9. ΒΑΛΧΑΛΑ.

Στάθηκε και κοίταξε τον κάμπο. Με τον μέσο και τον αντίχειρα, τίναξε την γόπα του τσιγάρου μακριά. Η αναμένη καύτρα έκανε ένα μεγάλο τόξο πριν πέσει στη θάλασα. Κοίταξε τον κόκκινο φάρο και, έτσι, απλά, εξαφανίστηκε.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

8. ΜΑΡΙΕΝΜΠΑΝΤ.

«Περπάτησα ξανά σε αυτούς τους διαδρόμους, σ’αυτό το κτίριο που ανήκει σε άλλον αιώνα, σ’αυτό το απέραντο, πολυτελές μπαρόκ ξενοδοχείο. Σιωπηλά δωμάτια όπου τα βήματα πνίγονται σε χαλιά τόσο παχιά, που ο ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί.
Και σαν το ίδιο το αυτί, προχωράς ξανά στους διαδρόμους που οδηγούν σε δωμάτια με διακόσμηση από άλλον αιώνα».

*

[Σκέφτομαι πάντα αυτήν την τελευταία σκηνή του έργου. Θα είναι μέσα σε τεράστιες κατάφωτες αίθουσες, με τοίχους επενδεδυμένους με καθρέφτες –γιά να πολαπλασιάζουν το είδωλο. Βαριές βελούδινες κόκκινες κουρτίνες σε χρυσό φόντο. Στην σκηνή, ένας κόκινος καναπές, δύο πίνακες ζωγραφικής και ένα ρολόι. Οι καλεσμένοι ντυμένοι με ρούχα εποχής. Ζευγάρια θα χορεύουν στη μεγάλη σάλα και το τράβηγμα θα είναι από ψηλά. Ο φωτισμός θα είναι έντονος και θα οφείλεται σε μεγάλους κρυστάλινους πολυελαίους κρεμασμένους απ’το ταβάνι. Οι γυναίκες θα μοιάζουν λίγο με ινδές πριγκήπισες ντυμένες με λαμέ χρυσά και ασημί φορέματα. Η αίθουσα θα είναι διακοσμημένη με μπαρόκ φιγούρες και γύψινες δαντελωτές μπορντούρες].

*

«Προχώρησα ξανά στους διαδρόμους, στα δωμάτια στο κτίριο αυτό, σ’αυτό το μπαρόκ ξενοδοχείο μιάς άλλης εποχής με τους έρημους διαδρόμους βαριά φορτωμένους με μάρμαρα, καθρέφτες, ξυλόγλυπτα, τόξα, πίνακες –διάδρομοι που οδηγούν σε δωμάτια άδεια. με διακόσμηση μιάς άλλης εποχής. όπου τα βήματα πνίγονται μέσα σε χαλιά τόσο παχιά, που κάθε ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί».

*

[Παρατηρώ έξω απ’το παράθυρό μου τα πουλιά. Αυτήν την εποχή έχουν έρθει κάτι μικρά μεταναστευτικά πουλιά μαύρα με άσπρες πιτσιλιές που κελαηδάν συνέχεια. Κλείνοντας το παράθυρο αντιλήφθηκα ότι εξακολουθώ να ακούω τα πουλιά να κελαηδάν. Όμως, δεν άκουγα πιά τους υπόλοιπους θορύβους].

*

«Και το αυτί σαν να ήταν πολύ μακριά απ’το δάπεδο, μακριά απ’την άδεια διακόσμηση και το ταβάνι το φορτωμένο με κλαδιά και γιρλάντες.
Και σαν το δάπεδο να ήταν από άμμο και χαλίκια και το διέσχισα ξανά, γιά να σας συναντήσω. Ανάμεσα στους τοίχους με τους πίνακες και τις γκραβούρες, αν και προχώρησα, ήμουν ήδη εκεί και σας περίμενα. Πολύ μακριά από το σκηνικό που βρίσκομαι τώρα, καθώς εσείς περιμένετε κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ».

*

[Μου άρεσε πολύ ένας πίνακας. Όχι κάποιος γνωστός, ένας πρωτότυπος πίνακας κάποιου έλληνα ζωγράφου που δεν γνωρίζω, κρεμασμένος σε τοίχο. Απεικονίζει ένα σοκάκι κάποιας ιταλικής πόλης (ή ίσως να είναι η Κέρκυρα). Δεξιά και αριστερά έχει σπίτια και σε πρώτο πλάνο ένα μαύρο φανάρι δρόμου, παλαιού στυλ. Τα χρώματά του ήταν έντονα, σε μιά πορτοκαλί απόχρωση. Μου θύμισε έναν άλλο πίνακα, μεταμοντέρνας ζωγραφικής, που αναπαριστά μία ξανθιά γυναίκα, ντυμένη με πράσινο φόρεμα, σε πορτοκαλί και πράσινο φόντο].

*

«Σε ένα παρελθόν μαρμάρινο, σαν αυτά τα αγάλματα του κήπου, σαν αυτό το ξενοδοχείο με τις ερημωμένες αίθουσες, με τα ακίνητα, βουβά πρόσωπα, σίγουρα νεκρά από καιρό, που φρουρούν τους διαδρόμους που διέσχισα γιά να σας βρω. Ανάμεσα σε δυό σειρές παγωμένα πρόσωπα που κοιτάνε αδιάφορα εσάς που διστάζετε ακόμα και στο κατώφλι του κήπου».

*

[Μα ο κόσμος φοράει χρωματιστά ρούχα , κάνει πάρτι στους δρόμους, χορεύουν και δεν υπάρχουν μπουζούκια].

*

-Θα έρθετε;
-Πρέπει να περιμένουμε λίγο. Λίγα λεπτά, λίγες στιγμές, όχι πιό πολύ.

*

Ο φόβος μήπως χαθεί ένας τόσο ασφυκτικός δεσμός τελείωσε. Τελείωσε αυτή η ιστορία. Σε λίγα δευτερόλεπτα παγώνει γιά πάντα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

7. ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ.

Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.

Κάποτε, σε ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιάς επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλωντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μιά μακαριότης επλανάτο πάνω σ’όλα.

Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα που ανέβαινε γιά να απλώσει τους αετούς, ή γιά να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά-βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.

Τίποτα δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Aκόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν η ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κι έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιό πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους υψωμένες παράληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυό γέροι, σε ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με την μπαγκέτα του τον Χρόνο –δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από την φτωχή τους ύπαρξη.

Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Γιά να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγκό σφύριγμα. Το βαπόρι έφυγε.


*

Ύστερα θυμόταν ένα χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες, γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών-χρηματομεσιτών και μαρκησίων-καπνεμπόρων. Εσφίγγονταν τόσο που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας όλοι, εσχημάτισαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα ζεύγη, τα πιό εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησις ήταν πλήρης. Το κομμάτι θα περιείχε βέβαια δυό-τρεις μαγικές νότες, που επαναλαμβάνοταν σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλινη. Τα μικρά, γρήγορα βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμμάτα συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί άθικτες στην προσθήκη ενός μουσείου.

Έπειτα έγινε το πιό απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς στο παρελθόν, γιά να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε. Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερεις γυναικείοι σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς, κι έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σαν να αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε στη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν και έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.


*

Άλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ακούγοντας μιά φράση ή παρακολουθώντας ένα ασήμαντο γεγονός, είχε την εντύπωση ότι το πράγμα αυτό έγινε ή ελέχθηκε προηγουμένως, άγνωστο σε ποιό μέρος και πότε ακριβώς, και ότι τώρα επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Του φαινόταν πολύ παράξενο. Μπορεί την πρώτη φορά να ήταν όνειρο. Ολοφάνερο όμως ότι τώρα ή τότε κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του.

Συνήθως αυτό γινόταν με την ομιλία πάνω στα κοινότερα θέματα. Ζητούσε λ.χ. να πληροφορηθεί γιά ένα δρόμο που δεν ήξερε. Ο άνθρωπος τον οποίον είχε ρωτήσει τον κοίταζε γιά μιά στιγμή χωρίς να απαντήσει, κι έπειτα έβγαζε το καπέλο του κι εσκούπιζε το μέτωπό του. Τον ρωτούσε πάλι, αλλά συγχρόνως σαν αστραπή περνούσε από τον νου του η σκέψιςότι αυτή η μικρή ιστορία είχε ξαναγίνει. Η πληροφορία που ζήτησε, η σιωπή του άλλου, η δεύτερη ερώτηση του, όλα, όλα απαράλλαχτα. Έπειτα, συνεχίζοντας την σκέψη του, έλεγε μέσα του: «Να ιδείς που τώρα θ’ακούσω: “Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε”». «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε» απαντούσε ο άγνωστος σαν ηχώ της σκέψεώς του, κι έφευγε βιαστικα, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο.


*

Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος όλη μέρα σ’ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιό απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.

Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πως να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε τον Χρόνο μέσα σε ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποιά ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.


*

Τώρα η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Στο απομονωτήριο του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα του είναι το ίδιο αδιάφορες. Αν μπαίνει από τον φεγγίτη λίγο φως, το κοιτάζει γιά μιά στιγμή κι έπειτα το επιστρέφει με όλη του την καρδιά. Βλέπει το φωτεινό εκείνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σε σχήμα βιβλίου, να αλλάζει χρώματα, σα να το φυλλομετρά το αόρατο χέρι του Θεού. Ροζ, μπλε, πράσινο, μωβ... Αυτός όμως προτιμά το βελούδινο μαύρο που προεκτείνεται στο δωμάτιο όταν νυχτώσει.

Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερεις τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν. Και ο Χρόνος δεν υπάρχει.



Κ.Γ.Καρυωτάκης. (Τα τελευταία κείμενα).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

6. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις είναι τα χιλιόμετρα που διανύεις γιά να φτάσεις σε αυτές. Με τρένο στην Πάτρα, και από εκεί στη Βενετία με καράβι. Στο Σάλτσμπουργκ με αυτοκίνητο μέσα από τα βουνά της Αυστρίας. Κάστρα μεσαιωνικά στον αυτοκινητόδρομο, κορίτσια που ξέρουν τα κόλπα στα σύνορα με την Τσεχία. Μπορείς να πας και από την Ηγουμενίτσα. Στην Λάρισα με τραίνο. Πάνω από τις γέφυρες και τα ποτάμια. Μιά ήσυχη διαδρομή, χωρίς να έχεις τίποτα να κάνεις. Αν πας με αυτοκίνητο είναι διαφορετικά. Θα πρέπει να οδηγήσεις προσεκτικά στην εθνική, να φοράς ζώνη και να προσέχεις τη σήμανση. Οι άνθρωποι είναι οι πόλεις. Ο κύριος Νόβακ και η Μπάντα της Γέφυρας του Καρόλου. Πράγα. Ένα βράδυ στο Άμστερνταμ. Μιά χορωδία αγγέλων. Στην Αίγινα με τραίνο; Μπα! Μάλλον με τα πόδια, σαν τον Χριστό. Ένας φίλος, στο Ρότερνταμ, γνώρισε μιά κοπέλα που έχει την φωτογραφία δύο ανθρώπων που χωρίζουν χιαστή πάνω στη γέφυρα.
Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Οι παριζιάνοι μισούν τον πύργο του Άϊφελ. Οι αθηναίοι,πιθανόν τον Παρθενώνα. Μου αρέσει να κάθομαι απέναντι από τον Πειραιά στην ακτή του Φαλήρου. Από εδώ βλέπω την Αίγινα και την Σαλαμίνα, την Καστέλα και την παραλιακή, με τα φωτάκια της και τα αυτοκίνητα. Τα καράβια με τα πλευρικά τους φώτα την ώρα που φεύγουν. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Μπορείς να τις δεις χωρίς να πας. Ένας φίλος έφτιαξε μιά ιστορία, με ήρωα έναν τύπο που λέγεται Κριστομπάλ Λόπεζ. Η ιστορία ξεκινάει σε ένα μέρος στη Χιλή που λέγεται Βαλπαραϊσο -ένα μεγάλο λιμάνι. Γενιέται και μεγαλώνει σε ένα μπορντέλο από άγνωστους γονείς. Κάποια στιγμή παίρνει ένα καράβι και φεύγει. Και όταν λέω φεύγει, εννοώ ότι φεύγει από την ιστορία, εξαφανίζεται. Πολλές φορές κοιτώντας τα καράβια στον Πειραιά, ρωτάω τον φίλο μου τι απέγινε ο ήρωάς μας και πάντα μου λέει: "δεν έχω ιδέα. Νομίζω ότι είναι πιά μεσήλικας στο Ντουμπάϊ ή στο Ρότερνταμ. Μου φαίνεται ότι ταξιδεύει ακόμη με ένα καράβι γιά τον Πειραιά".
Και έτσι, οι πόλεις είναι οι άνθρωποι -και οι άνθρωποι οι πόλεις. "Πόσο είναι ρε Μήτσο από την Αθήνα στη Ρόδο με ιστιοφόρο;", ρώτησα κάποτε έναν φίλο. "Ανάλογα τον καιρό" μου είπε. 'Μπορεί σαράντα ώρες, μπορεί και μιά ζωή". "Και στον Παναμά; Πως περνάνε τα καράβια την Διώρυγα;". "Με δεξαμενές. Τρεις δεξαμενές, από την μιά στην άλλη. Και στην σκάτζα γύρω από την λίμνη είναι η ζούγκλα. Και οι μαϊμούδες και οι παπαγάλοι φωνάζουν συνέχεια". "Και που συνάντησες τις πιό ωραίες γυναίκες; Στην Κούβα ή στην Ρουμανία, στην Βάρνα ή στην Βαρκελώνη;" Γιατί μπερδεύω πάντα τις ιστορίες; Γιατί ανακατεύω τους φίλους, με άλλους φίλους, τους ανθρώπους με τα οράματα; Και που να κρύβεται ο ήλιος όταν νυχτώνει; Μήπως πηγαίνει σε μιά άλλη πόλη; Μήπως οι πόλεις, είναι ο ήλιος τους; Μήπως οι άνθρωποι είναι ο ήλιος των πόλεων;
Η μπαμπά και ο μαμάς μου, μου είπε κάποιος άλλος φίλος, μας πήγαν γιά πικ-νικ στην εξοχή. Στρώσαν κάτω την άσπρη πετσέτα που είχαν φέρει από το σπίτι, καθαρή και περιποιημένη. Βγάλαν απ'το αμάξι τα θερμός με το νερό και με ένα μεγάλο μαχαίρι κόψαν το καρπούζι όμορφα και συμμετρικά, μέχρι την κόκκινη καρδιά του. Εμείς, τα παιδιά, τσακωθήκαμε γιά την καρδιά. Τρέχαμε γύρω-γύρω φωνάζοντας: είναι δικιά μου, είναι δικιά μου. Στο τέλος, ο μαμάς και η μπαμπά θύμωσαν και είπαν: δεν είναι κανενός. Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

5. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ.

Από ποτά ξεφρενιασμένοι, λουσμένοι από τις αστραπές
Και από δαιμόνους φιλημένοι στων καραβιών τις κορυφές
Σαν σκελετοί ηλιοδαρμένοι, αρρώστια μπόχα, πυρετοί,
Μα τραγουδάνε πεινασμένοι όσοι απόμειναν ορθοί:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Κάμπος βαθύς και γη σπαρμένη, λιμάνια, πόρνες, καπηλειά
Κάθε στεριά, τους είναι ξένη, γιά αυτούς η θάλασα στεριά
Πατρίδα τους και περιβόλι το ανεμόδαρτο σκαρί,
Όπου δεν έχει αραξοβόλι, ούτε σημαία στην κορφή
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Μα ένα βράδυ του Απρίλη τ’άστρα θα τους απαρνηθούν
Μήνυμα η θάλασα έχει στείλει οι πειρατες να αφανιστούν
Ο ουρανός, ο σύντροφός τους σκέπασε κάθε ξαστεριά
και ο γαρμπής, ο αδερφός τους τους πνίγει σε βαθειά νερά
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Όρθια κύματα τινάζουν στα επουράνια το σκαρί
Στης αστραπής το φως κοιτάζουν το χάος που τους καρτερεί
Άνεμοι παίρνουν το τιμόνι και ενώ στην κόλαση βουτούν
Οι πειρατές –μαύροι δαιμόνοι- ακούγονται που τραγουδούν:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, μας φτάνει εμάς η θάλασσα».


Μπ. Μπρεχτ (Το προσευχητάρι, 1918).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

4. ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Ένα άσπρο σπίτι, πάνω στον βράχο, στην στροφή της θάλασας. Σας βλέπω πότε-πότε, που περνάτε μέσα σε άσπρα ιστιοφόρα, ή με το καράβι της γραμμής. Σας βλέπω απ’την βεράντα του σπιτιού μου. Σας το έχω πει; Έχω ένα άσπρο σπίτι στο βράχο, δίπλα στη θάλασα, μέσα στο φως του ήλιου –μες στο γαλάζιο.

Έχω ένα φάρο απέναντι στο σπίτι μου. Κάποιες μέρες είναι κόκκινος, κάποιες πράσινος, κάποιες άσπρος. Είναι ένας φάρος αναποφάσιστος –και έχω μεγάλη απορία- πως οδηγείτε τα καράβια σας με τέτοιους φάρους, αναποφάσιστους;

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα σπίτι, στο βράχο της στροφής, δίπλα στην συκιά. Ήταν πριν του πατέρα μου, τώρα δικό μου. Έχει ησυχία και το φως δεν μπαίνει μέσα. [Καλό αυτό –όταν είναι καλοκαίρι]. Σας βλέπω κάποιες μέρες, απ’την βεράντα του σπιτιού μου, μέσα στα άσπρα σας καράβια. Καμιά φορά θέλω να έρθω μαζί, μα δεν προφταίνω. Έχω δουλειές πολλές και δεν μπορώ να λείψω. Έχω ένα σπίτι κάτω απ’τον δρόμο, στην στροφή της θάλασας. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως στα αλήθεια μου αρέσει το βουνό. [Αλλά αυτό, συμβαίνει σπάνια]. Σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ευτυχισμένος, μεσα στο άσπρο μου σπίτι, στην άκρη του δρόμου, στην παραλία.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Ένα νησί που ταξιδεύει. Γρήγορη σκέψη φόνου σε μυαλό τρελού. Ναι, ένα νησί που ταξιδεύει. Έχω δυό πειραγμένα ζάρια και μιά φθαρμένη καμπαρντίνα και δυό βατράχια. Έχω μιά θαλασινή αγάπη. Έχει δύο εισητήρια γιά τραίνο και ένα ξυράφι. Θα κάνω ανταλαγή.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Τόχτισε πέτρα-πέτρα ο πατέρας μου γιά μένα [ή μήπως ο πατέρας του; δεν θυμάμαι]. Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Μία γυναίκα-τέρας. Έχει φτερά και ξέρει να πετάει. Φτερά κερένια, σαν του Ίκαρου. Το ξέρει. Πετάει μόνο τον χειμώνα. Θα κάνω ανταλαγή.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα καμένο τραίνο, με μηχανοδηγό τρελό. Πετάει στα ουράνια. Έχω μιά μάγισα στην άκρη του μυαλού μου. Μιά γυναίκα ξωτικό. Με μιά γαλάζια νύχτα πάνω απ’το κρεβάτι της και ένα μισό φεγγάρι. Έχει έναν πύραυλο που πάει γιά την Σελήνη –ή μήπως γιά τον Άρη; Φοράει ένα παπούτσι μωβ και ένα γαλάζιο και μου σφυράει όταν πηγαίνω να την βρω. Έχει έναν εραστή από τιτάνιο με ακτίνες λέϊζερ στις άκρες των δαχτύλων –και μιά τρελή ιδέα στο μυαλό της. Είναι νομίζει μεθυσμένος ναύτης που σαλπάρει. Είναι ο Μόμπυ Ντικ, μου λέει, με καρφωμένο πάνω της ένα καμάκι.

Όμως εγώ,
έχω ένα σπίτι στην παραλία
που ακτίνα φως δεν το περνάει.
Έχω μιά αγάπη-μαριονέτα.
Τραβάω τα σκοινιά
και μου γελάει.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

3. Η ΤΖΕΝΗ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ.

Κυρίοι μου καλοί, με πληρώνετε εδώ
και σας κάνω όλα τα γούστα
Και μου ρίχνετε πεντάρες και σας λέω «φχαριστώ»
Στο φτηνό ξενοδοχείο, στη φτηνή την προκυμαία
Και δεν ξέρετε σε ποιά μιλάτε.

Μα ένα βράδυ, βουητό στο λιμάνι
Κι όλοι λεν: «τι βουητό είναι αυτό;»
Και αλλάζω τρα σεντόνια και γελάω
Και όλοι λέν: «αυτή, γιατί γελάει;»
Και ένα μαύρο καράβι
Με πενήντα κανόνια
Στο λιμάνι έχει μπει.

Κυρίοι μου καλοί, σας λυπάμαι καθώς
Παζαρεύω ποιόν θα πάρω γιά νυχτιά
Γιατί σε κρεβάτι απόψε δεν θα κοιμηθεί κανένας
Μα σας λέω την ταρίφα και γελάω κρυφά
Που δεν ξέρετε ποιά είμαι εγώ
-που δεν μάθατε ποιά είμαι εγώ.

Και μέσα στη νύχτα
Ουρλιαχτό στο λιμάνι
Κι όλοι λεν: «τι είναι αυτό το ουρλιαχτό;»
Και ορμάω στο παράθυρο με γέλια
Κι όλοι λεν: «τι πανηγυρίζει;»
Και το μαύρο καράβι
Καταπάνω στην πόλη
Τα κανόνια γυρνά.

Κυρίοι μου καλοί τώρα πιά δεν γελάτε
Τώρα η πόλη έχει γκρεμιστεί
Κι όλα τα βρωμόσπιτά σας τα γκρεμίσαν σε μιά νύχτα
-απομένει μονάχα το μπορντέλο τούτο εδώ-
Κι απορείτε γιατί το άφησαν αυτό.

Μόνο το μπορντέλο στέκει όρθιο στην πόλη
Κι όλοι λεν: «ποιός να έμενε εδώ;»
Και θα βγω στην πόρτα εγώ σαν ξημερώσει
Και θα πουν: «γιά αυτήν ήτανε λοιπόν!»
Και το μαύρο καράβι
Τη σημαία σηκώνει
Να με υποδεχτεί.
Και κοντά μεσημέρι εκατό μαύροι άντρες
Βγαίνουν από το καράβι και σας πιάνουν
Και θα δέσουν με αλυσίδες όποιον είχα πελάτη
Και δεμένους με αλυσίδες θα σας φέρουνε μπροστά μου
Και θα με ρωτούν ποιανού κεφάλι θέλω.
[Και θα με ρωτούν, ποιανού, κεφάλι, θέλω].

Κι όταν θα χτυπάει μεσημέρι στο λιμάνι
Θα ρωτάτε ποιός θα κρεμαστεί
Και θα ακούσετε να αποφασίζω: «Όλοι!»
Και απάνω στα κουφάρια σας θα πω: «Έτσι!»
Και το μαύρο καράβι
Τα πανιά του ανοίγει
Και με παίρνει μακριά.



Μπ. Μπρεχτ (Η Όπερα της Πεντάρας).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

2. ΒΑΛΠΑΡΑΪΣΟ, ΑΘΗΝΑ, ΠΡΑΓΑ, ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ.

Μιά πόλη μαγική. Με γαλάζιους τρούλους και μεγάλα κανάλια και δέντρα και οάσεις και ερήμους. Με μεγάλα καράβια που ξεφορτώνουν μετάξια και μπαχαρικά και ξυπόλητα παιδιά που παίζουν μπάλα. Φωνές και φασαρία. Ο Κριστομπάλ Λόπεζ πίνει ντακιουρί κάτω απ’τις φοινικιές. Ένα λυχνάρι μπορεί να αλλάξει την μοίρα του –που πάντα νικά- ή μήπως όχι; Εδώ είναι όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ασφαλείς. Μόνο, μην κοιτάξεις κάτω απ’το κρεβάτι.

*

-Καπετάν Καλοτάξιδε γιά που τραβάτε με το μεγάλο σας πλοίο; Θάρθω και εγώ μαζί ή όχι; Θα μείνω γιά πάντα σε αυτή την πόλη; Έχεις ναύτες και καμαρώτους, μούτσους και λοστρόμους και ασυρματιστές- ένα πλήρωμα τρελών. Μα έχεις μιναρέδες από καπνό; Έχεις αρκουδάκια και ιπτάμενα χαλιά, μπάλες χριστουγένων και καραμέλες καρύδα; Έχεις ινδιάνους και καμπόηδες και χίλιες δυό ιστορίες; Έχεις έναν φίλο σαν και εμένα;

*

Έχει ένα ποτάμι στο μάγουλό της. Στις όχθες του, τραπέζια κάτω απ’τα δέντρα και άνθρωποι που πίνουν μπύρα. Γέφυρες ενώνουν τις δύο όχθες. Απ’αυτές περνούν αυτοκίνητα και τραίνα και τραμ και άνθρωποι. Με ένα από αυτά τα τραμ, ο κύριος Ζαν Κρίτελ Νόβακ πηγαίνει στη δουλειά του. Φοράει ένα καπέλο ναυτικό και ένα χιτώνιο του Νότου. Είναι γύρω στα εξήντα, έχει γενειάδα και καπνίζει πίπα. Ο κύριος Νόβακ και η Μπάντα της Γέφυρας του Καρόλου.

*

Έχει λιμάνι αυτή η πόλη. Ψαράδικα με μυτερά φουγάρα, εργάτες που ξεφορτώνουν εμπορεύματα. Όταν σκοτεινιάζει, ύποπτοι νέγροι και πορτορικάνοι χαζολογούν καπνίζοντας στα ντοκ. Μα, να, η παράσταση αρχίζει. Είναι ο βασιλιάς της πόλης τη νύχτα. Είναι γιός σκλάβων και έχει καρδιά από κολοκύθα. Είναι ντυμένος στα λευκά και κρατάει μιά μπακέτα μαέστρου. Καλωσήρθατε στο σόου. Καλωσορίσατε στην παράσταση. Στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Στο Kλαμπ του Bαμβακιού.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα

1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙI.

Ανταλλάσσαμε ποιήματα ποιός έγραφε ιστορίες θαλάσσης πλοία που ταξίδευαν
Χειμώνα καλοκαίρι άσπρο πανί νυφικό σεντόνι πλυμένο με ουράνια δάκρυα το γαρμπή να περπατάει ακάλεστος φυσώντας το άσβηστο τσιμπούκι του και οι ναύτες εκτός από τον μέθυσο καπετάνιο κοιμούνται πάνω στο στήθος της ερωμένης τους Αλκυονίδας άλλοτε για την αμμουδιά και το κρυστάλλινο βάζο που καθρεφτίζονταν
Η Έλλη με τα μάτια του υακίνθου και τη βατίστα που ήταν ζωγραφισμένη με μισοσβησμένες αφιερώσεις ανάμεσα σε απομιμήσεις λουλουδιών μη με λησμόνει.
( Ποιος θα’ γραφε ιστορίες για την ανατολική πόλη ένας άλλος ήχος όπως να θρυμματίζονται καθρέφτες εκείνο το απόγευμα κατά τις έξι καθώς ριπές θολης βροχής περόνιαζαν τα πλίθινα σπίτια μπορεί και ολόκληρη τη συνοικία των εργατών του υφαντουργείου).

Στο λιμενοβραχίονα ταξίδευαν οι ροδαλές Παναγίες του Τζιόττο ωραία μαλλιά πρόναος για μια θεσπέσια πυρκαγιά χέρια να ολολύζουν από την απραξία και ο βηματισμός σχεδίασμα ανέφικτης επανάστασης τείνει πέρ’ απ΄τις αιχμηρές πέτρες του κράσπεδου ίσως έως τον ωκεανό βίαιη έξοδος απ’ τον μικρό θαλάσσιο κόλπο.

Ποιήματα ωσάν η διαδρομή του σιωπηλού ζεύγους της έφηβης Μαρίας και του ευθυτενούς στρατιώτη στη μόνιππη άμαξα καθώς ανέβαιναν από το δρόμο των ανθώνων τρυφερό χαλί από μαργαρίτες και τα αιώνια χαμομήλια οι λεμονιές να χιονίζουν παράδεισο και ήλιους να παραμονεύουν στη γραμμή του βουνού κρυμμένοι πίσω απ’τους χορούς των καλαμιών μέχρι το άλλο πρωί.
Και η μυστική συγκέντρωση πάνω στα κρύσταλλα του ουράνιου τόξου παιδιά με τη μισή τους καρδιά στο βωμό τραγούδια για τον Ναζωραίο ισάξιο του Άδωνη γεύση από αέναο έρωτα κρατώντας μικρές φωτογραφίες με βυζαντινό πάθος ιδιαίτερα των γυναικών με τα μάτια υποσχόμενα. Ήταν η πίστη που γυρεύαμε ο ιμάντας του κόσμου περιστρεφόταν σαν την πολύφωτη ρόδα ενός Λούνα Πάρκ από τη Σικελία που περιόδευε στα λιμάνια της Μεσογείου. Ο χαλκός γλιστρούσε πίσω απ΄τον Ταύγετο χαιρετώντας τις γειτονιές της Σπάρτης τις στέγες των αυτοκρατόρων του Μυστρά σκεπάζοντας τις χορεύτριες του Ευρώτα του Νείλου με χρυσούς χιτώνες λυσίκομες χαίτες τις φωτιές που άφησε περνώντας τώρα στην κεντρική πλατεία με τα λινά λουστούμια τα μεταξωτά φορέματα των κοριτσιών οι σερβιτόροι που ισορροπούσαν στο μοναδικό τους χέρι βανίλιες παγωτά γλυκά νεράντζια και οι ομιλίες να καταλήγουν σε αξεδιάλυτο ήχο καθώς το χιόνι που πεφτει ολόκληρη τη νύχτα ώσπου κατά τις πρωινές ώρες οι εραστές ν’αποκοιμηθούν καρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα