2. Ο ΤΡΕΛΟΣ.

Συναντήθηκαν στο βιβλιοπωλείο κοντά στο Πανεπιστήμιο. Δεν περίμεναν τέτοια αρχή. Φορούσαν τα ζεστά τους ρούχα. Όταν πέρασε ο ζητιάνος με το καροτσάκι δεν αιφνιδιάστηκαν. Οι φοιτήτριες γνώριζαν εκ των προτέρων τι θα τους ζητούσε. Δεν φάνηκαν όμως πουθενά σημάδια αναμονής.
Ο ζητιάνος γλίστρησε στο βιβλιοπωλείο. Άδραξε ένα βιβλίο δίπλα απ’το τρίτο ράφι.
Ο τίτλος, «Σωφρονισμός των Παραφρονούντων».
Με πίκρα χωμένη στα βλέφαρα, με τρελλό βλέμμα, έσυρε το καροτσάκι του. Κάθισε πάλι, αξιοπρεπής ανάπηρος, στην προηγούμενή του θέση.
Η έκφρασή του ανέδιδε μαγεία.
-Είστε αφελείς, είπε.
Τα κορίτσια, μαγνητισμένα, τον συνόδεψαν στο παράξενο ταξίδι του, καθώς διέσχιζε το βιβλιοπωλείο.
Πετούσε τα βιβλία στο πάτωμα.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Δεκάδες τόμοι με κρότο γλύστρησαν στην πορεία τους στο κενό.
Κάποιοι, έδειχναν με το δάχτυλο, επιχειρώντας να τον κάνουν να υποταχθεί στην κρίση τους.
Γυναίκες με μυριάδες πρόσωπα, με έκφραση λαγνείας στο χέρι, αποσκοπούσαν στην ταραχή του.
Ο ζητιάνος, ανεμπόδιστος, πλησίασε την υπάλληλο.
-Πόσο καιρό εργάζεσαι έδώ; τη ρώτησε.
Εκείνη χλώμιασε. Ντράπηκε.
Κρύφτηκε κάτω απ’το γραφείο, χώθηκε στη μοκέτα.
Το κλάμα της αντήχησε σ’όλο τον χώρο.
Τα καφετιά ράφια, σχεδόν άδεια τώρα, μετά την ορμητική του επίθεση.
Ο ζητιάνος κατευθύνθηκε στο ταμείο. Χτύπησε τα πλήκτρα.
Το αντίτιμο καταγράφηκε στο χαρτάκι.
Πλήρωσε τα χρήματα.
Έγνεψε στις φοιτήτριες να τον ακολουθήσουν.
Η πωλήτρια, σκυφτή και αμίλητη, προσπαθούσε να συγκεντρώσει όσα βιβλία είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα.
Ο κόσμος φαινόταν τώρα να δείχνει εξαιρετικό ενδιαφέρον γιά το συμβάν.
Όσοι διέσχιζαν το κατώφλι, με απορία και αγανάκτηση ζητούσαν εξηγήσεις.
Απαιτούσαν την τιμωρία της υπαλλήλου.
Άλλωστε αυτή ήταν η υπαίτια, η ηθική αυτουργός.
Γιατί δεν απάντησε; Γιατί δεν τον έδιωξε;
Και αυτά τα κορίτσια που έτρεχαν γύρω του, τι ζητούσαν;
Τώρα το πλήθος –σπάζοντας τη σιωπή του- βούιζε ολοένα δυνατότερα μέσα στο κατάστημα.
Ήρθε η αστυνομία. Αδιάφορα ζήτησαν λεπτομέρειες.
Όσοι προθυμοποιήθηκαν να μιλήσουν ήταν όσοι ακριβώς έλειπαν.
Ο ζητιάνος είχε οριστικά εξαφανιστεί.
Μερικοί θυμήθηκαν κάποιον που διέσχιζε τις νύχτες τους δρόμους, με χαρτιά άγρια στο στήθος.
Μιλούσαν γιά αυτόν με ενδιαφέρον.
Έλεγαν πως τρελάθηκε.
Εκείνος δεν ξαναφάνηκε από τότε.
Μετά τη φασαρία στο βιβλιοπωλείο, ποτέ κανείς δεν τον είδε ξανά.

*

Την επόμενη μέρα, στη συγκέντρωση-επέτειο στην πλατεία της πόλης, ο Δήμαρχος έπλεξε το εγκώμιο του μεσήλικα διανοούμενου που στεκόταν δίπλα του.
Ήταν ένας άνθρωπος άχρωμος, με χρόνια υποταγής στα δάχτυλα, με ουδέτερη προσπάθεια στο χώρο του, γεμμάτος πίστη στο δεδικασμένο, στο καθημερινό. Όταν σήκωσε το βλέμμα του στο κοινό, κανείς δεν αναγνώρισε τον ζητιάνο.
Μόνο το δεξί του χέρι, λίγο καχεκτικό, θα μπορούσε να τον προδώσει.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα