5.Η ΚΗΔΕΙΑ

Αργά την νύχτα έφτασε η σωρός στη Βαρκελώνη. Είχε βρέξει όλη την μέρα και τα αυτοκίνητα που συνόδευαν το φέρετρο ήταν γεμάτα λάσπη. Η μαυροκόκκινη σημαία που σκέπαζε τη νεκροφόρα ήταν βρώμικη.

Στο κτίριο των αναρχικών, που μέχρι την επανάσταση ήταν έδρα του βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου της Βαρκελώνης, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από το προηγούμενο βράδυ. Κατά μαγικό τρόπο όλα ήταν έτοιμα στην ώρα τους. Ο στολισμός ήταν απλός, χωρίς καμιά επιτήδευση ή στόμφο. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μαυροκόκκινο πανί, ένα βάθρο στα ίδια χρώματα, μερικά πολύφωτα, λουλούδια και στεφάνια.Αυτό ήταν όλο. Στις δυό πλαϊνές πόρτες, από τις οποίες θα περνούσε το πλήθος που πενθούσε, ήταν κρεμασμένα, κατά το ισπανικό έθιμο, μεγάλα πανώ που πάνω τους διάβαζες: «Ο Ντουρούτι σας καλωσορίζει» και «Ο Ντουρούτι σας αποχαιρετά».

Άντρες της πολιτοφυλακής φρουρούσαν το φέρετρο με το όπλο παραπόδα. Εκείνοι που τον είχαν φέρει από την Μαδρίτη, τον κουβάλησαν μέχρι μέσα στην αίθουσα. Κανείς δεν σκέφτηκε να τους ανοίξει τις μεγάλες μπροστινές πόρτες, κι έτσι αναγκάστηκαν να στριμωχτούν περνώντας μέσα από μιά μικρή πλαϊνή πόρτα. Γιά να ανοίξουν δρόμο, μέσα από το πλήθος που είχε κατακλύσει τον χώρο μπροστά στο κτίριο, κατέβαλαν πολύ κόπο. Από τις στοές της εισόδου που είχαν μείνει αστόλιστες, κοίταζαν διάφοροι περίεργοι.

Υπήρχε μιά ατμόσφαιρα προσμονής, όπως σε ένα θέατρο. Μερικοί κάπνιζαν. Πολλοί είχαν βγάλει τα καπέλα τους, ενώ άλλοι ούτε το είχαν σκεφτεί καν. Γινόταν θόρυβος. Πολιτοφύλακες που γύριζαν από το μέτωπο, καλοσορίζονταν από φίλους τους. Οι σκοποί προσπαθούσαν να απωθήσουν τους συγκεντρωμένους. Κι αυτό γινόνταν όχι χωρίς θόρυβο. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος γιά την τελετή έδινε τις οδηγίες του. Κάποιος σκόνταψε και έπεσε πάνω σ’ένα στεφάνι. Ένας απ’αυτούς που είχαν κουβαλήσει το φέρετρο, άναβε προσεκτικά την πίπα του την ώρα που σηκωνόταν το καπάκι. Το πρόσωπο του Ντουρούτι βρισκόταν κάτω από ένα γυάλινο σκέπασμα πάνω σε άσπρο μεταξωτό, τυλιγμένο σε ένα άσπρο σάλι, που του έδινε την εμφάνιση Άραβα.

Το σκηνικό ήταν κωμικοτραγικό. Έμοιαζε πολύ με χαρακτικό του Γκόγια. Το περιγράφω έτσι όπως το έζησα, γιατί δίνει μιά εικόνα τι συγκινεί τους Ισπανούς. Ο θάνατος στην Ισπανία είναι σαν το φίλο, το σύντροφο, σαν κάποιον εργάτη που ξέρει κανείς από το χωράφι ή το εργαστήρι. Σαν έρθει, δεν κάνει κανείς ιδιαίτερες φασαρίες. Αγαπά τους φίλους του μα δεν τους ενοχλεί. Μπορούν να έρχονται και να φεύγουν όποτε τους αρέσει. Ίσως αυτό να είναι η παλιά μοιρολατρία των Μαυριτανών που εμφανίζεται και πάλι, χαμένη εδώ και χρόνια κάτω από τις τελετουργίες της καθολικής εκκλησίας.

Ο Ντουρούτι ήταν ένας φίλος. Είχε πολούς φίλους. Είχε γίνει το είδωλο ενός ολόκληρου λαού. Αγαπήθηκε πολύ και ειλικρινά και όλοι όσοι είχαν έρθει αυτή την ώρα θρηνούσαν τον χαμό του και του’φερναν το σεβασμό τους. Κι όμως, εκτός απ’τη γυναίκα του, μιά Γαλλίδα, είδα μόνο έναν άνθρωπο να κλαίει: μιά γριά καθαρίστρια, που είχε δουλέψει σ’αυτό το κτίριο όταν ακόμα οι έμποροι και οι βιομήχανοι πηγαινοέρχονταν εκεί μέσα, και που, ίσως, δεν τον είχε συναντήσει ποτέ της. Οι άλλοι ένιωθαν τον θάνατό του σαν ένα φριχτό, αναντικατάστατο χαμό, αλλά εκδήλοναν τα αισθήματά τους χωρίς καμιά επισημότητα. Το να σωπάσουν, να βγάλουν τα καπέλα τους ή να σβήσουν τα τσιγάρα τους, θα τους ήταν εξίσου υπερβολικό όπως αν υψώνονταν σταυροί και αγιασμοί ράντιζαν την ατμόσφαιρα.

Χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν στη διάρκεια της νύχτας μπροστά από το φέρετρο του Ντουρούτι. Περίμεναν σε τεράστιες ουρές κάτω από τη βροχή. Ο φίλος τους και ηγέτης τους ήταν νεκρός. Δεν τολμώ να αποφασίσω ποιό κομμάτι στα συναισθήματά τους έπιανε ο πόνος και πιό η περιέργεια. Γιά ένα όμως είμαι σίγουρος: εκείνο που τους ήταν ολότελα ξένο, ήταν ο σεβασμός προς τον θάνατο.

Η κηδεία έγινε το άλλο πρωί. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι η σφαίρα που σκότωσε τον Ντουρούτι χτύπησε την Βαρκελώνη στην καρδιά. Ένας στους τέσσερεις κατοίκους της ακολούθησε το φέρετρο. Οι μάζες που γέμιζαν τα πεζοδρόμια, κοιτούσαν απ’τα παράθυρα, τις ταράτσες, κι ήταν σκαρφαλωμένες ως και στα δέντρα της Ράμπλας, δεν ήταν μέσα σ’αυτό τον αριθμό. Όλα τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς εξαίρεση, είχαν καλέσει τους οπαδούς τους. Δίπλα στις σημαίες των αναρχικών κυμάτιζαν οι σημαίες όλων των αντιφασιστικών ομάδων της Ισπανίας. Ήταν ένα μεγαλειώδες, υπέροχο και παράξενο θέαμα: γιατί κανείς δεν είχε καθοδηγήσει, οργανώσει, βάλει σε τάξη όλον τούτο τον κόσμο. Τίποτα δεν γινόταν όπως έπρεπε. Επικρατούσε ένα απερίγραπτο ανακάτωμα.

Το ξεκίνημα της πομπής είχε οριστεί γιά τις 10. Μιά ώρα πριν ήταν τελείως αδύνατο να φτάσεις στο κτίριο της περιφερειακής επιτροπής των αναρχικών. Κανένας δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο που θα περνούσε η κηδεία. Οι αντιπροσωπείες όλων των εργατικών οργανώσεων της Βαρκελώνης πλησίαζαν, διαλύονταν και έκλειναν το δρόμο η μιά στην άλλη, απ’όλες τις μεριές. Μιά ίλη ιππικού και μιά ομάδα μοτοσυκλετιστών που επρόκειτο να ηγηθούν της πομπής, βρέθηκαν αποκλεισμένες και τριγυρισμένες από πλήθη εργατών. Παντού έβλεπε κανείς αμάξια σκεπασμένα με στεφάνια, που είχαν αποκλειστεί και δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω. Με πολύ κόπο ανοίχτηκε ένας δρόμος γιά να μπορέσουν οι υπουργοί να φτάσουν στο φέρετρο.

Στις δέκα και μισή το φέρετρο του Ντουρούτι, σκεπασμένο με μιά μαυροκόκκινη σημαία, εγκατέλειπε το κτίριο των αναρχικών πάνω στους ώμους πολιτοφυλάκων της φάλαγγάς του. Τα πλήθη σήκωσαν τη γροθιά γιά τον ύστατο χαιρετισμό. Ο ύμνος των αναρχικών ακούστηκε από παντού: Hijos del pueblo, Παιδιά του λαού. Ήταν μιά στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Γιά κάποιο περίεργο όμως λόγο ή ίσως και από απροσεξία, κάποιος είχε καλέσει δυό ορχήστρες. Η μιά έπαιζε πολύ σιγά, η άλλη πολύ δυνατά. Δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν να παίξουν στον ίδιο τόνο. Οι μοτοσυκλέτες ούρλιαζαν, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν, οι αξιωματικοί έδιναν διαταγές με σφυρίγματα και αυτοί που κρατούσαν το φέρετρο δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε βήμα προς τα εμπρός. Ήταν κάτι το απίθανο μέσα σ’αυτό το χάος να σχηματίσεις πορεία. Οι δυό ορχήστρες έπαιξαν το ίδιο τραγούδι ακόμα μιά φορά. Πολλές φορές. Είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να συγχρονιστούν. Άκουγες τους ήχους αλλά δεν μπορούσες να διακρίνεις τη μελωδία. Ακόμη και τώρα έβλεπες γύρω γύρω σηκωμένες γροθιές.

Επιτέλους βουβάθηκε η μουσική, οι γροθιές έπεσαν και ακουγόταν μόνο το βουητό της μάζας, που στο κέντρο της, πάνω στους ώμους των συντρόφων του, αναπαυόταν ο Ντουρούτι.

Πέρασε το λιγότερο μισή ώρα ώσπου να ανοιχτεί λίγο ο δρόμος και να κινηθεί η πορεία. Μέχρι να φτάσει στην πλατεία της Καταλωνίας, που απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα πέρασαν αρκετές ώρες. Οι έφιποι ακολουθούσαν ο καθένας το δρόμο του και οι μουσικοί διαλυμένοι μέσα στο πλήθος προσπαθούσαν να ξανασυγκεντρωθούν. Τα αυτοκίνητα που είχαν χάσει το δρόμο τους, προσπαθούσαν με την όπισθεν να βρούν διέξοδο. Τα αυτοκίνητα με τα στεφάνια προσπαθούσαν να χωθούν στην πορεία από πλάγιους δρόμους. Ο καθένας ούρλιαζε όσο πιό δυνατά μπορούσε.

Όχι, αυτή δεν ήταν κηδεία βασιλιά. Ήταν μιά κηδεία που την είχε πάρει στα χέρια του ο λαός. Δεν υπήρχαν οδηγίες, όλα γινόντουσαν αυθόρμητα. Το απρόοπτο κυριαρχούσε. Ήταν απλά μιά αναρχική κηδεία και κει βρισκόταν όλη της η μεγαλοπρέπεια. Είχε τις περίεργες όψεις της, αλλά το μεγαλείο της, ένα μοναδικό, βαθύ μεγαλείο, δεν το έχανε ποτέ.

Στη βάση της στήλης του Κολόμβου, όχι μακριά από τη θέση όπου κάποτε είχε αγωνιστεί και πέσει ο καλύτερος φίλος του Ντουρούτι, εκφωνήθηκαν οι επικήδειοι.

Ο Γκαρθία Όλιβερ, ο μοναδικός από τους τρεις συντρόφους που επέζησε, μίλησε σαν φίλος, σαν αναρχικός και σαν υπουργός Δικαιοσύνης της ισπανικής δημοκρατίας.

Μέτα πήρε το λόγο ο Ρώσος πρόξενος. Έκλεισε το λόγο που έβγαλε σε καταλανική γλώσσα με την κραυγή: «Θάνατος στο φασισμό». Ο πρόεδρος της Generalidad, Κομπανύς, μίλησε τελευταίος. Άρχισε και τελείωσε με το σύνθημα «Σύντροφοι, εμπρός».

Είχε προγραματιστεί, μετά τους λόγους, να διαλυθεί η πορεία. Μόνο μερικοί φίλοι του θα ακολουθούσαν τη νεκροφόρα μέχρι το νεκροταφείο.Αλλά αποδείχθηκε αδύνατο να κρατηθεί αυτό το πρόγραμμα. Οι μάζες δεν έφευγαν από τη θέση τους. Είχαν ήδη καταλάβει το νεκροταφείο και είχαν μπλοκάρει το δρόμο προς τον τάφο. Ήταν δύσκολο να περάσεις, μιά και όλοι οι διάδρομοι του νεκροταφείου είχαν γεμίσει στεφάνια.

Η νύχτα έφτασε. Ξανάρχισε να βρέχει. Σε λίγο έριχνε καταρράχτες και το νεκροταφείο μεταβλήθηκε σε βούρκο, όπου μέσα του πνίγηκαν τα στεφάνια. Το τελευταίο λεπτό αποφασίστηκε να αναβληθεί η ταφή. Οι πολιτοφύλακες άφησαν τον τάφο και έφεραν το φορτίο τους στο νεκροθάλαμο.

Ο Ντουρούτι κηδεύτηκε τελικά την επόμενη μέρα.

Χ.Ε.ΚΑΜΙΝΣΚΙ.

Από το βιβλίο του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ
«Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας».

Μετάφραση από τα γερμανικά Νίκος Δεληβοριάς.

Εκδόσεις Οδυσσέας.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα