10.GONERS.

«Μα αληθινοί ταξιδευτές είναι εκείνοι που φεύγουν μόνο γιά να φύγουνε.
Καρδιές λαφρές, καθώς μπαλόνια, το μοιραίο τους ποτέ δεν τ’αποφεύγουν.
Χωρίς να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Εμπρός!»

Σαρλ Μπωντλαίρ. Τα άνθη του κακού.
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.





Ο Δημοσθένης καθόταν με τον Κίμωνα στην αυλή του σπιτιού του.
-Μήτσο τι σημαίνει goners;
-Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Που την άκουσες την λέξη;
-Ο γιός σου τη λέει.

Δημοσθένης Κανένας. Γενημένος στο Φάληρο, μπαρκάρησε στα δεκάξι του σε ένα γκαζάδικο, κυνηγώντας ένα φάντασμα, μία ελληνοολανδή έφηβη από το Ρότερνταμ, τη Δάφνη. «Δεν μπορεί, όλα τα καράβια, κάποια στιγμή πιάνουν Ρότερνταμ», είχε σκεφτεί.
Το καράβι, έκανε τρία χρόνια να πιάσει Ρότερνταμ. Την έψαξε μα δεν την βρήκε. Ήταν με τους γονείς της στην Ελλάδα.
Φτάσανε κάποια στιγμή στο Ντέρμπαν. Ο Δημοσθένης την κοπάνησε, χωρίς χαρτιά, σκαστός απ’το καράβι. Έμεινε δέκα χρόνια στη Νότιο Αφρική. Ντέρμπαν, Καίηπ Τάουν, Γιοχάνεσμπουρκ. Μετά, έφυγε με μιά ελβετή, –μιγάδα, απ’το Ρεγιουνιόν- και πήγε στην Ελβετία γιά ένα χρόνο. Βαρέθηκε και πήγε στην Αμερική. Μέτφορντ - Όρεγκον, τριάντα χρόνια. Παντρεύτηκε, έκανε έναν γιό, χώρισε, τον μεγάλωσε μόνος του, πούλησε τις επιχειρήσεις που είχε στο μεταξύ φτιάξει και ήρθε στην Αθήνα.

-Την ερωτεύτηκες την γυναίκα σου;
-Μη λες μαλακίες. Ήθελα την πράσινη κάρτα.
-Ωραίος τύπος είναι ο γιός σου.
-Ναι το μπάζο. Μιά φορά, πριν πολύ καιρό, όταν ήταν εφτά, τον είχα πάει σινεμά. Άρχισε να χτυπάει το πόδι κάτω και να φωνάζει «θέλω παγωτό».
-Ενοχλητικό.
-Πολύ.
-Και τι έκανες;
-Τον άρπαξα απ’το λαιμό και τον σήκωσα ψηλά. Τον κοίταξα στα μάτια και τούπα «άμα το ξανακάνεις θα σου γαμήσω τη μάνα».
-Ε καλά και’συ. Αυτό τόχες κάνει ήδη. Παίζε τις εξάρες.

*
Ερχόταν απ’την Αλβανία, τέταρτη φορά με τα πόδια. Ήταν πολύ προσεκτικός. Περπατούσε μόνο νύχτα, αποφεύγοντας τους χωροφύλακες και τους φαντάρους.
Είχε ξημερώσει. Βγήκε στη δημοσιά και πήρε το λεωφορείο. «Ο κόσμος είναι τσίρκο», σκέφτηκε.

*
-Την ξαναείδες ποτέ την Δάφνη;
-Δεν σού’χω πει την ιστορία; Αληθινή ιστορία, δε σου λέω μαλακίες.
-Μωρέ τι μας λες;
-Λοιπόν, άκου. Ένα καλοκαίρι είχα πάει στη Γερμανία, στην αδερφή μου. Πήρα το αμάξι της και πήγα στο Ρότερνταμ. Βρήκα που έμενε και χτύπησα το κουδούνι.
-Πως βρήκες το σπίτι της;
-Απ’τον τηλεφωνικό κατάλογο. Την πήρα τηλέφωνο αλλά δεν ήταν εκεί. Μίλησα με τον άντρα της, με περίμενε.
-Αα, είχε παντρευτεί.
-Ναι. Μέναν σε μιά εργατική πολυκατοικία, πίσω απ’τον σταθμό. Ο άνθρωπος μου άνοιξε, ευγενικότατος, και με οδήγησε στο σαλόνι. Μούπε πως η Δάφνη δεν θα αργούσε και πιάσαμε την κουβέντα. Είχαν μιά κόρη και ένα γιό, τα έφερναν δύσκολα βόλτα, η Δάφνη είχε πάρει κάμποσα κιλά, έπινε και λίγο παραπάνω...
-Αα, μπέκρω η δικιά σου.
-Ναι.Κάποια στιγμή ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει και μπήκε μέσα η Δάφνη, μαζί με μία παχουλή γυναίκα, γύρω στα σαράντα, που της έμοιαζε. Μου κόπηκαν τα πόδια. Είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια και δεν είχε γεράσει ούτε μιά μέρα.
-Βρε βρωμόγερε, δεν σε πιστεύω. Ερωτεύτηκες την κόρη της!
-Γιατί βρε μαλάκα δεν με πιστεύεις; Ήταν ίδια η Δάφνη.
-Και;
-Τι και. Καθήσαμε, τα είπαμε, ήπιαμε τα κρασιά μας και έφυγα, γύρισα στη Γερμανία.
-Δεν το κουτούπωσες το πιτσιρίκι.
-Δυστυχώς.

*

Μπήκαν στο μαγαζί της Χρυσούλας.
Τίναξε την σκόνη απ’τα ρούχα του πριν μπει μέσα.
-Γαμώτο, σαν αλβανός έγινα.
-Μα είσαι αλβανός, του είπε ο Δημοσθένης.
-Σωστά, τόχα ξεχάσει.
-Δημοσθένη, πάρε είκοσι που σου χρωστάω και είμαστε πάτσι, είπε ο Κίμωνας, βγάζοντας το μπουφάν του.
-Όχι, εγώ είμαι Πάτσι.
-Άσε ρε και ‘συ τις μαλακίες και πες του ένα κιλό.

Πετρίτ Πάτσι. Γενημένος στη Μιρντίτα, στη βόρεια Αλβανία. Την κοπάνησε το 91 και ήρθε στην Ελλάδα –χωρίς χαρτιά, όπως όλοι. Δούλεψε λουστραδόρος. Μετά γνώρισε τον Κωστή. Αυτός, τον έμαθε να επισκευάζει τα πλαστικά σκάφη. Οι δυό τους δούλευαν απόλυτα συγχρονισμένα, σαν χειρούργοι, χωρίς να χρειάζεται ο ένας να μιλάει στον άλλο.
-Καλά βρε μαλάκα, είπε ο Κίμωνας μπαίνοντας στο φορτηγό, περπάτησες τόσα χιλιόμετρα από την Αλβανία γιά να πέσεις πάνω στον Αλεμούρα;
-Αει γαμήσου και εσύ. Πέτρο, πιάσε μιά καρέκλα γιά τον μαλάκα, το Γκαρντού και τρία ποτήρια.
-Ναι, κωλόβλαχε, είχες και στο χωριό σου, στα Κάτω Γκράβαρα Ευβοίας, Γκαρντού.
-Ναι ρε, είχα. Κάτσε κάτω. Τα νέα σου.
Οι τρείς τους μιλήσαν αρκετή ώρα. Όταν το μπουκάλι άδειασε, ο Κωστής σηκώθηκε.
-Φεύγω, είπε, πάω στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Πέτρο, έλα μαζί, θα σε πάω.
-Δεν πάω σπίτι.
-Και που πας;
-Αλβανία. Έχω πρόβλημα με τα χαρτιά. Χρειάζομαι σφραγίδα.
-Και πως θα πας;
-Δεν ξέρω.
Χτύπησε το κινητό του.
-Γειά σου ρε γυναίκα. Πάνω που θα σε έπαιρνα. Δεν θα έρθω σήμερα, έχω δουλειά, θα τα πούμε αύριο.
-Εντάξει Κωστή, είπε η Μάρτζορι και του χαμογέλασε γλυκά στην άλλη άκρη του σύρματος.
-Πάμε, είπε, και ο Πέτρος μπήκε στο αμάξι. Τον πήγε στην Αλβανία, στους Άγιους Σαράντα να πάρει τη σφραγίδα. Μετά, γυρίσανε πίσω, στο Καλαμάκι.
-Δεν θα έρθω αύριο. Το νου σου στο μαγαζί.
-Εντάξει αφεντικό. Καλό δρόμο.
Έφυγε γιά την Χαλκίδα.

*

Καθόντουσαν οι δυό τους στη ξύλινη βεράντα του νοικιασμένου σπιτιού, φάτσα στη θάλασσα. Είχε πανσέληνο. Ο Δημοσθένης έπαιζε τάβλι, μέσα, με τον Πέτρο. Είχαν δουλέψει δεκαπέντε ώρες εκείνη τη μέρα. Το έργο τελείωνε, σχεδόν στην ώρα του.
Το καλοκαίρι είχε ήδη ξεκινήσει.
-Ποιά είναι η γνώμη σου, ο άνθρωπος είναι καλός ή κακός;
Τον είχε συνηθίσει τον Κίμωνα. Στους περισότερους φαινόταν –το λιγότερο- γραφικός. Δύστροπος και αγενής με τους ανθρώπους, συνήθιζε να πετάει κατά καιρούς διάφορες τέτοιες κουβέντες, που -σχεδόν πάντα- ξεκινούσαν μιά μεγάλη, άναρχη συζήτηση.
-Ο άνθρωπος είναι κακός του απάντησε. Εσύ, τι νομίζεις;
-Εγώ νομίζω ότι ο άνθρωπος είναι μόνο ο άνθρωπος.
-Και που να δεις τι μου συνέβη σήμερα. Καθώς ερχόμουν με το αυτοκίνητο, σήμερα το πρωί, με τη βροχή, βλέπω έναν τύπο να στέκεται στην άκρη του δρόμου. Σταματάω. «Χρειάζεστε τίποτα;» τον ρωτάω. «Αν μπορούσες ρε παληκάρι να με πας εδώ πιό κάτω, μέχρι τη Νέα Μάκρη». «Μπείτε», του λέω, «είναι στο δρόμο μου». «Δόξα το θεό», μου λέει. «Τόση ώρα είμαι στημένος στη βροχή και έλεγα: δεν θα σταματήσει ένας χριστιανός να με πάρει;».
Ο Κίμωνας έβαλε τα γέλια. «Κοίτα να δεις πως τα φέρνει η ζωή», σκέφτηκε. «Να έχεις βάρδια στο σταθμό, η Ελένη να σου συστήσει τον φίλο της και να γνωρίσεις τον Βίκτωρα. Κοίτα να δεις».
-Δεν μου λες βρε μαλάκα –τώρα που το θυμήθηκα- γιατί οι εβραίοι και οι καθολικοί γιορτάζουν το Πάσχα μιά βδομάδα πριν;
-Ξέρω ‘γω; Ρώτα κάναν εβραίο.
-Εσύ είσαι εβραίος.
-Σωστά, το ξέχασα. Δεν ξέρω, ρώτα τον πατέρα μου.
-Την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, φώναξε από μέσα ο Πέτρος.
-Και που το ξέρεις εσύ βρε μπάζο; Είσαι και εσύ εβραίος;
-Όχι, καθολικός.

*

Φτάσαν στο Άμστερνταμ μεσημέρι. Άφησαν το αμάξι και κατέβηκαν στη πόλη. Περπάτησαν τα κανάλια. Η πόλη ήταν ήσυχη, σαν να ξυπνούσε από μεσημεριανό ύπνο.
-Πάμε να πιούμε ένα τσιγάρο.
Μπήκαν σε ένα κόφι σοπ που τους άρεσε.
-Γιάννη, μη βάλεις μέσα την μάνα σου και τον πατέρα σου.
-Άφησε με, ξέρω.
-Ξεράδια, είπε ο Κίμωνας, μπάζο. Πάω να κατουρήσω.
«Σιγά μην μας πούνε και βλάχους», σκέφτηκε ο Γιάννης και έστριψε το τσιγάρο.
Σε λίγο, σηκωθήκανε να φύγουνε.
-Σκούρα τα πράγματα.
-Εεε, μάλλον έβαλα λίγο παραπάνω.
-Εντάξει τότε, αφού είναι έτσι τα πράγματα, εμπρός γεναίε μου κωπηλάτη, πάμε να περπατήσουμε τα σοκάκια του Αμστελντάααμ!
-Εμπρός λοιπόν, γενναίε μου καπετάνιε!
Περπάτησαν ώρες τα κανάλια. Ακούσαν μιά χορωδία αγγέλων. Κρυφοκυτάξαν απ’το παράθυρο του υπογείου και είδαν την παιδική χορωδία της γειτονιάς, που έκανε πρόβα.
Ξαφνικά, πάνω σε μιά γέφυρα, μιά γυναίκα φάνηκε από απέναντι. Έπρεπε να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Ο Κίμωνας τράβηξε αριστερά, περνώντας μπροστά απ’τον Γιάννη.
Ο Γιάννης κινήθηκε δεξιά, πίσω απ’την πλάτη του Κίμωνα, στο άλλο πεζοδρόμιο. Η κοπέλα πέρασε ανάμεσα.
-Χρυσούλι μου, είπε ο Γιάννης.

Ο Γιάννης, ο επονομαζόμενος Καβούρης. Μέτριος μπασίστας, καλός λογιστής, εξαιρετικός φωτογράφος και ο καλύτερος οδηγός του σύμπαντος. Φίλος του.
-Νομίζω ότι είμαι ο δεύτερος καλύτερος φωτογράφος του σύμπαντος.
-Το μυαλό σου και μιά λίρα. Καλό το τσιγαράκι ε;
-Φυσικά. Άλλωστε εσύ τόφτιαξες.
Άρχισαν μιά πολύ σοβαρή συζήτηση.
-Συγνώμη που σε διακόπτω, αλλά λες μαλακίες.
-Φυσικά. Αφού είμαι μαστουρωμένος.

*

Οι μέρες είχαν αρχίσει να ανοίγουν.
-Μήτσο, ξαναρώτησε ο Κίμωνας, τι θα πει goners;

*

Ο Ποιητής άδραξε με τα χέρια του τα κάγκελα της πόρτας του δημόσιου ψυχιατρείου.
-Βγάλτε με έξω, αφήστε με να βγω, ούρλιαξε, τραντάζοντας την σιδερένια πόρτα δυνατά.
Δυό νοσοκόμοι με άσπρες φόρμες άνοιξαν την πόρτα και αυτός μπήκε μέσα.

*

-Κάποτε είχα έναν φίλο που φοβόταν τους ανθρώπους, ξεκίνησε ο Κριστομπάλ μιά ιστορία. Όμως, ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσε καθόλου να έχει τέτοιου είδους φοβίες και εξαρτήσεις. Το σκέφτηκε καλά και βρήκε έναν πρωτότυπο –όσο και εξτρήμ- τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Πήρε κοκαίνη και πήγε σε κάποιον μεγάλο σταθμό του μετρό –στη Νέα Υόρκη. Πέρασε ένα φρικτό μισάωρο και μετά, γιατρεύτηκε γιά πάντα. Έμεινε μέσα στo σταθμό –σε ώρα αιχμής- δυόμιση ώρες. Βγήκε και ήταν καλά. Δεν ξαναφοβήθηκε ποτέ.

*

-Goners είναι οι τελειωμένοι. Οι τρελοί, αυτοί που ξέρουν ότι θα πεθάνουν, αυτοί που είναι γιά τα μπάζα.
-Όλοι μας δηλαδή.

*

-Ξέρεις από που ξεκίνησαν όλα; ρώτησε ο Κριστομπάλ και συνέχισε χωρις να περιμένει απάντηση. Θέλω να πω, καλά όλα τα άλλα, αλλά να χωρίζεις με φράχτες τη γη και να υποστηρίζεις ότι αυτή σου ανήκει, αυτό δεν είναι ένδειξη παράνοιας; Και βέβαια είναι, απάντησε μόνος του, στον εαυτό του. Απ’την άλλη μεριά, πάνω σε αυτό, το μικρό τρυκ του DNA, δεν στηρίζεται ολόκληρο το ένστικτο της επιβίωσης του είδους; Πείθεσαι ότι υπάρχει ένας σκοπός στη ζωή, κάποιος λόγος γιά όλη αυτή την απροσδόκητη κατανόηση της ύπαρξης. Την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεσαι τον πόνο του αποχωρισμού των πραγμάτων. Εκεί, έχεις να διαλέξεις. Θα σκεφτείς «τι όμορφα μυρίζουν τα λουλούδια, τι κρίμα που μιά μέρα δεν θα τα μυρίζω» ή «τι όμορφα μυρίζουν απόψε τα λουλούδια»;
Δεν ξέρω. Δεν ξέρω ποιός είναι πιό τρελός. Αυτοί εκεί έξω, που ζουν σα να κάνουν πρόβα τζενεράλε γιά την αληθινή ζωή, ή εγώ, που κάθομαι εδώ και μιλάω στον εαυτό μου;
-Δεν είμαι ο εαυτός σου.
-Εσύ είσαι μπάρμαν, δεν μετράς.
-Θυμάμαι που μιά φίλη μου έλεγε: Οι περισσότεροι άνθρωποι αναρωτιούνται αν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο –εγώ, πριν.
-Ιντελεκτουέλ, αλλά μπάρμαν. Δε μου λες, βάφεις τα μαλλιά σου, σαρανταδύο χρονών άνθρωπος;
-Εεε, ξέρεις τώρα πως είναι αυτές οι πιτσιρίκες.
-Τι λες βρε μπάζο;
Τον κοίταξε χαμογελώντας. Δεν είχε αλάξει καθόλου, τόσα χρόνια που είχε να τον δει.
-Και πως κατέληξες στη Λευκωσία; τον ρώτησε.
-Με ξέρεις τώρα Κριστομπάλ, εγώ είμαι ήσυχος άνθρωπος, είπε, με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Έφυγα γιά να μην σκοτώσω τον πατέρα μου. Πριν από εφτά χρόνια. Τότε ζούσα με μία κοπέλα –είμασταν πολύ ερωτευμένοι, θέλαμε να παντρευτούμε. Ο πατέρας μου είχε θυμώσει πολύ.
-Γιατί;
-Επειδή ήταν ρωσίδα.
-Ααα. Και;
-Την κάρφωσε και την απελάσαν.
-Τέλεια.
-«Δεν το γλυτώνετε το σταύρωμα».
-Εξακταμό.
-Που έμαθες γαλλικά;
-Στη Μασσαλία. Έμεινα δύο χρόνια εκεί.
-Με καράβι;
-Όχι. Άλλη δουλειά.
-Και πως λέγεσαι τώρα;
-Κίμωνας. Κίμωνας Ατελής.
-Ωωπ. Ο Κίμωνας το ξέρει, πως κυκλοφορείς με το όνομά του;
-Μούστειλε το παλιό του διαβατήριο και δήλωσε απώλεια. Τα καταφέρνω.
-Πίνε.
-Ένα και η τάπα.
-Έγινε κομπανιέρο.

*
Κίμωνας Ατελής. Όλα και τίποτα. Όλοι και κανένας. Έμαθε πολλά πράγματα, όλα μισά.
Έχει καβάτζες, οικογένεια, πατρικό σπίτι. Δεν ξέρει τίποτα. Αγαπημένη του ατάκα: «ξέρω τι δεν θέλω». Κάποτε, σε μιά γκόμενα που τον ρώτησε «πότε μ’αγαπάς πιό πολύ;» απάντησε: «όταν είσαι μακριά». Δεν ξέρει αν θέλει να ζήσει την δική του ζωή, ή μέσα απ’τις ζωές των άλλων. Συνήθως σιχαίνεται τους ανθρώπους, σε σπάνιες όμως περιπτώσεις, τους αγαπάει πολύ. Από τα ιδρυτικά μέλη της περίφημης Λέσχης των Τιποτένιων. Κλειστό κλαμπ, που οι τόποι συνάντησης ορίζονται απ’τα μέλη, με κύρια ενδιαφέροντα το Ποδόσφαιρο και την Ιστορία. Κανόνας πρώτος: ποτέ δεν μιλάμε γιά τη Λέσχη.

*

Ο Ναύτης πέρασε την πόρτα του ναυστάθμου και περπάτησε την αυλή. Καθώς κατευθυνόταν στο κεντρικό κτίριο, τον είδε.
-Ρε ‘συ Τάσο, χρόνια και ζαμάνια.
Ο νεαρός άντρας που φορούσε στόλη διόπου τριετίας, γύρισε και τον κοίταξε.
Κανένα σημάδι αναγνώρισης.
-Συγνώμη, δεν σε θυμάμαι.
-Τι λες μωρέ μαλάκα, απάντησε απότομα ο Ναύτης. Μη μου πεις πως δεν θυμάσαι και τον Φάνη;
Οι τρεις τους ήταν συμφοιτητές, σπουδάζαν μουσική στο ίδιο ωδείο, μέχρι πριν λίγα χρόνια.
-Συγνώμη. Δεν θυμάμαι τίποτα. Είχα ένα σοβαρό ατύχημα με το μηχανάκι, και χτύπησα πίσω, στο κεφάλι, στο κέντρο της μνήμης. Δεν θυμάμαι τίποτα, ούτε την μάνα μου και τον πατέρα μου. Μόνο να παίζω μουσική. Αποφάσισα να κάνω μιά νέα αρχή και ήρθα εδώ, τριετής στη μπάντα.
Ο Ναύτης έμεινε ακίνητος, σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Δεν βρήκε τίποτα να του πει, τι σημασία είχε άλλωστε;
-Καλή τύχη φίλε, ψέλισε και του έδωσε το χέρι.
-Καλή τύχη και σε σένα αδερφέ, του ευχήθηκε ο Τάσος και απομακρύνθηκε –για πάντα-με γρήγορα βήματα.

*

-Goners είναι οι φευγάτοι, οι εκτροχιασμένοι, οι ζητιάνοι και οι ποιητές. Οι αναχωρητές. Αυτοί που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ’το ψέμα. Αυτοί που κλαίνε στους γάμους και γελάν στις κηδείες. Αυτοί που ζουν χωρίς το «ζωτικό τους ψεύδος», που θάλεγε και ο ποιητής.
-Και ποιά είναι η αλήθεια;
-Δεν ξέρω ποιά είναι η αλήθεια. Ούτε ο άνθρωπος ξέρω τι είναι.
-Καλά κρασά.
-Και ποιούς λέει goners ο Δημητράκης;
-Εμάς.

*

ΥΓ. Κυρίες και κύριοι η παράσταση αρχίζει. Οι άνθρωποι του τσίρκου έστησαν την τέντα και η μπάντα είναι κουρδισμένη και έτοιμη. Τα γεγονότα που αποτελούν τον Αόρατο Θίασο είναι φανταστικά όσο και πραγματικά. Θα τους ξαναβρούμε όλους, μέσα σ’αυτό το ταξίδι στο Χρόνο. Ο Κριστομπάλ και ο Κυριάκος, ο Βίκτωρας, ο Γιάννης και η Δανάη, ο Αλεμούρας και ο Πέτρος, ο Ηλίας, ο Σπύρος, το Ποπάκι, ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει παρέα με τον Άχαμπ, ο Κωστής και η Ρόζα Ροζαλία –καθισμένοι στην άκρη της, στολισμένης με μεγάλες ψηφίδες, μπάρας- ο κύριος Μότζο Ράισιν με τον Μπίλι δε Κιντ, ο Ιούδας Ισκαριώτης με την πιό καυτή μπάντα νότια του παραδείσου, ο Ρέλος και ο Τζοτζόμπας, η Πάπουτσκα, ο πάτερ Ανυπόμονος και ο Καπετάν Τζαβέλας και –φυσικά- ο Κίμωνας και ο Δημοσθένης. Όλοι τους είναι φανταστικές εκφάνσεις πραγματικών ανθρώπων, κομμάτια όλων μας, σκέψεις που κάναμε κάποιο βράδι, κοιτώντας απ’ το παράθυρο τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ο Χρόνος δεν έχει αρχή και τέλος. Μέσα του είμαστε όλοι και κανένας, θα ακούσουμε τον Αλβέρτο να φωνάζει από τα ψηλά τείχη της Τροίας. Θα βρούμε τον Γιάννη να αναρωτιέται μόνος, στο Βελιγράδι ή στη Λειψία: «γιατί να υπάρχουν τα Όντα και όχι το Τίποτα;»
«Είμαστε άνθρωποι που παίζουν ρόλους», θα δηλώσει ο Κριστομπάλ, πίνοντας το ποτό του σε ένα άθλιο μπουρδέλο, στη Νάπολη.
Και ο Κίμωνας θα απαντήσει: «Λάθος. Είμαστε ρόλοι που παίζουν ανθρώπους», ξετυλίγοντας, ακόμα μιά φορά, το κουβάρι των αλλόκοτων πραγμάτων.
Κυρίες και κύριοι, οι ηθοποιοί είναι έτοιμοι. Η παράσταση αρχίζει και η μαγική λέξη είναι «αποστασιοποίηση». Καλή διασκέδαση, είπε ο κομφερασιέ και η αυλαία σηκώθηκε.

Αντ’αυτών,



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα