ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΠΛΟΚ.

Συμπλήρωμα πρώτου τεύχους.
(Επί του Πιεστηρίου).



Ο έφηβος τσιγγάνος έκλεβε καλώδια της ΔΕΗ να τα πουλήσει γιά χαλκό. Το περιπολικό σταμάτησε και δύο οπλισμένοι αστυνομικοί βγήκαν και τον σημάδεψαν.
-Ψηλά τα χέρια γύφτο.
Το παιδί τόβαλε στα πόδια. Του ρίξανε στην πλάτη. Έπεσε στη μέση του δρόμου.
Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
-Ένας γύφτος λιγότερος.

*

Μπήκαν να κλέψουν το φαστφουντάδικο. Δυό αστυνομικοί των Ειδικών Δυνάμεων πετάχτηκαν, οπλισμένοι σαν αστακοί.
-Ακίνητοι καριόληδες.
Το έβαλαν στα πόδια. Οι άλλοι άρχισαν να ρίχνουν μες τον κόσμο. Το ένα παιδί έπεσε στη μέση του δρόμου.
Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
-Κρατούσε όπλο, είπε ο αστυνομικός.
-Και πούντο; ρώτησε ένας περαστικός διαβάτης.
-Το πήρε ο άλλος μαζί του. Ένας αλήτης λιγότερος.

*

Ήταν Μάρτης και η Αθήνα καιγόταν. Οι φοιτητές διαδήλωναν ενάντια στο νομοσχέδιο.
Ένας φρουρός τον Ειδικών Δυνάμεων έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε στον αέρα τρεις φορές.
-Ε, άνθρωποι είναι και αυτοί και καμιά φορά εκνευρίζονται, δήλωσε ο Υπουργός.
-Ναι κύριε Υπουργέ, αλλά έχουν όπλα, είπε η Γυναίκα του Κυβερνητικού Εκπροσώπου που τόπαιζε αντικειμενική.
-Δεν θα μου πεις εσύ. Εγώ είμαι αντιστασιακός. Εμένα με ρίξαν στον ασβέστη.
Ο Εκδότης χαμογέλασε.
-Η δύναμη βρίσκεται στις κάνες των όπλων, είπε ο Μεγάλος Τιμονιέρης, πέρα, από το Κίτρινο Ποτάμι.

*

Ο μπράβος του Κύριλου –του Πατριάρχη Αλεξανδρείας- ο Αναγνώστης Πέτρος με τους Στρατοκαλόγερούς του, σύραν Την Υπατία –την Μαθηματικό, την κόρη του Θέωνα, του Διευθυντή της Βιβλιοθήκης- στη μέση της εκκλησίας του αγίου Μιχαήλ. Εκεί, Την έγδυσαν και Την έγδαραν ζωντανή, με όστρακα από κοχύλια. Αυτά συνέβησαν το «Σωτήριο Έτος» 415, στην Αλεξάνδρεια.

*

-Πάρτην, είπε και αμόλησε το λυκόσκυλο.
Εκείνο, άρπαξε το γατί απ’τον λαιμό, το τράνταξε δύο φορές και τούσπασε το σβέρκο.
Ο Κωστής άκουσε το ουρλιαχτό και πήδηξε έξω απ’το παράθυρο, με την φαλτσέτα στο χέρι.

*

Ήταν Νοέμβρης του 1973. Το βαρύ άρμα μάχης σταμάτησε μπροστά απ’το Πολυτεχνείο. Η Φοιτήτρια, σκαρφαλωμένη στην πόρτα, φώναξε στους φαντάρους: «μην μας χτυπάτε, είμαστε αδέρφια σας». Το άρμα πέρασε από πάνω Της.

*

Ήταν καλοκαίρι του 1936. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην πλατεία της Μαδρίτης και από μέσα βγήκε ο Ντουρούτι. Στο χέρι κρατούσε την Πορτοκαλιά του. Οι άντρες του παρουσίασαν όπλα. Το Μαύρο Μπλοκ.

*

Στον εθνικό δρόμο της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, οι αστυνομικοί έκαναν νόημα στο αγροτικό αυτοκίνητο. Δεν σταμάτησε. Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ. Το παιδί που οδηγούσε, δέχτηκε την σφαίρα στο κεφάλι. Μιά κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε γύρω του.
Οι συντοπίτες του κατέβηκαν στο Ρέθυμνο και έκαψαν το αστυνομικό τμήμα. Δεν έμεινε ούτε πέτρα.

*

Ήταν τριανταμία Ιανουαρίου –ανήμερα των Τριών Ιεραρχών. Στο πολυτελές ξενοδοχείο, στο Σικάγο –εκεί που χύθηκε το Πρώτο Αίμα- η δεκαπεντάχρονη ΕλληνοΑμερικάνα Μαθηματικός –Παιδί Θαύμα- ανέβηκε στο βήμα να μιλήσει.
«Ο χριστιανισμός», είπε, «αυτή η θρησκεία μίσους, ήταν ο ένας και μοναδικός υπεύθυνος γιά αυτή την ανεπανάληπτη θηριωδία, γιά αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα κατά της αρχαίας Ελλάδας».
Μίλησε γιά όλα. Γιά το σφαγείο της Σκυθούπολης, γιά τους «ήρωες» των χριστιανών –τον Θεοδόσιο και τον Ιουστινιανό- και γιά τους μύθους, την «ελληνικότητα» του Βυζαντίου και το «Κρυφό Σχολειό». Μόνο τον Χίτλερ –τον καθολικό- ξέχασε.
Τα κοράκια με τα μαύρα ράσα και οι Στρατοκαλόγεροι πέσαν να την φάνε.
-Επιτέλους, Κάποιος μιλάει την Αλήθεια, είπε ο Προμηθέας από την ψηλή κορυφή του Καυκάσου. Έσπασε τις βαριές του αλυσίδες και σκότωσε τον γύπα -που τούτρωγε τόσο καιρό το συκώτι.

*

Θα είναι Μάης. Ο ουρανός θάναι γαλάζιος και ο λαμπρός ήλιος θα διώχνει τις σκιές. Θα βγούν στους δρόμους. Δεν θάναι ένας, μα χιλιάδες -και όχι μονάχα οι ζωντανοί.
Στη μέση θάναι οι φοιτητές. Και μπροστά, το Μαύρο Μπλοκ.




Αντ’ αυτών.

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα