4. ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ.

Οι Γερμανοί μπαίναν στην Αθήνα. Οι τελευταίες –απομονωμένες- μονάδες παραδόθηκαν. Το σήμα έφτασε στον ασύρματο του υποβρυχίου και ο ασυρματιστής το πήγε στον καπετάνιο.
-Ο διάβολος να πάρει τις μαύρες σας ψυχές, είπε εκείνος και έδωσε πορεία γιά τον νότο.
Το υποβρύχιο τράβηξε κατά το Κάϊρο.

-Που είναι ο μπαμπάς μου; την ρώτησε, κοιτάζοντάς την με τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της.
-Ο μπαμπάς σου πολεμάει τους κακούς, της απάντησε εκείνη, χαϊδεύοντας τρυφερά τα μαύρα της μαλιά.
-Και πότε θα γυρίσει;
-Όταν θα μπορείς να κάνεις κοτσιδάκια τα μαλλιά σου.

*

-Θα πάω να δω τον πατέρα μου. Θέλεις να έρθεις;
-Πάμε.
-Θα έρθει και η αδερφή σου.
-Ωραία.
Μπήκαν οι τρεις τους στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Ο ξάδερφός της, τους περίμενε στη πόρτα.
-Που είναι;
-Στο πέντε είκοσι εφτά, της απάντησε. Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο.

-Γιά κάποιον, το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα, είπε στην αδερφή του.
-Σύνερθε. Πάρε επαφή με τον συναισθηματικό εαυτό σου, του απάντησε εκείνη.
«Γαμώ το κέρατό σας, ηλίθιοι Ραϊχικοί», κατάπιε την κουβέντα του εκείνος.«Κριστομπάλ, θα πας;»
-Θα πάω, απάντησε ο Κριστομπάλ και μπήκε με την Πάπουτσκα στο δωμάτιο.

Βγήκε στη βεράντα του νοσοκομείου και έστριψε ένα τσιγάρο. Κοίταξε τα περιστέρια που κούρνιαζαν κάτω απ’τα μπαλκόνια γιά να αποφύγουν τη βροχή. Η ματιά του έπεσε απέναντι, στο μεγάλο κτίριο της Όπερας. Χτύπησε το τηλέφωνο.
-Γειά σου ρε μάγκα.
-Γειά σου και σένα, απάντησε ο Κυριάκος, στην άλλη μεριά της γραμμής. Με πήρες τηλέφωνο χτες;
-Ναι, αλλά μάλλον κοιμόσουν.
-Δεν κοιμόμουν, αλλά δεν ήμουν μόνος.
-Μάλιστα. Τι κάνεις;
-Είμαι σε δημιουργική φάση. Θα πάω γιά γυρίσματα στην Κρήτη.
-Και εγώ.
-Τι, θα πας και εσύ γιά γυρίσματα στην Κρήτη;
-Όχι βέβαια. Και εγώ είμαι σε δημιουργική φάση. Γράφω την ιστορία.
-Ξεκίνησες;
-Ναι.
-Τέλεια. Πως τα πας;
-Οι ήρωές μας με τραβάν απ’τα μαλλιά. Μόλις συνάντησα τον Κριστομπάλ.
-Ε βέβαια. Έρχεται πάντα όταν βρέχει.
-Πότε θα τα πούμε;
-Όχι σήμερα. Μάλλον αύριο.
-Εντάξει.

*

Το υποβρύχιο έδεσε στο λιμάνι και ο Επικελευστής βγήκε στο ντόκο. Το πλήθος, περίμενε πίσω απ’τα σχοινιά, κρατώντας γαλανόλευκα σημαιάκια στα χέρια.
-Καλώς τα παληκάρια μας, καλώς τους ήρωές μας!
Γύρισε και την είδε. Νέα, ψηλή, κοκέτα, με αριστοκρατικό αέρα.
-Από που είσαι; τον ρώτησε.
-Κεφαλονίτης. Εσύ;
-Αλεξανδρινή.
-Μόνη;
-Ναι. Εσύ;
Δίστασε λίγο.
-Και εγώ, της απάντησε.
-Ψέματα, ψέματα, φώναξε χαιρέκακα ο Ντόριαν Γκρέι. Έχει γυναίκα και μία κόρη στην Αθήνα.
-Σταμάτα εσύ, μου χαλάς την ιστορία, του είπε ο Συγγραφέας. Θα σε κάνω αντού.
-Καλά, καλά, μην θυμώνεις, φεύγω.

*

Τους κοίταξε από την πόρτα του δωματίου.
Εκείνη, έσκυψε πάνω στον γέροντα, των ενενηντατεσσάρων χρόνων.
-Πατέρα, η εγγονή σου, του είπε, κρατώντας του το χέρι.
Η Πάπουτσκα καθόταν στην καρέκλα.

Βγήκε έξω, στην βεράντα και άναψε ένα τσιγάρο. Το βλέμμα του έπεσε απέναντι, στο μεγάλο κτίριο της Όπερας.
«Δάκρυα δεν θέλω. Δεν ζητώ παρά φωτιά γιά την φωτιά μου», είπε η Τζένη, ακουμπώντας το λευκό της χέρι στην κάσα της μεγάλης πόρτας του Παραδείσου. Η φωνή της ακούστηκε σαν ατσάλινη λάμα, που χωρίζει τον Κόσμο στα δύο.
-Μιά στιγμή Ρόζα. Μόνο μιά Στιγμή.
-Καθένας με τις κάβλες του, είπε ο Ντόριαν Γκρέι, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη.

*

Μεγάλωσε και έκανε τα μαλλιά της κοτσιδάκια.
-Που είναι ο μπαμπάς μου; ξαναρώτησε.
-Πάμε, της είπε εκείνη.
Πήραν το καράβι απ’τον Πειραιά, να πάνε στην Κεφαλονιά. Ο Ισθμός είχε ξανανοίξει μόλις πριν μερικές μέρες. Τα συνεργεία είχαν απομακρύνει τα βυθισμένα καράβια και οι ναυτικοί δεν ήταν πιά αναγκασμένοι να κάνουν τον γύρο της Πελοπονήσου. Η πρώτη πράξη του πολέμου είχε τελειώσει. Τα σκουπιδιάρικα του δήμου μάζευαν τους τελευταίους νεκρούς από πείνα. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. Τα τανκς τους, είχαν αντικατασταθεί από άλλα, «συμμαχικά». Ο «Γέρος της Δημοκρατίας», μαζί με το αφεντικό του τον Τσώρτσιλ και τον αρχιμπράβο τους –τον Σκόμπυ- «μαγείρευαν» την δεύτερη πράξη του δράματος –έναν αιματηρό εμφύλιο. Τώρα κουμάντο κάναν –όπως και πριν- οι παλιοί χίτες, οι μετέπειτα τραπεζίτες και πολιτικοί, οι «εθνικοί ευεργέτες».
Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν γεμάτοι συνθήματα. «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ελευθερία ή θάνατος», όμως μιά λέξη, μιά μόνο μικρή λεξούλα μουντζούρωνε το λευκό δέρμα της πόλης –«πεινάω».
Φτάσαν στο Αργοστόλι. Τις περίμενε στο λιμάνι. Ανέβηκαν πάνω, στο χωριό. Όταν μπήκαν στο σπίτι, την πλάκωσε στα χαστούκια.
-Γιατί ήρθες; της είπε.
-Το παιδί ήθελε να σε δει.
-Πάμε, είπε εκείνος και έπιασε την μικρή απ’το χέρι.
Μπήκανε στο δεύτερο δωμάτιο. Η μάνα έμεινε πίσω. Γύρω γύρω, ήταν καθισμένοι σε καρέκλες άνθρωποι άγνωστοι, που δεν τους ήξερε. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο τσουβάλι.
-Θα σου κάνω μία ερώτηση, της είπε. Αν μου απαντήσεις σωστά, ολόκληρο το τσουβάλι είναι δικό σου.
Τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της –οι πόρτες του Παραδείσου- άνοιξαν διάπλατα από προσμονή.
-Θέλεις να μείνεις εδώ, μαζί μου; την ρώτησε.
-Ναι, αλλά να μείνει και η μαμά μου.
-Κρίμα. Λάθος απάντηση, της είπε και της έδωσε πέντε καραμέλες Αστακού απ’το μεγάλο τσουβάλι.

*

Πήγε στο Άγιο Σάββα να τον δει.
«Τους ανθρώπους μας πρέπει να τους χαιρετάμε», σκέφτηκε και μπήκε στο δωμάτιο.
Δεν τον γνώρισε. Ο καρκίνος τον είχε ρουφήξει μέσα σε οχτώ μήνες. Από τα εκατόν τριάντα του κιλά είχαν μείνει πενήντα.
-Μαρία, ψιθύρισε, πονάω. Την νοσοκόμα.
-Τι να την κάνεις την νοσοκόμα, αφού έχεις εμένα.
-Να της πιάσω τον κώλο.
Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Ακόμα και τώρα», σκέφτηκε, «που το ρολόι δείχνει δώδεκα παρά πέντε, ακόμα και τώρα, που έχει απομείνει μόνο κόκαλα και δέρμα, φτύνει τους νεκρόφιλους θεούς σας στο πρόσωπο».
Του έπιασε το χέρι.
-Ανηψούδι να προσέχεις.
-Θα προσέχω. Αντίο μπάρμπα.
-Μπαρμπαριά και Τούνεσι.
Η σκληρή –σαν λάμα ξυραφιού- Τζένη των Πειρατών, δάκρυσε.
-Δάκρυα δεν θέλω, είπε εκείνος απ’το νεκροκρέβατο του νοσοκομείου.
Το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτύπησε Μεσάνυχτα.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα