2. Η ΛΕΣΧΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ.

-Είμαστε σύμφωνοι λοιπόν;
-Είμαστε σύμφωνοι.
-Μα, δεν ρέπει λίγο στο Κακό η πράξη αυτή που αποφασίσαμε;
-Καλό, Κακό, τι σημασία έχει; Η Ηθική είναι ανθρώπινο «προτέρημα».
-Αλήθεια λες. Μα και η Αλήθεια μιά ακόμα λέξη των Ανθρώπων είναι.
-Μπλέξαμε. Μπλέξαμε άσχημα.
-Είναι το τίμημα της Ύπαρξης αυτό. Το να γνωρίζεις...
-Σκέφτομαι ώρες-ώρες...
-Τι;
-Μήπως να φεύγαμε...
-Και που να πάμε; Όπου να πάμε θα μας βρει. Εξάλου που θα δραπετεύσουμε; Έξω απ’την ιστορία;
-Ίσως...
-Δεν σε φοβίζει αυτό;
-Ναι, με φοβίζει. Όμως, είναι πολύ παράλογο...
-Γιατί το λες;
-Γιατί όπως πριν, που δεν υπήρχαμε –και δεν σκεφτόμασταν- έτσι μπορούμε και να φύγουμε απ’το παιγχνίδι. Σαν να βουτάς στης λίμνης τα νερά... κλείνεις την μύτη και πηδάς.
-Παράξενο...
-Τι;
-Παρόμοιες σκέψεις στον νου αθανάτων να γενιούνται...
-Μην κοροϊδεύεσαι. Δεν είμαστε αθάνατοι. Μόνο τον ρόλο παίζουμε. Γιά όσο θέλει Αυτός! Και όπως θέλει! Και τώρα, πρέπει να σκοτώσουμε...ή να περάσουμε στη Λήθη. Αν αρνηθούμε...
-Αν αρνηθούμε θα μας σβύσει απ’το κείμενο. Θα βάλει την Κλωθώ το νήμα να μας κόψει. Δεν του είναι δα και τόσο σοβαρό. Ένα παιγχνίδι παίζει...όπως και εμείς. Θυμάσαι βέβαια όσους προηγήθηκαν... πολλοί...και πιό τρανοί από εμάς. Και όλοι ξεχάστηκαν...περάσανε στη Λήθη...ο Οντίν και το λαμπρό παλάτι στη Βαλχάλα... ο Σιν –ο θεός της Νύχτας του Χαράν- και η Αστάρτη... του Μοντεζούμα ο Δράκος –που ποτάμια αίματος γιά αυτόν είχαν χυθεί- και το Μεγάλο Φίδι των Κινέζων...ο Διόνυσος και οι Έλληνες θεοί του...όλοι στο Τίποτα...καπνός και αιθάλη...
-Ο Διόνυσος την γλύτωσε...Του την κοπάνησε. Πήρε την Αριάδνη και την έκανε...
-Και τι κατάλαβε; Σκαρφαλωμένος σαν τραγί στα βράχια...ενώ εμείς; Την έχουμε αράξει εδώ πάνω, τρώμε τα κρέατά μας-που δεν τα τρώνε οι εβραίοι- πίνουμε τα κρασιά μας –που δεν τα πίνουν τα κορόϊδα οι μουσουλμάνοι- και όλους αυτούς επιστατούν οι στρατιώτες μας «οι φέροντες σταυρόν». Καλά δεν είναι;
-Ναι, αλλά τώρα πρέπει να σκοτώσουμε...
-Έλα τώρα και εσύ, που σε έπιασαν ξαφνικά τα ηθικά σου...
-Τότε, είμαστε σύμφωνοι, είπε ο Βάαλ, και στήλωσε το δυνατό κορμί του γερά, στη μέση του μεγάλου κάμπου.
-Είμαστε σύμφωνοι, απάντησε ο Ουάχ-Χαβά, κατάτι σκεφτικός. χαϊδεύοντας την μακριά, κατάλευκη γενειάδα.
-Έτσι τα αγόρια μου, είπε και ο Συγγραφέας, από ψηλά κοιτάζοντας τους δυό, με το τρελό, απειλητικό του βλέμμα –και έγνεψε στη Μοίρα την Κλωθώ τον αργαλειό να αρχίσει.

*

Ο Δημοσθένης, ο Κίμωνας και ο Πέτρος φτάσανε στο Φισκάρδο τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Δευτέρας. Πήγανε πρώτα να δουν την ζημιά. Ο καιρός είχε κόψει τα ρεμέτζα και η προβλήτα είχε σχεδόν βγει στη στεριά. Μετά, πήγανε να φάνε. Τίποτα δεν ήταν ανοιχτό, τίποτα εκτός από μιά ταβέρνα –στο κλείσιμο και αυτή- η πιό φημισμένη ταβέρνα της περιοχής.
-Καλόπαιδα, είπε ο Δημοσθένης, με τη σεβάσμια όψη του γέρο-ναυτικού στα γκαρσόνια -που κάναν τους λογαριασμούς της μέρας γύρω απ’το τραπέζι- έχει μείνει τίποτα να φάμε;
-Μόνο μακαρονάδα ορφανή και γρήγορα, του αποκρίθηκε ο επί κεφαλής -σαν να λέμε ο βασιλιάς των γκαρσονιών.
-Και ένα κιλό κρασί, συμπλήρωσε ο Πέτρος βιαστικά, γιά να προλάβει.
-Δύο, γρύλισε μέσα απ’τα δόντια του ο Κίμωνας –που ήθελε παϊδάκια.

Ο Δημοσθένης, ο Κίμωνας και ο Πέτρος, τα τρία τέταρτα του καλύτερου συνεργείου της Ευρώπης στην εγκατάσταση πλωτών προβλήτων. Το τέταρτο τέταρτο –ο Βίκτωρας- ήταν στην Γέρμανία -σπούδαζε συγκολήσεις.

-Το μπάζο. Συγκολήσεις. Και τι θα συγκολάει; ρώτησε ο Πέτρος, πίνοντας το δεύτερο.
-Τον πούτσο μου, είπε ο Κίμωνας άγρια, μασώντας τα ξαναζεσταμένα μακαρόνια με αηδία.
-Δεν έχεις δίκιο. Είναι σπουδαία δουλειά, αντιγύρισε ο Δημοσθένης με περισπούδαστο ύφος ειδικού.
-Βρε άει γαμήσου και εσύ, μούγκρησε ο Κίμωνας, που καθόλου δεν σεβόταν τα χρόνια του.
-Απ’το στόμα σου και στου θεού το αυτί, μονολόγησε ο Δημοσθένης.
-Δεν κάνει να μιλάτε έτσι, τους είπε το αρχιγκαρσόνι -που είχε σαστίσει. Είναι Μεγάλη Βδομάδα...
-Πιό μεγάλη απ’τον πούτσο μου; τον ρώτησε ο Κίμωνας πίνοντας το τέταρτο.

*

Βγήκαν απ’το Νεκρομαντείο και τράβηξαν κατά την θάλασσα –εκεί που ο πράσινος Αχέροντας αντάμωνε τις Νύμφες.
-Παράξενο, είπε ο ένας. Περίμενα ότι οι χριστιανοί θα είχαν χτίσει εκκλησία του Πέτρου ή του Μιχαήλ, μπροστά στην πύλη του Άδη.
-Καθόλου, είπε ο άλλος. Όπως ο Χάροντας, του Άδη ο περατάρης, με αμοιβή το τελευταίο νόμισμα που έχεις, στη νέα ζωή -στον κόσμο των Σκιών- σε πάει, έτσι και ο Βαπτιστής, μες στα νερά του ποταμού βουτούσε τους ανθρώπους και τους ξανάβγαζε νέους, εξαγνισμένους, την νέα ζωή και αυτοί να αρχίσουνε –όμοια με τους προγόνους τους, δούλοι του μύθου, Σκιές στον κόσμο των Σκιών, που πίνουν αίμα.
Φτάσαν στη βάρκα. Ο βαρκάρης τους κοίταξε γελαστός. Ανέβηκαν. Άρχισαν να πλέουν στα πράσινα νερά. Γύρω τους πετούσαν αλκυόνες και μπλε αηδόνια φτιάχναν τις φωλιές τους –σαν καντηλέρια- κρεμασμένες απ’τα δέντρα.
-Ρε πατριώτη, είπε ο ένας στον βαρκάρη, ξέρεις γιατί αυτά τα αηδόνια φτιάχνουν τις φωλιές τους έτσι, κρεμαστές;
-Γιά να φυλάγωνται απ’το φίδι, αποκρίθηκε ο βαρκάρης.
Μία χελώνα του νερού κολύμπησε αργά κατά την όχθη.

*

Ξυπνήσαν το πρωί της Τρίτης –της Μεγάλης. Πρώτος σηκώθηκε ο Δημοσθένης –κατά τις εξήμιση. Ξύπνησε τον Κίμωνα που σηκώθηκε βρίζοντας.
-Βρε κωλόγερε, τι με ξυπνάς απ’τα άγρια χαράματα; Θα πάμε γιά πάπιες;
-Κωλόγερε ή κολόγερε; ρώτησε ο Δημοσθένης, που πολύ τον εκτιμούσε γιά τις γραμματικές του γνώσεις.
-Κοίτα να δεις, σωστά είναι και τα δυό, όμως ο κώλος δεν είναι πιό χορταστικός -πιό παραστατικός θα έλεγα- απ’τον κόλο; Ε; Καλύτερο το «ω» απ’ το «ο».
-Θα το βουλώσετε να κοιμηθώ; είπε ο Πέτρος, γυρίζοντας πλευρό.
-Σήκω βρε Ωραία Κοιμωμένη, θα πάμε γιά κυνήγι, κορόϊδεψε ο Κίμωνας τον Δημοσθένη.
-Κυνήγι; Τι θα κυνηγήσουμε;
-Μπεκάτσες. Άντε, τσακίσου.
Κατέβηκαν στο λιμάνι. Ο Δημοσθένης –σαν διευθυντής της επιχείρησης- πήγε στο λιμεναρχείο να προγραματίσει την δουλειά. Οι άλλοι δυό κάθησαν σε ένα καφε-εστιατόριο, στην μέση του λιμανιού. Ο ουρανός ήταν συνεφιασμένος. Παρήγγειλαν καφέ. Σε λίγο ήρθε και ο Δημοσθένης.
-Σκούρα τα πράγματα, είπε. Αυτοί εδώ, είναι όλοι τους ρουφιάνοι.Οι μισοί –που έχουν μαγαζιά από την άλλη μεριά του ντόκου- μισούν θανάσιμα τους άλλους μισούς –που ωφελούνται απ’την προβλήτα. Κάποιος λοιπόν μας κάρφωσε, πως θα δουλέψουμε λέει χωρίς μιά ειδική άδεια –που ούτε και εγώ κατάλαβα με τι έχει σχέση- γιά να μην φτιαχτεί η προβλήτα και έτσι τα σκάφη να δένουνε στην άλλη μεριά του λιμανιού και οι τουρίστες να πήγαίνουνε να τρώνε εκεί.
-Και δεν τους νοιάζει που η προβλήτα θα πέσει με τον επόμενο βοριά πάνω στα σπίτια;
-Νομίζω όχι.
-Αα, τέτοια ζώα είναι. Και τι θα κάνουμε;
-Θα περιμένουμε.
-Τι; Την Ανάσταση, να ανάψουμε λαμπάδα;
-Τον λιμενάρχη.
-Μάαστα. Γκαρσόον! Ένα ουίσκι.
-Αμέσως! Σκέτο ή με παγάκια;
-Τι λες βρε χαϊβάνι; Ένα μπουκάλι ουίσκι και τρία ποτήρια.
-Μα...είναι οχτώμιση το πρωί!
-Σε ρώτησα τι ώρα είναι; Τσακίσου!
-Μα...μάλιστα.

*

Σουρούπωνε. Πέρα απ’την μεγάλη πεδιάδα, ο ήλιος ετοιμαζόταν να βουτήξει στη θάλασσα. Ο χρυσός τρούλος του Ναού λαμπύριζε, ψηλά, πάνω στον λόφο.
Η ζέστη υποχωρούσε και μαζί της έφευγαν και οι μύγες, αφήνοντας την πολύβουη πολιτεία που –χωρίς να έχει θάλασσα- έμοιαζε με λιμάνι, να ξεκουραστεί στη βραδυνή δροσιά. Ένας-ένας, άρχισαν να μαζεύονται κάτω από τις ελιές. Φέραν μαζί τους τα απαραίτητα γιά το δείπνο –φαγητό και κρασί. Διάλεξε ο καθένας τους απόνα αγκωνάρι και καθίσανε. Ξεκίνησαν να τρώνε αμίλητοι.
-Είμαστε σύμφωνοι; τους ρώτησε, σηκώνοντας το ποτήρι.
Ο λόγος του αντήχησε σαν καμτσικιά μέσα στη σιωπηλή, έναστρη νύχτα.
Τον κοίταξαν φοβισμένοι –και οι δεκατρείς. Δεν μίλησε κανείς.
-Λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι; ξαναρώτησε.
-Όχι, δεν είμαστε, είπε ο ένας τους. Μπορεί να γίνει και αλλιώς.
-Ναι; Πως αλλιώς;
-Να φύγουμε. Να εξαφανιστούμε. Να πάμε πίσω στην πατρίδα μας. Ακόμα προλαβαίνουμε. Πριν ξημερώσει.
-Αλήθεια Πέτρο, πιστεύεις ότι προλαβαίνουμε; Κοίταξε γύρω σου την άθλια αυτή πόλη που μας κύκλωσε σαν φάκα –που, ωστόσο μέσα μόνοι, με την θέλησή μας μπήκαμε- σαν τα ποντίκια που τυρί μυρίστηκαν. Φερθήκαμε ανόητα. Δεν τα μετρήσαμε τα πράγματα σωστά. Ήρθαμε εδώ, τις μέρες που γιορτάζουν τη Σφαγή, να τους μιλήσουμε γιά δικαιοσύνη και ελευθερία –σ’αυτόν τον όχλο, που όσο πλησιάζει η στιγμή, τόσο αγριεύει. Δεν το μυρίζεις; Δεν αισθάνεσαι στα χείλια σου την στυφή γεύση από αίμα; Δεν βλέπεις πως αγρίεψε το μάτι τους μέρα την μέρα; Και αν φύγουμε; Ποιός θα γλυτώσει τους ανθρώπους που μας στάθηκαν; Που μας φιλοξενήσαν; Που μας ακολούθησαν; Θα τους πετροβολήσουν –όπως κάναν με τον Στέφανο. Και ύστερα, ποιός σου λέει πως θα τα καταφέρουμε να βγούμε απ’την πόλη, τόσοι πολλοί, με γύρω τους Ρωμαίους; Να χωριστούμε; Σχεδόν σίγουρη αυτοκτονία. Αλλά όμως πες ότι τα καταφέρνουμε και βγαίνουμε απ’την πόλη –βράδυ, σαν κλέφτες. Με το ξημέρωμα, θα μας κατηγορήσουν οι προεστοί –οι συνεργάτες των κατακτητών- και οι παπάδες -τα κοράκια, οι αγορασμένοι με της Ρώμης το χρυσάφι- και κανείς δεν θάχει μείνει πίσω, λέξη ενάντια να πει. Και τι θα γίνει τότε; Θα πείσουν οι προδότες τους φίλους τους, τους Ρωμαίους, πως είχαν δίκιο τόσο καιρό που φώναζαν και πως επαναστάσεις ετοιμάζουνε οι άπιστοι –εμείς- εκεί πέρα, στο Κουμράν –πράγμα που δεν απέχει και πολύ απ’την αλήθεια. Και τι θα κάνουν τότε λες; Θα μαζέψουν τα φουσάτα τους, θα υψώσουνε τα λάβαρα με τον αετό της Ρώμης και θάρθουν πέρα, να μας σφάξουνε –όλους, σαν τα αρνιά του Πάσχα πούρχεται. Και εμείς, τι θάχουμε κάνει; Μες στη δειλία μας, τον δρόμο θα τους δείξουμε -γιατί μην περιμένεις να με πείσεις ότι θα είμαστε πιό γρήγοροι μέσα στην έρημο, κακά προετοιμασμένοι γιά το δύσκολο ταξίδι και χωρίς εφόδια, κυνηγημένοι σαν τους κλέφτες; Όχι Πέτρο. Ξέρεις καλά πως αν με λογική βάλεις κάτω το ζήτημα, δεν έχουμε άλλη λύση. Κάναμε λάθος –και τα λάθη πληρώνονται.
-Τότε να πολεμήσουμε!
-Να πολεμήσουμε! Ακριβέ μου Πέτρο, καλέ μου σύντροφε, ονειρεύεσαι. Θα μας σκοτώσουν όλους. Πόσοι είμαστε; Τριάντα, πενήντα, εκατό; Πολλούς βάζω. Θυσία άσκοπη. Σωστό δεν είναι. Αφού μπορεί έστω και ένας να σωθεί, γιατί να μην σωθεί;
Γιατί όλοι να χαθούμε; Πρέπει να σωθούν οι περισσότεροι –όλοι αν μπορείτε. Ακόμα και αν χρειαστεί να αρνηθείτε αυτό που είσαστε.
-Αυτό ποτέ!
-Μην λες μεγάλα λόγια Πέτρο και άκου με. Διάλεξα εσένα –τόσο πιστός μου σύντροφος που είσαι- να με προδώσεις.
-Είσαι τρελός! Ποτέ δεν θα το κάνω!
-Δειλιάζεις τώρα, Πέτρο, στα στερνά! Αφού τόσο πολύ θες να πεθάνεις, δουλειά θανάτου σου προτείνω. Γιατί, αυτοκτονία σίγουρη είναι, γιά αυτόν που θα προδώσει. Ξέρεις τον Νόμο. Και ξέρεις πως κανείς δεν στέκεται πάνω απ’τον Νόμο. Θάνατος στον χαφιέ.
-Γιατί πρέπει να γίνει έτσι;
-Γιά να πεισθούνε οι δικοί μας οι ρουφιάνοι –αλλά και οι Ρωμαίοι. Λοιπόν; Είμαστε σύμφωνοι;
Ο Πέτρος, σκύβει το κεφάλι και δεν μιλά. Στον νου του έρχεται ο μελούμενος μαρτυρικός θάνατος του συντρόφου του, μα πιό πολύ ο δικός του, άτιμος θάνατος του προδότη και το χειρότερο, η ρετσινιά στη σκέψη των ανθρώπων -μέχρι το κλείσιμο των Κύκλων.
-Είμαστε σύμφωνοι Γιοσουά, του λέει και στα μάτια τον κοιτάει, ατάραχος και αποφασισμένος.
Και εκείνος απαντάει στο σταθερό του βλέμμα και ησυχάζει.
-Ευχαριστώ Ιούδα.
-Χρέος μου σύντροφε, ανταπαντάει εκείνος και στρέφουν τη ματιά τους απέναντι, στον γυμνό λόφο, στον Τόπο του Κρανίου.

*

-Λοιπόν παιδιά, είπε ο λιμενάρχης, τα πράγματα είναι κάπως περίπλοκα. Εάν μέχρι τις τέσσερεις δεν έρθει απάντηση στο σήμα, πάμε γιά μιά βδομάδα παρακάτω.
-Τι μιά βδομάδα; Σιγά μην ξαναέρθουμε την άλλη βδομάδα! Αυτή την δουλειά θα κάνουμε; γκρίνιαξε ο Δημοσθένης, τελειώνοντας το μπουκάλι.
-Καθήστε εδώ, πρότεινε ο λιμενάρχης. Την Δευτέρα –το πολύ Τρίτη-το σήμα θα έρθει.
-Σιγά μην κάτσουμε και τα Χριστούγενα, ειρωνεύτηκε ο Κίμωνας. Ξέρεις πόσο κάνει εδώ η μακαρονάδα; Όσο στην Αθήνα ο αστακός. Πιαστήκαμε στην φάκα, σε αυτή την άθλια παγίδα γιά τουρίστες. Γκαρσόον! Δύο κιλά παϊδάκια πρόβεια.
-Μα...είναι Μεγάλη Τετάρτη, ψέλισε ο λιμενάρχης, που ήταν πολύ ευσεβής.
-Πιό μεγάλη από τον...
-Πιό μεγάλη Κίμωνα, πιό μεγάλη, τον έκοψε εγκαίρως ο Δημοσθένης. Στράφηκε στον λιμενάρχη.
-Και εάν φτιάξουμε την προβλήτα χωρίς άδεια, όπως μας είπε ο πρόεδρος;
-Θα αναγκαστώ να σας βάλω φυλακή. Αυτόφορο. Α, και πούσαι! Τον πρόεδρο μην τον πολυακούτε. Σπίτι του έχει μαζέψει ένα δωμάτιο μηνύσεις.
-Να πάρει ο διάβολος! βρυχήθηκε ο Κίμωνας.

Το σήμα ήρθε στις τέσσερεις παρά δέκα. Σηκώθηκαν απ’τις καρέκλες και ξεκίνησαν. Και τότε, όλο το Φισκάρδο –που μέχρι τότε τους έβλεπε μόνο να πίνουν- αντίκρυσε ένα πολύ παράξενο θέαμα. Ο Δημοσθένης περπάταγε τρεκλίζοντας στην ξύλινη προβλήτα. Πίσω ο Πέτρος και μετά ο Κίμωνας. Και πίσω από τον Κίμωνα ο σερβιτόρος, με μία παγονιέρα στο δεξί -που είχε μέσα ένα γεμάτο μπουκάλι ουίσκι- και στο άλλο χέρι ένα δίσκο με ποτήρια.
-Δεν ξέρω, είπε ο πρόεδρος στον λιμενάρχη, αν όπως λένε είναι το καλύτερο συνεργείο της Ευρώπης, αλλά είναι σίγουρα το πιό μεθυσμένο.
-Και γιά φαντάσου πρόεδρε, είναι Μεγάλη Βδομάδα.
Ο Κίμωνας τον κοίταξε άγρια.

*

Τελειώσαν τη δουλειά την άλλη μέρα το απόγευμα. Καθίσαν στο καφέ και παραγγείλαν δυό κιλά πρόβεια παϊδάκια και τρία μπουκάλια κόκκινο κρασί.
Ο λιμενάρχης κάθησε μαζί τους, ντυμένος στα μαύρα.
-Η χειρότερη μέρα του χρόνου, είπε.
-Γιατί; ρώτησε ο Δημοσθένης, μασώντας ένα παϊδάκι.
-Σήμερα Τον σκοτώσανε, απάντησε ο λιμενάρχης.
-Ποιόν; ρώτησε ο Πέτρος, καθαρίζοντας το πρώτο μπουκάλι.
-Τον Ιησού, απάντησε ο λιμενάρχης.
-Α, μπα; Πάρε μεζέ, του πρότεινε ο Δημοσθένης.
-Μα...σήμερα είναι Μεγάλη Πέμπτη.
-Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι μία Πέμπτη; είπε ο Κίμωνας μισογέλωντας και κοίταξε τον Δημοσθένη.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα