8. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ Ι.

Τώρα που οι ζεστές μέρες του Αυγούστου
Μαζεύονται στα νοικιασμένα δωμάτια με τους σκούρους έρωτες
Των εορτών του καλοκαιριού
Με τις πορτοκαλί και μωβ αδιαπέρεστες ομπρέλλες για να μη μας
Κοιτάζουν οι αδιάντροποι γέροι
Που ολοένα σαν να κοιμούνται με κείνα τα νάυλον
Μάτια τους
Τις λευκές ψάθινες καρέκλες που τρίζουν αδιάκοπα
Ολόκληρη την ημέρα
Και οι πωλητές να διαλαλούν τα εποχιακά φρούτα
Και τα ολοπράσινα καρπούζια που κουβαλάνε από το
Μεγάλο κτήμα της Αγιάς πέρα απ΄το ποτάμι
Που διαιρεί την γενέθλια πόλη σε δυο μέρη
Απ’ όπου οι «ξένοι» κάτι παιδιά με ροζ μάγουλα και
Απονήρευτα μάτια να μας σφενδονίζουν φονικές πέτρες
Από χαρά γιατί εμείς είμαστε μικρότεροι
αλλά και γιατί φορούσαμε τα καινούρια μας ενδυματα
που αδυσώπητα επιθεωρούσε η ψυχοκόρη που μας
λέγανε πως ήτανε η μεγαλύτερη αδελφή μας.
Αυτή την εποχή το ποτάμι γινόταν πιο ήρεμο σαν να
Χάνονταν οι κραυγές του καθώς πάσχιζε να περάσει
Την όχθη και ν’απλωθεί προς την πλατεία της Μητροπόλεως
Τρομάζοντας τους μουσικούς του Δήμου που από αιώνες
Έπαιζαν με τα αστραφτερά τους πνευστά το πένθιμο εμβατήριο
Ενώ ο αρχιερέας ξεπροβόδιζε την πρώτη Κυρία του φιλοπτώχου ταμείου της πόλης,
Ώσπου τώρα οι αδιόρατοι παφλασμοί ενώνονται με τη βοή της πόλης και γίνονται
Όλα μουσική από τροχούς αυτοκινήτων δίτροχων αμαξιών πεζοπόρων που
Προσέχουν να μην πατούν στην άσφαλτο και μικρών ομίλων από χρωματιστά παιδιά
Που κατευθύνονται προς τους κοντινούς λόφους. Κανένας δεν περίμενε τη νύχτα
Αποφευγαν να πουν και τ’όνομα της ακόμη και μετά τις εννιά που σουρούπωνε
Και φώναζαν άλλοτε τρομαγμένες και άλλοτε βασανισμένες φωνές Βασίλη, Κώστα,
Αντιγόνη να επιστρέψουν πριν το φως των δημόσιων φανών πάρει τη θέση
Του φύλακα ανάμεσα στο παλιό ακατοίκητο σπίτι και στο πλάτωμα που
Ταλαιπωρούσαμε τ’ασθενικά μας σώματα υποδυόμενοι πότε τον Φιλοκτήτη
Πότε τον Ηρακλή μη εννοώντας για την εφηβεία ούτε για την περιφορά του επιταφίου της αθωότητας μας με τα χέρια να σχηματίζουν ανυπόμονες κινήσεις
Ως την αφή του χώματος και των χόρτων καθώς τα ξερίζωναν γιατί εμπόδιζαν
Τους διασκελισμούς του τριπλού άλματος που σχεδιαζόταν πάνω στο υποσχόμενο βλέμμα της Μυρτώς που περίμενε πίσω από τις δάφνες.
Νυχτερινό ταξίδι ανάμεσα σε μικρά μονοπάτια που
Μύριζαν χλωροφύλλη καθώς συνθλίβαμε τα χαμομήλια
Τις άγριες ίριδες τα κορίτσια των πρώτων θρανίων που
Αιωρούνταν από τους πελώριους λευκούς τους γιακάδες
Τέλος μια πελώρια γάζα κεντημένη με φύλλα άγριας τριανταφυλλιάς
Κάπου κάπου ν’αποσύρεται καθώς ο στριγγός ήχος του ολονύκτιου τρένου
Που έλεγαν πως έπαιρνε τους μετανάστες.
Ωστόσο κυκλοφορούσε και πάλι στις γειτονιές ακόμη και σε κείνους τους ροδαλούς άγριους της πάνω πόλης πως το αερόστατο με το φουσκωμένο μπαλλόνι και τις φωτισμένες αψίδες απ’το πρωί θα ‘μπαινε πάλι στην κυκλοφορία.
Ο Δομήνικος ξαναζωγράφιζε τ’όνομα του.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα