6. ΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

«Μυρωδιά ζώων και βρεγμένο πριονίδι. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του τσίρκου» σκέφτηκε καθώς μπήκε στην τέντα. Τα μάτια του γρήγορα συνήθισαν στο μισοσκόταδο. Άρχισε να διακρίνει τη σκηνή, τα αμφιθεατρικά στημένα ξύλινα καθίσματα, τους σιδερένιους στύλους που στήριζαν την τέντα και τους ανθρώπους που ήρθαν να δουν την παράσταση. Κάποιος φορούσε το καπέλο του. Το πάτωμα ήταν καλυμένο όλο με πριονίδι. Ήταν ζεστή και υγρή μέρα. Κάθισε.
Η παράσταση μόλις άρχιζε.
Ο μαέστρος-κλόουν διήυθηνε την μπάντα με μιά σκούπα αντί γιά μπακέτα.
Ο κομφερασιέ βγήκε στη σκηνή γιά να αναγγείλει το πρώτο νούμερο.
Είχε ύφος πολύ σοβαρό. Φορούσε σμόκιν και γιλέκο και κρατούσε μπαστούνι.
Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μπαλόνι που έμοιαζε με υδρόγειο.
Το πρώτο νούμερο το εκτελούσε μιά γυναίκα-ακροβάτης. Ξεκίνησε τις ασκήσεις δεξιοτεχνίας στριφογυρίζοντας ένα σχοινί στον αέρα. Μέσα στο μισοσκόταδο η κίνηση του σχοινιού σχημάτιζε κάτι σαν πλέγμα γύρω της.
Ο ξένος άρχισε να αναρωτιέται μήπως το νούμερο αυτό είχε σχέση με τον χρόνο. Πραγματικά,η γυναίκα,με απίστευτη δεξιοτεχνία, έκοβε το χρόνο σε μικρά κομματάκια, στριφογυρίζοντας το σχοινί γύρω από το σώμα της τόσο γρήγορα, που το οπτικό αποτέλεσμα δεν ήταν οι πολλές θέσεις του σχοινιού σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αλλά ένα αραχνούφαντο διάφανο πέπλο γύρω της-ένα πέπλο συμπαγές.
Μπορούσε σχεδόν να διακρίνει την ύλη του χρόνου. Τελειώνοντας το νούμερο, η γυναίκα υποκλίθηκε και έφυγε. Καθώς την κοιτούσε, παρατήρησε ότι το καπέλο της ήταν πάρα πολύ κόκκινο. Σαν να είχε ξεθωριάσει το χρώμα από οτιδήποτε άλλο και μόνο το καπέλο να παρέμενε κόκκινο.
Είχε την εντύπωση ότι ο χρόνος ξεχείλωνε.
Του φάνηκε ότι ο κομφερασιέ είχε σκοτώσει τον μαέστρο-κλόουν.

Οι παντομίμες των κλόουν, μιά μορφή θεάτρου, θυμίζουν τις βουβές κωμωδίες.
Ένα απλό σενάριο με δύο χαρακτήρες που γιά κάποιο λόγο τσακώνονται. Πλησιάζουν αντικρυστά, θυμωμένοι,με τα χέρια στη μέση. Ο ένας πετάει κάτω το καπέλο του άλλου.
Ο δεύτερος απαντάει, καταβρέχοντας τον πρώτο με το νεροπίστολο-λουλούδι στο πέτο του. Ο πρώτος κοπανάει τον δεύτερο με ένα πλαστικό ρόπαλο. Η βία κλιμακώνεται και ο δεύτερος -χρησιμοποιώντας ένα πιστόλι που όταν εκπυρσοκροτεί βγάζει ένα σημαιάκι με την λέξη «bang»- σκοτώνει τον πρώτο.
«Σαν την πραγματική ζωή. Κωμωδία ίσον τραγωδία συν χρόνος», μονολόγησε.

«Το μπαλέτο, το μπαλέτο» ακούστηκε κάποιος να λέει. Η σκηνή γέμισε από χορεύτριες
ντυμένες με φορέματα παρισινού καμπαρέ που χόρευαν can-can.
Οι μουσικοί, αθέατοι, κρυμένοι πίσω από την επιγραφή του τσίρκου, ανακάτευαν-μέσα σε κείνη την μογγόλικη τέντα- τα κλασικά τους όργανα με φραμπαλάδες, ακροβατικά, εκπαιδευμένα ζώα και πριονίδι.
Τα νούμερα με τα ζώα ήταν μάλλον βαρετά -εκτός από ένα.
Μία γυναίκα-ακροβάτης κατέβηκε από ψηλά, κρατημένη από ένα σχοινί. Στο πάλκο βρίσκονταν δύο ινδικοί ελέφαντες που στέκονταν στα πισινά τους πόδια. Η κοπέλα εκτέλεσε μία δύσκολη ακροβατική άσκηση, στηριζόμενη στα κεφάλια των δύο ελεφάντων. Ήταν ντυμένη με μία γαλάζια εξωτική φορεσιά που θύμιζε ενδυμασία περσικού χαρεμιού. Οι ινδικοί ελέφαντες -τους ξεχωρίζει κανείς από τα αυτιά τους που έχουν το σχήμα της Ινδίας ενώ των αφρικανικών το σχήμα της Αφρικής- είχαν μόνο την μορφή ελέφαντα και καθόλου την ουσία. Στέκονταν στα πίσω πόδια τους υπάκουοι, καλά εκπαιδευμένοι και εκτελούσαν με ακρίβεια, βήμα βήμα την άσκηση.
Ήταν πολύ μακριά από την πατρίδα τους -ίσως και να είχαν γενηθεί αιχμάλωτοι- μακριά από τις πυκνές ζούγκλες της Ινδίας και το μόνο που φαίνοταν να τους απασχολεί ήταν αυτή η αυστηρή διαδοχή των κινήσεων, που η ακρίβειά της τους εξασφάλιζε την καθημερινή τροφή και μία ιδιότητα, έναν συγκεκριμένο ρόλο μέσα στον πολύχρωμο κόσμο του τσίρκου.
Έτσι είναι.
Μέσα σε μία κοινωνία πρέπει το κάθε άτομο να προσφέρει εργασία στο κοινωνικό σύνολο. Πάει στο σχολείο, εκπαιδεύεται, δουλεύει όσο χρόνο μπορεί και όταν οι δυνάμεις του το εγκαταλείπουν μεταφέρεται σε κάποιον ζωολογικό κήπο για να τελειώσει τις μέρες του σε απραξία, ως αξιοθέατο.
«Βρε τον μπαγάσα τον άνθρωπο. Ακόμα και τους ελέφαντες συνταξιοδοτεί» σκέφτηκε.
Ύστερα βγήκαν οι ακροβάτες. Κάπου είχε ακούσει ότι οι καλύτεροι ακροβάτες του κόσμου είναι μογγόλοι. Του φαινόταν λογικό. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο που ζουν οι τσιρκολάνοι και στη νομαδική ζωή των μογγόλων. Η τέντα θα μπορούσε να βρίσκεται στις στέπες τις Μογγολίας, στην αφιλόξενη έρημο Γκόμπι-την έρημο του θανάτου, όπως την λένε αυτοί οι επιδέξιοι καβαλάρηδες βραχύσωμων αλόγων, που συγκατοικούν με παράξενα, μυθικά πλάσματα όπως οι Άλμας και το Allghoi Khorkhoi, το πορφυρό σκουλήκι του θανάτου.

«Ο κόσμος είναι ένα τσίρκο» ψιθύρησε και ο διπλανός του αυτή τη φορά συμφώνησε.
Το σάλτο μορτάλε δεν είχε πολύ ενδιαφέρον, εκτός από τη στιγμή που ένας ακροβάτης έπεσε -φυσικά στο προστατευτικό δίχτυ. «Μάλλον δεν είναι μογγόλος» σκέφτηκε.
Βγήκε πάλι το μπαλέτο εκτελώντας ένα νούμερο φλαμένγκο. Βεντάλιες, μαύρες εσάρπες, καπέλα με λουλούδια, έφιποι άντρες πάνω σε μαύρα ισπανικά άλογα,που τριπόδιζαν περήφανα γύρω από τη σκηνή, ευτυχισμένα που είχαν να κάνουν με όμορφες χορεύτριες φλαμένγκο και όχι με εξαγριωμένους ταύρους σε κάποια αρένα της Γρενάδας.

«Πάρε με μαζί σου καραβάνι,ταξίδεψέ με μακριά. Στης Ανδαλουσίας τα καταπράσινα λιβάδια». Η φωνή του φάνηκε γνωστή. Του θύμιζε κάτι παλιό, ξεχασμένο σε κάποια γωνιά της μνήμης του, μυρωδιά πολύ παλιά, σχεδόν μη αναγνωρίσιμη. Μπορούσε να μυρίσει τους σπαρμένους αγρούς, καθώς έφηβοι θεριστές με τα μεγάλα γυρτά δρεπάνια τους,δουλεύοντας γυμνοί από τη μέση και πάνω, θέριζαν τα στάχυα κάτω από τον ζεστό μεσημεριανό ήλιο. Νόμισε, γιά μιά στιγμή, ότι περπατάει πλάι τους στα μονοπάτια των λιβαδιών, συντροφεύοντάς τους μεχρι το επόμενο χωριό, το χωριό τους, κουβεντιάζοντας μαζί τους σε μιά γλώσσα άγνωστη, σε μιά χώρα άγνωστη.
«Γιά ποιό σκοπό πεθαίνεις ινδιάνε;» ρώτησε άξαφνα η φωνή. Η σκηνή γέμισε μεμιάς άλογα που κάλπαζαν κυκλικά, ακολουθώντας τα παραγγέλματα του εκπαιδευτή τους -ενός καθαρόαιμου Σιού.
«Μα τι γυρεύει ένας ινδιάνος γητευτής αλόγων σε μιά τέντα τσίρκου λίγο έξω από τη Σπάρτη, τόσο μακριά από τον τόπο του;» αναρωτήθηκε.
«Γιά κανένα σκοπό» απάντησε ο ινδιάνος χτυπώντας το μακρύ του μαστίγιο.
Κοίταξε γύρω. Μία ηλικιωμένη γυναίκα με τον εγγονό της παρακολουθούσαν την παράσταση. Η γυναίκα φαινόταν να εξηγεί στο παιδί κάτι που είχε σχέση με τα άλογα.

Ο άνθρωπος στα μπροστινά καθίσματα φορούσε ακόμη το καπέλο του. Είχε γύρει προς το μέρος της γυναίκας δίπλα του και κάτι της έλεγε. Ο ξένος έστησε αυτί. Η ιστορία του ανθρώπου με το καπέλο διαδραματιζόταν στη σκηνή ενός άλλου τσίρκου, ενός αξιοθρήνητου τσίρκου, που περιφέρεται κουτσαίνοντας από πόλη σε πόλη της λατινικής αμερικής.
«Ονομάζεται Νικολάι» άρχισε να λέει ο άνθρωπος-καπέλο με μιά παράξενη προφορά.
«Θεωρείται ο ψηλότερος άντρας του κόσμου. Λέει πως είναι Ρώσος. Στην πραγματικότητα είναι Ουκρανός. Το αληθινό του όνομα είναι Βίκτορ Ζαμπολότνι και έχει ύψος δύο μέτρα και τριανταεννιά εκατοστά. Ήταν κάποτε μπασκετμπολίστας στην εθνική ομάδα της Σοβιετικης Ένωσης. Μετά την διάλυσή της , το μπάσκετ στην Ουκρανία ξόφλησε. Τότε ο Βίκτορ ήταν 33 χρονών. Αναζήτησε καλύτερη τύχη αλλού, χωρίς επιτυχία. Μιά μέρα όμως το τηλέφωνό του χτύπησε. Κάποιος από το Εκουαδόρ του πρότεινε να δουλέψει εκεί, σε τσίρκο. Τώρα ο Ουκρανός Βίκτορ εμφανίζεται στο τσίρκο. Λέει πως ονομάζεται Νικολάι και δηλώνει Ρώσος. Η αμοιβή του είναι 2500 δολάρια τον μήνα. Όταν τον βλέπει ο κόσμος γελάει μαζί του, όμως δεν τον πειράζει.
Βλέπεις, στη σκηνή του τσίρκου τα γέλια είναι καλοπροαίρετα, παιδικά, δεν του επιτίθενται όπως έξω, στο δρόμο». Ο άντρας με το καπέλο χαμογέλασε πικρά.

Το νούμερο τελείωνε και μαζί και η παράσταση. Τα εκπαιδευμένα άλογα υποκλίθηκαν στο κοινό. Όλος ο θίασος βγήκε στη σκηνή ευχαριστώντας τους θεατές γιά το θερμό χειροκρότημα.
«Γιά κανένα σκοπό» είπε ο νεκραναστημένος μαέστρος-κλόουν στο μικρόφωνο.
Ο άντρας με το καπέλο χειροκροτούσε. Η γυναίκα δίπλα του χειροκρότησε και αυτή.
«Τι δουλειά έχει ένας άνθρωπος με τέτοιο καπέλο σε μιά μογγόλικη τέντα τσίρκου, Κυριακή μεσημέρι, λίγο έξω από τη Σπάρτη;» αναρωτήθηκε ο ξένος και σηκώθηκε.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα