3.ΤΟ ΤΡΕΝΟ.

Πάντα μου άρεσαν τα ταξίδια με το τρένο. Το πρώτο ταξίδι μου ήταν Αθήνα-Λάρισα, το 1985- όταν δηλαδή η λέξη τρένο γραφόταν με «αι». Ακόμα δεν ξέρω ποιό είναι σωστό «τρένο» ή «τραίνο». Νομίζω και τα δύο. Τα τρένα μου θυμίζουν τα απαρέμφατα-«απαγορεύεται το καπνίζειν, το πτύειν, το κύπτειν έξω». Μου θυμίζουν επίσης τα πλοία.
Ο μονότονος, επαναλαμβανόμενος θόρυβος των τροχών στις ράγες -θόρυβος που οφείλεται στις ενώσεις των σιδηρογραμμών- μοιάζει με τον χαυνωτικό ήχο των μηχανών του πλοίου. Ένα ακόμα κοινό των δύο μέσων μεταφοράς είναι ο χρόνος. Πραγματικά, γιά ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να διαθέσει πολύ περισσότερο χρόνο από ότι γιά ένα συνηθισμένο ταξίδι με αεροπλάνο. Η ανταμοιβή του ταξιδιώτη γιά τον «χαμένο χρόνο» είναι το πολύ φθηνότερο ναύλο και -βέβαια- το ταξίδι.

Το ταξίδι ξεκίνησε -κατά σύμπτωση- από την Λάρισα. Καθόμουν με τον Γιάννη στη Νυχτερίδα και συζητούσαμε με την υπόλοιπη παρέα γιά τον εκπληκτικό τελικό του Champions League, που είχε γίνει δυό μήνες πριν στην Istabul (αναφέρομαι βέβαια στο παιγχνίδι Milan-Liverpool). Η συζήτηση -με την απαραίτητη συνοδεία πρόβειων παϊδιών και κόκκινου κρασιού- μοιραία έφτασε στα τρένα.
«Και που θα πας τώρα; Πίσω στην Αθήνα;» με ρώτησε ο Στέλιος.

Την άλλη μέρα το πρωί πήγα όμορφα-όμορφα στα γραφεία του ΟΣΕ, έβγαλα με 80 ευρώ ένα εισητήριο Bulkan Flexipass δεύτερης θέσης -120 ώρες τρένο μέσα στο μήνα γιά Ελλάδα, Τουρκία, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία- και νάμαι στις 8:30 το βράδυ στον σταθμό να περιμένω το τρένο γιά Θεσσαλονίκη, κουβαλώντας ένα σακίδιο πλάτης με τα λιγοστά μου ρούχα, την φωτογραφική μου μηχανή και ένα δανεικό sleeping bag. Συμβουλεύτηκα τον οδηγό τσέπης με τα δρομολόγια των τρένων στην Ευρώπη και αποφάσισα να ξεκινήσω τον γύρο από την Βάρνα. Κάθισα αναπαυτικά στο παλαιού τύπου κουπέ και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το τρένο άφηνε πίσω τα βουνά και τον κάμπο και στις 22:30 έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Βγήκα από τον σταθμό γιά έναν γρήγορο καφέ σε κάποιο από τα μαγαζιά που διανυκτέρευε. Στις 00:04 τρένο γιά Βουδαπέστη.

Έλεγχος εισιτηρίων. Δρομολόγιο πρώτο: Θεσσαλονίκη-Βάρνα μέσω Σόφιας.
Ταξιδεύω με έναν αγέλαστο Βούλγαρο γύρω στα τριάντα που κοιμάται. Στον διάδρομο ένας νεαρός αμερικάνος, υπερόπτης και θρασύς, απαιτεί από τον ελεγκτή να ανοίξει το κλειδωμένο κουπέ που όμως είναι γιά το προσωπικό του τρένου. «Κάτσε στη θέση σου» τον διατάζει ο ελεγκτής άγρια σε άπταιστα ελληνικά. Κατά τις 02:30 φτάνουμε στα σύνορα, στον Προμαχώνα. Έλεγχος διαβατηρίων. Τρεις άντρες αναγκάζονται να κατέβουν. Οι ελεγκτές μαζί με τους συνοριοφύλακες κάνουν μεγάλο καψόνι στον θρασύ αμερικάνο φωνάζοντάς του στα ελληνικά ότι δεν έχει βίζα. Εκείνος, τρομοκρατημένος, επαναλαμβάνει συνέχεια ότι είναι αμερικάνος πολίτης και ζητάει κάποιον που να μιλάει αγγλικά. Το καψόνι συνεχίζεται, καθώς ένας ελεγκτης του εξηγεί στα αγγλικά ότι πρέπει να γυρίσει στη Θεσσαλονίκη γιά να πάρει βίζα από το προξενείο του. Μετά από ένα -ομολογουμένως διασκεδαστικό- δεκάλεπτο τον αφήνουν να επιβιβαστεί ξανά και το τρένο ξεκινάει. Στις 03:20 φτάνουμε στα Κουλάτα. Ξανά έλεγχος διαβατηρίων. Το ταξίδι συνεχίζεται ομαλά και στις 08:10 φτάνουμε στη Σόφια. Κατεβαίνω.

Πίνακας ανακοινώσεων. Η ανταπόκριση γιά Βάρνα είναι στις 09:15. Αλλάζω 20 ευρώ γιά περίπου 40 λέβ και κάθομαι γιά καφέ σε κάποιο από τα μαγαζάκια του υπόγειου σταθμού. Γύρω μου, άνθρωποι πρωϊνοί, πίνουν τον πρώτο καφέ της μέρας πριν πάνε γιά δουλειά. Μία ηλικιωμένη κυρία, που φοράει ένα λουλουδάτο σλάβικο φόρεμα, πλησιάζει κρατώντας μιά πλαστική σακούλα. Ένας μεγαλόσωμος κανελί σκύλος την παρακολουθεί κουνώντας την ουρά του. Η γυναίκα χαϊδεύει τον σκύλο, ανοίγει την σακούλα και βγάζει μερικά κόκκαλα.

Επιβιβάζομαι στο τρένο γιά την Βάρνα. Γύρω μου χωριά και πεδιάδες. Από το μπροστινό βαγόνι που είμαι, μπορώ να δω στις στροφές τα υπόλοιπα βαγόνια του τρένου, που μοιάζει με τεράστιο φίδι. Πιάνω συζήτηση με τους συνεπιβάτες μου, έναν φοιτητή αρχαιολογίας που πηγαίνει στο χωριό του και έναν δικηγόρο που ταξιδεύει γιά κάποιο δικαστήριο.
Κατεβαίνει πρώτος ο φοιτητής και λίγο αργότερα ο δικηγόρος.
«Αν ποτέ χρειαστείς δικηγόρο στη Σόφια πάρε με» μου λέει και μου δίνει την κάρτα του.
Τον ευχαριστώ καθώς σκέφτομαι όλους αυτούς τους «φίλους μίας χρήσης» που συναντάει κάποιος ταξιδεύοντας. Το τρένο πλησιάζει στον σταθμό κατά τις 19:00, περνώντας μέσα από μιά τεράστια πεδιάδα, λουσμένη στο απογευματινό φως του Ιούνη. Δεξιά, από το παράθυρο, αντικρύζω δεκάδες σταθμευμένα βαγόνια και πιό πέρα το μεγάλο λιμάνι, με τα αραγμένα εμπορικά.

Η Βάρνα, μιά παλιά, αρχοντική πόλη της Μαύρης Θάλασσας. Στους δρόμους με τα αριστοκρατικά σλάβικα κτίρια και τις δεντροστοιχίες, γλάροι προσγειώνονται στους κάδους αποριμάτων, ψάχνοντας στα σκουπίδια. Στο κέντρο της πόλης, ένας μεγάλος πεζόδρομος, γεμάτος μαγαζιά με ρούχα, ηλεκτρονικά είδη, σινεμά και καφετέριες.
Στο τέλος του πεζόδρομου ένα από τα πιό μεγάλα πάρκα που έχω δει ποτέ, το Primorski Park. Το πάρκο αυτό έχει μήκος οκτώ χιλιόμετρα και είναι μιά φαρδιά λωρίδα-πλάτους περίπου ενός χιλιομέτρου -που σαν ζώνη απλώνεται κατά μήκος της τεράστιας αμμουδερής παραλίας της Βάρνας. Μέσα στο πάρκο -που το λένε και Seaside Park-υπάρχουν αγάλματα και μνημεία, παρτέρια με λουλούδια, μικροπωλητές και υπαίθριες καντίνες, ένας ζωολογικός κήπος, μία έκθεση ερπετών και το Δελφινάριο.
Από κάτω βλέπω τα μαγαζιά της παραλίας -που σχεδόν έχουν αποκλείσει την πρόσβαση στη θάλασσα- και το λιμάνι. Δωμάτιο σε σπίτι στον πεζόδρομο, 20 λεβ την ημέρα.
Βραδυνή βόλτα στην πόλη και μπύρα σε μπυραρία στο κέντρο. Ενάμιση λεβ το ποτήρι.

Επόμενη μέρα. Ξύπνημα στις 8:30. Ψιλοβρέχει. Πρωϊνός καφές στην πλατεία και έρευνα στα πρακτορεία λεωφορείων γιά δρομολόγια προς Κοστάντζα. Τζίφος. Το μοναδικό λεωφορείο φεύγει κάθε Τρίτη πρωί και σήμερα είναι Τετάρτη. Βόλτα στο λιμάνι και στις 16:00 πίσω στον σταθμό των τρένων.

«Θα πάρετε το τρένο των 19:00 γιά το Ρούσε -μιά κωμόπολη στα σύνορα με τη Ρουμανία- και από εκεί τρένο γιά Βουκουρέστι» μου εξηγεί η υπάληλος στις πληροφορίες.
«Και τι ώρα φτάνει το τρένο στο Ρούσε;»
«Στις 22:30».
«Και το τρένο γιά Βουκουρέστι;»
«Η ανταπόκριση είναι στις 04:10».

Σε ένα τέτοιο ταξίδι οι πολύωρες αναμονές είναι το πιό κουραστικό μέρος του. Αυτό συμβαίνει όταν βρίσκεσαι σε μία πόλη σαν την Βάρνα, πολύ μακριά από την πρωτεύουσα ή άλλο μεγάλο κόμβο και γιά να μην ξανακάνεις το βαρετό ταξίδι προς τα πίσω αποφασίζεις να περάσεις τα σύνορα με τοπικά τρένα.

Βράδυ στο Ρούσε λοιπόν. Το τρένο έφτασε στο σταθμό -ένα τεράστιο, καταθλιπτικό κτίριο, σοβιετικού ρυθμού. Κατέβηκα τα σκαλιά της εισόδου και αντίκρυσα έναν μεγάλο αφώτιστο δρόμο, ένα ταξί και μιά παρέα αστέγων.
Πέρα μακριά, πολλά χιλιόμετρα από το σταθμό, τα φώτα της πόλης. Λαγοκοιμήθηκα σε ένα βρώμικο παγκάκι μπροστά από τον έλεγχο διαβατηρίων και στις 4:15 πήρα το τρένο γιά Βουκουρέστι.

Όταν κατέβηκα στον σταθμό -λίγο πριν τις 07:00- συνειδητοποίησα την τεράστια οικονομική διείσδυση της Ελλάδας στις χώρες των Βαλκανίων. Μικρογεύματα Γρηγόρης, Γερμανός, τράπεζα Πειραιώς, Εθνική τράπεζα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Ένα made in Greece καπιταλιστικό όργιο γύρω μου.
Οι πληροφορίες του σταθμού ήταν κλειστές. Άλλαξα 30 ευρώ με ρουμάνικα λέι -36.000 λέι το ένα ευρώ- και κατευθύνθηκα στο εκδοτήριο εισητηρίων γιά Κοστάντζα.
Εκεί έκανα ένα μεγάλο λάθος γιά κάποιον που ταξιδεύει: άφησα ένα «λαμόγιο» να με «ψαρέψει».
«Γιά τι πράγμα ψάχνετε; Μπορώ να σας βοηθήσω;» είπε το λαμόγιο με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.
«Όχι, ευχαριστώ. Πηγαίνω στην Κοστάντζα» απάντησα.
«Μα τα τρένα έχουν απεργία».
Πλησίασα στο γκισέ και ρώτησα την υπάληλο. Πραγματικά, τα τρένα είχαν απεργία. Τα περισσότερα δρομολόγια είχαν ακυρωθεί και το μοναδικό τρένο γιά Κοστάντζα έφευγε στις 18:00 κάθε μέρα. Αποφάσισα να μείνω μία τουλάχιστον μέρα στο Βουκουρέστι.
«Ξέρεις κανένα φτηνό ξενοδοχείο;» ρώτησα το λαμόγιο.
«Βεβαίως, ένα δεκάλεπτο από εδώ».
«Με τα πόδια;» ρώτησα αφελώς.
«Όχι βέβαια, με ταξί».
Βγήκαμε από τον σταθμό και πέσαμε πάνω σε έναν ψηλό, μαυριδερό ρουμανοτσιγγάνο ταξιτζή.
«Πόσα λεφτά θες γιά να μας πας εκεί;» τον ρώτησα.
«Όσα γράψει το ταξίμετρο» είπε το λαμόγιο, γιατί ο άλλος δεν μιλούσε αγγλικά.
«Και πόσα περίπου θα γράψει το ταξίμετρο;» ξαναρώτησα φέρνοντας στο νου μου έναν άλλο ταξιτζή στην Πράγα που μας είχε πάρει κάποτε 9.000 δραχμές γιά μιά αντίστοιχη διαδρομή.
«Μην ανησυχείς. Εδώ είμαστε τίμιοι άνθρωποι» μου είπε το λαμόγιο και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα.
Έβαλα τον σάκο μου στο πορτ-μπαγκάζ, κάθισα στο πίσω κάθισμα και ξεκινήσαμε.
Σε τρία λεπτά, το ταξίμετρο είχε γράψει 580.000 λέι.
«Τόσα χρωστάω μέχρι εδώ;» ρώτησα το λαμόγιο.
«Ναι» μου απάντησε με φυσικότητα.
«Πες του να σταματήσει, δεν τον πληρώνω»
Ο ταξιτζής -που αυτό το τελευταίο το κατάλαβε- άρχισε να φωνάζει και να με απειλεί δειχνοντάς μου τις γροθιές του. Το χέρι του κινήθηκε προς το ντουλαπάκι.
«Πάμε στην αστυνομία» του είπα με φανερή άγνοια κινδύνου.
«Εντάξει» είπε εκείνος, όμως σε ένα μικρό δρόμο έστριψε δεξιά και σταμάτησε.
«Πληρωσέ με μέχρι εδώ και φύγε» είπε ο ταξιτζής που έμαθε ξαφνικά αγγλικά.
«Δεν σου δίνω δεκάρα. Πάμε στην αστυνομία» απάντησα.
«Πάρε δρόμο» φώναξε.
Άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ γιά να πάρω το σάκο μου και κλείνοντας, σήκωσε το ξύλινο κοντάρι που κρατούσε το καπώ ανοιχτό, με πρόθεση να με χτυπήσει. Τον κοίταξα στα μάτια, έβαλε το ξύλο μέσα, με έφτυσε στο πρόσωπο και έφυγε.

Είχα αρχίσει να διασκεδάζω. Περπάτησα μέχρι τον σταθμό -ήταν πολύ κοντά- ξανά στο γκισέ γιά Κοστάντζα. Πουθενά το λαμόγιο, ο ταξιτζής όμως στο πόστο του.
Πήγα αμέσως στο αστυνομικό τμήμα του σταθμού. Βρήκα έναν αξιωματικό με πολιτικά που μιλούσε αγγλικά και του εξήγησα την κατάσταση.
«Πάμε» μου είπε παίρνοντας μαζί δύο ένστολους αστυφύλακες «εσύ μόνο θα τον δείξεις».
Μόλις μας είδε ο ταξιτζής πάγωσε.
«Αυτός είναι» είπα και σήκωσα σαδιστικά το δάχτυλο.
Οι αστυνομικοί περάσαν χειροπέδες στον ταξιτζή και κατευθυνθήκαμε όλοι μαζί στο τμήμα όπου έκανα μιά ενυπόγραφη καταγγελία στα αγγλικά.
Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά οι «γάτοι» αστυνομικοί φέραν και το λαμόγιο.
«Αυτός σε πείραξε;» με ρώτησε ο αξιωματικός.
«Όχι» του είπα με κάθε ειλικρίνεια.
«Ας τον αφήσουμε να ζήσει» αστειεύτηκε ο αξιωματικός.
«Μόνο γιά σήμερα» απάντησα κοιτάζοντας το λαμόγιο, που είχε κοκκινήσει.

Η ώρα ήταν έντεκα. Βγήκα από τον σταθμό και άρχισα να περπατάω την πόλη. Το Βουκουρέστι είναι μία μάλλον απρόσωπη πόλη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Το ιστορικό κέντρο έχει καταστραφεί και τα -υψηλής αισθητικής- κτίρια που έχουν διασωθεί από βομβαρδισμούς, σεισμούς και σοβιετικού τύπου αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις είναι λίγα και διάσπαρτα. Τα τεράστια πάρκα της όμως, έχουν κάνει την πόλη διάσημη. Πνεύμονες οξυγόνου, με πάρα πολλά δέντρα, με καφετέριες και μπυραρίες, με τεχνητές λίμνες και ενοικιαζόμενα θαλάσσια ποδήλατα και βέβαια με την απαραίτητη περιοχή των σκακιστών.

Στις 17:30 γύρισα στον σταθμό. Ανέβηκα στο τρένο γιά Κοστάντζα. Διακόσια εξήντα χιλιόμετρα, τρείς ώρες δρόμος. Περισσότερη από την μισή διαδρομή, το τρένο την κάνει σε ψηλές, σιδερένιες γέφυρες, διασχίζοντας ένα μέρος του τεράστιου δέλτα του Δούναβη. Όρθιος, στο παράθυρο έβλεπα το αρχιπέλαγος του δέλτα, με τα δεκάδες νησάκια, τις μαούνες που μετέφεραν ξυλεία, τα χωριά στις όχθες του ποταμού και τα φορτηγά τρένα που ταξίδευαν προς την αντίθετη κατεύθυνση μεταφέροντας προπάνιο και πετρέλαιο. Στις 21:00 φτάσαμε στην Κοστάντζα. Πήρα λεωφορείο από τον σταθμό και κατέβηκα στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Αφού έψαξα κάμποση ώρα γιά φτηνό ξενοδοχείο, συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Κοστάντζα. Κατέληξα σε ένα παλιό ξενοδοχείο με τρύπιες -αλλά καθαρές-πετσέτες και 40 ευρώ την ημέρα. Βγήκα γιά hot-dog και μπύρα. Στην τοπίκη pub ένας πεντάχρονος πιτσιρικάς διεκδίκησε -χωρίς επιτυχία- το κομπολόι μου. Η -άλλοτε αρχοντική -πόλη μύριζε υγρασία και εγκατάλειψη.
Γύρισα στο ξενοδοχείο. Καθώς διαπραγματευόμουν με την υπάληλο της ρεσεψιόν το αυριανό πλύσιμο των ρούχων μου άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Γύρισα και την είδα.
Απαστράπτουσα, εκθαμβωτική, διέσχιζε το χωλ πηγαίνοντας προς τις σκάλες, με ένα γεναιόδωρο χαμόγελο στο πρόσωπο και τα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στα δικά μου. Έκανα μισή περιστροφή γύρω από τον άξονά μου παρακολουθώντας την να ανεβαίνει τη σκάλα.
«Γκλουπ» είπα εύγλωτα στην πενηντάρα υπάληλο που είχε έναν αέρα εγκατάλειψης παρόμοιο με της πόλης.
«Ένας τσέχικος θίασος. Θα δώσει μιά παράσταση αύριο, στο θέατρο, εδώ κοντά. Ελπίζω να μην σας ενοχλήσουν» είπε η υπάληλος απολογούμενη.
«Είμαι λάτρης της τέχνης» απάντησα με χαμόγελο.
«Περίεργο που χαμογελάτε. Κανείς δεν χαμογελάει σε αυτή την πόλη» μου είπε με θλιμένο ύφος.
Ανέβηκα στο δωμάτιό μου σκεπτόμενος να μείνω μιά μέρα ακόμα γιά την παράσταση.
«Σπουδαίο πράγμα αν κλέψεις μιά μόνο ματιά από τέτοια γυναίκα» θυμήθηκα τον Διονύση να λέει και αποφάσισα να φύγω.

Την επόμενη μέρα έβρεχε. Έκανα μιά μεγάλη βόλτα στο λιμάνι, ήπια καφέ στο καζίνο -ένα θαυμάσιο αυτοκρατορικό κτίριο- πέρασα από το μουσείο όπου έμαθα ότι το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Τόμις -όταν ακόμα ήταν αποικία των Ελλήνων- πήρα τα πλυμμένα μου ρούχα και επιβιβάστηκα στο τρένο γιά Βουκουρέστι.

Διαδρομή δεύτερη: Κοστάντζα- Μπράσοφ.
Κάπου εκεί, ψηλά στην Τρανσυλβανία, ο γιός του δράκου με περίμενε.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα