6. ΣΑΝ ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ

Φύγαμε από την Αλταμίρα αργά το μεσημέρι και κατευθυνθήκαμε προς την Χώρα των Βάσκων. Ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο – ένα παλιό τετράπορτο Eskord – στον παραλιακό αυτοκινητόδρομο, όμως δεν είχαμε δει ακόμα τη θάλασσα. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε διασχίσει την κατάξερη Μάντσα και τον απέραντο ελαιώνα της Ανδαλουσίας και τώρα μπαίναμε στην Πράσινη Ισπανία, στην βορειοδυτική περιοχή της χώρας, στα σύνορα με την Γαλλία. Το αμάξι ανηφόριζε – με κάποια δυσκολία - την πλαγιά του βουνού, περνώντας μέσα από δάση κωνοφόρων. Ο ουρανός ήταν συνεφιασμένος και ψιλόβρεχε και ένα δροσερό αεράκι έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Αισθανόμασταν ανακούφιση μετά τους 42 υπό σκιά της Ανδαλουσίας. Οι πρώτες πινακίδες στα βασκικά μας καλωσόρισαν. Περάσαμε το Bilbao και συνεχίσαμε με κατεύθυνση την Donostia.
- «Γιατί πάω στην Donostia ?» ρώτησε ο Γιάννης που οδηγούσε.
- «Γιατί έτσι λένε το San Sebastian στά βασκικά» απάντησε ο Ηλίας, ο “navigator” του ταξιδιού. Λίγο μετά ο δρόμος έστριψε αριστερά και συνάντησε τη θάλασσα. Από ψηλά, από την πλαγιά του βουνού αντικρύσαμε επιτέλους τα σκοτεινά νερά του Bay of Biscay, μιάς από τις πιό δύσκολες θάλασσες του κόσμου, όπως λεν οι ναυτικοί. Η Donostia εμφανίστηκε μπροστά μας ξαπλωμένη σε μιά σφήνα στεριάς, που σχηματίζεται μεταξύ ενός από τους εκατοντάδες κολπίσκους του τεράστιου Βισκαικού και των εκβολών του Rio Urumea, του μικρού ποταμού που διασχίζει τη πόλη. Σουρούπωνε. Το φεγγάρι είχε ήδη βγει στον ουρανό και ήταν σχεδόν ολόκληρο – μιά μέρα μετά την πανσέληνο. Μπήκαμε στην πόλη από την λεωφόρο της ανατολικής όχθης του Rio Urumea, την Paseo de Vizcaya και φτάσαμε στο τέρμα του δρόμου. Eκεί, αρχίζει ο περιφερειακός πεζόδρομος του καταπράσινου λόφου στην άκρη της στεριάς - που οι Βάσκοι έχουν το θράσος να ονομάζουν βουνό - του Monte Urgull. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε με τα πόδια τον γύρο του λόφου. Μέσα στο μισοσκόταδο διακρίναμε χαμηλά τείχη στις πλαγιές και ένα τεράστιο άγαλμα του Χριστού στην κορυφή. Ο πεζόδρομος ήταν γεμμάτος από κόσμο. Ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι – χέρι, παρέες συζητούσαν βολτάροντας, πιτσιρικάδες παίζαν μπάλα, κάποιοι φωτογράφιζαν το ηλιοβασίλεμα, νεαρές μαμάδες με γεμάτα καροτσάκια και τουρίστες, πολλοί τουρίστες.
- «Να βγάλουμε και κάνα λεφτό» είπα κυνικά και τράβηξα μιά φωτογραφία.
- «Σταμάτα να τραβάς τουριστικές φωτογραφίες» με αποπήρε ο Γιάννης.
Κάναμε τη στροφή του λόφου και βρεθήκαμε στην άλλη μεριά του κόλπου της πόλης, στη μαρίνα γιά τα ιδιωτικά σκάφη. Ο πεζόδρομος συνέχιζε με γραφικές ταβέρνες και μπαράκια και μετά ξεκινούσε η τεράστια παραλία της Donostia. Ο Γιάννης, αποφασισμένος, κάθισε στο πιό συμπαθητικό εστιατόριο.
- «Ας φάμε την τελευταία φετινή μας παέγια στην Ισπανία.»
- «Τώρα ποιός είναι τουρίστας;» τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα.

Το San Sebastian είναι ίσως η πιό όμορφη και σίγουρα η πιό «βασκική» πόλη της Χώρας των Βάσκων. Είναι χτισμένη κατά μήκος του πανέμορφου κολπίσκου La Concha, που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Στη μέση του κολπίσκου βρίσκεται το νησάκι Isla de Santa Clara με τα λιγοστά, φωτισμένα του κτίρια. Η παραλία, γεμμάτη ψαρόβαρκες, είναι από τις πιό όμορφες παραλίες-μέσα-σε-πόλη της Ευρώπης. Η καρδιά της Donostia χτυπάει στην πολύβουη μεσαιωνική συνοικία Parte Vieja, το παλιό κομμάτι της πόλης. Στην Parte Vieja υπάρχουν τα περισσότερα μπαρ ανά τετραγωνικό μέτρο απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ισπανία και τα τάπας – τα φημισμένα ισπανικά μεζεδάκια – εδώ έχουν γίνει επιστήμη. Τα διάσημα τάπας μπαρ του San Sebastian προσφέρουν στους πελάτες τεράστια ποικιλία και απίστευτους συνδιασμούς μεζέδων, που σερβίρονται πάνω στο μπαρ, σε μεγάλες πιατέλες. Το San Sebastian περιτριγυρίζεται από τους καταπράσινους, χαμηλούς λόφους της επαρχίας Guipuzcoa – Gipuzkoa στα βασκικά – και είναι η πρωτεύουσά της. Η πόλη είναι χτισμένη λίγα χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα, «ένα τσιγάρο δρόμο» απ’ τη Γαλλία.

Η παέγια ήταν άθλια και πανάκριβη. Οι γαρίδες γιόρταζαν τα πρώτα τους γενέθλια και στο άνοστο ρύζι δεν υπήρχε καν υποψία κρεατικού – βασικού συστατικού της συνταγής.
Φύγαμε απ’ την ταβέρνα και κατευθυνθήκαμε προς την παλιά πόλη ψάχνοντας γιά κατάλυμα. Τα φτηνά μοτέλ σε αυτή την περιοχή συναγωνίζονται σε αριθμό τα μπαρ.
Πλησιάσαμε το πρώτο. Πλήρες. Η κατάσταση στα μεσαιωνικά σοκάκια της Parte Vieja άρχισε να θυμίζει την Ρόδο τον Αύγουστο. Πολύς κόσμος με ένα ποτήρι στο χέρι μπαινόβγαινε στα μπαρ μιλώντας δυνατά και τραγουδώντας. Πλανόδιοι μικροπωλητές διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, ζογκλέρ και κλόουν έστηναν μίνι παραστάσεις στους πεζόδρομους και στην πλατεία της παραλίας ένα συνεργείο με την βοήθεια γερανού έστηνε ένα καρουζέλ. Φτάσαμε στον φωτισμένο καθεδρικό ναό της πόλης. Η ώρα είχε περάσει και οι δρόμοι ήταν πιά ασφυκτικά γεμάτοι κόσμο. Άρχισαν να μας ζώνουν φίδια. Δεύτερο μοτέλ, τρίτο, τέταρτο, τίποτα. Συνεχίσαμε την αναζήτηση γιά μία ακόμα ώρα. Τζίφος. Αποφασίσαμε να ψάξουμε λίγο έξω από την πόλη. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αρχίσαμε να ψάχνουμε στα περίχωρα. Δεν υπήρχε δωμάτιο πουθενά σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων. Κατάκοποι, σταματήσαμε το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινκ και σχεδόν λιποθυμήσαμε. Ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί σαν τελικά σίγμα και κατεβήκαμε ξανά στην πόλη γιά καφέ. Η παραλία ήταν άδεια, μόνο κάτι ξέμπαρκοι σαν εμάς κοιμόντουσαν στην αμμουδιά με τα sleeping bag τους. Η εικόνα που παρουσίαζε η παλιά πόλη θύμιζε την Πάτρα μετά το καρναβάλι. Πλαστικά ποτήρια, χαρτιά, άδεια μπουκάλια μπύρας και υπολείματα junk food στους δρόμους. Τα σκουπιδιάρικα δούλευαν γρήγορα, γιά να προλάβουν τους πρωινούς θαμώνες των καφέ.. Η Donostia, άνοιγε νυσταγμένη τα βλέφαρά της. Μαγαζάτορες ανέβαζαν τα ρολλά των καταστημάτων, υπάληλοι του δήμου έπλεναν τους δρόμους, γυναίκες με ποδήλατα βγαίναν γιά τα πρωινά ψώνια και ο κόσμος έπινε τον πρώτο καφέ της μέρας πριν πάει γιά δουλειά. Μιά τελείως διαφορετική πόλη απ’ την χτεσινοβραδυνή.

Οι Βάσκοι είναι μιά εντελώς ιδιότυπη περίπτωση τόσο γλωσσολογικά όσο και “εθνολογικά”. Η γλώσσα τους δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα ή συγγένεια με καμία γνωστή γλώσσα – και πολύ περισσότερο με καμία ευρωπαική. Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως και η γενετική δομή τους διαφέρει από αυτήν του περιβάλοντος πληθυσμού και ότι αυτό πιθανόν να οφείλεται στην γεωγραφική –και κατά συνέπεια πληθυσμιακή- τους απομόνωση, ήδη απ’ την Νεολιθική εποχή. Το αίτημα γιά πλήρη αυτονομία της Χώρας των Βάσκων – Pais Vasco στα καστεγιάνικα, Euskal Herria στα βασκικά- έχει ξεκινήσει τουλάχιστον απ’ τον Μεσαίωνα, συνεχίστηκε με τους Καρλικούς πολέμους και τον Ναπολέοντα, μέχρι που –το 1961- μιά μικρή ομάδα εθνικιστών με την επωνυμία ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna) έκανε την πρώτη «τρομοκρατική» επίθεση, ανοίγοντας έναν κύκλο βίας που συνεχίστηκε μέχρι την πρόσφατη μονομερή κατάπαυση του πυρός, παρά την διευρυμένη αυτονομία που κέρδισαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το πολιτικό σκέλος του κινήματος, το κόμμα Herri Batasuna, κατέχει περίπου χίλιες θέσεις εκλεγμένων αντιπροσώπων, ανάμεσα στις οποίες, θέσεις δημάρχων και τοπικών συμβούλων. Οι περισσότεροι Βάσκοι ενοχλούνται απ’ τις διεθνεις αναφορές στην ΕΤΑ, αλλά πάνω από το 15% του πληθυσμού είναι υποστηρικτές της, με αιχμή του δόρατος τους σκληροπυρηνικούς νεαρούς φανατικούς Jarrai, που λίγο καιρό πριν πρωτοστατούσαν σε οδομαχίες με την αυτόνομη βασκική αστυνομία –την Ertzaintza- στους δρόμους του San Sebastian και του Bilbao, κρατώντας πέτρες και βόμβες μολότωφ στα χέρια. Όμως αν βρεθείτε στην Χώρα των Βάσκων και τους ακούσετε να αναφέρουν πολύ συχνά την πασίγνωστη και μυστηριώδη οργάνωση, μην τρομάξετε. Στα βασκικά «ετά» σημαίνει «και».

Ήπιαμε καφέ και ξεκινήσαμε την πρωινή περιήγησή μας στην πόλη. Στο πεζοδρόμιο της παραλιακής, ομάδες παιδιών ανακατεύονταν με ηλικιωμένους που έκαναν την πρωινή τους βόλτα. Πολύς κόσμος είχε κατέβει γιά μπάνιο. Οι μαμάδες φέρναν τα παιδιά γιά παιγχνίδι και το καινούριο καρουζέλ είχε γεμίσει. Στην μαρίνα, ένας παλιός ναυτικός έξυνε το μικρό ξύλινο ιστιοφόρο του χρησιμοποιώντας καμινέτο και σκαρπέλο. Αργόσχολοι συνταξιούχοι, φορώντας τις τυπικές ισπανικές τραγιάσκες τους, σχολίαζαν τα τεκταινόμενα ακουμπισμένοι στα κάγκελα.Τους μιμηθήκαμε παρατηρώντας γιά ώρα τους λουόμενους στην παραλία. Ένα χαριτωμένο πιτσιρίκι πλατσούριζε στα ρηχά, κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι της μαμάς του. Πίσω μας, πέρα από τον φαρδύ παραλιακό δρόμο, ξεδιπλωνόταν η ηλιόλουστη πόλη, με τα μοντέρνα ξενοδοχεία και τα δυτικοευρωπαικά κλασικά κτίρια. Πέρα, στο λόφο το τεράστιο λευκό άγαλμα του Ιησού έδινε μιά βραζιλιάνικη νότα στην ατμόσφαιρα. Γεμίσαμε τα πνευμόνια μας με θαλασσινό αεράκι και ξεκινήσαμε γιά ψώνια. Ο Ηλίας έψαχνε γιά μιά μπλούζα με ταύρο, εγώ γιά ένα σετ κοντόχοντρα βασκικά ποτήρια και ο Γιάννης – όπως πάντα – γιά ένα ωραίο μπαρ. Περπατήσαμε στις όχθες του Rio Urumea μέχρι το σημείο που χύνεται στη θάλασσα. Εκεί, πάνω στην γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες, ένας πλανόδιος ακορντεονίστας έπαιζε κάποιο βασκικό τραγούδι, με φόντο το μοντέρνο ξενοδοχειακό συγκρότημα στην απέναντι όχθη. Περπατήσαμε ξανά μέχρι την παλιά πόλη. Μιά τριμελής παρέα μας έγνεψε «στην υγειά σας» σηκώνοντας τα ποτήρια, στην είσοδο κάποιου μπαρ. Μπήκαμε μέσα και παραγγείλαμε «τρες σερβέσας» σηκώνοντας το χέρι σαν γνήσιοι ισπανοί. Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο. Στο ταβάνι κρέμονταν δεκάδες χοιρομέρια – τυπική διακόσμηση ισπανικού τάπας μπαρ – και ο μεγάλος πάγκος ήταν γεμάτος μεζέδες. Θαλασσινά και ψάρια ανακατεύονταν με διάφορα τυριά, πατάτες, χορταρικά, σαλάτες και σάλτσες και φυσικά με το περίφημο χαμόν σεράνο, σε μιά πανδαισία χρώματος και γεύσης. Ο καθένας έπαιρνε μόνος του ότι ήθελε απ’ τις τεράστιες, φορτωμένες πιατέλες του μπαρ και ο «γάτος» μπάρμαν κρατούσε λογαριασμό. Πίσω από το μπαρ, ο ειδικός στην κοπή χαμόν – απαραίτητη οργανική θέση γιά κάθε μπαρ που σέβεται τον εαυτό του – έκοβε με μαεστρία ένα χοιρομέρι σε λεπτές φέτες. Σερβιριστήκαμε απ’ το μπαρ και παραγγείλαμε τον δεύτερο γύρο.
«Ας φάμε και ένα μπακαλιάρο».
«Ε τότε και μιά τρίτη μπύρα».
Η ώρα περνούσε. Είχε μεσημεριάσει γιά καλά. Πληρώσαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα αφήσαμε πίσω μας την πόλη.
«Γειά σου Donostia, γειά σου Pais Vasco» είπε ο Ηλίας όταν περάσαμε τα σύνορα με την Γαλλία. Και τότε, είδαμε την πινακίδα, γραμμένη πρώτα στα βασκικά και μετά στα γαλλικά –πλέον – και στα ισπανικά. «Επισκέπτη, εδώ δεν είσαι ούτε στην Γαλλία, ούτε στην Ισπανία. Είσαι στην Χώρα των Βάσκων». «Πάλι τέσσερα», μονολόγησε ο Γιάννης και συνέχισε να οδηγεί.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα