5. ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ.

«Πόσο μου αρέσει να ακούω τους ανθρώπους να ανεβαίνουν με το ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα».
Η Λένα η Μάγισα ακούμπησε τις άκρες των κρινένιων της δακτύλων στα πλήκτρα του πιάνου και ξεκίνησε να τραγουδάει την ιστορία.
«Ένα απόγευμα, ο γιός του Ρουμάνου έχασε το κοτοπουλάκι του
χτύπησε όλες τις πόρτες και τα μεγάλα του μάτια
καθώς το αναζητούσαν μάταια, μου φάνηκαν χοάνες
που από μέσα τους μπορούσε ο καθένας
να διακηρύξει τα ανθρώπινα δικαιώματα».

*

Ο Κίμωνας και το Ποπάκι ξεκίνησαν γιά το Ελαφονήσι.
-Δεν πάμε κάπου αλλού;
-Σαν που αλλού;
-Ξέρω ‘γω; Κάπου που να μην έχουμε πάει.
-Ισταμπούλ;
-Μέσα.
Το αυτοκίνητο έστριψε αριστερά. Πέρασαν τον κόμβο της Αθήνας και τράβηξαν πάνω, μέχρι την Ξάνθη. Εκεί, άφησαν το αμάξι και πήραν το τρένο. Πέρασαν τα σύνορα απ’ το Πύθειο και μπήκαν στη Τουρκία. Όταν είδε τις κόκκινες σημαίες στη δική τους μεριά –«ανάποδα»- ο Κίμωνας ανατρίχιασε.
-Ωπ. Οι σημαίες των «εχθρών» μας.
-Θέλει πολλή δουλειά γιά να σκοτώσεις τον μπάτσο που κρύβεις μέσα σου.
-Αλήθεια είναι αυτό, είπε η Γυναίκα απ’την Γεωργία, που είχε σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και έπλενε σκάλες στο Αιγάλεω.

*

Ο Δημοσθένης μπήκε στο «Κις-κις» -στο μπαρ του Έλληνα- πέρα, στο γκέτο του Ντέρμπαν. Κάθησε στη μπάρα και παρήγγειλε ένα ουίσκι.
-Καλησπέρα, του είπε ο διπλανός του στα αγγλικά, στρέφοντας προς το μέρος του.
-Καλησπέρα. Εμιγκρέ;
-Τι άλλο; Όπως όλοι.
-Οικογένεια;
-Γυναίκα και τρία παιδιά στην Πατρίδα. Και εσύ;
-Και εγώ τα ίδια αδερφέ. Στέλνω λεφτά στη μάνα μου, στην Αθήνα. Πείνα και λυσωδία.
-Έχετε χούντα, ε;
-Ναι. Σαν να μην μας έφταναν όλα τα άλλα. Από που είσαι;
-Από τη Λευκωσία.
-Ωπ. Πατριωτάκι. Και πως σε λένε;
-Αχμέτ.
Ο Δημοσθένης τράβηξε το μαχαίρι, μιά εγγλέζικη σούστα που είχε αγοράσει στη Μαγιόρκα. Κλικ, έκανε η ατσάλινη λάμα καθώς άνοιξε, και η μεγάλη καμπάνα της Κόλασης χτύπησε ώρα δώδεκα.

*

«Πόσο μ’αρέσει ν’ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα», συνέχισε η Μάγισα με τα Τυρκουάζ Μαλλιά.
«Κι’ ένα βράδυ, ενώ κοίταζα τα τοξοτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της Έλενας,
άκουσα ήχο πιάνου
κάποιος από τους Ρουμάνους έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι
και μεταμόρφωνε πάλι τους δήμιους της Αμερικάνικης Πρεσβείας
τους μεταμόρφωνε πάλι σε χάδι».

*

Πίναν κόκκινο κρασί στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου στην Παλιά Πόλη, στην περιοχή της Αγίας –του θεού- Σοφίας. Μπροστά τους, ο Βόσπορος. Καράβια μπαινόβγαιναν στο λιμάνι, με αναμένα τα πλευρικά τους φώτα.
-Κρίμα, του είπε εκείνη.
-Κρίμα γιά ποιό πράγμα;
-Που δεν θα γνωριστούμε αύριο.
Ένα μεγάλο γκαζάδικο μπήκε στο λιμάνι, ακολουθώντας το φως του φάρου.

*

«Πόλη κατάφωτη, άγνωστου κόσμου,
δρόμοι ασάλευτοι εντός κι εκτός μου,
δέντρα, βουνά, καπνοί, φωτιές και δάση,
εδώ γυρίσανε όσα έχω χάσει», τραγούδησε ο Σαράντης, από την σκηνή του Ροντέο.
«Τι κρίμα», σκέφτηκε ο Κωστής, «τόσο ταλέντο και να πάει χαμένο. Τι κρίμα που τον βλέπω, με σακάκι και γραβάτα στο γραφείο κάποιας ναυτιλιακής εταιρείας, να μουτζουρώνει «αθώα, λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία».

*

Πήραν το τρένο από την Πόλη να παν στην Καισάρεια. Είκοσι ώρες δρόμος. Στο κουπέ, μαζί τους ταξίδευαν δυό γυναίκες απ’την Άγκυρα, ένας νεαρός στρατιωτικός απ’την Σμύρνη, ένας άνεργος εργάτης από την Τραπεζούντα και ένας πιτσιρικάς μουσικός –ντράμερ- από το Ερντίν –την παλιά Αδριανούπολη.
-Από που είστε παιδιά; ρώτησαν οι γυναίκες.
-Γιουνάν.
-Αα, καρντάς, είπε ο εργάτης.
Ο ελεγκτής μπήκε στο κουπέ.
-Εισητήρια.
Του τα έδωσαν.
-Εσείς οι δυό δεν έχετε θέσεις. Πρέπει να πάτε στο άλλο βαγόνι. Και το τρένο είναι γεμάτο.
-Τα παιδιά πάνε μακριά. Εμείς θα κατέβουμε σε δυό ώρες. Θα φύγουμε εμείς, είπαν οι γυναίκες, που είχαν θέσεις.
-Δεν θα φύγει κανείς, είπε ο εργάτης. Θα βολευτούμε.
-Ναι. Θα βολευτούμε, είπε και ο στρατιωτικός, και κάθησαν όλοι, με ακουμπηστά τα μπράτσα ο ένας του άλλου, δύο παραπάνω.

*

«Πόσο μ’αρέσει ν’ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα», συνέχισε η Μάγισα και τα μελιά λέηζερ μάτια της έκαναν μιά αιμάτινη χαρακιά στο πρόσωπο της πόλης.
«Ένα μεσημέρι, σκυφτή και ανώνυμη
μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους μιάς πολυκατοικίας
τους άκουσα να μιλάνε Ρουμάνικα
καθώς ανέβαιναν με το ασανσέρ, να μιλάνε Ρουμάνικα
και τότε τραγούδησα
πόσο μ’αρέσει να ακούω τους ανθρώπους ν’ανεβαίνουν με τ’ασανσέρ και να μιλάνε Ρουμάνικα».

*

Η Πόλη έπεσε. Ο Σταυροφόρος μπήκε στην Άγια Σοφιά καβάλα στο άλογο. Τράβηξε το μακρύ του σπαθί και άρχισε να ξηλώνει τις χρυσές ψηφίδες απ’τους τοίχους του ιερού.
Ένα αιμάτινο δάκρυ κύλησε από τα μάτια της Μάνας.

*

«Βράδυα αξημέρωτα, όνειρα ξένα,
άστρα μου άσβεστα, φώτα αναμένα,
εδώ όλα ντύθηκαν λευκό, άγριο χιόνι,
μα πάντα άνοιξη θα ξημερώνει», συνέχισε ο Σαράντης από το πάλκο του Ροντέο.

*

-Θα έχουμε ένα σπίτι στην παραλία και ένα σκύλο. Θα βολτάρουμε ξυπόλητοι στην άμμο, κάθε απόγευμα. Θα βγάζουμε φωτογραφίες. Και που ξέρεις...
-Μη λες μεγάλες κουβέντες, του είπε εκείνη.

*
Oι δερβίσιδες στριφογύριζαν στον παλιό σταθμό του Όριαν Εξπρές. Στα καφενεία, έφτιαχναν τους πρώτους ναργιλέδες και τα φώτα της παραλίας μόλις άναβαν. Καθήσαν σε μιά καντίνα, στην παραλία –που δεν σερβίριζε αλκοόλ.
-Γιά μαντέψτε από που είμαι; τους ρώτησε ο Μαχμούτ, ο ιδιοκτήτης.
-Έχεις μιά κούρδικη μύτη στη μέση του προσώπου σου, του απάντησε ο Κίμωνας.
Ο Μαχμούτ χαμογέλασε.
-Πολύ σωστά.
-Και; Πως και δεν είσαι στο Ντιαρμπακίρ; αστειεύτηκε ξανά ο Κίμωνας.
-Τι εδώ, τι εκεί, διαφορά δεν κάνει. Ένας λαός, μία γλώσσα, μιά θρησκεία, του απάντησε ο Κούρδος.

*

«Παιδιά μου σκοτεινά, ύποπτες σκέψεις,
χρόνια μου μακρινά, κρυφές ορέξεις,
λέξεις αγένητες, κυοφορούσες,
όσα δεν μπόρεσαν, εσύ μπορούσες», τέλειωσε το τραγούδι ο Σαράντης, εκεί, στη σκηνή του Ροντέο.
-Κυρίες και κύριοι, γιά μία και μοναδική φορά, η πιό καυτή μπάντα της πόλης.
Σχεδόν Διάσημοι, είπε ο κομφερασιέ, δείχνοντας τα μέλη της μπάντας με το χέρι του.

*

Ανέβηκαν ψηλά, στο καφενείο του Λοτί, στην περιοχή που λέγεται Eyup. Από κάτω, ο Κεράτιος Κόλπος με τις γέφυρές του και τα καραβάκια του. Στο μπροστινό τραπέζι μία γυναίκα με την πολύχρωμη μαντήλα της, έπινε πορτοκαλάδα.
-Πάμε κάτω, στο βυθισμένο καράβι, να φάμε μύδια στη Γέφυρα; τον ρώτησε.
-Πάμε, της είπε εκείνος, και τα μεγάλα της μάτια του φάνηκαν χοάνες, που από μέσα τους μπορούσε ο καθένας να διακυρήξει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

*

-Και αν είμαστε μπάζα, είμαστε μπάζα που χορεύουμε και τραγουδάμε, είπε ο κομφερασιέ, στη μέση του μεγάλου πάλκου.

*

-Πολλές ταινίες βλέπεις, είπε ο Ντόριαν Γκρέι στον Συγγραφέα.

*

-Το πρόβλημά σου, του είπε η Σοφία, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Δεν θες να πάρεις την ευθύνη.

*

«Εμιγκρέδες της Ρουμανίας
πιθανότητες ευτυχίας
στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας», τραγούδησε η Μάγισα και η ιστορία τελείωσε.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα