8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙ.

Ω, το αερόστατο! Ένα μέρος της πόλης στα δυτικά κοντά στο ποτάμι
με φυλαγμένα τα παλιά φτερά
στα πρώτα τετράδια του νηπιαγωγείου
μπαλωμένο μπαλόνι ξεφτισμένοι μουσαμάδες
και πρώην αλουμινένιοι σκελετοί που βλέποντας τους
να πλέουν στον ήλιο του Σεπτεμβρίου θυμάσαι το ναό του
Σολομώντα να γλιστράει στην άσφαλτο που οδηγεί
στα καφενεία της παραλίας.
Και οι θεράποντες με φρεσκοπλυμένες φόρμες χέρια
ξαπρισμένα απ’ το μακρύ καλοκαίρι ανεμίζοντας
εύηχα διαπασών αποκαθιστούν την αρμονία της κίνησης
την ταυτοσημεία των αξόνων ωσότου ο ζεστός αέρας
εγγυηθεί την επανάληψη της κυκλοφορίας ονείρων
μικρών τσίγκινων κουβάδων όπου ξανά το πρόπλασμα
για ένα απόρθητο κάστρο από άμμο νερό της θάλασσας και αχιβάδες
που κουρσεύαμε από τους βράχους.

Γυναίκα αιωνόφυλλη με τα πλευρά στιλπνά
από την αγάπη του ακροβάτη
που αιωριζόταν με όλους τους καιρούς στο <<καλάθι>>
Έψελνε βαρκαρόλες για το νότο και νοσταλγικές καντάδες
καθώς το αερόστατο επέστρεφε πάνω απ΄ τα περιβόλια
και στο τεράστιο μπαλόνι φυλακίζονταν τα πράσινα στάχυα
και τα απλανή μάτια των αλόγων, των άγρυπνων κοριτσιών
παρωχημένης ηλικίας.

Ω, Αβέρωφ, σιγοτραγουδούσε ο σουλτάνος της τελευταίας δυναστείας
Πόσο είσαι αμετροεπής και ακίνδυνος
αφού το χρυσόμαλλο δέρας το φορούν οι παλαιστές στις λαικές
παραστάσεις που τις περιζώνουν πήλινες κανάτες Αιγίνης, χωνιά γραμμοφώνων
και ο γέρος με το ντέφι που τον φωνάζουν Ησίοδο.

Τότε σε είδα να τρέχεις χρυσοπρασινη πεταλούδα
στην παλιά αγορά με τα αγριολούλουδα
που τα κουβαλούν στις μπροστινές τους τσέπες οι χωριάτισσες
του Νείλου και μυρίζουν σαν έναρξη σχολικού έτους.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα