5. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΤΩΝ.

Από ποτά ξεφρενιασμένοι, λουσμένοι από τις αστραπές
Και από δαιμόνους φιλημένοι στων καραβιών τις κορυφές
Σαν σκελετοί ηλιοδαρμένοι, αρρώστια μπόχα, πυρετοί,
Μα τραγουδάνε πεινασμένοι όσοι απόμειναν ορθοί:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Κάμπος βαθύς και γη σπαρμένη, λιμάνια, πόρνες, καπηλειά
Κάθε στεριά, τους είναι ξένη, γιά αυτούς η θάλασα στεριά
Πατρίδα τους και περιβόλι το ανεμόδαρτο σκαρί,
Όπου δεν έχει αραξοβόλι, ούτε σημαία στην κορφή
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Μα ένα βράδυ του Απρίλη τ’άστρα θα τους απαρνηθούν
Μήνυμα η θάλασα έχει στείλει οι πειρατες να αφανιστούν
Ο ουρανός, ο σύντροφός τους σκέπασε κάθε ξαστεριά
και ο γαρμπής, ο αδερφός τους τους πνίγει σε βαθειά νερά
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, θεός γιά μας η θάλασσα».

Όρθια κύματα τινάζουν στα επουράνια το σκαρί
Στης αστραπής το φως κοιτάζουν το χάος που τους καρτερεί
Άνεμοι παίρνουν το τιμόνι και ενώ στην κόλαση βουτούν
Οι πειρατές –μαύροι δαιμόνοι- ακούγονται που τραγουδούν:
«Ανέμοι πάρτε μας μακριά, σε ορίζοντες αστραφτερούς,
Πνίχτε και κάφτε τους θεούς, μας φτάνει εμάς η θάλασσα».


Μπ. Μπρεχτ (Το προσευχητάρι, 1918).
Μετάφραση: Παύλος Μάτεσις.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα