4. ΣΤΗΝ ΕΞΟΔΟ.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Ένα άσπρο σπίτι, πάνω στον βράχο, στην στροφή της θάλασας. Σας βλέπω πότε-πότε, που περνάτε μέσα σε άσπρα ιστιοφόρα, ή με το καράβι της γραμμής. Σας βλέπω απ’την βεράντα του σπιτιού μου. Σας το έχω πει; Έχω ένα άσπρο σπίτι στο βράχο, δίπλα στη θάλασα, μέσα στο φως του ήλιου –μες στο γαλάζιο.

Έχω ένα φάρο απέναντι στο σπίτι μου. Κάποιες μέρες είναι κόκκινος, κάποιες πράσινος, κάποιες άσπρος. Είναι ένας φάρος αναποφάσιστος –και έχω μεγάλη απορία- πως οδηγείτε τα καράβια σας με τέτοιους φάρους, αναποφάσιστους;

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα σπίτι, στο βράχο της στροφής, δίπλα στην συκιά. Ήταν πριν του πατέρα μου, τώρα δικό μου. Έχει ησυχία και το φως δεν μπαίνει μέσα. [Καλό αυτό –όταν είναι καλοκαίρι]. Σας βλέπω κάποιες μέρες, απ’την βεράντα του σπιτιού μου, μέσα στα άσπρα σας καράβια. Καμιά φορά θέλω να έρθω μαζί, μα δεν προφταίνω. Έχω δουλειές πολλές και δεν μπορώ να λείψω. Έχω ένα σπίτι κάτω απ’τον δρόμο, στην στροφή της θάλασας. Καμιά φορά αναρωτιέμαι μήπως στα αλήθεια μου αρέσει το βουνό. [Αλλά αυτό, συμβαίνει σπάνια]. Σε γενικές γραμμές είμαι πολύ ευτυχισμένος, μεσα στο άσπρο μου σπίτι, στην άκρη του δρόμου, στην παραλία.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Ένα νησί που ταξιδεύει. Γρήγορη σκέψη φόνου σε μυαλό τρελού. Ναι, ένα νησί που ταξιδεύει. Έχω δυό πειραγμένα ζάρια και μιά φθαρμένη καμπαρντίνα και δυό βατράχια. Έχω μιά θαλασινή αγάπη. Έχει δύο εισητήρια γιά τραίνο και ένα ξυράφι. Θα κάνω ανταλαγή.

Έχω ένα σπίτι στην παραλία. Τόχτισε πέτρα-πέτρα ο πατέρας μου γιά μένα [ή μήπως ο πατέρας του; δεν θυμάμαι]. Έχω μιά χειμωνιάτικη αγάπη. Μία γυναίκα-τέρας. Έχει φτερά και ξέρει να πετάει. Φτερά κερένια, σαν του Ίκαρου. Το ξέρει. Πετάει μόνο τον χειμώνα. Θα κάνω ανταλαγή.

[Έτσι ακριβώς όπως συνέβη. Η μία μέρα, ερχότανε μετά την άλλη. Ίδια μέρα.]

Έχω ένα καμένο τραίνο, με μηχανοδηγό τρελό. Πετάει στα ουράνια. Έχω μιά μάγισα στην άκρη του μυαλού μου. Μιά γυναίκα ξωτικό. Με μιά γαλάζια νύχτα πάνω απ’το κρεβάτι της και ένα μισό φεγγάρι. Έχει έναν πύραυλο που πάει γιά την Σελήνη –ή μήπως γιά τον Άρη; Φοράει ένα παπούτσι μωβ και ένα γαλάζιο και μου σφυράει όταν πηγαίνω να την βρω. Έχει έναν εραστή από τιτάνιο με ακτίνες λέϊζερ στις άκρες των δαχτύλων –και μιά τρελή ιδέα στο μυαλό της. Είναι νομίζει μεθυσμένος ναύτης που σαλπάρει. Είναι ο Μόμπυ Ντικ, μου λέει, με καρφωμένο πάνω της ένα καμάκι.

Όμως εγώ,
έχω ένα σπίτι στην παραλία
που ακτίνα φως δεν το περνάει.
Έχω μιά αγάπη-μαριονέτα.
Τραβάω τα σκοινιά
και μου γελάει.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα