7. ΛΟΥΚΑΣ ΚΓ.

Εβραίος ή Εθνικός ή μόνο κάποιος
που η μορφή του χάθηκε μέσα στον Χρόνο
και πιά δεν θα ανασύρουμε από την Λήθη
τα σύμφωνα
[οι αρχαίες γλώσσες φωνήεντα δεν έχουν]
του ονόματός του.

Τι τάχα να μπορεί να ξέρει από συγνώμη
ένας ληστής που η Ιουδαία στο σταυρό καρφώνει
«εν οίδα ότι ουδέν –ότι πέρασε πάει»,
ποτάμι η Λήθη είναι -και κυλάει.

Μέσα στο γέλιο «που έρεε μέλι και χλεύη»
του πλήθους, άκουσε την μέρα εκείνη
[στα σταυρωτά πάνω δοκάρια του θανάτου]
ότι αυτός που πλάι του πεθαίνει
είναι θεός και –σαν σε όνειρο- του είπε

«Κύριε μνήσθητί μου όταν εν τη βασιλεία σου έλθεις»
και ο άρρητος Λόγος –που ήταν η αρχή
[και θα μετρήσει κάποια μέρα τον καθένα]
του έταξε πάνω στο αγνάντι του θανάτου

τον Παράδεισο. Και άλλο μετά ουδέν·
μέχρι το τέλος. Μα η Ιστορία –που την λεν και Μνημοσύνη
να σβήσει δεν θα αφήσει την μορφή τους
[στο σούρουπο εκείνο του θανάτου]
μέχρι ο μεγάλος κύκλος της να κλείσει.

«Αδέρφια, -που είστε ακόμα ζωντανοί»,
Καλό, Κακό μπερδεύονται εκεί πάνω·
ο φίλος του Ιησού, ειλικρινής και αγνός,
εκεί, «στου τάφου τον ουδό» του μαρτυρίου,
τον Κήπο της Εδέμ ζητάει –και θα τον πάρει·
-[«την ξεχασμένη αυλή μιάς γειτονιάς»]-

αυθόρμητα –όπως τότε που ήτανε φονιάς.


Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Ο Δημιουργός).

Ελεύθερη απόδοση στα Ελληνικά




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα