6. Ο ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΟΣ.

Ο Δημοσθένης βγήκε να αγοράσει ψάρια γιά τα γατιά του. Διάλεξε με προσοχή τα ψώνια του –ήταν πολύ προσεκτικός καταναλωτής- έκανε την βόλτα του στην πλατεία και περπάτησε μέχρι την στάση του τραμ. Κατευθύνθηκε στο τελευταίο παγκάκι –στο μόνο που είχε άδεια καθίσματα. Κάθισε στο ακριανό. Στην άλλη άκρη κάθοταν ένας παχύς τύπος που κρατούσε μιά χάρτινη σακούλα. Τους χώριζε ένα κάθισμα. Ο Δημοσθένης τον παρατήρησε με την άκρη του ματιού του. Εκείνος άνοιξε την σακούλα και έβγαλε από μέσα ένα πιροσκί. Το περιεργάστηκε γιά μερικά δευτερόλεπτα και μετά άρχισε να μαδάει τη ζύμη γύρω απ’το λουκάνικο. Όταν έφτασε στην επιθυμητή αναλογία ζύμης-λουκάνικου, καταβρόχθισε το μισοπιροσκί με δυό μπουκιές. Ύστερα, έβγαλε ένα άλλο πιροσκί απ’την σακούλα.
Ο Δημοσθένης –που είχε την δική του άποψη γιά την Λογική- σκέφτηκε ότι η εικόνα του κόσμου που μας περιβάλει, δημιουργείται από μιά λεπτή ισοροπία ιδιωτικών παράλογων λογικών, που είναι εύκολο να διαταραχθεί. Παρατηρούσε το περιβάλον με την ματιά ενός ανθρώπου που έχει εντελώς διαφορετικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις από κάποιον άλλο κάτοικο της περιοχής μεγαλωμένο σε αυτό ακριβώς το περιβάλον –από τον διπλανό του, γιά παράδειγμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα αυτοκίνητα δεν σταματάνε στο κόκκινο (κινδύνεψε πολλές φορές να τον πατήσουν), γιατί οι γείτονές του αφήνουν τα σκουπίδια δίπλα στον κάδο (αντί να τα ρίχνουν μέσα), γιατί κάθε δημόσια υπηρεσία σκάβει το δικό της χαντάκι στον δρόμο, γιατί ένα πλοίο κάνει δεκατέσσερεις ώρες να πάει από το Λαύριο στην Νάξο, γιατί η σήραγγα του Αρτεμισίου κάθε χρόνο πλημυρίζει και άλλα τέτοια. Δεν μπορούσε επίσης να κατανοήσει τον όρο «νομιμοποίηση αυθαιρέτων» -όσο και αν προσπαθούσε ο Βίκτωρας να του τον εξηγήσει. (Ο Κίμωνας πολύ διασκέδαζε με αυτές τις απορίες του Δημοσθένη –γελούσε με την ψυχή του- όμως εκείνος –συνεπής στην πετραδάκι-πετραδάκι δομημένη προσωπική λογική του- θεωρούσε τον Κίμωνα τρελό και μηδενιστή• ειδικά όταν άρχιζε να αναπτύσει τις παράξενες θεωρίες του γιά το χάος και την αταξία).
Την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ένα μεγάλο μυστήριο ταλαιπωρούσε το μυαλό του• όχι το ότι ο διπλανός του –ή πιό σωστά ο παραδιπλανός του- πετούσε τα περισεύματα της ζύμης μπροστά στα πόδια του –αυτό το είχε ξαναδεί- αλλά η μεθοδολογία της επιλογής της προς βρώσιν ποσότητας ζύμης.
«Μάλλον θα κάνει δίαιτα», σκέφτηκε, και αμέσως μετά: «απ’την άλλη έχει φάει τέσσερα πιροσκί και πάει γιά το πέμπτο». Ο παχύς τύπος αυτή την φορά μάδησε όλη την ζύμη και κράτησε μόνο το λουκάνικο. Το κοίταξε γιά λίγο διστακτικός και μετά, με μία αποφασιστική κίνηση, το πέταξε σε ένα μεγαλόσωμο σκυλί που είχε ξαπλώσει στη σκιά. Ο σκύλος άνοιξε το ένα του μάτι, κοίταξε βαριεστημένα μία το λουκάνικο και μία τον τύπο και ξανακοιμήθηκε.
-Που καταντήσαμε, είπε ο παχύς τύπος απευθυνόμενος στον Δημοσθένη. Τα βλέπεις φίλε μου; Ούτε καν κουνήθηκε. Έχουμε καλομάθει όλοι –μέχρι και τα σκυλιά. Όλα στο πιάτο. Σε άλλες χώρες πεθαίνουν απ’την πείνα και αυτός ο κοπρίτης ούτε κουνήθηκε. Εε, ρε Κατοχή που μας χρειάζεται.
Ο τύπος σταμάτησε περιμένοντας από τον Δημοσθένη μιά ένδειξη συμπαράστασης, όμως εκείνος –που δεν του άρεσαν καθόλου οι απροσδόκητες συναναστροφές- συνέχισε να κοιτάει ευθεία μπροστά με απλανές βλέμμα.
-Καλά δεν λέω ρε φίλε; ξαναπροσπάθησε –μάταια- ο τύπος.
Ο Δημοσθένης κοίταζε το άπειρο. Ο τύπος με τα πιροσκί –απογοητευμένος- γύρισε μπροστά του διακόπτοντας την επαφή.

Σε αυτό το σημείο η περιπέτεια του Δημοσθένη κινδύνεψε να κάνει κοιλιά. Όμως –προς όφελος της ιστορίας μας- εμφανίστηκε –σαν από μηχανής θεός- το Τρίτο Πρόσωπο.
Το Τρίτο Πρόσωπο ήταν ένας ψηλός, λιπόσαρκος τύπος με βαμμένα μαύρα μαλλιά, στερεωμένα πίσω με μπριγιαντίνη. Κουβαλούσε δύο πλαστικές σακούλες, που είχαν πάνω τυπωμένη μιά φίρμα από σούπερ μάρκετ. Ο Δημοσθένης –χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, πάντα με την άκρη του ματιού- παρατήρησε τα αυλάκια απ’την τσατσάρα στα κοκαλωμένα μαλλιά του. Το Τρίτο Πρόσωπο κάθησε στο μεσαίο κάθισμα –ανάμεσα στον Δημοσθένη και στον τύπο με τα πιροσκί. Ακούμπησε κάτω τις σακούλες και αφού τις έψαξε γιά λίγο, έβγαλε μία μακριά απόδειξη ταμειακής μηχανής, την οποία άρχισε να μελετάει.
-Γιά πες μου ρε φίλε, είπε δείχνοντας την απόδειξη στον Δημοσθένη, δεν θα έπρεπε δίπλα από το είδος να σου γράφουν και την τιμή του κιλού; Φέτα Ηπείρου τρακόσια γραμμάρια τόσο, τιμή κιλού τόσο. Ε; δεν θάπρεπε;
Ο Δημοσθένης συνέχισε να κοιτάζει το άπειρο, προσέχοντας πάρα πολύ μην ξεχαστεί –έστω γιά μιά στιγμή- και δείξει ότι έχει οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλον.
-Άστον αυτόν, μην του μιλάς, είναι άρρωστος. Μάλλον κωφάλαλος, είπε ο τύπος με τα πιροσκί στον άνθρωπο με τις σακούλες.
-Αα, μάλιστα, απάντησε εκείνος και συνέχισαν την κουβέντα μεταξύ τους.

Ήρθε το τραμ. Ο Δημοσθένης σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Οι άλλοι δυό παρέμειναν στις θέσεις τους –περίμεναν το τραμ που πήγαινε στη Γλυφάδα. Λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, ο Δημοσθένης κοίταξε τον τύπο με τα πιροσκί και του είπε:
-Είσαι πολύ μαλάκας. Αυτά τα πιροσκί δεν τα τρώνε ουτε τα σκυλιά –και εσύ έφαγες πέντε.
Ο τύπος τινάχτηκε πίσω, λες και τον χτύπησε κεραυνός. Κοίταξε τον Δημοσθένη μέσα απ’τις πόρτες που έκλειναν σαν να έβλεπε φάντασμα. Το τραμ ξεκίνησε.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα