7. Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ.

-Σβήσε τη λέξη «εβραίικα» και γράψε «Ισραηλίτικα», είπε ο Κόφτης στον Συγγραφέα.
-Γιατί; τον ρώτησε εκείνος με έκπληξη.
-Είναι ρατσιστικό. Δεν φταίνε όλοι οι εβραίοι, μόνο οι Ισραηλινοί.
-Α ναι; Και οι άλλοι, που ζούνε στην Αμερική ή στην Ευρώπη και στέλνουν τα λεφτά τους στην «Πατρίδα»; Τι γίνονται αυτά τα λεφτά; Μήπως αεροπλάνα; Και τότε; Αυτοί δεν φταίνε; Και οι άλλοι; Οι «προοδευτικοί»; Που μένουν και φωνάζουνε –αλλά μένουν- στο κράτος του Ισραήλ –όμως δεν φεύγουνε- τα διαβατήριά τους δεν τα καταθέτουνε, αυτοί δεν φταίνε;
-Ε τότε φταίμε όλοι.
-Βέβαια και φταίμε όλοι. Και βέβαια φταίω εγώ, που καπνίζω αμερικάνικο καπνό και φοράω αμερικάνικα παπούτσια -και πηγαίνω στις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο- και έχω και τις κάρτες μου και πληρώνω τόκους στις Τράπεζες και έτσι, τα στέλνω τα λεφτά μου στου Ντητρόιτ τα εργοστάσια, να φτιάχνουνε πυραύλους -να τους ρίχνουν δίπλα μας, στο Βελιγράδι. Και χαίρονται οι εργάτες του Σικάγο, που έχουνε ξανά δουλειά και δεν πεινάνε -γιατί το ξεροκόματο οι Σκύλοι τους πετάνε. Και πες μου εσύ μετά, «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»; Ποιανού εργάτη, θα σε ρωτήσω εγώ. Του αμερικάνου, ή του σομαλού; Και άσε τους και τους άλλους να φωνάζουνε –στη Γένοβα. Πως θέλουνε κομάτι από την πίτα, δεν μας λένε. Τώρα «εναλακτικοί», αύριο χρηματιστές, ρεμουλαδόροι, λαμόγια, διαπλεκόμενοι, τους είδες δα, κουτός δεν είσαι. Και βγαίνουνε και οι άλλοι –οι Παρουσιαστές και οι «Δημοσιογράφοι»- και φωνάζουνε –οι «καλύτεροι» γιά του Αμαζόνιου το Δέλτα- και οι άλλοι –σκατά που μάθαν να χαμογελάνε- και γέμισε ο τόπος μύγες πράσινες. Και όλο χαμογελάνε –με τα άσπρα δόντια τους, του καρχαρία- και η μανάδες μας, γαμπρούς τους θέλουν γιά τις κόρες τους –κι αυτές καλές πουτάνες, εκπαιδευμένες τέλεια, αυτό πούχουν ανάμεσα στα σκέλια να πουλήσουν ακριβά- όσες μπορούνε. Και κάνουν πως την μπόχα δεν μυρίζουνε.

Αυτά οι δυό τους.

*

Ο Γαβριάς –το Χαμίνι- καβάλησε τα τσουβάλια του οδοφράγματος πέρα, στη Σαν Ζερμαίν και βγήκε έξω. Όταν τον είδαν οι χωροφυλάκοι τον βάλαν στο σημάδι –κι ας ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Εκείνος, γρήγορος και ξύπνιος, απέφευγε τις σφαίρες από τα μονόβολα που σφυρίζαν γύρω του και μάζευε τα βόλια απ’τους σκοτωμένους –που δεν τους χρειάζονταν πιά- γιά να τα πάει πίσω απ’το οδόφραγμα, στους συντρόφους του.
«Παιγχνίδι είναι η ζωή -μα όχι γιά ψιλά», σκέφτηκε χαμογελώντας και ξεκίνησε να σκαρώνει το κοροϊδευτικό του τραγουδάκι.
-Άσχημοι ζουν σ’αυτό το μέρος,
σ’αυτό φταίει ο Βολταίρος,
ηλίθιοι στο Καρανσώ,
γράψε λάθος στον Ρουσώ.
Οι μπασκίνες τον άκουσαν και σκύλιασαν.
-Χαμίνι, θα σου δείξω εγώ, είπε ένας τους και τον σημάδεψε στο στήθος.
Το παιδί έπεσε. Μιά αιμάτινη κηλίδα άρχισε να απλώνει γύρω του. Ο Μάριος τον είδε να πέφτει.
-Χτυπήσαν τον μικρό, ούρλιαξε, καλύψτε με.
Με ένα σάλτο πήδηξε το οδόφραγμα και –ενώ οι σφαίρες βούιζαν γύρω του, σαν μέλισες- τον σήκωσε στα μπράτσα του και τον έφερε μέσα. Το παιδί ζούσε ακόμα.
Τον κοίταξε με τα μεγάλα του μάτια, άπλωσε το χέρι του και του άφησε στη παλάμη τα βόλια που είχε μαζέψει –δώδεκα βόλια, όσα τα χρόνια του. Ύστερα, του έγνεψε να πλησιάσει. Ο Μάριος πλησίασε το αυτί του, κοντά στα χείλια του παιδιού.
-Εγώ δεν έγινα νοταίρος,
φταίει πάλι ο Βολταίρος,
λάσπη, χώμα κι αν μασώ,
είναι λάθος του Ρουσώ, ψιθύρισε και τα μεγάλα του μάτια έκλεισαν –γιά πάντα.

*
Βρέχει. Βρέχει, εκεί, στις φυλακές του Βερολίνου. Και είναι δεκαπέντε του Γενάρη. Άγριος αέρας μπαίνει –παγωμένος- απ’τα κάγκελα. Και μέσα απ’το Λευκό Κελί της, λαμποκοπά η Μεγάλη Εβραία –που εβραία δεν είναι- σαν την φωτιά του Προμηθέα μέσα στο καλάμι. Και ο σύντροφός της –ο Τελευταίος Σύντροφος, ο Καρλ- μιλάει και λέει:
-Θα μας σκοτώσουν Ρόζα σήμερα, το ξέρεις;
-Το ξέραμε κι οι δυό απ’την αρχή, έτσι δεν είναι;
-Έτσι. Σε ποιά Πατρίδα πάμε;
-Στο Τίποτα. Πατρίδες δεν υπάρχουν.
-Και οι λαοί; Τα έθνη; Δεν υπάρχουν;
-Όχι λαοί, ούτε έθνη. Άνθρωπος μόνο. Και μετά, Τίποτα.
-Ρόζα, σε ποιά Πατρίδα πάμε;
-«Γιούχα και πάντα γιούχα στις πατρίδες».
Αυτά η Ρόζα –η Κόκκινη. Και ενώ έρχονται να τους πάρουν, ο Σπάρτακος –ο δούλος απ’την Θράκη- τους καρτερεί ψηλά, μπροστά στης Κόλασης την πόρτα.

*

-Λες να μπερδέψει ο Αναγνώστης μας τούτη την Ρόζα με την άλλη;
-Τι λες βρε μπάζο, γιά κουτό τον έχεις; Αφού η μία είναι Ροζ και η άλλη Κόκκινη.
-Καλά αφεντικό. Είπα μήπως...
-Να μη λες. Νερομπογιά!

*

Μαζεύτηκαν στη Πλατεία. Ο Φαραώ, ο Τόνι ο Τατού και ο Γερμανός. Οι άλλοι δεν τους πλησίαζαν –από φόβο.
-Τι έκανες χτες; ρώτησε ο Φαραώ.
Τα κίτρινα μάτια του έλαμψαν στο απογευματινό φως. Κοντός –περίπου ένα και εξήντα- πολύ αδύνατος, με αραία, ίσια –σαν στάχυα- μαλιά και μυτερά δόντια, έμοιαζε σαν σκελετός που περπατούσε –σαν φάντασμα.
-Πήγα στο γήπεδο, απάντησε ο Τόνι.
Ο Τόνι ο Τατού. Τεράστιος. Πάνω από δύο μέτρα, με μυς σαν ταύρου και καλυμένος από τατουάζ σε όλο το σώμα –απ’τα δάχτυλα των ποδιών ως πάνω, ψηλά στο λαιμό.
-Και εσύ;
-Εγώ, απάντησε ο Γερμανός –παίζοντας την «πεταλούδα»- πήγα στη συναυλία.
Ο Γερμανός. Είχε τα μισά τους χρόνια. Ψηλός, με κορμί νεαρού τζάγκουαρ, και γαλάζια μάτια που γυάλιζαν –με μιά υποψία τρέλας- το ίδιο ικανός με τους άλλους δυό στη χρήση «εγχειριδίων». Γενημένος στο Αμβούργο, από πολύ μικρός άρχισε να «παίζει μπάλα» με τις συμμορίες του λιμανιού. Μετά, ήρθε στην Αθήνα.
-Τι είναι αυτό ρε μαλάκα; τον ρώτησε ο Τατουάζ. Που είναι το ξυράφι σου;
-Το άφησα χτες, κάτω από ένα δέντρο. Τα Μπλε Καπέλα μας κυνήγησαν. «Έκοψα» δύο.
-Καλύτερα. Έμοιαζες σαν μπαρμπέρης με εκείνη τη μαλακία.
-Δίκιο έχεις. Τουλάχιστον με αυτό καθαρίζω και το μηλαράκι μου.
Ο Τόνι, ο Γερμανός και ο Φαραώ. Η πιό επικίνδυνη παρέα, εκεί, στην Πλατεία των Ονείρων –την γεμάτη ασφαλίτες.
Σηκώθηκαν να παν να «διασκεδάσουν». Βγήκαν στη λεωφόρο. Στα φανάρια, ήταν σταματημένο ένα πούλμαν με κλακαδόρους του Εθνάρχη, που πηγαίναν στη συγκέντρωση. Αυτοί, ήταν με τον Φύλαρχο. Ήταν πονηροί καιροί, κανείς δεν ήξερε ακόμα τίποτα. Όλοι ζητούσαν να αλάξουν τα πράγματα και ο Φύλαρχος είχε παρουσιαστεί ως Σωτήρας –ο «σοσιαλδημοκράτης ανανεωτής με το ζιβάγκο».
Το πούλμαν ερχόταν απ’την Τρίπολη. Ο Γερμανός «έδειξε το δάχτυλο» στους πληρωμένους κλακαδόρους. Εκείνοι, άρχισαν να τους βρίζουν –πίσω απ’την ασφάλεια της υδραυλικής πόρτας του πούλμαν.
-Εγώ, ή εσύ; ρώτησε ο Τατουάζ.
-Εγώ, απάντησε ο Φαραώ και με μία αστραπιαία κίνηση τράβηξε μιά κλωτσιά στην πόρτα, σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η πόρτα άνοιξε και ο Τατουάζ μπήκε μέσα και άρχισε να πετάει τους μπροστινούς κλακαδόρους στα πίσω καθίσματα. Πανικός επικράτησε μέσα στο πούλμαν. Άρχισαν τα ουρλιαχτά και τα παρακάλια.
Ο Γερμανός στάθηκε όρθιος μπροστά στην πόρτα του πούλμαν, -ψιλόλιγνη «σκιά λαμπερή»- παίζοντας την «πεταλούδα» του.

*

Άρχισε να νυχτώνει και ξεκίνησαν. Και όπως, τελευταία σκηνή ταινίας Σουηδικής, μπροστά πηγαίνει ο Απρόσωπος Μεγάλος Θεριστής των Λιβαδιών του Χρόνου.
Και πίσω, η Ρόζα -η Φλεγομένη Ρόζα η Κόκκινη- ψηλά ανεμίζοντας την Κόκκινη Σημαία. Μαζί της, Όλοι. Κανένας δεν θα λείψει απ’το προσκλητήριο. Και ο Ισπανός ο Ποιητής τους περιμένει, γυμνός, πιστάγκωνα δεμένος στο χαντάκι του, σφιχτά, με τα «μετάξινα δεσμά του». Και η Τζένη τους κοιτάζει από ψηλά, ακουμπισμένη στον κρινένιο της αγκώνα. Και –μόνο- η κατάμαυρη –σαν κάρβουνο- ματιά της χαμογέλασε.
«Γιούχα και πάντα γιούχα στις πατρίδες».

*

-Σάμπως πολύ έμμετρα κυλάει ο Λόγος σου σ’αυτό το τεύχος.
-Εε, ξέρεις, διάβασα πρόσφατα την Ιλιάδα και επηρεάστηκα.
-Μήπως καλύτερα να πεις: «την Ιλιάδα πρόσφατα διάβασα και επηρεάστηκα»;
-Με κοροϊδεύεις, βρε εικονική πραγματικότητα;

Αυτά οι δυό. Και από ψηλά ανατέλει ο Αυγερινός -που λεν και Αποσπερίτη.




[Γυναίκα που λαμπάδιασε –σαν άχυρο]

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα