8.ΟΙ ΤΡΕΙΣ.

Το παλιό αμερικάνικο αντιτορπιλικό –τύπου Fram- είχε δέσει μόλις πριν μία ώρα στο λιμάνι και από την γέφυρα, η θέα της πόλης ήταν εντυπωσιακή. Απλωνόταν κατά μήκος του κόλπου, με τα μοντέρνα κτιριακά συγκροτήματα ανακατεμένα με τα μεσαιωνικά σπίτια της παλιάς πόλης. Στο κέντρο της, στεκόταν ο τεράστιος καθεδρικός, σήμα κατατεθέν του μεγάλου λιμανιού της Μαγιόρκα.
Ο Ναύτης φορούσε γαλάζιο πουκάμισο και τζην παντελόνι. Ήταν έτοιμος να βγει βόλτα στην πόλη. Δεν είχε παρέα. Ο Σηματορός ανέβηκε στη γέφυρα. Οι δυό τους ήταν φίλοι, ίδια σειρά, «κληρούχες» όπως λένε οι φαντάροι. Ήταν Σεπτέμβρης, ένας ζεστός Σεπτέμβρης που θα τον ακολουθούσε ένας, ακόμα πιό ζεστός χειμώνας, γιά όλες τις χώρες που πήραν μέρος –με οποιονδήποτε τρόπο- στον Πόλεμο του Κόλπου.
Οι δυό φίλοι καπνίζαν, καθισμένοι στις καρέκλες του κυβερνήτη και του ύπαρχου. Η άδεια γέφυρα ήταν σκοτεινή και μόνο τα κίτρινα φώτα της πόλης που έμπαιναν απ’τα παράθυρα την φώτιζαν και επέτρεπαν να διαγράφονται οι σκιές μέσα στο χώρο.
Ξαφνικά, δύο κοπέλες μπήκαν, συνοδευόμενες από μερικούς άλλους ναύτες.
- Οι κοπέλες σε ζητάνε, είπε ένας τους στο Σηματορό με μία δόση ζήλειας.
- Θα βγούμε, είπε ο Σηματορός στο Ναύτη. Θάρθεις μαζί;
Οι δύο κοπέλες ήταν αδελφές, όμως δεν έμοιαζαν πολύ. Η μεγαλύτερη, η Μαρία, ήταν μελαχροινή, με σκούρα καφετιά μάτια και μαύρα μαλιά. Η μικρότερη, η Αδέλα, πόλυ λεπτοκαμωμένη, με κατάξανθα μαλιά στο χρώμα του ώριμου σταχυού, νερένια γαλάζια μάτια και δέρμα τόσο άσπρο, που γινόταν διάφανο και άφηνε να φαίνονται οι φλέβες κάτω από αυτό. Ήταν από την Σεβίλη και είχαν έρθει γιά διακοπές στο νησί.
Οι τέσερεις νέοι βγήκαν απ’το πλοίο. Διέσχισαν την περιοχή του λιμανιού περπατώντας πάνω στη φρέσκια άσφαλτο, που μαλάκωνε από την ζέστη του ήλιου. Είχε πολύ υγρασία και, καθώς εξατμιζόταν, έκανε την πόλη να μοιάζει με παραίσθηση.
Ο Ναύτης περπατούσε, συζητώντας με την Αδελαίδα και, πιό μπροστά, ο Σηματωρός με την Μαρία. Περπατήσαν ώρες την πόλη, έφαγαν πίτσα και ήπιαν καφέ στην πλατεία, μπροστά στην εκκλησία. Η Πάλμα ήταν όμορφη, σχεδόν τροπική, κατάληλη γιά να ερωτευτεί κάποιος. Η ώρα περνούσε γρήγορα. Οι ναύτες χαιρέτησαν τις κοπέλες και γύρισαν στο πλοίο.

*

Φτάσανε στη Σεβίλη από τον βορά, ξεκινώντας από την μεγάλη πολιτεία του Τομπόσο, ακολουθώντας τον Δρόμο του Ιππότη. Ήταν Αύγουστος και η Μάντσα ήταν κατάξερη. Την διασχίσανε από επαρχιακούς δρόμους, με το παλιό τους αυτοκίνητο –που δεν είχε κλιματισμό. Η θερμοκρασία ήταν σαράντα βαθμοί υπό σκιά. Περάσανε τον απέραντο ελαιώνα της Ανδαλουσίας, την Κόρντομπα -με την Μεσκίτα της- και την Γρενάδα και ένα αυγουστιάτικο ανδαλουσιανό απόγευμα, φτάσανε στη Σεβίλη. Μέρες τριγυρνούσανε στη χώρα, ψάχνοντας από πόλη σε πόλη την Ισπανία που είχανε στο μυαλό τους. Από το Φιγκέρες του Νταλί ως την προαρχαίκή Αλταμίρα, από την Βαρκελώνη της FAI ως την βασκική Ντονόστια, από τον Τάγο του Τολέδο ως την μεγάλη Κόρντομπα των Μόρων, τίποτα δεν ήταν στη θέση του, σαν να έλειπε κάτι –ένα βασικό συστατικό, ένα κομμάτι του παζλ.
Όμως εκεί, στην κατάξανθη Σεβίλη τα πράγματα είχαν μπει –επιτέλους- στην θέση τους.
Βγήκανε από την πανσιόν τους –που, όπως οτιδήποτε άλλο, θύμιζε σκηνικό λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας- και περπατήσανε μέχρι τον καθεδρικό, τον μεγαλύτερο γοτθικό ναό του κόσμου. Στην διαδρομή, παρατηρούσαν ομάδες ανθρώπων, που περπατούσαν προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Τους ακολούθησαν και φτάσαν στην αρένα. Αντίθετα με τα αναμενόμενα, μία συναυλία κλασικής μουσικής ήταν προγραματισμένη.
Περάσαν την αρένα και φτάσανε στο πρώτο μπαρ. Μπύρα, μπύρα, κόκκινο κρασί.
Κομμένο λουκάνικο και τυρί, λαρδί και φυσικά χαμόν –τα περίφημα τάπας.
Μιά πιτσιρίκα με ένα σκύλο μπήκε στο μπαρ.
-Αα, οι ηλικίες που μ’αρέσουν, είπε ο πρώτος.
-Είσαι παππούς της, είπε ο δεύτερος.
-Όταν η Αϊσέ παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ήταν εννιά.
-Εμείς είμαστε χριστιανοί.
-Μόρικο αίμα κυλάει στις φλέβες μου, σκύλε χριστιανέ. Μίλα γιά σένα.
-Ησυχάστε, είπε ο τρίτος. Τι σημασία έχει;

*

Ήταν Αύγουστος του 2006. Ο Χασάπης του Λιβάνου είχε πέσει σε βαθύ κώμα. Τον κρατούσαν στη «ζωή» με «μηχανική υποστήριξη». Η Βηρυτός ήταν ξανά αποκλεισμένη.
Ισραηλίτικα αεροπλάνα πετούσαν πάνω απ’το Λίβανο και χτυπούσαν –όπως και οι «σύμαχοι αμερικάνοι» μερικά χρόνια πριν, στο Βελιγράδι- αμάχους.
-Παράπλευρες απώλειες, δήλωσε η νέγρα κόρη του σκλάβου, που είχε γίνει υπουργός εξωτερικών.
-Ο διάβολος να πάρει την μαύρη ψυχή σας, γουρούνια Σταυροφόροι, είπε ο έφηβος Παλαιστίνιος και πάτησε το κουμπί.

*

Φύγαν απ’τη Μαγιόρκα το πρωί. Ο καιρός ήταν καλός, μα όταν περάσαν τη Σαρδηνία και φτάσαν στα στενά της Μεσσήνας, τεράστια κύματα αρπάξαν το τιμόνι. Ο Ναύτης κοίταξε τον Ασυρματιστή.
-Δέκα και ανεβαίνουμε, του απάντησε εκείνος.
-Ο διάβολος να πάρει, έφτυσε τις λέξεις ο Ναύτης, μαζι με το ταμπάκο που μασούσε. Με παίρνει αριστερά.
-Δώδεκα δεξιά, βρυχήθηκε ο κυβερνήτης, στρίβοντας τον καπνό στο ροζ χαρτάκι του.
-Γαμώ την μαύρη σου ψυχή, ψιθύρησε ο Ναύτης με τα μάτια καρφωμένα στο καρτίνι και γύρισε τη βαριά μπρούτζινη ρόδα δώδεκα μοίρες δεξιά.

*

Άφησαν πίσω τους το πρώτο μπαρ –γιά πάντα. Μπήκαν στο δεύτερο –ένα μικρό που τους άρεσε. Η συναυλία είχε τελειώσει, και οι κυρίες της Σεβίλλης -συνοδευόμενες απ’ τους ανδαλουσιανούς ιππότες τους- μπαίναν στα μπαρ γιά ένα ποτήρι κρασί.
-Τρες σερβέσας, είπε ο πρώτος.
-Σούμπιτο, αποκρίθηκε ο άνθρωπος πίσω απ’το μπαρ. Δόνδε έρες κομπανιέρος;
-Γριέγος, Ατένα, είπε ο δεύτερος. Ο κουβανέζικος κόνδορας πέταξε ψηλά, πάνω απ’την αρένα της Σεβίλλης.

*

Το στενό πολεμικό καράβι πέρασε τα Στενά –όχι χωρίς απώλειες. Οι λιγοστοί ναύτες που μπορούσαν να βγάλουν τη βάρδια, παραπατούσαν και πέφταν πάνω στα σπασμένα γυαλιά. Ο γιατρός, έραβε όλο το βράδυ. Αργά, πριν το ξημέρωμα, φάνηκε -φωσφορίζουσα- η Φάτα Μοργκάνα.

*

Ο Ασυρματιστής πήρε τηλέφωνο από τη Λευκωσία.
-Ευτυχισμένο το 2005.
-Να πάρει ο διάβολος την μαύρη σου ψυχή, αστειεύτηκε ο Ναύτης από την Αθήνα.
-Κεσάτια;
-Δεν ξέρεις τίποτα φιλαράκι.
-Ούτε ο άνθρωπος ξέρω τι είναι. Ξέρω την τιμή του μονάχα.
-Ο διάβολος να πάρει την μαύρη σου ψυχή, είπε ο Ναύτης και έκλεισε το κινητό.

*

-Ε του; Ρώτησε ο πρώτος.
-Νόρτε, λα Κορούνια, κομπανιέρος.
Ο μπάρμαν είχε μακριά –γιά στρατιωτικός- σπαστά μαλλιά και γαλήνια έκφραση.
-Κε πάσα κομπανιέρο;
-Μι μουχέρ, ανταλουσιάνα, απάντησε ο μπάρμαν και έγνεψε, γεμίζοντας το ποτήρι.
Γύρισε και την κοίταξε. Ξανθιά, σαν τσέχικη μπύρα, με γαλάζια μάτια, δέρμα σχεδόν διάφανο και τατουάζ χένας στο δεξί της χέρι.
-Ας βγάλουμε και κανένα λεφτό, σκέφτηκε κυνικά και σήκωσε την κάμερα.

*
-Παρακαλώ;
-Η Ελένη γένησε. Πάρε την Νατάσσα και έλα.
Μπήκανε στο Μικρό Μπαρ. Ο μπάρμαν ζέσταινε στο γκαζάκι μακαρόνια γιά κάποιο φίλο.
-Ρούφα, του είπε και του άναψε το πούρο με ένα σπίρτο.
Εκείνος τράβηξε μιά ρουφηξιά και χαμογέλασε συγκαταβατικά. Το πούρο ήταν ξερό, πολυκαιρισμένο.
-Πως και δεν έχεις φίλους;
-Δεν έχω να τους πάω πουθενά.

-Πεινάω, είπε η Νατάσσα και εκείνος πάτησε το φρένο. Τα ταμπούρα του παλιού Μίνι Κούπερ στρίγκλησαν και το αυτοκίνητο σταμάτησε.
-Δύο με σουβλάκι, απ’όλα.
-Αμέσως, είπε ο καντινιέρης, κοιτάζοντας την οκτάιντση τηλεόραση.
Κοίταξε τα τροχιοδεικτικά, που χτυπούσαν την πόλη. Γιά μιά στιγμή, όλα τριγύρω έγιναν ξένα.
-Ποιά πόλη είναι αυτή;
-Οι σκύλοι ρίχνουν στη Βαγδάτη. Απ’όλα είπες, έτσι;
-Έτσι.

*

Περάσαν τα Στενά.
-Θα κάνουμε Χριστούγενα στην Ελλάδα.
-Έχω τα γενέθλιά μου, στις δεκαοχτώ.
-Και του χρόνου σπίτια μας.
-Πρώτα ο θεός.
-Γαμώ το σπίτι σου χριστιανέ.

*

Φύγαν και απ’το δεύτερο μπαρ. Ακολούθησαν το Μεγάλο Ποτάμι. Κάθησαν στην όχθη κοιτάζοντας ένα ζευγαράκι που αγκαλιάστηκε μπροστά στην γέφυρα.
-Δεν υπάρχει Ντουέντε, είπε ο πρώτος.
Οι Σεβιλιάνες χόρευαν φλαμένγκο στα μπαρ, γιά τους τουρίστες.
-Έχεις δίκιο, είπε ο δεύτερος, δεν υπάρχει Ντουέντε.
-Αντίο Ματωμένο Ποτάμι του Λόρκα, είπε ο τρίτος.

*
Εμφάνισε τις φωτογραφίες.
-Ώρα να βγάλουμε και κάνα λεφτό, μονολόγησε κυνικά.
Η ξανθιά σεβιλιάνα, με το τατουάζ χένας στο χέρι, κάτι του θύμιζε.
-Να πάρει ο διάβολος την μαύρη μου ψυχή, είπε και βγήκε.

*

-Ο Χρόνος δεν υπάρχει, είπε ο Αλβέρτος της Ουρ και έστριψε το μουστάκι του.
-Έχεις δίκιο, είπε ο Ναύτης και μπήκε στο μπαρ.
-Όλα. Κόμο σε γιάμα;
-Αδέλα, είπε εκείνη και του πρότεινε το χέρι της, βαμμένο με χένα.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα