V. ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΠΙΘΑΜΗ.

«Η Ιερή Συμμαχία καταδικάζει κάθε μεταρρύθμιση που γίνεται με όπλα και αποστασία, τις επαναστατικές ενέργειες που ξέσπασαν στην Ελλάδα σαν εγκληματική συνωμοσία και αποδέχεται την πολιτική μεταβολή μόνον όταν γίνεται με τη θέληση των ηγεμόνων».

Ιερή Συμμαχία, Λουμπλιάνα 30-4-1821.

«Όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η ένοπλη εξέγερση είναι, είτε για ολόκληρο το λαό είτε για οποιοδήποτε τμήμα του, το πιο ιερό και το πιο απαραίτητο καθήκον του»

Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Γαλλική Επανάσταση 1789, άρθρο 35.

*
Ο θερμός αέρας του Ιούνη έμπαινε στην σκοτεινή σάλα του πανδοχείου της Κουκουνάρας κακόθυμος, σαν έκπτωτος άγγελος. Η στυφή μυρωδιά από κρασί και ταγγισμένο λάδι, ανακατεμένη με τα χνώτα των θαμώνων του πανδοχείου, δημιουργούσαν μιά αποπνικτική ατμόσφαιρα στον χώρο. Το φως απ’τις λάμπες και οι φλόγες της φωτιάς που στραφτάλιζαν στο μεγάλο τζάκι – γιατί παρά τον ζεστό καιρό υπήρχε μιά μικρή φωτιά στο τζάκι- γέμιζαν το μισοσκόταδο με τρεμάμενους ίσκιους· λεπτά απειλητικά δάχτυλα που ξεδιπλώνονταν γιά να κλέψουν, ή σφίγγονταν γιά να μαχαιρώσουν πισώπλατα. Εκείνο το απόγευμα η συντροφιά ήταν αρκετά μεγάλη στο δωμάτιο. Ο λιπόσαρκος Ρενέ ντε Μοντινί -που φορούσε ένα ξεθωριασμένο βελούδινο γιλέκο- με το οστεώδες πρόσωπο και τους εκλεπτυσμένους τρόπους· ο στρουμπουλός Γκυ Ταμπαρί, απότομος, κοκκινοπρόσωπος και λίγο φαλακρός· ο Κάσιν Κολέτ, ψηλός και λεπτός, με φιγούρα πελαργού και χαρακτηριστικά γερακιού· ο Ζαν λε Λουπ, που έμοιαζε τόσο αλεπουδίσιος όσο το παρατσούκλι του· η Αδελφότητα των Καρυδότσουφλων. Στον ξύλινο πάγκο, με το πρόσωπο στραμένο στη φωτιά, ο Κόλε ντε Καγιέ, αδιάφορος και ξεχασμένος, είχε παραδοθεί σε έναν μεθυσμένο ύπνο, με ένα άκακο, ευγενικό ύφος στο αρχοντικό του πρόσωπο –που όμως δεν ήταν καθόλου άκακο και καθόλου ευγενικό.

Ξαφνικά, το μάνταλο κροτάλισε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με θόρυβο και μιά παράξενη φιγούρα έφραξε την είσοδο. Ήταν ένας άντρας μέτριου αναστήματος, αδύνατος και λεπτοκαμωμένος. Το ανυπόμονο πρόσωπό του ήταν ψημένο από τον ήλιο και οργωμένο με αυλακιές που μαρτυρούσαν μιά ταραγμένη, επικίνδυνη ζωή. Τα ίσια, μαύρα του μαλλιά, ήταν μακριά και αχτένιστα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου του κάλυπταν απεριποίητα αραία γένια μιάς βδομάδας. Είχε λαμπερό βλέμμα, γρήγορο και εξεταστικό. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να αντιληφθεί ένα ιδιαίτερα εύστροφο μυαλό πίσω απ’το σκαμένο μέτωπό του. Οι λεπτές ρυτίδες γύρω απ’την γραμμή των χειλιών του πρόδιδαν εξαιρετικά μεγάλη ευαισθησία και μιά τεράστια φλόγα έκαιγε στα παράφορα μάτια του. Απέπνεε ένα απόκοσμο μεγαλείο, ντυμένος με εκατοντάδες χιλιομπαλωμένα χρωματιστά κουρέλια, φορεσιά τόσο παράξενη που τον έκανε να μοιάζει με φανταχτερό σκιάχτρο. Το κατεστραμένο πανωφόρι του σκέπαζε ένα μακρύ ξίφος και η χαώδης θημωνιά του κεφαλιού του φιλοξενούσε ένα διαλυμένο καπέλο που το στόλιζε ένα φτερό από κόκορα. Στην δερμάτινη ζώνη του μιά μικρή ποιητική συλλογή –ένα βιβλίο με εξαιρετικό δέσιμο- κρατούσε συντροφιά σε ένα μαχαίρι. Παρά την γκροτέσκ εμφάνιση του νεοφερμένου, ένα κοφτερό μάτι θα μπορούσε να διακρίνει κάτι απροσδιόριστα επιβλητικό στο παράστημα αυτού του κλόουν, καλοκρυμμένες ενδείξεις ντομπροσύνης πίσω απ’το στραπατσαρισμένο παρουσιαστικό του. Στάθηκε γιά λίγο στο κατώφλι σε μία θεατρική πόζα χαιρετισμού και έπειτα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του, διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές.

-Λοιπόν, γεναίες καρδιές, πως παν τα κέφια; φώναξε χαρωπά, καθώς προχωρούσε με ψηλά το κεφάλι και ανοιχτή αγκαλιά προς το μέρος των φίλων του.

Ο πιό παράξενος παλιάνθρωπος του Παρισιού. Φιλόσοφος, ποιητής, πότης, ξιφομάχος, γυναικάς, φαφλατάς, καλός στο γράψιμο, στο σημάδι και στο παζάρι. Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν. Στην Αυλή των Θαυμάτων τον φωνάζουν Βασιλιά των Καρυδότσουφλων.

*

Η Αυλή των Θαυμάτων. Το πιό μαγικό μέρος του σύμπαντος. Φαίνεται σαν μιά συνηθισμένη αυλή γειτονιάς, όμως, στην πραγματικότητα, είναι η τελευταία ελεύθερη γωνιά του κόσμου, η Τελευταία Σπιθαμή. Η Τελευταία Σπιθαμή δεν είναι συγκεκριμένος χώρος, ούτε συγκεκριμένος χρόνος. Είναι ιδιότητα. Είναι αυτό που σε κάνει να μπορείς να δεις πέρα απ’το πέπλο που σκεπάζει την αλήθεια. Είναι μικρή και εύθραυστη και είναι το μόνο που αξίζει να έχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο.
Η Τελευταία Σπιθαμή είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου απ’την στιγμή που γενιέται, κατάσταση μέσα στον χωροχρόνο που είναι άπειρος και άχρονος. Όμως, θέλει πολύ προσπάθεια να την διατηρήσεις. Δεν πρέπει ποτέ να την χάσεις, να την ξεπουλήσεις ή να την χαρίσεις. Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψεις να στην πάρουν. Δεν είναι λέξη, μα ούτε και η έννοια που η λέξη περιγράφει. Είναι παντού· στις Άνδεις, στην Μεσούντα και στην Πρέβεζα, στα κελιά, στα ορυχεία και στα εργοστάσια, στα αμπάρια των πλοίων και μες στα κίτρινα φώτα της πόλης. Η Τελευταία Σπιθαμή είναι το όριο. Μετά απ’αυτό, γίνεσαι κάτι άλλο.

Όμως αρκετά· γιατί πολύ λίγο έτσι αν συνεχίσουμε, η μικρή μας φάρσα όλα τα συστατικά στοιχεία που φάρσα την κάνουν κινδυνεύει να απωλέσει και να γίνει διαφήμηση, δακρύβρεχτη κοινωνική σείρα, σήριαλ στην τηλεόραση, ή –ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή- μελόδραμα· ρομάντσο της πεντάρας. Γιαυτό, άλλο ας μην χρονοτριβούμε και ευθύς τον λόγο ας παραχωρήσουμε σ’αυτό το τσούρμο, το μπουλούκι, τον θίασο των θρασυτάτων θεατρίνων που απρόσκλητοι ήρθαν εδώ αυτήν την νύχτα, να μας ταλαιπωρήσουν με την αφροσύνη τους –αφού στο τέλος όλοι θα πιαστούν- και για ανταμοιβή, στο φινάλε του έργου να διασκεδάσουνε την πλήξη μας, κλωτσώντας κωμικά το Τίποτα στην άκρη του σκοινιού του μπόγια, σ’αυτό το ήδη τελειωμένο βαριετέ, σε τούτη την ανόητη παράτα, εδώ, στο Βατερλώ των ηλιθίων.

*

“Μιά φορά και έναν καιρό
Ξένοι άγγελοι του Οκτώβρη ήρθανε τον Μάη
Και επισκέφτηκαν τους ντόπιους αγγέλους του Νοέμβρη.
Μα τους πυροβόλησαν”.

*

Το τρένο σταμάτησε αργά στον έρημο σταθμό. Ένας παράξενος ξένος κατέβηκε και στάθηκε στην πλατφόρμα. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Έμοιαζε με άνθρωπο καθημερινό, κανονικό, από αυτούς που δεν μπορεί κάποιος να περιγράψει, γιατί ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους είναι τόσο πολύ κοινά. Περπάτησε μέχρι την είσοδο και βγήκε έξω. Κοίταξε γιά μιά στιγμή τον φωτισμένο δρόμο, σαν κάτι να του θύμιζε και ύστερα, χάθηκε στο σκοτάδι.

*

-Και τι έργα παίζετε;
-Όλα τα είδη. Είμαστε βλέπεις ηθοποιοί περιστασιακοί και φανερώνουμε στο φως του προβολέα πράξεις που δεν θα έπρεπε να φανερώνονται.
-Να φανερώνονται ή να γίνονται;
-Μήπως δεν είναι κάθε πράξη μία σύμπτωση, ένα τυχαίο γύρισμα στα ζάρια, ένας συνδυασμός πιθανοτήτων; Και οι πρωταγωνιστές; Μήπως και αυτοί δεν είναι ρόλοι· ρόλοι που παίζουνε ανθρώπους σε ένα έργο ήδη τελειωμένο, σε ένα σενάριο γραμμένο από πριν;
-Εγώ, σαν τον θεό, δεν παίζω ζάρια, ούτε πιστεύω στις συμπτώσεις.
-Συμπτώσεις ή ψευδαίσθηση συμπτώσεων;

*

Ο Χαφιές ακολούθησε την γυναίκα του Αντάρτη. Φορούσε σόλες από καουτσούκ. Εκείνη δεν τον αντιλήφθηκε. Φτάσανε στον Συνοικισμό, ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω. Ο Χαφιές σημείωσε σε ένα μπλοκάκι το νούμερο του σπιτιού.

*

-Είμαστε κλόουν της παλιάς σχολής. Της σχολής του έρωτα, της ρητορείας και του αίματος. Παίζουμε και τα τρία μαζί –ή διαδοχικά. Παίζουμε αίμα και ρητορεία χωρίς έρωτα, ή έρωτα και αίμα δίχως ρητορεία -αν η όρεξή σας είναι τέτοια και οι καιροί το επιτρέπουν- όμως ποτέ έρωτα ή ρητορεία χωρίς αίμα. Το αίμα είναι υποχρεωτικό. Βλέπετε, όλα είναι αίμα.

*

Την πιάσανε. Μπήκαν στο σπίτι της την νύχτα και την πιάσανε. Οι Πέντε Δάκτυλοι, οι Ταγματασφαλίτες, τα καμάρια της Γριάς. Την ρίξαν στο κρεβάτι –στο κρεβάτι του Αντάρτη- στο κρεβάτι της. Και όταν τελειώσαν –μετά τρεις μέρες- [κουραστήκαν άραγε ή βαρέθηκαν;] η μάνα τους, η Φοβερή Γριά, έβαλε το τηγάνι στη φωτιά. Εκείνη, άλλο πιά δεν αντιστάθηκε. Μόνο παρακάλεσε γιά το παιδί της. Ο μεγαλύτερος γελώντας, άρπαξε το μωρό και το τίναξε στον τοίχο –σαν γατί. Και όπως κύμα μεγάλο σπάει πάνω στα βράχια της ακτής, έτσι διαλύθηκαν τα κόκκαλά του και το κρανίο έσπασε και τα μυαλά του σκόρπισαν στον τοίχο. Και όταν το λάδι έκαψε, της άνοιξαν το στόμα και η Φοβερή Γριά μέσα το έχυσε. Και όταν την βρήκανε την άλλη μέρα δεν είχε πρόσωπο, μόνο μιά πελώρια κόκκινη κηλίδα. Την βρήκανε οι γείτονες. Ξέραν ποιά ήταν. Ξέρανε ποιοί το κάνανε. Όμως φοβήθηκαν και μείναν τόσες μέρες σιωπηλοί, πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλα.

*

[Το έργο αρχίζει. Και καθώς το νόμισμα γυρίζει στον αέρα, όλοι ποντάρουν τα λεφτά τους έτσι ή αλλιώς, όπως αισθάνονται, γράμματα ή κορώνα. Η Ζωή, μιά συνιστώσα από πιθανότητες. Όμως, σε πείσμα των καιρών και των προβλέψεων, το νόμισμα θα μείνει στον αέρα].

*

Πρώτα ο Χαφιές. Η Κόκκινη Εξοχότητά του ήρθε γιά αυτόν. Τον έσυρε μες στο δωμάτιο και τον έδεσε στην καρέκλα. Και έπειτα ρώτησε: «Ποιά καταδίκη στον χαφιέ –και στον φασίστα- αξίζει;». Ο άλλος άρχισε να κλαψουρίζει. «Το έκανα γιά τα παιδιά μου, που πεινούσαν». «Και τα δικά μας τα παιδιά; Δεν κλαίνε; Δεν πεινάνε;». Σήκωσε το βαρύ σφυρί –και έμοιαζε με τον Θωρ, τον κοκκινόμαλο θεό των σιδεράδων. «Όχι έτσι», ούρλιαξε ο Χαφιές. «Με το όπλο, σε παρακαλώ με το όπλο». «Οι σφαίρες είναι γιά τους άντρες», απάντησε και το σφυρί κατέβασε στο πρόσωπό του. Ο άλλος, από ένστικτο τραβήχτηκε και δεν τον πέτυχε, τον πήρε ξώφαλτσα, του έλιωσε μόνο το σαγόνι και την γλώσσα. Τον κοίταξε -ενώ εκείνος προσπαθούσε να μιλήσει μέσα από την πληγή που λίγο πριν ήτανε στόμα- με παγερή ματιά. «Σκουλήκι», είπε και τον αποτέλειωσε με μιά σφυριά στην μέση του μετώπου.

*

-Δεν είναι παράλογο να παίζεις θάνατο;
-Αντιθέτως. Στον θάνατο έχουμε πολύ ταλέντο και αυτό πρέπει να το εκμεταλευτούμε. Πεθαίνουμε ηρωϊκά, κωμικά, ξαφνικά, τραγικά, βασανιστικά, αηδιαστικά, χαριτωμένα, ή, από μεγάλο ύψος.

*

Δεύτερη η Γριά. Μπήκε στο σπίτι βράδυ και ήταν μόνη. Οι γιοί της είχαν βγει να διασκεδάσουν. Δεν είχαν λόγο να φοβούνται. Εξάλου, αυτοί ήταν το Κράτος. Της έδεσε τα χέρια στο τραπέζι. Την κοίταξε. «Με αυτά τα χέρια έκαψες το πρόσωπό της;», ρώτησε. Η Γριά κατάλαβε πως θα πεθάνει. «Το φχαριστήθηκε η πουτάνα σου. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες την «βόλευαν» τα αγόρια μου», του είπε. «Οι γιοί σου θα πεθάνουν ένας-ένας», της απάντησε και έβγαλε το μαχαίρι. «Και ο θάνατός τους θα είναι αργός και βασανιστικός. Μα απόψε είναι η δική σου η σειρά. Ένα δάχτυλο γιά κάθε γέννα, σκύλα».
Της έκοψε το πρώτο δάχτυλο. Κρακ, έκανε το κόκκαλο καθώς έσπαγε και κείνη ούρλιαξε. Ο άντρας δυνάμωσε την μουσική. Όταν της έκοψε το τελευταίο, εκείνη λιποθύμησε. Την ξύπνησε με έναν κουβά νερό. «Ήρθε η ώρα», της είπε και έβαλε το τηγάνι στην φωτιά. Η φωνή του αντήχησε στον χώρο σαν παγωμένο ατσάλι.

*

-Γενιόμαστε με την γνώση της θνητότητας. Πρίν μάθουμε τον νόημα των λέξεων, πριν καν ακόμα ακούσουμε τις λέξεις, βγαίνουμε ματωμένοι και στριγκλίζοντας και με την γνώση ότι γιά όλα τα σημεία της πυξίδας υπάρχει μία μόνο κατεύθυνση· και ο Χρόνος είναι το μόνο μας μέτρο.

*

Τον μεγαλύτερο, τον έσφαξε μες στο σκυλάδικο. Πρώτα, εκτέλεσε του μπάτσους –την παρέα του. Είχανε βγει γιά διασκέδαση –Σαββάτο βράδυ. Τους έριξε από μιά σφαίρα στο κεφάλι –τρεις από δαύτους. Οι υπόλοιποι πελάτες του σκυλάδικου μαρμάρωσαν. Του άνοιξε την κοιλιά με το μαχαίρι του. Ο μπουραντάς γονάτισε, κρατώντας τα άντερά του στις παλάμες. «Θα ζήσεις μισή ώρα –βία τρία τέταρτα. Μετά, καπούτ, ντεκόρντε. Αυτό είναι το δώρο μου· τρία τέταρτα ζωής. Στο μεταξύ, σκέψου τι έκανες». Έφυγε όπως ήρθε. Εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα.

*

Τους δυό επόμενους, με έξι σφαίρες στο στομάχι, τρεις στον καθένα. Άργησαν να πεθάνουν. Ο ένας τους, πρόλαβε και έδωσε κατάθεση. Δεν διαφώτισε πολύ τους ασφαλίτες. Ύστερα πέθανε, στην εντατική, από σηψαιμία.

*

Τον τέταρτο τον πέτυχε μετά από χρόνια. Ήτανε πιά κοινωνικά σημαντικός [πολιτικός, εφοπλιστής ή κάτι τέτοιο· το βρήκα· τραπεζίτης -πάντα μου αρέσει να σκοτώνω τραπεζίτες στα έργα μου]. Μπήκε μες στο γραφείο του με μία ανθοδέσμη απ’το καλύτερο ανθοπωλείο της περιοχής. «Γιά τα γενέθλιά σας» του είπε και τούκοψε τον λαιμό. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Πήρε και φιλοδώρημα, από την γραμματέα.

*

[Το έργο μας σχεδόν κοντεύει να τελειώσει. Μα πριν το τέλος και ενώ ακόμα ένα πτώμα υπολείπεται –γιατί, τι φάρσα θα ήταν το έργο μας, αν ζωντανούς αφήνει πίσω· θάθελα τότε σκότωμα- καιρός τον ήρωά μας να γνωρίσουμε. Το ενδιαφέρον δεν είναι ποιός, αλλά τι είναι -γιατί ανόητο θα ήτανε εκ μέρους μας ταυτότητες να ψάχνουμε μες στις Σκιές. Αυτός δεν είναι κάποιος, είναι όλοι μας, το κυκλικό Μηδέν και το άπειρο Τίποτα
–κύριος με ήθος και καλό γούστο, που δουλειά διαβόλου ήρθε να κάνει. Και θα σταθεί αντιμέτωπος με την Δικαιοσύνη (που, ως γνωστόν, είναι τυφλή- ή μήπως μόνο τα μάτια της έχουν δέσει), πριν το ματσάκι πάει στην παράταση, πριν «ο λαιμός του μάθει πόσο ο κώλος του ζυγίζει». Μα δεν είναι ακόμα η ώρα. Και αφού είναι ο ήρωας του έργου μας και αφού –όπως σε κάθε έργο- καταποντίζονται οι κακοί και οι καλοί θριαμβεύουν –αν και συνήθως ατυχούν στο τέλος- λίγο απ’τον δανεικό χρόνο που του απόμεινε ας του δώσουμε, γιά να τελειώσει την δουλειά. Μα αν αδύνατο στομάχι έχετε, να σταματήσετε εδώ το διάβασμα προτείνω. Γιατί, αφού ο φόνος είναι τέχνη, αυτή η τελευταία ιστορία, είναι το Κύκνειο Άσμα του Δασκάλου· το Κινέζικο Μπωλ].

*

Ο τελευταίος, ήξερε και φυλαγόταν. Ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι-φρούριο. Το φύλαγαν Πράκτορες και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τον παρακολουθούσε πέντε χρόνια. Και μιά βραδυά, έκοψε τον συναγερμό και μπήκε μέσα. Τον βοηθούσε η βροχή, που έπεφτε μανιασμένα πάνω στις πόλεις των ανθρώπων. Εκτέλεσε τους Πράκτορες και τα σκυλιά με σιγαστήρα. Τον έδεσε ανάσκελα πάνω στο βαρύ γραφείο. Σαν είδε την γυναίκα του και το παιδί, δίστασε, έκανε να φύγει. [Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή άλλαξε γνώμη και τους άφησε να ζήσουν]. «Λυπήσου μας», σιωπηλά ικέτεψε η γυναίκα. «Λυπάμαι», της ψιθύρησε εκείνος και πέρασε την κοφτερή του λάμα απ’τους λαιμούς τους. Μόλις τα άψυχα σώματα έπεσαν κάτω, στράφηκε στον ταγματασφαλίτη. «Και τώρα οι δυό μας. Με θυμάσαι;», ρώτησε και εγκλώβισε ένα ζωντανό ποντίκι πάνω στο γυμνό στομάχι του Φασίστα, με την βοήθεια ενός μπρούτζινου μπωλ. Άρχισε να ζεσταίνει την πάνω μεριά του μπωλ με ένα καμινέτο. Έντρομο το ζώο προσπάθησε να βρει οδό διαφυγής γιά να γλυτώσει από την ζέστη. Ο Χίτης ούρλιαξε καθώς ο ποντικός του έτρωγε τα σωθικά.
Το Κινέζικο Μπωλ.

*

Ακόμα εδώ είστε; Υπέθεσα πως θα είχατε φύγει, να πάω και εγώ να παίξω μπάλα. Αλλά απ’ότι φαίνεται, πολύ αγαπάτε τα σπλάτερ σενάρια, και περισσότερο –ίσως- κι από εμένα διεστραμένοι είστε –σάπιοι ως το κόκκαλο, ήδη νεκροί. Μα ας είναι, και ελάτε τώρα να χωρίσουμε σαν φίλοι που αγαπήθηκαν πολύ και καληνύχτα να σας πω, εδώ, στην μέση του άπειρου Τίποτα, «στην ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς». Η Παράσταση κοντεύει να τελειώσει και μαζί της ο Αόρατος Θίασος θα επιστρέψει από εκεί που ήρθε, στον μεγάλο νυχτωμένο κάμπο. Μας έχει μείνει μόνο ένας τελευταίος χορός. Θα τον χορέψουμε μαζί, στις τρεις του Μήνα της Γέννησης και του Θανάτου. Του Μήνα της Τελευταίας Σπιθαμής.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

IV. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ.

«Σαν ένας μακρόσυρτος, φρικιαστικός κεραυνός, προάγγελος κυκλώνων που σκοτεινιάζουν τον ουρανό και τσακίζουν τις πόλεις, το αιφνίδιο μαντάτο αντήχησε σε όλη την Καραϊβική, ξεσηκώνοντας κραυγές, ανάβοντας τους δαυλούς της πυρκαγιάς: δημοσιεύτηκε ο νόμος της 30ης φλορεάλ έτους Χ (Μάης του 1802) που επανέφερε τη δουλεία στις γαλλικές αποικίες της Αμερικής. Ακύρωνε το διάταγμα της 16ης πλυβιόζ έτους II (Φλεβάρης 1794), πούχε καταργήσει τη δουλεία. Μια απέραντη αγαλλίαση ξέσπασε στους κατέχοντες, μεγαλοϊδιοκτήτες φυτειών, που ενημερώθηκαν γρηγορα για όσα τους ενδιέφεραν, αφού τα μαντάτα πετούσαν πάνω από τα καράβια. Πληροφορήθηκαν ότι θα ετίθετο πάλι σε ισχύ το προεπαναστατικό αποικιοκρατικό καθεστώς, πράγμα που θα τους επέτρεπε να ξεμπερδεύουν μια και καλή με τα ανθρωπιστικά φληναφήματα αυτής της βρωμοεπανάστασης. Παντού, στη Γουαδελούπη, στη Δομίνικα, στη Μαρί-Γκαλάντ η αναγγελία του μηνύματος συνοδεύτηκε από μπαταρίες, κανονιοβολισμούς και φωταγωγίες ενώ χιλιάδες ελεύθεροι πολίτες, απελευθερωμένοι δούλοι, οδηγούνταν με τον βούρδουλα στα παλιά τους παραπήγματα, ξυλοκοπούμενοι άγρια. Οι πρώην Λευκοί Άρχοντες όρμησαν μέσα από τους αγρούς, με αγέλες κυνηγόσκυλων σε αναζήτηση των παλιών τους δούλων που παρέδιδαν αλυσοδεμένους στους επιστάτες τους. Αυτό το άτακτο κυνήγι δημιούργησε τέτοιο φόβο για ενδεχόμενη σύγχυση σε ορισμένους απελεύθερους της προεπαναστατικής περιόδου, της Μοναρχίας, μικρομπακάληδες, μικροκαλλιεργητές, που συγκέντρωσαν τα υπάρχοντα τους με σκοπό να διαφύγουν στο Παρίσι. Εμποδίστηκαν όμως έγκαιρα από νέο διάταγμα της 5ης μεσιντόρ (Ιούνης) που απαγόρευε την είσοδο στη Γαλλία κάθε έγχρωμου. Ο Βοναπάρτης εκτιμούσε ότι η μητρόπολη είχε υπεραρκετούς νέγρους και φοβόντουσαν ότι ο μεγάλος αριθμός τους θα μετέδιδε στο ευρωπαϊκό αίμα "αυτήν την απόχρωση πούχε διαδοθεί στην Ισπανία μετά την εισβολή των Αράβων"».
Αλέχο Καρπαντιέ,Ο Αιώνας του Διαφωτισμού

*

- Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί που δεν καταλαβαίνουν ούτε μιά λέξη απ’όλα αυτά που λέμε.
Οι περισσότεροι ξεχνάν...και αυτοί που δεν ξεχνάν, θάθελαν να ξεχάσουν. Όμως εγώ δεν θέλω. Ίσως μεγάλωνα καλύτερα κάπου αλλού, ίσως γινόμουν κάτι άλλο, πιό ανέμελος, πιό χαρούμενος, λιγότερο υποψιασμένος... αλλά τι θάμουν τότε; Κάποιος άλλος. Γιά σκέψου το. Θάθελες νασουν κάποιος άλλος; Να μην έχεις ζήσει τίποτε από όλα αυτά –καλά ή κακά- να είσαι λίγο πιό εαυτούλης ρε αδερφέ, να μην σε νοιάζει τόσο που οι άλλοι γύρω σου πεινάνε, να πήγαινες στην εκκλησία κάθε Κυριακή και νάδινες και στην ζητιάνα μπρος στην πόρτα ελεημοσύνη και να γαλήνευε η ψυχή σου, πως τάχα είσαι άνθρωπος καλός και έκανες το χρέος σου στην κοινωνία και να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδυα, χωρίς να σε ξυπνάει το φύσημα του αέρα... φαντάζεσαι; Να ζούσαμε λέει άλλες ζωές... πως το λέει το τραγούδι; «μακριά απ’το μίζερο το φτωχοχώρι»;
-Σε έπιασε ο νταλκάς να γίνεις ναυτικός, τώρα στα στερνά;
-Όχι στα στερνά, αδερφέ μου. Παλιό μου, παιδικό όνειρο. Θυμάσαι; Που καθόμασταν στα βράχια και αγναντεύαμε την θάλασσα; Και κάναμε σχέδια; Και όλο λέγαμε πως θα φύγουμε τον Μάρτη;

Ο άλλος δεν μίλησε. Ξαναγέμισαν τα ποτήρια τους.

*

Ξύπνησε και κοίταξε έξω. Η μέρα ήταν παράξενη. Ένα απόκοσμο κίτρινο φως είχε πλημυρίσει την πόλη. Βγήκε στην αυλή. Έστησε τα στρατιωτάκια του στην άκρη του κήπου και ξεκίνησε τον πόλεμο. Μιλούσε μόνος του και έκανε τους ήχους της μάχης. Η φωνή του αντηχούσε παράξενα δυνατή μέσα στην σιωπή. «Σαν να έχει γίνει καταστροφή», σκέφτηκε. Καμιά ομιλία, κανένας θόρυβος, καμία κίνηση στον δρόμο. Όλα βούλιαζαν στην σιωπή –σαν κάτι να περίμεναν. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος. Ξαφνικά, ένα ακορντεόν ακούστηκε από μακριά.

*

[Ο φαντάρος κοίταξε τον κόσμο από τον ψηλό πύργο του άρματος. Δίπλα του ο αξιωματικός, με ένα πιστόλι στο χέρι].

*

Συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια. Πήγαν στο υπόγειο, στην παλιά ταβέρνα.
-Σαν μιά ταβέρνα –φάντασμα, είπε ο ένας.
-Ναι, είπε ο άλλος. Πάντα την έχεις στο μυαλό σου, όμως ποτέ δεν ξέρεις που είναι.

*

-Να πάρει ο διάβολος, είπε ο Συγγραφέας, φωτισμένος απ’το γαλάζιο φως.
Απ’το κεφάλι του άρχισαν να ξεπηδούν άνθρωποι –σκιές, που δεν τις είχε φανταστεί- και να γεμίζουνε τον χώρο.
-Να πάρει ο διάβολος, ξανάπε και τα λόγια του αντήχησαν στον χώρο.

*

Ο Συνοικισμός. Κίτρινες εργατικές πολυκατοικίες. Τρύπες από σφαίρες στους τοίχους. Είσοδοι με καμάρες χτισμένες βιαστικά. Το πηγάδι που κρύβανε τα όπλα. Ένα κακοστημένο προξενιό. Δορυφορικές κεραίες που κοιτάν την Μέκκα. Τα κίτρινα φώτα της πόλης. Τα σουβλάκια του Λευτέρη. Η κυρά-Γκέλα και η Κίτσα. Η εντεκάτη στάση του 14. Ο κίτρινος θάλαμος που τηλεφωνούν γυναίκες με μαντήλες. Η λαϊκή κάθε Τρίτη πρωί. «Οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους». Κατακαίνουρια αυτοκίνητα παρκαρισμένα ανάμεσα στους φοίνικες. Αρμένιοι και Μικρασιάτες. Ξυπόλητα παιδιά που παίζουν μπαζ. Ένας φίλος που έφυγε βιαστικά. Τα δυό περίπτερα. Τα οικόπεδα με τα καλάμια. Το «Σινάν».

*

Στάθηκαν μπρος στις πώρινες μετώπες.
-Κοίτα, είπε ο ένας, οι παλιοί θεοί.
-Ο Δράκος και το Φίδι. Τα δυό ποτάμια.

*

Ανάμεσα στα δυό ποτάμια απλώνεται ο Κήπος. Τον κατοικούν όλα τα πλάσματα του Σύμπαντος αδερφωμένα. Όμορφο θέαμα. Ενάντια στον σκληρό Νόμο της Φύσης, ελάφια πίνουνε νερό δίπλα σε τίγρεις. Όλα γεμάτα ευτυχία, αρμονικά.[Η παιδική ηλικία της αθωότητας και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς]. Στο κέντρο του, στέκει τεράστιο το Δέντρο της Γνώσης. Πάνω στα κλώνια, οι κατακόκκινοι καρποί του.
-Θέλω να μάθω, λέει εκείνη.
-Ξέρεις, της απαντάει και τυλίγει το μακρύ κορμί του στον κορμό του Δέντρου.
-Πατέρα, ήπια της Λήθης το νερό και ξέχασα.
-Αυτό που θες, αντάλαγμα έχει την ζωή σου.
-Δεν με ενδιαφέρει πιά. Κουράστηκα. Ζούμε εδώ και ο καιρός περνάει και οι μέρες είναι όλες ίδιες. Μένουμε εδώ σαν ναυαγοί, αμνήμονες και ευτυχισμένοι, χωρίς να βλέπουμε πέρα απ’το πέπλο που μας σκέπασε τα μάτια, χωρίς να ακούμε της θάλασσας την άγρια βοή, μένουμε εδώ, που έχει πάντα καλοκαίρι και αποστερούμαστε τα αρώματα των λουλουδιών, τις μυρωδιές της άνοιξης και των παιδιών. Θέλω να νιώσω τον αέρα του Βορά που μαστιγώνει μανιασμένος τους εργάτες της μεγάλης πόλης.
-Έχεις δίκιο Ζωή, της είπε και τα κίτρινα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. «Η ευτυχία είναι η πιό δόλια φυλακή». Φάε.

*

Το βαρύ άρμα μάχης στάθηκε μπροστά στην πύλη. Η φωτεινή δέσμη που έβγαινε απ’το μεγάλο μάτι του έδειξε ευθεία μπροστά –εκεί που έδειχνε και το κανόνι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Καμία κίνηση, κανένας ήχος. Πίσω απ’την σιδερένια πόρτα, πολλά ζευγάρια μάτια κοίταζουν ορθάνοιχτα τον μονόφθαλμο κύκλωπα που ετοιμάζεται να τους καταβροχθίσει. Αλλά θα γίνει έτσι; Τι ιστορία είναι αυτή, που νικάν πάντα οι κακοί;
Καθόλου δεν μου αρέσει. Όμως, έτσι θα γίνει. Μα γιά σταθείτε. Μπορεί τους καλούς ήρωες να μην γλυτώσουμε, μπορεί να τους καταπιεί το μεγάλο, άϋλο ποτάμι, εμείς όμως κάτι γιά το μέλλον θα αφήσουμε. Και τώρα, που η νύχτα, μαύρη, σαν θάνατος, απλώνεται πάνω απ’τις Πόλεις των Ανθρώπων, η όμορφη Πανδώρα ανοίγει ξανά το μουσικό κουτί της. Και μέσα του, γενιέται ένας άνθρωπος. Ο Άνθρωπος της Τελευταίας Σπιθαμής.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

IIΙ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ.

Τρομοκράτης (ο) [τρομοκρατών]. 1.Aυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να κερδίσει κάτι με τον τρόμο, που τρομοκρατεί συστηματικά. 2.(συχνότ.) μέλος παράνομης οργάνωσης που ασκεί τρομοκρατία.
[ΕΤΥΜ. τρόμος+ κράτης < κρατώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1850].

*

5 Σεπτεμβρίου 1972. Ολυμπιακοί Αγώνες, Μόναχο, Δυτική Γερμανία.
Οκτώ ένοπλοι, μέλη της ελάχιστα γνωστής παλαιστινιακής οργάνωσης με το όνομα «Μαύρος Σεπτέμβρης» διεισδύουν στο Ολυμπιακό Χωριό. Κάτω απ’το βλέμμα των διεθνών μέσων ενημέρωσης, έντεκα Ισραηλινοί αθλητές συλαμβάνονται όμηροι. Επιζητώντας την αναγνώριση του αγώνα γιά την απελευθέρωση της Παλαιστίνης ο Μαύρος Σεπτέμβρης απαιτεί την απελευθέρωση διακοσίων πενήντα κρατουμένων με αντάλαγμα την ζωή των αθλητών. Στις επόμενες ώρες, δύο από τα μέλη της Ισρηλινής ομάδας δολοφονούνται. Όταν οι ένοπλοι επιχειρούν να διαφύγουν από το αεροδρόμιο του Μονάχου μαζί με τους αιχμαλώτους, η γερμανική αστυνομία οργανώνει μιά επιχείρηση διάσωσης με καταστροφικές συνέπειες. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας ανοίγουν πυρ εναντίον των απαγωγέων. Τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη στρέφονται εναντίον των αιχμαλώτων τους. Όλοι οι Ισραηλινοί αθλητές και οι μισοί απαγωγείς σκοτώνονται. Το κράτος του Ισραήλ βυθίζεται στην οδύνη, που μετατρέπεται σε οργή. Η πρωθυπουργός, Γκόλντα Μέυερ, μέσα σε λίγες ώρες, προχωράει σε αντίποινα, με μία δημόσια εκδήλωση αντεκδίκησης. Αεροπορικές επιδρομές σε παλαιστινιακά στρατόπεδα προσφύγων στον Λίβανο και στην Συρία, αφήνουν πίσω περισσότερους από διακόσιους νεκρούς. Οι ίδιοι οι απαγωγείς είχαν σκοτωθεί ή συληφθεί στο Μόναχο, αλλά γιά την Μέϋερ αυτό δεν ήταν αρκετό. Αμέσως μετά τις κηδείες, προσκαλεί τις οικογένειες των θυμάτων σε μιά μυστική συνάντηση. Έτσι, από το αρχηγείο της Μοσάντ, ξεκινάει μιά απίστευτη επιχείρηση εκδίκησης. Η «Οργή του Θεού».

*

Ο Μαύρος Σεπτέμβρης ήταν μιά ολιγομελής ομάδα αποστατών της Οργάνωσης γιά την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η μυστικότητα που κάλυπτε την δράση της -σε συνδυασμό με την διεθνή νομοθεσία που απαγόρευε αυστηρά την τέλεση δολοφονιών με την συγκατάθεση του κράτους σε ξένες χώρες- έκανε το σχέδιο της Μοσάντ πολύ δύσκολο. Έπρεπε να δράσει με απόλυτη μυστικότητα. Καθώς οι λίστες των υπόπτων συμπληρώνονταν, ένα όνομα εμφανιζόταν διαρκώς: Αλί Χασάν Σαλαμέχ. Ο φερόμενος ως ένας εκ των ηγετών του Μαύρου Σεπτέμβρη, ήταν γνωστός στα ΜΜΕ με το παρατσούκλι Κόκκινος Πρίγκηπας και το όνομά του είχε συνδεθεί με αεροπειρατείες και τρομοκρατικές επιθέσεις, ανάμεσα στις οποίες και η σφαγή στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ, που άφησε πίσω της 26 νεκρούς.

«Αισθανόμασταν, με μεγάλη βεβαιότητα», λέει ο David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ, «ότι αυτός ήταν ο εγκέφαλος των σφαγών του Μονάχου. Έτσι, τον θεωρούσαμε ως τον πιό σημαντικό στόχο από όλους τους άλλους».

Ο Σαλαμέχ όμως ήταν άφαντος. Απτόητο το Ισραήλ έστρεψε την προσοχή του στους άλλους υπόπτους που είχε στην λίστα του. Η όλη επιχείρηση βρισκόταν υπό την επίβλεψη της Γκόλντα Μέϋερ, που ήταν επικεφαλής μιάς μυστικής κυβερνητικής επιτροπής, γνωστής ως «Επιτροπή Χ». Το Ισραήλ δεν παραδέχτηκε ποτέ την ύπαρξή της. Ωστόσο κρυφά η Μέϋερ εγκατέλειψε κάθε νομική διαδικασία και μεταμορφώθηκε σε δικαστή, ένορκο και εκτελεστή, δίχως τον παραμικρό δισταγμό.

«Όλες οι πληροφορίες συγκεντρώνονταν, αναλύονταν και αποστέλονταν στην Επιτροπή Χ, την επιτροπή των μελών της κυβέρνησης, με επικεφαλής την πρωθυπουργό Γκόλντα Μέϋερ, η οποία θα ενέκρινε ή δεν θα ενέκρινε την δολοφονία του στόχου», μας λέει ο Ronen Bergman, ειδικός αναλυτής σε θέματα της Μοσάντ.

Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις εβδομάδες από την σφαγή του Μονάχου, όταν η Επιτροπή Χ έδωσε το πράσινο φως γιά την πρώτη δολοφονία. Η Μοσάντ προετοίμασε το έδαφος γιά το μεγάλο χτύπημα στην καρδιά της Ευρώπης. Ο πρώτος στόχος ήταν ένας άντρας, γιά τον οποίον η Μοσάντ ισχυρίστηκε ότι ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιταλία.

*

Ρώμη, Οκτώβριος 1972.

Στην ιταλική πρωτεύουσα η Μοσάντ άρχισε να παρακολουθεί τον Βαέλ Σβάϊτερ, έναν τριαντάχρονο μεταφραστή, που εργαζόταν γιά την πρεσβεία της Λιβύης. Γιά τους δυτικούς φίλους του ο Σβάϊτερ ήταν ένας φιλήσυχος αριστερός συγγραφέας. Γιά την Μοσάντ, ήταν ο επικεφαλής του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιταλία, με άμεση εμπλοκή στον σχεδιασμό της σφαγής του Μονάχου. Έτσι, καταστρώνει μία πολυεπίπεδη επιχείρηση με σκοπό την δολοφονία του Σβάϊτερ. Δύο δολοφόνοι της Ομάδας Κύδων παρακολουθούν την πολυκατοικία του έτοιμοι γιά το χτύπημα. Ο ένας απ’τους δύο, περιγράφει τι ακριβώς έγινε εκείνη την νύχτα.

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ: «Είχαμε μία εικοσιδυάρα Μπερέτα, που είναι καλή γιά κοντινά χτυπήματα. Χρησιμοποιήσαμε επίσης σιγαστήρα γιά να μην κάνουμε θόρυβο. Οι σφαίρες ήταν κούφιες, σχεδιασμένες να εκραγούν μέσα στο σώμα, επιφέροντας την μέγιστη βλάβη».

Γιά τον Σβάϊτερ ήταν μιά βραδυά σαν όλες τις άλλες. Αγόρασε μία εφημερίδα, ένα μπουκάλι κρασί και κατευθύνθηκε στην πολυκατοικία. Δεν είχε σωματοφύλακες, δεν κοιτούσε πίσω, δεν είχε κανένα λόγο να υποψιάζεται πως η Μοσάντ τον παρακολουθούσε.

Αξιωματικός G: «Είχα όλη μου την προσοχή επικεντρωμένη στον στόχο. Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Δεν θυμάμαι τι καιρό έκανε. Δεν υπήρχε χρόνος γιά κουτσομπολιό. Απλώς τον ρωτήσαμε το όνομά του. Προχωρήσαμε. Δεν είχε χρόνο να αντιδράσει. Τον πυροβολήσαμε στην είσοδο του ασανσέρ. Αδειάσαμε δύο ολόκληρους γεμιστήρες. Οι τελευταίοι πυροβολισμοί ήταν στο κεφάλι, γιά να σιγουρευτούμε».

Κατόπιν, ψύχραιμα οι δολοφόνοι εγκατέλειψαν το κτίριο. Δεν έτρεξαν, περπάτησαν μέχρι την έξοδο και επιβιβάστηκαν σε ένα αυτοκίνητο διαφυγής που τους περίμενε μερικά μέτρα μακριά.

Αξιωματικός G: «Δεν είχα τίποτε ενάντια στον τύπο, ήταν όμως μπλεγμένος σε τρομοκρατικές δραστηριότητες και σαμποτάζ. Εάν τον σκεφτώ αυτόν και την οικογένειά του γίνομαι συναισθηματικός, γιά μένα όμως ήταν απλώς ένας στόχος που προξενούσε ζημιά και αποδέχτηκα τις διαταγές που μου δόθηκαν».

Οι Ιταλικές αρχές δεν είχαν στα χέρια τους ούτε στοιχεία ούτε υπόπτους, μόνο ένα σώμα που είχε γίνει κόσκινο από δεκαέξι σφαίρες.

*

Οκτώβριος 1972, Τελ Αβίβ, Ισραήλ.

«Νομίζω ότι ήταν περίπου εννέα το πρωί, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι», λέει η Ankie Spitzer, χήρα ισραηλινού αθλητή, «και κάποιος ρώτησε αν είμαι η Άνκι Σπίτζελ και εγώ είπα “ναι”. Και τότε είπε “άκουσε στο ραδιόφωνο το επόμενο δελτίο ειδήσεων, που είναι στις δέκα. Όπως υποσχεθήκαμε”. Και εγώ ρώτησα “ποιός είναι;” Και μου είπε “μη σε νοιάζει”. Υπήρξε μιά ανακοίνωση, ότι είχαν σκοτώσει έναν από τους ανθρώπους που ήταν αναμεμιγμένοι στην σφαγή του Μονάχου. Ίσως αυτό να ήταν ένα έμμεσο μήνυμα από την Γκόλντα Μέϋερ, ότι είχε κρατήσει τον λόγο της. Είπα, εντάξει, δεν ζητήσαμε κάτι τέτοιο. Κανείς δεν πρέπει να σκοτωθεί ξανά. Απλώς, δικάστε τον».

Η Επιτροπή Χ όμως δεν ενδιαφερόταν γιά την απόδοση δικαιοσύνης μέσα σε μιά αίθουσα δικαστηρίου. Αντιθέτως, κατέστρωναν όλο πιό περίπλοκα σχέδια γιά να οδηγήσουν την επιχείρηση πιό πέρα από μιά απλή εκδίκηση.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ: «Ο στόχος δεν ήταν τόσο πολύ η εκδίκηση αλλά κυρίως το να τους τρομάξουμε. Θέλαμε να τους κάνουμε να κοιτάν κλεφτά προς τα πίσω και να αισθάνονται ότι τους παρακολουθούμε στενά. Και έτσι προσπαθήσαμε να μην τελειώσουμε την δουλειά απλώς πυροβολώντας έναν τύπο στον δρόμο, αυτό είναι σχετικά εύκολο».

*

Οι ειδικοί της Μοσάντ δούλευαν πυρετωδώς, τελειοποιώντας τεχνικές δολοφονίας που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς ενάντια στους εχθρούς του Ισραήλ. Πολλές από αυτές βασίζονταν στα εκρηκτικά και, κατά συνέπεια στο καμουφλάζ τους. Τρεις μήνες πριν το Μόναχο, ο Μπασάμ Αμπού Σαρίφ, ένας Παλαιστίνιος μαχητής, ήταν ο στόχος ενός από τα θανατηφόρα πειράματα της Μοσάντ.

«Στις 25 Ιουλίου του 1972, μου έστειλαν ένα χοντρό βιβλίο. Και μετά την δέκατη σελίδα, το βιβλίο ήταν κούφιο στο εσωτερικό του, το οποίο ήταν γεμάτο με εκρηκτικές γομώσεις. Τις είδα προτού εκραγούν. Έχασα το δεξί μάτι -είναι γυάλινο- και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού. Είχε σχεδιαστεί γιά να με αποκεφαλίσει».

Ο Μπασάμ Αμπού Σαρίφ γλύτωσε παρά τρίχα απ’την βόμβα. Όμως οι τελειοποιημένες τεχνικές της Μοσάντ θα χρησιμοποιηθούν στην επιχείρηση «Οργή του Θεού». Ο ακύρηχτος πόλεμος θα μεταφερθεί στους δρόμους του Παρισιού.

*

Παρίσι, Νοέμβριος 1972.

Επόμενος στόχος, ο δόκτορας Μαχμούτ Χαμσιρί, εκπρόσωπος τύπου της PLO στην Γαλλία. Σύμφωνα με την Μοσάντ, όχι μόνο ήταν αναμεμιγμένος στον σχεδιασμό της σφαγής του Μονάχου, αλλά οργάνωνε και νέες επιθέσεις στην Ευρώπη.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Ο κύριος Χαμσιρί ήταν ένας από τους ανθρώπους γιά τους οποίους ξέραμε ότι σχεδιάζουν τρομοκρατικές επιθέσεις και σε ότι μας αφορά, οποιοσδήποτε σχεδιάζε τρομοκρατικές επιθέσεις με στόχο να σκοτώσει ανθρώπους, είναι και ο ίδιος στόχος. Και αυτό ισχύει και γιά τον κύριο Χαμσιρί».

Η Μοσάντ ήξερε ότι ο Χαμσιρί ζούσε σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στα νότια του Παρισιού με την γυναίκα και την κόρη του. Προκειμένου να προστατευτούν τα μέλη της οικογένειάς του, κατέστρωσε ένα περίπλοκο σχέδιο στο οποίο πήραν μέρος περισσότεροι από είκοσι ανώτεροι αξιωματικοί, που θα ήλεγχαν με ακρίβεια πως, πότε και που θα ελάμβανε χώρα η δολοφονία. Ένας Πράκτορας, υποδυόμενος τον Ιταλό δημοσιογράφο, του έκλεισε ραντεβού γιά συνέντευξη σε ένα κοντινό καφέ. Κατά την απουσία του, μιά ομάδα εμπειρογνωμόνων με το όνομα Κεσέτ, στρώθηκε στη δουλειά. Ο δολοφόνος της Μοσάντ, αξιωματικός G -ήδη γνωστός μας από την δολοφονία του Σβάϊτερ- που πήρε μέρος και σε αυτή την επιχείρηση διηγείται:

«Η Κεσέτ διείσδυσε στο γραφείο του και πήρε δείγματα από διάφορα πράγματα, φωτογραφίες και τα λοιπά. Κατέγραψαν κάθε πιθανή λεπτομέρεια».

Οι Πράκτορες αφαίρεσαν ένα μικρό κομμάτι ξύλου απ’το τραπεζάκι του τηλεφώνου του Χαμσιρί. Στείλαν αυτό το δείγμα μαζί με λεπτομερείς περιγραφές και φωτογραφίες στο αρχηγείο της Μοσάντ, στο Τελ Αβίβ. Στο εργαστήριο, μία ομάδα επιστημόνων κατασκεύασε ένα ίδιο τραπέζι γεμάτο εκρηκτικά. Στο Παρίσι, η Κεσέτ έκανε την αλλαγή. Την ίδια ώρα, ο ανυποψίαστος Χαμσιρί έδινε την τελευταία του συνέντευξη στην Γαλλική τηλεόραση. Την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, οι Πράκτορες της Μοσάντ που παρακολουθούσαν το διαμέρισμα ανέφεραν ότι η σύζυγος και η κόρη του είχαν βγει έξω. Ο στόχος ήταν μόνος. Στις 9.25 το πρωί, ο Πράκτορας που είχε υποδυθεί τον Ιταλό δημοσιογράφο τηλεφώνησε στον Χαμσιρί γιά να βεβαιωθεί ότι ο στόχος είναι όσο το δυνατόν πιό κοντά στην βόμβα και όταν εκείνος απάντησε, πάτησε το κουμπί.

Η τοποθέτηση της βόμβας στο τηλέφωνο έστειλε σαφές μήνυμα σε όλους τους πιθανούς αποδέκτες: κανείς δεν είναι ασφαλής. Η Μοσάντ είναι παντού. Η τρομοκρατία απέδιδε καρπούς: κάθε Παλαιστίνιος ακτιβιστής φοβόταν γιά την ζωή του.

*

Τις επόμενες βδομάδες οι δολοφόνοι συνέχισαν την δράση τους. Μιά βόμβα στην Κύπρο σκοτώνει κάποιον φερόμενο ως αγγελιοφόρο του Μαύρου Σεπτέμβρη και στο Παρίσι δολοφονείται ένας άντρας κατηγορούμενος γιά λαθρεμπόριο όπλων γιά λογαριασμό της PLO. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνεται να αγνοούν την ισραηλινή επιχείρηση που λαμβάνει χώρα στις πρωτεύουσές τους παρά τον αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων. Είναι όμως έτσι;

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Οι κυβερνήσεις γνώριζαν ότι το Ισραήλ βρισκόταν πίσω από τις δολοφονίες και από την στιγμή που η αιτία ήταν η ισραηλινή εκδίκηση γιά το Μόναχο δεν λάμβαναν σκληρά μέτρα εναντίον των Ισραηλινών».

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Μετά το Μόναχο οι περισσότερες από τις πλέον προηγμένες υπηρεσίες πληροφοριών άρχισαν να συνεργάζονται σε μιά πολύ πιό σοβαρή κλίμακα. Σε αυτήν όμως δεν περιλαμβανόταν να βγάλουν απ’την μέση εκείνους που πήραν μέρος στην σφαγή στο Μόναχο».

*

Καθώς οι δυτικές κυβερνήσεις εθελοτυφλούσαν, η Μοσάντ συνέχισε απτόητη. Τον Απρίλιο του 1973 απέκτησε μία πληροφορία που θα κατέληγε σε μακελειό. Είχε σχέση με τρεις σημαντικούς στόχους του Ισραήλ: ο Αμπού Γιουσέφ, ο Καμάλ Νάσερ και ο Καμάλ Αντβάν, τρία ηγετικά στελέχη της Οργάνωσης γιά την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, εντοπίστηκαν στον Λίβανο. Ζούσαν με τις οικογένειές τους στον ίδιο δρόμο, στο κέντρο της Βηρυτού• το αρχηγείο της PLO. Η Μοσάντ άρχισε να καταστρώνει μία πολύπλοκη και δύσκολη επιχείρηση, που θα λάμβανε χώρα σε ένα εχθρικό προς το Ισραήλ ξένο κράτος, κατά στόχων που φρουρούνταν μέρα-νύχτα από ένοπλους μαχητές. Έτσι, οι Πράκτορες ζήτησαν την βοήθεια του στρατού. Κάλεσαν τον Εχούντ Μπάρακ, τον άνθρωπο που θα γινόταν αργότερα πρωθυπουργός του Ισραήλ και που τότε ήταν διοικητής των Ειδικών Δυνάμεων. Ας τον ακούσουμε:

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Μου είπαν “έχουμε ταυτοποιήσει πολύ καλούς στόχους αλλά είναι πέρα από τις τεχνικές δυνατότητές μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε στα πλαίσια της Μοσάντ. Σε χρειαζόμαστε”. Ήρθαν και είπαν: “Έχουμε πληροφορίες”. Εντάξει, μας τις έδειξαν. Την εσωτερική διάταξη των κτιρίων, τα σχέδια, τους σωματοφύλακες έξω, αλλά και τις εικασίες τους γιά το πως θα έμοιαζε το εσωτερικό των διαμερισμάτων».

Καθώς ο Μπάρακ κατέστρωνε το σχέδιο της επίθεσης, βρέθηκε μπροστά σε ένα πρόβλημα. Οι Παλαιστίνιοι ηγέτες, αφυπνισμένοι από τις προηγούμενες δολοφονίες, βρίσκονταν σε εκγρήγορση ακόμα και μέσα στο αρχηγείο της PLO. Με δεδομένο το ότι η επιχείρηση θα γίνοταν μετά τα μεσάνυχτα, έπρεπε να βρει έναν τρόπο γιά να περάσει η ομάδα των εκτελεστών σχετικά απαρατήρητη στους άδειους δρόμους της Βηρυτού, κάτω από τα άγρυπνα μάτια των μαχητών που φύλαγαν την περιοχή της Οργάνωσης. Ο Μπάρακ σκέφτηκε απλά και έξυπνα. Έντυσε τους Πράκτορες σαν να είχαν βγει να διασκεδάσουν στα κλαμπ της πόλης. Ο ίδιος και οι δύο καταδρομείς του έπαιξαν τον ρόλο των φιλενάδων τους.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Ήμουν ντυμένος σαν νεαρή γυναίκα, μία καστανομάλα με μοντέρνα ρούχα και ένα σακάκι κάπως πιό φαρδύ γιά να μπορώ να κρατώ το Ούζι. Δίπλα μου είχα μία κοντόχοντρη και γεροδεμένη ξανθιά και στην παρέα υπήρχε άλλη μία ξανθιά και είχαμε απ’όλα και μακιγιάζ και απ’όλα», διηγείται ο ίδιος χαμογελώντας.

10 Απριλίου 1973, Λιμένας Βηρυτού, ώρα 1.30 μμ.

Η βαριά οπλισμένη ομάδα του Μπάρακ αποβιβάζεται κρυφά στην παραλία της Βηρυτού. Πράκτορες της Μοσάντ περιμένουν, γιά να μεταφέρουν τους μεταμφιεσμένους καταδρομείς στους στόχους τους.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Δύο από τους νεώτερους αξιωματικούς στην Μονάδα, μου εξέφρασαν κάποιες αμφιβολίες γιά το εάν ήταν ηθικά δικαιολογημένο να πάμε και να σκοτώσουμε ανθρώπους στα διαμερίσματά τους. Και τους είπα ναι, είναι δικαιολογημένο, εάν είναι ένας πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Και δεν πρόκειται να τον κερδίσεις εάν κάθεσαι αδρανής και είσαι υπερβολικά επιλεκτικός σε ότι αφορά τους στόχους σου».

Μετά από δέκα λεπτά η ομάδα των Ισραηλινών φτάνει στους στόχους. Ο Μπάρακ με την ομάδα του μένει να φυλάξει την είσοδο, ενώ οι υπόλοιποι ανεβαίνουν τις σκάλες.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Στείλαμε τις διμοιρίες μέσα στα δύο πολυόροφα κτίρια και περιμέναμε να ανεβούν επάνω».

Μα καθώς οι δολοφόνοι περίμεναν την κατάληλη στιγμή, κάτω η κάλυψη του Μπάρακ τινάχτηκε στον αέρα.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Τότε χάσαμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Από ένα από τα αυτοκίνητα μπροστά μας βγήκε ένας σωματοφύλακας. Άνοιξε το δερμάτινο μπουφάν του, τράβηξε ένα όπλο και άρχισε να διασχίζει τον δρόμο. Θυμάμαι ακόμη την έκφραση σοκ στα μάτια του όταν είδε δύο κυρίες να ανοίγουν τα μπουφάν τους να βγάζουν μικρά όπλα και να αρχίζουν να πυροβολούν. Αμέσως ξύπνησε όλος ο δρόμος και είδα με την άκρη του ματιού μου ότι τα πρώτα τρία διαμερίσματα που είχαν ανάψει τα φώτα τους ήταν αυτά στα οποία σκοπεύαμε να μπούμε. Η ανταλαγή πυρών ήταν αρκετά έντονη. Ένα Land Rover γεμάτο πάνοπλους Λιβανέζους αστυνομικούς έφτασε και αρχίσαμε να πυροβολούμε ο ένας τον άλλο από απόσταση περίπου δεκαπέντε μέτρων».».

Καθώς ο Μπάρακ και οι άνθρωποί του συνέχιζαν τους πυροβολισμούς, επάνω οι καταδρομείς ολοκλήρωναν την αποστολή τους. Στην κορυφή της σκάλας οι ομάδες ανατίναξαν τις πόρτες των διαμερισμάτων και άρχισαν να πυροβολούν.

Rami Adwan, γιός του Kamal Adwan:
«Ο πατέρας μου έγινε κομμάτια από τους πυροβολισμούς. Ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, σαν να βλέπεις να γυρίζεται μιά ταινία σε αργό ρυθμό. Ο πατέρας μου ήταν νεκρός. Η μητέρα μου θυμάται ότι αναρωτιόντουσαν τι θα κάνουν με την οικογένεια. Και ξαφνικά, οι δολοφόνοι απλώς έφυγαν».

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Οι τρεις διμοιρίες επέστρεψαν. Δεν είχαν περάσει περισσότερα από έξι με επτά λεπτά πυροβολισμών. Η αποστολή είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία και έτσι μπήκαμε στα αυτοκίνητα».

Η ομάδα του Μπάρακ κατευθύνθηκε προς την παραλία αφήνοντας πίσω της μιά εικόνα καταστροφής. Οι πραγματικές απώλειες θα αποκαλύπτονταν στο φως της μέρας.

Ehud Barak, ειδικές δυνάμεις του Ισραήλ:
«Θύμιζε πεδίο μάχης. Στην πραγματικότητα σκοτώσαμε όχι μόνο τους τρεις τρομοκράτες αλλά και επτά ή οκτώ από τους Λιβανέζους αστυνομικούς, ενώ σκοτώθηκαν επίσης και η σύζυγος ενός από τους τρομοκράτες και ένας από τους γείτονες από το φορτίο των εκρηκτικών που χρησιμοποίησαν γιά να ανοίξουν την πόρτα».

*

Στις επόμενες ημέρες κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι οι πράξεις των Ισραηλινών είχαν κοστίσει την ζωή είκοσι αθώων ανθρώπων. Οργισμένες διαμαρτυρίες ξέσπασαν από άκρη σε άκρη σε όλο τον αραβικό κόσμο, υποστηρίζοντας ότι οι στόχοι δεν είχαν καμμία απολύτως σχέση. Η επίθεση στην Βηρυτό ήταν αποφασιστική καμπή. Αυτό που είχε αρχίσει ως εκδίκηση της Γκόλντα Μέϋερ ενάντια σε εκείνους που βρίσκονταν πίσω από την σφαγή του Μονάχου, είχε εξελιχθεί σε μία γενική εκστρατεία ενάντια των Παλαιστινίων.

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Ένας πολύ υψηλόβαθμος αξιωματικός είπε ότι ο τρομοκράτης είναι τρομοκράτης, τελεία και παύλα. Δεν εξετάζουμε λεπτομερώς εάν ήταν ή δεν ήταν αναμεμιγμένος. Δεν είναι σημαντικό το ότι είχε ή δεν είχε μεγάλη ανάμιξη στην σφαγή του Μονάχου. Εάν δεν είχε χθες θα έχει αύριο. Είναι τρομοκράτης. Ένας τρομοκράτης είναι τρομοκράτης, τελεία και παύλα».

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ:
«Κανένας από τους ανθρώπους στη λίστα δεν ήταν αθώος, όλοι ανταγωνίζονταν γιά το ποιός θα κάνει τις περισσότερες τρομοκρατικές πράξεις και το γεγονός αυτό δικαιολογούσε την δολοφονία ανθρώπων που είχαν απλώς έμμεση σχέση».

*

Μέσα στους επόμενους τρεις μήνες η Μοσάντ διέπραξε τέσσερεις ακόμα δολοφονίες, όλες με καμουφλαρισμένες βόμβες. Ο θάνατος επέστρεψε στην Ρώμη και στο Παρίσι. Η δολοφονία του Ιορδανού Μόσα Αμπού Ζέιντ στις 12 Απριλίου στην Αθήνα ανέβασε τα θύματα της Μοσάντ σε έντεκα. Κάθε φορά το θύμα χαρακτηριζόταν σχεδιαστής του Μονάχου. Και ξαφνικά, τον Ιούνιο του 1973, η Μοσάντ έλαβε μιά πληροφορία από μία αξιόπιστη πηγή, που αποκάλυπτε τα ίχνη του Αλί Χασάν Σαλαμέχ, του νούμερο ένα στόχου του Ισραήλ. Οι Πράκτορες πίστεψαν πως επιτέλους έχουν φτάσει κοντά στον άνθρωπό τους, αλλά τα πράγματα επρόκειτο να έχουν τρομερό τέλος. Τα ίχνη του Σαλαμέχ είχαν εντοπιστεί στην Νορβηγία, αλλά τα αναπάντεχα νέα αιφνιδίασαν την Μοσάντ. Καθώς όλοι οι κορυφαίοι Πράκτορες επιχειρήσεων ήταν αλλού απασχολημένοι, η Μοσάντ έπρεπε να αυτοσχεδιάσει.

Αξιωματικός G, εκτελεστής της Μοσάντ:
«Δεν υπήρχε επαρκής υποστήριξη στην Νορβηγία γιά να γίνει σωστά η δουλειά. Ενδεικτικό ήταν ότι συμπεριέλαβαν δύο άτομα που δεν ήταν πλήρως εκπαιδευμένα».

Πολύ βιαστικά συγκροτήθηκε μιά ομάδα κρούσης και στις 18 Ιουλίου 1973 πέταξαν γιά Όσλο. Η ομάδα ακολούθησε τα ίχνη που την έφεραν βόρεια, στην ήσυχη πόλη Lillehammer. Λίγες ώρες μετά την αναγνώριση του Σαλαμέχ, το Τελ Αβίβ έδωσε το πράσινο φως. Οι δολοφόνοι προετοιμάστηκαν να εξαλείψουν τον υπ’αριθμόν ένα στόχο τους.

*

Lillehammer, Νορβηγία, 21 Ιουλίου 1973.
Στον τρίτο όροφο μιάς πολυόροφης πολυκατοικίας, η εικοσιτριάχρονη Dagme Bring, περνούσε μία ήσυχη βραδιά στο σπίτι της.

Dagme Bring: «Έπλεκα και παρακολουθούσα μία συναρπαστική ταινία. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω απ’το παράθυρο. Ένα ζευγάρι περπατούσε στον δρόμο. Είδα ένα αυτοκίνητο. Από μέσα πήδηξε ένας άντρας και περπάτησε προς το ζευγάρι. Νόμισα ότι είχε χαθεί και ζητούσε οδηγίες. Φορούσε σκούρα ρουχα και μου φάνηκε σαν να ήταν καλυμμένο το πρόσωπό του με μάσκα του σκι».

Χτυπημένος με δεκατέσσερεις σφαίρες από μία εικοσιδυάρα Μπερέτα, ο άνδρας ξεψύχησε μέσα σε λίγα λεπτά. Έμοιαζε με δολοφονία που είχε γίνει σύμφωνα με όλες τις οδηγίες. Η Μοσάντ όμως είχε κάνει ένα τερατώδες σφάλμα. Είχαν πυροβολήσει λάθος άνθρωπο. Ο Αχμέτ Μπουχίκι, ένας φιλήσυχος Μαροκινός σερβιτόρος, ζούσε στην Νορβηγία τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Μοσάντ τον είχε περάσει γιά τον Σαλαμέχ.

Aaron Klein, ειδικός σε θέματα της Μοσάντ:
«Ο τύπος που πυροβόλησαν δεν είχε σχέση με τον Μαύρο Σεπτέμβρη, ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση. Ζούσε ευτυχισμένος με την έγκυο σύζυγό του στο Lillehammer. Επρόκειτο γιά ένα τεράστιο λάθος. Όλη η επιχείρηση ήταν ένα τεράστιο λάθος».

Οι περιγραφές των υπόπτων δόθηκαν στις αρχές. Η αστυνομία συνέλαβε σε έφοδό της δύο μέλη της ομάδας υποστήριξης.

Ronen Bergman, ειδικός αναλυτής σε θέματα της Μοσάντ:
«Ήταν οι πρώτοι που πιάστηκαν. Έσπασαν στην διάρκεια της ανάκρισης. Η κάλυψή τους τινάχτηκε στον αέρα. Οδήγησαν τις αρχές στους υπόλοιπους που είχαν εμπλακεί. Είχε αποκαλυφθεί σχεδόν όλο το δίκτυο και σημειώθηκε το φιάσκο του Lillehammer. Όχι μόνο σκότωσαν λάθος άνθρωπο, τους έπιασαν και από πάνω».

Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε έξι Πράκτορες. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν αποκαλύφθηκε ότι η αρχική πληροφορία γιά τα ίχνη του Σαλαμέχ ήταν πλαστή. Την είχε διαρεύσει σκόπιμα ένας Παλαιστίνιος κατάσκοπος.

David Kimche, πρώην αναπληρωτής αρχηγός της Μοσάντ:
«Είχαμε στα χέρια μας μιά πολύ-πολύ καλή πληροφορία –έτσι πιστεύαμε- που προερχόταν από κάποιον που, όπως αποδείχτηκε, ήταν διπλός Πράκτορας και πήγαμε στο Lillehammer βασισμένοι σε αυτό που νομίζαμε ότι ήταν μιά εξαιρετική πληροφορία».

Στην δίκη αποκαλύφθηκαν λεπτομέρειες γιά την μυστική επιχείρηση του Ισραήλ. Όταν οι Πράκτορες καταδικάστηκαν και οδηγήθηκαν στην φυλακή, ο παγκόσμιος τύπος πανηγύριζε. Η επιχείρηση του Lillehammer αποτέλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία της Μοσάντ. Υποκύπτωντας στην παγκόσμια κατακραυγή, η Επιτροπή Χ αποσύρθηκε σιωπηρά. Η μυστική εκστρατεία του Ισραήλ είχε τελειώσει μέσα σε δημόσια ατίμωση. Η επιχείρηση «Οργή του Θεού» είχε επισήμως λάβει τέλος. Η Μοσάντ όμως δεν ξέχασε τον υπ’αριθμόν ένα στόχο της.

*

Νέα Υόρκη, 13 Νοεμβρίου 1974. Δύο χρόνια μετά την σφαγή του Μονάχου ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ και η ομάδα του προσεκλήθησαν στα Ηνωμένα Έθνη. Στο πλευρό του, ζωντανός ο άνθρωπος που γελοιοποίησε την Μοσάντ, κοίταζε κοροϊδευτικά τους Πράκτορές της. Ο Αλί Χασάν Σαλαμέχ αυτοπροσώπως. Μετά από αυτή την πρόκληση η Μοσάντ ξανάνοιξε τον φάκελό του και γιά πέντε χρόνια προσπαθούσε να βρει τα ίχνη του. Τον Ιανουάριο του 1979 ο Σαλαμέχ εντοπίστηκε στην κατεστραμένη απ’τον πόλεμο Βηρυτό. Η καθημερινή του ρουτίνα καταγράφηκε. Στις 29 του μήνα, ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά εξεράγη την ώρα που περνούσαν από δίπλα ο Σαλαμέχ και οι σωματοφύλακές του. Ο υπ’αριθμόν ένα στόχος των Ισραηλινών ήταν νεκρός.

*

Τρομοκρατία: (η) [χωρίς πληθυντικό] 1.Σειρά ενεργειών γιά την επιβολή του τρόμου, με την άσκηση σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας.2.(συνεκδ.) Τρόπος διακυβερνήσεως του λαού από μικρή μειοψηφία, η οποία εφαρμόζει σκληρά μέτρα βίας. 3. Η συστηματική χρήση βίας (δολοφονίες, βομβιστικές ενέργειες, απειλές γιά καταστροφές, αεροπειρατείες) εκ μέρους ομάδων, οργανώσεων, μειονοτήτων, ακόμα και στρατών ή μυστικών υπηρεσιών, με στόχο να τρομοκρατήσουν λαούς, κυβερνήσεις ή πολιτικούς αντιπάλους, προκειμένου να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους.
[ΕΤΥΜ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1840].






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

ΙΙ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.

«Τίποτα δεν είναι αληθινό. Όλα επιτρέπονται»

Χασάν Ιμπν Σαμπάχ.

Ο Γέρος του Βουνού. Ο μυθικός Χασάν Ιμπν Σαμπάχ και οι Σιίτες Χασασίνοι του, σκαρφαλωμένοι στην Αετοφωλιά, καπνίζουν πέρσικο τεριάκ και σχεδιάζουν πως θα εκδικηθούν τους Σταυροφόρους. Εκεί, στην πιό ψηλή κορυφή του Αλεμούτ, προετοιμάζουν τα χτυπήματα των Καμικάζι, των ευγενών που θα προσφέρουν την ζωή τους στον Αγώνα. Ωωπ! Ανακολουθία λέτε ε; Γιά να δούμε.

Καμικάζι. ΕΤΥΜ. ιαπων. «θεϊκός άνεμος». καμι, όνομα Σιντοϊστικής θεότητας + καζι «άνεμος». Η λέξη αναφερόταν αρχικώς σε έναν ανεμοστρόβιλο, ο οποίος κατέστρεψε τους Μογγόλους, όταν αυτοί επιχείρησαν να εισβάλουν στην Ιαπωνία το 1281. κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ίδια λέξη χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία των αποστολών αυτοκτονίας που ανελάμβαναν ειδικά σώματα Ιαπώνων αεροπόρων κατά των αμερικανικών πολεμικών πλοίων.

Μαθήματα απλής Λογικής. Άσκηση 1η.

Τρομοκράτης (ο) [τρομοκρατών]. 1.Αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να κερδίσει κάτι με τον τρόμο, που τρομοκρατεί συστηματικά.

Μάλιστα. Ευχαριστούμε κύριε Μπαμπινιώτη.

Ερώτημα 1ο: Εάν κάποιος πράξει έτσι ώστε όχι μόνο δεν κερδίζει κάτι, αλλά χάνει επιπροσθέτως και την ίδια του την ζωή, μπορεί να θεωρηθεί τρομοκράτης;
Ερώτημα 2ο: Αν όχι -και σύμφωνα πάντα με την ίδια λογική- αυτός που πράτωντας, περισσότερο χάνει παρά κερδίζει, μπορεί επίσης να θεωρηθεί τρομοκράτης;

*

Μαθήματα απλής αριθμητικής. Άσκηση 1η.

“Oφθαλμός αντί οφθαλμού”.

Στις 6 Αυγούστου 1945 το αμερικάνικο βομβαρδιστικό Ενόλα Γκαίυ ρίχνει στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα μιά βόμβα νέου τύπου που έχει σχεδιάσει μιά ομάδα «επιστημόνων» με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Όπενχάϊμερ και που την ρίψη της έχει εγκρίνει ο πρόεδρος τον Ηνωμένων Πολιτειών Χάρρυ Τρούμαν.
Τα επίσημα στοιχεία είναι:
Νεκροί πολίτες, 78.150.
Αγνοούμενοι, 13.939.
Βαριά τραυματισμένοι (που εξέπνευσαν), 9.284.
Νεκροί στρατιώτες, περίπου 20.000.

Τρεις μέρες μετά, στις 9 Αυγούστου1945, οι Αμερικάνοι ρίχνουν δεύτερη βόμβα, αυτή τη φορά στο Ναγκασάκι.
Απολογισμός, περίπου 76.000 νεκροί.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, σε μία αποστολή αυτοκτονίας, Καμικάζι αεροπειρατές ρίχνουν δύο αεροσκάφη της PAN-AM στους Δίδυμους Πύργους του Διεθνούς Εμπορίου, στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Τα καύσιμα των αεροπλάνων εκρήγνυνται με αποτέλεσμα οι Πύργοι να πέσουν. Ο αριθμός των θυμάτων είναι περίπου 3.000 άνθρωποι.

Άρα:
Χιροσίμα-Ναγκασάκι, περίπου 197.373.
Δίδυμοι Πύργοι, περίπου 3.000.

Ερώτημα 1ο. Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς, πόσα περίπου μάτια υπολείπονται οι Καμικάζι των Αμερικάνων; (Γιά τα δόντια ας μην μιλήσουμε, θα ήταν άδικο γιά τους Καμικάζι, αφού, ως γνωστόν, στατιστικά οι ενήλικες έχουν λιγότερα δόντια από τα παιδιά).

*

Ο Γέρος του Βουνού λοιπόν. Σε αντιδιαστολή με τους Χασασίνους του, στην Δύση την εποχή εκείνη κουμάντο κάνουν κάτι μορτάκια πρώτα, οι επονομαζόμενοι Σταυροφόροι (που το 1204 κατέλαβαν και λεηλάτησαν την ομόθρησκή τους Κωνσταντινούπολη), με αιχμή του δόρατος τους Ναίτες, μιά συμμορία τυχοδιωκτών, που, ανάμεσα στα άλλα φοβερά και τρομερά, έκαναν κάτι πραγματικά τερατώδες: ίδρυσαν την πρώτη διακρατική τράπεζα του κόσμου. Ποιό όμως νομίζετε ότι ήταν το κύριο έσοδο των Σταυροφοριών;
Ο χρυσός και το ασήμι, θα απαντήσει γρήγορα κάποιος. Λάθος. Τα ιερά κειμήλια που με αυτά «προικίστηκαν» όλες οι μετέπειτα μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Γελάτε; Κι όμως, γέμισε η Χριστιανοσύνη με κεφάλια του Ιωάννη του Βαπτιστή, με σκηνώματα αγίων, με συμπράγκαλα των Αποστόλων και βέβαια, με τόνους Τίμιο Ξύλο. Μέχρι και η Ιερά Σινδόνη ήρθε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή –που κάποιος την αντάλαξε με το ευλογημένο από τον Ιησού μαντήλι της Έδεσσας (όχι της δικιάς μας, της άλλης, στην σημερινή Τουρκία, που σήμερα λέγεται Ούρφα).

Μικρό διάλειμα γιά διαφημήσεις και στο μεταξύ, μάθημα Θρησκευτικών.
Ερώτημα 1ο: αν ο θεός είναι παντοδύναμος, μπορεί να φτιάξει μιά τόσο μεγάλη πέτρα ώστε να μην μπορει να την σηκώσει;






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

Ι. ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΛΑΣ.

Αδέρφια –ακόμα ζωντανοί-
μην είσαστε σκληροί με εμάς,
συμπόνια αν δείχνατε μπορεί
και εσάς ο Θεός να λυπηθεί.
Εμείς –πέντε έξι από σας-
σπρωχτήκαμε στο αγνάντι αυτό,
κρέμεται η σάρκα στο σκοινί
γεύμα στα όρνια διαλεχτό,
σάπιο εφαγώθη• και βρωμά.
Τα κόκκαλα, σκόνη λεπτή,
σ’ανέμους άγριους θα χαθούν.
Κανείς στον κόπο δεν θα μπει
μιά προσευχή γιά μας να πει:
Είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Αδέρφια, τα λόγια μας αυτά
δεν ειν’γιά σας βαριά βρισιά.
Κι όμως, στον νόμο των πολλών,
κρεμώμαστε απ’το σκοινί.
Και λίγοι, ξέρετε, είναι πιά
οι ντόμπροι άντρες –σ’ότι πουν.
Μιά προσευχή γιά μας, νεκροί
που είμαστε, κάποιος σας να πει•
μακάρι η χάρη του Ιησού
να μην χαθεί σ’άγονη γη
κι ας μην σκιστεί με κεραυνούς
η Κόλαση, γιά να χαθούν
οι κολασμένες μας ψυχές•
[βιάση δεν έχει πιά γιά μας•]
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Νεκροί. Λουσμένοι από αστραπές
και ξεπλυμένοι απ’την βροχή
στεγνώνουμε στων ζωντανών
τον λαμπρό ήλιο –εμείς• νεκροί•-
την θλίψη μας και τα κορμιά•
σάρκες• βορά των σκουληκιών.
Κοράκια μας τσιμπολογούν
τα μάτια• τα μαλλιά τραβούν.
Γιά μας ξεκούραση καμμιά.
Σαν μιά κατάρα θεϊκή,

άγριοι άνεμοι σκορπούν
τα κόκκαλά μας στους καιρούς•
και ενώ στην Κόλαση βουτούν
τα ρημαγμένα μας κορμιά
-τα τρυπημένα πιό πολύ
κι από του ράφτη το λευκό
το δάχτυλο- που όμως κρατούν
το φως το λίγο, το αχαμνό.
Μην πέσετε σαν τα σκυλιά
πάνω στα αδέρφια μας προτού
μιά προσευχή πείτε γιά μας:
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.

Πρίγκηπα, Κύριε των Ψυχών,
Άρχοντα, κράτα μας καλά
πάνω απ’της Κόλασης το φως•
[μ’Αυτόν δεν έχουμε δουλειά].
Αδέρφια, αστείο δεν είναι αυτό•
είθε ο Θεός να λυπηθεί
έναν μας και όλους• πιά νεκρούς.


Ελεύθερη απόδοση του ποιήματος
του Φρανσουά Βιγιόν, «η μπαλάντα των κρεμασμένων».
(«ο επιτάφιος του Βιγιόν»).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα