7. Η ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΑ ΠΛΑΚΑ.

Ο ξένος πλήρωσε το ποτό του και σηκώθηκε. Βγήκε απ’το μπαρ και σταμάτησε ένα ταξί.
-Που πάτε; τον ρώτησε ο ταξιτζής.
-Καλλιθέα.
-Ελάτε. Θα πάμε την κυρία εδώ πιό πάνω, και μετά θα σας πάω, είπε ο ταξιτζής, .
Ο ξένος κάθισε στο πίσω κάθισμα. Η γυναίκα καθόταν στην θέση του συνοδηγού. Το ταξί κατευθύνθηκε στο κέντρο της πόλης. Ανέβηκε την Ασκληπειού, πέρασε την γέφυρα των Δικαστηρίων, διέσχισε την Κυψέλη και έφτασε στο Γαλάτσι. Η γυναίκα κατέβηκε.
Ο ταξιτζής κατευθύνθηκε στην Πατησίων.
-Καλλιθέα είπαμε ε;
-Άλλαξα γνώμη, είπε ο ξένος. Θα πάμε εκεί που με πήρατε.
Έφτασαν ξανά μπροστά στο μπαρ. Το ταξίμετρο έγραφε έντεκα ευρώ. Ο ξένος άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
-Εε, που πας; δεν θα με πληρώσεις; ρώτησε ο ταξιτζής. Ο ξένος τον κοίταξε άγρια πάνω απ’τον αριστερό του ώμο.
Μπήκε στο μπαρ. Μέσα στο μαγαζί κάθε κίνηση είχε σταματήσει. Του φάνηκε ότι έχει μπει σε μιά φωτογραφία. Τα μόνα πρόσωπα που έδειχναν πραγματικά, ήταν ένας τύπος που φορούσε άσπρο κοστούμι με κόκινη γραβάτα και η σερβιτόρα με τα κόκκινα μαλλιά.
-Ο δόκτορ Κόϋνερ υποθέτω, είπε εκείνη, απευθυνόμενη στον άνθρωπο με την κόκκινη γραβάτα.
«Η Τζένη και τα φτηνά της κόλπα», μονολόγησε ο ξένος και βγήκε απ’το μπαρ.
Διάλεξε μιά διαδρομή προς την θάλασσα. Περπάτησε κατά μήκος του μεγάλου φωτισμένου δρόμου. Τα αυτοκίνητα αργοκυλούσαν δίπλα του κάτω απ’τα κίτρινα φώτα.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε ο Γιώργος ο Μπούγκι τον Κίμωνα.
-Βεβαίως, του απάντησε εκείνος. Ο Ολυμπιακός.
-Κίμωνα με κοροϊδεύεις!
-Καθόλου. Δεν έχεις ακούσει που λένε «Θρύλε Θεέ μου, Ολυμπιακέ μου»; Τι νομίζεις ότι σημαίνει αυτό; Ότι –απλούστατα- μιά ομάδα ανθρώπων έχει διαλέξει γιά θεό της τον Ολυμπιακό.
-Εντάξει, κατάλαβα. Όμως εγώ μιλάω γιά τον άλλο, τον ένα και μοναδικό.
-Α, μιλάς γιά εκείνον τον γέρο με την γενειάδα που προσκυνάν οι εβραίοι.
-Και οι χριστιανοί.
-Και οι μουσουλμάνοι. Αυτός τάχει φάει τα ψωμιά του. Είναι και τριών χιλιάδων ετών.
-Ενώ ο άλλος; Ο δικός μας;
-Ζεν πρεμιέ. Την ψυλιάστηκε την δουλειά ο Παύλος και είπε: «δεν τραβάει η ομάδα. Δεν κάνουμε καμμιά μεταγραφή;». Τάσκασε στους εβραίους και τον έφερε στη Ρόμα. Και στο πρώτο επίσημο ματς –μέσα στο Κολοσσαίο- του κάνει μακρινή μπαλιά ο Εωσφόρος –δεν είχε πάρει ακόμα μεταγραφή- και στην πρώτη του επαφή με την μπάλα, τσακ, το χώνει το γκολάκι. Πίστη-Λογική, 1-0. Και επειδή η Ιστορία γράφεται από τους νικητές, τσίμπα και την Βίβλο της Ομάδας Που Κερδίζει. ΙΝΒΙ Custom Shop. Και πάρε και κεράκια και εικονίτσες και διαρκείας και τίμιο ξύλο. Ξέρεις πόσα δισεκατομύρια φανέλες με το νούμερο τριάντα τρία έχουν πουληθεί όλα αυτά τα χρόνια;
-Προπονηταράς ο Παύλος, ε;
-Βέβαια.
-Και πως δεν τον κρατήσαν οι εβραίοι;
-Τους φάνηκε ακριβός.
-Αυτοί δεν θα κάνουν ανανέωση; Ο άλλος με την γενειάδα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.
-Τι λες ρε; Ξέρεις τι συμβόλαιο έχουν υπογράψει; Δρακόντειο. Άντε σπάσε την ρήτρα μετά από τρείς χιλιάδες χρόνια.
-Οι άλλοι, οι μουσουλμάνοι;
-Αα, αυτοί είναι η νέα δύναμη. Αυτοί ρισκάρανε με τον Μωάμεθ και τους βγήκε κελεπούρι. Έκατσε και το σκέφτηκε ο άνθρωπος, εκεί στην έρημο που ήταν. Σου λέει: «εμείς τι έχουμε; Έρημο έχουμε. Και τι έχει η έρημος; Άμμο και καμήλες. Άρα, δεν μπορούμε να φτιάξουμε γήπεδο εδώ». Αλλαγή έδρας. Πιλάφια, ουρί, νερά, μουσικές, δέντρα Καλού-Κακού και γύρω-γύρω χασισιές. Παράδεισος. Εγκρίθηκε το γήπεδο απ’την Ομοσπονδία και τότε κάνει ο Μωάμεθ –άλλος τεράστιος προπονητής- το μεγάλο κόλπο: ζητάει δανεικό απ’τους εβραίους αυτόν με τη γενειάδα –που ήταν στις καλές του ακόμα. Θυμάσαι; Πριν από χίλια τετρακόσια χρόνια.
-Είχε παίξει καλή μπάλα τότε.
-Βέβαια. Είχανε παίξει με την άλλη, την περσική, την Αχούρα Μάζντα και την είχαν διαλύσει. Τρία γκολάκια είχε χώσει ο παππούς. Γάτα ο Μωάμεθ, μόλις βλέπει ότι το κόλπο πιάνει, βγάζει φιρμάνι: «ένας είναι ο θεός και προφήτης αυτού ο Μωάμεθ». Ούτε δεύτερες παρουσίες, ούτε εκλεκτοί, ούτε γιοί θεού, τίποτα. Και κυρίως, ούτε δόγμα. Πάρτε το Κοράνι και κόφτε τον λαιμό σας• κάντε ότι γουστάρετε –ότι σας φωτίσει ο θεός. Ισόβιος παίκτης-προπονητής ο Μωάμεθ, επιστρέφει τον παππού στους εβραίους και ξεκινάει να στήνει καινούρια ομάδα: Αυτοκρατορία του Ισλάμ –με έδρα την Μέκκα. Με άλλα λόγια, όλοι οι καλοί χωράνε. Δεν μας ενδιαφέρει αν είσαι μαύρος, άσπρος, κίτρινος, κόκκινος ή μπλε, μας ενδιαφέρει μόνο αν πιστεύεις στον θεό –που προφήτης του είναι ο Μωάμεθ. Γκολ απ’τα αποδυτήρια. Βρήκε και την μαύρη την κοτρώνα στην Μέκκα –που την προσκυνούσαν από πριν εκείνοι οι ηλίθιοι που ανταλάσουν γυναίκες με καμήλες- την έκανε έμβλημα και ξεκίνησε γιά την Ισπανία. Το σλόγκαν; Εφυέστατο: «Ισλάμ• από τα Πυρηναία μέχρι την Σαμαρκάνδη». Και όλα αυτά μέσα σε σαράντα χρόνια.
-Παιχτούρα τρελή.
-Είπαμε: παίχτης-προπονητής.

Ενώ ο Κίμωνας με τον Γιώργο περπατούσαν στην παραλία λέγοντας όλες αυτές τις ανοησίες, ένας παράξενος άντρας εμφανίστηκε μέσα από μιά συστάδα κέδρων, κουβαλώντας μία πλαστική σαιζ-λονγκ. Πως; Ποιά παραλία; Αα, σωστά, ξεχάστηκα.
Είναι καλοκαίρι του Σωτήριου Έτους 2005 μετά την έλευση του Θεανθρώπου στον ταπεινό μας πλανήτη και ο Κίμωνας με τρεις πιτσιρικάδες φίλους του έχει πάει σε ένα ξερονήσι στην μέση του Λιβυκού. Είναι εφοδιασμένοι καλά –με τα σέα και τα μέα τους- και χαζολογάν ολημερίς κάτω απ’τους κέδρους. Τα απογεύματα, όταν πέφτει ο ήλιος, κόβουν βόλτες στην παραλία. Το νησί έχει και άλλους παραθεριστές, αλλά είναι συγκεντρωμένοι στην απέναντι μεριά, εκεί που ξεφορτώνει το καράβι. Ενώ λοιπόν περπατάν οι δυό τους στην παραλία με τους φραπέδες τους στα χέρια, κάνει την εμφάνισή του ο μεγάλος σούπεργκόνερ Θέμις ο Αφανής, κουβαλώντας μία άσπρη πλαστική σαιζ-λονγκ. (Supergoners είναι οι goners που δεν έχουν ίντερνετ). Ο Θεμιστοκλής είναι γύρω στα πενήνταπέντε, έχει μακριά μαλλιά και μούσια, φοράει σορτς και παντόφλες και είναι κατάμαυρος από τον ήλιο.
-Ρε παληκάρια, λέει ο Αφανής, δεν με βοηθάτε να πάω αυτό το ρημάδι στο σπίτι;
-Ποιό σπίτι; λέει ο Κίμωνας κοιτάζοντας με απορία τους κέδρους γύρω. Έχεις δει εσύ κανένα σπίτι πάνω στο νησί; ρωτάει τον Γιώργο.
-Πάμε και θα δείτε, ξαναλέει ο Θέμις. Έχω και ρακή.
-Ρακή; Πάμε αμέσως! Εγώ θα πάρω τους καφέδες.[Κίμωνας ο Λουφαδόρος].
Ο Αφανής τους οδήγησε μέσα στο κεδρόδασος σε μιά συστάδα μεγάλων δέντρων, που από κάτω ήταν στημένη μία στρατιωτική σκηνή και ένα ξύλινο παραληλόγραμμο τραπέζι. Πίσω απ’το τραπέζι, σε μιά κατασκευή με πλεγμένα κλαδιά, ήταν κρεμασμένες κατσαρόλες, μπρίκια, τηγάνια, μαχαίρια και κουτάλες. Δίπλα, σε ένα ξύλινο ράφι, υπήρχαν ποτήρια και πιάτα.
-Καθήστε, είπε ο Θεμιστοκλής, ακουμπώντας τρία ρακοπότηρα στο τραπέζι.

*

[Ένα ποτάμι φως αργοκυλάει μέσα στην πόλη των Ανθρώπων. Στην μέση του, μιά γέφυρα ενώνει τις δυό όχθες. Κρέμεται απ’τον ουρανό δεμένη με το άθραυστο νήμα του Χρόνου. Έχει ένα φανάρι στην κάθε άκρη. Φανάρια λιμανίσια, ναυτικά, κόκκινο-πράσινο• κι έτσι περνάς στην αντίπερα όχθη• χρειάζεται να ταιριάξεις τα φανάρια. Την γέφυρα φυλάει ναύτης από την Σαντορίνη που έχει το όνομα της ιερής παρθένας. Στέκεται μέσα σε ναό, αφιερωμένο σε αυτόν που προσκυνάν όλοι στο τέλος. Ο ναύτης καβαλάει μηχανάκι. Παντρεύτηκε στις δεκαπέντε του Απρίλη. Στην απέναντι όχθη, λόφος με κυπαρίσια ξεκινάει. Ο τόπος είναι ιερός. Εκεί, στους πρόποδες του λόφου -αθέατη στα μάτια των πολλών- στέκει η Λέσχη].
.

*

-Σας αρέσει το σπίτι μου; Δώδεκα χρόνια ζω εδώ, είπε ο Αφανής, γεμίζοντας τα ποτήρια.
-Πως και έτσι; τον ρώτησε ο Κίμωνας.
-Επιλογές. Παλιά ήμουν ψαράς. Άνοιξα στο χωριό μιά καφετέρια –και πήγε καλά. Μετά, άνοιξα και ένα μπαρ. Πολύ χρήμα. Μου άρεσε η νύχτα. Και ο τζόγος. Όμως, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Αναπάντεχη. Και μία μέρα, συμβαίνει κάτι και σιχαίνεσαι τον κόσμο. Αποφάσισα να έρθω εδώ• με την γενήτριά μου, την σκηνή μου, το ράντζο μου• και σιγά-σιγά έφτιαξα αυτά που βλέπετε γύρω σας. Καλιεργώ ντομάτες, μελιτζάνες, ότι μου χρειάζεται. Έχω και τις καβάτζες μου. Άμα βαριέμαι πολύ –περίπου κάθε τρία χρόνια- πηγαίνω στο χωριό, παίρνω δέκα χιλιάρικα, ανεβαίνω στην Αθήνα και τα τρώω στις πουτάνες και στον τζόγο. Αλλά δεν αντέχω πολύ• βία μιά βδομάδα.
-Και που τα βρίσκεις δέκα χιλιάρικα;
-Είναι τα παιδιά μου στο χωριό. Τους έχω αφήσει τα μαγαζιά.
-Πόσα παιδιά έχεις;
-Δύο.
-Γυναίκα;

*

Ο Ντόριαν Γκρέι καθόταν ήσυχα-ήσυχα στο πεζούλι και έπινε μιά παγωμένη μπύρα. Είχε κάνει μιά μεγάλη βόλτα –είχε περάσει από όλα σχεδόν τα μπαρ του κέντρου- και το ξημέρωμα τα βήματά του τον έφεραν στην γειτονιά της φοινικιάς. Ξαφνικά, ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά του και ένας νεαρός αστυνομικός βγήκε απ’την πόρτα του συνοδηγού.
-Τι πιριμίνεις συ δω χάμου; τον ρώτησε.
«Μπα; Παίρνει η αστυνομία και αλβανούς; Μωρέ μπράβο. Σε τι προοδευτική χώρα ζω;», σκέφτηκε και απάντησε:
-Την Βασιλεία των Ουρανών.
-Μι κοροϊδεύς; αγρίεψε ο αστυνομικός.
-Καθόλου, απάντησε ο Ντόριαν Γκρέι σοβαρά, είμαι ιεχωβάς και περιμένω την Δευτέρα Παρουσία.
-Στάθ, ιφτούς ιδώ μι κοροϊδεύ, είπε ο αστυνομικός στον οδηγό του περιπολικού. Εκείνος βγήκε έξω.
-Τι κάνεις εδώ; ρώτησε κι αυτός με την σειρά του.
-Ότι γουστάρω, του είπε ο Ντόριαν Γκρέι.
-Τι εννοείς;
-Εννοώ ότι μπορείτε να μου κάνετε έλεγχο, να μου ζητήσετε ταυτότητα, να μου ζητήσετε να σας ακολουθήσω στο τμήμα γιά εξακρίβωση στοιχείων, όμως δεν μπορείτε να με ρωτάτε τι κάνω εδώ και να περιμένετε να σας απαντήσω, διότι έχουμε δημοκρατία και καθένας μπορεί να κάνει ότι θέλει –αρκεί να μην ενοχλεί τον άλλον. Επίσης, είμαι φορολογούμενος πολίτης και εσείς υπάληλοι του κράτους. Αυτό σημαίνει πως σας πληρώνω γιά να εξυπηρετείτε εμένα –τον Πολίτη- άρα κατά μία έννοια είστε υπάληλός μου• θα ήθελα λοιπόν να μου μιλάτε –όπως και εγώ- στον πληθυντικό.
-Στο Τμήμα.
-Μάλιστα.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε ο Γιώργος τον Θεμιστοκλή.
-Βέβαια, είπε ο Θεμιστοκλής. Κοίτα γύρω σου: ο θεός κέδρος, η θεά πέτρα, ο θεός ήλιος, η θεά θάλασσα, τα πάντα γύρω σου είναι θεοί. Λέγεται ζωή.
-Και η άλλη, η μετά θάνατον;
-Δεν ξέρω κανέναν που να γύρισε γιά να μας πει.

*

-Μήτσο, σου έφερα τον προϊστάμενό σου, ειρωνεύτηκε ο αστυνομικός μπαίνοντας στο γραφείο του αξιωματικού φυλακής.
-Έτσι ε; απάντησε ο Μήτσος –ο αξιωματικός φυλακής. Κύριε προϊστάμενε γιά αδειάστε τις τσέπες σας στο γραφείο παρακαλώ.
Ο Ντόριαν Γκρέι έβγαλε από τις τσέπες του μιά ταυτότητα, μιά κουβαρίστρα με πράσινη κλωστή, δυό χρησιμοποιημένα εισητήρια λεωφορείου, ένα μουσικό κουτί που είχε ζωγραφισμένο πάνω έναν αρλεκίνο, ένα κινέζικο ψηφιακό ρολόι, ένα μικρό κοχύλι, ένα πλαστικό γράμμα από σκράμπλ –το γράμμα έψιλον- ένα διαφημιστικό φυλάδιο γιά κάποιο τσίρκο, ένα μαύρο κομπολόϊ, τρεις πλαστικές χορδές γιά κιθάρα, ένα ποτήρι γιά ρακή, και μίση σοκολάτα.
-Αα, και σοκολατίτσα βλέπω, είπε ο Μήτσος.
-Γιατί, ψηφίστηκε νόμος που λέει πως η σοκολάτα είναι παράνομη;
Ο Μήτσος κοίταξε γύρω του με απελπισία. Ο κόσμος που περίμενε να εξυπηρετηθεί έβαλε τα γέλια.
-Μέσα, διέταξε ο Μήτσος τον υφιστάμενό του. Εξακρίβωση.
-Μάλιστα, είπε και ο Ντόριαν Γκρέϊ και ακολούθησε τον αστυνομικό στο άδειο, τσιμεντένιο κελί.
-Γιά να δούμε αν θα γελάς τώρα, του είπε ο υφιστάμενος και βγήκε κλείνοντας την πόρτα.
«Τέλεια», μονολόγησε ο Ντόριαν Γκρέϊ ξαπλώνοντας στον τσιμεντένιο πάγκο, «επιτέλους λίγη ησυχία»• και κοιμήθηκε.

*

Χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε. Ένα πράσινο φως πλημύρισε τον διάδρομο.
-Τι θέλεις; του είπε.
-Να σου πω κάτι.
-Τι;
-Του Καρυωτάκη είναι οι Σημειώσεις γιά την Όραση.

*

Ο Κριστομπάλ περπάτησε μέχρι το σταυροδρόμι. Στην μέση, στην νησίδα, κάτω απ’τα κίτρινα φώτα, στεκόταν ο Μπίλι ακουμπισμένος με τον αγκώνα στο μηχανάκι του.
-Έι, Κριστομπάλ, του φώναξε κοιτώντας τον λοξά πάνω απ’τον ώμο του, τι χαμπάρια;
-Τη βγάζω μικρέ. Εσύ; Έμαθες να παίζεις; τον πείραξε εκείνος.
-Ε, κάτι έμαθα, του απάντησε ο Μπίλι χαμογελώντας πονηρά, και στριφογύρισε την μπακέτα του στα δάχτυλα.
-Δείξε μου.
Κουβέντιαζαν αντικρυστά οι δυό τους και ανάμεσά τους περνούσαν τα αυτοκίνητα με τα κίτρινα φώτα τους σαν σε αργή κίνηση.
-Θα παίξουμε ένα μπούγκι γιά τον δρόμο;
-Πρέπει να έχεις αρχίδια γιά να παίξεις μπούγκι μικρέ, του είπε ο Κριστομπάλ πειραχτικά.
-Έχω αρχίδια, απάντησε ο Μπίλι χαμογελώντας.
-Αρχίδια έχεις, ανταπάντησε ο Κριστομπάλ –κι αυτός χαμογελώντας- και έβγαλε απ’την τσέπη της καμπαρτίνας του μιά φυσαρμόνικα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα