V. ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΠΙΘΑΜΗ.

«Η Ιερή Συμμαχία καταδικάζει κάθε μεταρρύθμιση που γίνεται με όπλα και αποστασία, τις επαναστατικές ενέργειες που ξέσπασαν στην Ελλάδα σαν εγκληματική συνωμοσία και αποδέχεται την πολιτική μεταβολή μόνον όταν γίνεται με τη θέληση των ηγεμόνων».

Ιερή Συμμαχία, Λουμπλιάνα 30-4-1821.

«Όταν η κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η ένοπλη εξέγερση είναι, είτε για ολόκληρο το λαό είτε για οποιοδήποτε τμήμα του, το πιο ιερό και το πιο απαραίτητο καθήκον του»

Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Γαλλική Επανάσταση 1789, άρθρο 35.

*
Ο θερμός αέρας του Ιούνη έμπαινε στην σκοτεινή σάλα του πανδοχείου της Κουκουνάρας κακόθυμος, σαν έκπτωτος άγγελος. Η στυφή μυρωδιά από κρασί και ταγγισμένο λάδι, ανακατεμένη με τα χνώτα των θαμώνων του πανδοχείου, δημιουργούσαν μιά αποπνικτική ατμόσφαιρα στον χώρο. Το φως απ’τις λάμπες και οι φλόγες της φωτιάς που στραφτάλιζαν στο μεγάλο τζάκι – γιατί παρά τον ζεστό καιρό υπήρχε μιά μικρή φωτιά στο τζάκι- γέμιζαν το μισοσκόταδο με τρεμάμενους ίσκιους· λεπτά απειλητικά δάχτυλα που ξεδιπλώνονταν γιά να κλέψουν, ή σφίγγονταν γιά να μαχαιρώσουν πισώπλατα. Εκείνο το απόγευμα η συντροφιά ήταν αρκετά μεγάλη στο δωμάτιο. Ο λιπόσαρκος Ρενέ ντε Μοντινί -που φορούσε ένα ξεθωριασμένο βελούδινο γιλέκο- με το οστεώδες πρόσωπο και τους εκλεπτυσμένους τρόπους· ο στρουμπουλός Γκυ Ταμπαρί, απότομος, κοκκινοπρόσωπος και λίγο φαλακρός· ο Κάσιν Κολέτ, ψηλός και λεπτός, με φιγούρα πελαργού και χαρακτηριστικά γερακιού· ο Ζαν λε Λουπ, που έμοιαζε τόσο αλεπουδίσιος όσο το παρατσούκλι του· η Αδελφότητα των Καρυδότσουφλων. Στον ξύλινο πάγκο, με το πρόσωπο στραμένο στη φωτιά, ο Κόλε ντε Καγιέ, αδιάφορος και ξεχασμένος, είχε παραδοθεί σε έναν μεθυσμένο ύπνο, με ένα άκακο, ευγενικό ύφος στο αρχοντικό του πρόσωπο –που όμως δεν ήταν καθόλου άκακο και καθόλου ευγενικό.

Ξαφνικά, το μάνταλο κροτάλισε, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με θόρυβο και μιά παράξενη φιγούρα έφραξε την είσοδο. Ήταν ένας άντρας μέτριου αναστήματος, αδύνατος και λεπτοκαμωμένος. Το ανυπόμονο πρόσωπό του ήταν ψημένο από τον ήλιο και οργωμένο με αυλακιές που μαρτυρούσαν μιά ταραγμένη, επικίνδυνη ζωή. Τα ίσια, μαύρα του μαλλιά, ήταν μακριά και αχτένιστα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου του κάλυπταν απεριποίητα αραία γένια μιάς βδομάδας. Είχε λαμπερό βλέμμα, γρήγορο και εξεταστικό. Κάποιος προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να αντιληφθεί ένα ιδιαίτερα εύστροφο μυαλό πίσω απ’το σκαμένο μέτωπό του. Οι λεπτές ρυτίδες γύρω απ’την γραμμή των χειλιών του πρόδιδαν εξαιρετικά μεγάλη ευαισθησία και μιά τεράστια φλόγα έκαιγε στα παράφορα μάτια του. Απέπνεε ένα απόκοσμο μεγαλείο, ντυμένος με εκατοντάδες χιλιομπαλωμένα χρωματιστά κουρέλια, φορεσιά τόσο παράξενη που τον έκανε να μοιάζει με φανταχτερό σκιάχτρο. Το κατεστραμένο πανωφόρι του σκέπαζε ένα μακρύ ξίφος και η χαώδης θημωνιά του κεφαλιού του φιλοξενούσε ένα διαλυμένο καπέλο που το στόλιζε ένα φτερό από κόκορα. Στην δερμάτινη ζώνη του μιά μικρή ποιητική συλλογή –ένα βιβλίο με εξαιρετικό δέσιμο- κρατούσε συντροφιά σε ένα μαχαίρι. Παρά την γκροτέσκ εμφάνιση του νεοφερμένου, ένα κοφτερό μάτι θα μπορούσε να διακρίνει κάτι απροσδιόριστα επιβλητικό στο παράστημα αυτού του κλόουν, καλοκρυμμένες ενδείξεις ντομπροσύνης πίσω απ’το στραπατσαρισμένο παρουσιαστικό του. Στάθηκε γιά λίγο στο κατώφλι σε μία θεατρική πόζα χαιρετισμού και έπειτα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του, διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές.

-Λοιπόν, γεναίες καρδιές, πως παν τα κέφια; φώναξε χαρωπά, καθώς προχωρούσε με ψηλά το κεφάλι και ανοιχτή αγκαλιά προς το μέρος των φίλων του.

Ο πιό παράξενος παλιάνθρωπος του Παρισιού. Φιλόσοφος, ποιητής, πότης, ξιφομάχος, γυναικάς, φαφλατάς, καλός στο γράψιμο, στο σημάδι και στο παζάρι. Ο άρχοντας Φρανσουά Βιγιόν. Στην Αυλή των Θαυμάτων τον φωνάζουν Βασιλιά των Καρυδότσουφλων.

*

Η Αυλή των Θαυμάτων. Το πιό μαγικό μέρος του σύμπαντος. Φαίνεται σαν μιά συνηθισμένη αυλή γειτονιάς, όμως, στην πραγματικότητα, είναι η τελευταία ελεύθερη γωνιά του κόσμου, η Τελευταία Σπιθαμή. Η Τελευταία Σπιθαμή δεν είναι συγκεκριμένος χώρος, ούτε συγκεκριμένος χρόνος. Είναι ιδιότητα. Είναι αυτό που σε κάνει να μπορείς να δεις πέρα απ’το πέπλο που σκεπάζει την αλήθεια. Είναι μικρή και εύθραυστη και είναι το μόνο που αξίζει να έχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο.
Η Τελευταία Σπιθαμή είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου απ’την στιγμή που γενιέται, κατάσταση μέσα στον χωροχρόνο που είναι άπειρος και άχρονος. Όμως, θέλει πολύ προσπάθεια να την διατηρήσεις. Δεν πρέπει ποτέ να την χάσεις, να την ξεπουλήσεις ή να την χαρίσεις. Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψεις να στην πάρουν. Δεν είναι λέξη, μα ούτε και η έννοια που η λέξη περιγράφει. Είναι παντού· στις Άνδεις, στην Μεσούντα και στην Πρέβεζα, στα κελιά, στα ορυχεία και στα εργοστάσια, στα αμπάρια των πλοίων και μες στα κίτρινα φώτα της πόλης. Η Τελευταία Σπιθαμή είναι το όριο. Μετά απ’αυτό, γίνεσαι κάτι άλλο.

Όμως αρκετά· γιατί πολύ λίγο έτσι αν συνεχίσουμε, η μικρή μας φάρσα όλα τα συστατικά στοιχεία που φάρσα την κάνουν κινδυνεύει να απωλέσει και να γίνει διαφήμηση, δακρύβρεχτη κοινωνική σείρα, σήριαλ στην τηλεόραση, ή –ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή- μελόδραμα· ρομάντσο της πεντάρας. Γιαυτό, άλλο ας μην χρονοτριβούμε και ευθύς τον λόγο ας παραχωρήσουμε σ’αυτό το τσούρμο, το μπουλούκι, τον θίασο των θρασυτάτων θεατρίνων που απρόσκλητοι ήρθαν εδώ αυτήν την νύχτα, να μας ταλαιπωρήσουν με την αφροσύνη τους –αφού στο τέλος όλοι θα πιαστούν- και για ανταμοιβή, στο φινάλε του έργου να διασκεδάσουνε την πλήξη μας, κλωτσώντας κωμικά το Τίποτα στην άκρη του σκοινιού του μπόγια, σ’αυτό το ήδη τελειωμένο βαριετέ, σε τούτη την ανόητη παράτα, εδώ, στο Βατερλώ των ηλιθίων.

*

“Μιά φορά και έναν καιρό
Ξένοι άγγελοι του Οκτώβρη ήρθανε τον Μάη
Και επισκέφτηκαν τους ντόπιους αγγέλους του Νοέμβρη.
Μα τους πυροβόλησαν”.

*

Το τρένο σταμάτησε αργά στον έρημο σταθμό. Ένας παράξενος ξένος κατέβηκε και στάθηκε στην πλατφόρμα. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Έμοιαζε με άνθρωπο καθημερινό, κανονικό, από αυτούς που δεν μπορεί κάποιος να περιγράψει, γιατί ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους είναι τόσο πολύ κοινά. Περπάτησε μέχρι την είσοδο και βγήκε έξω. Κοίταξε γιά μιά στιγμή τον φωτισμένο δρόμο, σαν κάτι να του θύμιζε και ύστερα, χάθηκε στο σκοτάδι.

*

-Και τι έργα παίζετε;
-Όλα τα είδη. Είμαστε βλέπεις ηθοποιοί περιστασιακοί και φανερώνουμε στο φως του προβολέα πράξεις που δεν θα έπρεπε να φανερώνονται.
-Να φανερώνονται ή να γίνονται;
-Μήπως δεν είναι κάθε πράξη μία σύμπτωση, ένα τυχαίο γύρισμα στα ζάρια, ένας συνδυασμός πιθανοτήτων; Και οι πρωταγωνιστές; Μήπως και αυτοί δεν είναι ρόλοι· ρόλοι που παίζουνε ανθρώπους σε ένα έργο ήδη τελειωμένο, σε ένα σενάριο γραμμένο από πριν;
-Εγώ, σαν τον θεό, δεν παίζω ζάρια, ούτε πιστεύω στις συμπτώσεις.
-Συμπτώσεις ή ψευδαίσθηση συμπτώσεων;

*

Ο Χαφιές ακολούθησε την γυναίκα του Αντάρτη. Φορούσε σόλες από καουτσούκ. Εκείνη δεν τον αντιλήφθηκε. Φτάσανε στον Συνοικισμό, ο ένας μπροστά και ο άλλος πίσω. Ο Χαφιές σημείωσε σε ένα μπλοκάκι το νούμερο του σπιτιού.

*

-Είμαστε κλόουν της παλιάς σχολής. Της σχολής του έρωτα, της ρητορείας και του αίματος. Παίζουμε και τα τρία μαζί –ή διαδοχικά. Παίζουμε αίμα και ρητορεία χωρίς έρωτα, ή έρωτα και αίμα δίχως ρητορεία -αν η όρεξή σας είναι τέτοια και οι καιροί το επιτρέπουν- όμως ποτέ έρωτα ή ρητορεία χωρίς αίμα. Το αίμα είναι υποχρεωτικό. Βλέπετε, όλα είναι αίμα.

*

Την πιάσανε. Μπήκαν στο σπίτι της την νύχτα και την πιάσανε. Οι Πέντε Δάκτυλοι, οι Ταγματασφαλίτες, τα καμάρια της Γριάς. Την ρίξαν στο κρεβάτι –στο κρεβάτι του Αντάρτη- στο κρεβάτι της. Και όταν τελειώσαν –μετά τρεις μέρες- [κουραστήκαν άραγε ή βαρέθηκαν;] η μάνα τους, η Φοβερή Γριά, έβαλε το τηγάνι στη φωτιά. Εκείνη, άλλο πιά δεν αντιστάθηκε. Μόνο παρακάλεσε γιά το παιδί της. Ο μεγαλύτερος γελώντας, άρπαξε το μωρό και το τίναξε στον τοίχο –σαν γατί. Και όπως κύμα μεγάλο σπάει πάνω στα βράχια της ακτής, έτσι διαλύθηκαν τα κόκκαλά του και το κρανίο έσπασε και τα μυαλά του σκόρπισαν στον τοίχο. Και όταν το λάδι έκαψε, της άνοιξαν το στόμα και η Φοβερή Γριά μέσα το έχυσε. Και όταν την βρήκανε την άλλη μέρα δεν είχε πρόσωπο, μόνο μιά πελώρια κόκκινη κηλίδα. Την βρήκανε οι γείτονες. Ξέραν ποιά ήταν. Ξέρανε ποιοί το κάνανε. Όμως φοβήθηκαν και μείναν τόσες μέρες σιωπηλοί, πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλα.

*

[Το έργο αρχίζει. Και καθώς το νόμισμα γυρίζει στον αέρα, όλοι ποντάρουν τα λεφτά τους έτσι ή αλλιώς, όπως αισθάνονται, γράμματα ή κορώνα. Η Ζωή, μιά συνιστώσα από πιθανότητες. Όμως, σε πείσμα των καιρών και των προβλέψεων, το νόμισμα θα μείνει στον αέρα].

*

Πρώτα ο Χαφιές. Η Κόκκινη Εξοχότητά του ήρθε γιά αυτόν. Τον έσυρε μες στο δωμάτιο και τον έδεσε στην καρέκλα. Και έπειτα ρώτησε: «Ποιά καταδίκη στον χαφιέ –και στον φασίστα- αξίζει;». Ο άλλος άρχισε να κλαψουρίζει. «Το έκανα γιά τα παιδιά μου, που πεινούσαν». «Και τα δικά μας τα παιδιά; Δεν κλαίνε; Δεν πεινάνε;». Σήκωσε το βαρύ σφυρί –και έμοιαζε με τον Θωρ, τον κοκκινόμαλο θεό των σιδεράδων. «Όχι έτσι», ούρλιαξε ο Χαφιές. «Με το όπλο, σε παρακαλώ με το όπλο». «Οι σφαίρες είναι γιά τους άντρες», απάντησε και το σφυρί κατέβασε στο πρόσωπό του. Ο άλλος, από ένστικτο τραβήχτηκε και δεν τον πέτυχε, τον πήρε ξώφαλτσα, του έλιωσε μόνο το σαγόνι και την γλώσσα. Τον κοίταξε -ενώ εκείνος προσπαθούσε να μιλήσει μέσα από την πληγή που λίγο πριν ήτανε στόμα- με παγερή ματιά. «Σκουλήκι», είπε και τον αποτέλειωσε με μιά σφυριά στην μέση του μετώπου.

*

-Δεν είναι παράλογο να παίζεις θάνατο;
-Αντιθέτως. Στον θάνατο έχουμε πολύ ταλέντο και αυτό πρέπει να το εκμεταλευτούμε. Πεθαίνουμε ηρωϊκά, κωμικά, ξαφνικά, τραγικά, βασανιστικά, αηδιαστικά, χαριτωμένα, ή, από μεγάλο ύψος.

*

Δεύτερη η Γριά. Μπήκε στο σπίτι βράδυ και ήταν μόνη. Οι γιοί της είχαν βγει να διασκεδάσουν. Δεν είχαν λόγο να φοβούνται. Εξάλου, αυτοί ήταν το Κράτος. Της έδεσε τα χέρια στο τραπέζι. Την κοίταξε. «Με αυτά τα χέρια έκαψες το πρόσωπό της;», ρώτησε. Η Γριά κατάλαβε πως θα πεθάνει. «Το φχαριστήθηκε η πουτάνα σου. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες την «βόλευαν» τα αγόρια μου», του είπε. «Οι γιοί σου θα πεθάνουν ένας-ένας», της απάντησε και έβγαλε το μαχαίρι. «Και ο θάνατός τους θα είναι αργός και βασανιστικός. Μα απόψε είναι η δική σου η σειρά. Ένα δάχτυλο γιά κάθε γέννα, σκύλα».
Της έκοψε το πρώτο δάχτυλο. Κρακ, έκανε το κόκκαλο καθώς έσπαγε και κείνη ούρλιαξε. Ο άντρας δυνάμωσε την μουσική. Όταν της έκοψε το τελευταίο, εκείνη λιποθύμησε. Την ξύπνησε με έναν κουβά νερό. «Ήρθε η ώρα», της είπε και έβαλε το τηγάνι στην φωτιά. Η φωνή του αντήχησε στον χώρο σαν παγωμένο ατσάλι.

*

-Γενιόμαστε με την γνώση της θνητότητας. Πρίν μάθουμε τον νόημα των λέξεων, πριν καν ακόμα ακούσουμε τις λέξεις, βγαίνουμε ματωμένοι και στριγκλίζοντας και με την γνώση ότι γιά όλα τα σημεία της πυξίδας υπάρχει μία μόνο κατεύθυνση· και ο Χρόνος είναι το μόνο μας μέτρο.

*

Τον μεγαλύτερο, τον έσφαξε μες στο σκυλάδικο. Πρώτα, εκτέλεσε του μπάτσους –την παρέα του. Είχανε βγει γιά διασκέδαση –Σαββάτο βράδυ. Τους έριξε από μιά σφαίρα στο κεφάλι –τρεις από δαύτους. Οι υπόλοιποι πελάτες του σκυλάδικου μαρμάρωσαν. Του άνοιξε την κοιλιά με το μαχαίρι του. Ο μπουραντάς γονάτισε, κρατώντας τα άντερά του στις παλάμες. «Θα ζήσεις μισή ώρα –βία τρία τέταρτα. Μετά, καπούτ, ντεκόρντε. Αυτό είναι το δώρο μου· τρία τέταρτα ζωής. Στο μεταξύ, σκέψου τι έκανες». Έφυγε όπως ήρθε. Εξαφανίστηκε μέσα στην νύχτα.

*

Τους δυό επόμενους, με έξι σφαίρες στο στομάχι, τρεις στον καθένα. Άργησαν να πεθάνουν. Ο ένας τους, πρόλαβε και έδωσε κατάθεση. Δεν διαφώτισε πολύ τους ασφαλίτες. Ύστερα πέθανε, στην εντατική, από σηψαιμία.

*

Τον τέταρτο τον πέτυχε μετά από χρόνια. Ήτανε πιά κοινωνικά σημαντικός [πολιτικός, εφοπλιστής ή κάτι τέτοιο· το βρήκα· τραπεζίτης -πάντα μου αρέσει να σκοτώνω τραπεζίτες στα έργα μου]. Μπήκε μες στο γραφείο του με μία ανθοδέσμη απ’το καλύτερο ανθοπωλείο της περιοχής. «Γιά τα γενέθλιά σας» του είπε και τούκοψε τον λαιμό. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Πήρε και φιλοδώρημα, από την γραμματέα.

*

[Το έργο μας σχεδόν κοντεύει να τελειώσει. Μα πριν το τέλος και ενώ ακόμα ένα πτώμα υπολείπεται –γιατί, τι φάρσα θα ήταν το έργο μας, αν ζωντανούς αφήνει πίσω· θάθελα τότε σκότωμα- καιρός τον ήρωά μας να γνωρίσουμε. Το ενδιαφέρον δεν είναι ποιός, αλλά τι είναι -γιατί ανόητο θα ήτανε εκ μέρους μας ταυτότητες να ψάχνουμε μες στις Σκιές. Αυτός δεν είναι κάποιος, είναι όλοι μας, το κυκλικό Μηδέν και το άπειρο Τίποτα
–κύριος με ήθος και καλό γούστο, που δουλειά διαβόλου ήρθε να κάνει. Και θα σταθεί αντιμέτωπος με την Δικαιοσύνη (που, ως γνωστόν, είναι τυφλή- ή μήπως μόνο τα μάτια της έχουν δέσει), πριν το ματσάκι πάει στην παράταση, πριν «ο λαιμός του μάθει πόσο ο κώλος του ζυγίζει». Μα δεν είναι ακόμα η ώρα. Και αφού είναι ο ήρωας του έργου μας και αφού –όπως σε κάθε έργο- καταποντίζονται οι κακοί και οι καλοί θριαμβεύουν –αν και συνήθως ατυχούν στο τέλος- λίγο απ’τον δανεικό χρόνο που του απόμεινε ας του δώσουμε, γιά να τελειώσει την δουλειά. Μα αν αδύνατο στομάχι έχετε, να σταματήσετε εδώ το διάβασμα προτείνω. Γιατί, αφού ο φόνος είναι τέχνη, αυτή η τελευταία ιστορία, είναι το Κύκνειο Άσμα του Δασκάλου· το Κινέζικο Μπωλ].

*

Ο τελευταίος, ήξερε και φυλαγόταν. Ζούσε σε ένα μεγάλο σπίτι-φρούριο. Το φύλαγαν Πράκτορες και ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Τον παρακολουθούσε πέντε χρόνια. Και μιά βραδυά, έκοψε τον συναγερμό και μπήκε μέσα. Τον βοηθούσε η βροχή, που έπεφτε μανιασμένα πάνω στις πόλεις των ανθρώπων. Εκτέλεσε τους Πράκτορες και τα σκυλιά με σιγαστήρα. Τον έδεσε ανάσκελα πάνω στο βαρύ γραφείο. Σαν είδε την γυναίκα του και το παιδί, δίστασε, έκανε να φύγει. [Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή άλλαξε γνώμη και τους άφησε να ζήσουν]. «Λυπήσου μας», σιωπηλά ικέτεψε η γυναίκα. «Λυπάμαι», της ψιθύρησε εκείνος και πέρασε την κοφτερή του λάμα απ’τους λαιμούς τους. Μόλις τα άψυχα σώματα έπεσαν κάτω, στράφηκε στον ταγματασφαλίτη. «Και τώρα οι δυό μας. Με θυμάσαι;», ρώτησε και εγκλώβισε ένα ζωντανό ποντίκι πάνω στο γυμνό στομάχι του Φασίστα, με την βοήθεια ενός μπρούτζινου μπωλ. Άρχισε να ζεσταίνει την πάνω μεριά του μπωλ με ένα καμινέτο. Έντρομο το ζώο προσπάθησε να βρει οδό διαφυγής γιά να γλυτώσει από την ζέστη. Ο Χίτης ούρλιαξε καθώς ο ποντικός του έτρωγε τα σωθικά.
Το Κινέζικο Μπωλ.

*

Ακόμα εδώ είστε; Υπέθεσα πως θα είχατε φύγει, να πάω και εγώ να παίξω μπάλα. Αλλά απ’ότι φαίνεται, πολύ αγαπάτε τα σπλάτερ σενάρια, και περισσότερο –ίσως- κι από εμένα διεστραμένοι είστε –σάπιοι ως το κόκκαλο, ήδη νεκροί. Μα ας είναι, και ελάτε τώρα να χωρίσουμε σαν φίλοι που αγαπήθηκαν πολύ και καληνύχτα να σας πω, εδώ, στην μέση του άπειρου Τίποτα, «στην ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς». Η Παράσταση κοντεύει να τελειώσει και μαζί της ο Αόρατος Θίασος θα επιστρέψει από εκεί που ήρθε, στον μεγάλο νυχτωμένο κάμπο. Μας έχει μείνει μόνο ένας τελευταίος χορός. Θα τον χορέψουμε μαζί, στις τρεις του Μήνα της Γέννησης και του Θανάτου. Του Μήνα της Τελευταίας Σπιθαμής.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα