3. Ο ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ

Από όλες τις ιστορίες που μου έχει διηγηθεί ο Κίμωνας, η πιό καλή είναι αυτή του Σταύρακα. Δεν είναι τόσο εξωτική όσο οι ναυτικές περιπέτειες του Δημοσθένη, ούτε έχει περίπλοκη δομή, περιγράφει όμως τον χαρακτήρα ενός από τους πιό έξυπνους και αμοραλιστές χαρακτήρες που θα μπορούσε κάποιος να συναντήσει στη ζωή του. Του Σταύρου Κολοκοτρώνη -ή Σταύρακα στη γλώσσα της πιάτσας- πρόσωπο υπαρκτό, που πέθανε μόνος και άφραγκος σε μιά σπηλιά κοντά στον Ποδονίφτη και γιά τον οποίον υποστηρίζει ο Δημοσθένης ότι ήταν ο πιό έξυπνος απατεώνας που γνώρισε στη ζωή του.

Ο Σταύρακας ήταν γύρω στα εικοσιοκτώ όταν ο Δημοσθένης ήταν δέκα χρονών παιδί. Μεγάλος κομπιναδόρος, χαρτοπαίκτης, καταφερτζής με τις γυναίκες, στοιχηματζής, μέσα σε όλα ο Σταύρος, κυκλοφορούσε στην πένα με την καλογυαλισμένη μονοκύλινδρη μπεμβέ του –σπάνια πολυτέλεια γιά την εποχή.
Με κύριο εφόδιο την μπεμβέ –που είχε και καλάθι- ο Σταύρακας έστησε μιά πολύ έξυπνη φτιάξη. Νοίκιασε μία φωτογραφική μηχανή και κατέβαινε κάθε μέρα στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου, όπου φωτογράφιζε τους παραθεριστές και τους πελάτες των εστιατορίων.
Τους έδινε από έναν αριθμό –ένα χαρτάκι, κάτι σαν κουπόνι. Ύστερα γύριζε στο μηχανάκι του –που το παρκάριζε ένα τετράγωνο πιό πάνω, έξω από μιά μεγάλη βίλα-
και εμφάνιζε τις φωτογραφίες μέσα σε έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο, που είχε στήσει στο καλάθι της μπεμβέ. Σε αυτή την επιχείρηση τον βοηθούσαν δυό πρόσωπα: η Μαίρη, η υπηρέτρια της βίλας –που τάχε φτιάξει μαζί της- η οποία του έδινε ρεύμα γιά τον θάλαμο μέσα απ’την βίλα με μιά μπαλαντέζα, και η γυναίκα του, η Στραβοκάνα Ρίτα -μία πολύ όμορφη κοπέλα με στραβά πόδια- που εμφάνιζε τις φωτογραφίες.
Η επιχείρηση δούλευε ρολόϊ. Ο Σταύρος επέστρεφε σε μισή ώρα στους «πελάτες» του με τις φωτογραφίες τυπωμένες (πράγμα αδύνατο γιά τα φωτογραφεία της εποχής). Αγόραζαν όλοι. Ο Σταύρος παντελόνιαζε το χρήμα, έριχνε και κανένα ψιλό στην Μαιρούλα –τις έκανε και τις γλύκες του- έπαιρνε την συμβία του αλαμπρατσέτα (η οποία σημειωτέον είχε πλήρη γνώση της κατάστασης, αλλά «ένεκα η δουλειά») και αριβάριζαν στο τσαρδί τους κονομημένοι, γιά να συνεχίσουν τον «ανθόσπαρτον βίον» τους.

Όμως, μία ωραία μέρα, ο Σταύρακας άρχισε να βαριέται το Ριτάκι. Έσπασε το κεφάλι του λοιπόν να βρει τρόπο να το ξεφορτωθεί. Και τι να κάνει τώρα, που «ους ο Θεός συνέζευξε...» κλπ κλπ ; Ακούστε λοιπόν τι μηχανεύτηκε αυτός ο μυθικός παραμυθάς, αυτός ο άλλος Οδυσέας, αυτό το αριστούργημα της φύσης, γιά να ξεφορτωθεί την γυναίκα του.

Δύσκολο πολύ το διαζύγιο εκείνο τον καιρό, έπρεπε να το πετύχει «κοινή συναινέσει» -που να ακούσει το Ριτάκι τέτοιο πράγμα. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, πάει στα Χαυτεία και βρίσκει έναν φίλο του –του σιναφιού- που ήξερε κάτι κουτσοαγγλικά και δεν τον γνώριζε η Ρίτα, τον Αντρέα τον Φιόγκο.
-Το και το, του λέει, θέλετε φίλτατε Αντρεύ, να ετσιμπίσετε μία εξαιρετικήν γκραβούρα των χιλίων;
-Δυνάμεθα; λέει ο Αντρεύ.
-Βεβαίως και εδύνασθε, απάντάει το τζιμάνι ο Σταύρακας, ραντεβού την επαύριον παρά θιν αλός.
-Οκέυ, τουμόροου, λέει ο γλωσσομαθής Αντρέας, ένι αντβάνς;
-Δηλ.;
-Τι δηλ.
-Δηλαδή.
-Αμάν ρε Σταύρο, τόσο μέγκλα μορτάκι και δεν ξέρεις ένα αγγλικό; Αντβάνς είναι η προκαταβολή.
-Αα, έτσι πες μου. Γουέλ, τέικ φάιβ, του λέει και του αμολάει ένα πεντακοσάρι.
-Θενκς.
-Άϊ θενκς.

Την άλλη μέρα, το απογευματάκι, εκεί που η Ρίτα ετοιμάζοταν γιά δουλειά, της σκάει το παραμύθι.
-Σήμερα, δουλειά γιόκ. Θα βγάλω το γυναικάκι μου έξω.
Η φουκαριάρα η Ρίτα έμεινε στήλη άλατος απ’την συγκίνηση –σαν την γυναίκα του Λωτ.
-Αλήθεια λες Σταυρή μου, θα με βγάλεις έξω;
-Εμ τι, παίζουμε; Γιά το Ριτάκι μου τα καλύτερα, στην παραλία γιά μαριδάκι Φαλήρου.
Στολίστηκε η Ρίτα, πουδραρίστηκε, έβαλε τα καλά της ανυποψίαστη, και μιά και δυό τσούκ, με τον καλό της αγκαζέ, νάσου το Ριτάκι στην παραλία γιά μαριδάκι.
Καθήσαν, παραγγείλανε, σε κανένα εικοσαλεπτάκι νάσου ο Αντρέας ο Φιόγκος, κουνάμενος-σεινάμενος, με γκρι τουήντ σακάκι –πολύ της μόδας- και μεταξωτή γραβάτα, πατούμενο πολύ σπέσιαλ και ένα πούρο στο χέρι.
Κοιτάζονται, ξανακοιτάζονται, «βρε αυτός κάτι μου θυμίζει», λέει στη Ρίτα ο Σταύρος και ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίζεται.
-Βρε, εσύ δεν είσαι ο Αντρέας;
-Οου, μάι γκοντ, Σταύρος, λέει και ο Αντρέας, με την ίδια γνήσια χαρά της αναγνώρισης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και πέφτουνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
-Βρε, χρόνια και ζαμάνια βρε, πόσο καιρό έχω να σε δω; Να σου συστήσω την γυναίκα μου, την Ρίτα. Κάτσε μαζί μας να πιείς ένα κρασί.
-Γουέλ, νάις του μήτ γιού μαντεμουαζέλ, λέει στην Ρίτα ο Άντριου και της δίνει το χέρι.
-Καλέ, τι λέει αυτός; γυρνάει η Ρίτα στον άντρα της.
-Αμερικάνικα, της απαντάει ο Σταύρος. Ξέρεις αγάπη μου, ο Αντρέας λείπει πολλά χρόνια τώρα, στην Αμερική.
-Οου γές, Αμέρικα, επιβεβαιώνει ο Αντρέας.
-Και τι κάνετε εκεί κύριε Άντριου; ρωτάει η –απ’την φύση της περίεργη- Ρίτα.
-Οου, μπίζνες, μπιγκ μπίζνες, της απαντάει εκείνος.
Η Ρίτα –που αυτό το μπίζνες το κατάλαβε- τσιμπάει το δόλωμα και συνεχίζει:
-Και πως πάνε οι μπίζνες κύριε Άντριου εκεί πέρα, στο Αμέρικα; Καλά, καλά;
-Όου, θενκ γκοντ, πολύ καλά, πάρα πολύ καλά, κολυμπάμε στο χρήμα στο Αμέρικα κυρία Ρίτα, μάνεϋ, μένι μάνεϋ. Πολύ εύκολο το χρήμα στο Αμέρικα κυρία Ρίτα. Κοιτάξτε εμένα. Έφυγα πριν δέκα χρόνια με ένα κατοστάρικο στην τσέπη και τώρα δεν ξέρω τι έχω. Ντόλαρς, μένι ντόλαρς! Φυτρώνουν στους δρόμους σαν τα μαρουλόφυλα! Οου γιές!
-Έτσι ε; στους δρόμους; μπήκε στο παιγχνίδι και ο Σταύρος. Ε, τότε νάρθουμε και εμείς.
-Όου, και δεν έρχεσαι; Γουέλ, εκεί στο Νιού Γιόρκ ξέρω όλο τον κόσμο. Θα σε βοηθήσω να εγκατασταθείς στο Αστόρια, θα σε βάλω στα κόλπα...μπιγκ μάνεϋ Σταύρος, πλέντυ οφ ντόλαρς!
-Και πως μπορούμε να έρθουμε στην Αμερική, εγώ και η Ρίτα;
-Όου νο, Σταύρος! Αμ σόρι μπατ, δεν μπορείτε να έρθετε και οι δύο. Είναι αυστηροί οι νόμοι στο Αμέρικα. Χρειάζεσαι πράσινη κάρτα, γιού νόου.
-Πράσινη κάρτα; Τι είναι αυτό;
-Άδεια παραμονής Σταύρος, άδεια εργασίας.
-Και πως την παίρνεις αυτή;
-Όου, πρέπει να παντρευτείς αμερικάνα, γιού νόου.
-Να παντρευτώ αμερικάνα; Μα είμαι ήδη παντρεμένος... με το Ριτάκι μου.
-Όου καμ ον Σταύρος, μην κάνεις σαν παιδί. Κλέβερ, άι μήν, έξυπνος είσαι. Θα κάνετε με την κυρία Ρίτα ένα διαζύγιο -γιού νόου στα ψέματα- θα έρθεις στο Αμέρικα, θα βρούμε μιά κοπέλα, θα της δώσουμε ένα χιλιαρικάκι, θα παντρευτείτε -γιού νόου στα ψέματα- θα πάρεις την πράσινη κάρτα και μόλις την πάρεις, χωρίζεις το γκερλ και παντρεύεσαι ξανά την μίσις Ρίτα γιά να πάρει και εκείνη πράσινη κάρτα. Έτσι γίνεται μάϊ φρεντ, έτσι κάναμε όλοι.
-Α, όλα και όλα, αυτό δεν γίνεται! Εγώ το Ριτάκι...κορώνα στο κεφάλι μου!
-Του μπαντ, Σταύρος, του μπαντ.
-Γιά κάτσε ρε Σταυρή να το συζητήσουμε, πετάγεται η Ρίτα -που στο μυαλό της γύριζαν και ξαναγύριζαν τα πράσινα λιβάδια με τα ντόλαρς- μήπως και βρούμε καμιά άκρη.

Το συζητήσαν, το ξανασυζητήσαν, στην αρχή ούτε να ακούσει δεν ήθελε ο Σταύρακας. Σιγά-σιγά όμως, η Ρίτα τον έπεισε και έτσι, με βαριά καρδιά, στο τέλος δέχτηκε.
-Και που θα βρούμε τα λεφτά γιά το εισητήριο βρε Ριτάκι;
-Μην σε νοιάζει, θα τα βολέψω εγώ, του απάντησε εκείνη.

Πούλησε ότι είχε και δεν είχε, μάζεψε τις οικονομίες της, έκανε και λίγο πεζοδρόμιο και τελικά μάζεψε τα λεφτά. Και νάτος τώρα, ο γάτος ο Σταύρακας, που αριβάρει στο Αμέρικα, ελεύθερος σαν το σπουργίτι και με κομπόδεμα στην τσέπη. Και η Ρίτα, που τον περιμένει στην Αθήνα, μάταια θα περιμένει –χρόνια και χρόνια- μέχρι να το πάρει απόφαση και να ξαναπαντρευτεί. Και το φυσάει και δεν κρυώνει η Ρίτα –που ο καλός της, της έπαιξε τέτοιο παιγχνίδι –γιού νόου, στα ψέματα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα