2. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΟΛΩΝ.

-Ο Δρόμος της Υπερβολής οδηγεί στο Παλάτι της Σοφίας,
είπε ο Kύριος Μότζο Ράισιν, καταμεσής του φωτισμένου πάλκου.

*

-Καλησπέρα, είπε η Σοφία, ανοίγοντας την πόρτα. Πέρασε.
-Γειά χαρά, ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, μπαίνοντας στο «ιατρείο».
-Τι νέα;
-Χαζολογώ. Θα φτιάξουμε συμμορία;
-Ομάδα.
-Το ίδιο δεν είναι;
-Όχι. Πως και το αποφάσισες;
-Σκέφτηκα ότι θάχει πλάκα.
-Πλάκα; Ας πρόσεχες. Στο κάτω-κάτω, μεγάλο παιδί είσαι.
-Άκου να σου πω! Δεν σε πληρώνω τόσα λεφτά γιά να μου λες ας πρόσεχα!
-Μπα; Και γιατί με πληρώνεις;
-Γιά να μου λες τι να κάνω.
-Μωρέ τι μας λες; Δεν έμενες καλύτερα στο Ναυτικό;

*
Πάτησε το κουμπί. Μιά λάμψη πετάχτηκε από την οθόνη.
-Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας, είπε ο Παρουσιαστής, κοιτάζοντας στην κάμερα ένα, μέσα από τα πανάκριβα γυαλιά του.
-Καλησπέρα σας, απάντησε και εκείνη αφηρημένα, με τα μάτια καρφωμένα στην τηλεόραση.
-Είναι οι ειδήσεις των εννέα, από το Μεγάλο Καινούριο Εναλακτικό Κανάλι. Το θέμα της ημέρας: η στυγερή δολοφονία του Διευθυντή της Τράπεζας έχει συγκλονίσει όλο τον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ο Πρωθυπουργός, συντετριμένος, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Σύσωμη η Κυβέρνηση και εγώ προσωπικά, είμαστε βαθιά συγκλονισμένοι από αυτό το τραγικό γεγονός, από αυτήν την τεράστια απώλεια, ενός σπουδαίου δημόσιου άνδρα. Υπήρξε προσωπικός μου φίλος και συνεργάτης επί σειρά ετών. Το κενό που αφήνει είναι δυσαναπλήρωτο. Ήταν ένα από τα πιό λαμπρά μυαλά στον τομέα των οικονομικών επιστημών παγκοσμίως, ένας ακούραστος δουλευτής γιά το Κόμμα, ένας ανιδιοτελής κοινωνικός λειτουργός, εξαιρετικός φίλος και υποδειγματικός οικογενειάρχης. Θα λείψει σε όλους μας».
-Στην πυρά, φόνος εκ προμελέτης, ούρλιαξε ο Εισαγγελέας σε ένα από τα παράθυρα της οθόνης, χωρίς να περιμένει την ιατροδικαστική γνωμάτευση.

*
Ο Κριτικός Κινηματογράφου μπήκε στο εναλακτικό μπαρ. Ο μπράβος τον αναγνώρισε αμέσως.
«Κοίτα να δεις πόσο κομψός είναι», σκέφτηκε, καθώς του άνοιγε την πόρτα. «Ε βέβαια, δεν είναι κανένας τυχαίος. Τι στυλ!».
Ήταν ντυμένος σαν αρσενικό παγώνι στις μέρες του. Φρηστάιλ παντελόνι, ορειβατικά μποτάκια, σκέιτμπορντάδικο μπουφάν, κροσάτο φουλάρι –σαφή διακριτικά.
-Η διαφορετικότητα της διαφορετικότητας, είπε ο Κίμωνας στην Ελίνα που καθόταν στο τραπέζι μαζί τους. Η προάσπισή της, έχει ζωτική σημασία γιά όλους μας, γιατί μας ξεχωρίζει από το πλήθος και ταυτόχρονα μας εντάσει μέσα σε αυτό. Βίκτωρα, θέλεις άλλο ποτό;
-Σκέτο, χωρίς πάγο.
-Ξέρω.

*
Ο Φύλαρχος κατέβηκε τη σκάλα του αεροπλάνου. Χαμογέλασε πλατιά στους υπηκόους του.
-Ούγκα, ούγκα, ούρλιαξαν εκείνοι, ξεσπώντας σε ξέφρενους πανηγυρισμούς.
«Σε σύγκριση με αυτόν τον σκατότοπο, η Ουγκάντα είναι οι Βερσαλίες», σκέφτηκε καθώς έγνεφε με το δεξί του χέρι προς την κορυφή της σκάλας. Στην πόρτα του αεροπλάνου εμφανίστηκε μιά ξανθιά, ψηλή γυναίκα -καμιά τριανταριά χρόνια μικρότερή του- και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, χαμογελώντας στο πλήθος με συστολή.
«Από ‘δω η γυναίκα μου, από ‘κει το αίσθημά μου», συνέχισε τις σκέψεις του –που τον διασκέδαζαν πολύ. «Βρε, βρε, ποιός είμαι τέλος πάντων; Ο Μικ Τζάγκερ είμαι;».
Οι μπράβοι του, πέταξαν μπανάνες στους ιθαγενείς.
-Ούγκα, ούγκα, γρύλισαν οι πιό τυχεροί, ικανοποιημένοι.

*
-Μούγκα στη στρούγκα, του είπε απότομα.
-Γιατί το λες αυτό μπάρμπα;
-Μπαρμπαριά και Τούνεσι. Γιατί, όλοι αυτοί, μπορεί να κοκορεύονται και να καμαρώνουν τώρα σα γύφτικα σκερπάνια, αλλά όταν χρειάστηκε να τον φέρουμε πίσω, εγώ πήγα και τον σήκωσα απ’το τραπέζι του νεκροτομείου, πνιγμένο, και τον κουβάλησα στα χέρια μου μέχρι εδώ. Κατάλαβες; Εγώ, κανένας άλλος. Γιαυτό, σκασμός. Μούγκα στη στρούγκα.
-Εντάξει μπάρμπα.
-Σου έχω πει να μην με λες μπάρμπα. Μου διώχνεις τις γκόμενες.
-Έγινε μπάρμπα.

*
-Και εσύ;
-Εγώ είμαι γερανός, του είπε η Σοφία, κοιτάζοντάς τον με τα γαλάζια μάτια της. Σηκώνω τα βάρη των άλλων.
-Το δικό μου δεν μπορείς.
-Στοίχημα;
-Τρία ευρώ.

*

-Λες μαλακίες, του απάντησε. Άκου Θέλουμε τον Κόσμο και τον Θέλουμε Τώρα! Άμα τον θες, πήγαινε πάρτον. Στο ξαναλέω, η δουλειά γίνεται μόνο με όπλα.
-Με την μουσική.
-Υποκριτή, υπάληλε των δισκογραφικών. Τα πράγματα είναι ή άσπρο, ή μαύρο. Δεν μπορείς να είσαι λίγο πουτάνα. Ή είσαι ή δεν είσαι. Μα εσύ ξεχάστηκες. Άρχισες να βοσκάς –σαν αγελάδα ινδική- στα λιβάδια των αστών –νομίζεις ατιμώρητα. Και το χειρότερο είναι ότι σου αρέσει κιόλας. Γουστάρεις τις πιτσιρίκες, γουστάρεις να γεμίζεις την κεφάλα σου, σ’αρέσει που τα λόγια σου γίνονται σύνθημα στα στόματα αυτών των υπονοηκών που σε κοιτάζουν σα θεό -χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε μιά λέξη απ’αυτά που λες- και όλα καλά. Την απραξία σου, την έκανες παντιέρα. Σύνερθε. Κοίτα πως κατάντησες. Ακόμα και την μέρα που σε φυτέψανε στο Περ Λασέζ είχες καλύτερη όψη.
-Κατά τον Δαίμονα Εαυτού, παρενέβη στη συζήτηση πικρόχολα ο Ντόριαν Γκρέι.
-Ναι, τα είδαμε και τα δικά σου τα χαϊρια, είπε ο άλλος. Το Κόμα, ο κοινός αγώνας, η επανάσταση. Ακόμα δεν έβαλες μυαλό. Έβγαλες τα κάστανα απ’τη φωτιά –εσύ και ο Εκατό Φωτιές- και ποιά ήταν η κατάληξη; Ο ένας, χαμένος στα σύνεφα, σαν τον Μικρό Πρίγκηπα, και ο άλλος στα κατσάβραχα, με μιά σφαίρα στο κεφάλι.
-Συγνώμη που παρεμβαίνω ξανά στη συζήτηση, αλλά έπρεπε να πεις «Έβγαλες το φίδι απ’την τρύπα», όχι «τα κάστανα απ’την φωτιά».
-Γιατί;
-Γιατί έτσι έχουμε στο κείμενο δυό φορές τη λέξη «φωτιά», μία γιά τα κάστανα και μία γιά τον Σιενφουέγος και ο Αναγνώστης μας μπορεί να θεωρήσει το διήγημα κακογραμένο.
-Βρε άει παράτα μας και’συ, νερομπογιά.
-Δεν είναι σωστό. Πρέπει να προστατεύουμε τον Συγγραφέα μας.
-Σκασμός, εικονική πραγματικότητα, που θα μου πεις τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Γιά πες μου εσύ λοιπόν, πως αιστάνθηκες όταν βγήκε ο δικός σου στο μπαλκόνι στη Πλατεία και με συνοπτικές διαδικασίες σε έκανε παρελθόν; Τέσσερεις λέξεις, τέσσερις μικρές λεξούλες μόνο: «Ούτε νερό, ούτε ψωμί». Τον πούλο. Και τώρα; Η φάτσα σου έγινε μπλούζες, γιά να σκεπάζουν τα βυζιά τους οι γκομενίτσες και να βρέχουν τα βρακάκια τους, γιά τον «αντάρτη με το αστέρι στο μέτωπο».
-Χε χε, ζηλεύεις.
-Ξξ ξξ, σκασμός εσείς οι δυό, είπε ο κομφερασιέ, ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα στο τραπέζι τους. Κυρίες και κύριοι, η Τζένη των Πειρατών.
-Πολλά «σκασμός» έχουμε στο κείμενο νομίζω, ξαναγκρίνιαξε ο Ντόριαν Γκρέι.

*

-Την βρήκα, είπε ο ιδιωτικός αστυνομικός που είχε αναλάβει την υπόθεση.
-Εντάξει. Φύγε τώρα. Έρχομαι.
Χτύπησε το κουδούνι. Ο Διευθυντής βγήκε στη πόρτα με τα σώβρακα.
-Τι θέλεις; Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;
-Ναι. Αυτός που πηδάει τη γυναίκα μου, του απάντησε και του έδωσε μία μπουνιά.

*

-«Ελάτε. Ο κόσμος όλος είμαι εγώ. Μέσα απ’τα χρυσοκόκκινα μαλιά μου, από τις φλέβες και απ’τα δάχτυλά μου, της ηδονής πετιέται το στοιχειό, ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ».
Του Κριστομπάλ του κόπηκε η ανάσα. Είχε ακούσει πολλά γιά αυτήν, μα τίποτα, καμμία περιγραφή δεν πλησίαζε –ούτε κατά προσέγγιση- την πραγματικότητα. Στεκόταν εκεί, στη μέση της σκηνής, με τα κατακόκκινα μαλιά της να λαμπυρίζουν στο φως των προβολέων και τα πανύψηλα πόδια της γερά στυλωμένα στο ξύλινο πάλκο σαν να ήταν ο σιδερένιος πύργος του Παρισιού. Όλοι κρεμόντουσαν απ’τα χείλη της. Εκείνη, έψαξε μέσα στο πλήθος με τα μαύρα –σαν κάρβουνο- μάτια της. Το βλέμμα της σταμάτησε πάνω του. Η άκρη των χειλιών της ανασηκώθηκε ελάχιστα, σε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Έμοιαζε με γεράκι, που κοιτάει κάτω την πεδιάδα, διαλέγοντας με προσοχή το θύμα του.
Ο Κριστομπάλ ένοιωσε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.
Ο κοντραμπασίστας άρχισε να παίζει την μελωδική γραμμή –ένα walking bass που, καθώς διαλύοταν στο χώρο, έκανε τον κάμπο να μοιάζει με θάλασσα.
-«Όμως αγάπη», ξανάρχισε εκείνη, «όμως αγάπη μην ζητήσετε από μένα. Δεν θα με δείτε μπρος σας να λυγίσω, και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα».
-Μα την μαύρη ψυχή του Εωσφόρου, μουρμούρισε μέσα απ’τα δόντια του ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει, η φωνή της αντηχεί σαν τις καμπάνες της Κόλασης.
-«Μέσα μου άγριες νοιώθω επιθυμιές, και τις ερωτευμένες σας καρδιές, πως θάθελα να βρω και να μασήσω, μες τα λευκά μου δόντια τα γερά, σαν φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά, και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω».
-«Το όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό», μουρμούρησε ο Αντάρτης, παρατηρώντας την ψιλόλιγνη στήλη του καπνού του τσιγάρου της, που, καθώς ανέβαινε, έφτιαχνε την φιγούρα ενός μεθυσμένου ναύτη, που παραπατούσε κάτω απ’τα κίτρινα φώτα του λιμανιού.
-«Δάκρυα δεν θέλω. Δεν ζητώ παρά φωτιά γιά την φωτιά μου. Τα σαρκικά φιλιά μου, στόμα που στάζει, φλόγα να γευτεί. Τι με νοιάζει τότε και αν κοπεί το νήμα απ’της μοίρας μου τ’αδράχτι, αφού θα ξέρω πως από ηδονή, θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη».
Το κοντραμπάσο σταμάτησε. Εκείνη, τελείωσε το τραγούδι επαναλαμβάνοντας την τελευταία του φράση με τη φωνή της.
Νεκρική σιγή στο ακροατήριο. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει. Φοβόντουσαν πως, με τον παραμικρό ήχο, η μαγεία θα διαλυθεί.
-Κυρίες και κύριοι, η Τζένη των Πειρατών.

*

Ο Κριτικός Κινηματογράφου και η Γλάστρα φλυαρούσαν ακατάσχετα και δυνατά, όρθιοι πίσω απ’την πλάτη του Κίμωνα, που έπινε το κουβανέζικο ρούμι του, καθισμένος στο τραπέζι.
-Σταματήστε να φωνάζετε πάνω απ’το κεφάλι μου, είπε εκείνος άγρια, γυρίζοντας προς το μέρος τους.
Ο Κριτικός Κινηματογράφου τάχασε. «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;», ρώτησε με τα μάτια, σαστισμένος.
-Τσόλι, μονολόγησε ο Κίμωνας και ξαναγύρισε στο ποτό του.

*

-Να σου συστήσω την Ευγενία, του είπε η Σοφία, δείχνοντας την ψηλή κοκινομάλα, στην άλλη γωνία του δωματίου.
-Γκλουπ, είπε εκείνος, μαγνητισμένος απ’τα κατάμαυρα –σαν κάρβουνο- μάτια της που τον κοιτούσαν βαθιά, ίσια στα δικά του.
-Χαίρω πολύ, του είπε και του έδωσε το χέρι.
-Εγώ να δεις! Ωραίο χρώμα μαλλιά. «Γιατί σας αξίζει;»
Έβαλε τα γέλια. Το γέλιο της ακουγόταν σαν καθαρό νερό που κελαρίζει.
-Έξυπνος. Μου αρέσουν οι άντρες που έχουν χιούμορ.
-Δεν είμαι άντρας. Είμαι μιά λεσβία εγκλωβισμένη σε αντρικό σώμα. Να υποθέσω ότι με φλερτάρεις;
-Όχι.
-Κρίμα. Γιατί;
-Δεν είναι η κατάληλη στιγμή.
-Και πότε θα είναι;
-Θα περάσει καιρός.
-Θα ζω;
-Μάλλον.
-Ωραία. Ελπίζω να μου σηκώνεται μέχρι τότε.

*
O Παρουσιαστής μπήκε στο πολυτελές, πριβέ μπαρ παρέα με τον Κριτικό Κινηματογράφου και τον Φύλαρχο .
-Τα σέβη μας αφεντικό, του είπαν και οι τρεις, με μιά φωνή.
-Καλώστα τα παιδιά μου, καλώς τους «αραπάδες» μου, αντιγύρισε τον χαιρετισμό ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι. Τι νέα;
-Δεν άκουσες το δελτίο μου; τον πείραξε –προσεκτικά- ο Παρουσιαστής.
-Και βέβαια το άκουσα. Πολύ ωραία το χειρίστηκες το θέμα. Μπράβο.
-Τι άλλο μπορούσα να κάνω. Μέχρι και τη δήλωση τούγραψα. Καλά, που το βρήκες αυτό το χόρτο και τόκανες Πρωθυπουργό;
-Δεν έχεις δίκιο. Παίζει μιά χαρά τον ρόλο. Εξάλου, από πίσω έχει εσάς. Ο καθένας την δουλειά του, έτσι δεν είναι;
-Έτσι. Η δουλειά είναι δουλειά. Αμ’το άλλο το ζώον; Ήθελε γκομενιλίκια μες στη Τράπεζα. «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;». Μπαμ και πάρτον κάτω. Είχε πάρει και τα χαπάκια του βλέπεις, να του σηκώνεται.
-Ναι, ε; Ε, τώρα ας σηκώσουν το επιπλάκι οι τέσσερεις. Ελπίζω να κλείνει το καπάκι.
-Κλείνει. Όπως τα λες είναι. Το μουνί είναι ανίκητο. Έχει το σχήμα της νίκης διπλό, είπε ο Παρουσιαστής και μιμήθηκε το σχήμα, ενώνοντας τους δείκτες και τους μέσους των δύο χεριών του.
-Το μουνί και η βλακεία, είπε ο Φύλαρχος, μπαίνοντας στη συζήτηση.
-Πάψε εσύ, εσύ φταις, από σένα ξεκίνησαν όλα, τον πρόγκηξε ο Παρουσιαστής.
-Τόσα χρόνια μαζί μας, αρχίζω να πιστεύω ότι δεν έμαθες τίποτα, αναστέναξε ο Φύλαρχος. Μην είσαι αφελής. Δεν γίνεται αλλιώς δουλειά. Σκοτώνεις έναν και βγαίνουν άλλοι δέκα. Ενώ έτσι; Τους καταργείς τον Νόμο, τους προτρέπεις να παρακάμψουν τον Κοινωνικό Κανόνα. Σε βλέπουν να βγαίνεις με την δίμετρη την γκομενάρα και λένε όλοι: «αφού το κάνει αυτός, θα το κάνω και εγώ». Και πάνε και οι αγώνες και οι διαδηλώσεις και όλοι μαζεύουν λεφτά να αγοράσουν Βουλγάρες. Γαυγίζουν, μα δεν δαγκώνουν. Και κάνουν και χρυσές δουλειές οι φίλοι μας οι Ρώσοι.
-Παίρνω και εγώ τη μίζα μου, συμπλήρωσε ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι. Με την άλλη την ξινή τι θα κάνεις;
-Τίποτα. Τι να κάνω; Αφού τα καταφέρνει μιά χαρά μόνη της. Δεν είδες που έβαλε τον ζιγκολό, υπεύθυνο πολιτιστικών στο κανάλι του Κόμματος;
-Σωστά, είπε γελώντας ο Μακήθ. Μωρέ καλά τάλεγε ο άλλος, ο σοφός. «Θέλετε να τους βγάλετε απ’την μέση; Νομιμοποιήστε τους».
-Γιά αυτό τον κάναμε εθνάρχη.
Ο Μακήθ στράφηκε στον Κριτικό.
-Εσύ; Τι χαμπάρια; Τι γίνεται με τον δικό σου;
-Πρόβλημα. Θέλει να κάνει ταινία.
-Πρόσεχε. Είναι κοιμήσης, αλλά μπορεί και να ξυπνήσει κάνα-δυό. Και αν ξυπνήσει ένας, μπορεί να ξυπνήσει και τους άλλους.
-Και τι να κάνω;
-Αγόρασέ τον.
-Προσπάθησα. Τζίφος. «Υπάρχουν πράγματα σ’αυτόν τον κόσμο που δεν πουλιούνται», λέει.
-Παπαριές. Όλοι έχουν την τιμή τους. Επιχορήγησέ τον. Μέσω του Κέντρου.
-Αφεντικό είσαι γάτα.
-Πάνθηρας. Άντε, τον πούλο τώρα.
Του φίλησαν το χέρι –ένας ένας- και κατευθύνθηκαν στην έξοδο.
-Και πως θα την πούμε την ταινία; ρώτησε ο Κριτικός βγαίνοντας.
-Το Κοπάδι που Γαυγίζει, απάντησε ο Μακήθ, το Γρήγορο Μαχαίρι.

*

-Θέλω και άλλο, του είπε, γυρνώντας την τελευταία σελίδα.
Το δωμάτιο έγινε πράσινο.
-Ξεθύμωσες, της είπε και τα μάτια του γέλασαν.
Ξανάρχισε να γράφει.

*

-Μα τις Χίλιες Καμπάνες της Κόλασης, βρυχήθηκε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει και έστριψε το τιμόνι αριστερά.
Ο άνεμος, με ένα τρομαχτικό κρότο, ξήλωσε το κατάρτι μαζί με τα ξάρτια και τα πανιά –που δεν είχε προλάβει να μαζέψει. Το σκάφος τουμπάρησε. Το παιδί έπεσε στη θάλασσα.
-Πούστη, γαμημένε καριόλη, όχι αυτόν, εμένα, ούρλιαξε και βούτηξε στα κύματα.
Το παιδί, κολύμπησε δύο ώρες πιασμένο απ’το σώμα του –που επέπλεε- και βγήκε στην ακτή.

*

-Και αν ήσουν τραγούδι, ποιό τραγούδι θα ήσουν; τον ρώτησε η Ευγενία, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
-Δεν ξέρω. Εσύ πάντως θάσουν το «R n’ Roll στο κρεβάτι», γιατρέ, της απάντησε.
-Στο ντιβάνι, τον διόρθωσε εκείνη.

*

-Άκου να σου πω, του είπε ο Κωστής, καθισμένος στο ψηλό σκαμνί του μπαρ. Υπάρχουν δυό ειδών άνθρωποι. Οι μεν λένε: «είμαστε, και θα τα βρούμε». Οι άλλοι: «θα τα βρούμε και θα γίνουμε».
-Μωρέ τι μας λες; Ή είσαι, ή δεν είσαι. Τι «θα τα βρούμε και θα γίνουμε»; Έλα εδώ κούκλα μου, κάτσε κάτω να τα πούμε, να δούμε τι θα κάνουμε, που νομίζεις ότι αυτά συμβαίνουν συχνά στις ζωές των ανθρώπων. Κούνια που την κούναγε, έτσι να της πεις.
-Αυτό δεν παίζει.
-Μην μου λες «δεν παίζει», με εκνευρίζεις. Τι θα γίνει, θα βαρέσουμε καμιά πενιά;
-Δεν ξέρω.
-Ξεράδια. Άμα δεν ξέρεις εσύ, τότε ποιός ξαίρει;
-Εε, αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό! γκρίνιαξε ο Ντόριαν Γκρέι, που εμφανίστηκε ξαφνικά από το πουθενά.
-Ωπ! Πως βρέθηκες εσύ εδώ;
-Πήρα άδεια.
-Και ποιό που κάνω δεν είναι σωστό;
-Μιλάς ανορθόγραφα.
-Βρε αει παράτα μας και’συ! Νερομπογιά! Ότι θέλω θα κάνω. Άκου εκεί «δεν είναι σωστό!» Εδώ ο κόσμος χάνετε...
-Νάτο! Το ξανάκανες!
-Έλα, τον πούλο. Θα σε κάνω αντού.
-Καλά, καλά, φεύγω.

*

-Πως την πάτησα έτσι! είπε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει. Γύρισα όλο τον κόσμο και την έπαθα σαν πρωτάρης στην Αίγινα.
-Σε λα βι, είπε η Τζένη, κοιτάζοντας τον κάμπο.


*

-Έχασες. Μου χρωστάς τρία ευρώ.
-Πάρτα, είπε εκείνη και του τα έδωσε.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα