4. Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΕΡΠΕΤΟΥ.

Ο Πούκι ο Μάγος ξύπνησε νωρίς. Φόρεσε την μεγάλη στολή του –κάτι που έμοιαζε με κίτρινη πυτζάμα- και ξεκίνησε. Όταν έφτασε στο σταυροδρόμι, άνοιξε ένα πάνινο σακούλι και έβγαλε από μέσα μερικούς σπόρους σιτάρι. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και κάλεσε τον Λέκμπα –τον θεό των μονοπατιών. Ένα κάρο πέρασε και τον πήρε.


*

Ο Συγγραφέας δεν μπορούσε πιά να γράψει. Κοίταξε τον μεγάλο κάμπο. Στην μέση του κρεμόταν –σαν αιμάτινο δάκρυ- η Σελήνη. Πέταξε το τσιγάρο και γύρισε την πλάτη.
«Να πάρει ο διάολος», μουρμούρισε. Μπήκε μέσα.

*

Περπάτησε μέχρι την πλατειά της παλιάς πόλης. Ακολουθούσε τον ήχο των τύμπανων και των σείστρων. Στην μέση της πλατειάς, γυναίκες με πολύχρωμες φορεσιές χόρευαν έναν παράξενο χορό. Γύρισε και την είδε. Κίτρινο ύφασμα κάλυπτε τα εκατόν τριάντα κιλά της. Τον κοίταξε στα μάτια και η γαλάζια της ματιά τον διαπέρασε.
-Σαντερια; την ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι τις κοπέλες που χόρευαν.
-Φολκλόρ, τουρίστικο, απάντησε εκείνη, με καρφωμένο το βλέμμα της πάνω του.
Της μίλησε στα αγγλικά.
-Νο άμπλα ιγκλές, του είπε.
-Γιό νο άμπλα εσπανιόλ, της απάντησε εκείνος.
Συνέχισε να του μιλάει ισπανικά. Ο Κίμωνας δεν καταλάβαινε γρυ.
-Μην προσπαθείς να καταλάβεις έτσι, του είπε –πάντα στα ισπανικά. Τις γλώσσες δεν τις μιλάει το στόμα. Τις μιλάει η καρδιά.
Ο Κίμωνας ξαφνικά, άρχισε να καταλαβαίνει την γλώσσα της.
-Έτσι μπράβο, του είπε η Μπριγκίτε, η Σαντέρα της Αβάνας.

*

Το Φίδι ένοιωσε την δόνηση στο έδαφος. Αθόρυβα, έβγαλε το κεφάλι του –που το στόλιζε ένα κατάλευκο αστέρι- από την καυτή άμμο. Ο άντρας –αν και πολύ προσεκτικός- το αντιλήφθηκε κάπως αργά. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα του αλλού και χτύπησε το ερπετό με το κοντάρι στο κεφάλι. Το Φίδι τύλιξε το σώμα του στο κοντάρι και άγγιξε με την ουρά του το χέρι του άντρα. Αυτός -με μια αστραπιαία κίνηση- έβγαλε το σπαθί του απ’ το θηκάρι με το άλλο χέρι και έκοψε το δεξί του σύρριζα από το μπράτσο.
Το κομμένο χέρι πέτρωσε στη στιγμή.

*

Το παραφορτωμένο ταπ-ταπ είχε τουμπάρει στην στροφή του κεντρικού δρόμου, που ένωνε το Πορτ-ο-Πρενς με την Γκόναϊβ. Οι τραυματίες κείτονταν σκορπισμένοι γύρω από το ζωγραφισμένο λεωφορείο. Βογκούσαν και έκλαιγαν, περιμένοντας το μοναδικό ασθενοφόρο που διέθετε ο Ερυθρός Σταυρός σε ολόκληρη την Αϊτή. Οι οδηγοί των περαστικών αυτοκίνητων έκοβαν ταχύτητα από περιέργεια και ύστερα πάλι πατούσαν γκάζι και έφευγαν. Ο λευκός άντρας, σήκωσε στα χέρια –προσεκτικά- ένα εννιάχρονο αγόρι με σπασμένο αστράγαλο και το μετέφερε στη σκιά. Μια γυναίκα έδειχνε τα ματωμένα χέρια της κλαίγοντας. Ο Πούκι συνέχισε τον δρόμο του.

*

[Το κούγκαρ ουρλιάζει. Και το ουρλιαχτό του αντηχεί σε ολόκληρο τον μαγεμένο κάμπο. Ακούγοντάς το, η Σελήνη –κατακόκκινη- σηκώνεται απ’τα βάθη της Αβύσσου.
Και ξεπροβάλει εκεί που ο ουρανός και η θάλασσα σμίγουν το μπλε τους -που είναι τώρα μαύρο. Το κούγκαρ ουρλιάζει. Ακούγοντας το, σηκώνονται οι νεκροί από τους τάφους. Και η Τζένη, τα κατακόκκινα μαλλιά της λούζει, μες στην αιμάτινη γραμμή του φεγγαριού, εκεί, στην μέση της μεγάλης πεδιάδας. Και οι πυκνές της μπούκλες μοιάζουν νερά να γίνονται, των ποταμών του Άδη. Το κούγκαρ ουρλιάζει. Και εκείνος, ετοιμάζεται για το ταξίδι. Τα μάτια του λαμποκοπούν μες στο σκοτάδι. Και τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά του αντανακλούν το ωχρό φως της Σελήνης. Κάτω -στο Περ Λασέζ- τον περιμένουν οι γλεντζέδες του φιλόσοφοι, μαζί να αρχίσουν τη γιορτή. Και να, «έρχεται ένας νεκρός, χαρωπός σαν και αυτούς και ελεύθερος». Το κούγκαρ ουρλιάζει.]

*

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας. Το πράσινο φως της πινακίδας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Δεν θυμόταν τίποτα. Δεν θυμόταν που βρίσκεται, ποιος είναι και –κυρίως- τι είναι. Κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Καμία μνήμη. Έξω, τα φώτα νέον συνέχιζαν να αναβοσβήνουν. Δεν υπήρχε πουθενά καθρέφτης. Κοίταξε το χέρι του. Τίποτα. Δεν θυμόταν τη γλώσσα –και έτσι δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ένοιωθε τον εγκέφαλο του να καίγεται σε μια ανώφελη προσπάθεια κατανόησης των Πραγμάτων. Κατέρρευσε. Απόλυτος τρόμος τον κυρίευσε -χωρίς να ξέρει γιατί. Λούστηκε στον ιδρώτα. Οι διασταλμένες κόρες των ματιών του αντίκρισαν το Κενό. Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο οπερατέρ του συνεργείου. Θυμήθηκε. Ήταν άνθρωπος. Ήταν στο Σάντο Ντομίνκο. Το ξενοδοχείο λεγόταν Green Hotel.

*

Μέσα στο μικρό δωμάτιο, δίπλα στο περιστύλιο του ναού, ο Πούκι, γονατιστός, με κλειστά μάτια, μουρμουρίζει τα μαγικά του ξόρκια. Δίπλα του ο Μαρσελ –ο Μαλφακτερ- λιώνει στο ξύλινο γουδί του κοκάλα τρίχρονου παιδιού -που τα έχει πρώτα κάψει στην φωτιά. Ο Πουκι ανοίγει ένα-ένα τα πάνινα σακούλια του και βγάζει από μέσα βότανα και παράξενες σκόνες. Ρίχνει στο γουδί το δηλητήριο του Ψαριού. Η σκόνη είναι έτοιμη. Η τρομερή ζομπία είναι έτοιμη.


*

[Και το Ταξίδι αρχίζει. Όρθιος, πάνω στο Γυάλινο Καράβι του, ακολουθεί την Κόκκινη Σελήνη. Τον συνοδεύουνε τα Ερπετά της Κόλασης. Ο Βασιλίσκος, το Μεγάλο Φίδι -που ότι κοιτάζει γίνεται έρημος- και η Σαύρα της Φωτιάς -η Σαλαμάνδρα. Απ τα βουνά του φεγγαριού έρχονται οι λύκοι. Και εκείνος, πάνω στο διαβατάρικο του Χάροντα καράβι πλέει –στα κόντρα- του πράσινου Αχέροντα το ρεύμα. Έτσι αρχίζει.]

*

-Δεν μπορώ πια να γράψω.
-Τι σημασία έχει.
-Δεν έχει λες;
-«Νεκροί εμείς, μιλάμε σε νεκρούς». Τι σημασία έχει.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα