7. Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ.

«Τι βρίσκει μπροστά του ένας νέος όταν κάνει την είσοδό του στην κοινωνία; Ανθρώπους που θέλουν να τον προστατέψουν και ισχυρίζονται ότι τον τιμούν, τον καθοδηγούν, τον συμβουλεύουν. Δεν μιλώ καθόλου για όσους επιθυμούν να τον παραγκωνίσουν, να τον βλάψουν, να τον καταστρέψουν ή να τον εξαπατήσουν. Αν έχει χαρακτήρα υψηλόφρονα και θέλει να τον προστατεύουν τα ήθη του και μόνο, να μη ζητάει τιμές από τίποτε και από κανέναν, να τον καθοδηγούν οι αρχές του και να δέχεται συμβουλές από τα δικά του φώτα και το δικό του φυσικό, ανάλογα με τη θέση του, που την ξέρει καλύτερα από τον καθέναν – τότε μπορεί και να πουν ότι είναι πρωτότυπος, μοναδικός, αδάμαστος. Αν όμως έχει φτωχό μυαλό, αν του λείπει η μεγαλοψυχία κι αν δεν έχει αρχές, αν δεν αντιλαμβάνεται ότι τον προστατεύουν, ότι θέλουν να τον καθοδηγήσουν, αν γίνει όργανο όσων πάνε να τον μεταχειριστούν, τότε είναι, όπως λέγεται, το “καλύτερο παιδί”»
(Nicolas Chamfort, μετ. Παν. Κονδύλης, εκδ. Στιγμή).

*

-Tι τρέχει Γκαλφ γιατί με ανασύρεις, ο ύπνος μου ειναι ιερός σαν πόλεμος και το ξύπνημα μου οδυνηρό σαν γέννα.
-Φύλακα των Παραμυθιών περάσαν χρόνια που σεβάστηκα την επιθυμία σου και σήκωσα εγώ, εγώ μόνος μου, ο Γκαλφ το πιστό σας ξωτικό, στους καφεπράσινους αδύναμους ώμους μου το βάρος πολλών αποστολών που με επιτυχία διασφάλισαν την ομαλή ροή των παραμυθιών στο σπειροειδή χρόνο, ασφαλή απ τους εχθρούς που λοιδωρούσαν την παγίωση και αποκρυστάλλωση των μύθων..ω ναι θα είμαι σύντομος ...ναι φύλακα....μα να, έχουμε δεχθεί εισβολή οχι εμείς οι ίδιοι, οι φύλακες της μυθοπλασίας -έτσι κι αλλιώς ποτέ κανένας δε σύμπαθησε τους φύλακες και σ όλες τις ταινίες να, με μια ελαφριά μπουνιά πέφτουν κάτω και εξουδετερώνονται και ο ήρωας προχωράει και σώζει το κορίτσι, και ακόμα και στα παραμύθια στα οποία είμαστε ταγμένοι, τρίτο και τέταρτο ρόλο παίζουν και κανείς δεν τους θυμάται.... ω ναι θα ειμαι σύντομος .. ναι φύλακα...μα να , εχουν δεχθεί εισβολή τα παραμύθια μας, ενα περίεργο ον -κιμ-ον στο είδος- έχει εισχωρήσει, γλυστρά από μύθο σε μύθο απο αφήγηση σε αφήγηση και την μεταγράφει με τρόπο σκανδαλώδες....οι καλοί φαίνονται κακοί και αν όχι ακριβώς κακοί σίγουρα κείνοι που θα αφήναν το κακό να γίνει γιατί ειναι ηλίθια υπάκοοι, οι κακοί φαινονται καλοί ή τουλαχιστον διατεθειμένοι να αντιταχθούν στη μοίρα τους σε πείσμα των καιρών και των ανθρώπων και οι κοπέλες, άσεμνες και δίχως ίχνος συστολής, έχουν κατέβει από τους πύργους που κρεμάγαν τα μαλλιά τους να έρθει ο εκλεκτος και κυνηγούν μαζι αλήτες και βασιλόπουλα για να γνωριστούν όλοι ...βιβλικά καθόπως λεν ..και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σεβαστέ φρουρέ η Σεχραζάντ σιωπά....έτσι ακριβώς φύλακα, έγινε κι αυτό, καμμιά από τις νύχτες τις χίλιες και τη μια δεν έχει παραμύθι- η Σεχραζάντ σιωπά ....γιατί -τι γιατί, δεν έχω βεβαιότητες μόνο εικασίες... κανεις δε μιλα..οι ήρωες της βεβαίως -και τους ανέκρινα βάρβαρα έναν έναν ...ένας απ τους σαράντα κλέφτες είπε μόνο ενα μισόλογο ... ή δεν ξερουν ή εχουν υποκύψει και αυτοι στη γοητεία του κιμ-ον...ναι λοιπόν φαίνεται πως διατρέχοντας τα παραμύθια έπεσε πάνω της ή αυτή έπεσε πάνω του, αχ τα ξωτικά δεν ξέρουν ακριβώς από τέτοια...δεν ξέρω πως και για πόσο, μα έχω ακούσει σε ενα παραμύθι πως και τρία λεπτά φτάνουν και περισσεύουν -εξάλλου λένε πως τα μάτια του κιμ-ον είναι απο νερό και όλοι ξέρουμε τις μαγικές ιδιότητες των νερένιων ματιών....τι θες ,να, φοβάμαι, άρχοντα των παραμυθιών -εσύ θα πρεπε καλύτερα να ξέρεις, πως το παλιοθήλυκο αυτομόλησε σου λέω και τώρα τα παραμύθια της τα φυλάει για να τα στέλνει σ αυτό το ον τον ατελή , μήδισε και δεν ξέρω πως γίνεται αυτό μα μηδίζουν οι περσίδες....ναι φύλακα ξέρω δεν έχει σημασία...χαιδεύει το κεφάλι του πασά...βρε σιγά να μην τη σκότωνε ποτέ -μα φύλακα πιστεύεις αλήθεια στα παραμύθια , σοβαρός φύλακας γαμώτο....χαιδεύει το κεφάλι του πασά και ετοιμάζει τα παραμύθια της για αλλού .... ξερω η καταστροφή είναι μεγάλη, τα πνευματικά δικαιώματα και μόνο να σκεφτείς...τρομερή εκροή εσόδων... κάτι πρέπει να κάνουμε....

*

Στην αυλή του σχολείου τα φώτα άναψαν. Οι μικροπωλητές έστησαν τους πάγκους και ετοίμασαν την πραμάτεια τους. Ανάμεσα στα φτηνά παιγχνίδια, στα μπαλόνια και στα λούτρινα αρκουδάκια έλαμψε εκείνη–σαν αχάτινο κόσμημα.
-Κοίτα την πως λάμπει –όπως τα άστρα του ουρανού, είπε ο Παναγιώτης και τα μεγάλα του μάτια γέλασαν.
-Πρόσεχε, είπε ο Ξένος, γιατί αυτός είναι ένας απελπισμένος έρωτας. Και οι απελπισμένοι –όπως και οι ανέλπιστοι έρωτες- είναι συναρπαστικοί, όμως πληγώνουν πολύ.
-Γιατί;
-Τι γιατί;
-Γιατί είναι απελπισμένος;
-Γιατί εσύ είσαι δέκα χρονών και η Ρεβέκκα δεκαοχτώ.
-Θα μεγαλώσω γρήγορα.
*

Ο Μέρλιν ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και τα μακριά του δάχτυλα βιδώθηκαν στο σκοτάδι. Φορούσε το χρυσό του προσωπείο –την μάσκα του Θεού.
-Πατέρα, είπε και στις κόρες των ματιών του σχηματίστηκε ένα κίτρινο στεφάνι, Πατέρα ξύπνα.
Ο Δράκος σάλεψε.
-Μέρλιν, γιατί απ’τον αιώνιο ύπνο με ξυπνάς; Δεν ξέρεις ότι ο καιρός μας έχει περάσει πιά; Ότι έχουμε φτάσει στο τέρμα του χρυσού δρόμου; Δεν βλέπεις πως οι Κύκλοι κλείνουν; Πως ο Χρόνος μας πιά έχει σωθεί;
-Ξέρω Πατέρα πως οι χρυσές κλωστές του Χρόνου σπάσαν. Έχει σημάνει ήδη η Καμπάνα. Την βλέπω, πέρα, πάνω από τον χρυσό τρούλο του Ναού, με το Άλικό της Γράμμα αγκαλιά, την βλέπω την Ιερή Δούλη της Θεάς –την Παραθέμενη στις πύλες του άλσους του ιερού, πως ξεκινάει –για άλλη μια φορά- «το κύλισμα των Κύκλων». Μα εδώ, «κάτω από φώτα κόκκινα», ας ξετυλίξουμε μαζί –για μία τελευταία φορά- το αλλόκοτο κουβάρι των Πραγμάτων και στο Άπειρο αν είναι να χαθούμε, ας τελειώσουμε τουλάχιστον τον Μπάλο.
-Ας γίνει έτσι Νεκρομάντη είπε και ο Δράκος και άρχισε να φυσάει ομίχλη απ’ τα ρουθούνια –πηχτή ομίχλη- που σκέπασε τα πάντα.

*

-Πούθε έρχεσαι;
-Από την Βαβυλώνα.
-Που πας;
-Στο μάτι του κυκλώνα.
-Ποιάν αγαπάς;
-Κάποια τσιγγάνα.
-Πως τηνε λένε;


*

Η Ροδούλα και ο Μπούλης έπαιζαν με τα άλλα παιδιά στην αλάνα της γειτονιάς τους, στην Νέα Ιωνία. . [Η Ροδούλα κλέβει. O Μπούλης βρίζει, χτυπά, φτύνει, μα κοιτά με μάτια λυπημένα, σαν αδέσποτου σκύλου.]
Η μητέρα τους είχε «ψαρέψει» κάποιον πελάτη και τους είχε διώξει απ’το σπίτι. Τα άλλα παιδιά το είχαν «ψυλιαστεί» και έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο. Το ξεκινήσαν τα μεγαλύτερα παιδιά. Οι υπόλοιποι, σιωπηλοί συννένοχοι, κυκλώσανε τον Μπούλη και περίμεναν με μια διεστραμμένη αγωνία να δούνε τί θα γίνει παρακάτω.
[Η παιδική ηλικία της αθωότητας και άλλα παραμύθια της Χαλιμάς.]
-Μπούλη, είπε η Αννούλα –το πραγματικό του όνομα δεν το ήξερε κανείς- δεν πας σπίτι να μας φέρεις την ζωγραφιά σου;
Εκείνος δίστασε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να πάει σπίτι, μα απ’την άλλη μεριά ήταν μοναδική ευκαιρία να τους δείξει την ζωγραφιά, που για αυτήν καμάρωνε όλη την βδομάδα. Εξάλου, η Αννούλα τον κοίταζε με προσμονή. [Η Άννα με τα ξανθά μαλιά και τα μεγάλα γαλάζια της μάτια –άγγελος λες που έπεσε στην γη, κομμάτι παραδείσου.] Ο Μπούλης ξεκίνησε για το σπίτι. Ήξερε καλά τα μυστικά περάσματα -τα μισάνοιχτα παράθυρα και την πίσω πόρτα που δεν έκλεινε καλά. Στο κάτω-κάτω ήταν το σπίτι του –ήξερε πως θα μπει μέσα.
[Κανείς δεν τον σταμάτησε, κανείς δεν ήθελε πραγματικά να πάει..Ωχ,γαμώτο, τώρα..;]

*

Η Έστερ –το Δέντρο- έσφιξε τα κλαδιά της στο στήθος και προχώρησε. Το γράμμα την έκαιγε –σαν μαχαιριά ρετσινοθηρευτή. Ήταν βέβαια δέντρο και όφειλε να ξέρει καλά τους νόμους της φύσης –τα σχετικά με την γύρη, τις μελισούλες, τα πουλάκια και κυρίως τον δυνατό βορεινό άνεμο που δεν υπολόγιζε τίποτα- μα ήταν ένα δέντρο ευσεβές, φυτεμένο στην ιερή γη των Μορμόνων, στη Γιούτα. Το γράμμα είχε σκαλιστεί από ένα παιδί, που είχε περάσει τυχαία από εκείνα τα μέρη και ανυποψίαστο είχε χαράξει το πρώτο –ίσως- γράμμα του ονόματός του. Η Έστερ είχε προσπαθήσει να το σβύσει από πάνω της, μα εκείνο –με Ιώβεια επιμονή- είχε παραμείνει στον κορμό της, αλλάζοντας το χρώμα του σε βαθύ κόκκινο –το πρώτο γράμμα του μυστικού ονόματός της- το Άλεφ.

*
-Και;
-Τι και;
-Τι έγινε μετά;
-Το ασανσέρ σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε και οι νοσηλευτές είδαν την γριούλα –ζωντανή- στο φορείο και τον νοσοκόμο σωριασμένο στο πάτωμα. Υπέθεσαν ότι έπαθε κάτι σοβαρό –συγκοπή ή εγκεφαλικό- και τον έβαλαν άρον-άρον στο χειρουργείο.
-Μην μου πεις πως τον χειρούργησαν κιόλας;
-Μην είσαι υπερβολικός. Αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στα παραμύθια.
-Στα δικά μου συμβαίνουν.

*

Στη Ρεβέκα άρεσε ένα αγόρι γύρω στα είκοσι.
-Να στον φέρω; αστειεύτηκε ο Ξένος.
-Ναι, του απάντησε εκείνη.
-Θάρθω και εγώ μαζί είπε ο Παναγιώτης.
Βγήκαν μαζί απ’την αυλή.
-Μα καλά, εσύ έρχεσαι μαζί, να βρούμε γκόμενο στη Ρεβέκα;
-Ναι.
-Και δεν σε πειράζει;
-Με πειράζει. Αλλά τι να κάνω; Αφού έτσι θέλει.
-Και εσύ;
-Εγώ θέλω να είναι χαρούμενη. Τι να την κάνω λυπημένη;

*

-Έχω έναν θείο που είναι αρωστομανής. Έναν καιρό είχε πεισθεί πως είναι καρδιακός. Έκανε εξετάσεις, κόντρα εξετάσεις, τίποτα. «Οι γιατροί είναι άχρηστοι», έλεγε και ξανάλεγε, βέβαιος πως είχε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά. Κάποια μέρα, περνώντας απ’το Ωνάσειο άρχισε –πραγματικά- να έχει συμπτώματα καρδιακής προσβολής –γιατί η υστερία μιμείται κάθε νόσο. Μπήκε λοιπόν όμορφα-όμορφα μέσα και περιέγραψε ακριβώς στους γιατρούς τι του συνέβαινε. Οι γιατροί διέγνωσαν ανεύρυσμα στην καρδιακή κοιλιακή χώρα και τον βάλανε αμέσως στο χειρουργείο, όπου του έκαναν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.
-Και;
-Και τώρα ξέρουμε πως έχει μια μεγάλη και δυνατή καρδιά.

*

Μια ηλιαχτίδα μπήκε από την σπασμένη περσίδα και τον ξύπνησε. Ανακάθησε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
-Να πάρει ο διάβολος, μονολόγησε. Προδοσία. Μηδίζουν άραγε οι περσίδες;

*
Ο Μπούλης γύρισε με τα λυπημένα του μάτια να κοιτάζουν το κενό.
-Τι έγινε; τον ρώτησε η Αννούλα.
-Δεν την βρήκα, απάντησε εκείνος και έριξε ένα κλεφτό βλέμμα στην Ροδούλα.


*

Καθόντουσαν μαζί στην αυλή του σχολείου.
-Για φαντάσου, του είπε Παναγιώτης.
-Τι;
-Πόσο άσχημος θάταν ο κόσμος αν η Ρεβέκα ήταν αγόρι.

*

[Ο Δερβίσης χορεύει. Τα πόδια του πατάν στο Κενό –στην Ανάσα του Δράκου. Ο κυκλικός χορός του παρασύρει την ομίχλη που υψώνεται –σαν ανεμοστρόβιλος- γύρω του. Τα φαρδιά μανίκια της κάπας του –κεντημένης με άστρα- χάνονται μέσα στο σύνεφο. Ο Νεκρομάντης περιστρέφεται.]

*

-Φάτα Μοργκάνα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα