4. ΖΟΜΠΙ.

Αϊτή. Μια χώρα σκλάβων στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Ένα κομμάτι Αφρικής στο κέντρο της αμερικανικής ηπείρου. Μια χώρα με παντελή έλλειψη υποδομών που το 82 % του πληθυσμού – περίπου 6.500.000 άνθρωποι- ζουν σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Η χώρα των Ζόμπι.

*

Ο Πούκι ο μάγος ξύπνησε νωρίς. Έφυγε απ’ το χωριό του με το αυτοκίνητο των δυτικών δημοσιογράφων που τον πλήρωσαν για να κινηματογραφήσουν ένα αληθινό ζόμπι. Η συμφωνία ήταν καθαρή. 1.000 δολάρια για το ζόμπι και άλλα 500 για να «τραβήξουν» μια παραδοσιακή τελετή βουντού -καθώς επίσης τη διαδικασία παρασκευής της ζομπία, της σκόνης που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζόμπι.
«Έχεις κάνει ποτέ κανέναν ζόμπι;» ρωτούν οι δημοσιογράφοι. «Όχι, είναι παράνομο» απαντάει εκείνος «...αλλά θα νοικιάσω ένα και θα σας το φέρω να το δείτε, από ένα μέρος μακριά από’ δω...»

Ο Πούκι είναι «χουνγκά», ιερέας βουντού της ανώτατης βαθμίδας. Είναι ο μάγος - γιατρός του χωριού του, το πιο σημαντικό πρόσωπο δηλαδή για ένα τυπικό χωριό της Αϊτής, με πληθυσμό περίπου 100 κατοίκους. Η σχέση του χουνγκά ή της μάμπο (η γυναίκα ιερέας βουντού της αντίστοιχης βαθμίδας) με τους «υπηκόους» του, είναι σχέση σεβασμού κι εξάρτησης. Γιατρεύει τους αρρώστους, λύνει τις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ των μελών της κοινότητας, φροντίζει για την εύνοια των θεών και βοηθάει με όποιον πρακτικό τρόπο μπορεί το χωριό. Ένα μέρος απ’ τα χρήματα των δημοσιογράφων θα διατεθούν για την αγορά ειδών πρώτης ανάγκης του χωριού. Ο Πούκι, στη διαδρομή για τα γύρω χωριά, απ’ όπου θα προμηθευτεί από άλλους ιερείς τα απαραίτητα υλικά για να φτιάξει τη ζομπία, κάνει τράκα τσιγάρα απ’ το τηλεοπτικό συνεργείο και τα δίνει στους Αϊτινούς συνεπιβάτες του οκταθέσιου βαν ο οποίοι τα καπνίζουν από κοινού, δίνοντάς τα ο ένας στον άλλο. Η παράξενη αυτή συντροφιά αποτελείται από δύο δημοσιογράφους, έναν εικονολήπτη, τον Μαξίμ – τον Αϊτινό οδηγό του αυτοκινήτου- τον Πούκι το μάγο, δύο γυναίκες κι έναν άντρα του χωριού και τους δυο «ξεναγούς» του συνεργείου. Φτάνουν στο πρώτο χωριό. Είπαμε ότι το βαν είναι οχταθέσιο; Στην Αϊτή, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.


*

Αϊτή. Στη γλώσσα των Ινδιάνων πρώτων κατοίκων της, σημαίνει «η χώρα των βουνών». Έχει πρωτεύουσα το Πορτ-ο-πρενς, με δύο εκατομμύρια κατοίκους, επίσημη γλώσσα τη γαλλική και επίσημη θρησκεία την καθολική και – απ’ το 2003- τη Βουντού. Η Αϊτή είναι το δυτικό κομμάτι του νησιού Εσπανιόλα που βρίσκεται ανατολικά της Κούβας. Η Εσπανιόλα είναι η πρώτη γη των Δυτικών Ινδιών που αποβιβάστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος κατά την ανακάλυψη της Αμερικής το 1492. Το άλλο κομμάτι του νησιού, το ανατολικό, είναι η Δομινικανή Δημοκρατία με πρωτεύουσα το Σάντο Ντομίνγκο – την πιο παλιά ισπανική πόλη της αμερικανικής ηπείρου που την ίδρυσε το 1496 ο αδελφός του Κολόμβου. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο «εκπολιτισμού» και εκχριστιανισμού των βάρβαρων ιθαγενών, ο γηγενής πληθυσμός – περίπου 1.000.000 άνθρωποι- εξοντώθηκε από τις φριχτές συνθήκες της καταναγκαστικής εργασίας. Το 1517, λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού οι Ισπανοί άρχισαν να φέρνουν μαύρους σκλάβους απ’ τις δυτικές ακτές της Αφρικής. Το 1697 μετά από 70 περίπου χρόνια βίαιων συγκρούσεων μεταξύ Γάλλων και Ισπανών, η Αϊτή πέρασε στα χέρια της Γαλλίας. Ενώ οι μαύροι σκλάβοι συνέχισαν να δουλεύουν στις φυτείες, κάποιες όμορφες Αφρικανές «σπιτώθηκαν» από Γάλλους ευγενείς. Δημιουργήθηκε έτσι απ’ τους απογόνους τους μια ξεχωριστή τάξη μιγάδων, με χρώμα «σοκολά» και ειδικά προνόμια. Η τάξη των Κρεό. Η επίσημη θρησκεία του κράτους ήταν, βέβαια, ο καθολικισμός. Οι σκλάβοι όμως από την Αφρική έφεραν μαζί τους τις δικές τους θρησκείες που ήταν πανθεϊστικές. Αυτά τα δυο στοιχεία αναμίχθηκαν και δημιουργήθηκε το βουντού. Η θρησκεία των φτωχών.

*

Το Woodoo ή Vodun είναι η ονομασία που έδωσαν οι λευκοί (Hoodoo στα αφροαμερικανικά) στον κύριο τύπο πνευματοληπτικής λατρείας που διαδόθηκε αστραπιαία μεταξύ του 1730 και του 1790 στους μαύρους σκλάβους του Νέου Κόσμου και ειδικότερα, των νησιών της Καραϊβικής. Πνευματοληπτικές λατρείες (ή λατρείες κατοχής) λέγονται οι λατρείες που κατά τις τελετές τους, το πνεύμα (θεός ή πρόγονος) καταλαμβάνει το σώμα του πιστού και επικοινωνεί μαζί του χωρίς μεσολάβηση ιερέα ή μάγου. Η τελετή έχει στόχο την επικοινωνία με διάφορα πνεύματα (λόα) και γίνεται στο περιστύλιο (χούμφο) τον κύριο χώρο του ναού, ο οποίος ένας στεγασμένος εξωτερικός χώρος με έναν ζωγραφισμένο στύλο στη μέση ο οποίος συμβολίζει την ένωση ουρανού και γης- συμβολισμός που συναντάται σχεδόν σε όλες τις θρησκείες. Ο ναός εκτός από το περιστύλιο περιλαμβάνει και δύο δωμάτια όπου έχουν πρόσβαση μόνο ο μάγος και οι βοηθοί του. Οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με θρησκευτικές παραστάσεις φανερά επηρεασμένες από τον καθολικισμό. Στις τοιχογραφίες, τα θέματα ποικίλουν: Η Ερζουλί Ταντόρ η θεά της αγάπης, μια μαύρη μαντόνα με το βρέφος αγκαλιά. Ο Μπαρόν, ο άρχοντας των νεκρών-ένας χαμογελαστός σκελετός που φοράει σμόκιν και πίνει ρούμι. Ο Ιησούς στο σταυρό. Λευκοί άγιοι που σκοτώνουν δράκους ή δαίμονες, μαύρες γάτες, σταυροδρόμια και κοκόρια, όλα τα μυστικιστικά σύμβολα των λαϊκών δοξασιών και προλήψεων.

Η τελετή ξεκινάει. Ο Πούκι κουνάει το ιερό σείστρο. Οι πιστοί χορεύοντας αρχίζουν να ψάλλουν τον πρώτο ύμνο με τη συνοδεία τύμπανων. Ο πρώτος θεός που καλείται είναι ο Λέκμπα – ο θεός που ελέγχει τα σταυροδρόμια- για να ανοίξει τη δίοδο μεταξύ του γήινου κόσμου και των κόσμου των πνευμάτων. Στην συνέχεια τα πνεύματα καλούνται με τη σειρά. Η κάθε θεότητα έχει το δικό της ύμνο και το δικό της ρυθμό στα τύμπανα. Ο Νταμπάλα-ο θεός των φιδιών, ο Σάνγκο-ο θεός της καταιγίδας, ο Ογκούν-ο θεός του πολέμου, η Ερζουλί Ταντόρ-η θεά της αγάπης. Ο ρυθμός των τυμπάνων γίνεται πιο γρήγορος. Μια μεγάλη φωτιά ανάβει για να δηλώσει την παρουσία πιο ισχυρών πνευμάτων. Στη λάμψη της φωτιάς, τα μέλη της Μυστικής Κοινωνίας διακρίνονται να κατεβαίνουν το βουνό. Την αποτελούν έξι ιερείς φορώντας μάσκες – σύμβολα των θεών. Ο Μπαρόν, ο άρχοντας των νεκρών, καταλαμβάνει το σώμα του Πούκι. Ο μάγος αρχίζει να τρέμει. Γονατίζει στη γη ενώ τα χείλη του σχηματίζουν ακατάληπτες φράσεις. Τον ακολουθεί η μάμπο, η πρωθιέρεια της τελετής σε κατάσταση έκστασης. Το σώμα της έχει καταληφθεί από το πνεύμα της Μπριγκίτε, γυναίκας του Μπαρόν. Οι φύλακες της Πύλης του Κάτω Κόσμου είναι εδώ. Οι δημοσιογράφοι παρακολουθούν άφωνοι.
Ο ρυθμός των τύμπανων είναι πια ντελιριακός. Ο πιστοί χορεύοντας και πίνοντας φτηνό ρούμι οδηγούνται σε κατάσταση καταληψίας. Τα σώματά τους παραδίδονται στο λόγο και τις πράξεις των θεών. Τα τύμπανα, ο χορός, οι ψαλμοί των πιστών και οι άναρθρες κραυγές των πνευμάτων γίνονται ένα. Η τελετή φτάνει στο σημείο κορύφωσης κι ύστερα, σταδιακά, τα πνεύματα αποχωρούν απ’ τα σώματα των θνητών. Όλα ξαναγίνονται κανονικά και η τελετή τελειώνει.

Μετά από μια τέτοια παραδοσιακή τελετή βουντού, τη νύχτα της 14ης Αυγούστου 1791, ο ιερέας που ήταν υπεύθυνος για τα τελετουργικά – ένας μεγαλόσωμος μαύρος σκλάβος απ’ τη Τζαμάικα που λεγόταν Μπούκμαν- ξεκίνησε -με έναν πύρινο λόγο κατά των λευκών αποικιοκρατών- έναν αγώνα 13 χρόνων που οδήγησε στην ανεξαρτησία των μαύρων σκλάβων. Η τελετή έγινε στο βουνό Morne Rouge και η νύχτα αυτή έμεινε γνωστή ως «Φλεγόμενη Νύχτα» σε ανάμνηση της πυρκαγιάς που κατέκαψε για μέρες το εύφορο βόρειο τμήμα της Αϊτής. Οι σκλάβοι κατέστρεφαν επιτέλους τα σύμβολα των δεσμών τους: τις φυτείες. Έτσι η Αϊτή το 1804 έγινε η πρώτη χώρα απελεύθερων σκλάβων στον κόσμο. Ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας απ’ την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1827.

*

Ο Πούκι κατεβαίνει απ’ το αυτοκίνητο. Χαιρετάει τον χουγκά του χωριού και μπαίνουν μαζί στο ένα απ’ τα δύο δωμάτια του ναού, που είναι γεμάτο προσφορές στους θεούς. Ξεραμένα ψάρια, εικόνες λευκών αγίων, κόκαλα ζώων, ξεροί καρποί, λογής λογής παράξενα αντικείμενα κρέμονται απ’ τα καλάμια της οροφής. Ο Πούκι παίρνει απ’ τον χουγκά ένα σακουλάκι με σκόνη κι ένα ξύλινο κασόνι που μοιάζει με φέρετρο. Το κασόνι δεν έχει μήκος πάνω από ένα μέτρο. Οι δημοσιογράφοι παγώνουν. «Τι είναι αυτό;» ρωτάνε. «Πολλά ρωτάτε, θα σας κάνω ζόμπι» λέει ο Πούκι χαμογελώντας.

*

Η λέξη “Zombie” προέρχεται πιθανώς από την κονγκολέζικη λέξη “Nzambi” που σημαίνει «θεός» ή «το πνεύμα του νεκρού». Λέγοντας ζόμπι εννοούμε το σώμα νεκρού που «επαναφέρεται» από κάποιον στη ζωή για να τον υπηρετήσει ως άβουλο και άφωνο όργανό του. Τα ζόμπι έγιναν πολύ της μόδας κατά τη δεκαετία του 50 στην Αμερική απ’ τις ταινίες του Χόλιγουντ που προσάρμοσε την ιστορία στο γκραν γκινιόλ πνεύμα του καιρού για να πουλήσει περισσότερο. Η κινηματογραφική οθόνη γέμισε με «ζωντανούς-νεκρούς» ντυμένους με σάβανα που πετάγονται τα μεσάνυχτα απ’ τους τάφους τους και τρώνε ανθρώπους – γιατί, ως γνωστόν, τα ζόμπι δεν είναι χορτοφάγα. Το θέμα απέκτησε μεταφυσική διάσταση κυρίως λόγω της επαναφοράς του νεκρού στη ζωή, της «νεκρανάστασης». Όμως το “zombification” – η διαδικασία της μετατροπής κάποιου σε ζόμπι- είναι μια απόλυτα φυσική διαδικασία, λένε οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η ιστορία ξεκινάει κάπως έτσι: κάποιος πηγαίνει σε έναν μάγο και τον πληρώνει για να κάνει ζόμπι κάποιον άλλο τον οποίο μισεί. Ο μάγος φτιάχνει δυο σκόνες. Τη ζομπία και το αντίδοτό της. Σύμφωνα με μελέτες (που έκανε στη δεκαετία του 80 ο εθνοβοτανολόγος του Χάρβαρντ, Γουέιτ Ντέιβις), η ζομπία περιέχει μεταξύ άλλων, ανθρώπινα οστά, υπολείμματα φρύνων, παραισθησιογόνα φυτά και κυρίως, το ισχυρότατο δηλητήριο του ψαριού τετρόδους, την τετραδοτοξίνη, που προκαλεί παράλυση και θάνατο. Στην Ιαπωνία, το ψάρι αυτό ονομάζεται «φούγκου» και το μαγειρεύουν ειδικά εκπαιδευμένοι άνθρωποι, μάγειρες με κρατική άδεια. Παρ’ όλα αυτά, στην Ιαπωνία έχουμε ετησίως περίπου 200 θανάτους από δηλητηρίαση.

Η ζομπία είναι τόσο τοξική που απορροφάται αμέσως όταν έρθει σ’ επαφή με το δέρμα. Το θύμα αρχίζει να αισθάνεται ζαλάδα, παραλύουν τα άκρα του και τελικά πέφτει σε κατάσταση νεκροφάνειας. Ο σφυγμός του δεν ανιχνεύεται και ο γιατρός πιστοποιεί το θάνατό του. Στην Αϊτή, λόγω του υψηλού κόστους, σπάνια γίνεται νεκροψία. Ο «νεκρός» δε θάβεται στη γη, αλλά τοποθετείται με το φέρετρο στο θάλαμό του μέσα στον οικογενειακό τάφο. [Οι τάφοι είναι μικρά σπιτάκια με ξεχωριστό θάλαμο για κάθε νεκρό που σφραγίζεται με τούβλα]. Ο μάγος, όσο το δυνατό πιο σύντομα, παραβιάζει τον τάφο και ξυπνάει το «νεκρό» χρησιμοποιώντας τη δεύτερη σκόνη, το αντίδοτο. Γι’ αυτή τη δεύτερη σκόνη, δεν υπάρχουν πληροφορίες. Αυτή είναι το μεγάλο μυστικό του zombification. Δεν έχει μελετηθεί και κανείς δε μιλάει γι’ αυτή. Κανείς δεν μπορεί να την παρασκευάσει εκτός από τον ίδιο μάγο που έφτιαξε την πρώτη.

Το θύμα ξυπνάει. Όμως δεν είναι πια ένα άτομο που σκέφτεται και δρα αυτοβούλως, αλλά ένα άφωνο και πειθήνιο όργανο στα χέρια του μάγου. Δεν υπάρχει καμιά εξωτερική μεταβολή. Παρ’ όλα αυτά το θύμα βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης νάρκωσης και παρουσιάζει κατατονική συμπεριφορά. Τρέφεται με έναν ειδικό χυλό που περιέχει ναρκωτικές ουσίες. Τα ζόμπι χρησιμοποιούνται στις βαριές δουλειές – συνήθως στις φυτείες- και πάντα κρυφά – συνήθως βράδυ. Αν φάνε αλάτι ή κρέας «ξυπνούν», συνέρχονται δηλαδή απ’ την κατάσταση νάρκωσης. Ανήκουν μόνο σε μάγους γιατί μόνο σ’ αυτούς υπακούν. Πολλές φορές τα πουλάνε σε άλλους μάγους. Στην Αϊτή είναι μεγάλη ντροπή για μια οικογένεια κάποιο μέλος της να είναι ζόμπι. Γι’ αυτό και μέχρι πριν από 20 περίπου χρόνια, οι συγγενείς νεκρών που είχαν αμφιβολίες για τα αίτια του θανάτου, έβγαζαν την καρδιά του νεκρού για να μη γίνει ζόμπι. Παραμύθια, θα πει κανείς και θα είχε δίκιο, αν ο ποινικός κώδικας της Αϊτής με το άρθρο 249, δεν αντιμετώπιζε το zombification ως δολοφονία εκ προθέσεως, προβλέποντας την ίδια ποινή φυλάκισης.

*

Οι δημοσιογράφοι μπήκαν στο δωμάτιο του ναού μαζί με τον Πούκι. Ο Μαρσέλ, ο μαλφακτέρ – ο βοηθός του μάγου – περιμένει. Στη μέση του δωματίου, ένα τεράστιο ξύλινο γουδί και πίσω ένας σταυρός. Ο χώρος φωτίζεται από κεριά. Ο Μαρσέλ δίνει σε όλους ένα υγρό που μυρίζει ευκάλυπτο – αντίδοτο για τη μαγεία της σκόνης. Τους προτρέπει να το αλείψουν στα πρόσωπά τους. Οι δημοσιογράφοι φοβούνται. Για να τους δείξει ότι είναι ακίνδυνο, ο Μαρσέλ το πίνει. Ανάβει φωτιά μουρμουρίζοντας ξόρκια. Ανοίγει το ξύλινο κιβώτιο που είναι στο πάτωμα. Έχει μέσα τα κόκαλα ενός κοριτσιού τριών χρονών. Το παιδί σκοτώθηκε με ζομπία για να παρασκευαστεί μεγαλύτερη ποσότητα σκόνης από τα κόκαλά του. Η κάμερα τραβάει τα μικροσκοπικά οστά. Ο Μαρσέλ πετάει το κρανίο και κάποια απ’ τα κόκαλα στη φωτιά για να σπάσουν ευκολότερα. Το δωμάτιο μυρίζει κρεματόριο. Ο Μαρσέλ λιώνει τα κόκαλα στο γουδί, ανακατεύοντάς τα με τις διάφορες σκόνες. Ο Πούκι ψέλνει κατάρες και ξόρκια. Ο Μαρσέλ κοσκινίζει τη σκόνη. Ο ένας δημοσιογράφος βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Ο εικονολήπτης βάζει κι άλλο υγρό στο πρόσωπό του και συνεχίζει να τραβάει. Ο Πούκι κλείνει το ξόρκι με τη λέξη «αμήν». Η σκόνη είναι έτοιμη. Τη δίνει στους δημοσιογράφους.

*

Μπήκαν στην Μπελ Αίρ. Κανείς τους δεν είχε ξαναπάει εκεί –ούτε καν ο Άρι. Η είσοδος της γειτονιάς φυλάσεται από οπλισμένους έφηβους που καπνίζουν χόρτο. Στο σταυροδρόμι, πριν να μπουν στο γκέτο, τους περικύκλωσαν με απειλητικές διαθέσεις. Ο Άρι τους εξήγησε. Μαλάκωσαν τα πρόσωπά τους και όταν έφυγε η οργή, έδωσε την θέση της στην πίκρα. «Ελάτε λευκοί, ελάτε να δείτε τι κάναν». Μπήκανε στο γκέτο. Μιά κουστωδία, που όλο μεγάλωνε, τους ακολουθούσε. Σταμάτησαν μπροστα σε μιά παράγκα. Νερά απ’τις μπουγάδες έτρεχαν στον χωματόδρομο, μπροστά στην πόρτα. Μέσα, μία νέα γυναίκα καθισμένη στο χωμάτινο πάτωμα κοιτάει ευθεία μπροστά. Δεν δείχνει να έχει απολύτως καμία επαφή με το περιβάλον. «Σκοτώσαν χτες τον αδερφό της», εξηγεί μιά γειτόνισα. «Έπαιζε με τους φίλους του μπάλα και οι Γάλλοι του ρίξανε. Ήταν κρυμένοι στα σκουπίδια. Ήταν δεκαπέντε χρονών», συμπληρώνει και τους δείχνει το ματωμένο πουκάμισο του νεκρού. «Δεν έχουμε λεφτά να τον θάψουμε». «Μπορώ να γράψω την εικόνα», λέει ο οπερατέρ, «μπορώ να γράψω και τον ήχο, όχι όμως και την μυρωδιά. Πως να περιγράψεις την οσμή του αίματος;». Η γυναίκα συνέχιζε να κοιτάζει το άπειρο, εκεί, στο γκέτο του Μπελ Αιρ.

*

Ώρα 12. 27. Νύχτα. Η κάμερα με τις υπέρυθρες έχει στηθεί έξω απ’ το δωμάτιο και τραβάει την είσοδο του «ζωντανού νεκρού». Μέσα από τα στενά δρομάκια της πίσω πλευράς του χωριού, ο Μαρσέλ οδηγεί κρυφά το νοικιασμένο ζόμπι χτυπώντας το με ένα χορτόσχοινο. Εκείνο περπατάει τρεκλίζοντας. Είναι ένας άντρας ακαθορίστου ηλικίας, μετρίου αναστήματος, που φαίνεται ναρκωμένος. Φοράει ένα άσπρο ύφασμα σα σάβανο. Τα μάτια του είναι κλειστά. Το πρόσωπό του είναι σκεπασμένο με μια άσπρη σκόνη που προστατεύει τους παρευρισκόμενους απ’ την κακή του ενέργεια. Ο Μαρσέλ σπρώχνει το ζόμπι μέσα στο δωμάτιο και το βάζει να καθίσει στη μόνη καρέκλα που υπάρχει. Εκείνο υπακούει. Ο δημοσιογράφος, παρά τη μεγάλη του έκπληξη, προσπαθεί να επικοινωνήσει. Του κάνει ερωτήσεις τις οποίες μεταφράζει ο Πούκι στα κρεό. Το ζόμπι δεν αντιδρά. Ο Μαρσέλ του κρατάει όρθιο το κεφάλι -που πέφτει μπροστά. Του ανοίγει τα μάτια. Το ασπράδι των ματιών είναι κατακόκκινο, σαν αίμα. Μια νυχτοπεταλούδα μπαίνει στο δωμάτιο. Ο Πούκι πανικοβάλλεται. «Τελειώνετε, λέει. Το ζόμπι πρέπει να φύγει. Ο αφέντης του το καλεί». Το ζόμπι φυγαδεύεται το ίδιο κρυφά και γρήγορα όπως ήρθε. Ο Πούκι βγάζει απ’ το δωμάτιο τους ζαλισμένους δημοσιογράφους. Τις επόμενες ημέρες θα αναρωτηθούν αν είδαν ένα πραγματικό ζόμπι ή μια καλοστημένη παράσταση που οργάνωσαν κάποιοι πάμφτωχοι άνθρωποι για να βγάλουν λίγα λεφτά. Το συνεργείο θα κοιμηθεί στο σπίτι του Πούκι. Την αυγή θα ξεκινήσουν για την πρωτεύουσα. Η δουλειά τέλειωσε.

*

Η Αϊτή. Η πρώτη χώρα απελεύθερων μαύρων στον κόσμο. [Η χώρα που οι μαύροι έγιναν δούλοι των Κρεό]. Μιά χώρα που η ανθρώπινη ζωή κοστίζει πέντε δολάρια. Που οι κάτοικοί της πουλάνε το αίμα τους έξω απ’τα νοσοκομεία γιά ένα πιάτο φαί. Επίσημα προτεκτοράτο της Αμερικής. [Γάλλοι κυανόκρανοι πυροβολούν τους έφηβους στους δρόμους]. Με καθεστώτα στυγνών δικτατοριών μέχρι την εκλογή του Αριστίντ, στο τέλος του αιώνα. [Ο Πάπα Ντοκ είχε ένα στρατό από ζόμπι]. Τα αμερικανικά ελικόπτερα πετάνε με σβηστά τα φώτα στον σκοτεινό ουρανό. Στην Γκοναήβ ξεκινάν οι πληρωμένοι μπράβοι των καζίνο.
[Ο πρόεδρος Αριστίντ φυγαδεύτηκε στην Τζαμάικα].
Η χώρα των Ζόμπι.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα