1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΙΙI.

Ανταλλάσσαμε ποιήματα ποιός έγραφε ιστορίες θαλάσσης πλοία που ταξίδευαν
Χειμώνα καλοκαίρι άσπρο πανί νυφικό σεντόνι πλυμένο με ουράνια δάκρυα το γαρμπή να περπατάει ακάλεστος φυσώντας το άσβηστο τσιμπούκι του και οι ναύτες εκτός από τον μέθυσο καπετάνιο κοιμούνται πάνω στο στήθος της ερωμένης τους Αλκυονίδας άλλοτε για την αμμουδιά και το κρυστάλλινο βάζο που καθρεφτίζονταν
Η Έλλη με τα μάτια του υακίνθου και τη βατίστα που ήταν ζωγραφισμένη με μισοσβησμένες αφιερώσεις ανάμεσα σε απομιμήσεις λουλουδιών μη με λησμόνει.
( Ποιος θα’ γραφε ιστορίες για την ανατολική πόλη ένας άλλος ήχος όπως να θρυμματίζονται καθρέφτες εκείνο το απόγευμα κατά τις έξι καθώς ριπές θολης βροχής περόνιαζαν τα πλίθινα σπίτια μπορεί και ολόκληρη τη συνοικία των εργατών του υφαντουργείου).

Στο λιμενοβραχίονα ταξίδευαν οι ροδαλές Παναγίες του Τζιόττο ωραία μαλλιά πρόναος για μια θεσπέσια πυρκαγιά χέρια να ολολύζουν από την απραξία και ο βηματισμός σχεδίασμα ανέφικτης επανάστασης τείνει πέρ’ απ΄τις αιχμηρές πέτρες του κράσπεδου ίσως έως τον ωκεανό βίαιη έξοδος απ’ τον μικρό θαλάσσιο κόλπο.

Ποιήματα ωσάν η διαδρομή του σιωπηλού ζεύγους της έφηβης Μαρίας και του ευθυτενούς στρατιώτη στη μόνιππη άμαξα καθώς ανέβαιναν από το δρόμο των ανθώνων τρυφερό χαλί από μαργαρίτες και τα αιώνια χαμομήλια οι λεμονιές να χιονίζουν παράδεισο και ήλιους να παραμονεύουν στη γραμμή του βουνού κρυμμένοι πίσω απ’τους χορούς των καλαμιών μέχρι το άλλο πρωί.
Και η μυστική συγκέντρωση πάνω στα κρύσταλλα του ουράνιου τόξου παιδιά με τη μισή τους καρδιά στο βωμό τραγούδια για τον Ναζωραίο ισάξιο του Άδωνη γεύση από αέναο έρωτα κρατώντας μικρές φωτογραφίες με βυζαντινό πάθος ιδιαίτερα των γυναικών με τα μάτια υποσχόμενα. Ήταν η πίστη που γυρεύαμε ο ιμάντας του κόσμου περιστρεφόταν σαν την πολύφωτη ρόδα ενός Λούνα Πάρκ από τη Σικελία που περιόδευε στα λιμάνια της Μεσογείου. Ο χαλκός γλιστρούσε πίσω απ΄τον Ταύγετο χαιρετώντας τις γειτονιές της Σπάρτης τις στέγες των αυτοκρατόρων του Μυστρά σκεπάζοντας τις χορεύτριες του Ευρώτα του Νείλου με χρυσούς χιτώνες λυσίκομες χαίτες τις φωτιές που άφησε περνώντας τώρα στην κεντρική πλατεία με τα λινά λουστούμια τα μεταξωτά φορέματα των κοριτσιών οι σερβιτόροι που ισορροπούσαν στο μοναδικό τους χέρι βανίλιες παγωτά γλυκά νεράντζια και οι ομιλίες να καταλήγουν σε αξεδιάλυτο ήχο καθώς το χιόνι που πεφτει ολόκληρη τη νύχτα ώσπου κατά τις πρωινές ώρες οι εραστές ν’αποκοιμηθούν καρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα