6. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις είναι τα χιλιόμετρα που διανύεις γιά να φτάσεις σε αυτές. Με τρένο στην Πάτρα, και από εκεί στη Βενετία με καράβι. Στο Σάλτσμπουργκ με αυτοκίνητο μέσα από τα βουνά της Αυστρίας. Κάστρα μεσαιωνικά στον αυτοκινητόδρομο, κορίτσια που ξέρουν τα κόλπα στα σύνορα με την Τσεχία. Μπορείς να πας και από την Ηγουμενίτσα. Στην Λάρισα με τραίνο. Πάνω από τις γέφυρες και τα ποτάμια. Μιά ήσυχη διαδρομή, χωρίς να έχεις τίποτα να κάνεις. Αν πας με αυτοκίνητο είναι διαφορετικά. Θα πρέπει να οδηγήσεις προσεκτικά στην εθνική, να φοράς ζώνη και να προσέχεις τη σήμανση. Οι άνθρωποι είναι οι πόλεις. Ο κύριος Νόβακ και η Μπάντα της Γέφυρας του Καρόλου. Πράγα. Ένα βράδυ στο Άμστερνταμ. Μιά χορωδία αγγέλων. Στην Αίγινα με τραίνο; Μπα! Μάλλον με τα πόδια, σαν τον Χριστό. Ένας φίλος, στο Ρότερνταμ, γνώρισε μιά κοπέλα που έχει την φωτογραφία δύο ανθρώπων που χωρίζουν χιαστή πάνω στη γέφυρα.
Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Οι παριζιάνοι μισούν τον πύργο του Άϊφελ. Οι αθηναίοι,πιθανόν τον Παρθενώνα. Μου αρέσει να κάθομαι απέναντι από τον Πειραιά στην ακτή του Φαλήρου. Από εδώ βλέπω την Αίγινα και την Σαλαμίνα, την Καστέλα και την παραλιακή, με τα φωτάκια της και τα αυτοκίνητα. Τα καράβια με τα πλευρικά τους φώτα την ώρα που φεύγουν. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι. Μπορείς να τις δεις χωρίς να πας. Ένας φίλος έφτιαξε μιά ιστορία, με ήρωα έναν τύπο που λέγεται Κριστομπάλ Λόπεζ. Η ιστορία ξεκινάει σε ένα μέρος στη Χιλή που λέγεται Βαλπαραϊσο -ένα μεγάλο λιμάνι. Γενιέται και μεγαλώνει σε ένα μπορντέλο από άγνωστους γονείς. Κάποια στιγμή παίρνει ένα καράβι και φεύγει. Και όταν λέω φεύγει, εννοώ ότι φεύγει από την ιστορία, εξαφανίζεται. Πολλές φορές κοιτώντας τα καράβια στον Πειραιά, ρωτάω τον φίλο μου τι απέγινε ο ήρωάς μας και πάντα μου λέει: "δεν έχω ιδέα. Νομίζω ότι είναι πιά μεσήλικας στο Ντουμπάϊ ή στο Ρότερνταμ. Μου φαίνεται ότι ταξιδεύει ακόμη με ένα καράβι γιά τον Πειραιά".
Και έτσι, οι πόλεις είναι οι άνθρωποι -και οι άνθρωποι οι πόλεις. "Πόσο είναι ρε Μήτσο από την Αθήνα στη Ρόδο με ιστιοφόρο;", ρώτησα κάποτε έναν φίλο. "Ανάλογα τον καιρό" μου είπε. 'Μπορεί σαράντα ώρες, μπορεί και μιά ζωή". "Και στον Παναμά; Πως περνάνε τα καράβια την Διώρυγα;". "Με δεξαμενές. Τρεις δεξαμενές, από την μιά στην άλλη. Και στην σκάτζα γύρω από την λίμνη είναι η ζούγκλα. Και οι μαϊμούδες και οι παπαγάλοι φωνάζουν συνέχεια". "Και που συνάντησες τις πιό ωραίες γυναίκες; Στην Κούβα ή στην Ρουμανία, στην Βάρνα ή στην Βαρκελώνη;" Γιατί μπερδεύω πάντα τις ιστορίες; Γιατί ανακατεύω τους φίλους, με άλλους φίλους, τους ανθρώπους με τα οράματα; Και που να κρύβεται ο ήλιος όταν νυχτώνει; Μήπως πηγαίνει σε μιά άλλη πόλη; Μήπως οι πόλεις, είναι ο ήλιος τους; Μήπως οι άνθρωποι είναι ο ήλιος των πόλεων;
Η μπαμπά και ο μαμάς μου, μου είπε κάποιος άλλος φίλος, μας πήγαν γιά πικ-νικ στην εξοχή. Στρώσαν κάτω την άσπρη πετσέτα που είχαν φέρει από το σπίτι, καθαρή και περιποιημένη. Βγάλαν απ'το αμάξι τα θερμός με το νερό και με ένα μεγάλο μαχαίρι κόψαν το καρπούζι όμορφα και συμμετρικά, μέχρι την κόκκινη καρδιά του. Εμείς, τα παιδιά, τσακωθήκαμε γιά την καρδιά. Τρέχαμε γύρω-γύρω φωνάζοντας: είναι δικιά μου, είναι δικιά μου. Στο τέλος, ο μαμάς και η μπαμπά θύμωσαν και είπαν: δεν είναι κανενός. Οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Οι πόλεις, είναι οι άνθρωποι.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα