2. ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ. ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ.

Με τι θυσίες, με ποιό αντάλαγμα
μπορεί να γεννηθεί μιά πόλη;
J.D.Morrison.


-Λοιπόν; Ειπώθηκε ότι έπρεπε να πούμε; ρώτησε ο Κοροβιόφ.
Ο Μαίτρ έγνεψε σιωπηλά, με σφιγμένα χείλη.
-Τότε λοιπόν φωτιά, ούρλιαξε ο Αζαζέλο, κρατώντας ήδη το αναμένο κούτσουρο στο χέρι.
-Φωτιά, είπε και η Μαργαρίτα και η φωνή της αντήχησε όπως ξυράφι που σέρνεται σε λαμαρίνα -πάνω απ’την κοιλάδα.
-Έτσι άρχισε ο Κόσμος και έτσι εμείς τελειώνουμε τα πάντα, ψιθύρισε ο Σκοτεινός Βολάντ και ο ψίθυρός του ακούστηκε σαν σφύριγμα φιδιού -μες στο σκοτάδι.

*

Ήταν Ιούλιος. Έκανε ζέστη. Ο Αντώνης ο Αγωγιάτης σταμάτησε στην πλατεία της Χώρας. Έδεσε το μουλάρι του –όπως ήταν, φορτωμένο το αγώϊ- και μπήκε στο καφενείο.
Ο χώρος ήταν σκοτεινός και ποτισμένος από την στυφή μυρωδιά ιδρώτα και μπύρας. Οι θαμώνες -πετράδες, οικοδόμοι, κτηνοτρόφοι και σκαφτιάδες απ’τα γύρω χωριά- τον καλωσόρισαν.
-Αργύρη πιάσε μιά μπύρα, είπε στον μαγαζάτορα, αντιγυρίζοντας τον χαιρετισμό.

*

Ο Δημοσθένης απέκτησε γάτες. Να πως έγινε. Ξύπνησε ένα πρωί και βγήκε στην αυλή. Καθώς έπινε τον καφέ του άκουσε κάτι αδύναμα νιαουρητά. Πήρε τα κυάλια του –απαραίτητο αξεσουάρ γιά κάθε συνεπή ματάκια- και επιθεώρησε την κοίτη του ποταμιού. Και τότε τα είδε. Τέσσερα νεογένητα γατιά, πεταμένα στην όχθη, με κλειστά ακόμα τα μάτια τους.
-Να πάρει ο διάολος, είπε ο Δημοσθένης, που σιχαινόταν τις εξαρτήσεις και τις ευθύνες.
Κατέβηκε στο ποτάμι και τα μάζεψε. Βρίζοντας μέσα απ’τα δόντια του, πήγε μέχρι το κτηνιατρείο της γειτονιάς.
-Καλά, είπε -περισσότερο στον εαυτό του και λιγότερο στον κτηνίατρο- γιατί δεν προσέχουν τα ζώα τους; Γιατί δεν τα στειρώνουν;
-Έλα μου ντε! απάντησε εκείνος. Αμ το άλλο; Που κάθε καλοκαίρι γεμίζει το Αιγάλεω και ο Υμητός σκυλιά; Κατάλαβες; Φεύγουν διακοπές, πετάνε το σκυλί τους –που το βαρέθηκαν- στον δρόμο. Και τώρα; Τι θα κάνεις;
-Ξέρω’γω;
-Να πας στη Φιλοζωϊκή.
-Θα πάω. Δώσε μου γάλα αποστειρωμένο, ρύζι γλασσέ και δύο μπιμπερό.

*

Άνοιξε την τηλεόραση. Οι σκηνοθέτες των καναλιών κάναν καλά την δουλειά τους. Οι κάμερες ζουμάριζαν πάνω στα καμένα ζώα, στα δέντρα που λαμπάδιαζαν και στους κατοίκους, που πανικόβλητοι φεύγαν μακριά απ’το μέτωπο της φωτιάς. «Καιγόμαστε! Που είναι το Κράτος;», φώναξε μιά γυναίκα στην κάμερα ένα, πριν επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό της. Στο κεφαλόσκαλο, ο σκύλος κοιτούσε το αμάξι που ξεμάκραινε κουνώντας την ουρά του.

*

Οι τρεις τους, φτάσαν στο Ντουμπρόβνικ. Πυκνός καπνός σκέπαζε την πόλη. Τα γύρω δάση καίγονταν όλη την μέρα. Η φωτιά πλησίαζε τα πρώτα σπίτια.
-Μπράβο, είπε ο ένας, πάντα τέτοια.
-Τι λες μωρέ μαλάκα; είπε ο άλλος. Τρελός είσαι;
-Γιατί; Δεν είναι ωραίο θέαμα;

*

Το παλιό φορτηγό έβαλε ρότα γιά το πέρασμα του Ντρέικ. Στη γέφυρα, ο καπετάνιος συζητάει με τον λοστρόμο.
-Το έχεις κανονίσει;
-Ναι.
-Ποιούς;
-Δυό φιλιπίνια.
-Μίλησες με το αφεντικό;
-Ναι. Είναι στην Αθήνα. Τα έχει όλα έτοιμα. Μας περιμένουνε στα Φώκλαντ.
Το λίμπερτι ταξιδεύει «με κουρασμένα μίλια» μες στη νύχτα.

*

Ο Δημοσθένης πήγε στην Φιλοζωϊκή. Συζήτησε την κατάσταση με τον νεαρό κτηνίατρο.
-Εντάξει, του είπε εκείνος, θα έρθω αύριο.
-Και;
-Θα τους κάνω ένεση.
-Τι ένεση;
-Ευθανασία.
-Τρελός είσαι άνθρωπέ μου; Τα έσωσα από αβέβαιο θάνατο γιά να τα στείλω σε βέβαιο; Δεν έχεις κανέναν να τα δώσουμε; τον ρώτησε με την αγωνία του ανθρώπου που έχει ζήσει πάρα πολλά χρόνια σε κανονικά κράτη.

*

Ο Αντώνης βγήκε απ’το καφενείο. Το μουλάρι του τον περίμενε απ’έξω, μέσα στην ζέστη. Η σιδερένια λαιμαριά του είχε πληγώσει τον λαιμό και η μυρωδιά απ’το αίμα μάζευε τις μύγες. Ο Αντώνης έλυσε το σχοινί. Το ζώο δεν κουνήθηκε. Είχε κουραστεί. Ο αγωγιάτης προσπάθησε να το τραβήξει. Δεν τα κατάφερε. Το κοίταξε με τα θολά του μάτια. Βρίζοντας και παραπατώντας άρπαξε μιά ξύλινη καρέκλα. Άρχισε να το χτυπάει με μανία. Η καρέκλα έσπασε πάνω στην πλάτη του ζώου.

*

Τα συνεργεία της τηλεόρασης πήγαν στον τόπο της φωτιάς. «Καταστραφήκαμε», είπε η γυναίκα, δείχνοντας με το χέρι το μαντρί της. Η κάμερα έκανε ζουμ στα καμένα ζώα –μέσα από τον κλειδωμένο φράχτη. «Πάνε τα ζωντανά μου. Τρακόσα είκοσι πρόβατα. Να, μετρήστε τα. Ποιός θα με αποζημιώσει εμένα; Καταστράφηκα», ξαναείπε η γυναίκα. Ο σκύλος –κι αυτός καμένος- ήταν δεμένος με την αλυσίδα του.

*

-Σκούρα τα πράγματα, είπε ο Κίμωνας, που έβλεπε ειδήσεις, στο σπίτι του Δημοσθένη.
-Εμ; Μόνο εκκλησίες ξέρουνε να φτιάχνουνε. Καμιά υδροφόρα δεν αγοράζουνε. Ούτε στέρνες, ούτε ζώνες δασοπυρόσβεσης –και εκεί που υπάρχουν δεν τις καθαρίζουν απ’τα ξερά χορτάρια- ούτε καν ένα σχέδιο εκκένωσης του χωριού. Τίποτα. Αφού ρε φίλε, μέσα σε δάσος ζεις!
-Αυτή είναι η Ελλάδα. «Πίστευε και μη ερεύνα».
-Εγώ είμαι με την άλλη Ελλάδα.
-Ποιά άλλη;
-«Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
-Μπα; Υπάρχει και τέτοια;
-Ναι. Θες να μάθεις να ταϊζεις γατάκια;
-Όχι.

*

Ο Τάι ο φιλιπινέζος ξύπνησε στη μέση της νύχτας από την σειρήνα που σήμανε συναγερμό. Ήταν το πρώτο του ταξίδι. Πετάχτηκε όρθιος φορώντας το παντελόνι του και γύρισε το κλείστρο της βαριάς μαντεμένιας πόρτας. Η πόρτα δεν άνοιξε. Απ’τα μεγάφωνα ακούστηκαν οδηγίες στα ελληνικά. Ο Τάι χτύπησε με τα χέρια του την πόρτα.
Έπεσε πάνω της με δύναμη. Η κλειδωμένη πόρτα δεν άνοιξε. Tα μεγάφωνα σώπασαν. Το νερό άρχισε να μπαίνει στην καμπίνα. Ο Τάι ούρλιαξε.

*

-Φωτιά, ξανάπε ο Βολάντ. Στη φωτιά η παλιά ζωή.
-Και οι πίκρες και τα βάσανα μαζί, συμπλήρωσε η Μαργαρίτα.

*

Ο Εφοπλιστής εισέπραξε την ασφάλεια.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα


Υ.Γ. goners are looking for you, Princes M.