2. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ.

Τα μεγάλα μάτια του άνοιξαν διάπλατα -και μέσα τους καθρεφτίστηκε ο Κόσμος.
- Διάλεξε, του είπε η Σκιά και τον πήρε απ’το χέρι.
Μπήκαν σε μιά μεγάλη αίθουσα με σειρές παραθύρων ψηλά, κάτω από το ταβάνι.
Ήταν όλοι εκεί, αμίλητοι και ζωγράφιζαν -στα καβαλέτα τους. Το παιδί την κοίταξε ερωτηματικά.
- Οι Φάροι, ξαναείπε η Σκιά. Μπορείς να διαλέξεις όποιον θέλεις.
Το παιδί στάθηκε εμπρός στον πρώτο.

*

- Δεν έχεις το δικαίωμα να ξυπνάς τους ανθρώπους.
- Ναι. Αλήθεια είναι αυτό.

Ήταν κουρασμένος. Είχε περπατήσει πολύ –μέσα στην Ατέλειωτη Νύχτα, μέσα στις πόλεις των Ανθρώπων. Και το πρωί, όταν ξημέρωσε, ακούμπησε στον κορμό «της φοινικιάς που ζωντανή θρηνεί -στο Παραμέ». Και εκείνη σάλεψε την φυλωσιά της, έγειρε τα κλαδιά της και τον αγκάλιασε. Κρύωνε.
-Γιατί είσαι λυπημένη; την ρώτησε τρέμωντας.
-Λυπάμαι γιά τα παιδιά που δεν θα μεγαλώσουν ποτέ. Γιά τα μεγάλα μάτια τους που με απορία κοιτάν τον Κόσμο –και δεν ξέρουν. Λυπάμαι γιά τα όνειρα των Ανθρώπων που παν «με τον καπνό στον ουρανό» και όσο ανεβαίνουν προς τα πάνω, τόσο λεπταίνουν και γίνονται σαν βελόνες. Λυπάμαι γιά αυτούς που φεύγουν, ταξιδεύωντας τους ουρανούς με τα παράξενα καράβια χωρίς πάτο και όλο κοιτάνε τα γαλάζια πλάτη -και όλο τα βρίσκουνε μουντά. Ραγίζει η καρδιά μου γνωρίζοντας την Μοίρα των Ανθρώπων.


*

Ο πρώτος Φάρος άναψε.

Φωτίζει με το αχνό του φως τον λαγγεμένο κήπο.
Και εκείνος, στέκεται μπροστά του και κοιτάει
της λησμονιάς τα δύο πράσινα ποτάμια
-μάτια κλειστά σε πρόσωπο μαντόνας, που
[«κοιμάται και ονειρεύεται κάμπους με χαμομήλια»]
πλημμυρισμένο απ’την Ζωή αδιάκοπα σαλεύει,
όπως ο αέρας του ουρανού, της θάλασσας το κύμα,
ροδόφαδο προσκέφαλο -που δεν γεννάει τον πόθο
[μόνο της λήθης το άγγιγμα –που σιγοκαίει τη σάρκα].

*

-Έχουν και τα δέντρα καρδιά; την ρώτησε
-Έχουν, απάντησε εκείνη. Και όσο πιό μεγάλα είναι τόσο πιό μεγάλη καρδιά έχουν. Και είναι πρόβλημα οι μεγάλες καρδιές, γιατί όταν σπάνε κάνουν πολύ θόρυβο.
-Το δικό μου δέντρο είναι ένα γιούκα φυτεμένο σε μπαλκόνι.
-Τι κρίμα. Τα γιούκα είναι μοναχικά φυτά.
-Και μελαγχολικά.
-Τι κρίμα.

*

Ο δεύτερος Φάρος,

από το Βίντσι στραφταλίζει.
Μυστηριακή αναλαμπή του σκοτεινού, βαθύ καθρέφτη,
που καφρεφτίζονται άγγελοι πανέμορφοι, γλυκά χαμογελώντας,
και ακροπατούνε στις σκιές των πάγων και στα ελάτια,
και διασχίζουνε τον κάμπο όλο, απ’άκρη σε άκρη.

Η Σκιά τον κοίταξε με τα κατάμαυρα υγρά της μάτια.

*

[Το κούγκαρ ουρλιάζει. Πάνω από τις γυμνές κορυφές ξεπροβάλουν τα πλάσματα της Νύχτας. Τα μάτια τους λάμπουν στο σκοτάδι, κόκκινα, σαν φάροι. Γενιούνται από το μαύρο πέπλο που απλώνεται στον κάμπο. Έντρομοι οι μεροκαματιάρηδες και οι νοικοκυραίοι μαζεύονται στα σπίτια τους, στις οικογένειές τους.

Έτσι η φυλή του Άβελ κάνει. Γιατί σε αυτούς δόθηκε του Ήλιου η ευλογία. Μα τώρα, που η Μεγάλη Νύχτα έρχεται γοργά πάνω απ’την πεδιάδα, είναι η σειρά του Κάιν την σκοτεινή σπορά του να απλώσει. Και τα παιδιά του σκοταδιού, απ’τις κρυψώνες βγαίνουνε αναζητώντας αίμα. Έτσι γίνεται και έτσι θα γίνει πάντα. Κάποιοι γενιούνται στο γλυκό ηλιόφως της πεδιάδας και άλλοι στην Ατέλειωτη Νύχτα μέσα. Έτσι γίνεται και έτσι θα είναι πάντα].

*

Ο τρίτος Φάρος.

Σταυροί. Άσυλο θλιβερό με ψίθυρους γεμάτο
και με ένα λείψανο που κρέμεται απ’το κάθετο δοκάρι
στεφανωμένο με κισσούς, δίχως αυτιά και μύτη
[στη μέση στέκει -ο λεπρός Χριστός της Σπιναλόγκα-]
και ενώ αχτίδα φωτεινή τον διαπερνά σαν λόγχη
αυτός με δάκρυα και βρισιές την προσευχή ξερνάει.
[από το στόμα το άσαρκο, χωρίς χείλη και δόντια].

*

Την αγκάλιασε. Άνοιξε τα χέρια του και χώρεσε μες την αγκαλιά του τον μισό της κορμό [γιατί ήτανε μεγάλη φοινικιά –και σοφή].

-Πες μου, εσύ που ξέρεις τόσα, τι θα γίνω όταν μεγαλώσω; Θα ταξιδέψω τα μήκη και τα πλάτη, θα δω τις Πόλεις των Ανθρώπων ή θα μείνω γιά πάντα εδώ, κολημένος σαν σαπιοκάραβο, σαν ποστάλι που δεν πάει πουθενα;

*

Τέταρτος Φάρος.

Κόσμος παράξενος. Θαμπή, του σπαθοφόρου Αγγέλου χώρα,
όπου ο Χριστός –σαν Ηρακλής- στο ρόπαλο ακουμπάει.
Γιγαντικά φαντάσματα μαβιά, στου δειλινού την ώρα
σηκώνονται απ’τους τάφους τους κι ορθώνουν τα κορμιά τους
τεντώνοντας τα δάχτυλα, μες στα άσπρα σάβανά τους,
τιτάνες σε άγριο πόλεμο, στα πέτρινα αλώνια
και σάτυροι με αδιάντροπα υψωμένους τους καυλούς τους,
σειρήνες που να παίρνουνε ξέρουν των αλητών το κάλος,
τρανές, περήφανες καρδιές ωχρών δειλών ηρώων.

-Αν δεν σταματήσει τώρα, αν ένα μόνο βήμα κάνει ακόμα, είναι χαμένος.

*

Τον κοίταξε και απ’την μεγάλη της καρδιά έτρεξε ένα ρετσινένιο δάκρυ. Ένα ελαφρύ αεράκι πέρασε μέσα από τις φυλωσιές της.
-Θα κάνεις το μεγάλο ταξίδι, του είπε λυπημένα. Θα δεις τις Πόλεις των Ανθρώπων. Και όσο περισσότερο θα τους γνωρίζεις, τόσο θα βλέπεις πόσο μόνοι τους είναι -και θα είσαι και εσύ μόνος. Και όταν θα φτάσεις στο τέλος του δρόμου –«και θα έχεις χάσει την χρυσή σου πανοπλία»- θα είσαι γυμνός -και γύρω σου ο έναστρος ουρανός.
Και θα φωσφορίσουν τα αστεράκια –μόνο γιά σένα- σπίθες, μαρμαρυγές σε κομπολόι.
Και στα μαύρα νερά της θάλασσας θα βυθιστείς και –μόνο γιά μιά στιγμή- θα σκιστεί το σεντόνι και τα μάτια σου θα αντικρύσουνε το Φως. Και μετά, θα διαλυθείς πάλι μες στην Ατέλειωτη Νύχτα – όπως και πριν.

*

Ο πέμπτος Φάρος.

Έναστρο γλεντοκόπημα, όπου καρδιές μεγάλες
πετούν και καίγονται στο φως, όπως οι πεταλούδες,
τεράστια αίθουσα χορού λουσμένη από τα φώτα
πολυελαίων, που νεκρών βαστάνε καντηλέρια.
Άπειρα φάσματα σκιών, που στον τρελό χορό τους
περνούν και χάνονται, στο τέρμα εκεί του δρόμου.

*

-Φοινικιά, δεν θέλω να ζήσω μόνος. Δεν μπορώ να διαλέξω;
-Τι κρίμα, δεν μπορείς. Είμαστε ότι είμαστε. Εγώ είμαι δέντρο –εσύ άνθρωπος.
-Και έτσι είναι ο Άνθρωπος, πλάσμα της Μοίρας πικρό; Καταδικασμένος να βαδίζει -χωρίς σκοπό- στα χάη;
-Δεν υπάρχει σκοπός. Όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν αυτό να το δεχτούν.
-Έτσι λοιπόν; «Ο θάνατος είναι η μοίρα του ανθρώπου»;
-«Η Μοίρα του Ανθρώπου είναι ο Άνθρωπος».


*

Ο έκτος Φάρος.

Εφιάλτης από πράγματα της κόλασης, μυστήριο γεμάτα,
έμβρυα που τα ψήνουνε μάγοι τα μεσονύχτια,
γριές που καθρεφτίζονται στης Στύγας τους καθρέφτες,
και στα νερά των ποταμών λευκές, γυμνές παρθένες
που προκαλούν τους δαίμονες, τεντώνοντας τις κάλτσες.

Το αγόρι στάθηκε –και μπροστά του απλώθηκε το άπειρο Σύμπαν.
Κοίταξε ευθεία μπροστά και γέμισαν τα μάτια του άστρα και γαλαξίες.
Το αγόρι στάθηκε – και κοίταξε το Κενό.

*

-Αχ Φοινικιά. Πόσο θα ήθελα Άνθρωπος να μην είμαι. Θάθελα να γενιόμουνα αέρας βορεινός, να ταξιδεύω πάνω απ’τις πόλεις των ανθρώπων, χώρις σκοτούρες, χωρίς λύπες στην καρδιά, να σου χαϊδεύω τα κλαδιά κάθε απόγευμα και να σου διηγούμαι ιστορίες από τόπους μακρινούς που πήγα και είδα.
-Και εγώ; Να μένω εδώ και να σε περιμένω κάθε απόγευμα να μου ιστορήσεις περιπέτειες ξένες –δικές σου; Δεν είναι λίγο εγωϊστικό αυτό;
-Δεν θες. Ας είναι. Τότε και εγώ Άνθρωπος πιά να μην είμαι. «Μονάχα σύνεφο• σύνεφο του ουρανού -με παντελόνια».

*

Ο τελευταίος Φάρος.

Τεράστια λίμνη αίματος, όπου δαιμόνοι παίζουν
κάτω από φύλα φοινικιάς παράξενα παιγχνίδια,
μέσα από ουρανούς μουντούς τις μπρούτζινες φανφάρες
άγγελοι παιανίζουνε -που έχουνε πόδια τράγου
και αντιλαλεί η ηχώ –σαν στεναγμός- σε χίλιους λαβυρίνθους,
θρήνος, ολολυγμός πνιχτός, διαβαίνουν ένας-ένας
οι ταξιδιώτες του άπειρου, του μηδενός οι πότες,
αιμάτινη γραμμή λεπτή, που πάει στα ουράνια.

Το Κενό σταμάτησε. Κοίταξε το αγόρι. Μέσα στα μάτια του καθρεφτίστηκε η άβυσος του Τίποτα. Οι βοσκοί με τα πρόβατά τους, τα ποτάμια και οι λίμνες, οι κάμποι, οι πεδιάδες, τα βουνά και η γαλάζια θάλασσα. Και πέρα, -πέρα από τον νερένιο κάμπο- κατάφωτες, οι Πόλεις των Ανθρώπων.
-Είναι χαμένος. Καταραμένος γιά πάντα, είπε η Σκιά.
-Πάντα πεθαμένος και πάντα ζωντανός, μονολόγησε το Κενό, κοιτάζοντας στα μάτια του αγοριού το Τίποτα –την Μοίρα των Ανθρώπων.

*

Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και κοίταξε το μπαλκόνι.
Στην άκρη του, το μοναχικό γιούκα άκουγε το σιγανό αεράκι.
-Μόνο γιά μία τελευταία φορά, του είπε με τα μάτια.
-Τι κρίμα, του ψιθύρισε εκείνο, τι κρίμα.
-Ξημερώνει, είπε εκείνος και γύρισε να φύγει.
-Καληνύχτα, τον αποχαιρέτησε το γιούκα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα