8. ΜΑΡΙΕΝΜΠΑΝΤ.

«Περπάτησα ξανά σε αυτούς τους διαδρόμους, σ’αυτό το κτίριο που ανήκει σε άλλον αιώνα, σ’αυτό το απέραντο, πολυτελές μπαρόκ ξενοδοχείο. Σιωπηλά δωμάτια όπου τα βήματα πνίγονται σε χαλιά τόσο παχιά, που ο ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί.
Και σαν το ίδιο το αυτί, προχωράς ξανά στους διαδρόμους που οδηγούν σε δωμάτια με διακόσμηση από άλλον αιώνα».

*

[Σκέφτομαι πάντα αυτήν την τελευταία σκηνή του έργου. Θα είναι μέσα σε τεράστιες κατάφωτες αίθουσες, με τοίχους επενδεδυμένους με καθρέφτες –γιά να πολαπλασιάζουν το είδωλο. Βαριές βελούδινες κόκκινες κουρτίνες σε χρυσό φόντο. Στην σκηνή, ένας κόκινος καναπές, δύο πίνακες ζωγραφικής και ένα ρολόι. Οι καλεσμένοι ντυμένοι με ρούχα εποχής. Ζευγάρια θα χορεύουν στη μεγάλη σάλα και το τράβηγμα θα είναι από ψηλά. Ο φωτισμός θα είναι έντονος και θα οφείλεται σε μεγάλους κρυστάλινους πολυελαίους κρεμασμένους απ’το ταβάνι. Οι γυναίκες θα μοιάζουν λίγο με ινδές πριγκήπισες ντυμένες με λαμέ χρυσά και ασημί φορέματα. Η αίθουσα θα είναι διακοσμημένη με μπαρόκ φιγούρες και γύψινες δαντελωτές μπορντούρες].

*

«Προχώρησα ξανά στους διαδρόμους, στα δωμάτια στο κτίριο αυτό, σ’αυτό το μπαρόκ ξενοδοχείο μιάς άλλης εποχής με τους έρημους διαδρόμους βαριά φορτωμένους με μάρμαρα, καθρέφτες, ξυλόγλυπτα, τόξα, πίνακες –διάδρομοι που οδηγούν σε δωμάτια άδεια. με διακόσμηση μιάς άλλης εποχής. όπου τα βήματα πνίγονται μέσα σε χαλιά τόσο παχιά, που κάθε ήχος ξεφεύγει απ’το αυτί».

*

[Παρατηρώ έξω απ’το παράθυρό μου τα πουλιά. Αυτήν την εποχή έχουν έρθει κάτι μικρά μεταναστευτικά πουλιά μαύρα με άσπρες πιτσιλιές που κελαηδάν συνέχεια. Κλείνοντας το παράθυρο αντιλήφθηκα ότι εξακολουθώ να ακούω τα πουλιά να κελαηδάν. Όμως, δεν άκουγα πιά τους υπόλοιπους θορύβους].

*

«Και το αυτί σαν να ήταν πολύ μακριά απ’το δάπεδο, μακριά απ’την άδεια διακόσμηση και το ταβάνι το φορτωμένο με κλαδιά και γιρλάντες.
Και σαν το δάπεδο να ήταν από άμμο και χαλίκια και το διέσχισα ξανά, γιά να σας συναντήσω. Ανάμεσα στους τοίχους με τους πίνακες και τις γκραβούρες, αν και προχώρησα, ήμουν ήδη εκεί και σας περίμενα. Πολύ μακριά από το σκηνικό που βρίσκομαι τώρα, καθώς εσείς περιμένετε κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ».

*

[Μου άρεσε πολύ ένας πίνακας. Όχι κάποιος γνωστός, ένας πρωτότυπος πίνακας κάποιου έλληνα ζωγράφου που δεν γνωρίζω, κρεμασμένος σε τοίχο. Απεικονίζει ένα σοκάκι κάποιας ιταλικής πόλης (ή ίσως να είναι η Κέρκυρα). Δεξιά και αριστερά έχει σπίτια και σε πρώτο πλάνο ένα μαύρο φανάρι δρόμου, παλαιού στυλ. Τα χρώματά του ήταν έντονα, σε μιά πορτοκαλί απόχρωση. Μου θύμισε έναν άλλο πίνακα, μεταμοντέρνας ζωγραφικής, που αναπαριστά μία ξανθιά γυναίκα, ντυμένη με πράσινο φόρεμα, σε πορτοκαλί και πράσινο φόντο].

*

«Σε ένα παρελθόν μαρμάρινο, σαν αυτά τα αγάλματα του κήπου, σαν αυτό το ξενοδοχείο με τις ερημωμένες αίθουσες, με τα ακίνητα, βουβά πρόσωπα, σίγουρα νεκρά από καιρό, που φρουρούν τους διαδρόμους που διέσχισα γιά να σας βρω. Ανάμεσα σε δυό σειρές παγωμένα πρόσωπα που κοιτάνε αδιάφορα εσάς που διστάζετε ακόμα και στο κατώφλι του κήπου».

*

[Μα ο κόσμος φοράει χρωματιστά ρούχα , κάνει πάρτι στους δρόμους, χορεύουν και δεν υπάρχουν μπουζούκια].

*

-Θα έρθετε;
-Πρέπει να περιμένουμε λίγο. Λίγα λεπτά, λίγες στιγμές, όχι πιό πολύ.

*

Ο φόβος μήπως χαθεί ένας τόσο ασφυκτικός δεσμός τελείωσε. Τελείωσε αυτή η ιστορία. Σε λίγα δευτερόλεπτα παγώνει γιά πάντα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα