5. Η ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

Ο κύριος Κόϋνερ αποφάσισε να κάνει μιά μεγάλη νυχτερινή βόλτα στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος Κόϋνερ ήταν Παρατηρητής. Του άρεσε να καταγράφει τα γεγονότα. Του άρεσε επίσης και να πίνει. Διέσχισε την λεωφόρο και πέρασε μπροστά απ’το Μουσείο. Μπροστά στην πύλη στέκονταν μερικοί αστυνομικοί. Δεν τον είδαν –ήταν καλά μεταμφιεσμένος, (κάτι ανάμεσα σε άστεγο και τουρίστα). «Μήπως είμαι αόρατος;», αναρωτήθηκε. Πλησίασε τον επικεφαλής.
-Συγνώμη καλέ μου κύριε, πως θα πάω στο μετρό;
Ο αστυνομικός τον κοίταξε με απορία.
-Όλο ευθεία, του είπε και γύρισε ξανά στους συναδέλφους του. «Έχουμε γεμίσει βλάχους», μονολόγησε.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε το Μουσείο που φιλοξενούσε την σπουδαιότερη συλογή ελληνικών αγαλμάτων του κόσμου.
-Χμ, είπε.

Περπάτησε ως την Ομόνοια. Κατέβηκε την Αθηνάς. Περπατούσε στο δεξί πεζοδρόμιο, προς το Μοναστηράκι. Μπροστά του περπατούσαν δυό κοπέλες που κρατούσαν μπαλόνια. Τις προσπέρασε.
-Ει, ψιτ, κύριε, του φώναξε η μία, μήπως ξέρετε που είναι ο ΟΤΕ;
-Χμ, είπε ο κύριος Κόϋνερ. Όχι.
-Η ΔΕΗ;
-Χμ χμ, ξανάπε ο κύριος Κόϋνερ κοιτάζοντας πάνω απ’τον αριστερό του ώμο το κτίριο της ΔΕΗ, πάλι όχι.
-Καλά. Μήπως θέλετε να αγοράσετε ένα μπαλόνι –ή έστω να σας το χαρίσουμε; Είναι ώραία αυτά τα μπαλόνια όταν κολάνε στο ταβάνι -έχει επάνω και τον Ρότζερ Ράμπιτ.
-Χμ, νομίζω όχι.
-Εντάξει τότε. Μιά τελευταία ερώτηση. Ξέρετε που είναι το Μικρό Μπαρ;
-Χμ χμ χμ, και βέβαια ξέρω. Θα στρίψετε εδώ δεξιά και αμέσως αριστερά.
Οι κοπέλες στρίψαν δεξιά. Ο κύριος Κόϋνερ συνέχισε ευθεία και έφτασε στο Μοναστηράκι.
Κοντοστάθηκε στην πόρτα του σταθμού και διάβασε την αφίσα. «Ο Αόρατος Θίασος σε μία και μοναδική παράσταση: Follow the white rabbit».
«Χμ. Ας πάω στο Μικρό Μπαρ», σκέφτηκε. Και γύρισε πίσω.

Λίγο πρίν φτάσει στο Μικρό Μπαρ σταμάτησε μπροστά σε ένα άλλο μαγαζί –το Μεσαίο Μπαρ. Ο κύριος Κόϋνερ –που είχε μιά παράξενη αντίληψη σε σχέση με τους προορισμούς- μπήκε και κάθησε στη μπάρα. Δίπλα του χόρευε μιά κοπέλα με κόκινη μπλούζα και παράξενο κούρεμα. (Καρέ, που ξεκινούσε πολύ κοντό και τελείωνε πολύ μακρύ).
-Michel, my bell, πιστεύεις στην Μοίρα; την ρώτησε, σηκώνοντας το ποτήρι.
-Όχι, του απάντησε εκείνη ξαφνιασμένη, όμως πως ξέρεις το όνομά μου;
-Και πολύ καλά κάνεις, της είπε τελειώνοντας το ποτό του, και βγήκε απ’το μπαρ.

Πέρασε μπροστά απ’το Μικρό Μπαρ. Η κοπέλα, του χαμογέλασε απ’το τζάμι -με το μπαλόνι στο χέρι. Του έδειξε με τα μάτια την αφίσα που ήταν κολημένη στην πόρτα.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε τον μάγο με το σαρίκι, που κρατούσε στα χέρια του μιά κρυστάλινη σφαίρα. «Πιστεύεις στη Μοίρα;», έγραφε από κάτω η αφίσα. «Όχι», έγνεψε με το κεφάλι στην κοπέλα και συνέχισε τον δρόμο του.

Έφτασε στο Μεγάλο Μπαρ Με Τους Ξύλινους Πάγκους. Έξω απ’το μπαρ, στη μέση του δρόμου, δυό μεθυσμένοι νεαροί τσακώνονταν γιά μιά κοπέλα. Τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει. Οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούσαν την έκβαση της «μάχης».

Μπήκε μέσα. Κοίταξε αριστερά. Μιά παρέα τεσσάρων ατόμων ήταν καθισμένη στον ξύλινο πάγκο. Τους παρατήρησε.
-Τι λες βρε Μπαντ Μασίν; Είσαι με τα καλά σου; Σιγά μην περάσει την Μάντσεστερ, είπε ο πρώτος.
-Τι εννοείς; Η Μπάγιερν θα το πάρει, είπε πεισματικά ο δεύτερος. Εσύ τι λες; ρώτησε τον τρίτο.
-Εγώ είμαι ΑΕΚ.
-Τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας;
-Καμμία. Απλώς τοποθετήθηκα. Τι κάνει το άλλο το μπάζο;
-Όπως πάντα, κοιμάται.
-Ο άθλιος. Ο μπεκρούλιακας.

Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε δεξιά, τον μεγάλο μαρμάρινο πάγκο. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μιά σκοτεινή σιλουέτα που καθόταν στην άκρη του πάγκου. Ήταν ένας παράξενος άντρας, ακαθορίστου ηλικίας, που έπινε το ποτό του χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Ήταν ακουμπισμένος με τους αγκώνες του στο μάρμαρο του πάγκου. Φορούσε την καμπαρτίνα του –σαν να ήταν έτοιμος να φύγει. Τέλειωσε το ποτό του, ακούμπησε το ποτήρι του στη μπάρα και το έσπρωξε ελαφρά προς την μέσα μεριά.
-Άλλο ένα, είπε.

Άπλωσε το χέρι της να πάρει το ποτήρι. Στην κίνηση του κεφαλιού της, κατακόκινοι ιριδισμοί πλημύρισαν τον Χώρο. Η Κίνηση σταμάτησε. Και ο Χρόνος. Όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο μπαρ πετρώσαν.
-Ο δόκτορ Κόϋνερ υποθέτω, του είπε με ένα απόκοσμο χαμόγελο στα χείλη και η κατάμαυρη –σαν έβενος- ματιά της τον διαπέρασε.
-Και εσείς; είπε εκείνος.
-Με λένε Τζέσικα και είμαι η ταξιθέτρια. Πιστεύετε στην Μοίρα κύριε Κόϋνερ;
-Όχι πιστεύω. Μελετώ, μαθαίνω, γνωρίζω. Που βρίσκομαι; Ασφαλώς εσείς θα έχετε κάποια ιδέα.
-Που νομίζετε ότι είσθε -βλέπετε με πόση μαεστρία απέφυγα την λέξη «πιστεύω»- δόκτορ Κόϋνερ;
-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Βγήκα να πιώ ένα ποτό.
-Και τι ποτό επιθυμείτε; Γαλάζιο ή κόκκινο;
-Ποτέ δεν θα τολμούσα να ζητήσω ένα γαλάζιο από εσάς, κυρία μου.
-Τότε λοιπόν ένα κόκκινο• όμως προσέξτε• είπατε ότι Μοίρα δεν υπάρχει• ότι είναι όλα επιλογές.
-Έτσι είπα.
-Λοιπόν; Πως από εδώ; Τι ψάχνετε να βρείτε κύριε Κόϋνερ;
-Λογική. Γιατί πετρώσαν όλοι εδώ μέσα;
-Σε σχέση με τι; Τι είναι λογικό και τι όχι; Παραδείγματος χάριν, γιατί φοράτε γραβάτα;
-Μα δεν φοράω.
-Έτσι λέτε; Γιά κοιταχτείτε στον καθρέφτη.
Ο κύριος Κόϋνερ κοίταξε το είδωλό του στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ, πίσω απ’την μαρμαρωμένη σερβιτόρα. Πράγματι, φορούσε μιά κόκκινη γραβάτα. Πολύ περισσότερο, φορούσε άσπρο πουκάμισο, άσπρο σακάκι, άσπρο παντελόνι και άσπρα παπούτσια.
-Σαν θερμόμετρο είμαι.
-Πολύ σωστά. «Σαν», σημαίνει «έτσι ακριβώς όπως».
-Τι εννοείτε;
-Ότι είσθε θερμόμετρο.
-Μα τι λέτε κυρία μου; Εγώ είμαι άνθρωπος.
-Ναι ε; Και που είναι οι συνάνθρωποί σας; Και γιατί δεν φοράτε τα ρούχα που με αυτά βγήκατε απ’το σπίτι σας; Και γιατί έχουν πετρώσει τα πάντα γύρω σας και αντιλαμβανόμαστε τον Χώρο και τον Χρόνο μόνο εμείς οι δυό; Κοιτάξτε πάλι στον καθρέφτη. Πιό κοντά.
Ο κύριος Κόϋνερ πλησίασε τον καθρέφτη και κοίταξε προσεκτικά τον αντεστραμένο εαυτό του. Δίπλα απ’την κόκινη γραβάτα, πάνω στο άσπρο σακάκι υπήρχαν μαύρες γραμμούλες με νούμερα και υποδιαιρέσεις. Η κόκινη γραβάτα έδειξε μιά ανεπαίσθητη αυξομείωση.
-Εντάξει, είμαι θερμόμετρο, είπε ο κύριος Κόϋνερ, με ύφος ανθρώπου που είναι βέβαιος ότι ονειρεύεται και ότι σύντομα θα ξυπνήσει. Και τι μετράω;
-Ότι θέλετε να μετρήσετε, δόκτορ Κόϋνερ.
-Εντάξει τότε. Θα μετρήσω τον Άνθρωπο.
-Σε σχέση με τι;
-Με την Λογική.
-Πάλι τα ίδια. Ξέρετε πολύ καλά ότι η Λογική είναι μιά μέθοδος, ένας τρόπος να βγάζουμε συμπεράσματα, σύγκριση και κρίση στηριγμένη στην παρατήρηση –πράγμα που σημαίνει πως γιά να βγάλουμε συμπέρασμα γιά κάτι, πρέπει να γνωρίζουμε...
-Γνωρίζω.
-Τι γνωρίζετε κύριε Κόϋνερ; Οτιδήποτε ξέρετε, το ξέρετε ως άνθρωπος• και -μόνος σας- πριν από λίγο, παραδεχτήκατε ότι είστε θερμόμετρο• και ξεκινήσατε να μετρήσετε τον Άνθρωπο.
-Δεν είμαι θερμόμετρο. Έχω Λογική. Είμαι άνθρωπος. Το ξέρω!
-Ξεράδια, είπε εκείνη γλυκά. Είστε θερμόμετρο -και έχετε υδράργυρο.
Το χαμόγελό της έρεε «μέλι και χλεύη».
«Αφού ξέρω ότι ονειρεύομαι, μπορώ και να ξυπνήσω. Θα ξυπνήσω», σκέφτηκε εκείνος και –με κλειστά μάτια- κούνησε το κεφάλι.
-Καλησπέρα, τον καλωσόρισε η Τζέσικα, στην μέση της γνωστής –πλέον- σύναξης των πετρωμένων.
«Εντάξει, δεν ονειρεύομαι. Άρα, είμαι τρελός», σκέφτηκε, προσπαθώντας να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει.
-Γιατί πιστεύετε ότι είσθε τρελός δόκτορ Κόϋνερ; τον ρώτησε εκείνη διαβάζοντας την σκέψη του. Σας παρακολουθώ τόση ώρα να χρησιμοποιείτε μιά αναμφισβήτητα λογική μέθοδο, κάνοντας λογικότατες συνάψεις και καταλήγοντας σε –επίσης- λογικότατα συμπεράσματα. Αυτό, από μόνο του, δεν σας πείθει πως δεν είσθε τρελός; Δεν είναι αυτό ένα ασφαλές συμπέρασμα, που μπορούμε να δεχτούμε;
-Όχι.
-Γιατί όχι;
-Γιατί αν δεν είμαι τρελός, είμαι θερμόμετρο.
-Πάρα πολύ σωστά. Άλλωστε αυτό δεν μας είναι καινούριο. Είναι μιά διαπίστωση που έχουμε κάνει ήδη από την μέση της συζήτησης. Είστε θερμόμετρο. Αν κοιτάξετε προσεκτικά στον καθρέφτη θα διαπιστώσετε πως αυτό που σας φαίνετε σαν άσπρο κοστούμι είναι το σώμα σας –η προηγούμενη υλική σας υπόσταση- που είναι τώρα διάφανη. Το μόνο έγχρωμο στην τωρινή σας ύπαρξη είναι το κόκκινο ποτό που μόλις ήπιατε και που έχει καταλάβει τον χώρο από τον λάρυγγα ως το στομάχι. Είστε θερμόμετρο• ένα ομολογουμένος ιδιότυπο θερμόμετρο –αφού είσθε το πρώτο θερμόμετρο που σκέφτεται, μιλάει και περπατάει- αλλά πάντως θερμόμετρο. Όπως και νάχει, γιά να παρηγορηθείτε, σκεφτείτε λίγο τον πρώτο άνθρωπο που διαπίστωσε ότι είναι άνθρωπος.
-Δεν έχετε άδικο. Όμως αυτό ήταν πολύ φτηνό εκ μέρους σας.
-Ποιό;
-Το ότι μου δώσατε να πιώ το κόκκινο ποτό και με κάνατε θερμόμετρο.
-Δεν είσθε καθόλου δίκαιος. Εσείς ήρθατε εδώ ψάχνοντας γιά Λογική και μου ζητήσατε –μόνος σας- το κόκκινο ποτό. (Αν και εδώ που τα λέμε, είναι λίγο αστείο να ψάχνετε γιά λογική μέσα σε ένα μπαρ• παραδεχτείτε το• ήρθατε γιά την παράσταση).
-Σαν να έχετε δίκιο, απάντησε ο κύριος Κόϋνερ χαμογελώντας.
-Λοιπόν, πάμε;
-Που;
-Μέσα, γιά να αρχίσει η παράσταση. Όλοι εμάς περιμένουν.
-Πάμε, της είπε και της προσέφερε το μπράτσο του. Πολύ όμορφα μαλλιά. Το χρώμα μου.
-Κύριε Κόϋνερ με φλερτάρετε; Είμαι παντρεμένη γυναίκα.
-Αα, και το όνομα του τυχερού;
-Ρότζερ.
-Δεν φαντάζομαι ο Ρότζερ να ζηλέψει ένα θερμόμετρο; της είπε πονηρά.
-Χμ, απάντησε εκείνη, ας περάσουμε στην επόμενη ιστορία.
Και χτυπώντας τα δάχτυλα, τους ξεπέτρωσε όλους.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα