6. O ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ.

Τρανσυλβανία. Η χώρα πέρα από τα βουνά. Μία μεγάλη περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, που οριοθετείται από τα Καρπάθια. Κατοικήθηκε από Σάξονες και τα κτίρια των πόλεων είναι αυστριακού ρυθμού. Περιοχή με μεγάλη παράδοση και πολλούς μύθους, είναι παγκόσμια γνωστή από το fiction διήγημα του ιρλανδού συγγραφέα Μπραμ Στόουκερ, «Δράκουλας», του 1897, διήγημα εμπνευσμένο από τους βαμπιρικούς μύθους της εποχής.

Η λέξη «βαμπίρ» έχει βουλγάρικη προέλευση και αναφέρεται σε έναν «ζωντανό-νεκρό» που, μετά το θάνατό του, συντηρείται πίνοντας το αίμα ζωντανών ανθρώπων. Ο βαμπιρικός μύθος συναντάται σε όλο τον κόσμο. Στα Βαλκάνια έχουμε και μία δεύτερη ονομασία του 13ου αιώνα –βρυκόλακας-, που προέρχεται από την παλαιοσλαβική λέξη «βίλκι-ντλάκα» και περιγράφει κάποιον ο οποίος φοράει τομάρι λύκου κατά την διάρκεια παγανιστικής τελετής. Στην Ευρώπη, η εμφάνιση του βαμπιρικού μύθου γίνεται κατά τον 9ο αιώνα μχ. και είναι συνδεδεμένη με τις μεγάλες επιδημίες που έπληταν εκείνη την εποχή τις μεσαιωνικές ευρωπαϊκές πόλεις. Από αυτή την σύνδεση προέκυψε και η ρουμάνικη λέξη «νοσφεράτου» γιά το βαμπίρ –από τις ελληνικές λέξεις «νόσος» και «φέρω».

Καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωσή του έπαιξαν αφενός η ιδέα της ορθόδοξης εκκλησίας περί αφορισμού (στις περιπτώσεις φόνου, αυτοκτονίας, βλασφημίας, μη βάπτισης, κλπ), που είχε ως συνέπεια την μη αποσύνθεση του σώματος του νεκρού, αφετέρου η παμπάλαια άποψη των Γνωστικών Σχολών, που θεωρούσε τον υλικό κόσμο –άρα και το σώμα- «κακό», δημιούργημα του Σατανιήλ, έκπτωτου γιού του Θεού.
Η αναπόφευκτη σύνδεση των βαμπίρ με τον διάβολο «τεκμηριώθηκε» τον 17ο αιώνα από τον ιατροφιλόσοφο Λέοντα Αλάτιο και τον επόμενο αιώνα μία μαζική «βαμπιρική» υστερία ξέσπασε σε ολόκληρη την Ευρώπη, μέχρι να επικρατήσει το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού.

Το διήγημα του Στόουκερ είναι βασισμένο στους χαρακτήρες δύο γνήσιων τέκνων της Τρανσυλβανίας –της Ελίζαμπεθ Μπάθορι και του Βλαντ Τέπες.
Η κόμησσα της Ουγγαρίας Elizabeth Bathory (1560-1614), ήταν ανηψιά του Stephen Bathory του ΙΙΙου, πρίγκηπα της Τρανσυλβανίας και μετέπειτα βασιλιά της Πολωνίας, που ο παπούς του είχε πολεμήσει –μαζί με τον Vlad Tepes- εναντίον του Μωάμεθ του Πορθητή. Είναι επίσης γνωστή ως «η Κόμησα του Αίματος» (Blood Countess). Το όνομά της έγινε συνώνυμο της βαρβαρότητας. Ο θρύλος την θέλει να κάνει μπάνιο με αίμα παρθένων γιά να κερδίσει την αιώνια νεότητα. Το 1610 καταδικάστηκε σε ισόβιο εγκλεισμό στο κάστρο της –όπου και πέθανε τέσσερα χρόνια μετά- κατηγορούμενη γιά τον θάνατο 650 ατόμων.

Η περίπτωση του πρίγκηπα Vlad Dracula είναι διαφορετική.Ο Vlad Tepes, ήταν πρίγκηπας της Βλαχίας και όχι της Τρανσυλβανίας, όπως είναι εσφαλμένα διαδεδομένο.
.Ήταν γόνος του Οίκου των Basarab, εγγονός του Mircea cel Batran –του Γεναίου- ηγεμόνα της Βλαχίας (Wallachia). Ο πατέρας του κατοπινού Βλαντ του Παλουκωτή (Tepes)- γιός του Mircea του Γεναίου– ο Vlad II Basarab, ήταν πρίγκηπας της Βλαχίας και φόρου υποτελής (βασάλος) του Στέμματος της Ουγγαρίας. Μαζί με τους ηγεμόνες της Πολωνίας και της Σερβίας, έγινε μέλος του Τάγματος του Δράκου, στις 8 Φεβρουαρίου 1431.
Το τάγμα αυτό, αποτελούσαν ισχυροί χριστιανοί μονάρχες της Ευρώπης. Ιδρυτής του ήταν ο αυτοκράτορας Sigismund του Λουξεμβούργου και σκοπός του ήταν η εξόντωση του Σουλτάνου. Είχαν ως έμβλημα έναν δράκο και φορώντας το, ο Vlad Basarab έγινε ο Vlad Dracul, δηλαδή ο Βλαντ ο Δράκος.

Την ίδια χρονιά γενήθηκε ο δεύτερος γιός του, που του έδωσε το όνομά του -Βλαντ.
Ο Γιός του Δράκου (Draculea), ο Vlad III, γενήθηκε στη Σιγκισοάρα της Τρανσυλβανίας το 1431 και στα έντεκά του, το 1442, πήγε ως όμηρος στην αυλή του τούρκου σουλτάνου, όπου μεγάλωσε μαζί με τον συνομήλικό του Μωάμεθ ΙΙ, μελοντικό πορθητή της Πόλης. Ήταν μία κοινή τακτική της εποχής, που εξασφάλιζε την υπακοή του αδύνατου ηγεμόνα στον πιό δυνατό. Έτσι, παρότι μέλος του Τάγματος του Δράκου, ο Vlad II, δεν παίρνει μέρος στην μάχη της Βάρνας, το 1444, όπου ο στρατός των χριστιανών συντρίβεται. Την θέση του παίρνει ο πρωτότοκος γιός του, Mircea ΙΙ, που, μαζί με τον πατέρα του, κατηγορεί τον αρχηγό της εκστρατείας John Hunyadi -αρχιστράτηγο του βασιλιά της Ουγγαρίας- γιά την ήττα στη Βάρνα. Το 1447 πατέρας και γιός δολοφονούνται από επαναστατημένους Βογιάρους (ευγενείς της περιοχής) στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα, πιθανόν υποκινημένους από τον Hunyadi. Τον επόμενο χρόνο ο σουλτάνος ελευθερώνει τον Vlad Tepes, συμμαχεί μαζί του και εισβάλουν στην Βλαχία, όπου ο Βλαντ χρίζεται βασιλιάς, με την υποστήριξη της Πύλης.
Αμέσως μετά, ο ουγγρικός στρατός, με επικεφαλής τον Hunyadi απωθεί τον στρατό του σουλτάνου και μαζί και τον Βλαντ, που δραπετεύει στην Μολδαβία. Λέγεται, ότι κατά την φυγή του, πετάλωσε ανάποδα το άλογό του, γιά να μπερδέψει τους διώκτες του.

Ο Βλαντ θα μείνει στην Μολδαβία, υπό την προστασία του ισχυρού θείου του, πρίγκιπα Bogdan II, ως το1451, που ο Bogdan δολοφονείται.Τότε, ο Βλαντ κάνει μία πολύ ριψοκίνδυνη κίνηση. Πηγαίνει στην Ουγγαρία, στον παλιό του εχθρό John Hunyadi, ο οποίος, όχι μόνο τον συγχωρεί, αλλά εκτιμώντας τις τεράστιες στρατιωτικές γνώσεις του, τον κάνει σύμβουλό του. Το 1456 η Ουγγαρία εισβάλει στην Σερβία γιά να απωθήσει τους Τούρκους και ο Βλαντ, με δικές του δυνάμεις στην Βλαχία. Κυβέρνησε την περιοχή από το 1456 μέχρι το 1462. Πήρε το όνομά Tepes –που σημαίνει παλουκωτης- από την προσφιλή του μέθοδο τιμωρίας των αντιπάλων, το παλούκωμα. Κυνήγησε και παλούκωσε τους βογιάρους που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του πατέρα του, καθώς και πολλά μέλη του Οίκου των Ντανέστι –οικογένειας αντίπαλης γιά την διαδοχή. Το 1460 παλούκωσε 10.000 άτομα στο Σιμπιού –πόλη που στο παρελθόν είχε ζήσει. Ένα χρόνο πρίν –το 1459- είχε παλουκώσει 30.000 προεστούς του Μπράσοφ, γιατί αμφισβητούσαν το δικαίωμά του να παλουκώνει. Τον Φεβρουάριο του 1462 έπεισε τον βασιλιά της Ουγγαρίας, Matyas Corvinus – γιό του John Hunyadi, γενημένου στην Κλουζ της Τρανσυλβανίας- να τον βοηθήσει στον πόλεμο ενάντια στους Τούρκους. Ο Βλαντ, παλουκώνει 40.000 Τούρκους αιχμάλωτους στις όχθες του Δούναβη και ο στρατός του σουλτάνου οπισθοχωρεί. Την ίδια χρονιά, ο Μωάμεθ ο Πορθητής –μάλλον όχι και ο πιό ευαίσθητος ανθρωπος του κόσμου- κατά την πολιορκία της Ταργκοβίστα, σοκάρεται αηδιασμένος από το θέαμα 20.000 παλουκωμένων, έξω από την πρωτεύουσα του Βλαντ. Μετά από έξι μήνες πολέμου, τον Νοέμβριο του1462, ο Ούγγρος αυτοκράτορας υπογράφει συνθήκη με τον σουλτάνο και φυλακίζει τον Βλαντ πρώτα στο Bran και μετά στο κάστρο του Visegrad, γιά τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ο Βλαντ γίνεται καθολικός και παντρεύεται την ξαδέρφη του Matyas Corvinus, μπαίνοντας έτσι ξανά στο παιγχνίδι γιά τον θρόνο της Βλαχίας. Το 1475 συμμαχεί με τον Τρανσυλβανό ηγεμόνα –και ξάδερφό του- Stephen Bathory και εκστρατεύει ξανά κατά του Μωάμεθ. Περνώντας από την Βλαχία –τον Νοέμβριο του 1476- καταλαμβάνει –γιά ακόμα μία φορά- τον θρόνο. Ο πόλεμος με τους Τούρκους ξαναρχίζει. Ο Βλαντ σκοτώνεται τον Δεκέμβριο του 1476 και το κεφάλι του πηγαίνει στην Ισταμπούλ, γιά να πεισθεί ο σουλτάνος πως, ο Καζικλί Μπέης –ο πρίγκηπας που παλουκώνει- είναι νεκρός.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές γιά τον θάνατό του. Κάποιες πηγές λένε πως σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους, κοντά στο Βουκουρέστι. Άλλες λένε ότι προδόθηκε από βογιάρους , ή από κάποιο μέλος της φρουράς του κατά την διάρκεια κυνηγιού.
Οι πιό πολλές αναφορές σχετικά με τον τόπο ταφής του, υποδεικνύουν το μοναστήρι του Σνάγκοφ –χτισμένο σε ένα νησί της ομώνυμης λίμνης- κοντά στο Βουκουρέστι. Οι έρευνες γιά το ακέφαλο σώμα του Tepes αποδείχθηκαν άκαρπες.
Ο Στόουκερ –άγνωστο γιατί- τοποθέτησε το κάστρο του Δράκουλα στην Τρανσυλβανία, περιγράφοντας το κάστρο του Μπραν, είκοσι χιλιόμετρα βόρεια του Μπράσοφ, όμως το πραγματικό του κάστρο ήταν στην πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα. Άλλο ένα κάστρο που χρησιμοποιούσε ήταν αυτό στο Ποϊνάρι, στις όχθες του ποταμού Arges. Ο θρύλος λέει πως, απ’τα τείχη του έπεσε η πρώτη του γυναίκα –το 1462-, όταν, κατά την πολιορκία του κάστρου από τους Τούρκους, ένας τοξότης του εχθρού, της έστειλε με βέλος την ψεύτικη είδηση του θανάτου του. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος ο ποταμός Arges ονομάζεται από τότε Raul Doamnei – το ποτάμι της Κυράς.
Ο άσπονδος φίλος του Βλαντ, ο Μωάμεθ, κατέλαβε τελικά την Βλαχία, το 1478, όπως και την Αλβανία, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου αλβανού πολέμαρχου Σκεντέρμπεη (το 1468).

Ο Βλαντ, έμεινε στην ιστορία ως εθνικός ήρωας της Ρουμανίας και μνημεία του υπάρχουν σε πολλές πόλεις της χώρας. Στο κάστρο του Μπραν, δεν αναφέρεται πουθενά το όνομά του και γιά όλη τη Ρουμανία είναι πολύ ενοχλητική η σύνδεσή του με τον μύθο του Στόουκερ. Αντίθετα, αναφέρεται ως φονιάς βρυκολάκων –των βογιάρων, που «έπιναν το αίμα» του λαού-, αφού αυτό που τον χαρακτήρισε ήταν οι ξύλινες σφήνες –τα παλούκια. Τα χρονικά μας λένε πως ήταν σκληρός αλλά δίκαιος, σε μία εποχή που ίσως τον ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα, σε έναν κόσμο που οι πιό κοινές μέθοδοι εκτέλεσης ήταν το σταύρωμα και το κάψιμο στην πυρά. Μαζί με τους άλλους πολέμαρχους των Βαλκανίων, είναι ήρωας των χριστιανών, στον αγώνα ενάντια στους Τούρκους.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να σταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση στην Βλαχία, θεσπίζοντας νόμους που προστάτευαν τους κολίγους, που μέχρι τότε ήταν στο έλεος των τσιφλικάδων βογιάρων. Αξιοσημείωτοι είναι οι στίχοι του εθνικού ποιητή της Ρουμανίας Mihai Eminescu, που αναφέρονται στον Σκοτεινό Πρίγκηπα:
«Που είσαι, άρχοντα Τέπες, να τους πάρεις και να τους χωρίσεις στα δύο, τρελούς και ταραχοποιούς;».

Εθνικός ήρωας ή εθισμένος σαδιστής, ο Vlad Dracula είναι πιά μέρος της Ιστορίας και ταξιδεύει γιά πάντα, καβάλα στον φτερωτό του δράκο. Η ερμηνεία της είναι στην κρίση μας και θα πρέπει να γίνει με βάση τις συνθήκες της εποχής. Και γιά να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, σε όσους βιαστικά τον επικρίνουν, απαντώ: μην ξεχνάτε την Τριπολιτσά.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα