7. ΤΑ ΠΛΑΤΗ ΤΟΥ ΙΠΠΟΥ.

Τον παλιό καιρό –πριν ανακαλυφθεί η ατμομηχανή- οι Ευρωπαίοι έμποροι πήγαιναν στον Νέο Κόσμο -στις καινούριες αποικίες– άλογα, φορτωμένα σε καράβια ιστιοφόρα. Καθόλου εύκολο εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς τις παραμέτρους που έπρεπε να υπολογιστούν για την επιτυχία ενός τέτοιου ταξιδιού. Εκτός από τα ζώα, στα ιστιοφόρα φόρτωναν τροφή και –κυρίως- νερό για το πλήρωμα, καθώς και για τα ίδια τα άλογα –το εμπόρευμα. Οι ναυτικοί περνούσαν τον Ατλαντικό ανεβαίνοντας στον τεσσαρακοστό παράλληλο, δηλαδή σε βόρειο πλάτος σαράντα μοιρών, για να εκμεταλλευτούν τους Αληγείς ανέμους. Όμως, πολλές φορές ο άνεμος εξασθενούσε τόσο, που τα βαριά και παραφορτωμένα πλοία «καραντιάζανε», έμεναν δηλαδή από αέρα, μην μπορώντας να κινηθούν.

«Όταν η γαλήνια θάλασσα συνωμοτεί
και τα σιωπηλά της ρεύματα γεννάνε τερατάκια,
η αληθινή ναυτοσύνη πεθαίνει».

Μετά από μήνες ακινησίας –όταν τα αποθέματα του νερού άρχιζαν να λιγοστεύουν- οι ναύτες πετούσαν τα άλογα στη θάλασσα. Πράξη ανθρωπιστική (χωρίς εισαγωγικά;). Κάποια απ’τα άλογα είχαν πιθανότητες να κολυμπήσουν ως την στεριά -λέγαν οι ναυτικοί. [Εξάλου οι σφαίρες κόστιζαν και τότε].

"Άχαρη περίσταση.
Το πρώτο ζώο πετιέται στη θάλασσα.
Τα πόδια του κλωτσάνε τον αέρα με μανία.
Ανώφελος, αγωνιώδης, άπειρος καλπασμός.
Τινάζει το κεφάλι χλιμιντρίζοντας.
Την τρομερή του μοίρα αντικρίζει.
Λεπτή ισορροπία.
Παύση.
Το ζώο παραδίνεται και σιωπηρή αγωνία ρουθουνίζει.

Το πλοίο στο λιμάνι έφτασε.
Προσεκτικά το έπλυναν, το καθαρίσαν,
το επιδιόρθωσαν και το σφραγίσαν".



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα