3. ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΙΙ.

Πήρα το μεσημεριανό τρένο γιά Βουκουρέστι και μετά γιά Μπράσοφ. Μόλις μπήκα στο δεύτερο τρένο, έψαξα γιά το μπαρ. Ρώτησα τον ελεγκτή του βαγονιού, ο οποίος με πληροφόρησε πως το τρένο δεν είχε μπαρ και πως, αν ήθελα μπύρα έπρεπε να περιμένω εκεί, στα κουπέ της πρώτης θέσης. Δεν ήξερε αγγλικά και έτσι πιάσαμε κουβέντα στην νοηματική.
- Να πας στα βόρεια, στο Μαραμούρες. Είναι το πιό όμορφο μέρος της Ρουμανίας, είπε, ή μάλλον έδειξε.

Έφτασα στο Μπράσοφ αργά το απόγευμα, αφού είχα πάρει τις πληροφορίες μου γιά την πόλη από έναν νεαρό κάτοικό της, που σπούδαζε στο Βουκουρέστι και γύριζε στην πόλη του γιά διακοπές. Κατέβηκα στον σταθμό και πήρα το λεωφορείο νούμερο 5 γιά το ιστορικό κέντρο της πόλης.

Το Μπράσοφ είναι η πύλη προς την Τρανσυλβανία, την «χώρα πέρα από τα βουνά». Όπως και οι άλλες πόλεις της Τρανσυλβανίας, είναι χτισμένη από Σάξονες, που την κατοίκησαν τον 13ο αιώνα. Το Μπράσοφ μοιάζει με το Ίνσμπρουκ στα κτίρια, στις εκκλησίες, στα χρώματα, στο ντύσιμο των κατοίκων του, στις γλάστρες με τα λουλούδια έξω από τα παράθυρα των σπιτιών.

Μπήκα σε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων και ρώτησα –ενδεικτικά- την τιμή. Ο νεαρός υπάληλος μετά τις απαραίτητες διευκρινίσεις, μου σύστησε ένα φτηνό μοτέλ στην πίσω πλευρά του τετραγώνου, πολύ κοντά στο κέντρο. Άφησα τον σάκο μου στο δωμάτιο και βγήκα βόλτα στην πόλη. Το παλιό δημαρχείο στην πλατεία, τα –αυστριακού ρυθμού- αρχοντικά σπίτια, τα μεσαιωνικά δρομάκια και η επιβλητική Μαύρη Εκκλησία –καθολική στην αρχή, και έπειτα προτεσταντική- με την μεγάλη συλογή χαλιών που φέρναν οι πιστοί από την ανατολή γιά να την στολίσουν, συνέθεταν ένα κινηματογραφικό σκηνικό. Κάθησα στην πλατεία, που γινόταν γιορτή μπύρας. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, μιά ορχήστρα έπαιζε τοπικούς σκοπούς και η Ursus –η διάσημη ρουμάνικη μπύρα- κόστιζε τριάντα λεπτά το μισόλιτρο. Ξαφνικά, κάποιος από τους θαμώνες, με, τουλάχιστον πέντε ευρώ Ursus στο στομάχι του, γλίστρησε σιγά-σιγά από την καρέκλα του και ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στο πλακόστρωτο. Κόσμος έτρεξε γύρω του και σε λιγότερο από πέντε λεπτά, ήρθε ένα ασθενοφόρο, τον συνέφερε και τον πήρε σε κάποιο νοσοκομείο, γιά την απαραίτητη χορήγηση καφείνης.

Την επόμενη μέρα πήρα το λεωφορείο γιά το Μπραν. Το κάστρο του Μπραν –είκοσι χιλιόμετρα βόρεια του Μπράσοφ- είναι το πολυδιαφημισμένο –από τα πρακτορεία ταξιδιών- κάστρο του Δράκουλα. Το πιό πιθανό είναι ότι, ο σκοτεινός πρίγκηπας της Βλαχίας, ο Βλαντ Τέπες, πολύ λίγες φορές είχε πατήσει το πόδι του στο Μπραν, όμως η ζωηρή φαντασία του ιρλανδού διηγηματογράφου Μπραμ Στόουκερ –που τοποθέτησε το κάστρο του στα Καρπάθια- καθώς και το γεγονός πως και τα δύο κάστρα που χρησιμοποιούσε ο Γιός του Δράκου –ένα στην παλιά πρωτεύουσα της Βλαχίας, Ταργκοβίστα και ένα στο Ποϊνάρι, στον ποταμό Αργκές- είναι ερείπια, έχρισαν το Μπραν «υπερήφανο χορηγό του βαμπιρικού μύθου», ενός μύθου που εξοργίζει τους Ρουμάνους, αφού παρουσιάζει τον μεγαλύτερο εθνικό ήρωα της –ορθόδοξης- χώρας τους ως ακόλουθο του Σατανά. (Άραγε ο Κολοκοτρώνης, τους παλούκωσε τους Τούρκους στην Τριπολιτσά;).
Στο κάστρο του Μπραν –που τώρα είναι μουσείο ιστορίας- δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Βλαντ ΙΙΙ Ντρακουλέα, παρά μόνο του παπού του, Mircea του Γενναίου, που πράγματι χρησιμοποιούσε το κάστρο.

Έφυγα από το Μπραν και πήγα στο Σινάια, μία κωμόπολη τριάντα χιλιόμετρα νότια του Μπράσοφ, στα σύνορα Βλαχίας-Τρανσυλβανίας. Ο πόλος έλξης εδώ είναι το ομώνυμο ορθόδοξο μοναστήρι, που κάποιος άρχοντας της περιοχής έφτιαξε, μετά από μία επίσκεψη στο μοναστήρι της αγίας Αικατερίνης, στο Σινά.
Το πραγματικό όμως αξιοθέατο της περιοχής είναι –λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι- το κάστρο του Πέλες, ίσως το πιό όμορφο κάστρο της Ρουμανίας.

Πίσω στο Μπράσοφ. Εισητήριο τρένου, αξία δύο ευρώ. Χοτ-ντογκ και μπύρα στην πλατεία, αξία ένα ευρώ. Ξεκούραση στο όμορφο, ήσυχο ξενοδοχείο μου, μετά από μία κουραστική μέρα, αξία ανεκτίμητη.
Και ξαφνικά, το όνειρο έγινε εφιάλτης. Στρατιές παιδιών, άρχισαν να τρέχουν στον δεύτερο όροφο του ξενοδοχείου. Το ξύλινο –το τονίζω- το ξύλινο λοιπόν πάτωμα του ορόφου άρχισε να αντηχεί –σαν τεράστιο τύμπανο- από τα ποδοβολητά δεκάδων πιτσιρικιών, μεταφέροντας το καταφύγιό μου στις ζούγκλες του Αμαζονίου κατά τη διάρκεια γιορτής προς τιμήν του θεού της αστραπής.
Απολαμβάνοντας τα χαρούμενα τιτιβίσματα των μαθητών κάποιου δημοτικού σχολείου της περιοχής που είχαν έρθει εκδρομή στο Μπράσοφ, ανακατεμένα με τις φωνές των δασκάλων, σε μία –εκ των προτέρων καταδικασμένη- προσπάθεια να το βουλώσουν, θυμήθηκα τους στίχους του μεγάλου ρουμάνου ποιητή Εμινέσκου:
«Που είσαι τώρα, άρχοντα Τέπες –ή μάλλον Ηρώδη, τετράρχη της Ιουδαίας- να χωρίσεις τους δίκαιους απ’τους άδικους (συμφωνα πάντα με την ημερομηνία γέννησης);».
Ντύθηκα και βγήκα έξω. Στη ρεσεψιόν, μία αμερικάνα (τους αναγνωρίζεις πάντα από το χαρακτηριστικό απλανές βλέμμα τύπου ιερής ινδικής γελάδας) έκανε τα παράπονά της στην υπάληλο της βάρδιας, που απολογήθηκε με συστολή:
- Μα είναι παιδιά.
Η αμερικάνα συνέχισε να γκρινιάζει.Την κοίταξα, προσπαθώντας να μιμηθώ το απλανές βλέμμα της και χαμογέλασα.
- Lets get drunk.
Δεν έδειξε να συγκινείται από την πρότασή μου και έτσι βγήκα από το ξενοδοχείο, αναζητώντας το πλησιέστερο μπαρ. Παρήγγειλα ένα διπλό ουίσκυ και κάθισα, χαζεύοντας τις νεαρές ρουμάνες που λίκνιζαν τα κορμάκια τους υπό τους ήχους πρόσφατων επιτυχιών. Ζήτησα ένα δεύτερο ουίσκυ από την θεά Αφροδίτη, που –μεταμφιεσμένη σε σερβιτόρα- πέρασε από μπροστά μου. Πίνοντάς το, ανακάλυψα ότι, όχι μόνο δεν είχα μεθύσει, αλλά πιά δεν νύσταζα κιόλας. Άρχισα να ξεφυλίζω ένα Μπρασοφόραμα που υπήρχε στο τραπέζι. Τίποτα συνταρακτικό. Εκδηλώσεις στην πλατεία, προσφορές ποτών και ladies nights στα αμερικάνικα μπαρ, μία μπάντα μπλουζ στο ιρλανδέζικο καφέ στον πεζόδρομο και strip show.
Strip show? Έκτακτα. Θα πάω σε κολάδικο. Πίσω από την Μαύρη Εκκλησία, κοντά στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο καινούριο κομμάτι της πόλης, στο καλύτερο στριπτιζάδικο του Μπράσοφ.

Χτύπησα το κουδούνι και η σιδερένια πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα και ανέβηκα τη σκάλα μέχρι τον επόμενο όροφο. Εκεί, μία κοπέλα με υποδέχτηκε. Της εξήγησα ότι είχα πάει γιά το σώου και ότι –αν είχα πάει πολύ νωρίς- θα μπορούσα να ξανάρθω αργότερα. Η κοπέλα είπε ότι δεν πειράζει και ότι το σώου μόλις ξεκινούσε. Μπήκα στην αίθουσα. Ένας μεγάλος, υποφωτισμένος χώρος, τραπέζια με καναπέδες στους τοίχους και στη μέση η πίστα με την απαραίτητη μπάρα –το κοντάρι που γύρω του χορεύουν οι κοπέλες. Μέσα στο λιγοστό μπλε φως, ξεχώρισα τα κορίτσια που συζητούσαν, καθισμένα στην πίστα, διότι το μαγαζί ήταν άδειο. Όταν με είδαν σηκώθηκαν και εγώ ντράπηκα να φύγω. Κάθησα και παρήγγειλα ένα ουίσκι. Μία κοπέλα, ντυμένη με δερμάτινα, άρχισε να χορεύει στη πίστα. Μία δεύτερη κοπέλα, πολύ λιγότερο ντυμένη απ’την χορεύτρια, ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μετά από λίγη ώρα μου είπε ότι θα ήθελε να την κεράσω ένα ποτό.
- Εντάξει, της είπα, τι θα έλεγες γιά ένα ουίσκι;
- Εμείς δεν πίνουμε σκληρά ποτά.
- Αα, και τι πίνετε;

Πίνανε ένα πολύ ελαφρύ ποτό που κόστιζε 850.000 λέι (27,5 ευρώ) το ένα και αφού της εξήγησα πως είμαι ένας φτωχός άνθρωπος, την άφησα να φύγει. Η κοπέλα στην πίστα συνέχιζε να χορεύει και εγώ ζήτησα άλλο ένα ουίσκι. Μιά τρίτη κοπέλα εμφανίστηκε και κάθισε δίπλα μου. Τώρα το ποτό κόστιζε μόνο 550.000 λέι. Τελείωσα το ουίσκι μου και έφυγα. Τα πιτσιρίκια στο ξενοδοχείο είχαν κοιμηθεί και έτσι, κοιμήθηκα κι’εγώ.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα κατά τις εννέα. Είχε βρέξει και η πρωϊνή δροσιά έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Είχα βαρεθεί το Μπράσοφ. Ένας γελαστός ήλιος βοσκούσε τα άλογά του στα λιβάδια του ουρανού. Οι καταπράσινες πεδιάδες του Μαραμούρες, με τις θημωνιές, τα κάρα και τους εργάτες, είχαν ανοίξει την πελώρια αγκαλιά τους γιά μένα και μου ψιθύριζαν βαθιά, στο πίσω μέρος του μυαλού μου:
«Έλα σε μας. Εδώ, στην πράσινη αγκαλιά μας δεν υπάρχει πόνος. Έλα, στη χώρα της λήθης, στα ξεχασμένα, απάτητα λιβάδια του μυαλού. Έλα στο σπίτι σου, εκεί, ψηλά στον βράχο της παραλίας, στην άκρη του απέραντου ωκεανού».
- Του απέραντου ωκεανού; Μα, το Μαραμούρες δεν έχει θάλασσα, άκουσα τον ορθολογιστή εαυτό μου να λέει.

Διαδρομή Τρίτη : Μπράσοφ-Μαραμούρες.

Πήρα το απογευματινό τρένο γιά το Σίγκέτ. Το Sigetu Marmatie είναι η βορειότερη πόλη της Ρουμανίας, στα σύνορα με την Ουκρανία. Όταν έφτασα –στις 07.00 το πρωί- κατέβηκα σε μία μελαγχολική βιομηχανική πόλη, που μόλις ξυπνούσε. Μετά , άρχισα να ανακαλύπτω το Μαραμούρες.

Καταπράσινα λιβάδια σπαρμένα χόρτο και καλαμπόκι. Δυνατό κόκκινο κρασί. Ξύλινες ουνίτικες εκκλησίες –αριστουργήματα γοτθικής αρχιτεκτονικής- αντίστοιχες με τις ξύλινες της Νορβηγίας. Το Χαρούμενο Κοιμητήριο της Σαπάντα. Υπαίθρια παζάρια όπου πουλιούνται τα πάντα. Κάρα φορτωμένα ζώα, σπαρτά και ανθρώπους. Ξύλινα σπίτια με τεράστιες, δρύινες πόρτες, με σκαλισμένα πάνω τους αρχαία σύμβολα. Και οι άνθρωποι. Γνήσια «τέκνα του Μαραμούρες», φιλόξενοι και ευγενικοί, ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, φοράνε τα ψάθινα περίεργα καπέλα τους –οι άντρες- και οι γυναίκες μαντήλες λουλουδάτες στο κεφάλι. Με μιά, σχεδόν εξωανθρώπινη αντοχή στο αλκοόλ, ελάχιστα επηρεασμένοι από τις αλλαγές που έφερε ο Χρόνος στην χώρα τους. (Μα ποιά είναι η χώρα τους; Μόνο το οροπέδιο του Μαραμούρες). Και το αλκοόλ. Παλίγκα. Σπίρτο, που η κρητική ρακή μπροστά του είναι γκαζόζα. Και αυτοί την πίνουν με τα λίτρα και τα πρόσωπά τους κοκκινίζουνε –μα δεν μεθάνε. Και τότε αρχίζουνε να λένε.
Γιά τα ψηλά βουνά του Μαραμούρες, γιά τα χωράφια τους και τα αμπέλια, γιά τον «κομουνισμό» της Ρουμανίας και γιά τους ήρωές τους –που σκοτώνονται μόνο με σφαίρες από ασήμι. Και όταν φτάνει Κυριακή, φοράνε τα καλά τους και πάνε να εκκλησιαστούν, καθένας στη δικιά του εκκλησία –ορθόδοξοι, καθολικοί, ουνίτες, προτεστάντες και εβραίοι- και ύστερα, ξανά το ρίχνουν στο ποτό και στο τραγούδι.

Είχα την εντύπωση ότι έπαιζα σε μιά ταινία εποχής. Μου φάνηκε ότι ο χρόνος είχε «ξεχειλώσει», ότι είχε χάσει τα στοιχεία εκείνα που του προσδίδουν ακρίβεια. Το παράξενο ήταν πως, μέσα σε αυτή την σουρεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας, όλα μου ήταν υπερβολικά οικεία, σαν να είχα ξαναζήσει εκεί, σαν να γυρνούσα στο σπίτι μου μετά από πολύ καιρό.

Έμεινα μιά βραδιά στο Μπρεμπ –ο κήπος του αγροκτήματος μου φάνηκε παράδεισος και η παλίγκα (η τοπική ρακή από φρούτα) νέκταρ. Ξύπνησα την επόμενη, ημέρα Τετάρτη, προσπαθώντας να εντοπίσω τα συντρίμια απ’τον μετεωρίτη που είχε πέσει το προηγούμενο βράδυ στο κεφάλι μου. Καθώς προσπαθούσα να ξεχωρίσω το όνειρο από την –έτσι και αλλιώς παραμορφωμένη- πραγματικότητα, το μεγάλο ρολόι της ουνίτικης εκκλησίας του Μπρεμπ χτύπησε δώδεκα και η άμαξα έγινε κολοκύθα. Έβλεπα τον Χρόνο να διαλύεται σε εκατομύρια μικρά πολύχρωμα κομμάτια. Έβλεπα τα πίξελ του ουρανού.
- Ο Χρόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Μέσα του, είμαστε Όλοι και Κανένας. Τίποτα δεν γενιέται, τίποτα δεν πεθαίνει, άκουσα τον Αλβέρτο να φωνάζει, απ’τα ψηλά τείχη της Ουρ.

Έφυγα στίς τέσσερεις το απόγευμα, σαν κυνηγημένος. Δεν χαιρέτησα, δεν είπα αντίο σε κανέναν. Στα πράσινα λιβάδια του Μαραμούρες, στον Ίζα και τον Ρονισοάρα και στο Μπρεμπ, δεν ταιριάζαν αποχαιρετισμοι. Τώρα όμως ήθελα να πάρω το τρένο, να πάω σε μιά μεγάλη πόλη, που να μην με ξέρει κανείς, να πάω στο Μπράσοφ, ή στο Βουκουρέστι, ή καλύτερα στη Λάρισα, να βρω τον Γιάννη που θα πήγαινε την Παρασκευή το βράδυ στην Αθήνα. Ήθελα να γυρίσω.

Διαδρομή τέταρτη: Σιγκέτ-Λάρισα, μέσω Βουκουρεστίου.

Αυτό σημαίνει : Σιγκέτ-Μπράσοφ, Μπράσοφ-Βουκουρέστι, Βουκουρέστι-Θεσσαλονίκη και τέλος Θεσσαλονίκη-Λάρισα.
Δηλαδή τριανταπέντε με σαράντα ώρες ταξίδι.
Άν προλάβεις τις ανταποκρίσεις. Άν δηλαδή τα δρομολόγια των τρένων δεν είχαν καθυστερήσεις.

Όμως το ‘λαμόγιο’ είχε δίκιο. Τα τρένα είχαν απεργία.

Διαδρομή τέταρτη: Σιγκέτ-Βελιγράδι.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα