IV. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ.

«Σαν ένας μακρόσυρτος, φρικιαστικός κεραυνός, προάγγελος κυκλώνων που σκοτεινιάζουν τον ουρανό και τσακίζουν τις πόλεις, το αιφνίδιο μαντάτο αντήχησε σε όλη την Καραϊβική, ξεσηκώνοντας κραυγές, ανάβοντας τους δαυλούς της πυρκαγιάς: δημοσιεύτηκε ο νόμος της 30ης φλορεάλ έτους Χ (Μάης του 1802) που επανέφερε τη δουλεία στις γαλλικές αποικίες της Αμερικής. Ακύρωνε το διάταγμα της 16ης πλυβιόζ έτους II (Φλεβάρης 1794), πούχε καταργήσει τη δουλεία. Μια απέραντη αγαλλίαση ξέσπασε στους κατέχοντες, μεγαλοϊδιοκτήτες φυτειών, που ενημερώθηκαν γρηγορα για όσα τους ενδιέφεραν, αφού τα μαντάτα πετούσαν πάνω από τα καράβια. Πληροφορήθηκαν ότι θα ετίθετο πάλι σε ισχύ το προεπαναστατικό αποικιοκρατικό καθεστώς, πράγμα που θα τους επέτρεπε να ξεμπερδεύουν μια και καλή με τα ανθρωπιστικά φληναφήματα αυτής της βρωμοεπανάστασης. Παντού, στη Γουαδελούπη, στη Δομίνικα, στη Μαρί-Γκαλάντ η αναγγελία του μηνύματος συνοδεύτηκε από μπαταρίες, κανονιοβολισμούς και φωταγωγίες ενώ χιλιάδες ελεύθεροι πολίτες, απελευθερωμένοι δούλοι, οδηγούνταν με τον βούρδουλα στα παλιά τους παραπήγματα, ξυλοκοπούμενοι άγρια. Οι πρώην Λευκοί Άρχοντες όρμησαν μέσα από τους αγρούς, με αγέλες κυνηγόσκυλων σε αναζήτηση των παλιών τους δούλων που παρέδιδαν αλυσοδεμένους στους επιστάτες τους. Αυτό το άτακτο κυνήγι δημιούργησε τέτοιο φόβο για ενδεχόμενη σύγχυση σε ορισμένους απελεύθερους της προεπαναστατικής περιόδου, της Μοναρχίας, μικρομπακάληδες, μικροκαλλιεργητές, που συγκέντρωσαν τα υπάρχοντα τους με σκοπό να διαφύγουν στο Παρίσι. Εμποδίστηκαν όμως έγκαιρα από νέο διάταγμα της 5ης μεσιντόρ (Ιούνης) που απαγόρευε την είσοδο στη Γαλλία κάθε έγχρωμου. Ο Βοναπάρτης εκτιμούσε ότι η μητρόπολη είχε υπεραρκετούς νέγρους και φοβόντουσαν ότι ο μεγάλος αριθμός τους θα μετέδιδε στο ευρωπαϊκό αίμα "αυτήν την απόχρωση πούχε διαδοθεί στην Ισπανία μετά την εισβολή των Αράβων"».
Αλέχο Καρπαντιέ,Ο Αιώνας του Διαφωτισμού

*

- Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί που δεν καταλαβαίνουν ούτε μιά λέξη απ’όλα αυτά που λέμε.
Οι περισσότεροι ξεχνάν...και αυτοί που δεν ξεχνάν, θάθελαν να ξεχάσουν. Όμως εγώ δεν θέλω. Ίσως μεγάλωνα καλύτερα κάπου αλλού, ίσως γινόμουν κάτι άλλο, πιό ανέμελος, πιό χαρούμενος, λιγότερο υποψιασμένος... αλλά τι θάμουν τότε; Κάποιος άλλος. Γιά σκέψου το. Θάθελες νασουν κάποιος άλλος; Να μην έχεις ζήσει τίποτε από όλα αυτά –καλά ή κακά- να είσαι λίγο πιό εαυτούλης ρε αδερφέ, να μην σε νοιάζει τόσο που οι άλλοι γύρω σου πεινάνε, να πήγαινες στην εκκλησία κάθε Κυριακή και νάδινες και στην ζητιάνα μπρος στην πόρτα ελεημοσύνη και να γαλήνευε η ψυχή σου, πως τάχα είσαι άνθρωπος καλός και έκανες το χρέος σου στην κοινωνία και να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδυα, χωρίς να σε ξυπνάει το φύσημα του αέρα... φαντάζεσαι; Να ζούσαμε λέει άλλες ζωές... πως το λέει το τραγούδι; «μακριά απ’το μίζερο το φτωχοχώρι»;
-Σε έπιασε ο νταλκάς να γίνεις ναυτικός, τώρα στα στερνά;
-Όχι στα στερνά, αδερφέ μου. Παλιό μου, παιδικό όνειρο. Θυμάσαι; Που καθόμασταν στα βράχια και αγναντεύαμε την θάλασσα; Και κάναμε σχέδια; Και όλο λέγαμε πως θα φύγουμε τον Μάρτη;

Ο άλλος δεν μίλησε. Ξαναγέμισαν τα ποτήρια τους.

*

Ξύπνησε και κοίταξε έξω. Η μέρα ήταν παράξενη. Ένα απόκοσμο κίτρινο φως είχε πλημυρίσει την πόλη. Βγήκε στην αυλή. Έστησε τα στρατιωτάκια του στην άκρη του κήπου και ξεκίνησε τον πόλεμο. Μιλούσε μόνος του και έκανε τους ήχους της μάχης. Η φωνή του αντηχούσε παράξενα δυνατή μέσα στην σιωπή. «Σαν να έχει γίνει καταστροφή», σκέφτηκε. Καμιά ομιλία, κανένας θόρυβος, καμία κίνηση στον δρόμο. Όλα βούλιαζαν στην σιωπή –σαν κάτι να περίμεναν. Ήταν σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος. Ξαφνικά, ένα ακορντεόν ακούστηκε από μακριά.

*

[Ο φαντάρος κοίταξε τον κόσμο από τον ψηλό πύργο του άρματος. Δίπλα του ο αξιωματικός, με ένα πιστόλι στο χέρι].

*

Συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια. Πήγαν στο υπόγειο, στην παλιά ταβέρνα.
-Σαν μιά ταβέρνα –φάντασμα, είπε ο ένας.
-Ναι, είπε ο άλλος. Πάντα την έχεις στο μυαλό σου, όμως ποτέ δεν ξέρεις που είναι.

*

-Να πάρει ο διάβολος, είπε ο Συγγραφέας, φωτισμένος απ’το γαλάζιο φως.
Απ’το κεφάλι του άρχισαν να ξεπηδούν άνθρωποι –σκιές, που δεν τις είχε φανταστεί- και να γεμίζουνε τον χώρο.
-Να πάρει ο διάβολος, ξανάπε και τα λόγια του αντήχησαν στον χώρο.

*

Ο Συνοικισμός. Κίτρινες εργατικές πολυκατοικίες. Τρύπες από σφαίρες στους τοίχους. Είσοδοι με καμάρες χτισμένες βιαστικά. Το πηγάδι που κρύβανε τα όπλα. Ένα κακοστημένο προξενιό. Δορυφορικές κεραίες που κοιτάν την Μέκκα. Τα κίτρινα φώτα της πόλης. Τα σουβλάκια του Λευτέρη. Η κυρά-Γκέλα και η Κίτσα. Η εντεκάτη στάση του 14. Ο κίτρινος θάλαμος που τηλεφωνούν γυναίκες με μαντήλες. Η λαϊκή κάθε Τρίτη πρωί. «Οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους». Κατακαίνουρια αυτοκίνητα παρκαρισμένα ανάμεσα στους φοίνικες. Αρμένιοι και Μικρασιάτες. Ξυπόλητα παιδιά που παίζουν μπαζ. Ένας φίλος που έφυγε βιαστικά. Τα δυό περίπτερα. Τα οικόπεδα με τα καλάμια. Το «Σινάν».

*

Στάθηκαν μπρος στις πώρινες μετώπες.
-Κοίτα, είπε ο ένας, οι παλιοί θεοί.
-Ο Δράκος και το Φίδι. Τα δυό ποτάμια.

*

Ανάμεσα στα δυό ποτάμια απλώνεται ο Κήπος. Τον κατοικούν όλα τα πλάσματα του Σύμπαντος αδερφωμένα. Όμορφο θέαμα. Ενάντια στον σκληρό Νόμο της Φύσης, ελάφια πίνουνε νερό δίπλα σε τίγρεις. Όλα γεμάτα ευτυχία, αρμονικά.[Η παιδική ηλικία της αθωότητας και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς]. Στο κέντρο του, στέκει τεράστιο το Δέντρο της Γνώσης. Πάνω στα κλώνια, οι κατακόκκινοι καρποί του.
-Θέλω να μάθω, λέει εκείνη.
-Ξέρεις, της απαντάει και τυλίγει το μακρύ κορμί του στον κορμό του Δέντρου.
-Πατέρα, ήπια της Λήθης το νερό και ξέχασα.
-Αυτό που θες, αντάλαγμα έχει την ζωή σου.
-Δεν με ενδιαφέρει πιά. Κουράστηκα. Ζούμε εδώ και ο καιρός περνάει και οι μέρες είναι όλες ίδιες. Μένουμε εδώ σαν ναυαγοί, αμνήμονες και ευτυχισμένοι, χωρίς να βλέπουμε πέρα απ’το πέπλο που μας σκέπασε τα μάτια, χωρίς να ακούμε της θάλασσας την άγρια βοή, μένουμε εδώ, που έχει πάντα καλοκαίρι και αποστερούμαστε τα αρώματα των λουλουδιών, τις μυρωδιές της άνοιξης και των παιδιών. Θέλω να νιώσω τον αέρα του Βορά που μαστιγώνει μανιασμένος τους εργάτες της μεγάλης πόλης.
-Έχεις δίκιο Ζωή, της είπε και τα κίτρινα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. «Η ευτυχία είναι η πιό δόλια φυλακή». Φάε.

*

Το βαρύ άρμα μάχης στάθηκε μπροστά στην πύλη. Η φωτεινή δέσμη που έβγαινε απ’το μεγάλο μάτι του έδειξε ευθεία μπροστά –εκεί που έδειχνε και το κανόνι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Καμία κίνηση, κανένας ήχος. Πίσω απ’την σιδερένια πόρτα, πολλά ζευγάρια μάτια κοίταζουν ορθάνοιχτα τον μονόφθαλμο κύκλωπα που ετοιμάζεται να τους καταβροχθίσει. Αλλά θα γίνει έτσι; Τι ιστορία είναι αυτή, που νικάν πάντα οι κακοί;
Καθόλου δεν μου αρέσει. Όμως, έτσι θα γίνει. Μα γιά σταθείτε. Μπορεί τους καλούς ήρωες να μην γλυτώσουμε, μπορεί να τους καταπιεί το μεγάλο, άϋλο ποτάμι, εμείς όμως κάτι γιά το μέλλον θα αφήσουμε. Και τώρα, που η νύχτα, μαύρη, σαν θάνατος, απλώνεται πάνω απ’τις Πόλεις των Ανθρώπων, η όμορφη Πανδώρα ανοίγει ξανά το μουσικό κουτί της. Και μέσα του, γενιέται ένας άνθρωπος. Ο Άνθρωπος της Τελευταίας Σπιθαμής.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα