10. ΟΠΩΣ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ.

Όπως ξέρω καλά
Οι αμαρτωλοί πηγαίνουν στην κόλαση
Διασχίζοντας τον ουρανό.
Τους μεταφέρουν με αμάξια διάφανα
Και τους λένε: Ετούτος από κάτω σας είναι ο ουρανός.
Ξέρω ότι το λένε αυτό
Γιατί σκέφτομαι
Πως ειδικά ανάμεσα σ’αυτούς
Θα υπάρχουν πολλοί που δεν θα τον γνωρίσουν.
Γιατί αυτοί ειδικά
Πίστευαν πως είναι πιό λαμπερός.

Μπ. Μπρεχτ. (76 ποιήματα)
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης.
Εκδόσεις Θεμέλιο.


Υ.Γ.1. Σαν σήμερα, 3 του Μήνα των Παγωμένων Σταφυλιών, η Λυπημένη Κατερίνα αγόρασε ένα εισητήριο γιά τον ουρανό. «Θερίζουν του προσώπου της το εβένινο μετάξι», οι συνήθεις ύποπτοι, αθέατοι μες στις σκιές, φορώντας μάσκες -«πλέουν στα χάη του κόσμου». Γιά χάρη της ο Κόλε φτιάχνει την συμμορία. Γιά τα λυπημένα –«σαν αδέσποτου σκυλιού»- μάτια της ο Γκάι Φωκς ετοιμάζει δυναμίτη. Μόνο γιά αυτήν, ο Βε ξεθηκαρώνει το μαχαίρι που θερίζει. Και θα ακουστούν ως τα πέρατα του κόσμου, στις τρεις του Μήνα της Ριγμένης Πύλης.

Υ.Γ.2. [Εκείνη, μιλάει γιά τον εαυτό της στην αρχή του 3].

Καληνύχτα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

9. ΟΙ ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ.

ΤΟ ΚΡΑΣΙ.

Αν το κρασί εξαφανιζόταν από την ανθρώπινη παραγωγή, νομίζω ότι θα εδημιουργείτο στην υγεία και στη διάνοια του πλανήτη ένα κενό, μιά απουσία, μιά ατέλεια πολύ πιό φρικτή από όλες τις υπερβολές ή τις παρεκτροπές που φορτώνουν στο κρασί. Δεν είναι λογικό να σκεφτούμε ότι οι άνθρωποι που δεν πίνουν ποτέ κρασί, από αφέλεια είτε από σύστημα, είναι βλάκες ή υποκριτές; Βλάκες, δηλαδή άνθρωποι που δεν γνωρίζουν ούτε την ανθρωπότητα, ούτε την φύση, καλλιτέχνες που απωθούν τα παραδοσιακά μέσα της τέχνης, εργάτες που βλαστημούν τα μηχανήματα.-Υποκριτές, δηλαδή λαίμαργοι που ντρέπονται γιά την λαιμαργία τους, που κομπάζουν γιά την εγκράτειά τους, που πίνουν στην ζούλα, και έχουν κάποιο απόκρυφο βίτσιο. Ένας άνθρωπος που πίνει μόνο νερό, έχει κάποιο μυστικό να κρύψει από τους όμοιούς του.
Κρίνετε από μόνοι σας: Πριν από λίγα χρόνια, σε μιά έκθεση ζωγραφικής, το πλήθος των ηλιθίων έκανε σωστή διαδήλωση μπροστά σε έναν πίνακα γυαλισμένο, λουστραρισμένο, βερνικωμένο, όπως ένα βιομηχανικό προϊόν. Ήταν η απόλυτη αντίθεση προς την Τέχνη: Ήταν, σε σύγκριση με τα μαγειρέματα του Ντρόλλινγκ* ό,τι είναι η τρέλα στη βλακεία, οι φανατικοί στον απλό μιμητή. Μέσα στον μικροσκοπικό τούτο πίνακα, έβλεπες να πετούν μύγες. Όπως όλος ο κόσμος, το τερατώδες αυτό αντικείμενο με τραβούσε: όμως ντρεπόμουν από την παράξενή μου αυτή αδυναμία, γιατί ήταν η ακαταμάχητη έλξη του φρικαλέου. Στο τέλος, κατάλαβα ότι, χωρίς να το ξέρω, εκείνο που με παρέσυρε ήταν μιά φιλοσοφική περιέργεια, η άπειρη επιθυμία να μάθω τι λογής μπορεί να ήταν ο ηθικός χαρακτήρας του ανθρώπου που είχε γεννήσει έναν τόσο εγκληματικό παραλογισμό. Στοιχημάτισα με τον ίδιο τον εαυτό μου ότι θα έπρεπε να είναι κατά βάθος μοχθηρός. Πήρα πληροφορίες, και το ένστικτό μου είχε την ικανοποίηση να κερδίσει το ψυχολογικό αυτό στοίχημα. Έμαθα ότι το τέρας σηκωνόταν κάθε μέρα πριν ξημερώσει, ότι είχε καταστρέψει την παραδουλεύτρα του, κι έπινε μόνο γάλα.

ΤΟ ΧΑΣΙΣ.

Λένε ότι η ουσία αυτή δεν προξενεί κανένα κακό στο σώμα. Κι αυτό είναι αλήθεια, ως τώρα τουλάχιστον. Γιατί δεν ξέρω ως ποιό σημείο μπορεί να πει κανείς ότι ένας άνθρωπος, που όλο θα ονειρευόταν και θα ήταν ανίκανος γιά δράση, θα ήταν καλά στην υγεία του, έστω κι αν όλα του τα μέλη θα ήταν σε καλή κατάσταση. Όμως, εκείνο που προσβάλεται είναι η βούληση και αυτό είναι το πολυτιμότερο όργανο. Ποτέ ένας άνθρωπος που μπορεί, με ένα κουταλάκι του γλυκού, να προμηθευτεί, στη στιγμή, όλα τα αγαθά του ουρανού και της γης, δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ούτε το ένα χιλιοστό τους με την εργασία. Πρέπει, πριν από όλα, να ζούμε και να δουλεύουμε.
Σκέφτηκα να μιλήσω γιά το κρασί και το χασίς στο ίδιο άρθρο γιατί, πράγματι, στα δυό αυτά πράγματα υπάρχει κάτι κοινό: η υπερβολική ποιητική ανάπτυξη του ανθρώπου. Η μανιασμένη αγάπη του ανθρώπου γιά όλες τις ουσίες, υγιεινές ή επικίνδυνες, που εξαρσιώνουν την προσωπικότητά του, μαρτυρεί την μεγαλοσύνη του. Λαχταρά πάντα να θερμάνει τις ελπίδες του, να υψωθεί ως το άπειρο. Πρέπει όμως να δούμε και τα αποτελέσματα. Το κρασί είναι ένα ποτό που ενεργοποιεί την χώνευση, δυναμώνει τους μυώνες, εμπλουτίζει το αίμα. Λαμβανόμενο ακόμα και σε μεγάλη ποσότητα, δεν προκαλεί παρά μόνο αρκετά μικρές σε διάρκεια διαταραχές. Το χασίς είναι μιά ουσία που διακόπτει τη λειτουργία της χώνευσης, που αδυνατίζει τα μέλη, και που μπορεί να προκαλέσει ένα μεθύσι διάρκειας εικοσιτεσσάρων ωρών. Το κρασί εξαίρει τη βούληση. Το χασίς την εκμηδενίζει. Το κρασί έχει φυσικό υπόβαθρο, το χασίς είναι όπλο αυτοκτονίας. Το κρασί σε κάνει καλό και κοινωνικό. Το χασίς σε απομονώνει. Το ένα είναι εργατικό, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το άλλο κατ’ουσίαν οκνηρό. Τι χρειάζεται, αλήθεια, να δουλεύουμε, να οργώνουμε, να γράφουμε, να κατασκευάζουμε οτιδήποτε, όταν μπορούμε, μονομιάς να κλέψουμε τον Παράδεισο; Το κρασί, τέλος, είναι γιά τον εργαζόμενο λαό, και του αξίζει να το πίνει. Το χασίς ανήκει στην τάξη των μοναχικών απολαύσεων. Είναι φτιαγμένο γιά τους εξαθλιωμένους αργόσχολους. Το κρασί είναι χρήσιμο, παράγει καρποφόρα αποτελέσματα. Το χασίς είναι άχρηστο και επικίνδυνο.


*Άγγλος ζωγράφος εσωτερικών χώρων, προμηθευτής σχεδίων γιά τη βιομηχανοποιημένη παραγωγή των Σεβρών (1752-1817). (Σημ. Του Μετ.).


Κάρολος Μπωντλαίρ. (Οι τεχνητοί Παράδεισοι).
Μετάφραση: Γιώργος Σπανός
Εκδόσεις Πλέθρον.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙ.

Ω, το αερόστατο! Ένα μέρος της πόλης στα δυτικά κοντά στο ποτάμι
με φυλαγμένα τα παλιά φτερά
στα πρώτα τετράδια του νηπιαγωγείου
μπαλωμένο μπαλόνι ξεφτισμένοι μουσαμάδες
και πρώην αλουμινένιοι σκελετοί που βλέποντας τους
να πλέουν στον ήλιο του Σεπτεμβρίου θυμάσαι το ναό του
Σολομώντα να γλιστράει στην άσφαλτο που οδηγεί
στα καφενεία της παραλίας.
Και οι θεράποντες με φρεσκοπλυμένες φόρμες χέρια
ξαπρισμένα απ’ το μακρύ καλοκαίρι ανεμίζοντας
εύηχα διαπασών αποκαθιστούν την αρμονία της κίνησης
την ταυτοσημεία των αξόνων ωσότου ο ζεστός αέρας
εγγυηθεί την επανάληψη της κυκλοφορίας ονείρων
μικρών τσίγκινων κουβάδων όπου ξανά το πρόπλασμα
για ένα απόρθητο κάστρο από άμμο νερό της θάλασσας και αχιβάδες
που κουρσεύαμε από τους βράχους.

Γυναίκα αιωνόφυλλη με τα πλευρά στιλπνά
από την αγάπη του ακροβάτη
που αιωριζόταν με όλους τους καιρούς στο <<καλάθι>>
Έψελνε βαρκαρόλες για το νότο και νοσταλγικές καντάδες
καθώς το αερόστατο επέστρεφε πάνω απ΄ τα περιβόλια
και στο τεράστιο μπαλόνι φυλακίζονταν τα πράσινα στάχυα
και τα απλανή μάτια των αλόγων, των άγρυπνων κοριτσιών
παρωχημένης ηλικίας.

Ω, Αβέρωφ, σιγοτραγουδούσε ο σουλτάνος της τελευταίας δυναστείας
Πόσο είσαι αμετροεπής και ακίνδυνος
αφού το χρυσόμαλλο δέρας το φορούν οι παλαιστές στις λαικές
παραστάσεις που τις περιζώνουν πήλινες κανάτες Αιγίνης, χωνιά γραμμοφώνων
και ο γέρος με το ντέφι που τον φωνάζουν Ησίοδο.

Τότε σε είδα να τρέχεις χρυσοπρασινη πεταλούδα
στην παλιά αγορά με τα αγριολούλουδα
που τα κουβαλούν στις μπροστινές τους τσέπες οι χωριάτισσες
του Νείλου και μυρίζουν σαν έναρξη σχολικού έτους.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΛΟΥΚΑΣ ΚΓ.

Εβραίος ή Εθνικός ή μόνο κάποιος
που η μορφή του χάθηκε μέσα στον Χρόνο
και πιά δεν θα ανασύρουμε από την Λήθη
τα σύμφωνα
[οι αρχαίες γλώσσες φωνήεντα δεν έχουν]
του ονόματός του.

Τι τάχα να μπορεί να ξέρει από συγνώμη
ένας ληστής που η Ιουδαία στο σταυρό καρφώνει
«εν οίδα ότι ουδέν –ότι πέρασε πάει»,
ποτάμι η Λήθη είναι -και κυλάει.

Μέσα στο γέλιο «που έρεε μέλι και χλεύη»
του πλήθους, άκουσε την μέρα εκείνη
[στα σταυρωτά πάνω δοκάρια του θανάτου]
ότι αυτός που πλάι του πεθαίνει
είναι θεός και –σαν σε όνειρο- του είπε

«Κύριε μνήσθητί μου όταν εν τη βασιλεία σου έλθεις»
και ο άρρητος Λόγος –που ήταν η αρχή
[και θα μετρήσει κάποια μέρα τον καθένα]
του έταξε πάνω στο αγνάντι του θανάτου

τον Παράδεισο. Και άλλο μετά ουδέν·
μέχρι το τέλος. Μα η Ιστορία –που την λεν και Μνημοσύνη
να σβήσει δεν θα αφήσει την μορφή τους
[στο σούρουπο εκείνο του θανάτου]
μέχρι ο μεγάλος κύκλος της να κλείσει.

«Αδέρφια, -που είστε ακόμα ζωντανοί»,
Καλό, Κακό μπερδεύονται εκεί πάνω·
ο φίλος του Ιησού, ειλικρινής και αγνός,
εκεί, «στου τάφου τον ουδό» του μαρτυρίου,
τον Κήπο της Εδέμ ζητάει –και θα τον πάρει·
-[«την ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς»]-

αυθόρμητα –όπως τότε που ήτανε φονιάς.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Ο Δημιουργός).

Ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΣΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ

Φύγαμε από την Αλταμίρα αργά το μεσημέρι και κατευθυνθήκαμε προς την Χώρα των Βάσκων. Ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο – ένα παλιό τετράπορτο Eskord – στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο, όμως δεν είχαμε δει ακόμα τη θάλασσα. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε διασχίσει την κατάξερη Μάντσα και τον απέραντο ελαιώνα της Ανδαλουσίας και τώρα μπαίναμε στην Πράσινη Ισπανία, στην βορειοδυτική περιοχή της χώρας, στα σύνορα με την Γαλλία. Το αμάξι ανηφόριζε – με κάποια δυσκολία - την πλαγιά του βουνού, περνώντας μέσα από δάση κωνοφόρων. Ο ουρανός ήταν συνεφιασμένος και ψιλόβρεχε και ένα δροσερό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Αισθανόμασταν ανακούφιση μετά τους 42 υπό σκιά της Ανδαλουσίας. Οι πρώτες πινακίδες στα βασκικά μας καλωσόρισαν. Περάσαμε το Bilbao και συνεχίσαμε με κατεύθυνση την Donostia.
- «Γιατί πάω στην Donostia ?» ρώτησε ο Γιάννης που οδηγούσε.
- «Γιατί έτσι λένε το San Sebastian στά βασκικά» απάντησε ο Ηλίας, ο “navigator” του ταξιδιού. Λίγο μετά ο δρόμος έστριψε αριστερά και συνάντησε τη θάλασσα. Από ψηλά, από την πλαγιά του βουνού αντικρύσαμε επιτέλους τα σκοτεινά νερά του Bay of Biscay, μιάς από τις πιό δύσκολες θάλασσες του κόσμου, όπως λεν οι ναυτικοί. Η Donostia εμφανίστηκε μπροστά μας ξαπλωμένη σε μιά σφήνα στεριάς, που σχηματίζεται μεταξύ ενός από τους εκατοντάδες κολπίσκους του τεράστιου Βισκαικού και των εκβολών του Rio Urumea, του μικρού ποταμού που διασχίζει τη πόλη. Σουρούπωνε. Το φεγγάρι είχε ήδη βγει στον ουρανό και ήταν σχεδόν ολόκληρο – μιά μέρα μετά την πανσέληνο. Μπήκαμε στην πόλη από την λεωφόρο της ανατολικής όχθης του Rio Urumea, την Paseo de Vizcaya και φτάσαμε στο τέρμα του δρόμου. Eκεί, αρχίζει ο περιφερειακός πεζόδρομος του καταπράσινου λόφου στην άκρη της στεριάς - που οι Βάσκοι έχουν το θράσος να ονομάζουν βουνό - του Monte Urgull. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα πόδια τον γύρο του λόφου. Μέσα στο μισοσκόταδο διακρίναμε χαμηλά τείχη στις πλαγιές και ένα τεράστιο άγαλμα του Χριστού στην κορυφή. Ο πεζόδρομος ήταν γεμμάτος από κόσμο. Ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι – χέρι, παρέες συζητούσαν βολτάροντας, πιτσιρικάδες παίζαν μπάλα, κάποιοι φωτογράφιζαν το ηλιοβασίλεμα, νεαρές μαμάδες με γεμάτα καροτσάκια και τουρίστες, πολλοί τουρίστες.
- «Να βγάλουμε και κάνα λεφτό» είπα κυνικά και τράβηξα μιά φωτογραφία.
- «Σταμάτα να τραβάς τουριστικές φωτογραφίες» με αποπήρε ο Γιάννης.
Κάναμε τη στροφή του λόφου και βρεθήκαμε στην άλλη μεριά του κόλπου της πόλης, στη μαρίνα γιά τα ιδιωτικά σκάφη. Ο πεζόδρομος συνέχιζε με γραφικές ταβέρνες και μπαράκια και μετά ξεκινούσε η τεράστια παραλία της Donostia. Ο Γιάννης, αποφασισμένος, κάθισε στο πιό συμπαθητικό εστιατόριο.
- «Ας φάμε την τελευταία φετινή μας παέγια στην Ισπανία.»
- «Τώρα ποιός είναι τουρίστας;» τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα.

Το San Sebastian είναι ίσως η πιό όμορφη και σίγουρα η πιό «βασκική» πόλη της Χώρας των Βάσκων. Είναι χτισμένη κατά μήκος του πανέμορφου κολπίσκου La Concha, που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Στη μέση του κολπίσκου βρίσκεται το νησάκι Isla de Santa Clara με τα λιγοστά, φωτισμένα του κτίρια. Η παραλία, γεμμάτη ψαρόβαρκες, είναι από τις πιό όμορφες παραλίες-μέσα-σε-πόλη της Ευρώπης. Η καρδιά της Donostia χτυπάει στην πολύβουη μεσαιωνική συνοικία Parte Vieja, το παλιό κομμάτι της πόλης. Στην Parte Vieja υπάρχουν τα περισσότερα μπαρ ανά τετραγωνικό μέτρο απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ισπανία και τα τάπας – τα φημισμένα ισπανικά μεζεδάκια – εδώ έχουν γίνει επιστήμη. Τα διάσημα τάπας μπαρ του San Sebastian προσφέρουν στους πελάτες τεράστια ποικιλία και απίστευτους συνδιασμούς μεζέδων, που σερβίρονται πάνω στο μπαρ, σε μεγάλες πιατέλες. Το San Sebastian περιτριγυρίζεται από τους καταπράσινους, χαμηλούς λόφους της επαρχίας Guipuzcoa – Gipuzkoa στα βασκικά – και είναι η πρωτεύουσά της. Η πόλη είναι χτισμένη λίγα χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα, «ένα τσιγάρο δρόμο» απ’ τη Γαλλία.

Η παέγια ήταν άθλια και πανάκριβη. Οι γαρίδες γιόρταζαν τα πρώτα τους γενέθλια και στο άνοστο ρύζι δεν υπήρχε καν υποψία κρεατικού – βασικού συστατικού της συνταγής.
Φύγαμε απ’ την ταβέρνα και κατευθυνθήκαμε προς την παλιά πόλη ψάχνοντας γιά κατάλυμα. Τα φτηνά μοτέλ σε αυτή την περιοχή συναγωνίζονται σε αριθμό τα μπαρ.
Πλησιάσαμε το πρώτο. Πλήρες. Η κατάσταση στα μεσαιωνικά σοκάκια της Parte Vieja άρχισε να θυμίζει την Ρόδο τον Αύγουστο. Πολύς κόσμος με ένα ποτήρι στο χέρι μπαινόβγαινε στα μπαρ μιλώντας δυνατά και τραγουδώντας. Πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, ζογκλέρ και κλόουν έστηναν μίνι παραστάσεις στους πεζόδρομους και στην πλατεία της παραλίας ένα συνεργείο με την βοήθεια γερανού έστηνε ένα καρουζέλ. Φτάσαμε στον φωτισμένο καθεδρικό ναό της πόλης. Η ώρα είχε περάσει και οι δρόμοι ήταν πιά ασφυκτικά γεμάτοι κόσμο. Άρχισαν να μας ζώνουν φίδια. Δεύτερο μοτέλ, τρίτο, τέταρτο, τίποτα. Συνεχίσαμε την αναζήτηση γιά μία ακόμα ώρα. Τζίφος. Αποφασίσαμε να ψάξουμε λίγο έξω από την πόλη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ψάχνουμε στα περίχωρα. Δεν υπήρχε δωμάτιο πουθενά σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων. Κατάκοποι, σταματήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινκ και σχεδόν λιποθυμήσαμε. Ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί σαν τελικά σίγμα και κατεβήκαμε ξανά στην πόλη γιά καφέ. Η παραλία ήταν άδεια, μόνο κάτι ξέμπαρκοι σαν εμάς κοιμόντουσαν στην αμμουδιά με τα sleeping bag τους. Η εικόνα που παρουσίαζε η παλιά πόλη θύμιζε την Πάτρα μετά το καρναβάλι. Πλαστικά ποτήρια, χαρτιά, άδεια μπουκάλια μπύρας και υπολείματα junk food στους δρόμους. Τα σκουπιδιάρικα δούλευαν γρήγορα, γιά να προλάβουν τους πρωινούς θαμώνες των καφέ.. Η Donostia, άνοιγε νυσταγμένη τα βλέφαρά της. Μαγαζάτορες ανέβαζαν τα ρολλά των καταστημάτων, υπάληλοι του δήμου έπλεναν τους δρόμους, γυναίκες με ποδήλατα βγαίναν γιά τα πρωινά ψώνια και ο κόσμος έπινε τον πρώτο καφέ της μέρας πριν πάει γιά δουλειά. Μιά τελείως διαφορετική πόλη απ’ την χτεσινοβραδυνή.

Οι Βάσκοι είναι μιά εντελώς ιδιότυπη περίπτωση τόσο γλωσσολογικά όσο και “εθνολογικά”. Η γλώσσα τους δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα ή συγγένεια με καμία γνωστή γλώσσα – και πολύ περισσότερο με καμία ευρωπαική. Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως και η γενετική δομή τους διαφέρει από αυτήν του περιβάλοντος πληθυσμού και ότι αυτό πιθανόν να οφείλεται στην γεωγραφική –και κατά συνέπεια πληθυσμιακή- τους απομόνωση, ήδη απ’ την Νεολιθική εποχή. Το αίτημα γιά πλήρη αυτονομία της Χώρας των Βάσκων – Pais Vasco στα καστεγιάνικα, Euskal Herria στα βασκικά- έχει ξεκινήσει τουλάχιστον απ’ τον Μεσαίωνα, συνεχίστηκε με τους Καρλικούς πολέμους και τον Ναπολέοντα, μέχρι που –το 1961- μιά μικρή ομάδα εθνικιστών με την επωνυμία ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna) έκανε την πρώτη «τρομοκρατική» επίθεση, ανοίγοντας έναν κύκλο βίας που συνεχίστηκε μέχρι την πρόσφατη μονομερή κατάπαυση του πυρός, παρά την διευρυμένη αυτονομία που κέρδισαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το πολιτικό σκέλος του κινήματος, το κόμμα Herri Batasuna, κατέχει περίπου χίλιες θέσεις εκλεγμένων αντιπροσώπων, ανάμεσα στις οποίες, θέσεις δημάρχων και τοπικών συμβούλων. Οι περισσότεροι Βάσκοι ενοχλούνται απ’ τις διεθνεις αναφορές στην ΕΤΑ, αλλά πάνω από το 15% του πληθυσμού είναι υποστηρικτές της, με αιχμή του δόρατος τους σκληροπυρηνικούς νεαρούς φανατικούς Jarrai, που λίγο καιρό πριν πρωτοστατούσαν σε οδομαχίες με την αυτόνομη βασκική αστυνομία –την Ertzaintza- στους δρόμους του San Sebastian και του Bilbao, κρατώντας πέτρες και βόμβες μολότωφ στα χέρια. Όμως αν βρεθείτε στην Χώρα των Βάσκων και τους ακούσετε να αναφέρουν πολύ συχνά την πασίγνωστη και μυστηριώδη οργάνωση, μην τρομάξετε. Στα βασκικά «ετά» σημαίνει «και».

Ήπιαμε καφέ και ξεκινήσαμε την πρωινή περιήγησή μας στην πόλη. Στο πεζοδρόμιο της παραλιακής, ομάδες παιδιών ανακατεύονταν με ηλικιωμένους που έκαναν την πρωινή τους βόλτα. Πολύς κόσμος είχε κατέβει γιά μπάνιο. Οι μαμάδες φέρναν τα παιδιά γιά παιγχνίδι και το καινούριο καρουζέλ είχε γεμίσει. Στην μαρίνα, ένας παλιός ναυτικός έξυνε το μικρό ξύλινο ιστιοφόρο του χρησιμοποιώντας καμινέτο και σκαρπέλο. Αργόσχολοι συνταξιούχοι, φορώντας τις τυπικές ισπανικές τραγιάσκες τους, σχολίαζαν τα τεκταινόμενα ακουμπισμένοι στα κάγκελα.Τους μιμηθήκαμε παρατηρώντας γιά ώρα τους λουόμενους στην παραλία. Ένα χαριτωμένο πιτσιρίκι πλατσούριζε στα ρηχά, κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι της μαμάς του. Πίσω μας, πέρα από τον φαρδύ παραλιακό δρόμο, ξεδιπλωνόταν η ηλιόλουστη πόλη, με τα μοντέρνα ξενοδοχεία και τα δυτικοευρωπαικά κλασικά κτίρια. Πέρα, στο λόφο το τεράστιο λευκό άγαλμα του Ιησού έδινε μιά βραζιλιάνικη νότα στην ατμόσφαιρα. Γεμίσαμε τα πνευμόνια μας με θαλασσινό αεράκι και ξεκινήσαμε γιά ψώνια. Ο Ηλίας έψαχνε γιά μιά μπλούζα με ταύρο, εγώ γιά ένα σετ κοντόχοντρα βασκικά ποτήρια και ο Γιάννης – όπως πάντα – γιά ένα ωραίο μπαρ. Περπατήσαμε στις όχθες του Rio Urumea μέχρι το σημείο που χύνεται στη θάλασσα. Εκεί, πάνω στην γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες, ένας πλανόδιος ακορντεονίστας έπαιζε κάποιο βασκικό τραγούδι, με φόντο το μοντέρνο ξενοδοχειακό συγκρότημα στην απέναντι όχθη. Περπατήσαμε ξανά μέχρι την παλιά πόλη. Μιά τριμελής παρέα μας έγνεψε «στην υγειά σας» σηκώνοντας τα ποτήρια, στην είσοδο κάποιου μπαρ. Μπήκαμε μέσα και παραγγείλαμε «τρες σερβέσας» σηκώνοντας το χέρι σαν γνήσιοι ισπανοί. Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο. Στο ταβάνι κρέμονταν δεκάδες χοιρομέρια – τυπική διακόσμηση ισπανικού τάπας μπαρ – και ο μεγάλος πάγκος ήταν γεμάτος μεζέδες. Θαλασσινά και ψάρια ανακατεύονταν με διάφορα τυριά, πατάτες, χορταρικά, σαλάτες και σάλτσες και φυσικά με το περίφημο χαμόν σεράνο, σε μιά πανδαισία χρώματος και γεύσης. Ο καθένας έπαιρνε μόνος του ότι ήθελε απ’ τις τεράστιες, φορτωμένες πιατέλες του μπαρ και ο «γάτος» μπάρμαν κρατούσε λογαριασμό. Πίσω από το μπαρ, ο ειδικός στην κοπή χαμόν – απαραίτητη οργανική θέση γιά κάθε μπαρ που σέβεται τον εαυτό του – έκοβε με μαεστρία ένα χοιρομέρι σε λεπτές φέτες. Σερβιριστήκαμε απ’ το μπαρ και παραγγείλαμε τον δεύτερο γύρο.
«Ας φάμε και ένα μπακαλιάρο».
«Ε τότε και μιά τρίτη μπύρα».
Η ώρα περνούσε. Είχε μεσημεριάσει γιά καλά. Πληρώσαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα αφήσαμε πίσω μας την πόλη.
«Γειά σου Donostia, γειά σου Pais Vasco» είπε ο Ηλίας όταν περάσαμε τα σύνορα με την Γαλλία. Και τότε, είδαμε την πινακίδα, γραμμένη πρώτα στα βασκικά και μετά στα γαλλικά –πλέον – και στα ισπανικά. «Επισκέπτη, εδώ δεν είσαι ούτε στην Γαλλία, ούτε στην Ισπανία. Είσαι στην Χώρα των Βάσκων». «Πάλι τέσσερα», μονολόγησε ο Γιάννης και συνέχισε να οδηγεί.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ: ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΥΡΙΟΙ.

Επισημότης. Βραδυά μεγάλη.
Παγερότης αυστηρού πρωτοκόλλου βασιλεύει στο ανάκτορο.
Η αυτού εκλαμπρότης ο οικοδεσπότης κόμης Εμμανουήλ Στραβομαούνας -άλλοτε γνωστός ως Μανωλάκης ο Σαχλέουρας- σφιγμένος στο φράκο του υποδέχεται τους υψηλούς του καλεσμένους με τη σοβαρότητα που επιβάλλουν τα φρέσκα εκατομμύριά του. [...]
Στα πάμφωτα σαλόνια του κρυσταλλένιοι πολυέλαιοι χύνουν το φως τους επάνω στις έξωμες εσθήτες των νεοκοσμικών κυριών, ανάμεσα στις οποίες λάμπει η ένδοξη προσωπικότητα της οικοδέσποινας κομήσσης Πιπής Στραβομαούνα -άλλοτε γνωστής ως κυρά-Καλλιοπίτσας ή χοντρομαμής. [...] Πρωτόκολλο είπαμε. Αλλά μαζί και αβρότης. Κομψότης. Χειροφιλήματα. Μπαρδόν και μερσί. Χρυσές σιγαροθήκες, μπριγιάν, σάπφειροι και αμέθυστοι, μαργαριτάρια μεγέθους φουντουκιού. Είναι μια εξαιρετική συγκέντρωση ό,τι λαμπερού μπορεί να δώσει η ανήσυχη εποχή μας -ονόματα θρυλικά ευγενών, οικόσημα και τίτλοι που εμοίρασαν τα λευκά χέρια της μαύρης αγοράς, περιουσίες που εφτιάχτηκαν με θαυμαστή ταχύτητα στο άψε-σβήσε και που σου φέρνουν ζάλη. [...]
Στρογγυλοκάθονται οι ευγενείς, στρογγυλοκάθονται οι κόμησσες, φρακοφορεμένοι δούλοι περιφέρονται άλλοι με πιατέλες ασημένιες κι άλλοι με τις μπουκάλες των κρασιών που αναδύονται από παγωμένες σαμπανιέρες. [...]
Η ορχήστρα παίζει Μότσαρτ, κατά διαταγή του οικοδεσπότη που έμαθε εμπιστευτικά ότι λόγω της φινέτσας του είναι περισσότερο χωνευτικός. [...]
Κι άξαφνα εκεί στο δέκατο ποτήρι τινάζεται θυελλώδης ο καταπιεσμένος δαίμονας, σκίζει το φράκο του και αντηχεί βροντώδης φωνή επαναστατικού ξεσπάσματος:
-Γεια σου Σαχλέουρα!...
Κι έρχεται αστραπιαία η απάντηση:
-Γεια σου Μπάμια αθάνατε!
Αυτό ήταν. Θύελλα εγκαρδιότητας παρασύρει τύπους, πρωτόκολλο, ψυχρότητες και αντηχεί κραυγή ανακούφισης από τα στήθη που έφυγε ο βραχνάς.
Γεια μας ρε παιδιά![...]
Παίρνει ο τρίβολος τον Μότσαρτ και βαρά η ορχήστρα τον ύμνο της μαύρης αγοράς:
Η δύναμη στον άνθρωπο
είναι το πορτοφόλι
στον κόσμο το σημερινό
αυτό το ξέρουν όλοι!...[...]
-Να ζήση η μαύρη!
-Να ζήσουνε οι Γερμανοί![...] Μη σώσει και φέξει, αδελφέ μου! Μη σώσει και τελειώσει ο πόλεμος. Μη σώσουν και φύγουν ποτέ οι Γερμανοί κι οι Ιταλιάνοι. Ωχ!Χαλασμός. Βροντά η γειτονιά από το γλεντοκόπι. Κι ο σαματάς κρατά ως το πρωί. Έξοδα; Μερικά εκατομμύρια -καμιά τρακοσαριά. Χαλάλι τους. Αν υπάρχουν και μερικοί κουτοί που πεθαίνουν από την πείνα αυτό είναι λεπτομέρεια. Θέλομε δυνατούς ανθρώπους. Και ως γνωστόν, η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι...


(Δημήτρης Ψαθάς, Χειμώνας του '41, Αθήνα, Μαρής, 1979, σ. 138-142)







Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΓΚΟΜΕΝΑ ΕΝΑΣ ΕΦΗΒΟΣ ΦΙΛΟΣ

Σούζες σου λέω. Αλλοιώς σε βλέπωνα τρέχεις σε γραφεία συνοικεσίων
ή να μένεις-κρίμα στο μπόι σου- μαλάκας μια ζωή.
Σούζες με μηχανάκια, με καμήλες, με τραχτέρ, με γκρέιντερ
μόνο σούζες·γιατί τα άλλα είναι δύσκολα
να βγείς φωτογραφία με το τέρας του Λοχνές ή να κρατείς
απ' τα φτερά έναν καρχαρία
που εσύ μόλις τον σκότωσες, αυτά δύσκολα κι επικίνδυνα τα βρίσκω.
Σούζες λέω μόνο σούζες. Πού 'λεγε κι ο Μπωντλαίρ: "Ρωτάς τι ώρα είναι;" Μη ρωτάς
είν' ώρα για μια σούζα". Έτσι φίλε μου;
Κι άσε τα κόλπα με την ποίηση. Η άλλη θ' ανακαλύψει κάποια μέρα πως δεν είσαι ποιητής και θα σ' αφήσει,
κι άντε να βρεις τον Μπόρχες
ή τον Πάουντ να φωτογραφηθείς στο πλάι τους να σωθείς. Έχουν πεθάνει.
Φίλε μου σούζες και
όπως και των αρχαίων Αιγυπτίων το άσμα λέει
χάρου εν όσω ακόμα ζεις
βάλε τα πιο εξαίσια φορέματα
βάλε πολύτιμα κοσμήματα κι αρώματα
χάρισε στην καρδιά σου όσα επιθυμεί
γιατί κανείς ποτέ του δεν επέστρεψε από 'κει
και όπως μού 'λεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης
κανείς δεν βρήκε πάτο στο μουνί.
Σούζες με μηχανάκια, με νταλίκες, με γαϊδούρια, με τραχτέρ, ώ κι αν μπορείς
σπρώξε καμμιά γριά εκεί στη θάλασσα
να πέσει μέσα κ' ύστερα στα σβέλτα
πήδηξε να τη σώσεις. Θα σε δείξειη τηλεόραση.
Άντε κουνήσου. Κι όπως είπαμε,
αλλοιώς
τιριτιρί τιριτιρί τιριτιρί
με μαλακία θα τη βγάλεις τη ζωή.

1985

Γιάννης Υφαντής (Ποιήματα κεντήματα στο δέρμα του Διαβόλου).
Εκδόσεις ΖΗΤΗ






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. Ο ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΠΑΓΩΜΕΝΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ.

«Θα μπορούσε να’ταν και πιό χλωμή
αλλά ήταν που ήταν πεθαμένη από χρόνια
κι άρχισε να ροδίζει...»


Κλακέτα. Ξεκινάμε. Σκηνή πρώτη, πράξη πρώτη.

Η Λυπημένη Κατερίνα κοίταξε στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της, σκληρό, ανέκφραστο, χαράκωναν δύο μεγάλες αυλακιές, που ξεκινούσαν απ’τα μάτια και τελείωναν στις άκρες του στόματός της. Δυό μαύρα ποτάμια από ρίμελ κυλούσαν μες στις αυλακιές και ένωναν τα τσίνορα με την λεπτή γραμμή των χειλιών. Κάπνιζε. Και ο καπνός πήγαινε «με το όνειρο στον ουρανό». Μέσα στον καθρέφτη εμφανίστηκε η φιγούρα του. Τον κοίταξε και ένα μικρό σημάδι αναγνώρισης –μία στιγμιαία λάμψη- τρεμόπαιξε στα μάτια της. Ο ξένος ήταν παράξενος. Το μπόι του ήτανε κανονικό· όχι ψηλός, μα ούτε και κοντός, με ώμους σκυφτούς και ένα φθαρμένο πανωφόρι. Ήταν γύρω στα εξήντα, με μία γκρίζα γενειάδα και βλέμμα ουδέτερο, συγκαταβατικό. Κρατούσε ένα μαχαίρι στο ένα χέρι και στο άλλο, κάτω απ’την μασχάλη, ένα βιβλίο. Κοιτάζονταν μες στον καθρέφτη -ο ένας στα μάτια του αλλουνού- και δεν χαμογελάγαν, ούτε ανοιγόκλειναν τα βλέφαρα· μόνο οι ανάσες τους έσπαγαν την σιωπή του χώρου.
-Τι κουβαλάς την κάμα από την μία ζωή στην άλλη; τον ρώτησε εκείνη -και ο άλλος αποκρίθηκε:
-Την χρειάζομαι, να προστατέψω το βιβλίο.


*

Περπατούσαν δίπλα στο ποτάμι. Μπροστά τους –πάνω στον λόφο- η μεσαιωνική Νεκρόπολις της Γλασκώβης.
-Ωραίο αυτό το ποτάμι, είπε ο ένας.
-Ποιό ποτάμι; είπε ο άλλος.

*

Κλακέτα. Πράξη δεύτερη.

Ο Χρήστος πήγε στην συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε ο κύριος με το σακάκι.
-Ποιό προϊόν; τον ρώτησε ο Χρήστος.
-Ας πούμε το νερό Ιόλη.
-Θάβαζα δέκα σάτυρους να κυνηγάν την νύμφη Ιόλη μες στο δάσος. Κάποια στιγμή θα την μαγκώναν και θα την ταράζανε στον πούτσο. Θάβγαινε ένας σάτυρος σε πρώτο πλάνο κρατώντας ένα μπουκάλι Ιόλη στο ένα χέρι και θάλεγε: «Ή όλοι, ή κανείς».

Ο Χρήστος ο Ψηλός . Ενδιαφέροντά του: το τάε-κβο-ντο, η κιθάρα, τα κόμικς, τα ντοκυμαντέρ του BBC και το κάπνισμα. Έχει σπουδάσει διαφήμιση, αλλά κανένας δεν θέλει να ακούσει τις ιδέες του. Είναι φίλος του Προγραματιστή.

-Δεν πιστεύω να την πήρες την δουλειά;
-Όχι βέβαια. Αφού είναι συντηρητίκλες.

*

Ο Κίμωνας και ο Φάνκυφράνκι περπάτησαν από τον σταθμό μέχρι την παραλία του Εδιμβούργου. Ήτανε βράδυ. Το φεγγάρι μόλις είχε αρχίσει να αδειάζει. Έκανε κρύο.
-Εδώ στα μέρη σας κάνει πάντα τόσο κρύο; ρωτήσαν έναν περαστικό.
-Δεν ξέρω γιά πάντα, όμως σήμερα κάνει πολύ, τους αποκρίθηκε.

-Πάμε γιά μπιλιάρδο; ρώτησε ο ένας.
-Πάμε, απάντησε ο άλλος.

*

Κλακέτα. Πράξη Τρίτη.

Ο Χρήστος πήγε στη συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε η μεσήλικη με το ταγιέρ και τα γυαλιά.
-Ποιό προϊόν; την ρώτησε ο Χρήστος.
-Το Εορτοδάνειο, γιά παράδειγμα.
-Θα έβαζα ένα πρεζάκι να «βαράει» και από κάτω:
«Εορτοδάνειο! Πρώτη δόση τον Ιούνιο».

-Έτσι δεν θα βρεις ποτέ δουλειά, του είπε ο Προγραματιστής.
-Μα τι άλλο θέλουν; Ζητάν κάτι φρέσκο, πρωτότυπο. Δεν είναι πρωτότυπες οι ιδέες μου;
-Παραείναι. Άκου να σου πω, είσαι λίγο εξτρήμ. Προσπάθησε να κάνεις τους χαρακτήρες να μοιάζουν κανονικοί. Κοντά στους δικούς τους. Έτσι και αλλιώς αυτό είναι το κοινό σου. Σε αυτούς πας να πουλήσεις εορτοδάνεια και μαλακίες.
-Λες ε; Καλά, θα προσπαθήσω.

*

Στάθηκαν στην πλατεία της Γλασκώβης, μπροστά στο άγαλμα του Γλάδστον. Ήταν καβάλα στο άλογό του. Φορούσε στο κεφάλι έναν κόκκινο κώνο της τροχαίας.
-Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα, είπε ο Φανκυφράνκι. Το πρωί το βγάζουν οι αστυνόμοι, το βράδυ είναι πάλι εκεί.
Κοίταξαν το άλογο. Φορούσε και αυτό έναν κώνο στο κεφάλι.

*

Σκηνή πρώτη, πράξη τέταρτη. Κλακέτα.

Η Λυπημένη Κατερίνα περπάτησε τον δρόμο με τα κίτρινα φώτα μέχρι την Αγορά. Ακόμα και το βράδυ –που έκλειναν τα μαγαζιά- όλος ο δρόμος μύριζε μπαχάρια και μυρωδικά. Γύρω της, νεαρά παιδιά που διασκέδαζαν στα μπαρ, ανακατεύονταν με μαύρες πουτάνες του εικοσάρικου. Τον είδε μες στο χαρούμενο πλήθος της γιορτής. Τα πόδια του ήταν ματωμένα. Στο ένα του χέρι είχε το βιβλίο.
-Ποτέ δεν σημαδεύουν στην καρδιά, της είπε.

*

Ο Χρήστος περπάτησε τον φωτισμένο δρόμο. Έψαχνε γιά ταξί. Μπροστά του πέρασε μιά παμπάλαια Μερσεντές. Την οδηγούσε ένας παράξενος τύπος γύρω στα εξήντα, με τρελό βλέμμα. Στο χέρι του –που ήταν κρεμασμένο έξω από το ανοιχτό παράθυρο- κρατούσε ένα αναμένο άφιλτρο τσιγάρο. Ο Χρήστος έκανε νόημα, αλλά το ταξί δεν σταμάτησε.
-Να πάρει ο διάολος, μονολόγησε. Στράφηκε στην αντίθετη κατεύθυνση –στην κανονική ροή των αμαξιών –και πέτρωσε. Η ίδια Μερσεντές περνούσε, ξανά –μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα- μπροστά του.
-Πότε πρόλαβε; αναρωτήθηκε με απορία. Ο ταξιτζής τον προσπέρασε πάλι, χαμογελώντας ειρωνικά.
-Γαμώ το σπίτι σου, του φώναξε ο Χρήστος, ακολουθώντας με το βλέμμα του το αμάξι που έφευγε. Γύρισε το κεφάλι αριστερά. Ο δρόμος ήταν άδειος, μόνο ένα αυτοκίνητο ερχόταν, κυλώντας αργά με αναμένα φώτα.
-Δεν είναι δυνατόν, ψιθύρισε ο Χρήστος με απελπισία, παρακολουθώντας –ακόμα μιά φορά- τον παράξενο ταξιτζή να οδηγεί την παλιά Μερσεντές, με το ένα χέρι έξω απ’το παράθυρο.

-Ντεζαβού σημαίνει πρόβλημα στο Μάτριξ, είπε ο Προγραματιστής. Κάτι αλλάξαν. Πρέπει να προσέχουμε.

*


Οι δυό τους έβλεπαν ένα καινούριο σήριαλ στην τηλεόραση.
-Παράξενοι καιροί, είπε ο ένας.
-Ναι, παράξενοι καιροί, είπε κι ο άλλος.
Έξω, η κίτρινη λάμπα φώτιζε τον δρόμο.

*

Ο Χρήστος πήγε στην συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε ο νεαρός άντρας με το πολύ μοντέρνο ντύσιμο.
-Τι προϊόν;
-Λόγου χάριν, το κόνεξ.
Ο Χρήστος σκέφτηκε λίγο.
-Πόσο κάνει το κόνεξ; ρώτησε τον τύπο.
-Πενήντα ευρώ τον μήνα.
-Θάβαζα έναν τύπο με ένα ρολαρισμένο πενηντάρικο να σνιφάρει μιά «γραμμή».
Και από κάτω: «Έχετε πρόβλημα με την γραμμή σας; Κόνεξ».
Ο τύπος κοίταξε γιά λίγο τον Χρήστο.
-Ωραία ιδέα, του είπε, αλλά ριψοκίνδυνη. Τα εν οίκω μη εν δήμω.

-Αμάν και εσύ με αυτή την εμμονή σου στα πρεζάκια.
-Αφού πρεζάκια είμαστε όλοι, είπε ο Χρήστος και άνοιξε την τηλεόραση.






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. Ο ΤΡΕΛΟΣ.

Συναντήθηκαν στο βιβλιοπωλείο κοντά στο Πανεπιστήμιο. Δεν περίμεναν τέτοια αρχή. Φορούσαν τα ζεστά τους ρούχα. Όταν πέρασε ο ζητιάνος με το καροτσάκι δεν αιφνιδιάστηκαν. Οι φοιτήτριες γνώριζαν εκ των προτέρων τι θα τους ζητούσε. Δεν φάνηκαν όμως πουθενά σημάδια αναμονής.
Ο ζητιάνος γλίστρησε στο βιβλιοπωλείο. Άδραξε ένα βιβλίο δίπλα απ’το τρίτο ράφι.
Ο τίτλος, «Σωφρονισμός των Παραφρονούντων».
Με πίκρα χωμένη στα βλέφαρα, με τρελλό βλέμμα, έσυρε το καροτσάκι του. Κάθισε πάλι, αξιοπρεπής ανάπηρος, στην προηγούμενή του θέση.
Η έκφρασή του ανέδιδε μαγεία.
-Είστε αφελείς, είπε.
Τα κορίτσια, μαγνητισμένα, τον συνόδεψαν στο παράξενο ταξίδι του, καθώς διέσχιζε το βιβλιοπωλείο.
Πετούσε τα βιβλία στο πάτωμα.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Δεκάδες τόμοι με κρότο γλύστρησαν στην πορεία τους στο κενό.
Κάποιοι, έδειχναν με το δάχτυλο, επιχειρώντας να τον κάνουν να υποταχθεί στην κρίση τους.
Γυναίκες με μυριάδες πρόσωπα, με έκφραση λαγνείας στο χέρι, αποσκοπούσαν στην ταραχή του.
Ο ζητιάνος, ανεμπόδιστος, πλησίασε την υπάλληλο.
-Πόσο καιρό εργάζεσαι έδώ; τη ρώτησε.
Εκείνη χλώμιασε. Ντράπηκε.
Κρύφτηκε κάτω απ’το γραφείο, χώθηκε στη μοκέτα.
Το κλάμα της αντήχησε σ’όλο τον χώρο.
Τα καφετιά ράφια, σχεδόν άδεια τώρα, μετά την ορμητική του επίθεση.
Ο ζητιάνος κατευθύνθηκε στο ταμείο. Χτύπησε τα πλήκτρα.
Το αντίτιμο καταγράφηκε στο χαρτάκι.
Πλήρωσε τα χρήματα.
Έγνεψε στις φοιτήτριες να τον ακολουθήσουν.
Η πωλήτρια, σκυφτή και αμίλητη, προσπαθούσε να συγκεντρώσει όσα βιβλία είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα.
Ο κόσμος φαινόταν τώρα να δείχνει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιά το συμβάν.
Όσοι διέσχιζαν το κατώφλι, με απορία και αγανάκτηση ζητούσαν εξηγήσεις.
Απαιτούσαν την τιμωρία της υπαλλήλου.
Άλλωστε αυτή ήταν η υπαίτια, η ηθική αυτουργός.
Γιατί δεν απάντησε; Γιατί δεν τον έδιωξε;
Και αυτά τα κορίτσια που έτρεχαν γύρω του, τι ζητούσαν;
Τώρα το πλήθος –σπάζοντας τη σιωπή του- βούιζε ολοένα δυνατότερα μέσα στο κατάστημα.
Ήρθε η αστυνομία. Αδιάφορα ζήτησαν λεπτομέρειες.
Όσοι προθυμοποιήθηκαν να μιλήσουν ήταν όσοι ακριβώς έλειπαν.
Ο ζητιάνος είχε οριστικά εξαφανιστεί.
Μερικοί θυμήθηκαν κάποιον που διέσχιζε τις νύχτες τους δρόμους, με χαρτιά άγρια στο στήθος.
Μιλούσαν γιά αυτόν με ενδιαφέρον.
Έλεγαν πως τρελάθηκε.
Εκείνος δεν ξαναφάνηκε από τότε.
Μετά τη φασαρία στο βιβλιοπωλείο, ποτέ κανείς δεν τον είδε ξανά.

*

Την επόμενη μέρα, στη συγκέντρωση-επέτειο στην πλατεία της πόλης, ο Δήμαρχος έπλεξε το εγκώμιο του μεσήλικα διανοούμενου που στεκόταν δίπλα του.
Ήταν ένας άνθρωπος άχρωμος, με χρόνια υποταγής στα δάχτυλα, με ουδέτερη προσπάθεια στο χώρο του, γεμμάτος πίστη στο δεδικασμένο, στο καθημερινό. Όταν σήκωσε το βλέμμα του στο κοινό, κανείς δεν αναγνώρισε τον ζητιάνο.
Μόνο το δεξί του χέρι, λίγο καχεκτικό, θα μπορούσε να τον προδώσει.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ.

Η ανοησία, τ’αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας·
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουνε στην ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,
ζητάμε πληρωμή ακριβή γιά κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στον βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

Πάνω απ’το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος
πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει
την πιό ατσαλένια θέληση με μιάς την εξατμίζει,
αυτός ο μέγας χημικός ο Τετραπερασμένος.

Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει!
Τα πράγματα τα βρωμερά πιότερο τ’αγαπάμε·
κι όλο και προς την Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμάει.

Σαν τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη
μιάς παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τήνε ξεζουμίζουμε σαν σάπιο πορτοκάλι.

Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια μυρμηγκώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άυλος ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι,
είναι που λείπει απ’την ψυχή το θάρρος –κι απ’το χέρι.

Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια,τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία,
που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας τ’άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,

θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θάθελε να κατάπινε τον κόσμο· αυτό ‘ναι η Πλήξη,

που, μ’ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της, κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά* κρεμάλες να στηλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
-Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!



*Πίπα του χασίς.



Σ. Μπωντλαίρ (Τα Άνθη του Κακού).
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.
Εκδόσεις Γράμματα.








Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα