3. Ο ΜΗΝΑΣ ΤΩΝ ΠΑΓΩΜΕΝΩΝ ΣΤΑΦΥΛΙΩΝ.

«Θα μπορούσε να’ταν και πιό χλωμή
αλλά ήταν που ήταν πεθαμένη από χρόνια
κι άρχισε να ροδίζει...»


Κλακέτα. Ξεκινάμε. Σκηνή πρώτη, πράξη πρώτη.

Η Λυπημένη Κατερίνα κοίταξε στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της, σκληρό, ανέκφραστο, χαράκωναν δύο μεγάλες αυλακιές, που ξεκινούσαν απ’τα μάτια και τελείωναν στις άκρες του στόματός της. Δυό μαύρα ποτάμια από ρίμελ κυλούσαν μες στις αυλακιές και ένωναν τα τσίνορα με την λεπτή γραμμή των χειλιών. Κάπνιζε. Και ο καπνός πήγαινε «με το όνειρο στον ουρανό». Μέσα στον καθρέφτη εμφανίστηκε η φιγούρα του. Τον κοίταξε και ένα μικρό σημάδι αναγνώρισης –μία στιγμιαία λάμψη- τρεμόπαιξε στα μάτια της. Ο ξένος ήταν παράξενος. Το μπόι του ήτανε κανονικό· όχι ψηλός, μα ούτε και κοντός, με ώμους σκυφτούς και ένα φθαρμένο πανωφόρι. Ήταν γύρω στα εξήντα, με μία γκρίζα γενειάδα και βλέμμα ουδέτερο, συγκαταβατικό. Κρατούσε ένα μαχαίρι στο ένα χέρι και στο άλλο, κάτω απ’την μασχάλη, ένα βιβλίο. Κοιτάζονταν μες στον καθρέφτη -ο ένας στα μάτια του αλλουνού- και δεν χαμογελάγαν, ούτε ανοιγόκλειναν τα βλέφαρα· μόνο οι ανάσες τους έσπαγαν την σιωπή του χώρου.
-Τι κουβαλάς την κάμα από την μία ζωή στην άλλη; τον ρώτησε εκείνη -και ο άλλος αποκρίθηκε:
-Την χρειάζομαι, να προστατέψω το βιβλίο.


*

Περπατούσαν δίπλα στο ποτάμι. Μπροστά τους –πάνω στον λόφο- η μεσαιωνική Νεκρόπολις της Γλασκώβης.
-Ωραίο αυτό το ποτάμι, είπε ο ένας.
-Ποιό ποτάμι; είπε ο άλλος.

*

Κλακέτα. Πράξη δεύτερη.

Ο Χρήστος πήγε στην συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε ο κύριος με το σακάκι.
-Ποιό προϊόν; τον ρώτησε ο Χρήστος.
-Ας πούμε το νερό Ιόλη.
-Θάβαζα δέκα σάτυρους να κυνηγάν την νύμφη Ιόλη μες στο δάσος. Κάποια στιγμή θα την μαγκώναν και θα την ταράζανε στον πούτσο. Θάβγαινε ένας σάτυρος σε πρώτο πλάνο κρατώντας ένα μπουκάλι Ιόλη στο ένα χέρι και θάλεγε: «Ή όλοι, ή κανείς».

Ο Χρήστος ο Ψηλός . Ενδιαφέροντά του: το τάε-κβο-ντο, η κιθάρα, τα κόμικς, τα ντοκυμαντέρ του BBC και το κάπνισμα. Έχει σπουδάσει διαφήμιση, αλλά κανένας δεν θέλει να ακούσει τις ιδέες του. Είναι φίλος του Προγραματιστή.

-Δεν πιστεύω να την πήρες την δουλειά;
-Όχι βέβαια. Αφού είναι συντηρητίκλες.

*

Ο Κίμωνας και ο Φάνκυφράνκι περπάτησαν από τον σταθμό μέχρι την παραλία του Εδιμβούργου. Ήτανε βράδυ. Το φεγγάρι μόλις είχε αρχίσει να αδειάζει. Έκανε κρύο.
-Εδώ στα μέρη σας κάνει πάντα τόσο κρύο; ρωτήσαν έναν περαστικό.
-Δεν ξέρω γιά πάντα, όμως σήμερα κάνει πολύ, τους αποκρίθηκε.

-Πάμε γιά μπιλιάρδο; ρώτησε ο ένας.
-Πάμε, απάντησε ο άλλος.

*

Κλακέτα. Πράξη Τρίτη.

Ο Χρήστος πήγε στη συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε η μεσήλικη με το ταγιέρ και τα γυαλιά.
-Ποιό προϊόν; την ρώτησε ο Χρήστος.
-Το Εορτοδάνειο, γιά παράδειγμα.
-Θα έβαζα ένα πρεζάκι να «βαράει» και από κάτω:
«Εορτοδάνειο! Πρώτη δόση τον Ιούνιο».

-Έτσι δεν θα βρεις ποτέ δουλειά, του είπε ο Προγραματιστής.
-Μα τι άλλο θέλουν; Ζητάν κάτι φρέσκο, πρωτότυπο. Δεν είναι πρωτότυπες οι ιδέες μου;
-Παραείναι. Άκου να σου πω, είσαι λίγο εξτρήμ. Προσπάθησε να κάνεις τους χαρακτήρες να μοιάζουν κανονικοί. Κοντά στους δικούς τους. Έτσι και αλλιώς αυτό είναι το κοινό σου. Σε αυτούς πας να πουλήσεις εορτοδάνεια και μαλακίες.
-Λες ε; Καλά, θα προσπαθήσω.

*

Στάθηκαν στην πλατεία της Γλασκώβης, μπροστά στο άγαλμα του Γλάδστον. Ήταν καβάλα στο άλογό του. Φορούσε στο κεφάλι έναν κόκκινο κώνο της τροχαίας.
-Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα, είπε ο Φανκυφράνκι. Το πρωί το βγάζουν οι αστυνόμοι, το βράδυ είναι πάλι εκεί.
Κοίταξαν το άλογο. Φορούσε και αυτό έναν κώνο στο κεφάλι.

*

Σκηνή πρώτη, πράξη τέταρτη. Κλακέτα.

Η Λυπημένη Κατερίνα περπάτησε τον δρόμο με τα κίτρινα φώτα μέχρι την Αγορά. Ακόμα και το βράδυ –που έκλειναν τα μαγαζιά- όλος ο δρόμος μύριζε μπαχάρια και μυρωδικά. Γύρω της, νεαρά παιδιά που διασκέδαζαν στα μπαρ, ανακατεύονταν με μαύρες πουτάνες του εικοσάρικου. Τον είδε μες στο χαρούμενο πλήθος της γιορτής. Τα πόδια του ήταν ματωμένα. Στο ένα του χέρι είχε το βιβλίο.
-Ποτέ δεν σημαδεύουν στην καρδιά, της είπε.

*

Ο Χρήστος περπάτησε τον φωτισμένο δρόμο. Έψαχνε γιά ταξί. Μπροστά του πέρασε μιά παμπάλαια Μερσεντές. Την οδηγούσε ένας παράξενος τύπος γύρω στα εξήντα, με τρελό βλέμμα. Στο χέρι του –που ήταν κρεμασμένο έξω από το ανοιχτό παράθυρο- κρατούσε ένα αναμένο άφιλτρο τσιγάρο. Ο Χρήστος έκανε νόημα, αλλά το ταξί δεν σταμάτησε.
-Να πάρει ο διάολος, μονολόγησε. Στράφηκε στην αντίθετη κατεύθυνση –στην κανονική ροή των αμαξιών –και πέτρωσε. Η ίδια Μερσεντές περνούσε, ξανά –μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα- μπροστά του.
-Πότε πρόλαβε; αναρωτήθηκε με απορία. Ο ταξιτζής τον προσπέρασε πάλι, χαμογελώντας ειρωνικά.
-Γαμώ το σπίτι σου, του φώναξε ο Χρήστος, ακολουθώντας με το βλέμμα του το αμάξι που έφευγε. Γύρισε το κεφάλι αριστερά. Ο δρόμος ήταν άδειος, μόνο ένα αυτοκίνητο ερχόταν, κυλώντας αργά με αναμένα φώτα.
-Δεν είναι δυνατόν, ψιθύρισε ο Χρήστος με απελπισία, παρακολουθώντας –ακόμα μιά φορά- τον παράξενο ταξιτζή να οδηγεί την παλιά Μερσεντές, με το ένα χέρι έξω απ’το παράθυρο.

-Ντεζαβού σημαίνει πρόβλημα στο Μάτριξ, είπε ο Προγραματιστής. Κάτι αλλάξαν. Πρέπει να προσέχουμε.

*


Οι δυό τους έβλεπαν ένα καινούριο σήριαλ στην τηλεόραση.
-Παράξενοι καιροί, είπε ο ένας.
-Ναι, παράξενοι καιροί, είπε κι ο άλλος.
Έξω, η κίτρινη λάμπα φώτιζε τον δρόμο.

*

Ο Χρήστος πήγε στην συνέντευξη.
-Πως θα διαφημίζατε ένα προϊόν; τον ρώτησε ο νεαρός άντρας με το πολύ μοντέρνο ντύσιμο.
-Τι προϊόν;
-Λόγου χάριν, το κόνεξ.
Ο Χρήστος σκέφτηκε λίγο.
-Πόσο κάνει το κόνεξ; ρώτησε τον τύπο.
-Πενήντα ευρώ τον μήνα.
-Θάβαζα έναν τύπο με ένα ρολαρισμένο πενηντάρικο να σνιφάρει μιά «γραμμή».
Και από κάτω: «Έχετε πρόβλημα με την γραμμή σας; Κόνεξ».
Ο τύπος κοίταξε γιά λίγο τον Χρήστο.
-Ωραία ιδέα, του είπε, αλλά ριψοκίνδυνη. Τα εν οίκω μη εν δήμω.

-Αμάν και εσύ με αυτή την εμμονή σου στα πρεζάκια.
-Αφού πρεζάκια είμαστε όλοι, είπε ο Χρήστος και άνοιξε την τηλεόραση.






Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα