4. ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ.

Ο Κίμωνας πήρε το τρένο απ’την Λάρισα να πάει στον Βόλο. [Είχε ραντεβού με μιά καινούρια φίλη]. Το παλιό τρένο του άρεσε. Του θύμιζε τα τρένα της Τουρκίας. [Αγαπούσε και την Τουρκία και τα παλιά τρένα].
-Ρε μάστορα, είπε στον ελεγκτή, αυτό το τρένο δεν έχει αμορτισέρ.
Ο υπάληλος αγνόησε το –μάλλον κρύο- αστείο του και τρύπησε το εισητήριο. Ήταν Ιούλιος και οι αγρότες του κάμπου καίγαν τα χωράφια γιά να τα κάνουν ξανά εύφορα.
-Φωτιά στις γραμμές, άκουσε τον ασύρματο να προειδοποιεί τον οδηγό. Το τρένο έκοψε ταχύτητα.

*
-Άνα είσαι έτοιμη;
-Έτοιμη.
-Έ, τότε πάμε.
Φόρεσαν τις μαύρες μπόλιες. Πιασμένες χέρι-χέρι κατέβηκαν ως το λιμάνι. Το πλοίο έφυγε –και αυτές μαζί. Και έχουν μακρύ ταξίδι –απ’τα Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς ως πέρα, τον μεγάλο κάμπο. Μακρύ ταξίδι.

*

-Άνα; Πάλι τα ίδια άρχισες;
-Σκασμός Νερομπογιά!
-Τι; Πέσαμε στις εκπτώσεις;
-Είμαι δημοτικιστής.
*

Μπήκε στο μπαρ. Ο Κωστής ήταν καθισμένος στην άκρη της μεγάλης –στολισμένης με ψηφίδες- μπάρας με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Κάθισε δίπλα του.
-Μιά νεύρωση. Μου περιγράφεις μία νεύρωση.
-Μωρέ τι μας λες;
-Έχεις αντίθετη άποψη;
-Μπορεί.
-Μην μου λες μπορεί, με εκνευρίζεις. Επιτέλους πρέπει να πάρεις θέση.
-Γιατί;
-Γιατί δεν είμαι βοηθός φακίρη να μαντεύω τι εννοείς κάθε φορά με τα τρελά σου. Μίλα μου καθαρά και πάψε να παίζεις την Πυθία. Τουλάχιστον αυτή μασούσε «δάφνη».
Καθίσανε γιά λίγο αμίλητοι.
-Τι κάνει; ρώτησε ξαφνικά.
-Δεν σου λέω.
-Γιατί;
-Δεν θέλει.
-Τι κάνει; ξαναρώτησε. Είναι καλά;
-Όχι. Μα τι σε νοιάζει; Αφού ο έρωτας είναι μιά νεύρωση, τον ειρωνεύτηκε.
-Την χρειάζομαι. Δεν μπορώ πιά να γράψω.

*

Και η φωτιά απλώνει. Ξεκίνησε απ’τον Πυργετό της Θεσσαλίας και μεγαλώνει. Καιν οι αγρότες τα χωράφια γιά να καρπίσουνε του χρόνου -καρπό φωτιάς. Και εκείνος, στέκει στο κάμπο, μπροστά απ’τις σιταποθήκες και επιστατεί την πυρκαγιά, που λαμπαδιάζει τα χωράφια. Και γρήγορος –σαν Προμηθέας- με τον δαυλό τη φλόγα μεταφέρει στο παρακάτω σπίτι –στο επόμενο χωριό. Μα και ο άλλος, ξεκινάει –με τρένο- απ’τον λασπότοπο –κοντά στην Κατερίνη. Και συναντιούνται στα μισά εκεί του δρόμου.
-Θα με σκοτώσουν, λέει ο ένας. Μα όπου και αν με εύρει το κακό να’ρθείτε να με πάρετε. Ακόμα και νεκρός, θέλω να είμαι ανάμεσά σας.
-Να ζήσω ελεύθερος, ελεύθερος, ελεύθερος, να γλεντάω, να τραγουδάω... λέει ο δεύτερος. [Μα αλήθεια, τους ρόλους έχουμε μπερδέψει πιά. Είναι αυτός που λέει τα λόγια τούτα ή τάχα εγώ το χέρι μου αρματώνω με ατσάλι;].

*
Πήρανε το καράβι γιά την Κέα. Φτάσανε στο λιμάνι και ανέβηκαν στη Χώρα. Περπάτησαν μέχρι τον Λέοντα. Καθήσανε και ανοίξαν το κρασί.
-Είναι η ώρα να δοκιμάσουμε την φιλία μας, είπε ο ένας.
-Μετά από τόσα χρόνια, θα αφήσουμε μία γυναίκα να μπει ανάμεσά μας; είπε ο άλλος.
-Δεν θάταν και άσχημα, είπε ο πρώτος, αφού το σκέφτηκε λιγάκι.

*

Τον πυροβόλησαν. Πισώπλατα. Έπεσε μέσα στα σιτάρια. Και ο Ποιητής από ψηλά, τον κάμπο αγναντεύει.
«Δεν θέλω μνήματα, ούτε σταυρούς. Μονάχα έξι ποδάρια γης, αυτά μονάχα. Εδώ, στο κάμπο τον θεσσαλικό –έτσι θέλω. Και να περνάει ο αέρας από πάνω μου και να μου ψιθυρίζει τις παράξενές του ιστορίες –έτσι να γίνει. Έξι ποδάρια γης –και να τα σπέρνετε κάθε άνοιξη με στάρι. Και όταν ψηλώνει, να κυνηγιούνται τα νέα παιδιά –ερωτευμένα- μες στα κλώνια μου. Και όταν μεστώνει ο καρπός να με θερίζετε και κόλυβα να φτιάχνετε –μιά χούφτα μόνο- γιά την ψυχή του Ρήγα –έτσι θέλω».
Σουρούπωνε.

*

Συναντήθηκαν στο λιμάνι. Περπάτησαν μέχρι το πρώτο ξενοδοχείο. Κλείσαν δωμάτιο. Όταν μείνανε μόνοι γδύθηκαν και ξαπλώσαν στο κρεβάτι. Η κοπέλα έβγαλε απ’την τσάντα της ένα μικρό ασημί σακουλάκι.
-Θα σε «ντύσω», του είπε. Ο Κίμωνας –που δεν του πολυσηκωνόταν τον τελευταίο καιρό- «αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια που έχανε». Κάποιος απ’έξω ακούστηκε να τραγουδάει, «μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες».
-Αα, όλα και όλα. Αρκετά σε ανέχτηκα. Άκου εκεί «μαραμένα τα γιούλια και οι βιόλες!». Όχι επειδή εσύ είσαι άχρηστος και δεν μπορείς να γράψεις να με βγάλεις εμένα ανίκανο!
-Ρε Κίμωνα μην υπερβάλεις. Γιά το καλό της ιστορίας δουλεύω.
-«Γιά το καλό της ιστορίας, γιά το καλό της ιστορίας!». Βρε αϊ παράτα μας!
-Έλα βρε Κιμωνάκο. Θα γαμήσεις σε μιά άλλη ιστορία.
-Δεν θέλω σε μιά άλλη ιστορία. Εγώ θέλω τώρα. Άκου δεν του πολυσηκωνόταν...
-Ναι, σου θίξαμε τον ανδρισμό.
-Ναι, μου τον θίξατε. Τι θα πει ο Αναγνώστης;
-Ότι του πω εγώ. Όπως και εσύ. Είσαστε όλοι ρόλοι –όχι άνθρωποι- και αυτό το ξεχνάς μου φαίνεται.
-Ρόλοι ξερόλοι, εγώ θα την γαμήσω.
-Παύσις κινήσεων, στερέωση συναγερμού. Κανένας δεν γαμάει εδώ χωρίς την άδειά μου.
-Μωρέ τι μας λες;
-Μωρέ αυτό που σας λέω!
-Τότε και εγώ φεύγω.
-Και που πας;
-Έξω απ’την ιστορία.
-Στα τσακίδια. Σε κάνω αντού.
-Εγώ σε κάνω αντού.
-Κίμωνα!
-Κίμωνα και ξερός!
Η πόρτα έκλεισε με δύναμη και ο Κίμωνας βγήκε απ’το δωμάτιο. Η κοπέλα έμεινε άναυδη.

*

Το τρένο ξεκίνησε. Σε κάθε σταθμό, αγρότες με κοκκινόμαυρες σημαίες ζητούν να μπούνε μέσα –χωρίς εισητήριο. Δεν έχουν να πληρώσουν, μα πρέπει να πάν στη Λάρισα–γιά το συλαλητήριο. Ο άνθρωπος του τρένου δίνει εντολή κανείς να μην ανέβει. Οι αγρότες, του πετάνε πέτρες. Οι στρατιώτες, τους πετάνε σφαίρες. Δύο νεκροί στο Κιλελέρ. Και δύο παρακάτω –στο Βελεστίνο. Και ακόμα παρακάτω άλλοι δυό και άλλοι και άλλοι, μέχρι την Λάρισα. Έτσι αρχίζει.

*

Η Άνα –η βαφτισμένη Αναρχία- και η άλλη, που την φώναζαν Ανάσταση –μα το πραγματικό της ήταν Επανάσταση- σταθήκαν μαυροφορεμένες μπρος στο πλυμένο σώμα του νονού τους, εκεί, στη μέση του μεγάλου κάμπου. Ούτε ένα δάκρυ, ούτε μιά σύσπαση στα πρόσωπά τους. Είχε νυχτώσει. Ήταν ξαπλωμένος στο μαρμάρινο τραπέζι -που πάνω του τρώγαν οι κολίγοι στα διαλείματα. Η Σελήνη –«μισή, σαν δρεπάνι»- ξεκινούσε τον Κύκλο. Πέρα απ’τον κάμπο, στο Ιερό Βουνό, πάνω στον Θρόνο, η αιμάτινη μορφή της Τζένης ξεχωρίζει. Και μακριά –πολύ μακριά- ακούγεται βοή –θόρυβος από πέταλα αλόγου που, καλπάζοντας στις ράχες των συνέφων, σπινθιρίζουν. Και έρχεται, ανεμίζοντας την μαύρη κάπα του, που την στολίζει ο Αυγερινός –που λένε και Εωσφόρο. «Βίρα Κεφαλονίτισα και μάϊνα το καντήλι», θα πει η Τζένη. Και ο Κριστομπάλ απ’τις Σκιές θα ξεκολήσει. [ Ας γίνει έτσι ]. Και στέκονται αντίκρυ οι δυό τους. Η μία, τα χέρια υψώνει μέχρι τα άστρα και η άλλη στη Γη τα κατεβάζει, με τις παλάμες της στραμένες στο καμένο χώμα. Και εκείνος στον αέρα υψώνεται. Και ταξιδεύει με το Γυάλινο Καράβι μέχρι του Αχέροντα την Πύλη [ή των Φαρσάλων;]. Και μετά, Τίποτα. «Ότι πέρασε, πάει στο βαθύ Πουθενά».

*

Ο Συγγραφέας δεν μπορούσε πιά να γράψει. Άλλαζε σπίτια, άλλαζε πόλεις, τίποτα. Η σκέψη του πετούσε μακριά, με κάθε αφορμή. Σκεφτόταν μήπως διανύει μιά απ’τις συνηθισμένες «περιόδους βλακείας» του. «Οι άνθρωποι», έλεγε ο Βίκτωρας, «διανύουμε περιόδους βλακείας και περιόδους εξυπνάδας». Σκέφτηκε ξαφνικά, πόσο ανάγκη είχε τον Κίμωνα, πόσο μεγάλο λάθος είχε κάνει. Ναι, τον χρειαζότανε τον Κίμωνα, τον έξυπνο Κίμωνα με τα βαθειά, γαλάζια μάτια, τον Κίμωνα, που μιλούσε την γλώσσα των πουλιών και του αέρα και
-Κίμωνα! Τι κάνεις εκεί! Δεν ντρέπεσαι;
Ωχ! Μας πιάσανε. Ξύπνησε.
-Πως μπήκες μέσα;
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων –ακόμα- ρόλων!
-Κίμωνα, άσε το κομπιούτερ μου αμέσως. Διαρήκτη!
Να μου κάνεις μήνυση ρε! Μπάτσε!
-Πήδηξε απ’το παράθυρο! Το κάθαρμα! Αμ’έννοια σου και είναι το μόνο που θα πηδήξεις! Λοιπόον.
Ο Κίμωνας γύρισε πίσω στο δωμάτιο κατά τις οκτώ το απόγευμα. Η κοπέλα χάρηκε που τον είδε.
-Τι έγινε, του είπε, είσαι καλά;
-Μμρχλ, καλά, είπε εκείνος. [ μμρχλ; Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω αν χρειαστεί. (Σ.τ.Σ)].
-Ευτυχώς. Νόμιζα ότι κάτι σου συνέβη. Έλα κοντά, συνέχισε με παιχνιδιάρικο ύφος. Θέλω να δω πως “κάνεις” μόνος σου.
Ο Κίμωνας έκανε όπως του είπε η κοπέλα.
«Η πιό ακριβή μαλακία της ζωής μου», σκέφτηκε πληρώνοντας το ξενοδοχείο. Μπήκε στο τρένο.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα