονολόγησε. Προδοσία. Μηδίζουν άραγε οι περσίδες;

*
Ο Μπούλης γύρισε με τα λυπημένα του μάτια να κοιτάζουν το κενό.
-Τι έγινε; τον ρώτησε η Αννούλα.
-Δεν την βρήκα, απάντησε εκείνος και έριξε ένα κλεφτό βλέμμα στην Ροδούλα.


*

Καθόντουσαν μαζί στην αυλή του σχολείου.
-Για φαντάσου, του είπε Παναγιώτης.
-Τι;
-Πόσο άσχημος θάταν ο κόσμος αν η Ρεβέκα ήταν αγόρι.

*

[Ο Δερβίσης χορεύει. Τα πόδια του πατάν στο Κενό –στην Ανάσα του Δράκου. Ο κυκλικός χορός του παρασύρει την ομίχλη που υψώνεται –σαν ανεμοστρόβιλος- γύρω του. Τα φαρδιά μανίκια της κάπας του –κεντημένης με άστρα- χάνονται μέσα στο σύνεφο. Ο Νεκρομάντης περιστρέφεται.]

*

-Φάτα Μοργκάνα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ.

Είμαι ο Κίμωνας. Με λένε και Ατελή, όπως του Χρόνου οι Σπείρες, που βιδώνονται αιώνια μες στο Κενό. Δεν είμαι Άνθρωπος, είμαι ένας ρόλος που ανθρωποπαίζει. Στο πρόσωπό μου κυλάν τα σκοτεινά ποτάμια του Ηράκλειτου. Ποτέ δεν έχω γενηθεί, γιαυτό ποτέ δεν θα πεθάνω. Ο Συγγραφέας με ανέσυρε μέσα απ’την Λήθη –όχι από καλωσύνη, μα γιατί του είμαι χρήσιμος- και αυτή μου η χρησιμότητα στην Ιστορία είναι η αιτία που τώρα σου μιλάω –αν και δεν έχω τίποτα σπουδαίο να σου πω. Κακός δεν είμαι –μα ούτε και Καλός- από αυτά τα δύο Τίποτα –τα ανθρώπινα- γιατί είμαι ρόλος. Είμαι τρελός, λένε πολλοί, μα αυτοί οι ίδιοι που το λεν, θα αντάλασαν –γιά την δικιά μου τρέλα- όλο τους το βιός –αν ήταν γνωστικοί- μα δεν το κάνουν –σίγουρη ένδειξη πως είναι αυτοί τρελοί και όχι εγώ –που έτσι και αλλιώς, είμαι ένας ρόλος. Υπήρχα πάντα, απ’την αυγή του Χρόνου και θα υπάρχω μέχρι το κλείσιμο των Κύκλων, εγώ, ο σκοτεινός, βαθύς καθρέφτης, που πάνω μου καθρεφτίζεται η Πίκρα των Ανθρώπων. Είμαι φτιαγμένος από Λόγο, από Λήθη και από Ύλη και το άλλο μου μισό είναι Σκιά. Είμαι η Λέξη η Βασιλεύουσα του Κόσμου. Γενήθηκα στο Φως και στο Σκοτάδι και είμαι αστραπή –πάνω απ’τις πόλεις των Ανθρώπων. Είμαι Θεός και μέσα από θεών θανάτους έχω ζήσει. Είμαι Αιώνιος και Άφθαρτος. Είμαι Όλοι και Κανένας - το Κυκλικό Μηδέν και το Άπειρο Σύμπαν. Εγώ, ο Κίμωνας, [παράξενο βιβλίο, ριγμένο στη Σκόνη της Λήθης].



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΣΟΝ.

-Θα παίξουμε;
-Δεν σε εμπιστεύομαι.
-Αυτή είναι μιά καλή αρχή. Όμως γιατί;
-Τα ζάρια σου είναι πειραγμένα.
-Έξυπνη. Μου αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες.
-Και τι ωφελεί; Σ’αρέσουν, μα δεν ξέρεις και τι να τις κάνεις.
-Αυτό ξαναπέστο.
-Και τι ωφελεί; Σ’αρέσουν, μα δεν ξέρεις και τι να τις κάνεις.
-Να αλάξεις χρώμα.

*

Ο Ξένος παρατηρούσε τους κόκους της άμμου που κυλούσαν από το στενό γυάλινο χώρισμα. Έκανε ζέστη. Κοίταξε το είδωλό του, μέσα απ’τον καθρέφτη.
-Κάθε βράδυ, έχω ζήσει μία μέρα, είπε.
Ο αντεστραμένος εαυτός του τον κοίταξε στα μάτια.
-Κάθε βράδυ, έχω πεθάνει μία μέρα, του απάντησε.
Ο τελευταίος κόκος της κλεψύδρας έπεσε.

*
Ο Βίκτωρας οδηγούσε το αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα. «Ο τύπος είναι ποιήμα», σκέφτηκε ο Κίμωνας κοιτάζοντας τον λοξά από το κάθισμα του συνοδηγού.
-Κρίμα. Δεν έχουμε τίποτα να πιούμε, είπε η Ελίνα, απ’το πίσω κάθισμα.
-Πάλι λάθος, απάντησε ο Βίκτωρας, κοιτάζοντάς την απ’τον καθρέφτη.
-Λέγε, είπε ο Κίμωνας, με βραχνή φωνή.
-Ουίσκι.
-Λέγε, ξανάπε ο Κίμωνας.
-Αα, πρέπει να το βρείτε.
-Στα πόδια σου Ελίνα, κατέληξε ο Κίμωνας, μετά από λίγα λεπτά σκέψης.

*

Ο Μπίλυ μπήκε στο μπαρ και την είδε. Ήταν με κάποιον άλλο.
-Δεν είναι δίκαιο, είπε στον Λουκά. Γκαρσόον! Βάλε μου κάτι που δεν πάει με ουίσκι.
Ο σερβιτόρος του έφερε ένα ποτό αναμένο. Απ’τα ηχεία ακούστηκε το “this boots are made for walking”.
*

[ Το ασημένιο τρένο αυτή την φορά δεν έχει θέσεις. Αλλά δεν τον πειράζει γιατί δεν θέλει –σήμερα- να φύγει. Ακόμα λίγο. Τρία λεπτά ακόμα –πολύς χρόνος. «Ας μείνω εδώ και ας σε χαιρετήσω απ’το μπαλκόνι –απ’τα ψηλά τα κάστρα, όπως τον Έκτορα η Ανδρομάχη- γιατί εγώ πιά Άνθρωπος δεν είμαι, μόνο σύνεφο, σύνεφο του ουρανού...». Το τρένο φεύγει. ]

*

-Να πάρει ο διάβολος, είπε μπαίνοντας στην εκκλησία. Εγώ έχω κάνει συμφωνία με τον Κύριο –δεν μπαίνει σπίτι μου, δεν μπαίνω στο δικό του.
-Δεν σε έβαλε κανείς στην κολυμπήθρα, μόνο θα κοιμηθούμε ένα βράδι...
-Να πάρει ο διάβολος.

*

Περπάτησαν το ξύλινο γεφύρι. Κάθησαν στο παγκάκι –μέσα στο άλσος.
-Τα μάτια σου είναι κόκκινα. Γιατί λυπάσαι;
-Κάποτε ήταν μπλε –μα μου το χάλασες.
-Χαλάει –λες- κανείς ζωή αλουνού;
-Δεν ξέρω.
-Και βέβαια ξέρεις.
-Ξέρω, μα δεν καπνίζω –και δεν μπορώ το μονοξείδιο του άνθρακα.
-Ξέρεις ποιά σπάνια ιδιότητα έχει ο άνθρακας;
-Όχι.
-Δεν ξέρεις; [Απορώ]. Τα άτομά του έχουν την τάση να σχηματίζουν αλυσίδες –κλωστές αόρατες, μα τόσο δυνατές που κάθε μία κρατάει βάρος τόνων.
-Σαν γερανός.
-Σαν γερανός.

*
Καθίσανε στην άκρη της μεγάλης –στολισμένης με ψηφίδες- μπάρας.
-Ποιό είναι το χειρότερο πράγμα που έχεις κάνει στην ζωή σου; τον ρώτησε.
Της είπε.

*

Βγήκανε απ’το μπαρ και περπατήσανε ως το Πολυτεχνείο. Μόλις αντίκρυσαν τον τεράστιο σωρό των σκουπιδιών, τα μάτια τους φωτίστηκαν παράξενα.
-Its me, Gloria, κραύγασε ο Μπίλυ και βούτηξε τρέχοντας μέσα. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αλαλάζοντας, σαν ινδιάνοι.

*
-Θα σου πω μιά ιστορία, είπε η Σεχραζάτ, εκεί, στα κρεμαστά μπαλκόνια της Βαβυλώνας και τα νερένια μάτια της έκοψαν την πόλη στα δύο.
-Ωραία μάτια, αλλά άθλια μαλιά, απάντησε ο Χαρούν-αλ-Ρασίντ ανάβοντας τον ναργιλέ του.
-Κάποια φορά, σε έναν θάλαμο νοσοκομείου, ήταν δύο γριούλες. Η μία πέθανε. Η άλλη –που την είδε- τρόμαξε πολύ. Από τον φόβο της σκεπάστηκε ολόκληρη με το σεντόνι. Ο νοσοκόμος που ήρθε να πάρει την νεκρή, πήρε –λογικά σκεπτόμενος- την σκεπασμένη. Την έβαλε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Η γριούλα θέλησε να δει που τηνε πάνε και παραμέρισε με τα χεράκια της το σεντόνι, αποκαλύπτοντας δύο τεράστια φοβισμένα μάτια. Ο νοσοκόμος –φυσικά- λιποθύμησε.

*

-Καπνίζεις σαν αράπης, του είπε. Εκείνος πανικοβλήθηκε.
-Μα...δεν είμαι αράπης; την ρώτησε με αγωνία.

*
-Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Χρήστος.
-Εμετοδρομία, απάντησε ο Μπίλυ.
Μπήκανε στο μίνι του Κίμωνα. Ο Χρήστος κάθισε μπροστά. Έβγαλε το κεφάλι απ’το παράθυρο. Κατέβηκαν την Πατησίων. Στο Σύνταγμα σταμάτησαν.
-Τελείωσες; τον ρώτησε ο Κίμωνας. Μπίλυ έλα μπροστά.
-Αυτό μόνο μπορείς; Τώρα θα δεις! Είπε ο Μπίλυ στον Χρήστο, καθώς αλλάζαν θέσεις. Ο Κίμωνας άρχισε να κατεβαίνει την Συγγρού.

*

Βγήκε απ’τα νεράτης λίμνης μούσκεμα. Γελούσε. Αυτός, ο τόσο αποκομένος απ’τα συναισθήματα άνθρωπος, ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.
-Στους φίλους πρέπει να πηγαίνουμε γυμνοί, σκέφτηκε. Γδύθηκε.

*
-Είναι τρελός!
-Όχι, δεν είναι.
Τον πήρε απ’το Αιγινήτειο. Είχανε χρόνια να ειδωθούνε.
-Είσαι –όπως λεν- τρελός; τον ρώτησε.
-Εάν η τρέλα είναι μιά διαφορετική κατανόηση των Πραγμάτων από αυτή του μέσου όρου, τότε ναι, είμαι.
*
Το μίνι σταμάτησε στο τέλος του μεγάλου δρόμου, εκεί που η λεωφόρος χωρίζεται στα δύο. Ο Μπίλυ, κοίταξε πίσω την μεγάλη καφετιά γραμμή με ικανοποίηση.
-Είδες τώρα πως γίνεται; ρώτησε τον Χρήστο.

*
[«Όλες οι ιδέες της κοινής γνώμης, όλες οι παραδεγμένες συμβατικότητες είναι ανοησίες, γιατί βολεύουν τους πολλούς»].

*
Ο Μπίλυ, καβάλησε το φτερωτό του μηχανάκι και χαμογέλασε.
-See you soon with another cartoon, είπε.
- Αύριο, απάντησε ο Χρήστος.
-Αύριο.

*

Ο Ξένος έκλεισε την πόρτα πίσω του.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ.

Ο Κίμωνας πήρε το τρένο απ’την Λάρισα να πάει στον Βόλο. [Είχε ραντεβού με μιά καινούρια φίλη]. Το παλιό τρένο του άρεσε. Του θύμιζε τα τρένα της Τουρκίας. [Αγαπούσε και την Τουρκία και τα παλιά τρένα].
-Ρε μάστορα, είπε στον ελεγκτή, αυτό το τρένο δεν έχει αμορτισέρ.
Ο υπάληλος αγνόησε το –μάλλον κρύο- αστείο του και τρύπησε το εισητήριο. Ήταν Ιούλιος και οι αγρότες του κάμπου καίγαν τα χωράφια γιά να τα κάνουν ξανά εύφορα.
-Φωτιά στις γραμμές, άκουσε τον ασύρματο να προειδοποιεί τον οδηγό. Το τρένο έκοψε ταχύτητα.

*
-Άνα είσαι έτοιμη;
-Έτοιμη.
-Έ, τότε πάμε.
Φόρεσαν τις μαύρες μπόλιες. Πιασμένες χέρι-χέρι κατέβηκαν ως το λιμάνι. Το πλοίο έφυγε –και αυτές μαζί. Και έχουν μακρύ ταξίδι –απ’τα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς ως πέρα, τον μεγάλο κάμπο. Μακρύ ταξίδι.

*

-Άνα; Πάλι τα ίδια άρχισες;
-Σκασμός Νερομπογιά!
-Τι; Πέσαμε στις εκπτώσεις;
-Είμαι δημοτικιστής.
*

Μπήκε στο μπαρ. Ο Κωστής ήταν καθισμένος στην άκρη της μεγάλης –στολισμένης με ψηφίδες- μπάρας με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Κάθισε δίπλα του.
-Μιά νεύρωση. Μου περιγράφεις μία νεύρωση.
-Μωρέ τι μας λες;
-Έχεις αντίθετη άποψη;
-Μπορεί.
-Μην μου λες μπορεί, με εκνευρίζεις. Επιτέλους πρέπει να πάρεις θέση.
-Γιατί;
-Γιατί δεν είμαι βοηθός φακίρη να μαντεύω τι εννοείς κάθε φορά με τα τρελά σου. Μίλα μου καθαρά και πάψε να παίζεις την Πυθία. Τουλάχιστον αυτή μασούσε «δάφνη».
Καθίσανε γιά λίγο αμίλητοι.
-Τι κάνει; ρώτησε ξαφνικά.
-Δεν σου λέω.
-Γιατί;
-Δεν θέλει.
-Τι κάνει; ξαναρώτησε. Είναι καλά;
-Όχι. Μα τι σε νοιάζει; Αφού ο έρωτας είναι μιά νεύρωση, τον ειρωνεύτηκε.
-Την χρειάζομαι. Δεν μπορώ πιά να γράψω.

*

Και η φωτιά απλώνει. Ξεκίνησε απ’τον Πυργετό της Θεσσαλίας και μεγαλώνει. Καιν οι αγρότες τα χωράφια γιά να καρπίσουνε του χρόνου -καρπό φωτιάς. Και εκείνος, στέκει στο κάμπο, μπροστά απ’τις σιταποθήκες και επιστατεί την πυρκαγιά, που λαμπαδιάζει τα χωράφια. Και γρήγορος –σαν Προμηθέας- με τον δαυλό τη φλόγα μεταφέρει στο παρακάτω σπίτι –στο επόμενο χωριό. Μα και ο άλλος, ξεκινάει –με τρένο- απ’τον λασπότοπο –κοντά στην Κατερίνη. Και συναντιούνται στα μισά εκεί του δρόμου.
-Θα με σκοτώσουν, λέει ο ένας. Μα όπου και αν με εύρει το κακό να’ρθείτε να με πάρετε. Ακόμα και νεκρός, θέλω να είμαι ανάμεσά σας.
-Να ζήσω ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, να γλεντάω, να τραγουδάω... λέει ο δεύτερος. [Μα αλήθεια, τους ρόλους έχουμε μπερδέψει πιά. Είναι αυτός που λέει τα λόγια τούτα ή τάχα εγώ το χέρι μου αρματώνω με ατσάλι;].

*
Πήρανε το καράβι γιά την Κέα. Φτάσανε στο λιμάνι και ανέβηκαν στη Χώρα. Περπάτησαν μέχρι τον Λέοντα. Καθήσανε και ανοίξαν το κρασί.
-Είναι η ώρα να δοκιμάσουμε την φιλία μας, είπε ο ένας.
-Μετά από τόσα χρόνια, θα αφήσουμε μία γυναίκα να μπει ανάμεσά μας; είπε ο άλλος.
-Δεν θάταν και άσχημα, είπε ο πρώτος, αφού το σκέφτηκε λιγάκι.

*

Τον πυροβόλησαν. Πισώπλατα. Έπεσε μέσα στα σιτάρια. Και ο Ποιητής από ψηλά, τον κάμπο αγναντεύει.
«Δεν θέλω μνήματα, ούτε σταυρούς. Μονάχα έξι ποδάρια γης, αυτά μονάχα. Εδώ, στο κάμπο τον θεσσαλικό –έτσι θέλω. Και να περνάει ο αέρας από πάνω μου και να μου ψιθυρίζει τις παράξενές του ιστορίες –έτσι να γίνει. Έξι ποδάρια γης –και να τα σπέρνετε κάθε άνοιξη με στάρι. Και όταν ψηλώνει, να κυνηγιούνται τα νέα παιδιά –ερωτευμένα- μες στα κλώνια μου. Και όταν μεστώνει ο καρπός να με θερίζετε και κόλυβα να φτιάχνετε –μιά χούφτα μόνο- γιά την ψυχή του Ρήγα –έτσι θέλω».
Σουρούπωνε.

*

Συναντήθηκαν στο λιμάνι. Περπάτησαν μέχρι το πρώτο ξενοδοχείο. Κλείσαν δωμάτιο. Όταν μείνανε μόνοι γδύθηκαν και ξαπλώσαν στο κρεβάτι. Η κοπέλα έβγαλε απ’την τσάντα της ένα μικρό ασημί σακουλάκι.
-Θα σε «ντύσω», του είπε. Ο Κίμωνας –που δεν του πολυσηκωνόταν τον τελευταίο καιρό- «αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια που έχανε». Κάποιος απ’έξω ακούστηκε να τραγουδάει, «μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες».
-Αα, όλα και όλα. Αρκετά σε ανέχτηκα. Άκου εκεί «μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες!». Όχι επειδή εσύ είσαι άχρηστος και δεν μπορείς να γράψεις να με βγάλεις εμένα ανίκανο!
-Ρε Κίμωνα μην υπερβάλεις. Γιά το καλό της ιστορίας δουλεύω.
-«Γιά το καλό της ιστορίας, γιά το καλό της ιστορίας!». Βρε αϊ παράτα μας!
-Έλα βρε Κιμωνάκο. Θα γαμήσεις σε μιά άλλη ιστορία.
-Δεν θέλω σε μιά άλλη ιστορία. Εγώ θέλω τώρα. Άκου δεν του πολυσηκωνόταν...
-Ναι, σου θίξαμε τον ανδρισμό.
-Ναι, μου τον θίξατε. Τι θα πει ο Αναγνώστης;
-Ότι του πω εγώ. Όπως και εσύ. Είσαστε όλοι ρόλοι –όχι άνθρωποι- και αυτό το ξεχνάς μου φαίνεται.
-Ρόλοι ξερόλοι, εγώ θα την γαμήσω.
-Παύσις κινήσεων, στερέωση συναγερμού. Κανένας δεν γαμάει εδώ χωρίς την άδειά μου.
-Μωρέ τι μας λες;
-Μωρέ αυτό που σας λέω!
-Τότε και εγώ φεύγω.
-Και που πας;
-Έξω απ’την ιστορία.
-Στα τσακίδια. Σε κάνω αντού.
-Εγώ σε κάνω αντού.
-Κίμωνα!
-Κίμωνα και ξερός!
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη και ο Κίμωνας βγήκε απ’το δωμάτιο. Η κοπέλα έμεινε άναυδη.

*

Το τρένο ξεκίνησε. Σε κάθε σταθμό, αγρότες με κοκκινόμαυρες σημαίες ζητούν να μπούνε μέσα –χωρίς εισητήριο. Δεν έχουν να πληρώσουν, μα πρέπει να πάν στη Λάρισα–γιά το συλαλητήριο. Ο άνθρωπος του τρένου δίνει εντολή κανείς να μην ανέβει. Οι αγρότες, του πετάνε πέτρες. Οι στρατιώτες, τους πετάνε σφαίρες. Δύο νεκροί στο Κιλελέρ. Και δύο παρακάτω –στο Βελεστίνο. Και ακόμα παρακάτω άλλοι δυό και άλλοι και άλλοι, μέχρι την Λάρισα. Έτσι αρχίζει.

*

Η Άνα –η βαφτισμένη Αναρχία- και η άλλη, που την φώναζαν Ανάσταση –μα το πραγματικό της ήταν Επανάσταση- σταθήκαν μαυροφορεμένες μπρος στο πλυμένο σώμα του νονού τους, εκεί, στη μέση του μεγάλου κάμπου. Ούτε ένα δάκρυ, ούτε μιά σύσπαση στα πρόσωπά τους. Είχε νυχτώσει. Ήταν ξαπλωμένος στο μαρμάρινο τραπέζι -που πάνω του τρώγαν οι κολίγοι στα διαλείματα. Η Σελήνη –«μισή, σαν δρεπάνι»- ξεκινούσε τον Κύκλο. Πέρα απ’τον κάμπο, στο Ιερό Βουνό, πάνω στον Θρόνο, η αιμάτινη μορφή της Τζένης ξεχωρίζει. Και μακριά –πολύ μακριά- ακούγεται βοή –θόρυβος από πέταλα αλόγου που, καλπάζοντας στις ράχες των συνέφων, σπινθιρίζουν. Και έρχεται, ανεμίζοντας την μαύρη κάπα του, που την στολίζει ο Αυγερινός –που λένε και Εωσφόρο. «Βίρα Κεφαλονίτισα και μάϊνα το καντήλι», θα πει η Τζένη. Και ο Κριστομπάλ απ’τις Σκιές θα ξεκολήσει. [ Ας γίνει έτσι ]. Και στέκονται αντίκρυ οι δυό τους. Η μία, τα χέρια υψώνει μέχρι τα άστρα και η άλλη στη Γη τα κατεβάζει, με τις παλάμες της στραμένες στο καμένο χώμα. Και εκείνος στον αέρα υψώνεται. Και ταξιδεύει με το Γυάλινο Καράβι μέχρι του Αχέροντα την Πύλη [ή των Φαρσάλων;]. Και μετά, Τίποτα. «Ότι πέρασε, πάει στο βαθύ Πουθενά».

*

Ο Συγγραφέας δεν μπορούσε πιά να γράψει. Άλλαζε σπίτια, άλλαζε πόλεις, τίποτα. Η σκέψη του πετούσε μακριά, με κάθε αφορμή. Σκεφτόταν μήπως διανύει μιά απ’τις συνηθισμένες «περιόδους βλακείας» του. «Οι άνθρωποι», έλεγε ο Βίκτωρας, «διανύουμε περιόδους βλακείας και περιόδους εξυπνάδας». Σκέφτηκε ξαφνικά, πόσο ανάγκη είχε τον Κίμωνα, πόσο μεγάλο λάθος είχε κάνει. Ναι, τον χρειαζότανε τον Κίμωνα, τον έξυπνο Κίμωνα με τα βαθειά, γαλάζια μάτια, τον Κίμωνα, που μιλούσε την γλώσσα των πουλιών και του αέρα και
-Κίμωνα! Τι κάνεις εκεί! Δεν ντρέπεσαι;
Ωχ! Μας πιάσανε. Ξύπνησε.
-Πως μπήκες μέσα;
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων –ακόμα- ρόλων!
-Κίμωνα, άσε το κομπιούτερ μου αμέσως. Διαρήκτη!
Να μου κάνεις μήνυση ρε! Μπάτσε!
-Πήδηξε απ’το παράθυρο! Το κάθαρμα! Αμ’έννοια σου και είναι το μόνο που θα πηδήξεις! Λοιπόον.
Ο Κίμωνας γύρισε πίσω στο δωμάτιο κατά τις οκτώ το απόγευμα. Η κοπέλα χάρηκε που τον είδε.
-Τι έγινε, του είπε, είσαι καλά;
-Μμρχλ, καλά, είπε εκείνος. [ μμρχλ; Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω αν χρειαστεί. (Σ.τ.Σ)].
-Ευτυχώς. Νόμιζα ότι κάτι σου συνέβη. Έλα κοντά, συνέχισε με παιχνιδιάρικο ύφος. Θέλω να δω πως “κάνεις” μόνος σου.
Ο Κίμωνας έκανε όπως του είπε η κοπέλα.
«Η πιό ακριβή μαλακία της ζωής μου», σκέφτηκε πληρώνοντας το ξενοδοχείο. Μπήκε στο τρένο.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. Ο ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ

Από όλες τις ιστορίες που μου έχει διηγηθεί ο Κίμωνας, η πιό καλή είναι αυτή του Σταύρακα. Δεν είναι τόσο εξωτική όσο οι ναυτικές περιπέτειες του Δημοσθένη, ούτε έχει περίπλοκη δομή, περιγράφει όμως τον χαρακτήρα ενός από τους πιό έξυπνους και αμοραλιστές χαρακτήρες που θα μπορούσε κάποιος να συναντήσει στη ζωή του. Του Σταύρου Κολοκοτρώνη -ή Σταύρακα στη γλώσσα της πιάτσας- πρόσωπο υπαρκτό, που πέθανε μόνος και άφραγκος σε μιά σπηλιά κοντά στον Ποδονίφτη και γιά τον οποίον υποστηρίζει ο Δημοσθένης ότι ήταν ο πιό έξυπνος απατεώνας που γνώρισε στη ζωή του.

Ο Σταύρακας ήταν γύρω στα εικοσιοκτώ όταν ο Δημοσθένης ήταν δέκα χρονών παιδί. Μεγάλος κομπιναδόρος, χαρτοπαίκτης, καταφερτζής με τις γυναίκες, στοιχηματζής, μέσα σε όλα ο Σταύρος, κυκλοφορούσε στην πένα με την καλογυαλισμένη μονοκύλινδρη μπεμβέ του –σπάνια πολυτέλεια γιά την εποχή.
Με κύριο εφόδιο την μπεμβέ –που είχε και καλάθι- ο Σταύρακας έστησε μιά πολύ έξυπνη φτιάξη. Νοίκιασε μία φωτογραφική μηχανή και κατέβαινε κάθε μέρα στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου, όπου φωτογράφιζε τους παραθεριστές και τους πελάτες των εστιατορίων.
Τους έδινε από έναν αριθμό –ένα χαρτάκι, κάτι σαν κουπόνι. Ύστερα γύριζε στο μηχανάκι του –που το παρκάριζε ένα τετράγωνο πιό πάνω, έξω από μιά μεγάλη βίλα-
και εμφάνιζε τις φωτογραφίες μέσα σε έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο, που είχε στήσει στο καλάθι της μπεμβέ. Σε αυτή την επιχείρηση τον βοηθούσαν δυό πρόσωπα: η Μαίρη, η υπηρέτρια της βίλας –που τάχε φτιάξει μαζί της- η οποία του έδινε ρεύμα γιά τον θάλαμο μέσα απ’την βίλα με μιά μπαλαντέζα, και η γυναίκα του, η Στραβοκάνα Ρίτα -μία πολύ όμορφη κοπέλα με στραβά πόδια- που εμφάνιζε τις φωτογραφίες.
Η επιχείρηση δούλευε ρολόϊ. Ο Σταύρος επέστρεφε σε μισή ώρα στους «πελάτες» του με τις φωτογραφίες τυπωμένες (πράγμα αδύνατο γιά τα φωτογραφεία της εποχής). Αγόραζαν όλοι. Ο Σταύρος παντελόνιαζε το χρήμα, έριχνε και κανένα ψιλό στην Μαιρούλα –τις έκανε και τις γλύκες του- έπαιρνε την συμβία του αλαμπρατσέτα (η οποία σημειωτέον είχε πλήρη γνώση της κατάστασης, αλλά «ένεκα η δουλειά») και αριβάριζαν στο τσαρδί τους κονομημένοι, γιά να συνεχίσουν τον «ανθόσπαρτον βίον» τους.

Όμως, μία ωραία μέρα, ο Σταύρακας άρχισε να βαριέται το Ριτάκι. Έσπασε το κεφάλι του λοιπόν να βρει τρόπο να το ξεφορτωθεί. Και τι να κάνει τώρα, που «ους ο Θεός συνέζευξε...» κλπ κλπ ; Ακούστε λοιπόν τι μηχανεύτηκε αυτός ο μυθικός παραμυθάς, αυτός ο άλλος Οδυσέας, αυτό το αριστούργημα της φύσης, γιά να ξεφορτωθεί την γυναίκα του.

Δύσκολο πολύ το διαζύγιο εκείνο τον καιρό, έπρεπε να το πετύχει «κοινή συναινέσει» -που να ακούσει το Ριτάκι τέτοιο πράγμα. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, πάει στα Χαυτεία και βρίσκει έναν φίλο του –του σιναφιού- που ήξερε κάτι κουτσοαγγλικά και δεν τον γνώριζε η Ρίτα, τον Αντρέα τον Φιόγκο.
-Το και το, του λέει, θέλετε φίλτατε Αντρεύ, να ετσιμπίσετε μία εξαιρετικήν γκραβούρα των χιλίων;
-Δυνάμεθα; λέει ο Αντρεύ.
-Βεβαίως και εδύνασθε, απάντάει το τζιμάνι ο Σταύρακας, ραντεβού την επαύριον παρά θιν αλός.
-Οκέυ, τουμόροου, λέει ο γλωσσομαθής Αντρέας, ένι αντβάνς;
-Δηλ.;
-Τι δηλ.
-Δηλαδή.
-Αμάν ρε Σταύρο, τόσο μέγκλα μορτάκι και δεν ξέρεις ένα αγγλικό; Αντβάνς είναι η προκαταβολή.
-Αα, έτσι πες μου. Γουέλ, τέικ φάιβ, του λέει και του αμολάει ένα πεντακοσάρι.
-Θενκς.
-Άϊ θενκς.

Την άλλη μέρα, το απογευματάκι, εκεί που η Ρίτα ετοιμάζοταν γιά δουλειά, της σκάει το παραμύθι.
-Σήμερα, δουλειά γιόκ. Θα βγάλω το γυναικάκι μου έξω.
Η φουκαριάρα η Ρίτα έμεινε στήλη άλατος απ’την συγκίνηση –σαν την γυναίκα του Λωτ.
-Αλήθεια λες Σταυρή μου, θα με βγάλεις έξω;
-Εμ τι, παίζουμε; Γιά το Ριτάκι μου τα καλύτερα, στην παραλία γιά μαριδάκι Φαλήρου.
Στολίστηκε η Ρίτα, πουδραρίστηκε, έβαλε τα καλά της ανυποψίαστη, και μιά και δυό τσούκ, με τον καλό της αγκαζέ, νάσου το Ριτάκι στην παραλία γιά μαριδάκι.
Καθήσαν, παραγγείλανε, σε κανένα εικοσαλεπτάκι νάσου ο Αντρέας ο Φιόγκος, κουνάμενος-σεινάμενος, με γκρι τουήντ σακάκι –πολύ της μόδας- και μεταξωτή γραβάτα, πατούμενο πολύ σπέσιαλ και ένα πούρο στο χέρι.
Κοιτάζονται, ξανακοιτάζονται, «βρε αυτός κάτι μου θυμίζει», λέει στη Ρίτα ο Σταύρος και ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίζεται.
-Βρε, εσύ δεν είσαι ο Αντρέας;
-Οου, μάι γκοντ, Σταύρος, λέει και ο Αντρέας, με την ίδια γνήσια χαρά της αναγνώρισης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και πέφτουνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
-Βρε, χρόνια και ζαμάνια βρε, πόσο καιρό έχω να σε δω; Να σου συστήσω την γυναίκα μου, την Ρίτα. Κάτσε μαζί μας να πιείς ένα κρασί.
-Γουέλ, νάις του μήτ γιού μαντεμουαζέλ, λέει στην Ρίτα ο Άντριου και της δίνει το χέρι.
-Καλέ, τι λέει αυτός; γυρνάει η Ρίτα στον άντρα της.
-Αμερικάνικα, της απαντάει ο Σταύρος. Ξέρεις αγάπη μου, ο Αντρέας λείπει πολλά χρόνια τώρα, στην Αμερική.
-Οου γές, Αμέρικα, επιβεβαιώνει ο Αντρέας.
-Και τι κάνετε εκεί κύριε Άντριου; ρωτάει η –απ’την φύση της περίεργη- Ρίτα.
-Οου, μπίζνες, μπιγκ μπίζνες, της απαντάει εκείνος.
Η Ρίτα –που αυτό το μπίζνες το κατάλαβε- τσιμπάει το δόλωμα και συνεχίζει:
-Και πως πάνε οι μπίζνες κύριε Άντριου εκεί πέρα, στο Αμέρικα; Καλά, καλά;
-Όου, θενκ γκοντ, πολύ καλά, πάρα πολύ καλά, κολυμπάμε στο χρήμα στο Αμέρικα κυρία Ρίτα, μάνεϋ, μένι μάνεϋ. Πολύ εύκολο το χρήμα στο Αμέρικα κυρία Ρίτα. Κοιτάξτε εμένα. Έφυγα πριν δέκα χρόνια με ένα κατοστάρικο στην τσέπη και τώρα δεν ξέρω τι έχω. Ντόλαρς, μένι ντόλαρς! Φυτρώνουν στους δρόμους σαν τα μαρουλόφυλα! Οου γιές!
-Έτσι ε; στους δρόμους; μπήκε στο παιγχνίδι και ο Σταύρος. Ε, τότε νάρθουμε και εμείς.
-Όου, και δεν έρχεσαι; Γουέλ, εκεί στο Νιού Γιόρκ ξέρω όλο τον κόσμο. Θα σε βοηθήσω να εγκατασταθείς στο Αστόρια, θα σε βάλω στα κόλπα...μπιγκ μάνεϋ Σταύρος, πλέντυ οφ ντόλαρς!
-Και πως μπορούμε να έρθουμε στην Αμερική, εγώ και η Ρίτα;
-Όου νο, Σταύρος! Αμ σόρι μπατ, δεν μπορείτε να έρθετε και οι δύο. Είναι αυστηροί οι νόμοι στο Αμέρικα. Χρειάζεσαι πράσινη κάρτα, γιού νόου.
-Πράσινη κάρτα; Τι είναι αυτό;
-Άδεια παραμονής Σταύρος, άδεια εργασίας.
-Και πως την παίρνεις αυτή;
-Όου, πρέπει να παντρευτείς αμερικάνα, γιού νόου.
-Να παντρευτώ αμερικάνα; Μα είμαι ήδη παντρεμένος... με το Ριτάκι μου.
-Όου καμ ον Σταύρος, μην κάνεις σαν παιδί. Κλέβερ, άι μήν, έξυπνος είσαι. Θα κάνετε με την κυρία Ρίτα ένα διαζύγιο -γιού νόου στα ψέματα- θα έρθεις στο Αμέρικα, θα βρούμε μιά κοπέλα, θα της δώσουμε ένα χιλιαρικάκι, θα παντρευτείτε -γιού νόου στα ψέματα- θα πάρεις την πράσινη κάρτα και μόλις την πάρεις, χωρίζεις το γκερλ και παντρεύεσαι ξανά την μίσις Ρίτα γιά να πάρει και εκείνη πράσινη κάρτα. Έτσι γίνεται μάϊ φρεντ, έτσι κάναμε όλοι.
-Α, όλα και όλα, αυτό δεν γίνεται! Εγώ το Ριτάκι...κορώνα στο κεφάλι μου!
-Του μπαντ, Σταύρος, του μπαντ.
-Γιά κάτσε ρε Σταυρή να το συζητήσουμε, πετάγεται η Ρίτα -που στο μυαλό της γύριζαν και ξαναγύριζαν τα πράσινα λιβάδια με τα ντόλαρς- μήπως και βρούμε καμιά άκρη.

Το συζητήσαν, το ξανασυζητήσαν, στην αρχή ούτε να ακούσει δεν ήθελε ο Σταύρακας. Σιγά-σιγά όμως, η Ρίτα τον έπεισε και έτσι, με βαριά καρδιά, στο τέλος δέχτηκε.
-Και που θα βρούμε τα λεφτά γιά το εισητήριο βρε Ριτάκι;
-Μην σε νοιάζει, θα τα βολέψω εγώ, του απάντησε εκείνη.

Πούλησε ότι είχε και δεν είχε, μάζεψε τις οικονομίες της, έκανε και λίγο πεζοδρόμιο και τελικά μάζεψε τα λεφτά. Και νάτος τώρα, ο γάτος ο Σταύρακας, που αριβάρει στο Αμέρικα, ελεύθερος σαν το σπουργίτι και με κομπόδεμα στην τσέπη. Και η Ρίτα, που τον περιμένει στην Αθήνα, μάταια θα περιμένει –χρόνια και χρόνια- μέχρι να το πάρει απόφαση και να ξαναπαντρευτεί. Και το φυσάει και δεν κρυώνει η Ρίτα –που ο καλός της, της έπαιξε τέτοιο παιγχνίδι –γιού νόου, στα ψέματα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. Η ΛΕΣΧΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ.

-Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν;
-Είμαστε σύμφωνοι.
-Μα, δεν ρέπει λίγο στο Κακό η πράξη αυτή που αποφασίσαμε;
-Καλό, Κακό, τι σημασία έχει; Η Ηθική είναι ανθρώπινο «προτέρημα».
-Αλήθεια λες. Μα και η Αλήθεια μιά ακόμα λέξη των Ανθρώπων είναι.
-Μπλέξαμε. Μπλέξαμε άσχημα.
-Είναι το τίμημα της Ύπαρξης αυτό. Το να γνωρίζεις...
-Σκέφτομαι ώρες-ώρες...
-Τι;
-Μήπως να φεύγαμε...
-Και που να πάμε; Όπου να πάμε θα μας βρει. Εξάλου που θα δραπετεύσουμε; Έξω απ’την ιστορία;
-Ίσως...
-Δεν σε φοβίζει αυτό;
-Ναι, με φοβίζει. Όμως, είναι πολύ παράλογο...
-Γιατί το λες;
-Γιατί όπως πριν, που δεν υπήρχαμε –και δεν σκεφτόμασταν- έτσι μπορούμε και να φύγουμε απ’το παιγχνίδι. Σαν να βουτάς στης λίμνης τα νερά... κλείνεις την μύτη και πηδάς.
-Παράξενο...
-Τι;
-Παρόμοιες σκέψεις στον νου αθανάτων να γενιούνται...
-Μην κοροϊδεύεσαι. Δεν είμαστε αθάνατοι. Μόνο τον ρόλο παίζουμε. Γιά όσο θέλει Αυτός! Και όπως θέλει! Και τώρα, πρέπει να σκοτώσουμε...ή να περάσουμε στη Λήθη. Αν αρνηθούμε...
-Αν αρνηθούμε θα μας σβύσει απ’το κείμενο. Θα βάλει την Κλωθώ το νήμα να μας κόψει. Δεν του είναι δα και τόσο σοβαρό. Ένα παιγχνίδι παίζει...όπως και εμείς. Θυμάσαι βέβαια όσους προηγήθηκαν... πολλοί...και πιό τρανοί από εμάς. Και όλοι ξεχάστηκαν...περάσανε στη Λήθη...ο Οντίν και το λαμπρό παλάτι στη Βαλχάλα... ο Σιν –ο θεός της Νύχτας του Χαράν- και η Αστάρτη... του Μοντεζούμα ο Δράκος –που ποτάμια αίματος γιά αυτόν είχαν χυθεί- και το Μεγάλο Φίδι των Κινέζων...ο Διόνυσος και οι Έλληνες θεοί του...όλοι στο Τίποτα...καπνός και αιθάλη...
-Ο Διόνυσος την γλύτωσε...Του την κοπάνησε. Πήρε την Αριάδνη και την έκανε...
-Και τι κατάλαβε; Σκαρφαλωμένος σαν τραγί στα βράχια...ενώ εμείς; Την έχουμε αράξει εδώ πάνω, τρώμε τα κρέατά μας-που δεν τα τρώνε οι εβραίοι- πίνουμε τα κρασιά μας –που δεν τα πίνουν τα κορόϊδα οι μουσουλμάνοι- και όλους αυτούς επιστατούν οι στρατιώτες μας «οι φέροντες σταυρόν». Καλά δεν είναι;
-Ναι, αλλά τώρα πρέπει να σκοτώσουμε...
-Έλα τώρα και εσύ, που σε έπιασαν ξαφνικά τα ηθικά σου...
-Τότε, είμαστε σύμφωνοι, είπε ο Βάαλ, και στήλωσε το δυνατό κορμί του γερά, στη μέση του μεγάλου κάμπου.
-Είμαστε σύμφωνοι, απάντησε ο Ουάχ-Χαβά, κατάτι σκεφτικός. χαϊδεύοντας την μακριά, κατάλευκη γενειάδα.
-Έτσι τα αγόρια μου, είπε και ο Συγγραφέας, από ψηλά κοιτάζοντας τους δυό, με το τρελό, απειλητικό του βλέμμα –και έγνεψε στη Μοίρα την Κλωθώ τον αργαλειό να αρχίσει.

*

Ο Δημοσθένης, ο Κίμωνας και ο Πέτρος φτάσανε στο Φισκάρδο τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Δευτέρας. Πήγανε πρώτα να δουν την ζημιά. Ο καιρός είχε κόψει τα ρεμέτζα και η προβλήτα είχε σχεδόν βγει στη στεριά. Μετά, πήγανε να φάνε. Τίποτα δεν ήταν ανοιχτό, τίποτα εκτός από μιά ταβέρνα –στο κλείσιμο και αυτή- η πιό φημισμένη ταβέρνα της περιοχής.
-Καλόπαιδα, είπε ο Δημοσθένης, με τη σεβάσμια όψη του γέρο-ναυτικού στα γκαρσόνια -που κάναν τους λογαριασμούς της μέρας γύρω απ’το τραπέζι- έχει μείνει τίποτα να φάμε;
-Μόνο μακαρονάδα ορφανή και γρήγορα, του αποκρίθηκε ο επί κεφαλής -σαν να λέμε ο βασιλιάς των γκαρσονιών.
-Και ένα κιλό κρασί, συμπλήρωσε ο Πέτρος βιαστικά, γιά να προλάβει.
-Δύο, γρύλισε μέσα απ’τα δόντια του ο Κίμωνας –που ήθελε παϊδάκια.

Ο Δημοσθένης, ο Κίμωνας και ο Πέτρος, τα τρία τέταρτα του καλύτερου συνεργείου της Ευρώπης στην εγκατάσταση πλωτών προβλήτων. Το τέταρτο τέταρτο –ο Βίκτωρας- ήταν στην Γέρμανία -σπούδαζε συγκολήσεις.

-Το μπάζο. Συγκολήσεις. Και τι θα συγκολάει; ρώτησε ο Πέτρος, πίνοντας το δεύτερο.
-Τον πούτσο μου, είπε ο Κίμωνας άγρια, μασώντας τα ξαναζεσταμένα μακαρόνια με αηδία.
-Δεν έχεις δίκιο. Είναι σπουδαία δουλειά, αντιγύρισε ο Δημοσθένης με περισπούδαστο ύφος ειδικού.
-Βρε άει γαμήσου και εσύ, μούγκρησε ο Κίμωνας, που καθόλου δεν σεβόταν τα χρόνια του.
-Απ’το στόμα σου και στου θεού το αυτί, μονολόγησε ο Δημοσθένης.
-Δεν κάνει να μιλάτε έτσι, τους είπε το αρχιγκαρσόνι -που είχε σαστίσει. Είναι Μεγάλη Βδομάδα...
-Πιό μεγάλη απ’τον πούτσο μου; τον ρώτησε ο Κίμωνας πίνοντας το τέταρτο.

*

Βγήκαν απ’το Νεκρομαντείο και τράβηξαν κατά την θάλασσα –εκεί που ο πράσινος Αχέροντας αντάμωνε τις Νύμφες.
-Παράξενο, είπε ο ένας. Περίμενα ότι οι χριστιανοί θα είχαν χτίσει εκκλησία του Πέτρου ή του Μιχαήλ, μπροστά στην πύλη του Άδη.
-Καθόλου, είπε ο άλλος. Όπως ο Χάροντας, του Άδη ο περατάρης, με αμοιβή το τελευταίο νόμισμα που έχεις, στη νέα ζωή -στον κόσμο των Σκιών- σε πάει, έτσι και ο Βαπτιστής, μες στα νερά του ποταμού βουτούσε τους ανθρώπους και τους ξανάβγαζε νέους, εξαγνισμένους, την νέα ζωή και αυτοί να αρχίσουνε –όμοια με τους προγόνους τους, δούλοι του μύθου, Σκιές στον κόσμο των Σκιών, που πίνουν αίμα.
Φτάσαν στη βάρκα. Ο βαρκάρης τους κοίταξε γελαστός. Ανέβηκαν. Άρχισαν να πλέουν στα πράσινα νερά. Γύρω τους πετούσαν αλκυόνες και μπλε αηδόνια φτιάχναν τις φωλιές τους –σαν καντηλέρια- κρεμασμένες απ’τα δέντρα.
-Ρε πατριώτη, είπε ο ένας στον βαρκάρη, ξέρεις γιατί αυτά τα αηδόνια φτιάχνουν τις φωλιές τους έτσι, κρεμαστές;
-Γιά να φυλάγωνται απ’το φίδι, αποκρίθηκε ο βαρκάρης.
Μία χελώνα του νερού κολύμπησε αργά κατά την όχθη.

*

Ξυπνήσαν το πρωί της Τρίτης –της Μεγάλης. Πρώτος σηκώθηκε ο Δημοσθένης –κατά τις εξήμιση. Ξύπνησε τον Κίμωνα που σηκώθηκε βρίζοντας.
-Βρε κωλόγερε, τι με ξυπνάς απ’τα άγρια χαράματα; Θα πάμε γιά πάπιες;
-Κωλόγερε ή κολόγερε; ρώτησε ο Δημοσθένης, που πολύ τον εκτιμούσε γιά τις γραμματικές του γνώσεις.
-Κοίτα να δεις, σωστά είναι και τα δυό, όμως ο κώλος δεν είναι πιό χορταστικός -πιό παραστατικός θα έλεγα- απ’τον κόλο; Ε; Καλύτερο το «ω» απ’ το «ο».
-Θα το βουλώσετε να κοιμηθώ; είπε ο Πέτρος, γυρίζοντας πλευρό.
-Σήκω βρε Ωραία Κοιμωμένη, θα πάμε γιά κυνήγι, κορόϊδεψε ο Κίμωνας τον Δημοσθένη.
-Κυνήγι; Τι θα κυνηγήσουμε;
-Μπεκάτσες. Άντε, τσακίσου.
Κατέβηκαν στο λιμάνι. Ο Δημοσθένης –σαν διευθυντής της επιχείρησης- πήγε στο λιμεναρχείο να προγραματίσει την δουλειά. Οι άλλοι δυό κάθησαν σε ένα καφε-εστιατόριο, στην μέση του λιμανιού. Ο ουρανός ήταν συνεφιασμένος. Παρήγγειλαν καφέ. Σε λίγο ήρθε και ο Δημοσθένης.
-Σκούρα τα πράγματα, είπε. Αυτοί εδώ, είναι όλοι τους ρουφιάνοι.Οι μισοί –που έχουν μαγαζιά από την άλλη μεριά του ντόκου- μισούν θανάσιμα τους άλλους μισούς –που ωφελούνται απ’την προβλήτα. Κάποιος λοιπόν μας κάρφωσε, πως θα δουλέψουμε λέει χωρίς μιά ειδική άδεια –που ούτε και εγώ κατάλαβα με τι έχει σχέση- γιά να μην φτιαχτεί η προβλήτα και έτσι τα σκάφη να δένουνε στην άλλη μεριά του λιμανιού και οι τουρίστες να πήγαίνουνε να τρώνε εκεί.
-Και δεν τους νοιάζει που η προβλήτα θα πέσει με τον επόμενο βοριά πάνω στα σπίτια;
-Νομίζω όχι.
-Αα, τέτοια ζώα είναι. Και τι θα κάνουμε;
-Θα περιμένουμε.
-Τι; Την Ανάσταση, να ανάψουμε λαμπάδα;
-Τον λιμενάρχη.
-Μάαστα. Γκαρσόον! Ένα ουίσκι.
-Αμέσως! Σκέτο ή με παγάκια;
-Τι λες βρε χαϊβάνι; Ένα μπουκάλι ουίσκι και τρία ποτήρια.
-Μα...είναι οχτώμιση το πρωί!
-Σε ρώτησα τι ώρα είναι; Τσακίσου!
-Μα...μάλιστα.

*

Σουρούπωνε. Πέρα απ’την μεγάλη πεδιάδα, ο ήλιος ετοιμαζόταν να βουτήξει στη θάλασσα. Ο χρυσός τρούλος του Ναού λαμπύριζε, ψηλά, πάνω στον λόφο.
Η ζέστη υποχωρούσε και μαζί της έφευγαν και οι μύγες, αφήνοντας την πολύβουη πολιτεία που –χωρίς να έχει θάλασσα- έμοιαζε με λιμάνι, να ξεκουραστεί στη βραδυνή δροσιά. Ένας-ένας, άρχισαν να μαζεύονται κάτω από τις ελιές. Φέραν μαζί τους τα απαραίτητα γιά το δείπνο –φαγητό και κρασί. Διάλεξε ο καθένας τους απόνα αγκωνάρι και καθίσανε. Ξεκίνησαν να τρώνε αμίλητοι.
-Είμαστε σύμφωνοι; τους ρώτησε, σηκώνοντας το ποτήρι.
Ο λόγος του αντήχησε σαν καμτσικιά μέσα στη σιωπηλή, έναστρη νύχτα.
Τον κοίταξαν φοβισμένοι –και οι δεκατρείς. Δεν μίλησε κανείς.
-Λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι; ξαναρώτησε.
-Όχι, δεν είμαστε, είπε ο ένας τους. Μπορεί να γίνει και αλλιώς.
-Ναι; Πως αλλιώς;
-Να φύγουμε. Να εξαφανιστούμε. Να πάμε πίσω στην πατρίδα μας. Ακόμα προλαβαίνουμε. Πριν ξημερώσει.
-Αλήθεια Πέτρο, πιστεύεις ότι προλαβαίνουμε; Κοίταξε γύρω σου την άθλια αυτή πόλη που μας κύκλωσε σαν φάκα –που, ωστόσο μέσα μόνοι, με την θέλησή μας μπήκαμε- σαν τα ποντίκια που τυρί μυρίστηκαν. Φερθήκαμε ανόητα. Δεν τα μετρήσαμε τα πράγματα σωστά. Ήρθαμε εδώ, τις μέρες που γιορτάζουν τη Σφαγή, να τους μιλήσουμε γιά δικαιοσύνη και ελευθερία –σ’αυτόν τον όχλο, που όσο πλησιάζει η στιγμή, τόσο αγριεύει. Δεν το μυρίζεις; Δεν αισθάνεσαι στα χείλια σου την στυφή γεύση από αίμα; Δεν βλέπεις πως αγρίεψε το μάτι τους μέρα την μέρα; Και αν φύγουμε; Ποιός θα γλυτώσει τους ανθρώπους που μας στάθηκαν; Που μας φιλοξενήσαν; Που μας ακολούθησαν; Θα τους πετροβολήσουν –όπως κάναν με τον Στέφανο. Και ύστερα, ποιός σου λέει πως θα τα καταφέρουμε να βγούμε απ’την πόλη, τόσοι πολλοί, με γύρω τους Ρωμαίους; Να χωριστούμε; Σχεδόν σίγουρη αυτοκτονία. Αλλά όμως πες ότι τα καταφέρνουμε και βγαίνουμε απ’την πόλη –βράδυ, σαν κλέφτες. Με το ξημέρωμα, θα μας κατηγορήσουν οι προεστοί –οι συνεργάτες των κατακτητών- και οι παπάδες -τα κοράκια, οι αγορασμένοι με της Ρώμης το χρυσάφι- και κανείς δεν θάχει μείνει πίσω, λέξη ενάντια να πει. Και τι θα γίνει τότε; Θα πείσουν οι προδότες τους φίλους τους, τους Ρωμαίους, πως είχαν δίκιο τόσο καιρό που φώναζαν και πως επαναστάσεις ετοιμάζουνε οι άπιστοι –εμείς- εκεί πέρα, στο Κουμράν –πράγμα που δεν απέχει και πολύ απ’την αλήθεια. Και τι θα κάνουν τότε λες; Θα μαζέψουν τα φουσάτα τους, θα υψώσουνε τα λάβαρα με τον αετό της Ρώμης και θάρθουν πέρα, να μας σφάξουνε –όλους, σαν τα αρνιά του Πάσχα πούρχεται. Και εμείς, τι θάχουμε κάνει; Μες στη δειλία μας, τον δρόμο θα τους δείξουμε -γιατί μην περιμένεις να με πείσεις ότι θα είμαστε πιό γρήγοροι μέσα στην έρημο, κακά προετοιμασμένοι γιά το δύσκολο ταξίδι και χωρίς εφόδια, κυνηγημένοι σαν τους κλέφτες; Όχι Πέτρο. Ξέρεις καλά πως αν με λογική βάλεις κάτω το ζήτημα, δεν έχουμε άλλη λύση. Κάναμε λάθος –και τα λάθη πληρώνονται.
-Τότε να πολεμήσουμε!
-Να πολεμήσουμε! Ακριβέ μου Πέτρο, καλέ μου σύντροφε, ονειρεύεσαι. Θα μας σκοτώσουν όλους. Πόσοι είμαστε; Τριάντα, πενήντα, εκατό; Πολλούς βάζω. Θυσία άσκοπη. Σωστό δεν είναι. Αφού μπορεί έστω και ένας να σωθεί, γιατί να μην σωθεί;
Γιατί όλοι να χαθούμε; Πρέπει να σωθούν οι περισσότεροι –όλοι αν μπορείτε. Ακόμα και αν χρειαστεί να αρνηθείτε αυτό που είσαστε.
-Αυτό ποτέ!
-Μην λες μεγάλα λόγια Πέτρο και άκου με. Διάλεξα εσένα –τόσο πιστός μου σύντροφος που είσαι- να με προδώσεις.
-Είσαι τρελός! Ποτέ δεν θα το κάνω!
-Δειλιάζεις τώρα, Πέτρο, στα στερνά! Αφού τόσο πολύ θες να πεθάνεις, δουλειά θανάτου σου προτείνω. Γιατί, αυτοκτονία σίγουρη είναι, γιά αυτόν που θα προδώσει. Ξέρεις τον Νόμο. Και ξέρεις πως κανείς δεν στέκεται πάνω απ’τον Νόμο. Θάνατος στον χαφιέ.
-Γιατί πρέπει να γίνει έτσι;
-Γιά να πεισθούνε οι δικοί μας οι ρουφιάνοι –αλλά και οι Ρωμαίοι. Λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι;
Ο Πέτρος, σκύβει το κεφάλι και δεν μιλά. Στον νου του έρχεται ο μελούμενος μαρτυρικός θάνατος του συντρόφου του, μα πιό πολύ ο δικός του, άτιμος θάνατος του προδότη και το χειρότερο, η ρετσινιά στη σκέψη των ανθρώπων -μέχρι το κλείσιμο των Κύκλων.
-Είμαστε σύμφωνοι Γιοσουά, του λέει και στα μάτια τον κοιτάει, ατάραχος και αποφασισμένος.
Και εκείνος απαντάει στο σταθερό του βλέμμα και ησυχάζει.
-Ευχαριστώ Ιούδα.
-Χρέος μου σύντροφε, ανταπαντάει εκείνος και στρέφουν τη ματιά τους απέναντι, στον γυμνό λόφο, στον Τόπο του Κρανίου.

*

-Λοιπόν παιδιά, είπε ο λιμενάρχης, τα πράγματα είναι κάπως περίπλοκα. Εάν μέχρι τις τέσσερεις δεν έρθει απάντηση στο σήμα, πάμε γιά μιά βδομάδα παρακάτω.
-Τι μιά βδομάδα; Σιγά μην ξαναέρθουμε την άλλη βδομάδα! Αυτή την δουλειά θα κάνουμε; γκρίνιαξε ο Δημοσθένης, τελειώνοντας το μπουκάλι.
-Καθήστε εδώ, πρότεινε ο λιμενάρχης. Την Δευτέρα –το πολύ Τρίτη-το σήμα θα έρθει.
-Σιγά μην κάτσουμε και τα Χριστούγενα, ειρωνεύτηκε ο Κίμωνας. Ξέρεις πόσο κάνει εδώ η μακαρονάδα; Όσο στην Αθήνα ο αστακός. Πιαστήκαμε στην φάκα, σε αυτή την άθλια παγίδα γιά τουρίστες. Γκαρσόον! Δύο κιλά παϊδάκια πρόβεια.
-Μα...είναι Μεγάλη Τετάρτη, ψέλισε ο λιμενάρχης, που ήταν πολύ ευσεβής.
-Πιό μεγάλη από τον...
-Πιό μεγάλη Κίμωνα, πιό μεγάλη, τον έκοψε εγκαίρως ο Δημοσθένης. Στράφηκε στον λιμενάρχη.
-Και εάν φτιάξουμε την προβλήτα χωρίς άδεια, όπως μας είπε ο πρόεδρος;
-Θα αναγκαστώ να σας βάλω φυλακή. Αυτόφορο. Α, και πούσαι! Τον πρόεδρο μην τον πολυακούτε. Σπίτι του έχει μαζέψει ένα δωμάτιο μηνύσεις.
-Να πάρει ο διάβολος! βρυχήθηκε ο Κίμωνας.

Το σήμα ήρθε στις τέσσερεις παρά δέκα. Σηκώθηκαν απ’τις καρέκλες και ξεκίνησαν. Και τότε, όλο το Φισκάρδο –που μέχρι τότε τους έβλεπε μόνο να πίνουν- αντίκρυσε ένα πολύ παράξενο θέαμα. Ο Δημοσθένης περπάταγε τρεκλίζοντας στην ξύλινη προβλήτα. Πίσω ο Πέτρος και μετά ο Κίμωνας. Και πίσω από τον Κίμωνα ο σερβιτόρος, με μία παγονιέρα στο δεξί -που είχε μέσα ένα γεμάτο μπουκάλι ουίσκι- και στο άλλο χέρι ένα δίσκο με ποτήρια.
-Δεν ξέρω, είπε ο πρόεδρος στον λιμενάρχη, αν όπως λένε είναι το καλύτερο συνεργείο της Ευρώπης, αλλά είναι σίγουρα το πιό μεθυσμένο.
-Και γιά φαντάσου πρόεδρε, είναι Μεγάλη Βδομάδα.
Ο Κίμωνας τον κοίταξε άγρια.

*

Τελειώσαν τη δουλειά την άλλη μέρα το απόγευμα. Καθίσαν στο καφέ και παραγγείλαν δυό κιλά πρόβεια παϊδάκια και τρία μπουκάλια κόκκινο κρασί.
Ο λιμενάρχης κάθησε μαζί τους, ντυμένος στα μαύρα.
-Η χειρότερη μέρα του χρόνου, είπε.
-Γιατί; ρώτησε ο Δημοσθένης, μασώντας ένα παϊδάκι.
-Σήμερα Τον σκοτώσανε, απάντησε ο λιμενάρχης.
-Ποιόν; ρώτησε ο Πέτρος, καθαρίζοντας το πρώτο μπουκάλι.
-Τον Ιησού, απάντησε ο λιμενάρχης.
-Α, μπα; Πάρε μεζέ, του πρότεινε ο Δημοσθένης.
-Μα...σήμερα είναι Μεγάλη Πέμπτη.
-Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι μία Πέμπτη; είπε ο Κίμωνας μισογέλωντας και κοίταξε τον Δημοσθένη.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ Μ.Α.

Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά.
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αισθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ' εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
Πάνω απ' το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν!)
Και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει. Δες
και την καρδιά μας ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.

Γιώργος Σεφέρης.






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα