5. ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΣΟΝ.

-Θα παίξουμε;
-Δεν σε εμπιστεύομαι.
-Αυτή είναι μιά καλή αρχή. Όμως γιατί;
-Τα ζάρια σου είναι πειραγμένα.
-Έξυπνη. Μου αρέσουν οι έξυπνες γυναίκες.
-Και τι ωφελεί; Σ’αρέσουν, μα δεν ξέρεις και τι να τις κάνεις.
-Αυτό ξαναπέστο.
-Και τι ωφελεί; Σ’αρέσουν, μα δεν ξέρεις και τι να τις κάνεις.
-Να αλάξεις χρώμα.

*

Ο Ξένος παρατηρούσε τους κόκους της άμμου που κυλούσαν από το στενό γυάλινο χώρισμα. Έκανε ζέστη. Κοίταξε το είδωλό του, μέσα απ’τον καθρέφτη.
-Κάθε βράδυ, έχω ζήσει μία μέρα, είπε.
Ο αντεστραμένος εαυτός του τον κοίταξε στα μάτια.
-Κάθε βράδυ, έχω πεθάνει μία μέρα, του απάντησε.
Ο τελευταίος κόκος της κλεψύδρας έπεσε.

*
Ο Βίκτωρας οδηγούσε το αυτοκίνητο μέσα στη νύχτα. «Ο τύπος είναι ποιήμα», σκέφτηκε ο Κίμωνας κοιτάζοντας τον λοξά από το κάθισμα του συνοδηγού.
-Κρίμα. Δεν έχουμε τίποτα να πιούμε, είπε η Ελίνα, απ’το πίσω κάθισμα.
-Πάλι λάθος, απάντησε ο Βίκτωρας, κοιτάζοντάς την απ’τον καθρέφτη.
-Λέγε, είπε ο Κίμωνας, με βραχνή φωνή.
-Ουίσκι.
-Λέγε, ξανάπε ο Κίμωνας.
-Αα, πρέπει να το βρείτε.
-Στα πόδια σου Ελίνα, κατέληξε ο Κίμωνας, μετά από λίγα λεπτά σκέψης.

*

Ο Μπίλυ μπήκε στο μπαρ και την είδε. Ήταν με κάποιον άλλο.
-Δεν είναι δίκαιο, είπε στον Λουκά. Γκαρσόον! Βάλε μου κάτι που δεν πάει με ουίσκι.
Ο σερβιτόρος του έφερε ένα ποτό αναμένο. Απ’τα ηχεία ακούστηκε το “this boots are made for walking”.
*

[ Το ασημένιο τρένο αυτή την φορά δεν έχει θέσεις. Αλλά δεν τον πειράζει γιατί δεν θέλει –σήμερα- να φύγει. Ακόμα λίγο. Τρία λεπτά ακόμα –πολύς χρόνος. «Ας μείνω εδώ και ας σε χαιρετήσω απ’το μπαλκόνι –απ’τα ψηλά τα κάστρα, όπως τον Έκτορα η Ανδρομάχη- γιατί εγώ πιά Άνθρωπος δεν είμαι, μόνο σύνεφο, σύνεφο του ουρανού...». Το τρένο φεύγει. ]

*

-Να πάρει ο διάβολος, είπε μπαίνοντας στην εκκλησία. Εγώ έχω κάνει συμφωνία με τον Κύριο –δεν μπαίνει σπίτι μου, δεν μπαίνω στο δικό του.
-Δεν σε έβαλε κανείς στην κολυμπήθρα, μόνο θα κοιμηθούμε ένα βράδι...
-Να πάρει ο διάβολος.

*

Περπάτησαν το ξύλινο γεφύρι. Κάθησαν στο παγκάκι –μέσα στο άλσος.
-Τα μάτια σου είναι κόκκινα. Γιατί λυπάσαι;
-Κάποτε ήταν μπλε –μα μου το χάλασες.
-Χαλάει –λες- κανείς ζωή αλουνού;
-Δεν ξέρω.
-Και βέβαια ξέρεις.
-Ξέρω, μα δεν καπνίζω –και δεν μπορώ το μονοξείδιο του άνθρακα.
-Ξέρεις ποιά σπάνια ιδιότητα έχει ο άνθρακας;
-Όχι.
-Δεν ξέρεις; [Απορώ]. Τα άτομά του έχουν την τάση να σχηματίζουν αλυσίδες –κλωστές αόρατες, μα τόσο δυνατές που κάθε μία κρατάει βάρος τόνων.
-Σαν γερανός.
-Σαν γερανός.

*
Καθίσανε στην άκρη της μεγάλης –στολισμένης με ψηφίδες- μπάρας.
-Ποιό είναι το χειρότερο πράγμα που έχεις κάνει στην ζωή σου; τον ρώτησε.
Της είπε.

*

Βγήκανε απ’το μπαρ και περπατήσανε ως το Πολυτεχνείο. Μόλις αντίκρυσαν τον τεράστιο σωρό των σκουπιδιών, τα μάτια τους φωτίστηκαν παράξενα.
-Its me, Gloria, κραύγασε ο Μπίλυ και βούτηξε τρέχοντας μέσα. Οι άλλοι τον ακολούθησαν αλαλάζοντας, σαν ινδιάνοι.

*
-Θα σου πω μιά ιστορία, είπε η Σεχραζάτ, εκεί, στα κρεμαστά μπαλκόνια της Βαβυλώνας και τα νερένια μάτια της έκοψαν την πόλη στα δύο.
-Ωραία μάτια, αλλά άθλια μαλιά, απάντησε ο Χαρούν-αλ-Ρασίντ ανάβοντας τον ναργιλέ του.
-Κάποια φορά, σε έναν θάλαμο νοσοκομείου, ήταν δύο γριούλες. Η μία πέθανε. Η άλλη –που την είδε- τρόμαξε πολύ. Από τον φόβο της σκεπάστηκε ολόκληρη με το σεντόνι. Ο νοσοκόμος που ήρθε να πάρει την νεκρή, πήρε –λογικά σκεπτόμενος- την σκεπασμένη. Την έβαλε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Η γριούλα θέλησε να δει που τηνε πάνε και παραμέρισε με τα χεράκια της το σεντόνι, αποκαλύπτοντας δύο τεράστια φοβισμένα μάτια. Ο νοσοκόμος –φυσικά- λιποθύμησε.

*

-Καπνίζεις σαν αράπης, του είπε. Εκείνος πανικοβλήθηκε.
-Μα...δεν είμαι αράπης; την ρώτησε με αγωνία.

*
-Τι κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Χρήστος.
-Εμετοδρομία, απάντησε ο Μπίλυ.
Μπήκανε στο μίνι του Κίμωνα. Ο Χρήστος κάθισε μπροστά. Έβγαλε το κεφάλι απ’το παράθυρο. Κατέβηκαν την Πατησίων. Στο Σύνταγμα σταμάτησαν.
-Τελείωσες; τον ρώτησε ο Κίμωνας. Μπίλυ έλα μπροστά.
-Αυτό μόνο μπορείς; Τώρα θα δεις! Είπε ο Μπίλυ στον Χρήστο, καθώς αλλάζαν θέσεις. Ο Κίμωνας άρχισε να κατεβαίνει την Συγγρού.

*

Βγήκε απ’τα νεράτης λίμνης μούσκεμα. Γελούσε. Αυτός, ο τόσο αποκομένος απ’τα συναισθήματα άνθρωπος, ήταν σχεδόν ευτυχισμένος.
-Στους φίλους πρέπει να πηγαίνουμε γυμνοί, σκέφτηκε. Γδύθηκε.

*
-Είναι τρελός!
-Όχι, δεν είναι.
Τον πήρε απ’το Αιγινήτειο. Είχανε χρόνια να ειδωθούνε.
-Είσαι –όπως λεν- τρελός; τον ρώτησε.
-Εάν η τρέλα είναι μιά διαφορετική κατανόηση των Πραγμάτων από αυτή του μέσου όρου, τότε ναι, είμαι.
*
Το μίνι σταμάτησε στο τέλος του μεγάλου δρόμου, εκεί που η λεωφόρος χωρίζεται στα δύο. Ο Μπίλυ, κοίταξε πίσω την μεγάλη καφετιά γραμμή με ικανοποίηση.
-Είδες τώρα πως γίνεται; ρώτησε τον Χρήστο.

*
[«Όλες οι ιδέες της κοινής γνώμης, όλες οι παραδεγμένες συμβατικότητες είναι ανοησίες, γιατί βολεύουν τους πολλούς»].

*
Ο Μπίλυ, καβάλησε το φτερωτό του μηχανάκι και χαμογέλασε.
-See you soon with another cartoon, είπε.
- Αύριο, απάντησε ο Χρήστος.
-Αύριο.

*

Ο Ξένος έκλεισε την πόρτα πίσω του.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα