7. ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ.

Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.

Κάποτε, σε ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιάς επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλωντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μιά μακαριότης επλανάτο πάνω σ’όλα.

Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα που ανέβαινε γιά να απλώσει τους αετούς, ή γιά να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά-βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.

Τίποτα δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Aκόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν η ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κι έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιό πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους υψωμένες παράληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυό γέροι, σε ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με την μπαγκέτα του τον Χρόνο –δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από την φτωχή τους ύπαρξη.

Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Γιά να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγκό σφύριγμα. Το βαπόρι έφυγε.


*

Ύστερα θυμόταν ένα χορό μεταμφιεσμένων. Υποχρεωτικό ένδυμα ορισμένης εποχής. Κυρίες, με μεταξωτά ροζ ή ουρανιά κρινολίνα, με πουδραρισμένα μαλλιά, με πράσινες και χρυσές περούκες, έπεφταν ημίγυμνες, γεμάτες εμπιστοσύνη, στα χέρια των δουκών-χρηματομεσιτών και μαρκησίων-καπνεμπόρων. Εσφίγγονταν τόσο που τα μέτωπά τους ακουμπούσαν κάποτε στα χείλη των καβαλιέρων και η στεφάνη του κρινολίνου ανασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας όλοι, εσχημάτισαν ένα κύκλο στο κέντρο της αιθούσης, και τέσσερα ζεύγη, τα πιό εξαϋλωμένα, άρχισαν να χορεύουν μενουέτο. Η παραίσθησις ήταν πλήρης. Το κομμάτι θα περιείχε βέβαια δυό-τρεις μαγικές νότες, που επαναλαμβάνοταν σε κάθε φράση, και οι νότες αυτές δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα της περασμένης εποχής, συνεχή, κρυστάλινη. Τα μικρά, γρήγορα βήματα, οι κομψές υποκλίσεις, τα νοσταλγικά βλέμματα, τα γεμμάτα συγκρατημένο ερωτισμό χαμόγελα, περίεργες εστάμπες που είχαν διατηρηθεί άθικτες στην προσθήκη ενός μουσείου.

Έπειτα έγινε το πιό απροσδόκητο. Οι χορευτές έχασαν το λογαριασμό τους. Ενώ έπρεπε να υπολογίσουν ακριβώς πόσα χρόνια είχαν υποχωρήσει προς στο παρελθόν, γιά να μπορέσουν να ξαναγυρίσουν και να βρουν την προσωπικότητά τους, έβλεπε κανείς πως είχαν γελαστεί. Ανεπανόρθωτα γελαστεί. Εκατό ολόκληρα χρόνια επροχώρησαν, χωρίς βέβαια να το υποπτευθούνε. Παρακολουθούσε τώρα τις κινήσεις τους. Οι τέσσερεις γυναικείοι σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, επήγαιναν προς τους αντρικούς, κι έπειτα επέστρεφαν με μελαγχολική χάρη, σαν να αναγνώριζαν το λάθος τους. Οι καβαλιέροι σταματούσαν, και το κρανίο τους εβάραινε στη γη, ενώ ψηλά, με ηλεκτρικά γράμματα που άναβαν και έσβηναν, ήταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.


*

Άλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ακούγοντας μιά φράση ή παρακολουθώντας ένα ασήμαντο γεγονός, είχε την εντύπωση ότι το πράγμα αυτό έγινε ή ελέχθηκε προηγουμένως, άγνωστο σε ποιό μέρος και πότε ακριβώς, και ότι τώρα επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Του φαινόταν πολύ παράξενο. Μπορεί την πρώτη φορά να ήταν όνειρο. Ολοφάνερο όμως ότι τώρα ή τότε κάποιος ήθελε να παίξει μαζί του.

Συνήθως αυτό γινόταν με την ομιλία πάνω στα κοινότερα θέματα. Ζητούσε λ.χ. να πληροφορηθεί γιά ένα δρόμο που δεν ήξερε. Ο άνθρωπος τον οποίον είχε ρωτήσει τον κοίταζε γιά μιά στιγμή χωρίς να απαντήσει, κι έπειτα έβγαζε το καπέλο του κι εσκούπιζε το μέτωπό του. Τον ρωτούσε πάλι, αλλά συγχρόνως σαν αστραπή περνούσε από τον νου του η σκέψιςότι αυτή η μικρή ιστορία είχε ξαναγίνει. Η πληροφορία που ζήτησε, η σιωπή του άλλου, η δεύτερη ερώτηση του, όλα, όλα απαράλλαχτα. Έπειτα, συνεχίζοντας την σκέψη του, έλεγε μέσα του: «Να ιδείς που τώρα θ’ακούσω: “Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε”». «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω μετά τις γραμμές του τραμ που θα συναντήσετε» απαντούσε ο άγνωστος σαν ηχώ της σκέψεώς του, κι έφευγε βιαστικα, σκυμμένος, πνίγοντας ένα γέλιο.


*

Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος όλη μέρα σ’ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιό απλά και τολμώντας τα αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.

Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πως να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε τον Χρόνο μέσα σε ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποιά ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.


*

Τώρα η ιστορία αυτή έχει τελειώσει. Στο απομονωτήριο του ασύλου που βρίσκεται, η νύχτα και η μέρα του είναι το ίδιο αδιάφορες. Αν μπαίνει από τον φεγγίτη λίγο φως, το κοιτάζει γιά μιά στιγμή κι έπειτα το επιστρέφει με όλη του την καρδιά. Βλέπει το φωτεινό εκείνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σε σχήμα βιβλίου, να αλλάζει χρώματα, σα να το φυλλομετρά το αόρατο χέρι του Θεού. Ροζ, μπλε, πράσινο, μωβ... Αυτός όμως προτιμά το βελούδινο μαύρο που προεκτείνεται στο δωμάτιο όταν νυχτώσει.

Έτσι περνούνε οι ώρες, έτσι περνούνε οι μέρες κάθε ευτυχισμένου ονειροπόλου. Μένει ολομόναχος, ακίνητος μέσα στους τέσσερεις τοίχους, σαν παλιά λιθογραφία στην κορνίζα της. Έχει το συναίσθημα ότι επραγματοποίησε το μεγάλο σκοπό της ζωής του. Τίποτε δεν αλλάζει από όσα τον περιστοιχίζουν. Και ο Χρόνος δεν υπάρχει.



Κ.Γ.Καρυωτάκης. (Τα τελευταία κείμενα).





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα